Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 228/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Μίσθωση. Κατά το άρθρο 597 παρ. 1 εδ. β΄ του ΑΚ, ο εκμισθωτής έχει κατά του μισθωτή αξίωση αποζημίωσης για το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή το μίσθωμα ολόκληρου του υπόλοιπου χρόνου της μίσθωσης, που απώλεσε εξαιτίας της πρόωρης λύσης της. Για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, πρέπει να υφίσταται ο απαιτούμενος από τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 του ΑΚ αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της υπαιτιότητος του μισθωτή και της ζημίας του εκμισθωτή σχετικώς με το ανωτέρω διαφυγόν κέρδος. Η αξίωση αυτή του εκμισθωτή υφίσταται όχι μόνον στην περίπτωση της λύσης της μισθώσεως με καταγγελία, αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και στην περίπτωση απόδοσης του μισθίου σε εκτέλεση σχετικής δικαστικής αποφάσεως ή διαταγής (άρθρα 66 ΕισΝΚΠολΔ, και 637 του ΚΠολΔ). Με την άσκηση παραδεκτής εφέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως αναβιώνει η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και συνεπώς ο ενάγων έχει έκτοτε το δικαίωμα να παραιτηθεί, ολικώς ή μερικώς από το δικόγραφο της αγωγής του. Σε περίπτωση σώρευσης περισσοτέρων βάσεων, αιτημάτων και ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, οπότε και τα αντικείμενα της δίκης είναι περισσότερα, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση για όσα αντικείμενα είναι ήδη ώριμα, αναβάλλοντας να αποφασίσει οριστικά για τα άλλα. Στην περίπτωση αυτή, που η απόφαση αποφαίνεται οριστικά για κάποιο από τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα, δεν μπορεί να ανακληθεί μετά τη δημοσίευσή της από το δικαστήριο που την εξέδωσε, ως προς το αντίστοιχο μέρος της.

 

Αριθμός            228  /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 14-7-2016 (υπ’ αριθ. καταθ. Γ.Α.Κ. …./2016 και Ε.Α.Κ. ……/2016) κλήση νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η από 29-7-2009 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2009) αγωγή των εναγόντων και ήδη καλούντων – εκκαλούντων (…………..), μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 773/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγινε και κατ’ ουσίαν δεκτή η από 18-11-2011 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2011) έφεση των καλούντων – εκκαλούντων -εναγόντων, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4265/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επομ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015). Ειδικότερα, η δικαστική διαδρομή της σχετικής υποθέσεως έχει ως ακολούθως: Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α)οι προαναφερθέντες καλούντες – εκκαλούντες την από 29-7-2009 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2009) αγωγή τους και β)ο καθού η κλήση – εφεσίβλητος ……… την από 26-1-2010  (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2010) αγωγή του, επί των οποίων (αγωγών), καθώς και της προφορικώς ασκηθείσας (κατά τη σχετική συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) ανταγωγής του καθού η κλήση – εφεσίβλητου ……….., εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4265/2011 εκκαλούμενη απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν οι προαναφερθείσες αγωγές και ανταγωγή, έγινε δεκτή εν μέρει η από 29-7-2009 (υπ’ αρ. εκθ. καταθ. …../2009) αγωγή και απορρίφθηκε η από 26-1-2010 (υπ’ αρ. εκθ. καταθ. …../2010) αγωγή, καθώς και η ανταγωγή. Επίσης, την τελευταία  απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, 1)οι ενάγοντες και ήδη προαναφερθέντες καλούντες – εκκαλούντες, με την από 18-11-2011 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2011) έφεσή τους, 2)ο εναγόμενος και ήδη καθού η κλήση  – εφεσίβλητος ………, με την από 7-2-2012 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2012 έφεσή του και 3)ο εναγόμενος – ενάγων και ήδη καθού η κλήση – εφεσίβλητος …….., α) με την από 16-12-2011 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2011 έφεσή του και β)με την από 11-12-2011 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2011 έφεσή του, καθώς και τους από 18-4-2013 πρόσθετους λόγους σχετικώς με τις εφέσεις του αυτές. Επί των ανωτέρω εφέσεων εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 773/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν οι προαναφερθείσες εφέσεις (και οι πρόσθετοι λόγοι των ως άνω υπό στοιχεία 3α και 3β εφέσεων), α)απορρίφθηκε η ανωτέρω από 11-12-2011 έφεση (και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής) ως απαράδεκτη, ως προς την πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εφεσιβλήτων, β)έγινε δεκτή τυπικώς και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η ανωτέρω από 11-12-2011 έφεση (και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής) ως προς τον έβδομο των εφεσιβλήτων, γ)έγινε δεκτή τυπικώς και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η ανωτέρω από 16-12-2011 έφεση (και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής), δ)έγινε δεκτή τυπικώς και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η ανωτέρω από 7-2-2012 έφεση και ε)έγινε δεκτή τυπικώς και κατ’ ουσίαν η ανωτέρω από 18-11-2011 έφεση, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4265/2011 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κρατήθηκε προς εκδίκαση η ανωτέρω από 29-7-2009  (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2009) αγωγή, ενώ αναβλήθηκε η έκδοση της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως της αγωγής αυτής προκειμένου να διενεργηθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη. Σημειωτέον ότι όσον αφορά την έκτη καλούσα  – εκκαλούσα -ενάγουσα …… χήρα……., η οποία, απεβίωσε στις 21-5-2015 (δηλαδή μετά την άσκηση των ως άνω εφέσεων και την έκδοση της υπ’ αριθ. 773/2013 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, βλ. το υπ’  αριθ.  ………./22-05-2016 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Δήμου Αθηναίων), συνεχίζουν την προκείμενη δίκη για λογαριασμό της ως κληρονόμοι (τέκνα) της ο τέταρτος και η πέμπτη των προαναφερθέντων καλούντων – εκκαλούντων (…… και . …, βλ.  το υπ’ αριθ. πρωτ. …./29-5-2015 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Πειραιώς, και τα υπ’ αριθ. ……/05-09-2017, …./05-09-2017 πιστοποιητικά του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας), κατόπιν σχετικής δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 286 εδ. α και 290 του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 22/2000 ΕλλΔνη 2001 56, ΑΠ 619/2012 ΝοΒ 2012 2390, ΑΠ 1978/2008 Δίκη 2008 810).

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295, 296, 297, 522 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι με την άσκηση παραδεκτής εφέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως αναβιώνει η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και συνεπώς ο ενάγων έχει έκτοτε το δικαίωμα να παραιτηθεί, ολικώς ή μερικώς από το δικόγραφο της αγωγής του, είτε με δήλωση καταχωριζομένη στα πρακτικά είτε με δικόγραφο επιδιδόμενο στον εναγόμενο, ακόμη και κατά το στάδιο της έκκλητης δίκης, εκτός αν προβάλλει αντίρρηση ο εναγόμενος και πιθανολογεί, ότι έχει συμφέρον να περατωθεί η δίκη με την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Επομένως, η παραίτηση αυτή κατά το στάδιο της έκκλητης δίκης επάγεται την κατάργηση της δίκης απαρχής και μάλιστα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον γίνει χωρίς αντίρρηση του εναγομένου, καθώς και όταν αντιλέγει μεν αυτός, αλλά δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς περάτωση της δίκης με την έκδοση οριστικής απόφασης (βλ. ΑΠ 138/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1198/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 201/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1922/2005 ΕλλΔνη 2006 818, ΕφΛαρ 356/2015 Δικογραφία 2016 602, ΕφΑθ 233/2011 ΕΦΑΔ 2011 881, ΕφΘεσσαλ 133/2010 Αρμ 2013 313).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την ανωτέρω από 29-7-2009 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …/2009) αγωγή των εναγόντων και ήδη καλούντων – εκκαλούντων (………..), αυτοί ισχυρίσθηκαν ότι, την 1-3-2006, εκμίσθωσαν στον πρώτο εναγόμενο (………) το περιγραφόμενο ακίνητό της συγκυριότητάς τους για να χρησιμοποιηθεί από αυτόν ως επαγγελματική στέγη. Ότι η μίσθωση αυτή είχε εξαετή διάρκεια και το αρχικό μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 4.200,00 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο. Ότι ο πρώτος εναγόμενος έκανε χρήση του μισθίου αυτού, ως μισθωτής, έως τις 27-03-2009 οπότε παρέδωσε αυτό (μίσθιο) σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. …./2008 διαταγής αποδόσεως μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι ο πρώτος εναγόμενος οφείλει σ’ αυτούς (ενάγοντες) διάφορα μηνιαία μισθώματα, και έτερα ποσά λόγω των ζημιών, πέραν της συνήθους χρήσεως, που προξένησε στο μίσθιο και λόγω μη καταβολής προς τη «Δ.Ε.Η. Α.Ε.» της αξίας καταναλωθείσης ηλεκτρικής ενέργειας μετά των λοιπών συνεισπραττομένων χρηματικών ποσών υπέρ τρίτων, καθώς και το ποσό που αντιστοιχεί σε δέκα μηνιαία μισθώματα, λόγω της πρόωρης λύσης της μίσθωσης αυτής. Ότι την τήρηση των όρων της ένδικης συμβάσεως μισθώσεως εγγυήθηκε, ως αυτοφειλέτης, ο δεύτερος εναγόμενος (……..). Επίσης, με την ανωτέρω αγωγή, οι προαναφερθέντες ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, τα αναφερόμενα σ’ αυτήν (αγωγή) χρηματικά ποσά για τις προαναφερθείσες αιτίες και ειδικότερα: Α)για οφειλόμενα μισθώματα α)στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 21.193,04 ευρώ, β)στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 11.101,25 ευρώ, γ)στην τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 11.101,25 ευρώ, δ)στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.345,08 ευρώ, ε)στην πέμπτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 3.345,08 ευρώ και στ) στην έκτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 2.230,05 ευρώ, Β)για αποζημίωση, λόγω των ζημιών που προκλήθηκαν στο μίσθιο, το συνολικό ποσό των 34.473,60 ευρώ, κατά την αναφερόμενη στην αγωγή αναλογία για έκαστο ενάγοντα, Γ)για τις ως άνω οφειλές προς τη «Δ.Ε.Η. Α.Ε.», οι οποίες αφορούν στο μίσθιο, το συνολικό ποσό των 11.207,22 ευρώ, κατά την αναφερόμενη στην αγωγή αναλογία για έκαστο ενάγοντα και Δ)για αποζημίωση απώλειας εσόδων, λόγω πρόωρης λύσης της μίσθωσης, το συνολικό ποσό των 53.230 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε δέκα μηνιαία μισθώματα, κατά την αναφερόμενη στην αγωγή αναλογία για έκαστο ενάγοντα, νομιμοτόκως, όσον αφορά στα ανωτέρω οφειλόμενα μισθώματα (υπό στοιχείο Α΄) από τότε που κάθε μίσθωμα ήταν καταβλητέο και για τα υπόλοιπα ποσά από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των εναγομένων. Με την εκκαλούμενη απόφαση (υπ’ αριθ. 4265/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε την ανωτέρω από 29-7-2009 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …/2009) αγωγή με την από 26-1-2010 (υπ’ αρ. εκθ. καταθ. …../2010) αγωγή του δευτέρου εναγομένου, καθώς και τη σχετική ανταγωγή του πρώτου εναγομένου, και απέρριψε την από 26-01-2010 αγωγή και την ανταγωγή, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή αυτή (από 29-07-2009) ως προς το ως άνω (υπό στοιχείο Α΄) αίτημά της για τα οφειλόμενα μισθώματα, ενώ κατά τα λοιπά απέρριψε αυτήν και ειδικότερα ως αόριστη όσον αφορά στα αιτήματα περί της αποζημιώσεως για τις επικληθείσες ζημίες στο μίσθιο (υπό στοιχείο Β΄) και για τις οφειλές προς τη «Δ.Ε.Η. Α.Ε.» (υπό στοιχείο Γ΄), και ως μη νόμιμη για το αίτημα περί αποζημιώσεως απώλειας εσόδων, λόγω πρόωρης λύσης της μίσθωσης (υπό στοιχείο Δ΄). Κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου παραπονέθηκαν οι καλούντες- εκκαλούντες – ενάγοντες με την από 18-11-2011 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ……/2011) έφεσή τους για λόγους που στο σύνολό τους ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του νόμου και ζήτησαν να μεταρρυθμισθεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω αγωγή τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση. Όπως προαναφέρθηκε, ήδη, δυνάμει της υπ’ αριθ. 773/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου έγινε δεκτή τυπικώς και κατ’ ουσίαν η ανωτέρω (από 18-11-2011 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2011) έφεση, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κρατήθηκε προς εκδίκαση η ανωτέρω από 29-7-2009  (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2009) αγωγή, ενώ αναβλήθηκε η έκδοση της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως της αγωγής αυτής προκειμένου να διενεργηθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη. Ειδικότερα, με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (υπ’ αριθ. 773/2013) κρίθηκε, όσον αφορά στην ανωτέρω από 29-7-2009 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2009) αγωγή, ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε αόριστα τα αγωγικά κονδύλια περί της αποζημιώσεως για τις επικληθείσες φθορές στο εν λόγω μισθίο (υπό στοιχείο Β΄) και για τις οφειλές προς τη «Δ.Ε.Η. Α.Ε.» (υπό στοιχείο Γ΄) και νομικά αβάσιμο το κονδύλιο περί αποζημιώσεως, λόγω πρόωρης λύσης της μίσθωσης (υπό στοιχείο Δ΄). Επίσης, με την ίδια απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (υπ’ αριθ. 773/2013), ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του αγωγικού αιτήματος περί της αποζημιώσεως για τις επικληθείσες φθορές στο εν λόγω μισθίο (υπό στοιχείο Β΄), κρίθηκε ότι ήταν αναγκαία η συνδρομή της επιστήμης πολιτικού μηχανικού δια της ενέργειας πραγματογνωμοσύνης (κατά τα άρθρα 254, 339, 366 επομ., 524 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α΄ του ΚΠολΔ) προς διαπίστωση της παρούσης καταστάσεως του μισθίου, των πιθανών φθορών του σε σχέση με την αρχική του κατάσταση και την κατάστασή του υπό καθεστώς πλήρους λειτουργίας, της αφαιρέσεως ή μη μονίμων εγκαταστάσεων από αυτό και της εκβάσεως των δαπανών για την αποκατάστασή του στην πρότερη κατάσταση. Όμως, οι ενάγοντες και ήδη καλούντες – εκκαλούντες τόσο με το δικόγραφο της ανωτέρω από 14-7-2016 (υπ’ αριθ. καταθ. Γ.Α.Κ. …/2016 και Ε.Α.Κ. …/2016) κλήσης τους, το οποίο έχει επιδοθεί στους καθών η κλήση – εφεσίβλητους (βλ. τις υπ’ αριθ. …/12-9-2016 και …/15-3-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς), όσο και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της ανωτέρω από 29-7-2009 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2009) αγωγής τους, αποκλειστικώς, όσον αφορά στο αίτημα περί της αποζημιώσεως για τις επικληθείσες φθορές στο εν λόγω μίσθιο (υπό στοιχείο Β΄). Οι καθών η κλήση – εφεσίβλητοι – εναγόμενοι, με τις προτάσεις τους και με προφορικές δηλώσεις τους, οι οποίες καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αντιλέγουν στην προαναφερθείσα παραίτηση, πλην όμως δεν πιθανολογείται, ότι οι τελευταίοι έχουν έννομο συμφέρον για να περατωθεί η δίκη με την έκδοση οριστικής αποφάσεως και επί του ανωτέρω αιτήματος της εν λόγω αγωγής. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ’ αριθ. 773/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου απορρίφθηκαν οι από 16-12-2011 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2011) και από 11-12-2011 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2011) εφέσεις του εναγομένου και ήδη καθού η κλήση  – εφεσίβλητου ………, καθώς και η από 7-2-2012 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2012) έφεση του ………., οι οποίες αφορούσαν στις προαναφερθείσες από 26-1-2010  (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2010) αγωγή και ασκηθείσα προφορικώς ανταγωγή αυτών, κατά συνέπεια δεν υφίσταται σχετικό έννομο συμφέρον τους. Επομένως, ενόψει του ότι εξακολουθεί να υφίσταται η εκκρεμοδικία επί της ανωτέρω από 29-7-2009 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2009) αγωγής, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη η δίκη επί της εν λόγω αγωγής,  αποκλειστικώς, όσον αφορά στο αίτημα αυτής περί της αποζημιώσεως για τις επικληθείσες ζημιές που προκλήθηκαν στο εν λόγω μισθίο (υπό στοιχείο Β΄), μάλιστα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Εξάλλου, ζήτημα επιδικάσεως δικαστικών εξόδων σχετικών με την ανωτέρω παραίτηση δεν τίθεται, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος …….., με τις προτάσεις του, καθόσον τα επικληθέντα από αυτόν έξοδα αφορούν τη δίκη για την εν λόγω αγωγή στο σύνολο της και όχι ειδικώς ως προς το ως άνω μέρος της για το οποίο κηρύχθηκε η κατάργηση της αντίστοιχης δίκης. Τέλος, ενόψει της σχετικής κατάργησης της δίκης για το ως άνω μέρος της, παρέλκει, πλέον, η διενέργεια της κατά τα ανωτέρω διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης. Μάλιστα, η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης αυτής (και συναφούς αυτοψίας), ήδη, έχει καταστεί ιδιαιτέρως απρόσφορη για τη διαπίστωση των τυχών φθορών του μισθίου, σε σχέση με την αρχική του κατάσταση, ενόψει του ότι έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον των δέκα (10) ετών από την ημέρα (27-3-2009) λύσης της εν λόγω μίσθωσης και απόδοσης του μισθίου από τον πρώτο εναγόμενο (μισθωτή). Κατά συνέπεια, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων, δηλαδή περί της διενέργειας της ανωτέρω πραγματογνωμοσύνης και σχετικής αυτοψίας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.  Επίσης, για τις ίδιους ως άνω λόγους, δεν συντρέχει περίπτωση αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως κατ’ άρθρον 249 του ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση από την υπηρεσία της Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς οικοδομικής αδείας σχετικώς με το προαναφερθέν μίσθιο ακίνητο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο πρώτος εναγόμενος.

  1. II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308, 309, 513, 539 και 533 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οριστική απόφαση είναι εκείνη με την οποία τελειώνει η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου και το δικαστήριο απεκδύεται κάθε άλλης εξουσίας στη δικαζόμενη υπόθεση. Αντίθετα, μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που παρασκευάζουν την υπόθεση, ώστε να καταστεί ώριμη για έκδοση οριστικής απόφασης. Σε περίπτωση σώρευσης περισσοτέρων βάσεων, αιτημάτων και ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, οπότε και τα αντικείμενα της δίκης είναι περισσότερα, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση για όσα αντικείμενα (βάσεις, ένδικα βοηθήματα ή μέσα) είναι ήδη ώριμα, αναβάλλοντας να αποφασίσει οριστικά για τα άλλα (άρθρο 308 παρ. 2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, η οριστική κρίση του δικαστηρίου συνήθως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης, αλλά δεν αποκλείεται να περιέχεται και μόνο στο σκεπτικό, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση δεν περιορίζεται να εκφέρει απλώς σκέψεις για την βασιμότητα του εξεταζομένου ζητήματος, αλλά αποφαίνεται με σαφήνεια, κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας, για την παραδοχή ή απόρριψη αυτού. Το τελευταίο δε συμβαίνει, και όταν η απόφαση στο σκεπτικό της ρητώς απορρίπτει κάποιο από τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα και εξαιτίας αυτού δεν εξετάζει σχετικώς τα θέματα αποδείξεως, ενώ για τα υπόλοιπα, που έκρινε παραδεκτά και νόμιμα, εξετάζει τις αποδείξεις για τα πραγματικά περιστατικά που τα θεμελιώνουν, αναβάλλοντας την έκδοση της οριστικής απόφασης, μέχρι η υπόθεση να καταστεί ώριμη για οριστική κρίση. Και στην περίπτωση αυτή, που η απόφαση αποφαίνεται οριστικά για κάποιο από τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα, δεν μπορεί να ανακληθεί μετά τη δημοσίευσή της από το δικαστήριο που την εξέδωσε, ενώ κατά το μέρος που δεν κρίνει οριστικά, μπορεί, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζητήσεως της υποθέσεως και όχι αυτοτελώς, να ανακληθεί σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που την εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση (βλ. ΑΠ 1821/2008, ΑΠ 708/2003, ΑΠ 300/1981). Εξάλλου, κατά το άρθρο 321 του ΚΠολΔ το δεδικασμένο, το οποίο κατά το άρθρο 332 του ίδιου Κώδικα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζει το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των αυτών διαδίκων, το δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Επίσης, κατά το άρθρο 324 του ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Σημειωτέον ότι το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Το δεδικασμένο καλύπτει (ως ενιαίο σύνολο) ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση ή όχι της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα, καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, καθώς και τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου (βλ. ΟλΑΠ 15/1998 ΕλλΔνη 39 303, ΑΠ 216/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 912/2001 ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλη «Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ» εκδ. 2η παρ. 12 αρ. 2 σελ. 197 επ.). Μάλιστα, το δεδικασμένο αποκλείει την αμφισβήτηση σε νεώτερη δίκη της έννομης σχέσεως που αποτελεί τη βάση της αξιώσεως, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος, που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (βλ. ΑΠ 61/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1570/2003 ΕλλΔνη 2004 411, ΑΠ 915/2001 ΕλλΔνη 2003 134, ΑΠ 1331/2001 ΕλλΔνη 2001 1562, ΑΠ 1174/1999 ΕλλΔνη 41 694, Δ. Κονδύλη ο.π. παρ. 19 αρ. 3 σελ. 364 επ.). Ακόμη, η εν λόγω απαγόρευση ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό, το ζήτημα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεως του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντας το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η τελεσίδικη αυτή κρίση είναι σφαλερή (βλ. ΑΠ 61/2006 ο.π., ΑΠ 386/2000 ΕλλΔνη 2000 1312, ΑΠ 800/1994 ΕλλΔνη 37 121, ΕφΑθ 2445/2011 ΕΦΑΔ 2012 161, ΕφΑθ 2499/2008 ΕλλΔνη 2011 184), όσο και αρνητικά με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέου ένδικου βοηθήματος ή μέσου για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο (βλ. ΑΠ 1639/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1025/1993 ΕλλΔνη 35 1565, ΕφΘεσ 564/2001 ΕλλΔνη 2001 767).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, στο άρθρο 597 παρ. 1 του ΑΚ ορίζεται ότι «Αν ο μισθωτής καθυστερεί το μίσθωμα ολικά ή μερικά ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση τουλάχιστον πριν από ένα μήνα, αν πρόκειται για μίσθωση που η διάρκεια της συμφωνήθηκε για ένα χρόνο ή περισσότερο και πριν από δέκα ημέρες στις άλλες μισθώσεις. Δεν αποκλείεται αξίωση του εκμισθωτή για αποζημίωση εξαιτίας της πρόωρης λύσης της μίσθωσης». Από τη διάταξη αυτή και ιδιαίτερα από το δεύτερο εδάφιο της προκύπτει ότι ο εκμισθωτής έχει κατά του μισθωτή αξίωση αποζημίωσης για το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή το μίσθωμα ολόκληρου του υπόλοιπου χρόνου της μίσθωσης, που απώλεσε εξαιτίας της πρόωρης λύσης της. Επίσης, για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, πρέπει να υφίσταται ο απαιτούμενος από τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 του ΑΚ αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της υπαιτιότητος του μισθωτή και της ζημίας του εκμισθωτή σχετικώς με το ανωτέρω διαφυγόν κέρδος. Σημειωτέον ότι για την ύπαρξη της εν λόγω αξίωσης αποζημιώσεως δεν αρκεί η λύση της μισθώσεως, λόγω μη καταβολής από το μισθωτή του μισθώματος, αλλά απαιτείται πραγματική δυνατότητα ακώλυτης χρήσης του μισθίου από κάποιον μισθωτή. Ακόμη, κατά την ορθότερη άποψη, η εν λόγω αξίωση του εκμισθωτή υφίσταται όχι μόνον στην περίπτωση της λύσης της μισθώσεως με καταγγελία, κατ’ άρθρον 597 του ΑΚ, αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου (δηλαδή τη λύση της μίσθωσης), και, στην περίπτωση, απόδοσης του μισθίου σε εκτέλεση σχετικής δικαστικής αποφάσεως ή διαταγής (άρθρα 66 ΕισΝΚΠολΔ, και 637 του ΚΠολΔ), ενώ δεν υφίσταται η αξίωση αυτή όταν η λύση της μισθώσεως διενεργείται κατόπιν κοινής συμφωνίας των συμβληθέντων μερών. Τέλος η αποζημίωση για πρόωρη λύση της μισθώσεως έχει ως εναρκτήριο χρονικό σημείο την επομένη της λύσεως της μισθώσεως και εκτείνεται σε ολόκληρο τον υπόλοιπο χρόνο της ορισμένης διάρκειας αυτής (βλ. ΑΠ 787/1977 ΝοΒ 1978 500, ΕφΠειρΜον 223/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσΜον 2541/2013 ΕΦΑΔ 2014 376, ΕφΠατρ 470/2011 ΑχαΝομ 2012 412, ΕφΑθ 6748/2008 ΕλλΔνη 2009 1108, ΕφΠατρ 522/2008 ΑχαΝομ 2009 2013).

Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και την υπ’ αριθ. …../18-03-2010 ένορκη βεβαίωση, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., με την επιμέλεια των καλούντων – εναγόντων,  μετά την τήρηση της νόμιμης προδικασίας (βλ. τις με στοιχεία …/17-03-2010 και …../17-03-2010 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .. …..), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες ………. ήταν συγκύριοι κατά ποσοστά 21/54, 11/54, 11/54, 4,125/54, 4,125/54 και 2,75/54 εξ αδιαιρέτου, αντιστοίχως, ενός ακινήτου κειμένου επί της οδού ……., στον Πειραιά Αττικής, αποτελούμενο από ισόγειο κατάστημα, με υπόγειο, και από πρώτο, άνωθεν από το ισόγειο, όροφο. Την 1η Μαρτίου 2006, οι  προαναφερθέντες ενάγοντες εκμίσθωσαν το ακίνητο αυτό, στον πρώτο εναγόμενο (………..), συνταχθέντος προς τούτο του με την ίδια ημερομηνία (1-3-2006) ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ο μισθωτής για επαγγελματική του στέγη, για τη χρονική περίοδο από 1-3-2006 έως 28-2-2012, αντί αρχικού μηνιαίου μισθώματος ποσού 4.200 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-3-2006 έως 31-12-2006, πλέον των τελών χαρτοσήμου ποσοστού 3,6% και υδρεύσεως 3%. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε να καταβάλλεται την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, χωριστά σε κάθε εκμισθωτή κατά το σχετικό ποσοστό του ιδανικού μεριδίου του, ενώ συμφωνήθηκε το ποσοστό της ετήσιας αναπροσαρμογής αυτού, να ανέρχεται στο ποσοστό του ετησίου δείκτη πληθωρισμού (τιμών καταναλωτή) της Τράπεζας της Ελλάδος, πλέον ποσοστού 4%, χωρίς όμως η αναπροσαρμογή να είναι μικρότερη του ποσοστού 4%. Σημειωτέον ότι, κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως μισθώσεως, επισημάνθηκαν στον πρώτο εναγόμενο μισθωτή κάποια πολεοδομικά προβλήματα του μισθίου ακινήτου και αυτός ανέλαβε την τακτοποίησή τους με την εκτέλεση των αντίστοιχων εργασιών (βλ. τον υπ’ αριθ. 12 όρο του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης). Επίσης, στο πλαίσιο της μίσθωσης αυτής, συμφωνήθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος μισθωτής θα κατέβαλε τα χρηματικά ποσά των λογαριασμών για την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, ύδατος και τηλεφώνου, που θα εκδίδοντο στο όνομά του, καθώς και τα δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού, που αφορούν το μίσθιο, είτε εισπράττονται με τους λογαριασμούς της «Δ.Ε.Η. Α.Ε.», είτε αυτοτελώς, τα τέλη αποχέτευσης, ύδρευσης  κλπ και κάθε άλλη επιβάρυνση που αφορά το μίσθιο (βλ. τον υπ’ αριθ. 6 όρο του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης). Ακόμη συμφωνήθηκε μεταξύ των ανωτέρω συμβληθέντων ότι οι μόνιμες κατασκευές που θα πραγματοποιούσε στο μίσθιο ο μισθωτής θα παρέμεναν μετά τη λήξη της μισθώσεως εις όφελος του μισθίου εφόσον οι εκμισθωτές θα δήλωναν σχετική επιθυμία. Τέλος, δυνάμει του ίδιου ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, ο δεύτερος εναγόμενος (……….) εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης την τήρηση των υποχρεώσεων του μισθωτή, των απορρεουσών από την ένδικη σύμβαση μισθώσεως, παραιτηθέντος από κάθε σχετική ένσταση, όπως ενδεικτικώς από τις ενστάσεις της διζήσεως και διαιρέσεως (βλ. τον υπ’ αριθ. 20 όρο του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης), με σκοπό τη συνδρομή του πρώτου εναγόμενου μισθωτή, με τον οποίο συνδέεται συγγενικώς (εξάδελφος του), στη σχετική επιχειρηματική δραστηριότητά του. Από την κατά τα ως άνω έναρξη της εν λόγω μίσθωσης και έκτοτε ο πρώτος εναγόμενος, ως μισθωτής, χρησιμοποιούσε, ακωλύτως, το μίσθιο αυτό ως κέντρο διασκέδασης και αναψυκτήριο (σνακ μπαρ), έχοντας λάβει προς τούτο την υπ’ αριθ. …../13-12-2007 άδεια λειτουργίας καταστήματος του Δήμου Πειραιώς, και την υπ’ αριθ. ……../10-3-2006 βεβαίωση χώρου κύριας χρήσης, οι οποίες αφορούσαν το ισόγειο και τον πρώτο όροφο του μισθίου. Όμως, από την 1-1-2008, ο πρώτος εναγόμενος μισθωτής έπαυσε να καταβάλει το ως άνω συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα. Για το λόγο αυτό, κατόπιν σχετικής αιτήσεως των εναγόντων – εκμισθωτών, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …./2008 διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, περί αποδόσεως μισθίου, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε ο πρώτος εναγόμενος να αποδώσει στους ενάγοντες τη χρήση του προαναφερθέντος μισθίου. Επίσης, κατόπιν αιτήσεων των εναγόντων  – εκμισθωτών,  εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. …/2008, …/2008 και …./2008 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τις οποίες ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενοι (μισθωτής και εγγυητής) υποχρεώθηκαν, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στους ενάγοντες, κατά το ως άνω ποσοστό της συγκυριότητάς τους, τα σχετικώς οφειλόμενα μισθώματα και την ανάλογη αναπροσαρμογή της εγγύησης, και συγκεκριμένα στην πρώτη ενάγουσα τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών από Ιανουάριο μέχρι και Μάιο 2008, στη δεύτερη και τρίτη των εναγόντων τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών από Ιανουάριο μέχρι και Μάιο 2008, και στους τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγόντων τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών από Ιανουάριο μέχρι και Ιούλιο 2008, αντιστοίχως. Σημειωτέον ότι κατά της ανωτέρω διαταγής απόδοσης μισθίου ο πρώτος εναγόμενος άσκησε ανακοπή επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 386/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή αυτή και επικυρώθηκε η προσβληθείσα διαταγή, επίσης, κατά των ανωτέρω διαταγών πληρωμής, ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενοι άσκησαν ανακοπές επί των οποίων εκδόθηκαν οι, 3849/2009 και 3850/2009 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι ανακοπές και επικυρώθηκαν οι προσβληθείσες διαταγές πληρωμής. Στη συνέχεια, στις 27-3-2009, ο πρώτος εναγόμενος (μισθωτής), συμμορφούμενος, οικειοθελώς, στην προαναφερθείσα υπ’ αριθ. ……/2009 διαταγή απόδοσης μισθίου, απέδωσε το μίσθιο ακίνητο στους ενάγοντες  – εκμισθωτές (βλ. την από 27-3-2009 «ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ-ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΚΛΕΙΔΙΩΝ ΜΙΣΘΙΟΥ ΜΕ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»). Ενόψει του ότι ο πρώτος εναγόμενος εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί, ανενόχλητα, το μίσθιο μέχρι τις 27-3-2009, που, κατά τα ως άνω, το απέδωσε στους ενάγοντες και λύθηκε η εν λόγω μίσθωση, αυτός (1ος εναγόμενος) υποχρεούται να καταβάλει τα οφειλόμενα μέχρι τότε μισθώματα. Ειδικότερα, το συνολικό μηνιαίο μίσθωμα κατόπιν διαδοχικών αναπροσαρμογών, ανερχόταν από 1-1-2008 έως 31-12-2008 στο ποσό των 5.022 ευρώ, πλέον του τέλους  χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 180,79 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 150,66 ευρώ, ενώ από 1-1-2009 μέχρι την ως άνω λύση της μίσθωσης το μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν στο ποσό των 5.323 ευρώ, πλέον τέλος χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 191,63 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 159,69 ευρώ. Επίσης, το αναλογούν στο ποσοστό συνιδιοκτησίας εκάστου ενάγοντος μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν: Α)Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 μέχρι και 31-12-2008, α)για την πρώτη ενάγουσα σε 1.953 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 70,31 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 58,59 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 2.081,90 ευρώ, β)για την δεύτερη ενάγουσα σε 1.023 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 36,83 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 30,69 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 1.090,52 ευρώ, γ)για την τρίτη ενάγουσα σε 1.023 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 36,83 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 30,69 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 1.090,52 ευρώ, δ)για τον τέταρτο ενάγοντα σε 383,62 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 13,81 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 11,51 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 408,94 ευρώ, ε)για την πέμπτη ενάγουσα σε 383,62 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 13,81 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 11,51 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 408,94 ευρώ, και στ)για την έκτη ενάγουσα σε 255,75 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 9,21 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 7,67 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 272,63 ευρώ, Β)για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 μέχρι την ως άνω λύση της μίσθωσης, α)για την πρώτη ενάγουσα σε 2.070,06 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 74,52 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 62,10 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 2.206,68 ευρώ, β)για τη δεύτερη ενάγουσα σε 1.084,31 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 39,03 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 32,53 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 1.155,87 ευρώ, γ)για την τρίτη ενάγουσα σε 1.084,31 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 39,03 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 32,53 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 1.155,87 ευρώ, δ)για τον τέταρτο ενάγοντα σε 406,62 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 14,64 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 12,20 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 433,46 ευρώ, ε)για την πρώτη ενάγουσα σε 406,62 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 14,64 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 12,20 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 433,46 ευρώ και στ)για την έκτη ενάγουσα σε 271,08 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) ποσού 9,76 ευρώ και αναλογούντος τέλους ύδρευσης (3%) ποσού 8,13 ευρώ, δηλαδή συνολικώς σε 288,97 ευρώ. Συνεπώς, ο πρώτος εναγόμενος ως μισθωτής οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες – εκμισθωτές, κατά το ως άνω μερίδιο τους, για τα σχετικώς οφειλόμενα μηνιαία μισθώματα  (τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις ανωτέρω διαταγές πληρωμής), τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται ακολούθως: 1)Στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 14.573,30 ευρώ για τους μήνες από Ιούνιο έως και Δεκέμβριο 2008 (7 μην. X 2.081,90€), και το ποσό των 6.619,74 ευρώ για τους μήνες από Ιανουάριο μέχρι και Μάρτιο 2009 (3 μην. X 2.206,58 €), δηλαδή συνολικώς το ποσό 21.193,04 ευρώ, 2)στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό 7.633,64 ευρώ για τους μήνες από Ιούνιο έως και Δεκέμβριο 2008 (7 μην. X 1.090,52 €), και το ποσό των 3.467,61 ευρώ για τους μήνες από Ιανουάριο μέχρι και Μάρτιο 2009 (3 μην. X €), δηλαδή συνολικώς το ποσό των 11.101,25 ευρώ, 3)στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 7.633,64 ευρώ για τους μήνες από Ιούνιο έως και Δεκέμβριο 2008 (7 μην. X 1090,52 €), και το ποσό των 3.467,61 ευρώ για τους μήνες από Ιανουάριο μέχρι και Μάρτιο 2009 (3 μην. X 1.155,87 €), δηλαδή συνολικώς το ποσό των 11.101,25 ευρώ, 4)στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 2.044,70 ευρώ για τους μήνες από Αύγουστο έως και Δεκέμβριο 2008 (5 μην. X 408,94 €), και το ποσό των 1.300,38 ευρώ για τους μήνες από Ιανουάριο μέχρι και Μάρτιο 2009 (3 μην. X 433,46 €), δηλαδή συνολικώς το ποσό των 3.345,08 ευρώ, 5)στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 2.044,70 ευρώ για τους μήνες από Αύγουστο έως και Δεκέμβριο 2008 (5 μην. X 408,94 €), και το ποσό των 1.300,38 ευρώ για τους μήνες από Ιανουάριο μέχρι και Μάρτιο 2009 (3 μην. X 433,46 €), δηλαδή συνολικώς το ποσό των 3.345,08 ευρώ και 6)στην έκτη ενάγουσα το ποσό των 1.363,15 ευρώ για τους μήνες από Αύγουστο έως και Δεκέμβριο 2008 (5 μην. X 272,63 €), και το ποσό των 866,91 ευρώ για τους μήνες από Ιανουάριο μέχρι και Μάρτιο 2009 (3 μην. X 288,97 €), δηλαδή συνολικώς το ποσό των 2.230,05 ευρώ. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι, κατά τον ως άνω χρόνο που λύθηκε η εν λόγω μίσθωση, ο πρώτος εναγόμενος είχε οφειλές προς τη «Δ.Ε.Η. Α.Ε.» για την κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος και τα λοιπά συναφή τέλη, τα οποία συνεισπράττονται (από τη «Δ.Ε.Η. Α.Ε.») για λογαριασμό τρίτων (τέλος ακίνητης περιουσίας, δημοτικά τέλη κλπ), σχετικώς με το ανωτέρω μίσθιο και για το ως άνω χρονικό διάστημα, που ο πρώτος εναγόμενος ως μισθωτής έκανε χρήση αυτού, συνολικού ποσού 11.207,22 ευρώ. Όμως, ενόψει του ότι για την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος στο μίσθιο δεν είχαν συμβληθεί με τη «Δ.Ε.Η. Α.Ε.» οι ενάγοντες – εκμισθωτές, αλλά η σχετική σύμβαση είχε καταρτισθεί στο όνομα τρίτου (του .. …… πρώην συμμισθωτή του μισθίου), η συνδεόμενη με το ακίνητο αυτό (μίσθιο) οφειλή, η οποία βαρύνει και τους ενάγοντες ανέρχεται στο ποσό των 6.615,21 ευρώ, η οποία αφορά στα συναφή τέλη, τα οποία συνεισπράττονται από τη «Δ.Ε.Η. Α.Ε.» για λογαριασμό τρίτων (βλ. την από 15-7-2009 βεβαίωση της «Δ.Ε.Η. Α.Ε.»). Σημειωτέον ότι δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι οι ενάγοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν το υπόλοιπο από το ανωτέρω ποσό (11.20,22-6.615,21=4.592,01), το οποίο αφορά στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, μάλιστα, προέκυψε ότι η σχετική σύμβαση (με τη «Δ.Ε.Η. Α.Ε.») καταγγέλθηκε στις 13-4-2009 (βλ. την από 15-7-2009 βεβαίωση της «Δ.Ε.Η. Α.Ε.»).  Συνεπώς, ο πρώτος εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες, κατά το ως άνω μερίδιο τους, για την ανωτέρω οφειλή τα ακολούθως αναφερόμενα ποσά: 1)Στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.572,58 ευρώ (6.615,21Χ21/54), 2)στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό 1.347,54 ευρώ (6.615,21Χ11/54), 3)στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 1.347,54 ευρώ (6.615,21Χ11/54), 4)στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 505,32 ευρώ (6.615,21Χ4,125/54), 5)στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 505,32 ευρώ (6.615,21Χ4,125/54) και 6)στην έκτη ενάγουσα το ποσό των 336,88 ευρώ (6.615,21Χ2,75/54). Εξάλλου, όλα τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά, τα οποία οφείλει ο πρώτος εναγόμενος προς τους ενάγοντες, οφείλονται, εις ολόκληρον, και από το δεύτερο εναγόμενο, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, αυτός είχε εγγυηθεί, ως πρωτοφειλέτης, για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων του πρώτου εναγομένου (μισθωτή), που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση μισθώσεως.

Εξάλλου, ο πρώτος εναγόμενος (μισθωτής), με τις προτάσεις του,  ισχυρίζεται ότι η μη καταβολή των μισθωμάτων μέχρι τη λύση της μίσθωσης δεν οφείλεται σε δυστροπία του, αλλά στην ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, που τον εμπόδιζε να κάνει ακώλυτη χρήση αυτού, συνισταμένου στο ότι το μίσθιο ακίνητο είχε χαρακτήρα επικίνδυνου και ετοιμόρροπου, καθώς και ότι η σχετική άδεια οικοδομής (υπ’ αριθ. …./2000) δεν περιλαμβάνει το υπόγειο, που είναι ένας χώρος καταλαμβανόμενος από ύδατα, άκρως επικίνδυνος. Επίσης, ότι τα σχετικά ελαττώματα του μισθίου γνώριζαν οι εκμισθωτές, αλλά του τα απέκρυψαν, με σκοπό την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης μίσθωσης, η οποία εκ του λόγου τούτου πάσχει από ακυρότητα. Ακόμη, ο πρώτος εναγόμενος, επικουρικώς, ισχυρίζεται ότι, κατά την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης μίσθωσης το αρμόζον, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, μηνιαίο μίσθωμα ανήρχετο στο ποσό των 2.347 ευρώ (ισόποσο των 800.000 δρχ) και όχι στο καταπλεονακτικώς συμφωνηθέν ποσό των 4.200 ευρώ με τις συμφωνηθείσες προσαυξήσεις. Οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί του πρώτου εναγομένου αποτελούν τη βάση της ανωτέρω προφορικώς ασκηθείσας συναφούς ανταγωγής του, καθώς και τους σχετικούς λόγους της  από 7-2-2012 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ……/2012) έφεσής του κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (υπ’ αριθ. 4265/2011), με την οποία απορρίφθηκε η ανταγωγή αυτή. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθ. 773/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, αφού κρίθηκε ότι ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση η ανταγωγή αυτή, απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η ανωτέρω έφεση του πρώτου εναγομένου, με την αιτιολογία ότι το τυχόν ελάττωμα του μισθίου δεν επιφέρει ακυρότητα της συμβάσεως μισθώσεως, ούτε οδηγεί χωρίς άλλο σε μείωση του μισθώματος, εφόσον το ελάττωμα δεν επενέργησε στη δυνατότητα του μισθίου να λειτουργήσει κατά προορισμό. Επίσης, με την ίδια απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (υπ’ αριθ. 773/2013) κρίθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, ορθώς καταψήφισε υπέρ των εναγόντων, με την από 29-7-2009 αγωγή, τα δικαιούμενα μισθώματα της χρονικής περιόδου από 1/2008 έως και 3/2009 μετά των αναλογούντων προσαυξημάτων. Επομένως, ενόψει του ότι η υπ’ αριθ. 773/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως προς τις αμέσως προαναφερθείσες διατάξεις της είναι τελεσίδικη και δεν μπορεί να ανακληθεί ως προς το αντίστοιχο μέρος της, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), αποδεικνύεται με ισχύ σχετικού δεδικασμένου ότι, κατά τον ως άνω χρόνο κατάρτισης της εν λόγω μίσθωσης και κατά τη διάρκεια αυτής, δεν υφίστατο κάποιο ελάττωμα του μισθίου, το οποίο να επενέργησε στη δυνατότητα του πρώτου εναγομένου (μισθωτή) να λειτουργήσει αυτό κατά το συμφωνηθέντα προορισμό του. Κατά συνέπεια, οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί του πρώτου εναγομένου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Επίσης, ο δεύτερος εναγόμενος (………….), με τις προτάσεις του, ισχυρίζεται ότι εξαπατήθηκε τόσο από τον πρώτο εναγόμενο (μισθωτή), όσο και από τους ενάγοντες (εκμισθωτές), οι οποίοι του απέκρυψαν ότι το μίσθιο ακίνητο είχε χαρακτηριστεί επικίνδυνο, γεγονός το οποίο αν γνώριζε δεν θα παρείχε την ανωτέρω εγγύηση υπέρ του μισθωτή. Οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί του δευτέρου εναγομένου αποτελούν τη βάση της ανωτέρω από 26-1-2010 συναφούς αγωγής του, καθώς και τους σχετικούς λόγους των από 16-12-2011 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2011) από 11-12-2011 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ……/2011) εφέσεων (και των προσθέτων λόγω αυτών, αντιστοίχως), κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (υπ’ αριθ. 4265/2011), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή αυτή. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθ. 773/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, αφού κρίθηκε ότι ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή, αφενός απορρίφθηκε η ανωτέρω από 11-12-2011 έφεσή του (και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής) ως απαράδεκτη, ως προς την πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εφεσιβλήτων, ενώ έγινε δεκτή τυπικώς και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν (και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής) ως προς τον έβδομο των εφεσιβλήτων, και αφετέρου έγινε δεκτή τυπικώς και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η ανωτέρω από 16-12-2011 έφεσή του (και ο πρόσθετος λόγος αυτής), με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψε ότι ο δεύτερος εναγόμενος εξαπατήθηκε κατά την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως μισθώσεως, ούτε ουσιωδώς πλανήθηκε γι’ αυτή, καθότι η πλάνη για την πολεοδομική κατάσταση του μισθίου, στο οποίο λειτούργησε ακωλύτως η επιχείρηση του μισθωτή (1ου εναγομένου), και οι προβλέψεις της νομοθεσίας για τις εμπορικές μισθώσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης, ενώ περαιτέρω ουδόλως εδικαιούτο να του επιστραφούν τα χρηματικά ποσά που κατέβαλε σε εκτέλεση διαταγών πληρωμής, τέλος δε ουδεμία προσβλητική της προσωπικότητάς του πράξη έλαβε χώρα εκ μέρους των εναγόντων. Επομένως, ενόψει του ότι η υπ’ αριθ. 773/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως προς τις αμέσως προαναφερθείσες διατάξεις της είναι τελεσίδικη και δεν μπορεί να ανακληθεί ως προς το αντίστοιχο μέρος της, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), αποδεικνύεται με ισχύ σχετικού δεδικασμένου ότι δεν υφίσταται κάποια εξαπάτηση, ούτε παραπλάνηση του δευτέρου εναγομένου (εγγυητή) σχετικώς με την εν λόγω σύμβαση μισθώσεως. Κατά συνέπεια, οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί του δευτέρου εναγομένου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επιπλέον, ο δεύτερος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η μη ικανοποίηση των ανωτέρω αξιώσεων των εναγόντων – εκμισθωτών από τον πρώτο εναγόμενο – μισθωτή οφείλεται σε βαριά αμέλεια τους, συνισταμένης αφενός στο ότι αυτοί δεν επιδίωξαν την απόδοση του μισθίου, άμεσα, μετά την καθυστέρηση καταβολής των ως άνω μηνιαίων μισθωμάτων από τον πρώτο εναγόμενο και αφετέρου στο ότι αυτοί παρέλειψαν να εξασφαλίσουν τις εν λόγω απαιτήσεις τους δια μέσου των εισκομισθέντων στο μίσθιο, δηλαδή τον εξοπλισμό της λειτουργίας του σχετικού καταστήματος. Έτσι, κατά τους ισχυρισμούς του, ο δεύτερος εναγόμενος πρέπει να απαλλαγεί της σχετικής ευθύνης του ως εγγυητής, κατ’ άρθρον 862 του ΑΚ, άλλως, για τους ίδιους ως άνω λόγους, υφίσταται συντρέχον πταίσμα των εναγόντων (σε ποσοστό 99%) για το ύψος της οφειλής του πρώτου εναγομένου – μισθωτή προς αυτούς για τα οφειλόμενα μηνιαία μισθώματα και την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, οι ενάγοντες, μετά την παρέλευση ολίγων μόνον μηνών από τότε που ο πρώτος εναγόμενος άρχισε να καθυστερεί την καταβολή των μηνιαίων μισθωμάτων, δηλαδή από τον Ιανουάριο του έτους 2008, επιδίωξαν δικαστικώς την είσπραξη των σχετικών μισθωμάτων με την υποβολή των από 5-5-2008 αιτήσεων τους προς το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς επί των οποίων εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. …../2008 και …./2008, αντίστοιχες, διαταγές πληρωμής αυτού και στη συνέχεια, μετά την υποβολή της από 1-9-2008 αιτήσεως των εναγόντων, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …./2008 διαταγή απόδοση του μισθίου αυτού. Μάλιστα, οι ενάγοντες δεν μπόρεσαν να προβούν άμεσα στην εκτέλεση των προαναφερθέντων δικαστικών τίτλων, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, οι εναγόμενοι άσκησαν ανακοπές κατά των ανωτέρω διαταγών, ειδικότερα, στις 29-1-2009, δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθ. 386/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή του πρώτου εναγομένου κατά της ανωτέρω υπ’ αριθ. 819/2008 διαταγής απόδοσης του μισθίου. Ως εκ τούτου δεν υφίσταται κάποια αμέλεια των εναγόντων ως προς την επιδίωξη ικανοποίησης των αξιώσεων τους σχετικώς με την απόδοση του μισθίου, και την καταβολή των οφειλομένων ως άνω μηνιαίων μισθωμάτων από τον πρώτο εναγόμενο, ούτε υφίσταται σχετικό συντρέχον πταίσμα αυτών, όπως αντιθέτως αλλά αβασίμως ισχυρίζεται ο δεύτερος εναγόμενος. Τέλος,  δεν προέκυψε η ύπαρξη κάποιας συμπεριφοράς των εναγόντων, συνδεόμενη με αντίστοιχη των εναγομένων, η οποία να αφορά τις ανωτέρω αγωγικές αξιώσεις αυτών, και η οποία να καθιστά την άσκηση της αγωγής αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται ο δεύτερος εναγόμενος. Έτσι, η ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής για τις ως άνω αξιώσεις (άρθρο 281 του ΑΚ), που προέβαλε ο δεύτερος εναγόμενος είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, ενόψει της, δυνάμει της υπ’ αριθ. 773/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, απορρίψεως των σχετικών εφέσεων, που άσκησαν οι εναγόμενοι κατά της ανωτέρω εκκαλούμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με τη μη προσβολή της εκκαλούμενης αποφάσεως από τους ενάγοντες ως προς το κεφάλαιο αυτής με το οποίο επιδικάσθηκαν στους τελευταίους τα ως άνω οφειλόμενα μισθώματα, η τυχόν απόρριψη με την παρούσα απόφαση του αντίστοιχου αγωγικού αιτήματος θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη χειροτέρευση της θέσης των εναγόντων (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, όπως προαναφέρθηκε, το μίσθιο ακίνητο, κατά τον ανωτέρω χρόνο κατάρτισης της εν λόγω συμβάσεως μισθώσεως παρουσίαζε κάποια πολεοδομικά προβλήματα, τα οποία, κυρίως, αναφέρονται α)στο υπ’ αριθ. …./11-11-1998 Πρωτόκολλο Αυτοψίας Επικίνδυνα Ετοιμόρροπης Οικοδομής της Δ/νσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αττικής – Τμήμα ΓΕΚ, ιδίως, όσον αφορά στη ψευδοροφή της κεραμοσκεπής του πρώτου ορόφου και την κεραμοσκεπή και β)στην υπ’ αριθ. …./6-10-1998 Έκθεση Επικινδύνου Οικοδομής της Δ/νσης Πολεοδομίας Τμήμα Επικινδύνων του Δήμου Πειραιώς, με την οποία η σχετική οικοδομή χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνη από άποψη δομική και στατική, μάλιστα στα έγγραφα αυτά εκτίθενται οι εργασίες που πρέπει να διενεργηθούν για την άρση της κατάστασης αυτής. Τα προβλήματα αυτά, οι ενάγοντες είχαν γνωστοποιήσει στους εναγόμενους κατά την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης μισθώσεως, με ρητή αναφορά των ανωτέρω εγγράφων (αντίγραφα των οποίων παραδόθηκαν στο μισθωτή από τους εκμισθωτές), στο προαναφερθέν από 1-3-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, και ο πρώτος εναγόμενος – μισθωτής είχε αναλάβει την υποχρέωση να προβεί σε όσες από τις εργασίες δεν είχαν εκτελεστεί στο σχετικό κτίριο μέχρι τότε (βλ. τον υπ’ αριθ. 12 όρο του από 1-3-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης). Σημειωτέον ότι, ήδη από το έτος 1999, όταν το μίσθιο ακίνητο, με το από 2-4-1999 προηγούμενο ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, είχε εκμισθωθεί από τους ενάγοντες στους ……….. (σύζυγο του πρώτου εναγομένου) είχαν διενεργηθεί κάποιες εργασίες σχετικώς με αυτές που αναφέρονται στα προαναφερθέντα έγγραφα της Υπηρεσίας της Πολεοδομίας. Μάλιστα, είχε εκδοθεί, σχετικώς, η υπ’ αριθ. …../2000 άδεια οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς, στην οποία όμως δεν περιλαμβάνεται το υπόγειο του μισθίου ακινήτου. Επίσης, με την επιμέλεια του πρώτου εναγομένου (μισθωτή) εκδόθηκαν για το μίσθιο η υπ’ αριθ. πρωτ. ………../10-3-2006 Βεβαίωση Χώρου Κύριας Χρήσεως για Κτίσματα Υφιστάμενα προ του 1955, καθώς και η υπ’ αριθ. πρωτ. …/29-9-2006 και η υπ’ αριθ. πρωτ. …../13-12-2007 άδειες ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος του Δήμου Πειραιώς, οι οποίες αφορούσαν στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο του μισθίου ακινήτου. Όμως, μετά την κατά τα ανωτέρω λύση της εν λόγω μισθώσεως, και ενώ, στις 9-6-2010, αρχικώς, ήρθη η στατική επικινδυνότης του μισθίου ακινήτου (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …./…/9-6-2010 βεβαίωση της Δ/νσης Πολεοδομίας Τμήμα Ελέγχου Κατασκευών του Δήμου Πειραιώς), στη συνέχεια, την 1η -3-2018, δυνάμει της υπ’ αριθ. πρωτ. …./1-3-2018 αποφάσεως του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Υπηρεσίας Δόμησης και Γ.Σ.Π. – Τμήμα Δόμησης, ανακλήθηκε η ανωτέρω υπ’ αριθ. …./2000 οικοδομική άδεια («Νομιμοποίηση Ισογείου και Α΄ ορόφου προς του 1955 και αλλαγή χρήσης ισογείου καταστήματος σε κατάστημα αναψυχής εστίασης»), λόγω υποβολής ψευδών στοιχείων. Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι, κατά τη διάρκεια της εν λόγω μισθώσεως, δεν διενεργήθηκαν, προσηκόντως, οι εργασίες που απαιτούντο για την αποκατάσταση των ως άνω πολεοδομικών προβλημάτων του μισθίου ακινήτου. Ως εκ τούτου, τα τελευταία προβλήματα εξακολουθούσαν να υπάρχουν στο μίσθιο ακίνητο και κατά τον ως άνω χρόνο λύσης της μίσθωσης αυτής (27-3-2009), ανεξαρτήτως του ότι αυτά, όπως προαναφέρθηκε, ήταν γνωστά στον πρώτο εναγόμενο (μισθωτή) και δεν επενέργησαν στη δυνατότητα αυτού (1ου εναγομένου) να λειτουργήσει το σχετικό κατάστημά του, κατά τα συμφωνηθέντα στην εν λόγω σύμβαση μισθώσεως. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω προβληματική πολεοδομική κατάσταση του μισθίου, η οποία εξακολούθησε (και τυπικώς) να υφίσταται, τουλάχιστον μέχρι την 9η -6-2010, που, κατά τα προαναφερθέντα, ήρθη (προσωρινώς) η στατική επικινδυνότης του μισθίου ακινήτου, λειτούργησε αποτρεπτικά στην εκμίσθωση του ακινήτου αυτού και τη χρήση του από κάποιο μισθωτή, με αποτέλεσμα, μετά την ανωτέρω απόδοση του μισθίου από τον πρώτο εναγόμενο, να παρέλθει σημαντικό χρονικό διάστημα για την εκ νέου εκμίσθωσή του και κατά συνέπεια τη μη είσπραξη από τους ενάγοντες των αντίστοιχων μισθωμάτων. Όμως, η απώλεια των μισθωμάτων αυτών από τους ενάγοντες δεν οφείλεται στη μη καταβολή από τον πρώτο εναγόμενο των ανωτέρω οφειλών του προς αυτούς (ενάγοντες) και τη συνακόλουθη απόδοση του μισθίου, αλλά στην ανωτέρω πολεοδομική κατάστασή του, η οποία καθιστούσε ιδιαιτέρως δυσχερή τη χρήση του μισθίου από κάποιο μισθωτή και την καταβολή των αντίστοιχων μισθωμάτων. Επομένως, ενόψει του ότι η επικληθείσα απώλεια των σχετικών εσόδων (δέκα μηναίων μισθωμάτων) δεν συνδέεται αιτιωδώς με κάποια συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, οφείλεται στην κατάσταση του μισθίου ακινήτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), είναι απορριπτέο ως ουσιαστικώς αβάσιμο το αντίστοιχο αίτημα (υπό στοιχείο Δ΄) της από 29-7-2009 αγωγής (δηλαδή της σχετικής αποζημίωσης συνολικού ποσού 53.230 ευρώ).

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ενόψει του ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 773/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, έγινε δεκτή τυπικώς και κατ’ ουσίαν η ανωτέρω από 18-11-2011 έφεση, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4265/2011 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κρατήθηκε προς εκδίκαση η ανωτέρω από 29-7-2009  (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2009) αγωγή, πρέπει η αγωγή αυτή να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθούν οι καθών η κλήση – εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στους καλούντες – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά τα οποία αναφέρονται ακολούθως: Α. 1)στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 21.193,04 ευρώ, 2)στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 11.101,25 ευρώ, 3)στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 11.101,25 ευρώ, 4)στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 3.345,08 ευρώ, 5)στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 3.345,08 ευρώ και 6)στην έκτη ενάγουσα (δηλαδή στους προαναφερθέντες 4ο και 5η των εναγόντων συνεχίζοντες τη δίκη για λογαριασμό της, κατά τη σχετική κληρονομική μερίδα εκάστου) το ποσό των 2.230,05 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα, που έκαστο από τα προαναφερθέντα οφειλόμενα μηνιαία μισθώματα (μετά των τελών χαρτοσήμου και ύδρευσης) ήταν καταβλητέο (δηλαδή από τη 2η εργάσιμη ημέρα εκάστου ημερολογιακού μηνός, αντιστοίχως) και Β. 1)στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.572,58 ευρώ, 2)στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό 1.347,54 ευρώ, 3)στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 1.347,54 ευρώ, 4)στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 505,32 ευρώ, 5)στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 505,32 ευρώ και 6)στην έκτη ενάγουσα (δηλαδή στους προαναφερθέντες 4ο και 5η των εναγόντων συνεχίζοντες τη δίκη για λογαριασμό της, κατά τη σχετική κληρονομική μερίδα εκάστου)  το ποσό των 336,88 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ανωτέρω αγωγής. Τέλος, τα σχετικά δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των καλούντων -εναγόντων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος των καθών η κλήση – εναγομένων (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Κηρύσσει καταργημένη τη δίκη επί της αναφερθείσας στο σκεπτικό από 29-7-2009  (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …./2009) αγωγής,  αποκλειστικώς, όσον αφορά στο αίτημα αυτής περί της αποζημιώσεως για τις επικληθείσες ζημιές που προκλήθηκαν στο εν λόγω μίσθιο (υπό στοιχείο Β΄).

Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό από 29-7-2009  (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …../2009) αγωγή (πλην του ως άνω μέρους αυτής για το οποίο κηρύχθηκε καταργημένη η σχετική δίκη).

Δέχεται κατά ένα μέρος την προαναφερθείσα αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους – καθών η κλήση να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στους καλούντες -ενάγοντες τα χρηματικά ποσά τα οποία αναφέρονται ακολούθως: Α. 1)στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των είκοσι ενός χιλιάδων εκατόν ενενήντα τριών ευρώ και τεσσάρων λεπτών (21.193,04 €), 2)στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των ένδεκα χιλιάδων εκατόν ενός ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (11.101,25 €), 3)στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των ένδεκα χιλιάδων εκατόν ενός ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (11.101,25 €), 4)στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτών (3.345,08 €), 5)στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτών (3.345,08 €) και 6)στην έκτη ενάγουσα (δηλαδή στους αναφερθέντες στο σκεπτικό 4ο και 5η των εναγόντων συνεχίζοντες τη δίκη για λογαριασμό της, κατά τη σχετική κληρονομική μερίδα εκάστου) το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων τριάντα ευρώ και πέντε λεπτών (2.230,05 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα, που έκαστο από τα αναφερθέντα στο σκεπτικό οφειλόμενα μηνιαία μισθώματα (μετά των τελών χαρτοσήμου και ύδρευσης) ήταν καταβλητέο (δηλαδή από τη 2η εργάσιμη ημέρα εκάστου ημερολογιακού μηνός, αντιστοίχως) και Β. 1)στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (2.572,58 €), 2)στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των χιλίων τριακοσίων σαράντα επτά ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (1.347,54 €), 3)στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των χιλίων τριακοσίων σαράντα επτά ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (1.347,54 €), 4)στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των πεντακοσίων πέντε ευρώ και  τριάντα δύο λεπτών (505,32 €), 5)στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των πεντακοσίων πέντε ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (505,32 €) και 6)στην έκτη ενάγουσα (δηλαδή στους προαναφερθέντες 4ο και 5η των εναγόντων συνεχίζοντες τη δίκη για λογαριασμό της, κατά τη σχετική κληρονομική μερίδα εκάστου)  το ποσό των τριακοσίων τριάντα έξι ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (336,88 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ανωτέρω αγωγής.

Καταδικάζει τους καθών η κλήση – εναγομένους στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης των καλούντων – εναγόντων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (3.800 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 23-04-2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

     Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ