Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 262/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  262  /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 4342/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 2-2-2016 (αρ. κατάθ. …./…./2016) ανακοπής της ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί από την ηττηθείσα καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσα, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου  στις  27-10-2017 και εντός διετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 26-9-2017, δεδομένου ότι από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ).  Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και  533 ΚΠολΔ), ερήμην της εφεσίβλητης, η οποία, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, δεν παραστάθηκε, παρότι κλήθηκε προς τούτο νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού αντίγραφο της έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για την ανωτέρω δικάσιμο και κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε σ’ αυτήν, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. ……./8-1-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου  Αθηνών ……, που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα (κατ’ εφαρμογή των άρθρων 524 § 1 και 591 § 1α ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 271 §§ 1-2α ΚΠολΔ, καθόσον δεν υπάρχει σχετική διάταξη στα άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ για τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, όπου παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 937 § 3 ΚΠολΔ για την εφαρμοζόμενη διαδικασία στις δίκες περί την εκτέλεση, το οποίο έχει εφαρμογή εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 3 Ν. 4335/2015, εφόσον η επίδοση της επιταγής έγινε μετά την 1-1-2016). Σημειώνεται, εξάλλου, ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ, παράβολο.

          Από τη διάταξη του άρθρου 904 § 1 στοιχ. δ’ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 918 § 4, 915, 916 και 921 § 4 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι, στους εκτελεστούς τίτλους περιλαμβάνονται και τα συμβολαιογραφικά έγγραφα με την προϋπόθεση ότι περιέχουν απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Βέβαιη είναι η απαίτηση, όταν δεν τελεί υπό αναβλητική αίρεση, όρο ή προθεσμία, εκκαθαρισμένη δε, όταν από το συμβολαιογραφικό έγγραφο προκύπτει το ποσό και το ποιόν της οφειλόμενης παροχής. Στην αντίθετη περίπτωση, η με συμβολαιογραφικό έγγραφο διαπιστούμενη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι δεκτική εκτελέσεως (ΑΠ 2036/2014, ΑΠ 205/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 915 και 924 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η αναγκαστική εκτέλεση αφορά απαίτηση, που εξαρτάται από αναβλητική αίρεση, όρο ή προθεσμία, ο επισπεύδων την εκτέλεση οφείλει να κοινοποιήσει στον οφειλέτη του, μαζί με την επιταγή, και το αντίγραφο του δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου, που έχει αποδεικτική δύναμη και από το οποίο αποδεικνύεται η πλήρωση της αιρέσεως ή του όρου. Η παράβαση της διατυπώσεως αυτής, με την οποία σκοπείται η αποτροπή αναγκαστικής εκτελέσεως προς ικανοποίηση επισφαλών ή αβέβαιων και γενικά μη εγγράφως αποδεικνυομένων αμέσως απαιτήσεων, επάγεται ακυρότητα, ανεξαρτήτως βλάβης, τόσο της επιταγής, που επιδόθηκε με ελλείψεις, όσο και της αναγκαστικής εκτελέσεως, που άρχισε με βάση της επιταγή αυτή (ΑΠ 1543/2014 ΧΡΙΔ 2015.203, ΑΠ 1124/2010, ΑΠ 1559/2009, ΑΠ 189/1998, ΕΔωδ 56/2016 ΝΟΜΟΣ).

Με την ένδικη από 2-2-2016 ανακοπή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας, η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ζητούσε για τον αναφερόμενο σε αυτήν λόγο να ακυρωθεί η από  5-1-2016 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου του υπ’ αρ. ……/21-10-2010 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, με το  οποίο επιτάχθηκε να καταβάλλει στην καθ’ ης το ποσό των 255.357,65 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τελευταίας προερχόμενη από την υπό χρονολογία 21-10-2010 σύμβαση αγοραπωλησίας των αναφερόμενων στο δικόγραφο της ανακοπής τριών ανεξάρτητων οριζόντιων ιδιοκτησιών πολυόροφης οικοδομής, κείμενης επί της οδού ………στον Πειραιά. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αρ. 4342/2017 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου,  το οποίο την έκανε δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη και ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά της παραπάνω απόφασης η καθ’ ης η ανακοπή άσκησε την κρινόμενη έφεσή της, με την οποία για τους λόγους που επικαλείται και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης ώστε να απορριφθεί η ανακοπή.

Με τον μοναδικό λόγο της ένδικης ανακοπής η ανακόπτουσα εταιρεία, ήδη εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι, δυνάμει του υπ’ αρ. …./2010 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, της μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, λόγω πώλησης, τις περιγραφόμενες τρεις αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες  πολυόροφης οικοδομής κείμενης  στον Πειραιά, έναντι συνολικού τιμήματος 255.357,65 ευρώ. Ότι το τίμημα πιστώθηκε και ορίστηκε να καταβληθεί μέχρι τις 21-10-2013, υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι τον χρόνο  αυτόν θα είχαν εξοφληθεί τα χορηγηθέντα από την εταιρεία «……..» δάνεια προς την καθ’ ης και τις εταιρείες «……..» και «……..», για τα οποία εγγυήθηκε η καθ’ ης και προς εξασφάλιση των οποίων, δυνάμει της υπ’ αρ. 1687/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αρ. 7790/2006 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, ενεγράφησαν οι αναφερόμενες  συναινετικές προσημειώσεις υποθήκης. Ότι η προσβαλλόμενη από 5-1-2016 επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη, διότι η απαίτηση για την οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση τελεί υπό την ανωτέρω αναβλητική αίρεση που, μέχρι τον χρόνο που της επιδόθηκε η επιταγή, δεν έχει πληρωθεί  και επιπλέον η καθ’ ης δεν της προσκόμισε κάποιο έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται η πλήρωση της αιρέσεως, δηλαδή η εξόφληση των ανωτέρω δανείων. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 915 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η εκκαλούσα, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του υπ’ αρ. …./21-10-2010 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ….., η καθ’ ης εταιρεία  «……» πώλησε και μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή  στην ανακόπτουσα εταιρεία «……….» τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες μετά της εξ αδιαιρέτου αναλογίας τους στο οικόπεδο και τα λοιπά κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της πολυκατοικίας, όπου ευρίσκονταν, και συγκεκριμένα τα υπ’ αρ. 1, 2 και 3 γραφεία του Β’ πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυόροφης οικοδομής, ευρισκόμενης επί της οδού ….. στον Πειραιά, έναντι συνολικού τιμήματος 255.357,65 ευρώ. Το τίμημα πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί από την αγοράστρια  εντός διαστήματος τριών ετών από την υπογραφή του συμβολαίου και το αργότερο μέχρι 21-10-2013,  υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν εν τω μεταξύ εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς τα δάνεια, που είχαν χορηγηθεί στην πωλήτρια εταιρεία αλλά και στις εταιρείες «……..» και «……..», για την αποπληρωμή των οποίων είχε εγγυηθεί η καθ’ ης πωλήτρια και σε εξασφάλιση των οποίων είχαν εγγραφεί επ’ αυτών και υπέρ της δανείστριας  προσημειώσεις υποθήκης. Συγκεκριμένα, δυνάμει της υπ’ αρ. 1687/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή μεταρρυθμίστηκε με την υπ’ αρ. 7790/2006 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, υπέρ της εταιρείας «……», ενεγράφησαν οι εξής προσημειώσεις υποθήκης επί των ως άνω αναφερόμενων ιδιοκτησιών : α) επί του υπ’ αρ. (1) γραφείου μέχρι του ποσού των 140.000 δολαρίων ΗΠΑ, β) επί του υπ’ αρ. (2) γραφείου μέχρι του ποσού 90.000 δολαρίων ΗΠΑ και γ) επί του υπ’ αρ. (3) γραφείου μέχρι του ποσού 220.000 δολαρίων ΗΠΑ. Οι προαναφερθείσες προσημειώσεις μεταγράφησαν στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, στον τόμο …., φύλλα 82, 83 και 84, αριθμός 1, ενώ  η υπ’ αρ. 7790/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία μεταρρυθμίστηκε η ως  άνω υπ’ αρ. 1687/2002 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, σημειώθηκε στο περιθώριο των ανωτέρω προσημειώσεων στα ίδια βιβλία  υποθηκών στις 6-10-2006. Ειδικότερα, στο ανωτέρω συμβόλαιο, κατά το ενδιαφέρον μέρος του, αναφέρεται επί λέξει ότι, «Ολόκληρο το τίμημα της παρούσας αγοραπωλησίας πιστώνεται και η πωλήτρια εταιρεία δέχεται να λάβει και η αγοράστρια εταιρεία αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει το αργότερο εντός 3 ετών από σήμερα ήτοι το αργότερο μέχρι την 21-10-2013 και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι θα έχουν εν τω μεταξύ εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς τα προαναφερόμενα δάνεια, προς εξασφάλιση της αποπληρωμής των οποίων έχουν εγγραφεί οι άνω προσημειώσεις υποθήκης». Ταυτόχρονα στο  συμβόλαιο ορίστηκε ότι, «Σε κάθε περίπτωση η πωλήτρια εταιρεία χορηγεί στην αγοράστρια εταιρεία με το παρόν την πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα όπως εξοφλήσει το άνω χρέος και προβεί στο όνομα και για λογαριασμό της στην εξάλειψη των άνω προσημειώσεων υποθήκης». Επιπροσθέτως, συμφωνήθηκε ότι, «Για μεγαλύτερη ασφάλεια της πωλήτριας εταιρείας ότι θα καταβληθεί το πιστωμένο τίμημα, η αγοράστρια εταιρεία δια του νομίμου εκπροσώπου της παρέχει σε αυτή το δικαίωμα όπως εγγράψει υπέρ της και κατά της αγοράστριας εταιρείας και με έξοδά της στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά υποθήκη στις άνω περιγραφόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες για ολόκληρο το πιστωμένο μέρος του τιμήματος ή οποιοδήποτε ποσό οφειλόμενο κατά την ημερομηνία της εγγραφής της, πλέον τυχόν τόκων και εξόδων, χωρίς να την ειδοποιήσει και χωρίς να της κοινοποιήσει τη μια από τις περιλήψεις». Ακολούθως,  στο ανωτέρω συμβόλαιο αναφέρεται ότι, «Η καταβολή του πιστωμένου τιμήματος θα αποδεικνύεται από ιδιωτικές έγγραφες αποδείξεις της πωλήτριας εταιρείας ή αντίστοιχα γραμμάτια του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στο όνομά της, αποκλειομένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου, και αυτού ακόμη του όρκου». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, η καθ’ ης η ανακοπή, στις 11-1-2016, επικαλούμενη καθυστέρηση εξόφλησης από την ανακόπτουσα  του πιστωθέντος τιμήματος, επέδωσε σ` αυτήν αντίγραφο από εκτελεστό απόγραφο του παραπάνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, με την κάτωθι αυτού από 5-1-2016 επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία επιτάχθηκε η τελευταία να της καταβάλει το συνολικό ποσό των  255.357,65 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ήτοι το συνολικό ποσό των 301.339,51 ευρώ, εντόκως από την επίδοση. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται, ωστόσο, ότι η απαίτηση της  καθ’ ης  εξαρτάτο από ορισμένη προθεσμία (αυτή της αποπληρωμής του τιμήματος μέχρι 21-10–2013), αλλά προσθέτως και από την αίρεση της προηγούμενης ολοσχερούς εξόφλησης των δανείων, για την εξασφάλιση των οποίων είχαν εγγραφεί προσημειώσεις στα πωλούμενα γραφεία, με βάση την υπ’ αρ. 1687/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως μεταρρυθμίστηκε με την υπ’ αρ. 7790/2006 απόφαση του, κατά ρητή διατύπωση του άνω πωλητηρίου συμβολαίου. Αν  τούτο δεν συνέτρεχε, δεν είχε δηλαδή πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελούσε η πληρωμή του τιμήματος, δεν υπήρχε και η σχετική υποχρέωση εκ μέρους της ανακόπτουσας. Όπως, δε αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ../11-1-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών, .. …, μαζί με την ανωτέρω επιταγή δεν συγκοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα και αντίγραφο δημόσιου ή με αποδεικτική δύναμη ιδιωτικού εγγράφου, από το οποίο να αποδεικνύεται η πλήρωση της παραπάνω αίρεσης και συγκεκριμένα τέτοιου εγγράφου, που να αποδεικνύει την εξόφληση των δανείων. Εφόσον, λοιπόν, δεν συγκοινοποιήθηκε με την επιταγή και αντίγραφο εγγράφου, από το οποίο να αποδεικνύεται η πλήρωση της αιρέσεως (για την προθεσμία δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, διότι προέκυπτε ημερολογιακώς), η επιταγή είναι άκυρη. Η καθ’ ης αρνείται ότι στο ανωτέρω συμβόλαιο εξαρτήθηκε η καταβολή του τιμήματος από την πλήρωση αναβλητικής αίρεσης. Παράλληλα ισχυρίζεται ότι, βάσει αυτού η ανακόπτουσα είχε τη δυνατότητα να εξοφλήσει η ίδια τα ανωτέρω δάνεια, να εξαλείψει τις ανωτέρω προσημειώσεις υποθηκών και στη συνέχεια να καταβάλει το τίμημα μέχρι τις 21-10-2013 και άρα με το να μην το πράξει προκάλεσε μη πλήρωση της αιρέσεως αντίθετα προς την καλή πίστη, προσέτι δε τα δάνεια έχουν εξοφληθεί και οι προσημειώσεις έχουν εξαληφθεί σύμφωνα με την υπ’ αρ. 299/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που ανακάλεσε τις υπ’ αρ. 1687/2002 και 7790/2006 αποφάσεις. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, από το ανωτέρω παρατιθέμενο κείμενο του υπ’ αρ. …./2010 συμβολαίου είναι σαφές ότι η καταβολή του τιμήματος εξαρτήθηκε αφενός από αναβλητική προθεσμία, ήτοι ορισμένο χρονικό σημείο (την έλευση της 21-10-2013), αφετέρου από αναβλητική αίρεση (την εξόφληση των αναφερόμενων δανείων), με αποτέλεσμα να βρίσκει εφαρμογή το άρθρο 915 ΚΠολΔ. Όφειλε, επομένως, η καθ’ ης  στις 11-1-2016, ήτοι κατά τον χρόνο επίδοσης της προσβαλλόμενης από 5-1-2016 επιταγής προς εκτέλεση, να συγκοινοποιήσει στην ανακόπτουσα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα έχοντα αποδεικτική δύναμη έναντι αυτής, από τα οποία να αποδεικνύονταν ότι σε προγενέστερο χρόνο εξοφλήθηκαν προς τη δανείστρια εταιρεία «…………» τα δάνεια, για την εξασφάλιση των οποίων είχαν εγγραφεί προσημειώσεις επί των πωληθέντων οριζόντιων ιδιοκτησιών. Η παράλειψη συγκοινοποιήσεως με την επιταγή του αντιγράφου του αποδεικτικού της πληρώσεως της αιρέσεως εγγράφου επάγεται ακυρότητα τόσο της επιταγής όσο και της επισπευδόμενης βάσει αυτής εκτέλεσης, ανεξαρτήτως μάλιστα βλάβης της καθ’ ης η εκτέλεση ανακόπτουσας. Θεραπεία της ακυρότητας, εξάλλου, δεν χωρεί με τη μεταγενέστερη της επιταγής κοινοποίηση του συμπληρωματικού του τίτλου αποδεικτικού εγγράφου, ούτε και με την προσαγωγή του στο πλαίσιο της δίκης περί της ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έστω και αν αυτό υπήρχε ήδη κατά τον χρόνο της επιδόσεως της επιταγής. Άλλωστε, ο ισχυρισμός της καθ’ ης η ανακοπή ότι, η ανακόπτουσα, βάσει του ανωτέρω συμβολαίου, είχε τη δυνατότητα να εξοφλήσει η ίδια τα εν λόγω  δάνεια και με το να μην το πράξει προκάλεσε αντίθετα προς την καλή πίστη την μη πλήρωση της αιρέσεως, αφενός ουδεμία επιρροή ασκεί, αφού δεν αναιρεί το γεγονός ότι δεν συγκοινοποιήθηκαν  με την προσβαλλόμενη επιταγή τα έγγραφα απόδειξης πλήρωσης της αίρεσης κατ’ άρθρο 915 ΚΠολΔ, αφετέρου, με το παραπάνω συμβόλαιο συμφωνήθηκε η ανακόπτουσα να έχει αυτό το δικαίωμα, χωρίς όμως και να θεσπίζεται και υποχρέωσή της να το πράξει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε τα ίδια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι.

Από τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 6, 8, 9, 44, 46, 47, 50 του Ν. 3190/1955 «Περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης», 73 και 286 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι, η διάλυση νομικού προσώπου εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, από οποιοδήποτε λόγο και αν επήλθε, δεν θίγει την ικανότητα αυτής να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και της έννομης σχέσης της δίκης, γι’ αυτό και μετά την διάλυση του νομικού προσώπου η εταιρεία αυτή λογίζεται ότι υπάρχει μέχρι του πέρατος της εκκαθάρισής της. Κατά το στάδιο της εκκαθάρισης η εταιρεία αντιπροσωπεύεται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι διαχειριστές, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το καταστατικό της ή αν δεν αποφάσισε αλλιώς η γενική συνέλευση των εταίρων της. Άρα, μπορεί κατά το στάδιο αυτό της εκκαθάρισης να παρίσταται στο δικαστήριο, εκπροσωπούμενη από τους εκκαθαριστές. Ακόμη και μετά την λήξη των εργασιών της εκκαθαρίσεως, αν διαπιστωθεί, ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρίας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθαρίσεως και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας εταιρίας από τους εκκαθαριστές (ΑΠ 1757/2014, ΑΠ 216/2012, ΑΠ 308/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 2420/1998 ΑΡΜ 1999.87 και 842). Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της νομικής καταστάσεως της εκκαθαρίσεως η εταιρία διατηρεί το δικαίωμα επί της επωνυμίας της, χωρίς να είναι αναγκαία η προσθήκη σ’ αυτή ότι η εταιρία τελεί υπό εκκαθάριση, πράγμα το οποίο συνηθίζεται μεν στις συναλλαγές, δεν προβλέπεται όμως από καμία διάταξη και συνεπώς η παράλειψη της προσθήκης αυτής δεν καθιστά άκυρες τις ενεργούμενες από τους εκκαθαριστές δικαστικές και εξώδικες πράξεις  (βλ. σχετικά  ΑΠ 1427/2000 ΕλΔνη  42.707, ΕΑ 793/2002

ΕλΔνη 45.238, ΕΑ 46/2005 ΕΕΜΠΔ 2006/330).

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη εταιρεία έχει λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση ήδη από 10-8-2016, ενώ εκκαθαριστής αυτής έχει οριστεί ο ………, χωρίς να γίνεται μνεία περί τούτου δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της. Συνεπώς, δεν νομιμοποιείτο να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της ανακοπής. Από τη με αρ. …/26-7-2016 συμβολαιογραφική πράξη λύσης και θέσης σε εκκαθάριση της συμβολαιογράφου Αθηνών …… σε συνδυασμό με τη υπ’ αρ. πρωτ. …/11-8-2016 ανακοίνωση καταχώρησης στο ΓΕΜΗ της λύσης προκύπτει ότι η ανακόπτουσα  εταιρεία αποφάσισε τη λύση και τη θέση της σε εκκαθάριση, εκκαθαριστής δε αυτής ορίστηκε ο εμφανισθείς και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. σχετικά πρακτικά) μοναδικός εταίρος της, ……… Σύμφωνα, ωστόσο, με τα εκτιθέμενα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, η ανακόπτουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης και μετά τη λύση της υφίσταται ως νομικό πρόσωπο για τις ανάγκες της εκκαθαρίσεως και εντεύθεν έχει ικανότητα να είναι διάδικος, εφόσον δε, υφίσταται η εκκρεμότητα αυτή της ανακόπτουσας εταιρίας, που ήχθη προς δικαστική κρίση με την ένδικη ανακοπή (ανεξαρτήτως της βασιμότητας της), αυτή νομιμοποιείται ενεργητικώς,  καθόσον, αν μεν είχε περατωθεί τυπικώς το στάδιο της εκκαθαρίσεως της, τούτο θεωρείται ότι έχει αναβιώσει, διαφορετικά το στάδιο τούτο δεν είχε περατωθεί ακόμη, ενώ δεν είναι υποχρεωτικό, ούτε προκύπτει ακυρότητα, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν, η έλλειψη μνείας ότι τελεί υπό εκκαθάριση, αφού η εκπροσώπηση της στο δικαστήριο έγινε από τον νόμιμα ορισθέντα εκκαθαριστή της. Επομένως, ο λόγος αυτός έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

            Συνακόλουθα, αφού κανένας λόγος έφεσης δεν κρίθηκε βάσιμος, πρέπει η έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3Β ΚΠολΔ). Δικαστικά έξοδα δεν καθορίζονται, διότι λόγω της ερημοδικίας της εφεσίβλητης δεν υπεβλήθη σχετικό αίτημα (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται, καθόσον στις δίκες περί την εκτέλεση δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937 § 1 β ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά τον Ν. 4335/2015)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης την από 26-10-2017 (αρ. κατάθ. ………./2017) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την  εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9-5-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου της εκκαλούσας.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ