Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 265/2019

Αριθμός    265/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 18.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017 έφεση κατά της με αριθμό 1786/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών καθώς και κατά των προγενεστέρων της απόφασης αυτής με αριθμούς 925/2016, 5013/2014 και 19/2014 μη οριστικών αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015 ΚΠολΔ), και πρέπει επομένως, αυτή να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω τακτική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό …../2017 ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016).

Η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα αλλοδαπή (…..) ναυτιλιακή εταιρεία που δραστηριοποιείται και στον κλάδο της ναύλωσης πλοίων με τη με αριθμό …./2013 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εξέθετε ότι η δεύτερη εναγομένη ήδη εφεσίβλητη είναι ναυτιλιακή εταιρεία με καταστατική μεν έδρα τη … της Λιβερίας, πραγματική δε την Ελλάδα, όπου διατηρεί γραφείο νομίμως εγκατεστημένο σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 και ήδη του άρθρου 25 του ν. 27/1975 και έχει κηρυχθεί σε πτώχευση από την 06-11-2012 με την υπ’ αριθμ. 4925/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διορίσθηκε συγχρόνως σύνδικος της πτώχευσης ο ήδη πρώτος εφεσίβλητος εναγόμενος. Ότι αυτή εκναύλωσε κατά την 02-12-2011 το πλοίο m/v B.C. στην εδρεύουσα στο ….. της Γερμανίας εταιρεία με την επωνυμία «…….» και ότι κατά την εκκαθάριση των λογαριασμών της με την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, μετά τη λήξη του ναυλοσυμφώνου, προσδιόρισε ότι όφειλε στη ναυλώτρια το χρηματικό ποσό των 104.239,51 δολαρίων Η.Π.Α. για την αξία των καυσίμων που υπήρχαν στο πλοίο (fuel oil και diesel οίΙ) κατά την παραλαβή του κατά τη λήξη της σύμβασης Ναύλωσης, πλην όμως αντί να καταβάλει το ανωτέρω ποσό στη ναυλώτρια, το ενέβασε κατά την 06-12-2012, λόγω σφάλματος του λογιστηρίου της, στον με αριθμό  ….. λογαριασμό που τηρεί στην τράπεζα με την επωνυμία «. …» στο Λονδίνο η δεύτερη εφεσίβλητη, με την οποία η ενάγουσα  ήδη εκκαλούσα διατηρούσε στο παρελθόν συνεργασiα που, όμως, είχε ήδη λήξει κατά το χρόνο του εμβάσματος χωρίς να υφίσταται καμία οφειλή της προς την δεύτερη εφεσίβλητη. Ότι στη συνέχεια απέστειλε κατά την 11-12-2012 ηλεκτρονική επιστολή προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, με την οποία της ζητούσε να της επιστρέψει τα χρήματα που ενέβασε εκ παραδρομής στον τραπεζικό της λογαριασμό, αλλά αν και οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ως άνω εφεσίβλητης αναγνώρισαν κατά τη 12-12-2012 ότι ουδεμία οφειλή υφίστατο προς την εταιρεία που εκπροσωπούσαν και, επομένως, ότι το χρηματικό ποσό που εμβάσθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό της έπρεπε να της επιστραφεί δήλωσαν αδυναμία να προβούν οι ίδιοι στην ως άνω ενέργεια λόγω του ότι, μετά την πτώχευση της ως άνω εταιρείας, είχαν στερηθεί της διοίκησης της περιουσίας της, η οποία ασκείτο πλέον από τον σύνδικο πρώτο εφεσίβλητο. Ότι όταν αιτήθηκε την απόδοση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού από το σύνδικο την 11.1.2013 αυτός αρνήθηκε ισχυριζόμενος κατά τη 12-01-2013, ότι αυτό ανήκει στην πτωχευτική περιουσία, επειδή κατά το παρελθόν εκκαλούσα και δεύτερη εφεσίβλητη διατηρούσαν εμπορική συνεργασία, άρνηση την οποία διατύπωσε και με ηλεκτρονικό μήνυμα την 29.4.2013 μετά την υποβολή νέου αιτήματος της περί απόδοσης. Ακολούθως αιτήθηκε  με βάση τα περιστατικά αυτά, και επικαλούμενη ευθύνη των εφεσιβλήτων απορρέουσα αφενός εκ της ευθύνης τους ως διοικητών αλλοτρίων υποθέσεων και αφετέρου εκ του άρθρου 16 του ν. 3588/2007 και του γενικού καθήκοντος να μη ζημιώνουν άλλον υπαίτια και ενάντια στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κα επικουρικά με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού α) να αναγνωρισθεί ότι το χρηματικό ποσό των 104.239,51 δολαρίων Η.Π.Α. που κατέθεσε αυτή αχρεωστήτως σε τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης ήδη εφεσίβλητης, δεν ανήκε κατά το χρόνο της κατάθεσης στην πτωχευτική αλλά στη μεταπτωχευτική περιουσία της εν λόγω εναγομένης, εφόσον αποκτήθηκε απ’ αυτήν μετά την κήρυξη της πτώχευσης της, β) να αναγνωρισθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος ήδη εφεσίβλητο, στα χέρια ή τον έλεγχο του οποίου βρίσκεται το ανωτέρω ποσό και η δεύτερη εναγομένη ήδη εφεσίβλητη, στο λογαριασμό της οποίας αυτό εμβάστηκε, oφεiλoυν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό αυτό, γ) να καταδικασθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, (ί) το ποσό των 104.239,51 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως (iί) το ισόποσο σε ευρώ του ανωτέρω ποσού κατά το χρόνο καταβολής, άλλως (iίί) το ισόποσο σε ευρώ του ανωτέρω ποσού κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, άλλως (ίν) το ισόποσο σε ευρώ του ανωτέρω ποσού κατά το χρόνο κατά τον οποίο αυτό εμβάσθηκε εκ παραδρομής στο λογαριασμό της δεύτερης, άλλως (ν) το ισόποσο σε ευρώ του ανωτέρω ποσού κατά το χρόνο κατά τον οποίο η δεύτερη εφεσίβλητη την ενημέρωσε ότι δεν μπορεί να το επιστρέψει, άλλως (νί) το ισόποσο σε ευρώ του ανωτέρω ποσού κατά το χρόνο κατά τον οποίο ο πρώτος εναγόμενος αρνήθηκε για πρώτη φορά να της το επιστρέψει, άλλως (νiί) το ισόποσο σε ευρώ του ανωτέρω ποσού κατά το χρόνο κατά τον οποίο ο σύνδικος πρώτος εφεσίβλητος αρνήθηκε για δεύτερη φορά να της το επιστρέψει, νομιμοτόκως από την 08-04-2013, ημέρα κατά την οποία επιδόθηκε στο σύνδικο η εξώδικη αίτηση της και τέλος επικουρικά από την επίδοση της αγωγής, ενώ σώρευσε στο δικόγραφο της αγωγής πλαγιαστική αγωγή με τα παραπάνω αιτήματα περί καταβολής χρηματικών ποσών από το σύνδικο επικαλούμενη ότι η υπό πτώχευση εταιρία αδρανεί στην άσκηση των  δικαιωμάτων της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αρχικά ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης με τη με αριθμό 19/2014 απόφαση του προκειμένου να συμπληρωθούν ελλείψεις ως προς την εκπροσώπηση της πτωχής εταιρίας ήδη δεύτερης εφεσίβλητης, ενώ με τη με αριθμό 5013/2014 απόφαση του έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και ακολούθως τοπική αρμοδιότητα και υλική λόγω ποσού και με βάση τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3 α του ν. 2172/1993 και με βάση το ελληνικό δίκαιο το οποίο έκρινε εφαρμοστέο, διότι αφενός στην Ελλάδα τελέστηκε η πράξη της διοίκησης αλλοτρίων, σε αυτή επήλθε ο αδικαιολόγητος πλουτισμός και ως προς τη βάση περί αδικοπραξίας με αυτή συνδέεται η υπόθεση στενότερα (βλ. άρθρο 4 Κανονισμού με αριθμό 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)» και ακολούθως α) έκρινε νομικά αβάσιμη την πλαγιαστική αγωγή διότι ζητείτο με αυτή να καταδικαστεί ο σύνδικος (και όχι ο οφειλέτης που αδρανεί) να της καταβάλει τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά που προεκτέθηκαν, β) απέρριψε την αγωγή ως προς τη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως προς τον σύνδικο ήδη πρώτο εφεσίβλητο διότι υπό τα εκτιθέμενα σε αυτό το αίτημα αφορούσε τη μεταπτωχευτική περιουσία της δεύτερης, γ) απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη ως προς την πτωχή εταιρία ως προς τις βάσεις περί διοίκησης αλλοτρίων και αδικαιολογήτου πλουτισμού, ενώ έκρινε ότι έχουν έρεισμα στο νόμο τα χρηματικά ποσά κατά τη βάση της διοίκησης αλλοτρίων και αδικαιολογήτου πλουτισμού μόνο όταν ζητείται η συναλλαγματική ισοτιμία αλλοδαπού και ημεδαπού νομίσματος κατά την ημερομηνία πληρωμής και κατά τη βάση της αδικοπραξίας μόνο όταν ζητείται η ισοτιμία κατά το χρόνο της απώλειας. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε πράγματι υλική αρμοδιότητα διότι η υπόθεση νομίμως εισήχθη κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία και όχι ενώπιον του πτωχευτικού Δικαστηρίου κατά την εκούσια δικαιοδοσία αφού η δίκη δεν αποτελούσε στάδιο της πτωχευτικής διαδικασίας και η υπόθεση δεν εντασσόταν στις λεγόμενες «πτωχευτικές υποθέσεις» που προκύπτουν επί πτωχευτικής διεκδίκησης κατά τις διατάξεις των άρθρων 38, 39 και 40 του ν. 3588/2007 και η αξίωση της ήδη εκκαλούσας υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν προϋπήρχε τόσο της κήρυξης της πτώχευσης όσο και της ημερομηνίας παύσης πληρωμών. Ακολούθως η αγωγή κρίθηκε ότι έχει νομικό έρεισμα στα άρθρα 904επ. 731, 734, 739 και 914 ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ και ακολούθως διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να εμφανιστεί στο ακροατήριο για την παροχή εξηγήσεων ο νόμιμος εκπρόσωπος της πτωχής εταιρίας και να προσκομιστεί συγκεκριμένο τιμολόγιο που κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή είχε εκδοθεί στις 30.11.2012 και εν τέλει με την εκκαλουμένη οριστική με αριθμο 1786/2017 απόφαση απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα ενάγουσα με τους αναφερόμενους στην έφεση της λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 του ν. 3588/2007 «1. Η Πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται. 2. Δεν ανήκουν στην Πτωχευτική περιουσία τα κατά το κοινό δικονομικό δίκαιο ή άλλες διατάξεις ακατάσχετα ή εξαιρούμενα με ειδικές διατάξεις νόμων. 3. Στην Πτωχευτική περιουσία ανήκουν τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη που αφορούν την επιχείρηση του. Η υποχρέωση διατήρησης τους, σύμφωνα με το νόμο, δεν θίγεται. 4. Εάν μεταξύ των συζύγων ισχύει το σύστημα κοινοκτημοσύνης, η κοινή περιουσία καταλαμβάνεται από την Πτωχευτική απαλλοτρίωση ως χωριστή περιουσία και από αυτήν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 1408- 1409 του Αστικού Κώδικα και υπό τις Προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών. 5. Στην Πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Κατ` εξαίρεση, τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην Πτωχευτική περιουσία, εφόσον προέρχονται από ενοχή ή κύριο δικαίωμα που υπήρχε πριν την κήρυξη της πτώχευσης.». Το άρθρο 19 του ίδιου νόμου όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.4 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016 προσδιορίζει τις ενέργειες του συνδίκου προς διατήρηση του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας και ορίζει ότι « 1. Μέχρι την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, άλλως μέχρι την ένωση των πιστωτών, απαγορεύεται η διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης χωρίς την άδεια του εισηγητή, που χορηγείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ύστερα από αίτηση του συνδίκου. 2. Αν συντρέχουν όλως εξαιρετικές περιστάσεις, όπως προφανής κίνδυνος ουσιώδους μείωσης της αξίας της επιχείρησης του οφειλέτη ή ύπαρξη ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του συνδίκου και αφού ακουσθεί ο εισηγητής, μπορεί να αποφασίσει την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής, με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας και των διακρίσεων του άρθρου 135». Στο κεφάλαιο IV περί αποχωρισμού και πτωχευτικής διεκδίκησης ορίζεται ότι «Άρθρο 37.-1. Όποιος επικαλείται εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα σε αντικείμενο που δεν ανήκει στον οφειλέτη, δικαιούται να ζητήσει τον αποχωρισμό του από την Πτωχευτική περιουσία και την παράδοση του σ` αυτόν, με αίτηση του προς το σύνδικο. Η απόδοση από τον σύνδικο γίνεται μόνο μετά από άδεια του εισηγητή. Αν η αίτηση δεν γίνει δεκτή, η αξίωση προς αποχωρισμό ασκείται κατά του συνδίκου με βάση τις γενικές διατάξεις που ισχύουν ανάλογα με τη φύση του αντικειμένου του οποίου ζητείται ο αποχωρισμός. 2. Εάν το αντικείμενο, του οποίου μπορούσε να ζητηθεί ο αποχωρισμός, κατά την παράγραφο 1, έχει εκποιηθεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, χωρίς δικαίωμα, πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ή μετά την κήρυξη της από τον σύνδικο, ο δικαιούχος σε αποχωρισμό μπορεί να απαιτήσει την εκχώρηση της απαίτησης κατά του τρίτου στην αντιπαροχή, εάν αυτή ακόμα οφείλεται ή τον αποχωρισμό της αντιπαροχής από την Πτωχευτική περιουσία, εάν αυτή διατηρεί την ταυτότητα της. 3. Εάν ο αποχωρισμός, κατά τις προηγούμενες παραγράφους, είναι αδύνατος, ο δικαιούχος συμμετέχει στην πτωχευτική Διαδικασία ως Πτωχευτικός πιστωτής με βάση την αξία του αντικειμένου. 4. Επί καταπιστευτικής μεταβίβασης κυριότητας κινητού με διατήρηση της νομής από τον οφειλέτη, ο πιστωτής, ως κύριος του πράγματος, δικαιούται σε αποχωρισμό του.». Τέλος το άρθρο 80 που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ.15 Ν.4446/2016, ΦΕΚ Α 240/22.12.2016, η δε  ισχύς του αρχίζει, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.1 του αυτού νόμου, από την ενεργοποίηση του Μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας, που θα καταρτιστεί κατά τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος για τη ρύθμιση του επαγγέλματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας, το οποίο θα εκδοθεί κατ` εξουσιοδότηση της παρ. 22 της υποπαραγράφου Γ3 της παρ. Γ` του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α` 94), όπως τελικώς η ανωτέρω παράγραφος 22 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4423/2016 (Α` 182) προσδιορίζει την ευθύνη του συνδίκου έναντι των πιστωτών του πτωχού και τρίτων και ορίζει ότι «1. Έναντι των πιστωτών και του οφειλέτη ο σύνδικος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να επιδεικνύει την επιμέλεια του συνετού συνδίκου. Στο ίδιο μέτρο ο σύνδικος ευθύνεται έναντι των ανωτέρω προσώπων και για τις πράξεις τρίτου, στον οποίο χωρίς δικαίωμα ανέθεσε τη διεξαγωγή υπόθεσης της πτωχευτικής διαδικασίας, ενώ, αν είχε το δικαίωμα ανάθεσης, ευθύνεται μόνο για πταίσμα ως προς την επιλογή του τρίτου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε. 2. Έναντι των τρίτων που ζημιώθηκαν από τη δράση του, ο σύνδικος ευθύνεται προσωπικώς μόνο για δόλο ή βαριά αμέλεια. 3. Αν από τη δράση του συνδίκου δημιουργήθηκε ομαδικό χρέος το οποίο δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί από την πτωχευτική περιουσία, αυτός υποχρεούται να αποζημιώσει τον ομαδικό πιστωτή αν από βαριά αμέλεια δεν διέγνωσε ότι η περιουσία δεν προβλέπεται να επαρκέσει για την εκπλήρωση του ομαδικού χρέους τούτου ή το διέγνωσε αλλά αδιαφόρησε. Σε κάθε περίπτωση που ανακύπτει ευθύνη του συνδίκου έναντι τρίτων, εις ολόκληρον με αυτόν ευθύνεται και η ομάδα των πιστωτών, η οποία δικαιούται να αναζητήσει από το σύνδικο κάθε ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την αιτία αυτή. 4. Η ευθύνη του συνδίκου κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών δεν αποκλείεται. 5. Κάθε αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριών (3) ετών από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του ζημιογόνου γεγονότος. Σε κάθε περίπτωση η αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριετίας από τη λήξη των καθηκόντων του. Κατά τη παρ.2ε του αυτού άρθρου και νόμου: “ε. Μέχρι την ενεργοποίηση του Μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας, που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο, θα εφαρμόζονται οι προϊσχύσασες των άρθρων 63, 64, 79, 80 και 81 διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Μετά την ενεργοποίηση του ως άνω Μητρώου και την έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων των άρθρων 63, 64, 80 και 81 παράγραφος 3 του Πτωχευτικού Κώδικα, αυτά θα εφαρμόζονται επί των διαδικασιών που θα αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος τους. Οι προϊσχύσασες αντίστοιχες διατάξεις θα εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών κατά τον ως άνω χρόνο”.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι εφήρµοσε εσφαλµένα το βάρος της αποδείξεως διότι θεώρησε ότι η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα είχε το βάρος της απόδειξης του αχρεώστητου ενώ το είχε ο σύνδικος ενώ αυτή με βάση το άρθρο 16 παρ. 5 εδ. α’ και β’ ΠτΚ αρκούσε να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι το ποσό που ζητούσε κατεβλήθη µετά την πτώχευση και συνεπώς δεν εµπίπτει στην πτωχευτική περιουσία (εδ. α’) και γι’ αυτό ο σύνδικος το είχε στα χέρια του αδικαιολόγητα, ενώ ο σύνδικος προκειµένου να θεωρήσει το ποσό ως εµπίπτον στην πτωχευτική περιουσία και συνεπώς νοµίµως το κρατούσε και µπορούσε να αρνηθεί την απόδοσή του είχε το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι το ποσό αυτό οφείλετο από προηγούµενη ενοχή (δηλαδή προ της πτωχεύσεως). Να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι μια αρνητική αναγνωριστική αγωγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι ένα ποσό δεν ανήκει στην πτωχευτική αλλά τη μεταπτωχευτική περιουσία είναι μη νόμιμο ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου πρωτίστως διότι δεν είναι στην αρμοδιότητα του αλλά και διότι ζητείται ως προϋπόθεση της απόδοσης του ποσού· Να τονιστεί δε ότι αντικείμενο της αρνητικής αναγνωριστι­κής αγωγής είναι η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης με την έννοια του δικαιώματος ή της υποχρέωσης και όχι απλών πραγ­ματικών γεγονότων ή προϋποθέσεων δικαιώματος ή αξίωσης (ΑΠ 1158/2014, ΑΠ 492/2010, ΑΠ 224/2007, ΑΠ 927/2002 σε τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς ως προς αυτό αντικαθίσταται η αιτιολογία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έκρινε ότι το αίτημα αυτό έχει έρεισμα στο άρθρο 70 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω πρέπει να αναφερθεί ότι ο λόγος αυτός εφέσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης πρωτίστως διότι ένα τέτοιο θέμα θα ήταν αποκλειστικής αρμοδιότητας του πτωχευτικού Δικαστηρίου δηλαδή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την εκουσία δικαιοδοσία. Η εκκαλούσα πράγματι όφειλε εδώ να αποδείξει ότι αχρεωστήτως κατέβαλε το επικαλούμενο στην αγωγή της ποσό και ότι συνεπώς η πτωχή οφείλει να το επιστρέψει (904 ΑΚ) και ότι ο εναγόμενος σύνδικος οφείλει να το επιστρέψει διότι στην αντίθετη περίπτωση το υπεξαιρεί (731, 739, 914 ΑΚ και 80 παρ. 1 και 4 του ν. 3588/2007). Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο ως προς την κατανομή του βάρους απόδειξης ερμήνευσε και συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος. Συναφής και απορριπτέος για τους παραπάνω λόγους είναι και ο τέταρτος λόγος εφέσεως που πλήττει διάταξη της μη οριστικής απόφασης με αριθμό 5013/2014 περί μη νομίμου της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού ως προς το σύνδικο, αφενός διότι είναι οι ειδικές διατάξεις του ν. 3588/2007 ορίζουν τα προληπτικά μέτρα που παίρνει ο σύνδικος για την εξασφάλιση του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας (άρθρο 11 ν. 3588/2007), το δικαίωμα απαλλοτρίωσης (άρθρο 17) ή ανάκλησης πράξεων του πτωχού την ύποπτη περίοδο (άρθρο 45) και τις προϋποθέσεις διεκδίκησης εμπορευμάτων (κινητών) ή του τιμήματος και ως προς το δικαίωμα επιλογής και τις ενέργειες του συνδίκου, αλλά οι δίκες που αναφύονται από όλα τα παραπάνω ανήκουν στην αρμοδιότητα του πτωχευτικού Δικαστηρίου (άρθρο 54 του ν.  3855/2007), ενώ η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 80 του ν. 3588/2007 προσδιορίζει επακριβώς την ευθύνη του συνδίκου κατά την άσκηση των καθηκόντων, ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται ο ίδιος αδικαιολογήτως πλουσιότερος από τη μη απόδοση κινητού που ανήκει στη μεταπτωχευτική περιουσία, αλλά η πτωχή εταιρία αφού η πτωχή περιουσία αυξάνεται από την κακή άσκηση των καθηκόντων του συνδίκου.

Από όλα τα έγγραφα τα οποία τα διάδικα μέρη επικαλούνται και προσκομίζουν και τους ισχυρισμούς τους που προκύπτουν από την εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με έδρα στη …., η οποία δραστηριοποιείται στον κλάδο της ναύλωσης πλοίων. Η δεύτερη εναγομένη ήδη εφεσίβλητη είναι ναυτιλιακή εταιρεία με καταστατική μεν έδρα τη … της Λιβερίας, πραγματική δε την Ελλάδα, όπου διατηρεί γραφείο νομίμως εγκατεστημένο σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 και ήδη του άρθρου 25 του ν. 27/1975 και έχει κηρυχθεί σε πτώχευση από την 06-11-2012 με την υπ’ αριθμ. 4925/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διορίσθηκε συγχρόνως σύνδικος της πτώχευσης ο ήδη πρώτος εφεσίβλητος εναγόμενος. Μετά τη πτώχευση της δεύτερης εναγομένης εφεσίβλητης, η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα ενέβασε κατά την 06-12-2012, στον υπ’ αριθμ. …….. λογαριασμό που τηρεί στην τράπεζα με την επωνυμία «.. ….» στο Λονδίνο η δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 104.239,51 ευρώ. Να σημειωθεί ότι με τη δεύτερη εφεσίβλητη η εκκαλούσα διατηρούσε στο παρελθόν συνεργασiα και για το λόγο αυτό είχε τα στοιχεία του λογαριασμού της. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι όπως διαπίστωσε στη συνέχεια το έμβασμα αυτό καταβλήθηκε αχρεωστήτως και από λάθος του λογιστηρίου της καθόσον η πραγματική της βούληση ήταν να καταβάλει το ποσό αυτό στο λογαριασμό της εταιρίας “……..”  προς την οποία υφίστατο οφειλή και ότι πράγματι διατηρούσε με τη δεύτερη εφεσίβλητη εμπορική συνεργασία που είχε λήξει και εκκαθαριστεί  κατά το χρόνο του εμβάσματος χωρίς να υφίσταται καμία οφειλή της προς την δεύτερη εφεσίβλητη. H εκκαλούσα στη συνέχεια απέστειλε κατά την 11-12-2012 ηλεκτρονική επιστολή προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, με την οποία της ζητούσε να της επιστρέψει τα χρήματα που ενέβασε εκ παραδρομής στον τραπεζικό της λογαριασμό, αλλά αν και οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ως άνω εφεσίβλητης αναγνώρισαν κατά τη 12-12-2012 ότι ουδεμία οφειλή υφίστατο προς την εταιρεία που εκπροσωπούσαν και, επομένως, ότι το χρηματικό ποσό που εμβάσθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό της έπρεπε να της επιστραφεί δήλωσαν αδυναμία να προβούν οι ίδιοι στην ως άνω ενέργεια λόγω του ότι, μετά την πτώχευση της ως άνω εταιρείας, είχαν στερηθεί της διοίκησης της περιουσίας της, η οποία ασκείτο πλέον από τον σύνδικο πρώτο εφεσίβλητο. Στη συνέχεια η εκκαλούσα αιτήθηκε την απόδοση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού από το σύνδικο την 11.1.2013 αυτός αρνήθηκε ισχυριζόμενος κατά τη 12-01-2013, ότι αυτό ανήκει στην πτωχευτική περιουσία, επειδή κατά το παρελθόν εκκαλούσα και δεύτερη εφεσίβλητη διατηρούσαν εμπορική συνεργασία, άρνηση την οποία διατύπωσε και με ηλεκτρονικό μήνυμα την 29.4.2013 μετά την υποβολή νέου αιτήματος της περί απόδοσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αφενός αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα και η δεύτερη εφεσίβλητη είχαν εμπορική συνεργασία όμως με ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στις 30.5.2011 η εκκαλούσα στην ήδη πτωχεύσασα εταιρία ουσιαστικά προέβη σε εκκαθάριση της συμβατικής σχέσης που τους συνέδεε περιλαμβάνοντας στον αλληλόχρεο λογαριασμό και το από 26.4.2011 τροποποιημένο τιμολόγιο ναύλου ύψους 1.089.450 δολλαρίων ΗΠΑ. Επομένως λόγω του ότι η συμβατική τους σχέση είχε λήξει και συνεπώς η καταβολή ύψους 104.239,51 ευρώ έγινε εκ παραδρομής και χωρίς να υπάρχει νομική υποχρέωση εκ μέρους της εκκαλούσας. Οι εφεσίβλητες με τις κοινές τους προτάσεις στα πλαίσια της άρνησης της αγωγής ισχυρίστηκαν ότι η κατάθεση του ποσού αυτού στις 6.12.2012 αποτελεί εκπλήρωση παρεπόμενης υποχρέωσης της εκκαλούσας προερχόμενη από τη ναύλωση του πλοίου MV BKD. (IMO No ……) χωρίς όπως να προσδιορίζουν συγκεκριμένα έγγραφα προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού. Επιπλέον η ήδη πτωχή εταιρία δεύτερη εφεσίβλητη δεν εξηγεί γιατί δεν απέστειλε μετά την λίστα εκκαθάρισης που της είχε αποστείλει το Μάιο του 2011 η εδώ εκκαλούσα, δηλαδή 18 μήνες πριν την επίδικη κατάθεση, παρατηρήσεις με τις οποίες να αμφισβητεί το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης, ούτε εξηγεί για ποιο λόγο η παρεπόμενη αυτή απαίτηση καταβλήθηκε μετά από 18 μήνες και μάλιστα μετά την πτώχευση της, την οποία δεν γνώριζε η εκκαλούσα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι αρχικά η πτωχή εταιρία δεν αμφισβήτησε τη βασιμότητα του ισχυρισμού της εκκαλούσας περί αχρεώστητης καταβολής. Βέβαια η δήλωση των εκπροσώπων της δεύτερης εφεσίβλητης που προσκομίζεται και εγγράφως ότι ενδεχομένως να μην υφίσταται ουδεμία οφειλή, καμία σημασία δεν έχει στην υπό κρίση περίπτωση, διότι από την κήρυξη της πτώχευσης και μετά ο πτωχός δεν έχει πλέον τη διοίκηση της περιουσίας του η οποία έχει περιέλθει στο σύνδικο και με τη δήλωση της αυτή αυτό ουσιαστικά γνωστοποίησε η δεύτερη εφεσίβλητη στην εκκαλούσα. Με βάση όλα τα παραπάνω που αποδείχθηκαν κρίνεται ότι εν προκειμένω, παρόλο που υπήρχε εμπορική συνεργασία ανάμεσα σε πτωχή και εκκαλούσα 18 μήνες πριν, δεν πληρούται στη συγκεκριμένη περίπτωση η εξαίρεση του 16 του ν. 3588/2007 σύμφωνα με την οποία τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην Πτωχευτική περιουσία, εφόσον προέρχονται από ενοχή ή κύριο δικαίωμα που υπήρχε πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Βέβαια και τα ποσά της μεταπτωχευτικής περιουσίας ο πτωχός έχει δικαίωμα να τα διατηρήσει και να επιλέξει να ικανοποιήσει μεμονωμένους πιστωτές (βλ. για προϊσχύον δίκαιο Κοτσίρη Πτωχευτικό Δίκαιο 5η έκδοση Θεσσαλονίκη 1996, 220), αλλά βέβαιο είναι ότι τα ποσά αυτά δεν πρέπει να του καταβλήθηκαν αχρεωστήτως. Φυσικά ο σύνδικος που αρνείται να αποδώσει το παραπάνω ποσό στην ήδη εκκαλούσα δεν ενεργεί παράνομα καθόσον αυτός πρέπει σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 19 του νόμου να εξασφαλίζει το ενεργητικό της πτωχευτικής περιουσίας, έχει δικαίωμα να ανακαλεί πράξεις της δεύτερης εφεσίβλητης και συνεπώς να μη λαμβάνει υπόψη του δηλώσεις της ως προς το αν ένα ποσό αποτελεί πτωχευτική ή μεταπτωχευτική περιουσία, και όλες του οι ενέργειες εξαρτώνται από την έγκριση του εισηγητή δικαστή πτωχεύσεως. Μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα και με τους κανόνες καλής πίστης ο σύνδικος πρώτος εφεσίβλητος γνωστοποίησε στην εκκαλούσα τα δικαιώματα της και ενδεικτικά όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην από 12.1.2013 απάντηση του προς το ηλεκτρονικό μήνυμα της εκκαλούσας, τη χρήση του άρθρου 37 του ν. 3588/2007 και της ζήτησε να τα ασκήσει. Ακολούθως στις 12.4.2013 η Εισηγήτρια πτωχεύσεως απέρριψε το αίτημα της εκκαλούσας περί άμεσης επιστροφής των χρημάτων στο παρόν στάδιο. Ακολούθως των ανωτέρω δεν αποδείχθηκε ότι ο σύνδικος με δόλο ή βαριά αμέλεια επιχείρησε να αυξήσει το ενεργητικό της πτωχευτικής περιουσίας και ότι υπεξήρεσε το παραπάνω ποσό, δεν τον βαρύνει δε κανένα πταίσμα στη διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς το θέμα ευθύνης του συνδίκου ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο σχετικός τρίτος λόγος εφέσεως περί του αντιθέτου κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος. Αντίθετα δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις κρίνοντας ότι η καταβολή αφορούσε παρεπόμενη απαίτηση που ανήκε στην πτωχευτική περιουσία, και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού δεύτερου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί ως προς την πτωχή εταιρία και μόνο η εκκαλουμένη απόφαση και οι προγενέστερες αυτής κατά των οποίων απευθύνεται το δικόγραφο εφέσεως ενώ εκ περισσού να αναφερθεί ότι κατά το άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ οι μη οριστικές αποφάσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν υπόκεινται αυτοτελώς σε έφεση, αλλά αν προσβληθεί με έφεση η οριστική απόφαση, θεωρείται κατά νόμο ότι έχουν συμπροσβληθεί με αυτή ακόμη και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους. Αν η απόφαση που εκδόθηκε πριν την οριστική περιέχει και οριστικές διατάξεις, δεν θεωρείται και ως προς τις διατάξεις αυτές συνεκληθείσα, παρά μόνο αν η έφεση απευθύνεται ρητώς και κατά αυτής (ΑΠ 203/2001 Ελδικ 42, 1597, Σαμουήλ ο.π. παρ. 211 επ και 215, 93 επ.).

Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο και να δικάσει στην ουσία της τη με αριθμό …../2013 αγωγή της εκκαλούσας κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της δεύτερης εφεσίβλητης-δεύτερης εναγόμενης (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε τόσο υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης καθώς το αιτηθέν ποσό (79.462,96 ευρω) με βάση την ισοτιμία ευρώ δολαρίου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (1 προς 1,3118) δεν υπερέβαινε την αρμοδιότητα του. Επιπλέον ήταν κατά τόπον αρμόδιο ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς (αρθρ. 51§§3Α του ν. 2172/1993) αφού η δεύτερη εφεσίβλητη είχε την πραγματική έδρα της στη Βούλα Αττικής (αρθρ. 26 και 25§2 ΚΠολΔ) και επομένως είχε διεθνή δικαιοδοσία (άρθρο 3 του ΚΠολΔ). Δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής του Κανονισµού (ΕΚ) 44/2001 του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Δεκεµβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις», που ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και από 10.1.2015 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου του 2012, διότι η Δηµοκρατία της Χιλής, στην οποία εδρεύει η ενάγουσα, δεν αποτελεί κράτος µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, εποµένως, δεν δεσµεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρµογή του. Σημειωτέον ότι όπως ήδη έχει τονιστεί η παρούσα υπόθεση δεν αφορά θέμα πτώχευσης ή ανάλογη διαδικασία με πτώχευση αλλά αφορά μεταπτωχευτική περιουσία. Το εφαρμοστέο δίκαιο κρίνεται το ελληνικό με βάση το άρθρο 4 παρ. 3 του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρµοστέο δίκαιο στις εξωσυµβατικές ενοχές (Ρώµη ΙΙ), καθώς συντρέχει λόγος εφαρμογής της ρήτρας διαφυγής του κανονισμού από τις παραγράφους 1 «lex loci damni» και 2 «έδρα ενάγουσας» αφού από τις όλες περιστάσεις συνάγεται ότι η τυχόν αδικοπρακτική ευθύνη της δεύτερης εφεσίβλητης συνδέεται στενότερα με την Ελλάδα ενώ το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τη βάση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού ορίζεται με βάση τη διάταξη 10 παρ. 3 του προαναφερόμενου κανονισμού και τέλος το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τη βάση περί διοίκησης αλλοτρίων ορίζεται με βάση του άρθρο 11 παρ. 3 του προαναφερόμενου κανονισμού. Σημειωτέον ότι αφενός στο άρθρο 2 του κανονισμού ορίζεται ρητά ότι περιλαμβάνονται όλες οι παραπάνω βάσεις καθώς ορίζεται ότι «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έννοια της ζημίας περικλείει όλες τις συνέπειες των αδικοπραξιών, του αδικαιολογήτου πλουτισμού, της διοίκησης αλλοτρίων ή της ευθύνης κατά τις διαπραγματεύσεις (culpa in contrahendo)» και ότι παρόλο που η ενάγουσα εδρεύει στη …. συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού που ορίζει ότι «Το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμη και αν δεν είναι το δίκαιο κράτους μέλους.» (βλ. Ι. Κοροτζή Ο κανονισμός 864/2007 της ευρωπαϊκής ένωσης γα το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές και η επίδραση του στο ελληνικό ναυτικό δίκαιο ΝοΒ 2009, 278επ.). Ακολούθως η αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη είχε νομικό έρεισμα μόνο ως προς τη βάση της περί αδικαιολογήτου πλουτισμού δηλαδή στις διατάξεις των άρθρων 904, 910, 291 και 346 του ΑΚ. Ακολούθως με βάση τα προαναφερόμενα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά θα πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν και να υποχρεωθεί η δεύτερη εφεσίβλητη εναγομένη εταιρία (δεδομένου ότι με την προγενεστέρα της εκκαλουμένης με αριθμό 5013/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εκκαλουμένη βεβαιώνεται ότι καταβλήθηκε στον πρώτο βαθμό το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα υπέρ τρίτων ποσοστά και δεν αμφισβητείται), να καταβάλει στην εκκαλούσα ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ των 104.239,51 δολαρίων Η.Π.Α με την ισοτιμία τους κατά το χρόνο πληρωμής, αφού νομίμως ζητείται η αξία του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο (ΑΠ 678/2010, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 698/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1349/1997, ΝΟΜΟΣ, Εφ Πειρ 287/2011 δημ.ΝΟΜΟΣ), με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Επιπλέον πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος με κωδικό …/2017 ποσού 100 ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεως της, καθόσον η έφεση της γίνεται κατά ένα μέρος δεκτή. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνουν μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος τη δεύτερη εφεσίβλητη εναγομένη λόγω της ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ), ενώ για τον ίδιο λόγο τα δικαστικά έξοδα του συνδίκου του παρόντος βαθμού βαρύνουν την εκκαλούσα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 18.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2017 έφεση κατά της με αριθμό 1786/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών και κατά των προγενεστέρων της απόφασης αυτής με αριθμούς 925/2016, 5013/2014 και 19/2014 μη οριστικών αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./6.6.2013 αγωγής της ήδη εκκαλούσας

Δέχεται την έφεση τυπικά

Απορρίπτει την έφεση ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο και ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται κατ’ουσία την έφεση ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη

Εξαφανίζει ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη τη με αριθμό 1786/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων καθώς και τις μη οριστικές προγενέστερες της αποφάσεις με αριθμούς 925/2016, 5013/2014 και 19/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ……../2017 ποσού 100 ευρώ, που καταβλήθηκε από αυτή κατά την άσκηση της εφέσεως της

Κρατεί και δικάζει ως προς τη δεύτερη εναγομένη τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../6.6.2013 αγωγή

Δέχεται τη με αριθμό …./6.6.2013 αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη – δεύτερη εφεσίβλητη

Υποχρεώνει τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ των εκατόν τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (104.239,51) δολαρίων Η.Π.Α με την ισοτιμία τους κατά το χρόνο πληρωμής, με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

Επιβάλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ

Επιβάλλει στην δεύτερη εφεσίβλητη δεύτερη εναγομένη τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  9 Μαΐου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ