Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 267/2019

Αριθμός     267/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  .Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 191/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την  ειδική διαδικασία   των εργατικών διαφορών με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  9-8-2016, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την δημοσίευση  της εκκαλουμένης  απόφασης στις 18-1-2016, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση αυτής. Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).           ΙΙ.  Με την από 12.09.2011 (αρ. κατάθ. …../12.09.2011) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η  ενάγουσα, και ήδη  εκκαλούσα, εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε  το Δεκέμβριο του έτους 1998 μεταξύ αυτής και της εναγομένης, δημοσιογράφου, η τελευταία προσελήφθηκε στο δημοσιογραφικό τμήμα του ραδιοφωνικού σταθμού του Δήμου Πειραιά, με το διακριτικό τίτλο «. …..», και απασχολήθηκε ως παρουσιάστρια πρωινής ραδιοφωνικής εκπομπής, την αρχισυνταξία της οποίας είχε η ίδια, ότι  το Μάρτιο του 2008, η εν λόγω εκπομπή  διακόπηκε με απόφαση του τότε Γενικού Διευθυντή, στα πλαίσια αναδιαμόρφωσης του προγράμματος του σταθμού, ότι έκτοτε ζητήθηκε επανειλημμένως από την εναγόμενη προφορικά, αλλά και εγγράφως,  να παρέχει την εργασία της ως εσωτερικός συντάκτης του δημοσιογραφικού επιτελείου του σταθμού αλλά αυτή αρνήθηκε, και τέλος,  ότι   το Νοέμβριο του 2011 το Διοικητικό Συμβούλιο της (ενάγουσας)  αποφάσισε να προβεί σε διακοπή της μισθοδοσίας της εναγομένης, που μέχρι τότε της καταβαλλόταν κανονικά. Ζητούσε δε, μετά την μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις της,  να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη της οφείλει ως αποζημίωση λόγω της υπερημερίας της το συνολικό ποσό των 35.366,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, από την επίδοση της αγωγής, που αντιστοιχεί στους μισθούς που της καταβλήθηκαν για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2008 έως το Δεκέμβριο του 2010, κατά το οποίο  αυτή  δεν προσερχόταν για εργασία, άλλως, επικουρικά,  να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να της επιστρέψει, εντόκως  το ως άνω ποσό  σύμφωνα με τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, διότι,  μη παρέχοντας την  εργασία της ως όφειλε, κατέστησε λήξασα  την παραγωγική της καταβολής των μισθών της αιτία, με συνέπεια  αυτοί (μισθοί) να λογίζονται  ως  αχρεωστήτως καταβληθέντες. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του,  απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη τόσο κατά τη κύρια όσο και κατά την επικουρική της βάση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  η ενάγουσα με την  υπό κρίση έφεση της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η αγωγή της να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη.

ΙΙΙ. Κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αυτή τυγχάνει νόμιμη κατά τη κύρια βάση της  στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων  648, 340, 383 και 346 ΑΚ,  το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά και την απέρριψε ως μη νόμιμη έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης  πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά  βάσιμοι. Αντιθέτως, η αγωγή είναι μη νόμιμη κατά την επικουρική της βάση (άρθρα 904 επ ΑΚ), διότι, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο,  η σύμβαση εργασίας της εναγόμενης  κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν καθ’όλα ενεργή, καθόσον δεν είχε λυθεί καθ’ οιονδήποτε νόμιμο τρόπο ορισμένως αναφερόμενο, ενώ  η ενάγουσα απαραδέκτως επικαλείται  το πρώτον  με τις πρωτόδικες προτάσεις της  σιωπηρή εκ μέρους της εναγόμενης καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Συνεπώς, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε το ίδιο ορθά  απέρριψε την αγωγή κατά τη βάση της αυτή. Μετά ταύτα, γενομένης της εφέσεως δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί κατά το αντίστοιχο μέρος της και η αγωγή να κρατηθεί και να δικασθεί  από το Δικαστήριο τούτο κατά την κύρια βάση της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

ΙV. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων  των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια των διαδίκων και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του, την υπ’ αριθμ. …/18.05.2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας, ……., που συντάχτηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, και λαμβάνεται υπόψη, διότι δόθηκε κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εναγομένης, τουλάχιστον 24 ώρες πριν τη λήψη της (βλ. την υπ’ αριθμ. …./13.05.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….),  και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι,  από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι  δημοτική επιχείρηση, που  λειτουργεί το δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό του δήμου Πειραιά, με το διακριτικό τίτλο-σήμα «. …», και  διοικείται από ενδεκαμελές διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ορίζεται με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πειραιά. Η εναγομένη είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου από το έτος 1994. Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που τα διάδικα μέρη κατήρτισαν το Δεκέμβριο του έτους 1998, η τελευταία προσλήφθηκε ως δημοσιογράφος και παρείχε τις υπηρεσίες της στον εν λόγω  σταθμό  παρουσιάζοντας ζωντανή πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή, την οποία επιμελούταν δημοσιογραφικά η ίδια, ως αρχισυντάκτης, έναντι συμφωνηθείσας μηνιαίας αμοιβής  586,94 ευρώ. Τον Ιανουάριο του 2008, ο νέος γενικός διευθυντής του παραπάνω σταθμού  προέβη σε αλλαγές του προγράμματος του, με στόχο να επιτύχει την αύξηση της ακροαματικότητας. Μεταξύ των  σχετικών διαρθρωτικών αλλαγών, που πραγματοποίησε, ήταν και η διακοπή της εκπομπής της εναγομένης, η οποία τελικά συντελέστηκε στις 15 Μαρτίου 2008. Ακολούθως, αυτή  με την  από 21-4-2008 έγγραφη επιστολή της, απευθυνόμενη στη τότε  Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας, … ., δήλωσε ότι παραμένει στη διάθεση της, για την επιμέλεια και παρουσίαση ραδιοφωνικής εκπομπής, ενώ  παράλληλα  ζήτησε  τη καταβολή του μισθού της  (καθώς και τις μέχρι τότε μισθολογικές διαφορές) με βάση τις εφαρμοστέες στην περίπτωση της οικείες Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτητικές Αποφάσεις για τις αμοιβές των απασχολούμενων στο ραδιόφωνο δημοσιογράφων. Ένα έτος αργότερα, και ενώ μέχρι τότε η ενάγουσα δεν απασχολούσε πραγματικά την εναγόμενη, αν και της κατέβαλε κανονικά το μισθό της,  ανατέθηκε σε αυτήν  εκ νέου (με απόφαση της ίδιας ως άνω Προέδρου της ενάγουσας) η επιμέλεια  ραδιοφωνικής εκπομπής, την οποία η εναγόμενη παρουσίασε ζωντανά το Μεγάλο Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα του έτους 2009, δίχως  ωστόσο να υπάρξει συνέχεια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι  η τελευταία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος της ενάγουσας την από 22.09.2009 (αρ. κατάθ. …../23.09.09) αγωγή της, αιτούμενη τη διαφορά  δεδουλευμένων αποδοχών για τα έτη 2005-2009, συνολικού ποσού 50.054,77 ευρώ, επί της οποίας εκδόθηκε, ερήμην της εργοδότριας της-εκεί εναγόμενης, η υπ’ αριθμ. 2896/2010 απόφαση, με την οποία  αυτή  έγινε δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και  αναγνωρίστηκε ότι η εκεί ενάγουσα (νυν εναγόμενη) πρέπει να αμείβεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες κλαδικές ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των δημοσιογράφων, που εργάζονται σε ιδιωτικούς σταθμούς, ενώ  επιπλέον της επιδικάστηκε  το αιτούμενο ποσό. Κατά της απόφασης αυτής η  διάδικος δημοτική επιχείρηση  (νυν ενάγουσα) άσκησε την από 04.08.2010 (αρ. έκθεσης κατάθεσης …/10) έφεση της (που  δεν φέρεται να έχει συζητηθεί μέχρι σήμερα), ενώ σε συμμόρφωση με την ανωτέρω απόφαση,   αύξησε  το μηνιαίο μισθό της εργαζόμενης, αντιδίκου της, σε 1.921 ευρώ μικτά, τον οποίο εν συνεχεία της κατέβαλε κανονικά. Στις 23.02.2010, η ενάγουσα απευθυνόμενη εγγράφως στην εναγομένη, διαμαρτυρήθηκε για πρώτη φορά για το γεγονός  ότι  αυτή  δεν προσέρχεται στην  εργασία της, καίτοι μισθοδοτείται κανονικά, και την καλούσε   να προσέλθει στο σταθμό για παροχή εργασίας. Η εναγόμενη ουδόλως αντέδρασε στις ανωτέρω αιτιάσεις, και μόνον όταν η νέα Διοίκηση της ενάγουσας τον Ιανουάριο του έτους 2011 διέκοψε τη μισθοδοσία της, που μέχρι τότε  συνέχιζε να της καταβάλει κανονικά (δηλαδή για ένδεκα περίπου μήνες μετά την ως άνω όχληση της),  διαμαρτυρήθηκε με την από 20.04.2011  επιστολή της  προς το νέο Πρόεδρο της ενάγουσας, . …,  για τη μη καταβολή σε αυτήν των μισθών μηνών Ιανουαρίου 2011 έως και Μαρτίου 2011 καθώς και του δώρου Πάσχα 2011, ενώ έθετε εκ νέου το ζήτημα των οφειλόμενων διαφορών των αποδοχών της, επισημαίνοντας  παράλληλα, ότι καθ’όλο αυτό το χρονικό διάστημα η Διοίκηση του σταθμού δεν της είχε απαντήσει επι του αιτήματος της να παρουσιάσει εκπομπή στο νέο του πρόγραμμα. Επιπλέον, στις 9-5-2011 αυτή προσέφυγε και στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά  για τις οφειλόμενες αποδοχές  της  για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2011 έως Απρίλιο 2011 καθώς και  το δώρο Πάσχα 2011, η προσφυγή της δε αυτή  συζητήθηκε στις 15-6-2011  ερήμην των εκπροσώπων της ενάγουσας. Ακολούθως,  ο  λογιστής της ενάγουσας, . …, ενεργώντας κατ’εντολή της τελευταίας, ήρθε σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον ………, υιό της εναγομένης και εκπρόσωπο αυτής ως προς τα εργασιακά της θέματα με την ενάγουσα,   και τον ενημέρωσε  για τη πρόθεση της ενάγουσας να καταβάλει στην εναγόμενη τους νόμιμους μισθούς της  μέχρι και τον Ιούνιο του 2011 μετά των αναλογούντων ενσήμων καθώς και τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης της, ενώ επιπλέον τον κάλεσε  να μεταβεί προς τούτο στις 22-6-2011 στα γραφεία του Σταθμού.  Κατόπιν τούτου, η εναγομένη δια του ανωτέρω εκπροσώπου της, με την από 17.06.2011 έγγραφη επιστολή της,  που απέστειλε μέσω τηλεομοιοτυπίας (φαξ), στο νομικό σύμβουλο της ενάγουσας, αναφερόμενη στο περιεχόμενο της ως άνω τηλεφωνικής επικοινωνίας (την  οποία  η ενάγουσα ουδέποτε αμφισβήτησε) επισήμανε  ότι η είσπραξη εκ μέρους  της των ποσών που της προσέφερε η τελευταία, δεν σήμαινε και παραίτηση της από την καταβολή των διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών, που της είχαν επιδικαστεί με την ως άνω με αριθμό 2896/2010  δικαστική απόφαση. Την επιστολή αυτή της εναγόμενης ακολούθησε ανταλλαγή  πλήθους εγγράφων και εξωδίκων οχλήσεων  μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με το ζήτημα της εργασιακής σχέσης της εναγόμενης  και των οφειλών της ενάγουσας προς αυτήν και συγκεκριμένα: Στις 18.07.11 επιδόθηκε στην εναγομένη (βλ. την υπ’ αριθμ. …/18.07.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, .. …), η από 07.07.2011 έγγραφη εξώδικη όχληση, διαμαρτυρία και πρόσκληση της ενάγουσας, στην οποία αυτή ανέφερε ότι από τον Μάρτιο του 2008 η εναγομένη δεν προσέρχεται για εργασία, αν και έχει επανειλημμένα κληθεί αρμοδίως προς τούτο προφορικώς και εγγράφως, και έχει λάβει τις αντίστοιχες αποδοχές, και ότι η  συμπεριφορά της αυτή είναι αντισυμβατική και αντίθετη προς τις υποχρεώσεις της,   την καλούσε  δε, όπως εντός τριών ημερών από τη λήψη του εγγράφου εμφανιστεί στον υπεύθυνο προσωπικού και στον υπεύθυνο του, δημοσιογραφικού τμήματος προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία στο δημοσιογραφικό τμήμα του σταθμού, 2) στις 20.07.11, η εναγομένη απέστειλε μέσω τηλεομοιοτυπίας στην ενάγουσα  και το νομικό της σύμβουλο εξώδικη διαμαρτυρία δήλωση, με την οποία της γνωστοποιούσε, ότι προβαίνει σε επίσχεση εργασίας για την οφειλή δεδουλευμένων αποδοχών της από τον Ιανουάριο του 2011 μέχρι και τον Απρίλιο του 2011 καθώς και  δώρου Πάσχα 2011,  3) ομοίως στις 27.07.11 αυτή  απέστειλε μέσω τηλεομοιοτυπίας στην ενάγουσα εξώδικη διαμαρτυρία -δήλωση της, με την οποία την καλούσε να της καταβάλλει τους οφειλόμενους μισθούς Ιανουαρίου 2011-Απρίλιο 2011 και το δώρο Πάσχα 2011 καθώς και να την ενημερώσει   για την ημέρα και ώρα μετάδοσης της ραδιοφωνικής της εκπομπής, ενώ την ίδια ημέρα απέστειλε  με τον ίδιο τρόπο ανοιχτή επιστολή στον Δήμαρχο Πειραιά, ……..,  με την οποία τον ενημέρωνε για τη μη καταβολή των μηνιαίων μισθών της  καθώς και την επαπειλούμενη  κατάσχεση της οικίας της, λόγω της κακής  οικονομικής της κατάστασης και της έλλειψης άλλων μέσων βιοπορισμού, πλην του μισθού της, 4)  στις 17.08.2011 αυτή με νέα επιστολή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου  ενημέρωνε εκ νέου το Δήμαρχο Πειραιά ότι   δεν έχει λάβει τους μισθούς της για το 2011, ενώ η ίδια είναι διαθέσιμη προς εργασία, πράγμα που έχει δηλώσει επανειλημμένα, ότι το συνολικό ποσό, που της είχε επιδικαστεί δικαστικώς ανερχόταν σε 50.054,77 ευρώ και ότι στη βεβαίωση αποδοχών της του 2010 υπάρχει διαφορά στα αναγραφόμενα και στα πράγματι καταβληθέντα σε αυτήν ποσά, τέλος, δε 5)  στις 11.10.2011 η ενάγουσα με  εξώδικη δήλωση της, που επιδόθηκε στην εναγομένη (βλ. την υπ’ αριθμ. ../11.10.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), δήλωνε σε αυτήν ότι η συμπεριφορά της να μην προσέρχεται προς εργασία από τον Απρίλιο του 2008, παρόλο που έχει επανειλημμένα κληθεί προς τούτο, αποτελεί σιωπηρή εκ μέρους της καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, την οποία η ίδια αποδέχεται, επιφυλασσόμενη για την αποκατάσταση της ζημίας, που υπέστη από την αντισυμβατική και αναιτιολόγητη συμπεριφορά της. Περαιτέρω, στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της (ενάγουσας) στις 29.09.2011, στην οποία, μεταξύ άλλων, συζητήθηκε και το θέμα της εναγομένης, ελήφθη απόφαση, με την οποία εξουσιοδοτήθηκε ο νομικός σύμβουλος  της ενάγουσας να κινηθεί νομικά εναντίον της τελευταίας εκλαμβάνοντας την μέχρι τότε συμπεριφορά της ως εκ μέρους της καταγγελία της σύμβασης εργασίας της.

Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι καθ’όλο  το επίδικο χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του έτους 2008 (οπότε διακόπηκε η εκπομπή της εναγόμενης)   μέχρι και την διακοπή της μισθοδοσίας της τον Ιανουάριο του έτους 2011 η ενάγουσα ουδέποτε  ανέθεσε σε αυτήν συγκεκριμένα καθήκοντα κατά τόπο, χρόνο και αντικείμενο ,τα οποία  αυτή αρνήθηκε να εκτελέσει συμμορφούμενη στις εντολές της, ώστε να δύναται να γίνει λόγος για υπερημερία της εναγομένης ως προς την παροχή εργασίας της.  Ενδεικτικό δε αυτού είναι ότι  και με την 23.02.2010 (πρώτη) εξώδικη όχληση της προς αυτήν η ενάγουσα αναφέρεται όλως αορίστως σε ανάθεση νέων εργασιακών καθηκόντων, τα οποία, ωστόσο ουδόλως διευκρινίζει.  Ομοίως, και ο ενόρκως εξετασθείς πρωτοδίκως μάρτυρας της ενάγουσας, Γενικός Διευθυντής στο ραδιοφωνικό σταθμό, ενώ κατέθεσε αρχικώς, αν και εντελώς αόριστα, ότι η εναγομένη κλήθηκε  να προσέλθει για να εργαστεί στις ειδήσεις, στη συνέχεια κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει αν προσδιορίστηκε το νέο αντικείμενο εργασίας της. Τέλος, δε και ο ………., Διευθυντής Προσωπικού της ενάγουσας, στη με αριθμό …../2015 ένορκη βεβαίωση του αντιφατικά αναφέρει ότι η εναγομένη επρόκειτο να απασχοληθεί σε καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά που ασκούσε, δηλαδή, προετοιμασία εκπομπών.  Σημειώνεται εξάλλου, ότι ούτε στην αγωγή αναφέρεται ότι στην εναγόμενη ανατέθηκαν συγκεκριμένα καθήκοντα, τα οποία αυτή αρνήθηκε να εκτελέσει. Περαιτέρω, και η ίδια η ενάγουσα κατά τα προπαρατιθέμενα φαίνεται ότι, παρά τις ως άνω οχλήσεις της, ουδέποτε εκτίμησε τη συμπεριφορά της εναγόμενης ως άρνηση παροχής εργασίας εκ μέρους της,  εξ ού λόγου, άλλωστε, αντί  να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας της, όπως θα δικαιούταν, συνέχιζε καθ’όλο το επίδικο χρονικό διάστημα  να  μην την απασχολεί κανονικά και εν τούτοις να της καταβάλει ανεπιφύλακτα και εν γνώσει των ανωτέρω κανονικά το μισθό της, και δη αυξημένο, κατά τα οριζόμενα στις οικείες ΣΣΕ.  Μάλιστα, ακόμη, και μετά τη διακοπή της μισθοδοσίας της στις αρχές του έτους 2011, αυτή προσφέρθηκε  τον Ιούνιο του έτους 2011 να της καταβάλει αναδρομικά και τους μη καταβληθέντες μέχρι τότε μισθούς της καθώς και αποζημίωση απόλυσης. Τέλος,  τις ανωτέρω παραδοχές επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι στις οχλήσεις της ενάγουσας προς την εναγόμενη  ουδέποτε γίνεται λόγος για υπερημερία αυτής, ενώ αντιθέτως στην από 11-10-2011 τελευταία ως άνω  επιστολή της  η επικαλούμενη συμπεριφορά της εναγόμενης να μην προσέρχεται προς εργασία από τον Μάρτιο  του έτους 2008, παρόλο που έχει επανειλημμένα οχληθεί προς τούτο, εκτιμάται το πρώτον ως σιωπηρή εκ μέρους της καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, την οποία μάλιστα η ίδια (ενάγουσα) δήλωσε ότι αποδέχεται. Ως εκ τούτου, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα της εξεταζόμενης κύριας βάσης της αγωγής και αυτή  πρέπει να απορριφθεί  ως ουσιαστικά αβάσιμη,  τα δε, δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 179 ΚΠολΔ), κατά  τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 191/2016  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το μέρος που απέρριψε ως μη νόμιμη τη κύρια βάση της με αριθμό κατάθεσης 7996/2011  αγωγής.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την της ως άνω αγωγή  ως προς τη προαναφερόμενη βάση της.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας  μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  10 Μαΐου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ