Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 237/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 237 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό πρώτου, δεύτερης και τετάρτου των εναγομένων κατά της υπ’αριθμ. 4001/2007 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, πλην του μη διαδίκου στην έκκλητη δίκη τρίτου εναγομένου, που δεν παραστάθηκε στον πρώτο βαθμό και δικάσθηκε ερήμην, κατά την τακτική διαδικασία, επί της ασκηθείσας κατά των εκκαλούντων από 20.7.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/22.7.2016) αγωγής των εφεσιβλήτων, και με την οποία (εκκαλούμενη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή αυτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και αφενός μεν υποχρεώθηκαν οι πρώτη και δεύτερη των εναγομένων εταιρίες, ως διοργανώτρια και πωλήτρια οργανωμένου ταξιδίου αντίστοιχα, με πλοίο πλοιοκτησίας της δεύτερης εξ αυτών, να καταβάλουν, ενεχόμενες εις ολόκληρον, στους ενάγοντες, εκ των οποίων ο πρώτος αγόρασε το συγκεκριμένο ταξίδι για λογαριασμό των δεύτερης και τρίτου εξ αυτών, το ποσό των 22.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας, που οι τελευταίοι ως καταναλωτές υπέστησαν, λόγω της μη εκπλήρωσης από τις ανωτέρω εναγόμενες των απορρεουσών από την εν λόγω σύμβαση υποχρεώσεών τους, αφετέρου δε υποχρεώθηκαν άπαντες οι εναγόμενοι, οι τρίτος και τέταρτος εξ αυτών ως πλοίαρχος του πλοίου και νόμιμος εκπρόσωπος των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων αντίστοιχα, να καταβάλουν, επίσης εις ολόκληρον, στον καθέναν των εναγόντων, το ποσό των 600 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, ο τρίτος εξ αυτών λόγω του συναγομένου εκ της ερημοδικίας του τεκμηρίου ομολογίας των περιεχομένων στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικών ισχυρισμών, σε αμφότερες τις περιπτώσεις πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 12.10.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../12.10.2017), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στους εναγομένους, και ήδη εκκαλούντες, με την επιμέλεια των εναγόντων, που έλαβε χώρα στις 13.9.2017, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου αντιγράφου της ως άνω απόφασης του Δικαστικού Επιμελητή ………., και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες με την από 20.7.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./22.7.2016) αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενοι ότι ο πρώτος εξ αυτών αγόρασε, για λογαριασμό των δεύτερης και τρίτης, θυγατέρας του και συζύγου της αντίστοιχα, ως γαμήλιο δώρο τους, από τη δεύτερη των εναγομένων, πλοιοκτήτρια εταιρία του αναφερομένου στο δικόγραφο πλοίου, το ωσαύτως περιγραφόμενο σ’αυτό οργανωμένο ταξίδι αναψυχής (κρουαζιέρα) σε νήσους των Κυκλάδων, διαρκείας οκτώ (8) ημερών, που διοργάνωσε η πρώτη εναγόμενη, εταιρία των ιδίων συμφερόντων με τη δεύτερη, και θα πραγματοποιείτο με το συγκεκριμένο πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί ως πλοίαρχος ο τρίτος εναγόμενος, αντί του ποσού των 22.000 ευρώ, που προκατέβαλε στο σύνολό του, καθώς και μη εκπλήρωση της σύμβασης από τις δύο πρώτες εναγόμενες, των οποίων νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο τέταρτος εναγόμενος, κατά τα αναλυτικά στο δικόγραφο διαλαμβανόμενα, όπερ επίσης επέφερε παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς τους, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εν λόγω εναγόμενες, με βάση τις διατάξεις του π.δ/τος 339/1996, άλλως του ν.2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, να καταβάλουν, εκάστη εις ολόκληρον, στον πρώτο εξ αυτών, το ποσό των 22.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής (θετικής) ζημίας, που υπέστη, ως αγοραστής του εν λόγω ταξιδίου, αλλά και καταναλωτής, λόγω της επικαλούμενης αντισυμβατικής συμπεριφοράς τους, και της παροχής προς αυτόν ελαττωματικών τουριστικών υπηρεσιών κατά τη συμφωνηθείσα θαλάσσια περιήγηση (κρουαζιέρα) των δεύτερου και τρίτης με το ως άνω σκάφος, καθώς και, επίσης εις ολόκληρον, το ποσό των 10.000 ευρώ στον καθέναν τους, ως χρηματική ικανοποίηση της προκληθείσας ηθικής τους βλάβης, επίσης με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, άλλως επικουρικώς ζήτησαν να υποχρεωθεί η αντισυμβαλλόμενη του πρώτου εξ αυτών δεύτερη εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό του προκαταβληθέντος τιμήματος της αγοράς της κρουαζιέρας των 22.000 ευρώ, με βάση τις διατάξεις του ΑΚ, λόγω της υπαίτιας παράβασης των εκ της σύμβασης αυτής απορρεουσών υποχρεώσεών της διά των προσώπων, που χρησιμοποίησε, προς εκπλήρωσή τους, άλλως ως ενεχόμενη με βάση τη μεταξύ τους (πρώτου ενάγοντος και δεύτερης εναγομένης) καταρτισθείσα σύμβαση ναύλωσης του επίμαχου πλοίου, πλοιοκτησίας της, καθώς και επιπροσθέτως να υποχρεωθούν οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων να καταβάλουν, επίσης εις ολόκληρον, στον καθέναν τους το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, του παρανόμου της συμπεριφοράς τους ειδικότερα συνισταμένου στην τέλεση απ’αυτούς της αξιόποινης πράξης της προσάραξης πλοίου από αμέλεια, της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων εταιριών ευθυνομένων συνακόλουθα προς καταβολή του ποσού αυτού και κατά τη διάταξη του άρθρου 71 του ΑΚ λόγω των αναφερομένων παρανόμων και υπαιτίων παραλείψεων του νομίμου εκπροσώπου τους τετάρτου εναγομένου, αλλά και κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ενεχόμενες για το πταίσμα του προστηθέντος τους τρίτου εναγομένου, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο,  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι της πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του τρίτου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, η υπ’αριθμ. 4001/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, ως προς τον τρίτο εναγόμενο λόγω του συναγομένου εκ της ερημοδικίας του τεκμηρίου ομολογίας των περιεχομένων στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικών ισχυρισμών, και υποχρεώθηκαν οι δύο πρώτες εναγόμενες, διοργανώτρια και πωλήτρια αντίστοιχα στον πρώτο ενάγοντα οργανωμένου ταξιδίου, το οποίο ο τελευταίος εκχώρησε στους λοιπούς ενάγοντες, να καταβάλουν εις ολόκληρον σ’αυτόν το ποσό του  προκαταβληθέντος τιμήματος του ταξιδίου των 22.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη λόγω της μη εκτέλεσης της επίμαχης σύμβασης, και άπαντες οι εναγόμενοι να καταβάλουν στους ενάγοντες, επίσης εις ολόκληρον, το ποσό των 600 ευρώ στον καθέναν τους, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, κατόπιν απόρριψης ως ουσιαστικά αβασίμων των προβληθεισών ενστάσεων των εναγομένων, που παραστάθηκαν, περί συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων, καθώς και περί καταχρηστικής άσκησης, και εξόφλησης της αγωγικής αξίωσης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι πρωτοδίκως δικασθέντες κατ’αντιμωλίαν πρώτη, δεύτερη και τέταρτος των εναγομένων με την ένδικη έφεσή τους, έχοντας έννομο συμφέρον ως εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, επικαλούμενοι στο δικόγραφό της λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης (της απορριπτικής κρίσης του επί της ένστασης εξόφλησης συμπεριλαμβανομένης, όχι όμως και αυτής επί της ένστασης καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης και της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος, η οποία δεν πλήττεται), και ζητούν την παραδοχή της έφεσής τους, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του Π.Δ. 339/1996 «Περί οργανωμένων ταξιδίων σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 90/314 (EEL 158/59), για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις», ο διοργανωτής και/ή ο πωλητής, που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 § 5, φέρουν ευθύνη έναντι του καταναλωτή για την καλή εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση, ασχέτως του αν οι υποχρεώσεις αυτές πρόκειται να εκτελεσθούν από τους ίδιους ή από άλλους παρέχοντες υπηρεσίες, εφόσον αυτές αποτελούν τμήμα της σύμβασης και με την επιφύλαξη του δικαιώματος αναγωγής του διοργανωτή και/ή του πωλητή κατά των παρεχόντων υπηρεσίες. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι επί οργανωμένου ταξιδιού, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 § 1 του άνω Π.Δ/τος, την ευθύνη για την καλή εκπλήρωση της σύμβασης απέναντι στον καταναλωτή φέρει ο διοργανωτής δηλαδή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διοργανώνει κατ’ επάγγελμα οργανωμένα ταξίδια και τα πωλεί ή τα προσφέρει προς πώληση απευθείας ή μέσω πωλητή (άρθρο 2 § 2) αλλά και ο πωλητής δηλαδή το πρόσωπο που προσφέρει προς πώληση το οργανωμένο ταξίδι, που έχει προγραμματίσει ο διοργανωτής (άρθρο 2 § 3), εφόσον τα πρόσωπα αυτά είναι συμβαλλόμενα μέρη, ανεξάρτητα αν είχε συμφωνηθεί η εκπλήρωση από τους ίδιους ή βοηθούς εκπλήρωσης, όπου για την αντισυμβατική συμπεριφορά των τελευταίων ευθύνονται οι πρώτοι για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις αυτών (κατά το άρθρο αυτό 5 § 1 ΠΔ 339/1996 και ΑΚ 334 και 922) και η ευθύνη των παραπάνω προσώπων για τη μη εκπλήρωση ή την πλημμελή εκπλήρωση απέναντι στον καταναλωτή είναι εις ολόκληρον και αντικειμενική. Επίσης, σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης δεν αποκλείεται και η χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, εφόσον επήλθε παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας των ταξιδιωτών (άρθρα 57, 59, 914, 932 του ΑΚ, I. Καράκωστας, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, εκδ. 2004, σελ. 330 – 332). Σημειωτέον ότι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-168/2000 ΔΕΚ 12-3/2002 Simone Leitner κατά TUI Deutschland GmbH & Co. ΚΘ. (ΔΕΕ 2002.1125) έκρινε επί σχετικού προδικαστικού ερωτήματος, ότι το άρθρο 5 της ανωτέρω Οδηγίας υπ’αριθμ. 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13.6.1990 για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες εκδρομές και περιηγήσεις έχει τη έννοια ότι παρέχει καταρχήν στον καταναλωτή δικαίωμα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την μη εκτέλεση ή την πλημμελή εκτέλεση των παροχών του οργανωμένου ταξιδιού. Ειδικότερα, το π.δ.339/1996, με το οποίο, όπως προεκτέθηκε, ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ανωτέρω Οδηγία, αφορά μόνο οργανωμένα ταξίδια διακοπών (άρθρα 1 και 2), ενώ για την εφαρμογή των διατάξεών του κρίσιμη είναι η έννοια του οργανωμένου ταξιδιού, που αναφέρεται στον προκαθορισμένο συνδυασμό τουλάχιστον δύο από τα παρακάτω στοιχεία, δηλαδή μεταφοράς, διαμονής και άλλων τουριστικών υπηρεσιών, μη συμπληρωματικών της μεταφοράς και της διαμονής, που αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα αυτού. Επιπλέον προϋπόθεση είναι η παροχή να υπερβαίνει σε διάρκεια τις 24 ώρες, ή να περιλαμβάνει μία διανυκτέρευση, και να πωλείται ή να προσφέρεται προς πώληση σε μία συνολική τιμή. Την ευθύνη φέρει ο διοργανωτής, ήτοι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διοργανώνει κατ’επάγγελμα οργανωμένα ταξίδια και τα πωλεί ή τα προσφέρει προς πώληση μέσω πωλητή, χωρίς η δραστηριότητά του αυτή να έχει χαρακτήρα ευκαιριακό. Ευθύνη φέρει και ο πωλητής, ήτοι το πρόσωπο, που πωλεί ή προσφέρει προς πώληση το οργανωμένο ταξίδιο, που έχει προγραμματίσει ο διοργανωτής. Τα δύο αυτά πρόσωπα ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι του καταναλωτή, ήτοι του προσώπου που αγοράζει, ή αναλαμβάνει να αγοράσει το οργανωμένο ταξίδιο και ο οποίος αποτελεί τον «κύριο συμβαλλόμενο», Οι άλλοι δικαιούχοι είναι κατά το νόμο κάθε πρόσωπο, στο όνομα του οποίου ο κύριος συμβαλλόμενος αναλαμβάνει να αγοράσει το οργανωμένο ταξίδι. Ως καταναλωτής θεωρείται επίσης κάθε εκδοχέας, δηλαδή κάθε άλλο πρόσωπο, στο οποίο ο κύριος συμβαλλόμενος ή ένας από τους δικαιούχους εκχωρεί το οργανωμένο ταξίδι. Ο διοργανωτής και ο πωλητής φέρουν την ευθύνη (άρθρο 5) για τη μη εκπλήρωση ή την πλημμελή εκπλήρωση, εκτός εάν για τις παραλείψεις ευθύνεται αποκλειστικά ο καταναλωτής ή τρίτο πρόσωπο ξένο προς την παροχή υπηρεσιών, τις ενέργεις του οποίου οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούσαν να προβλέψουν, ή τέλος, αν οι παραλείψεις οφείλονται σε ανώτερη βία, ή σε γεγονός, που ούτε ο πωλητής ούτε ο διοργανωτής με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια θα μπορούσαν να αποτρέψουν. Σε περίπτωση μη εκπλήρωσης (ματαίωσης του ταξιδιού) ο καταναλωτής δικαιούται να απαιτήσει είτε άλλο οργανωμένο ταξίδι της ίδιας ποιότητας (αν είναι κατώτερης ποιότητας γεννάται υποχρέωση του οργανωτή να καταβάλει τη διαφορά της τιμής), είτε να ζητήσει επιστροφή των ποσών, που έχει ήδη καταβάλει, χωρίς να αποκλείεται και η αξίωση αποζημίωσης για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης υπό τους όρους και περιορισμούς του κοινού δικαίου, εκτός εάν η ματαίωση οφείλεται σε μη συμπλήρωση του απαιτούμενου αριθμού επιβατών ή σε ανωτέρω βία (άρθρο 4 παρ.6). Επίσης δεν αποκλείεται και η χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, εφόσον επήλθε προσβολή της προσωπικότητας των ταξιδιωτών (βλ. σχετ. σε Ι. Καράκωστα, Η ευθύνη του παρέχοντος τουριστικές υπηρεσίες, ΧρΙΔ Α/2001.481 επ. και ειδικότερα στοιχ.III, σελ.483-484). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 § 1 Ν. 2251/1994, όπως ισχύει, περί προστασίας του καταναλωτή, ο παρέχων υπηρεσίες (όπως τέτοιος είναι και ο προμηθευτής τουριστικών υπηρεσιών), ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου εναπόκειται στον ίδιο να αποδείξει την έλλειψη της υπαιτιότητάς του. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών που αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Επομένως, ο παρέχων υπηρεσίες δρα υπαίτια είτε διότι οι υπηρεσίες του δεν ανταποκρίνονται στην εύλογα προσδοκώμενη ασφάλεια, σύμφωνα με τις ειδικές συνθήκες της άνω διάταξης, είτε διότι παραβιάζονται οι συναλλακτικές υποχρεώσεις προνοίας και ασφαλείας γενικότερα, που συνιστούν τη βάση της ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής του ευθύνης (συμπληρώνοντας τη ρύθμιση του νόμου) και ορίζονται ή συνάγονται (οι συναλλακτικές υποχρεώσεις προνοίας και ασφάλειας), από το σύνολο της έννομης τάξης και ειδικότερα από τις συνταγματικές, ποινικές και αστικού δικαίου διατάξεις, από τις ειδικές ισχύουσες διατάξεις στον οικείο επαγγελματικό κλάδο και από τις γενικές ρήτρες και αρχές του δικαίου των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ, ώστε η παραβίαση των ανωτέρω συναλλακτικών υποχρεώσεων συνιστά αμελή συμπεριφορά σύμφωνα με την ΑΚ 330 εδαφ. β΄, η οποία πληροί το άνω στοιχείο της υπαιτιότητας (ΑΚ 281, 288, 330 εδαφ. β΄, 914) και από την παραβίαση αυτή βλάπτονται τα έννομα αγαθά (προσωπικά ή μη) του αποδέκτη των υπηρεσιών. Η παραβίαση των παραπάνω συναλλακτικών υποχρεώσεων συνιστά υπαίτια αλλά και παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος τις υπηρεσίες, δεδομένου ότι οι συναλλακτικές υποχρεώσεις του παρέχοντος υπηρεσίες διαμορφώνουν τον κορμό, τόσο της ενδοσυμβατικής, όσο και της αδικοπρακτικής ρύθμισης της ευθύνης του, ώστε παρά το γεγονός ότι ο νόμος δε μνημονεύει στις προϋποθέσεις της ευθύνης το παράνομο, όμως, όπως γίνεται δεκτό στη θεωρία και στη νομολογία, αυτό (παράνομο) προϋποτίθεται ως δεδομένος και αναγκαίος όρος για τον καταλογισμό της ευθύνης με την ανωτέρω διάταξη (I. Καράκωστας, όπ. παρ., σελ. 274 -276, 319, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005.1196, ΕφΑθ 2319/1999 ΔΕΕ 1999.1175, ΑΠ 589/2001 ΔΕΕ 2001.1117). Εξάλλου, ως ζημία την οποία οφείλει να αποκαταστήσει ο παρέχων ελαττωματικές υπηρεσίες, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, είναι η περιουσιακή αλλά και η μη περιουσιακή, η οποία, αν και δεν μνημονεύεται ρητά, γίνεται δεκτό ότι αποκαθίσταται, δεδομένου ότι για τον προσδιορισμό της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της παροχής υπηρεσιών θα εφαρμοσθεί το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης (I. Καράκωστας, όπ. παρ., σελ. 277, 320).  Ειδικότερα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 Ν  2251/1994, κατά τις οποίες: “1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής και της ζημίας. 4. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος”, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 288 του ΑΚ, κατά την οποία, “Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, συνάγεται ότι προϋποθέσεις  της θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία δύναται να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική, ανεξαρτήτως προϋφισταμένης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψής της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η εύλογα προσδοκωμένη ασφάλεια και ειδικώτερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις προνοίας και ασφαλείας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες, και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην εύλογα προσδοκωμένη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69.613, Καράκωστας, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 2005, σελ. 270 επ.). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά την συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 44.419, ΑΠ 274/1999 ΕλλΔνη 40.1298). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι παρέχοντες τουριστικές υπηρεσίες, οι οποίοι συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις προνοίας και ασφαλείας, η παραβίαση των οποίων συνιστά εκτός της αθέτησης της σύμβασης και αδικοπραξία. Επιπροσθέτως, οι συναλλακτικές υποχρεώσεις του προμηθευτή τουριστικών υπηρεσιών ορίζονται ή συνάγονται από το σύνολο της έννομης τάξης, και ειδικότερα από τις συνταγματικές, ποινικές και αστικού δικαίου διατάξεις, οι οποίες αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στο επάγγελμα του παρέχοντος υπηρεσίες (π.χ.ΑΚ 834), από τις προς τούτο ειδικές διατάξεις (απόφαση 503007/1976 ΓΓ του ΕΟΤ, β.δ. της 1/7.11.1938, α.ν. της 14/16.1.1937, άρθρο 4 του ν.2160/1993), όπως αυτές συμπροσδιορίζονται από τους ειδικούς δεοντολογικούς κανόνες του επαγγέλματος ή της δραστηριότητας, σε συνδυασμό και με την ΑΚ 57 για την προστασία της προσωπικότητας. Η μη τήρηση των αρχών που μετουσιώνονται στις συναλλακτικές υποχρέωσεις πρόνοιας, χάριν της προστασίας της ζωής, της υγείας, της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των προσώπων συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, συνεπάγεται επίσης θετική παράβαση συμβατικής υποχρέωσης και θεμελιώνει το παράνομο της συμπεριφοράς υπό την έννοια της ΑΚ 914. Η παράλειψη τήρησης των συναλλακτικών υποχρεώσεων προνοίας συνιστά, εκτός από παράνομη και καταρχήν υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά των προσώπων, που βαρύνονται με την επιμέλεια τήρησης των υποχρεώσεων αυτών. Οι συναλλακτικές υποχρεώσεις του παρέχοντος υπηρεσίες προσδιορίζουν τη συμπεριφορά την οποία οφείλει να επιδείξει ο μέσος τυπικός εκπρόσωπος του κύκλου ή του επαγγέλματος. Η παραβίαση των ως άνω υποχρεώσεων συνιστά αμελή συμπεριφορά σύμφωνα την ΑΚ 330 εδαφ.β΄(…η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές). Το γεγονός δηλαδή ότι ο παρέχων υπηρεσίες μπορεί να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή ξένων έννομων αγαθών, τηρώντας τις συναλλακτικές υποχρεώσεις που τον βαρύνουν, σύμφωνα με τα μέτρα του μέσου συνετού εκπροσώπου του κλάδου του, σημαίνει ότι η συμπεριφορά του δικαιολογεί την προσωπική μομφή, ότι υπάρχει δηλαδή υπαιτιότητα. Η ίδια συμπεριφορά, που συγκροτεί το πραγματικό της υπαιτιότητας, συνιστά και το στοιχείο του παρανόμου, προϋπόθεση αναγκαία, παρότι δε μνημονεύεται ρητά στο νόμο. Η παραβίαση δηλαδή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, που επιβάλλει ή απαγορεύει ορισμένη συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες, αποτελεί την παράνομη και αντισυναλλακτική συμπεριφορά, που στοιχειοθετεί συνακόλουθα την ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική του ευθύνη. Όσον αφορά τη μη περιουσιακή ζημία, ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι, τόσο η διατύπωση του νόμου, όσο και η συναλλακτική υποχρέωση προστασίας του καταναλωτή επιβάλλουν να συμπεριληφθεί αυτή στο προστατευτικό πεδίο της ρύθμισης. Αναφορικά δε με την αιτιώδη συνάφεια, στο μέτρο που ο νόμος δεν περιέχει ειδική ρύθμιση θα εφαρμοσθούν τα γενικώς ισχύοντα κατά το δίκαιο της αποζημίωσης. Στο άρθρο σχετικά με την ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες περιλαμβάνονται ειδικές διατάξεις για την κατανομή του βάρους απόδειξης μεταξύ ζημιωθέντος και ζημιώσαντος (άρθρο 8 παρ.3 και 4). Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ως άνω διάταξης συνίσταται στην απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής – πταισματικής ευθύνης, όχι υπό την έννοια της καθιέρωσης γνήσιας αντικειμενικής ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, αλλά με αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Ειδικότερα, από τη διάταξη της παρ.1 σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ.3 προκύπτει το κύριο αποδεικτικό βάρος του ενάγοντος – ζημιωθέντος συνίσταται στην απόδειξη της παροχής υπηρεσίας, της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ φορέα, υπηρεσίας και ζημίας. Από την άλλη πλευρά ο ζημιώσας φέρει σύμφωνα με την παρ.4 το βάρος απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Ο ζημιώσας προμηθευτής τουριστικών υπηρεσιών έχει τη δυνατότητα να ανταποδείξει ότι η υπηρεσία του είναι σύμφωνη με τους κανόνες της τουριστικής νομοθεσίας, και ότι τήρησε τις διαγραφόμενες σε αυτήν, αλλά και στις γενικές διατάξεις του δικαίου, υποχρέωσεις ασφάλειας και πρόνοιας. Η σχετική νόθος αντικειμενική ευθύνη που καθιερώνεται έχει σημασία, όχι τόσο στο πλαίσιο της ενδοσυμβατικής ευθύνης, όπου η ευθύνη του αντισυμβαλλομένου – παρέχοντος υπηρεσίες τεκμαίρεται, όσο στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης (βλ. σχετ. σε Ι. Καράκωστα, Η ευθύνη του παρέχοντος τουριστικές υπηρεσίες, ΧρΙΔ Α/2001.481 επ., στοιχ. IV, αριθμ.3, σελ.486, 487, 488). Τέλος, ορίζεται από τη διάταξη του μεν άρθρου 277 ΠΚ ότι “όποιος με πρόθεση προκαλεί τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β΄επήλθε θάνατος”, του δε άρθρου 278 του ίδιου Κώδικα ότι “όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 277, τιμωρείται με φυλάκιση”. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της εξ αμελείας πρόκλησης ναυαγίου προϋποτίθεται: α) Βύθιση ή προσάραξη πλοίου, από την οποία β) μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένο πράγμα ή κίνδυνος ή θανάτωση ανθρώπου. Ως προσάραξη νοείται η επίπτωση του πλοίου σε αβαθή ύδατα, σκόπελο, ύφαλο της ακτής και αδυναμία κίνησής του λόγω έλλειψης επαρκούς ποσότητας υδάτων. Υποκείμενο του άνω εγκλήματος δύναται να είναι όχι μόνο ο πλοιοκτήτης ή πρόσωπο ευρισκόμενο επί του πλοίου, αλλά και τρίτος εκτός του πλοίου ευρισκόμενος, ο οποίος με πράξη ή παράλειψή του (όταν το υποκείμενο της πράξης είναι πρόσωπο που έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για την ασφάλεια του πλοίου) γίνεται εξ αμελείας υπαίτιος του ναυαγίου με τα άνω αποτελέσματα (ΑΠ 680/2009 ΠοινΔνη 2009.395, ΑΠ 1530/2008 ΠοινΔνη 2008.1148, ΑΠ 1153/2000 ΠοινΔνη 2001.9). Ειδικότερα κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 277 και 278 του ΠΚ όποιος από αμέλεια προκαλεί τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται με φυλάκιση αν από την πράξη αυτή μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, προκύπτει ότι για την πραγμάτωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια απαιτείται: α) από την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη να προκληθεί βύθιση ή προσάραξη πλοίου κατά τρόπο που μπορεί να μη μπορεί να πλέει, από την οποία είναι δυνατόν να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ήτοι κίνδυνος σε ευρύτερο και ανεπίδεκτο προσδιορισμού κύκλο εννόμων αγαθών ή κίνδυνος ανθρώπου, που υπάρχει όταν δημιουργείται πιθανότητα προσβολής της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας έστω και ενός μη κατά πρόσωπο προσδιορισμένου ανθρώπου ή θάνατος, β) το προαναφερόμενο αποτέλεσμα να οφείλεται σε αμέλεια του υπαιτίου, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τη συνήθεια που επικρατεί στις συναλλαγές, την κοινή πείρα και λογική αλλά και τις δυνατότητες του, που προσδιορίζονται από τις προσωπικές του περιστάσεις και ικανότητες κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης και ή παράλειψης και του αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 515/2016 ΠοινΧρ 2017.675,684).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την προσκομιζόμενη κατάθεση του εκτός δίκης, με πρωτοβουλία των εναγομένων, εξετασθέντος μάρτυρος ………….., η οποία λήφθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγόντων να παραστούν, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …../18.11.2016 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …….., περιέχεται δε στην υπ’αριθμ. …/23.11.2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), μη λαμβανομένων υπόψη των επαναπροσκομιζομένων από τους εκκαλούντες και ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, όπως και στον πρώτο βαθμό, υπ’αριθμ. …./23.11.2016 και …./23.11.2016 ενόρκων βεβαιώσεων των …….. και ……. αντίστοιχα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, για τη μόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, καθόσον τα ανωτέρω πρόσωπα, λόγω της ιδιότητάς τους ως νομίμων εκπροσώπων των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών εταιριών αντίστοιχα, και, συνεπώς, εξομοιούμενα με διάδικο, δε μπορούν να εξετασθούν ως μάρτυρες στην παρούσα δίκη, στην οποία είναι διάδικοι τα νομικά πρόσωπα, που αυτοί εκπροσωπούν, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται με ειδικό λόγο της κρινόμενης έφεσης. Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η πρώτη των εναγομένων, ανώνυμη εταιρία εδρεύουσα στο ….. Αττικής, δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, σύμφωνα με τον εταιρικό της σκοπό, στον τομέα του τουρισμού και της αναψυχής, και ειδικότερα στην παροχή τουριστικού καταλύματος, ως ιδιοκτήτρια και διαχειρίστρια της ευρισκομένης στην παραλία του Ορνού της νήσου Μυκόνου ξενοδοχειακής μονάδας με το διακριτικό τίτλο «………….», αλλά και στην κατ’επάγγελμα διοργάνωση εκδρομών και περιηγήσεων σε διάφορα νησιά των Κυκλάδων ως μισθώτρια τουριστικών σκαφών εκδρομών και αναψυχής, τις οποίες διαφημίζει στο καταναλωτικό κοινό, μέσω καταχωρήσεων στο διαδίκτυο σε ελληνικές και ξένες ιστοσελίδες παροχής τουριστικών υπηρεσιών και προσφέρει προς πώληση μέσω της δεύτερης εξ αυτών. Η δεύτερη εναγόμενη, εταιρία επίσης εδρεύουσα στο ….. Αττικής, νομίμως εκπροσωπηθείσα κατά τον επίδικο χρόνο από το ίδιο με την πρώτη φυσικό πρόσωπο, τέταρτο των εναγομένων, και πλοιοκτήτρια του ιστιοφόρου επαγγελματικού πλοίου αναψυχής με την ονομασία «PN», που απέκτησε το έτος 2008 από την πρώτη εναγόμενη, εταιρία των ιδίων με αυτήν συμφερόντων, στο πλαίσιο του εταιρικού της σκοπού, αγοράζει, μισθώνει και εν γένει εκμεταλλεύεται θαλάσσια σκάφη εκδρομών και αναψυχής, τα οποία, στη συνέχεια, αναλαμβάνει να επανδρώσει με το κατάλληλο πλήρωμα, και να εφοδιάσει με τον απαιτούμενο εξοπλισμό για την πραγματοποίηση θαλασσίων περιηγήσεων, τις οποίες και πωλεί σε τουρίστες, αντί συνολικής τιμής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης οργανωμένου ταξιδίου διακοπών, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παρ.1 του π.δ.339/1996, που καταρτίσθηκε στις 20.5.2015, μεταξύ αφενός μεν της πρώτης των εναγομένων, ως διοργανώτριας εταιρίας του εν λόγω ταξιδίου, το οποίο θα πραγματοποιείτο κατά το χρονικό διάστημα από 22.6.2015 έως 28.6.2015 και θα περιελάμβανε κρουαζιέρα με το ανωτέρω σκάφος σε διάφορες νήσους των Κυκλάδων κατά τα διαλαμβανόμενα κατωτέρω, και της δεύτερης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του σκάφους, ως πωλήτριας του ταξιδίου αυτού, που είχε προγραμματισθεί από την πρώτη, όπως οι έννοιες των διοργανωτή και πωλητή τέτοιου είδους ταξιδίων ειδικότερα προσδιορίζονται στις διατάξεις των παρ.2 και 3 αντίστοιχα του άρθρου 2 του ιδίου ως άνω π.δ./τος, αφετέρου δε του πρώτου των εναγόντων, κατοίκου Ελβετίας, ως καταναλωτή, κατά τον ορισμό του άρθρου 2 παρ.4 του προαναφερθέντος νομοθετήματος, και δη ως του προσώπου, που αγόρασε το συγκεκριμένο οργανωμένο ταξίδι, εν προκειμένω αντί του συνολικού ποσού των 22.000 ευρώ, καθώς και επιπροσθέτως των δευτέρου και τρίτης των εναγόντων (του δευτέρου εξ αυτών μέλλοντος τότε συζύγου της τρίτης ενάγουσας, θυγατέρας του πρώτου), κατοίκων Λονδίνου Μεγάλης Βρεττανίας, που επίσης εμπίπτουν στην έννοια του καταναλωτή του άρθρου 2 παρ.4 του ιδίου π.δ./τος, ως τα πρόσωπα, στα οποία ο πρώτος ενάγων, κύριος αντισυμβαλλόμενος των δύο πρώτων εναγομένων, επιθυμούσε να εκχωρήσει στη συνέχεια το εν λόγω ταξίδι, ως δώρο για τον επικείμενο  γάμο τους, που επρόκειτο να τελεσθεί στις 20.6.2015, και τα οποία θα ήταν, επομένως, οι αποδέκτες των συμφωνημένων τουριστικών υπηρεσιών, ο πρώτος ενάγων, ως αγοραστής του ταξιδίου, προκατέβαλε αυθημερόν το σύνολο του συνομολογηθέντος τιμήματος των 22.000 ευρώ σε λογαριασμό, που τηρούσε στην …. ΤΡΑΠΕΖΑ η δεύτερη των εναγομένων, κατόπιν υποδείξεων των εκπροσώπων της πρώτης εξ αυτών, με τους οποίους, άλλωστε, και είχαν προηγηθεί της συμφωνίας τους διαπραγματεύσεις μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που αφορούσαν στη διοργάνωση του ταξιδίου και τις παρεχόμενες υπηρεσίες αναψυχής. Ο πρώτος ενάγων, εξάλλου, ήταν αυτός, που έχοντας πληροφορηθεί για την επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης εναγομένης στον τομέα του τουρισμού από τις διαφημιστικές της αναρτήσεις στο διαδίκτυο, απευθύνθηκε στην εν λόγω εταιρία διά του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και εξεδήλωσε ενδιαφέρον για τις πολυήμερες θαλάσσιες περιηγήσεις (κρουαζιέρες) σε νησιά των Κυκλάδων με το αναφερόμενο στην ιστοσελίδα της ως άνω ιστιοφόρο σκάφος, που αυτή διοργάνωνε και προωθούσε μέσω των συγκεκριμένων καταχωρήσεων στο καταναλωτικό κοινό, όπως και προεκτέθηκε, για το γαμήλιο δώρο της θυγατέρας του, τρίτης ενάγουσας. Κατά τη συμφωνία των συμβαλλομένων, η θαλάσσια αυτή περιήγηση με το ανωτέρω πλοίο, την οποία ο πρώτος των εναγόντων αγόρασε από τη δεύτερη εναγόμενη αντί του συνολικού ποσού των 22.000 ευρώ, και προόριζε για τους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, θα διαρκούσε συνολικά οκτώ (8) ημέρες (2.750 ευρώ ημερησίως Χ 8 ημέρες), και περιελάμβανε τη με αφετηρία τη νήσο Σίφνο στις 22.6.2015 θαλάσσια μεταφορά με το σκάφος αυτό των νεονύμφων σε συγκεκριμένα νησιά των Κυκλάδων, που είχαν επίσης καθορισθεί, και την επιστροφή με την ολοκλήρωση της κρουαζιέρας στη νήσο Μύκονο, τη διαμονή τους καθόλο τη διάρκεια του εν λόγω πωληθέντος οργανωμένου ταξιδίου διακοπών εντός του πλοίου, όπου και θα διανυκτέρευαν, και επιπροσθέτως την παροχή σ’αυτούς υπηρεσιών καθαριότητας, καθώς και τη σίτισή τους, ομοίως εντός του πλοίου, από τα μέλη του πληρώματός του, στα οποία περιλαμβανόταν και ο τρίτος εναγόμενος (ερήμην δκασθείς στον πρώτο βαθμό και μη διάδικος στην παρούσα έκκλητη δίκη), που είχε ναυτολογηθεί με την ειδικότητα του πλοιάρχου, προστηθείς των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 21.6.2015, προηγουμένη της συμφωνηθείσας ημέρας αναχώρησης του σκάφους και έναρξης του αγορασθέντος ταξιδίου,  όταν ο δεύτερος των εναγόντων επιβιβάσθηκε στο πλοίο για να το επιθεωρήσει, διεπίστωσε έντονη δυσοσμία στους χώρους ενδιαίτησης, όπερ παρέπεμπε σε διαρροή πετρελαίου ή λαδιού. Το γεγονός αυτό επεσήμανε πάραυτα στον πλοίαρχο, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι θα προέβαινε αμέσως σε σχετικό έλεγχο και θα αποκαθιστούσε το όποιο πρόβλημα, ώστε το πλοίο να είναι σε θέση να αναχωρήσει κανονικά την επομένη κατά το συμφωνημένο πρόγραμμα της κρουαζιέρας. Στις 22.6.2015 και ώρα 15.00 πράγματι το πλοίο απέπλευσε από τη νήσο Σίφνο με προορισμό τη νήσο Κίμωλο, και επιβαίνοντες σ’αυτό τους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, εκδοχείς του εν λόγω οργανωμένου ταξιδίου, που αγοράσθηκε από τον πρώτο ενάγοντα, με πωλήτρια αυτού τη δεύτερη εναγόμενη και διοργανώτρια την πρώτη, και με τριμελές πλήρωμα (τον τρίτο εναγόμενο, ένα ναύτη, και έναν μάγειρα), πλην όμως η διαπιστωθείσα την προηγουμένη ημέρα δυσοσμία δεν είχε υποχωρήσει, γεγονός, που προκάλεσε στους ανωτέρω ενάγοντες έντονη ενόχληση, υποχρεώνοντάς τους να παραμένουν κατά τον πλου στους εξωτερικούς χώρους του σκάφους, διότι στο εσωτερικό του η κατάσταση ήταν αφόρητη, στις δε διαμαρτυρίες τους προς τον πλοίαρχο έλαβαν την εξήγηση ότι πράγματι είχαν διαρρεύσει καύσιμα από τη μηχανή, που είχαν διεισδύσει στο ξύλινο δάπεδο των χώρων ενδιαίτησης, λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, οι οποίες επικρατούσαν τις προηγούμενες ημέρες και των κτυπημάτων, που δεχόταν το σκάφος από το δυνατό κυματισμό, χωρίς, ωστόσο να έχουν ληφθεί, ως έδει, τα κατάλληλα μέτρα για την επίλυση του προβλήματος, ενόψει και της οκταήμερης κρουαζιέρας, που είχε προγραμματισθεί να πραγματοποιήσει το πλοίο κατά το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα. Επακολούθησαν εργασίες από το πλήρωμα, σε μία προσπάθεια, το πρώτον τότε, να αντιμετωπισθεί η κατάσταση, τόσο στο μηχανοστάσιο, όσο και στους χώρους ενδιαίτησης, και ενώ το πλοίο βρισκόταν εν πλω με προρισμό την Κίμωλο, κατά τη διάρκεια των οποίων οι δεύτερος και τρίτη των εναγόντων αναγκάσθηκαν να παραμείνουν στο χώρο του καταστρώματος, με αποτέλεσμα να υποστούν μεγάλη ταλαιπωρία λόγω των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν (ηλιοφάνεια, και υψηλές θερμοκρασίες), αφού, όπως προεκτέθηκε, στο εσωτερικό εκτελούντο εργασίες αποκατάστασης του προβλήματος, πλην όμως η δυσοσμία δεν είχε παντελώς εξαλειφθεί αλλά εξακολουθούσε αισθητή και κατά τη διάρκεια της νύκτας, όταν και σε συνδυασμό με την υγρασία, και τον ανεπαρκή κλιματισμό/εξαερισμό, η κατάσταση στο εσωτερικό του πλοίου κατέστη αποπνικτική, με αποτέλεσμα οι ανωτέρω επιβαίνοντες να υποχρεωθούν να διανυκτερεύσουν εκτός της καμπίνας τους. Αποδείχθηκε επίσης ότι την επόμενη ημέρα (23.6.2015), και ενώ το πλοίο βρισκόταν αγκυροβολημένο σε παραλία της Κιμώλου, αποφασίσθηκε περί ώρα 15.00 ο απόπλους του με προορισμό τη Μήλο, πλην όμως, κατόπιν εγκλωβισμού της μίας από τις δύο άγκυρες του πλοίου στα βράχια, ανεπιτυχών προσπαθειών από το πλήρωμα απεγκλωβισμού της απ’αυτά και ακολούθως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απεμπλοκής της, θραύσης του κλειδιού, που ενώνει την αλυσίδα με την άγκυρα, αποκοπής της τελευταίας από την αλυσίδα, καταβύθισής της, και απώλειάς της, επιχειρήθηκε, χωρίς αποτέλεσμα, επί δύο ώρες η ανεύρεσή της, όπερ προκάλεσε την καθυστέρηση της αναχώρησης του σκάφους για τη Μήλο, για την οποία τελικά και απέπλευσαν χωρίς να ανευρεθεί η απολεσθείσα άγκυρα. Την επόμενη ημέρα (24.6.2015), και ενώ το πλοίο ήδη βρισκόταν στη Μήλο, οι δεύτερος και τρίτη των εναγόντων ενημερώθηκαν από τον πλοίαρχο ότι δύτες είχαν εντοπίσει την άγκυρα, και ότι θα έπρεπε να αλλάξει το πρόγραμμα της κρουαζιέρας τους, και να αναχωρήσουν τα ξημερώματα της επομένης (25.6.) για την Κίμωλο, προκειμένου να την περισυλλέξουν. Ωστόσο, περί ώρα 5.20 της επομένης, και αφού το πλοίο είχε επιστρέψει στην Κίμωλο, περισυλλέξει την ανευρεθείσα άγκυρα, και αποπλεύσει με προορισμό τη Μήλο, πλέοντας πλησίον των ακτών της Κιμώλου στη θαλάσσια περιοχή «Κάτεργο» επέπεσε με σφοδρότητα σε ύφαλο, και προσάραξε στο συγκεκριμένο αβαθές σημείο, λαμβάνοντας μεγάλη κλίση προς τη θάλασσα από τη δεξιά πλευρική του επιφάνεια, αδυνατώντας να κινηθεί και να πλεύσει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση λόγω έλλειψης επαρκούς ποσότητας υδάτων, με αποτέλεσμα να αναστατωθούν οι δεύτερος και τρίτη των εναγόντων, οι οποίοι αφυπνισθέντες αιφνίδια από την πρόσκρουση, και αντιληφθέντες την απρόσμενη κατάσταση, εντελώς πρωτόγνωρη γι’αυτούς, την οποία λόγω της απειρίας και της έλλειψης ειδικών γνώσεων και εκπαίδευσης προς ψύχραιμη αντιμετώπισή της, αξιολόγησαν ως σοβαρή και επικίνδυνη, ενάντια στις προσδοκίες τους να απολαύσουν το γαμήλιο ταξίδι τους με ηρεμία και ασφάλεια, βίωσαν εύλογα έντονη αγωνία για τη σωματική τους ακεραιότητα και τη ζωή τους ακόμη, φοβούμενοι το ενδεχόμενο εισροής υδάτων στο σκάφος εξαιτίας της κλίσης, που είχε λάβει, όπως θα αισθανόταν άλλωστε ο μέσος συνετός άνθρωπος υπό τοιαύτας άγνωστες γι’αυτόν συνθήκας, και ακολούθως περιήλθαν σε καθεστώς πανικού, κατόπιν, αφενός μεν των ανεπιτυχών προσπαθειών του πλοιάρχου να επιλύσει το πρόβλημα, και να απεγκλωβίσει το σκάφος από το αβαθές σημείο, όπου είχε προσαράξει, διά της πρόσδεσης στο κεντρικό ιστίο αυτού της βοηθητικής φουσκωτής λέμβου, η οποία, αφού τέθηκε σε λειτουργία, χρησιμοποιήθηκε, χωρίς αποτέλεσμα, ως μέσο ρυμούλκησης, προκαλώντας μάλιστα κατά τη διάρκεια του εγχειρήματος τη ρίψη στο δάπεδο και τη θραύση διαφόρων αντικειμένων του εξοπλισμού του πλοίου, υπό τα όμματα των ανωτέρω εναγόντων, οι οποίοι έντρομοι παρέμεναν στο εσωτερικό του παρακολουθώντας τα ενώπιόν τους τεκταινόμενα, αδυνατώντας να αντιδράσουν, αβέβαιοι περί την τύχη τους, αφετέρου δε της απροθυμίας αυτού να τους καθησυχάσει και να τους εμψυχώσει, αλλά και να τους συνδράμει, κωφεύοντας στις εκκλήσεις τους να θέσει στη  διάθεσή τους σωστικά μέσα, ώστε να απομακρυνθούν από το σκάφος, όπως διακαώς επιθυμούσαν, συνεχίζοντας παράλληλα, εμφανώς ταραγμένος και ο ίδιος, να επιδίδεται ανεπιτυχώς σε προσπάθειες απεγκλωβισμού του και αποκόλλησής του από τα αβαθή με αυτοσχέδια μέσα, όπερ παρελθούσης της ώρας επέτεινε την ταραχή και τον εκνευρισμό τους, και υπήρξε αιτία έντονης λογομαχίας του δευτέρου εξ αυτών μαζί του, αλλά και λεκτικής αντιπαράθεσης αυτού (του πλοιάρχου) με το ναύτη, ο οποίος του επέρριπτε την ευθύνη για την πρόσκρουση λόγω της επιμονής του να διατηρεί την πορεία πλεύσης του σκάφους σταθερά σε εξαιρετικά μικρή απόσταση από την ακτογραμμή. Τελικά, οι ανωτέρω ενάγοντες και ενώ το σκάφος δεν είχε ακόμη επανέλθει στην όρθια θέση, επιβιβάσθηκαν με μέλος του πληρώματος σε φουσκωτή λέμβο, με την οποία και μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στη νήσο Μήλο, που βρισκόταν πλησιέστερα στο σημείο της πρόσκρουσης, σε απόσταση 40 περίπου λεπτών, με αποτέλεσμα τη ματαίωση και μη εκτέλεση της αγορασθείσας κρουαζιέρας για το υπόλοιπο του συμφωνημένου χρονικού διαστήματος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω ενάγοντες μεταφέρθηκαν στη συνέχεια από τη Μήλο στη Μύκονο με ελικόπτερο, που μισθώθηκε για το σκοπό αυτό από την πρώτη εναγόμενη αντί του ποσού των 1.980 ευρώ, όπου φιλοξενήθηκαν για τρεις ημέρες (από 25.6.2015 έως 28.6.2015) σε άλλο πολυτελές ξενοδοχείο της νήσου με δαπάνες της ανωτέρω εταιρίας, που ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 1.200 ευρώ, διάστημα, κατά το οποίο, επίσης με δαπάνες της ιδίας, συνολικού ποσού 171 ευρώ, μισθώθηκε αυτοκίνητο και τέθηκε στη διάθεσή τους για τις μετακινήσεις τους, ενώ τέλος, προσφέρθηκαν απ’αυτήν στο νεόνυμφο ζεύγος σε κέντρο που λειτουργεί στο ξενοδοχείο της υπηρεσίες καλλωπισμού, αισθητικής και ευεξίας, οι οποίες τιμολογήθηκαν στο συνολικό ποσό των 1.230 ευρώ, και, επιπροσθέτως, καλύφθηκε από την ίδια και το κόστος των ακτοπλοϊκών τους εισιτηρίων, συνολικού ποσού 229 ευρώ. Αποδείχθηκε επίσης ότι από την πλοικτήτρια του πλοίου δεύτερη εναγόμενη αναφέρθηκε περί ώρα 10.05 της 25ης.6.2015 στο Λιμεναρχείο της Μήλου ότι το ανωτέρω πλοίο είχε προσαράξει στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ της νήσου Κιμώλου και των Πολλωνίων της νήσου Μήλου, ενώ περί ώρα 11.30 της ίδιας ημέρας το εν λόγω Λιμεναρχείο ενημερώθηκε από το Λιμεναρχείο Κιμώλου ότι το συγκεκριμένο σκάφος βρίσκεται πλέον αγκυροβολημένο στη θαλάσσια περιοχή «Αλυκή» της νήσου Κιμώλου, κατόπιν δε επιβίβασης σ’αυτό λιμενικών οργάνων δε διαπιστώθηκε εισροή υδάτων, ούτε κίνδυνος πρόκλησης ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος. Μάλιστα περί ώρα 13.23 της ίδιας ημέρας περιήλθε στο Λιμεναρχείο Μήλου τηλεμοιοτυπικώς έγγραφο του τρίτου εναγομένου, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός επιβάτης του σκάφους κατά την προαναφερθείσα επιβίβαση των λιμενικών οργάνων, με το οποίο, αφενός μεν δηλώθηκε η απώλεια της άγκυρας του πλοίου, όπερ δεν εγένετο στις 24.6.2015, κατά τη διενέργεια ελέγχου των ναυτολιακών του εγγράφων, καθώς και η προσάραξη αυτού περί ώρα 5.20 της ίδιας ημέρας (25.6.2015) στη θέση «Κάτεργο», που έχει ήδη εκτεθεί ανωτέρω, όπερ επίσης δε δηλώθηκε αμέσως ως έδει. Σημειωτέον ότι το Λιμεναρχείο Κιμώλου επικοινώνησε τηλεφωνικά με το δεύτερο των εναγόντων, ο οποίος αναγραφόταν ως ναυλωτής στο σχετικά καταρτισθέν για την κρουαζιέρα και υποβληθέν στο Λιμεναρχείο Σίφνου ναυλοσύμφωνο, προκειμένου να ληφθεί άδεια απόπλου, και ο οποίος επιβεβαίωσε το συμβάν της προσάραξης, δήλωσε ότι τόσο ο ίδιος, όσο και η σύζυγός του, είναι καλά στην υγεία τους, και ότι αποβιβάσθηκαν από το σκάφος λόγω του φόβου και της ταραχής, που δοκίμασαν εκ του γεγονότος, με προορισμό τη νήσο Μύκονο. Τέλος, πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι περί ώρα 15.00 της 25ης.6.2015 ο τρίτος εναγόμενος αιτήθηκε από το Λιμεναρχείο Κιμώλου ρυμούλκηση του σκάφους για λόγους ασφαλείας, καθώς, όπως ανέφερε, ενώ αυτό βρισκόταν αγκυροβολημένο παρουσίασε επιπροσθέτως και μηχανική βλάβη, με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί άμεσα τοπικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης, και να επιστρατευθεί έτερο σκάφος προς παροχή συνδρομής στο ανωτέρω πλοίο, το οποίο και περί ώρα 18.30 κατέπλευσε ρυμουλκούμενο στο λιμένα Ψάθη της νήσου Κιμώλου, όπου και παρέμεινε, κατόπιν απαγόρευσης του απόπλου του, που επιβλήθηκε από το Λιμεναρχείο της Κιμώλου, μέχρι αποκατάστασης της βλάβης και προσκόμισης πιστοποιητικού αξιοπλοΐας από τον Ελληνικό Νηογνώμονα, ενώ σχηματίσθηκε δικογραφία, και παράλληλα κινήθηκε διαδικασία επιβολής των προβλεπομένων διοικητικών κυρώσεων. Άπαντα τα ανωτέρω αναφέρονται στο προσκομισθέν υπ’αριθμ.πρωτ.   …………/2015 σήμα του Λιμεναρχείου της Μήλου, το οποίο διαψεύδει τον αναφερόμενο στο εφετήριο ισχυρισμό των εκκαλούντων ότι το εν λόγω πλοίο επανήλθε άμεσα στην αρχική του θέση και ήταν έτοιμο να συνεχίσει την πλεύση του, πλην όμως οι δεύτερος και τρίτη των εναγόντων  ήταν αυτοί που δεν επιθυμούσαν τη συνέχιση της κρουαζιέρας, και ότι στη συνέχεια κατέπλευσε κινηθέν αυτοδυνάμως, χωρίς δηλαδή να ρυμουλκηθεί, από την Κίμωλο στο λιμένα της Μυκόνου. Επίσης στο ίδιο σήμα αναφέρεται πως ο εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρίας γνωστοποίησε τηλεφωνικώς στο Λιμεναρχείο Μήλου ότι ο πλοίαρχος του πλοίου αρνήθηκε στο ναύτη ………. την επιβίβαση σ’αυτό, όπερ επιβεβαίωσε και ο τελευταίος σε τηλεφωνική επικοινωνία του με το ανωτέρω Λιμεναρχείο. Παραταύτα το συγκεκριμένο πρόσωπο σε δοθείσα ένορκη βεβαίωσή του, που επαναπροσκομίζεται από τους εναγομένους στην έκκλητη δίκη,  δηλώνει παρών κατά τα συμβάντα επί του πλοίου διαρκούσης της κρουαζιέρας, με αποτέλεσμα η μαρτυρία του να κρίνεται ως μη πειστική και αναξιόπιστη. Σημειωτέον ότι στις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους, διακρίνονται, αφενός μεν η επικίνδυνη κλίση, που είχε λάβει το πλοίο, όπερ κατά την κοινή πείρα και λογική είναι δυνατό να προκαλέσει φόβο για το ενδεχόμενο βύθισης και ταραχή σε άπειρους και μη γνώστες της ναυσιπλοΐας με ιστιοφόρο σκάφος επιβαίνοντες σ’αυτό επί του τι ακριβώς μέλλει γενέσθαι, πολλώ δε μάλλον όταν δεν καθησυχάζονται από το έμπειρο πλήρωμα, ούτε ενημερώνονται υπεύθυνα επί του συμβάντος, ώστε, γνωρίζοντας την κατάσταση στις πραγματικές της διαστάσεις, να ηρεμήσουν και να συνεργασθούν, και να αποφευχθεί η πρόκληση πανικού, αφετέρου δε οι ανεπιτυχείς προσπάθειες του τρίτου εναγομένου αποκόλλησής του από τα αβαθή όπου είχε προσαράξει μετά την πρόσκρουσή του στον ύφαλο διά της ρυμούλκησής του με τη φουσκωτή βοηθητική λέμβο, αλλά και οι άριστες για κρουαζιέρα διακοπών, ιδανικές για την πλεύση, καιρικές συνθήκες, που επικρατούσαν κατά τη στιγμή  της πρόσκρουσης στον ύφαλο (ηλιοφάνεια, γαλήνια θάλασσα, σχεδόν χωρίς καθόλου κυματισμό). Από τα προεκτεθέντα, σαφώς συνάγεται ότι η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης των δύο πρώτων εναγομένων, ως διοργανώτριας και πωλήτριας του αγορασθέντος από τον πρώτο ενάγοντα οργανωμένου ταξιδίου διακοπών, που ακολούθως εκχωρήθηκε από τον ανωτέρω αγοραστή στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, και τελικά ματαιώθηκε, η οποία απορρέει από την εν λόγω σύμβαση, αλλά και ως προμηθευτριών – παρόχων προς αυτόν τουριστικών υπηρεσιών, δεν οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, ή σε κάθε περίπτωση σε έλλειψη υπαιτιότητάς τους, ώστε να μη στοιχειοθετείται εις ολόκληρον ευθύνη τους έναντι του πρώτου ενάγοντος προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη από τη ματαίωση της κρουαζιέρας, ισόποσης εν προκειμένω με το ποσό του προκαταβληθέντος απ’αυτόν τιμήματος των 22.000 ευρώ, κατά τις διατάξεις του π.δ./τος 339/1996, ή του ν.2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή (αντικειμενική και νόθος αντικειμενική αντίστοιχα), όπως αυτές ισχυρίζονται με την κρινόμενη έφεσή τους, με την οποία επαναφέρουν προς κρίση το συγκεκριμένο ισχυρισμό τους, που απορρίφθηκε πρωτοδίκως, δηλαδή σε τυχηρό γεγονός, απρόβλεπτο και αναπότρεπτο, που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί ακόμη και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, αλλά σε υπαιτιότητα (αμέλεια) του προστηθέντος τους τρίτου εναγομένου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ως πλοιάρχου, ο οποίος είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης του σκάφους κατά τη διάρκεια της αγορασθείσας θαλάσσιας περιήγησης. Ειδικότερα ο ανωτέρω, από έλλειψη της προσοχής, που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε, με βάση τις ικανότητες και γνώσεις του, να καταβάλει, όντας υπεύθυνος εκ του νόμου για την κατά τους κανόνες της ναυσιπλοΐας πλεύση του σκάφους και την ασφαλή μεταφορά μ’αυτό των δευτέρου και τρίτου των εναγόντων, αφενός μεν απώλεσε στην Κίμωλο τη μία από τις δύο άγκυρες του πλοίου, με αποτέλεσμα να αλλάξει το καθορισμένο πρόγραμμα της περιήγησης, να καθυστερήσει ο απόπλους του για την επόμενη νήσο, την οποία είχε συμφωνηθεί να επισκεφθούν οι επιβαίνοντες παραθεριστές, λόγω των ανεπιτυχών προσπαθειών ανεύρεσής της, αλλά και να υποχρεωθούν αυτοί στη συνέχεια να επιστρέψουν με το σκάφος στην Κίμωλο προς περισυλλογή της, αφετέρου δε, πλέοντας σε ανεπίτρεπτα για ασφαλή ναυσιπλοΐα μικρή απόσταση από τις ακτές, δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως τον ύφαλο, ώστε να αλλάξει την πορεία του σκάφους και να τον αποφύγει, με συνέπεια αυτό να προσκρούσει με σφοδρότητα επί του εν λόγω εμποδίου, και να καταστεί ανίκανο να πλεύσει και να απομακρυνθεί από το συγκεκριμένο αβαθές σημείο, στο οποίο και προσάραξε, λαμβάνοντας μάλιστα κλίση από τη δεξιά πλευρά του, προσεγγίζοντας την επιφάνεια της θάλασσας. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι η πρόσκρουση αυτή ήταν ολωσδιόλου αδικαιολόγητη, λαμβανομένων υπόψη των άριστων καιρικών συνθηκών, που επικρατούσαν στην περιοχή, και του ότι, είτε ο ύφαλος ήταν χαρτογραφημένος, είτε όχι, το πλοίο έπλεε σε θαλάσσια ύδατα, όχι άγνωστα, αλλά άριστα γνωστά στον ίδιο, λόγω των συχνών τουριστικών περιηγήσεων, που πραγματοποιούσε με το πλοίο στη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή, και, συνεπώς, εάν είχε καταβάλει τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια, θα απέφευγε με βεβαιότητα τη σύγκρουση. Αντίθετα αυτός, επαγγελματίας ναυτικός ων, όχι μόνο δεν κατέβαλε κατά τη διακυβέρνηση του σκάφους την κατ’αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις αυτές συνθήκες και περιστάσεις να καταβάλει, με βάση το νόμο, τη συνήθεια, που επικρατεί στις συναλλαγές, την κοινή πείρα και λογική, αλλά και τις δυνατότερες, εμπειρία και γνώσεις του, όπως προσδιορίζονται από τις προσωπικές του περιστάσεις και ικανότητες εξαιτίας του επαγγέλματός του, με αποτέλεσμα το σκάφος να προσκρούσει στον ύφαλο, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά, επιπροσθέτως, ακόμη και μετά την πρόσκρουση, δεν αιτήθηκε άμεσα συνδρομής από τρίτο πρόσωπο, το οποίο θα μπορούσε να παράσχει αποτελεσματικά βοήθεια με τα κατάλληλα και ενδεδειγμένα μέσα για την ασφαλή αποκόλληση του σκάφους από το σημείο της προσάραξης, αλλά συνέχισε επί μακρόν, χωρίς επιτυχία, να επιδίδεται σε ερασιτεχνικές προσπάθειες απεγκλωβισμού του, επιτείνοντας το φόβο των δευτέρου και τρίτης των εναγόντων, τους οποίους, εξάλλου, ουδόλως ενημέρωσε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα επί της κατάστασης και επί των διαθεσίμων επί του πλοίου σωστικών μέσων, ώστε να γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά σε κάθε περίπτωση και τι οφείλουν να πράξουν, ώστε να είναι επαρκώς προετοιμασμένοι δια παν ενδεχόμενο, και να μην πανικοβληθούν, αλλά να παραμείνουν ήρεμοι και να συνεργασθούν με το πλήρωμα. Ούτε βέβαια η πρόσκρουση του πλοίου στον ύφαλο μπορεί να αποδοθεί σε ανωτέρα βία, υπό την έννοια που προεκτέθηκε, συνιστάμενη στην έλλειψη ορατότητας, που προκλήθηκε από την έντονη ηλιοφάνεια, που έκανε τη θάλασσα να «γυαλίζει», σε συνδυασμό με την πλεύση του σκάφους «κόντρα» στον ήλιο πλησίον των ακτών, προκειμένου οι δεύτερος και τρίτη των εναγόντων να απολαύσουν την κρουαζιέρα τους, με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η έγκαιρη διαπίστωση της ύπαρξης υφάλου, ώστε να μη θεμελιώνεται ευθύνη των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων σε αποζημίωση του πρώτου ενάγοντος, κατά τις διατάξεις του π.δ./τος 339/1995, αλλά ούτε και κατά το ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, ελλείψει υπαιτιότητάς τους, όπως αυτές ισχυρίσθηκαν, φέρουσες και το δικονομικό βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της, καθώς, αφενός μεν στις 5.20 της 25ηης.6.2015, όταν συνέβη το γεγονός, ο ήλιος δεν είχε ακόμη ανατείλει, και, επομένως, δεν επικρατούσε έντονη ηλιοφάνεια, αφετέρου δε και σε κάθε περίπτωση, η πλεύση ενός ιστιοφόρου σκάφους κατά την ημέρα, υπό συνθήκες ηλιοφάνειας, και με τον ήλιο έμπροσθέν του, είναι με βάση την κοινή πείρα και λογική συνήθης στη ναυσιπλοΐα, και δε συνιστά εξαιρετική ή επικίνδυνη περίσταση, πολλώ δε μάλλον, που, εάν τούτο υποτεθεί αληθές, ο πλοίαρχος του πλοίου, υπεύθυνος πρωτίστως για την ασφάλεια των επιβαινόντων σ’αυτό, δε θα έπρεπε να επιλέξει να κινείται τόσο κοντά στην ακτογραμμή, ακόμη και σε βάρος της τέρψης και της απόλαυσης των επιβαινόντων, εφόσον η ορατότητά του ήταν περιορισμένη, και, συνεπώς, η πλεύση εγκυμονούσε κινδύνους. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η προαναφερθείσα παράνομη και υπαίτια (αμελής) συμπεριφορά του τρίτου εναγομένου, προστηθέντα των πρώτης και δεύτερης, αποτελεί αδικοπραξία, του παρανόμου της ειδικότερα συνισταμένου στην τέλεση απ’αυτόν της αξιόποινης πράξης της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 278 του ΠΚ, και της οποίας πληρούται εν προκειμένω η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, διότι από την προεκτεθείσα αμέλειά του προκλήθηκε αιτιωδώς η προσάραξη του εν λόγω πλοίου, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, και δη κίνδυνος ζωής, σώματος ή υγείας, των επιβαινόντων στο πλοίο, μεταξύ δε αυτών και των δεύτερου και τρίτης των εναγόντων, αλλά και κίνδυνος στα επίσης μεταφερόμενα με το πλοίο πράγματά τους. Επιπροσθέτως, όμως, υποκείμενο της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, είναι και ο τέταρτος εναγόμενος, νόμιμος εκπρόσωπος των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, ο οποίος αντιπροσωπεύει και εκφράζει τη βούληση αμφοτέρων των εν λόγω εταιριών, διοργανώτριας και πωλήτριας της κρουαζιέρας/πλοιοκτήτριας αντίστοιχα, και ο οποίος, έχοντας εκ της ιδιότητάς του αυτής ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να μεριμνά για την ασφάλεια των επιβαινόντων στο εν λόγω πλοίο, υπαίτια παρέλειψε να εξασφαλίσει την αξιοπλοΐα του, και, πρωτίστως, να το επανδρώσει με κατάλληλα εκπαιδευμένο πλήρωμα, ώστε καθόλη τη διάρκεια της θαλάσσιας περιήγησης οι δεύτερος και τρίτη των εναγόντων με μεταφέρονται μ’αυτό σωματικά και ψυχικά σώοι και αβλαβείς, αντίθετα ανέθεσε τη διακυβέρνησή του σε πρόσωπο, που στερούνταν της απαιτούμενης επάρκειας για να εκτελέσει τα απαιτητικά και καθοριστικά κατά την πλεύση καθήκοντα του πλοιάρχου, με αποτέλεσμα, όλως αδικαιολόγητα, το πλοίο να προκρούσει σε ύφαλο και να προσαράξει σε αβαθή, κατάσταση, εκ της οποίας μπορούσε να προκύψει κίνδυνος, τόσο σε άνθρωπο, όσο και σε ξένα πράγματα. Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι οι πρώτη και δεύτερη των εναγομένων ευθύνονται σε αποζημίωση του πρώτου ενάγοντος για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη, από τη ματαίωση της κρουαζιέρας, όχι μόνο με βάση τις διατάξεις του π.δ./τος 339/1996, ως διοργανώτρια και πωλήτρια αντίστοιχα του ανωτέρω αγορασθέντος απ’αυτόν οργανωμένου ταξιδίου, εις ολόκληρον και αντικειμενικά κατά τα προεκτεθέντα, αλλά και με βάση τις διατάξεις του ν.2251/1914, ως προμηθευτές τουριστικών υπηρεσιών, που παρέβησαν, διά του τρίτου εναγομένου, πλοιάρχου του πλοίου, τον οποίο επέλεξαν ως βοηθό εκπλήρωσης, τις έναντι του ως άνω καταναλωτή – αποδέκτη των παρεχομένων υπηρεσιών τους, συναλλακτικές υποχρεώσεις τους για πρόνοια και προστασία της περιουσιακής του ακεραιότητας και των συμφερόντων του, όπερ επίσης συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, που, εκτός από θετική παράβαση συμβατικής υποχρέωσης, θεμελιώνει και το παράνομο της συμπεριφοράς τους υπό την έννοια της ΑΚ 914, η οποία (συμπεριφορά), επιπροσθέτως, υπήρξε και υπαίτια (αμελής), διότι μπορούσαν να προβλέψουν και να αποφύγουν την προσβολή των εννόμων αγαθών του, τηρώντας τις συναλλακτικές υποχρέωσεις, που τους βαρύνουν, σύμφωνα με τα μέτρα του μέσου συνετού εκπροσώπου του κλάδου τους, εξασφαλίζοντας ένα πλοίο αξιόπλοο και επανδρώνοντάς το με το κατάλληλα εκπαιδευμένο πλήρωμα, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική τους ευθύνη, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Ο ισχυρισμός των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων ότι σε βάρος τους απαίτηση του πρώτου ενάγοντος προς επιστροφή του προκαταβληθέντος τιμήματος του ταξιδίου έχει αποσβεσθεί μερικώς, διότι, αφενός μεν για χρονικό διάστημα πέντε (5) ημερών, από 21.6.2005 έως τις 25.6.2015, όταν και συνέβη η πρόσκρουση του πλοίου στον ύφαλο, αποδείχθηκε η πλήρης και προσήκουσα εκπλήρωση των εκ της σύμβασης αυτής απορρεουσών υποχρέωσεών τους, και οι δεύτερος και τρίτη των εναγόντων απόλαυσαν τις παρασχεθείσες σ’αυτούς υπηρεσίες της αγορασθείσας κρουαζιέρας, οι οποίες αποτιμώνται στο συνολικό ποσό των 13.750 ευρώ (5 ημέρες Χ 2.750 ευρώ ημερησίως, όπως ορίσθηκε στη σύμβαση), αφετέρου δε διότι για τις τρεις επόμενες ημέρες μέχρι και τις 28.6.2015 το κόστος των διακοπών των νεονύμφων στη Μύκονο καλύφθηκε από τις ίδιες, και τους προσφέρθηκαν με δικές τους δαπάνες υπηρεσίες, συνολικού ποσού 4.810,01 ευρώ, κατά τα προεκτεθέντα, το οποίο προτείνουν σε συμψηφισμό, με αποτέλεσμα κατά το συνολικό ποσό των 18.560,01 ευρώ (13.750 ευρώ + 4.810,01 ευρώ) η οφειλή τους να έχει εξοφληθεί, απορριπτέος τυγχάνει. Και τούτο διότι για το χρονικό διάστημα από 22.6.2015, όταν συμφωνήθηκε να αρχίσει η κρουαζιέρα και αναφέρεται και στο ναυλοσύμφωνο (και όχι από τις 21.6.2015, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκαν οι ανωτέρω εναγόμενες) και μέχρι τις 25.6.2015 η σύμβαση εκτελέσθηκε ουχί προσηκόντως, κατά τα συμφωνηθέντα και αναμενόμενα από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, αλλά πλημμελώς (έντονη δυσοσμία στους χώρους ενδιαίτησης του πλοίου  την πρώτη ημέρα, όπερ ανάγκασε τους ανωτέρω παραθεριστές να διανυκτερεύσουν εκτός της καμπίνας τους, και στη συνέχεια παρέκκλιση από το συμφωνηθέν πρόγραμμα λόγω της προκύψασας ανάγκης επιστροφής στην Κίμωλο προς ανέλκυση της απολεσθείσας άγκυρας), και, επιπροσθέτως, διότι οι δαπάνες των διακοπών των δευτέρου και τρίτης των εναγόντων, στις οποίες υποβλήθηκαν οι ανωτέρω εναγόμενες, προσφέρθηκαν και έγιναν αποδεκτές ως αυτονόητη χειρονομία καλής θέλησης από πλευράς τους προς ελάχιστη ανακούφιση του ζεύγους από την ταλαιπωρία, που υπέστη χωρίς υπαιτιότητά του, και από τη ματαίωση της γαμήλιας κρουαζιέρας του, και δεν έλαβαν χώρα αντί καταβολής της συμφωνηθείσας παροχής τους, ούτε βέβαια συμφωνήθηκε οι υπηρεσίες αυτές να θεωρηθούν τρόπος εκπλήρωσης των συμβατικών τους υποχρεώσεων, όπως σαφώς συνάγεται από την προσκομιζόμενη από τους ενάγοντες από 1.7.2015 ηλεκτρονική επιστολή του εκπροσώπου των ως άνω εναγομένων …….., στην οποία προτάθηκε στον πρώτο ενάγοντα να του επιστραφεί το ήμισυ του ποσού των 22.000 ευρώ, ήτοι το ποσό των 11.000 ευρώ, καθώς, όπως αυτός (…..) ισχυρίσθηκε, το ήμισυ της κρουαζιέρας είχε προσηκόντως πραγματοποιηθεί, και στην οποία ουδόλως γίνεται λόγος περί καταλογισμού των υπηρεσιών αυτών στο μη εκπληρωθέν μέρος της συμφωνηθείσας παροχής των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, ή περί συμψηφισμού του κόστους τους με την ήδη από τότε προβληθείσα απαίτηση του πρώτου ενάγοντος προς επιστροφή του συνόλου του προκαταβληθέντος τιμήματος της περιήγησης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, οι δύο πρώτες εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα, αγοραστή του εν λόγω οργανωμένου ταξιδίου και καταναλωτή, εκάστη εξ αυτών εις ολόκληρον, τόσο κατά τις διατάξεις του π.δ./τος 339/1996, ως διοργανώτρια και πωλήτρια της ματαιωθείσας κρουαζιέρας αντίστοιχα, αλλά και κατά τις διατάξεις του ν.2251/1994, ως προμηθευτές/πάροχοι προς αυτόν τουριστικών υπηρεσιών, το ποσό των 22.000 ευρώ, του προκαταβληθέντος τιμήματος, κατά το οποίο ζημιώθηκε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ενάγοντες προσβλήθηκαν παράνομα και υπαίτια στην προσωπικότητά τους κατά την έκφανση της ψυχικής υγείας, ηρεμίας και γαλήνης τους, καθώς οι δεύτερος και τρίτη εξ αυτών, αντί να απολαύσουν το γαμήλιο ταξίδι τους, που με λαχτάρα ανέμεναν, όχι μόνο διαψεύθηκαν κατά την έναρξη του συζυγικού τους βίου στις εύλογες προσδοκίες τους για μία κρουαζιέρα αναψυχής, αλλά επιπροσθέτως υπέστησαν μεγάλη ταλαιπωρία, και βίωσαν έντονο φόβο και αγωνία για τη σωματική τους ακεραιότητα και για την ίδια τη ζωή τους ακόμη, που κινδύνευσαν, καθώς και στενοχώρια από τη δυσάρεστη έκβαση των διακοπών τους, τις οποίες τελικά δεν πραγματοποίησαν, ενώ και ο πρώτος ενάγων βίωσε αγωνία για τη τύχη της θυγατέρας και του γαμβρού του, όταν ενημερώθηκε απ’αυτούς για το συμβάν, και συνειδητοποίησε ότι ήταν παντελώς ανίκανος να τους προσφέρει την παραμικρή βοήθεια, όντας τότε στην πατρίδα του την Ισπανία και αγνοώντας την ελληνική γλώσσα, αλλά παράλληλα δοκίμασε και αυτός θλίψη και στενοχώρια, που το γαμήλιο δώρο του, προσφερθέν με αγάπη, αναπάντεχα προκάλεσε στους οικείους του αναστάτωση και ταραχή. Επομένως, υπέστησαν άπαντες ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούνται να λάβουν εύλογη χρηματική ικανοποίηση από τους πρώτη και δεύτερη των εναγομένων, οι οποίες ενέχονται προς τούτο, τόσο κατά τις διατάξεις του π.δ./τος 339/1996, καθόσον η παράβαση απ’αυτές των συμβατικών τους υποχρεώσεων, ως διοργανώτρια και πωλήτρια αντίστοιχα οργανωμένου ταξιδίου, επέφερε παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων, όσο και κατά τις διατάξεις του ν.2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, διότι, ως προμηθεύτριες τουριστικών υπηρεσιών, αθέτησαν τις συναλλακτικές τους υποχρεώσεις, για πρόνοια και προστασία των περιουσιακών συμφερόντων του πρώτου των εναγόντων και της ασφάλειας και της σωματικής ακεραιότητας των λοιπών εξ αυτών, καθώς και της ψυχικής ηρεμίας απάντων, ενώ μπορούσαν να προβλέψουν και να αποφύγουν την προσβολή των εννόμων αγαθών τους, εξασφαλίζοντας ένα αξιόπλοο πλοίο και επανδρώνοντάς το με το κατάλληλο πλήρωμα, όπερ καθιστά τη συμπεριφορά τους, όχι μόνο αντισυναλλακτική, αλλά και αδικοπρακτική, καθώς και κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών, και δη του άρθρου 922 του ΑΚ, ως προστήσασες τον αδικοπραγήσαντα τρίτο εναγόμενο, αλλά και του άρθρου 71 του ΑΚ, λόγω των παρανόμων και υπαιτίων παραλείψεων του νομίμου εκπροσώπου τους τετάρτου εναγομένου, ενώ ο τελευταίος ευθύνεται κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών, διότι, όπως προεκτέθηκε, τέλεσε την αξιόποινη πράξη της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια, όπως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Το ύψος της εύλογης αυτής χρηματικής ικανοποίησης, το οποίο δικαιούνται οι ενάγοντες, ανέρχεται για τον καθέναν τους, ενόψει του είδους, της βαρύτητας, και των συνθηκών της προσβολής, αλλά και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, στο ποσό των 600 ευρώ, που υποχρεούνται να τους καταβάλουν εις ολόκληρον οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, χωρίς η επί του ανωτέρω επιδικασθέντος ποσού κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται με ειδικό λόγο της κρινόμενης έφεσης, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση, και, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτούς παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος τους η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας οι τελευταίοι υπέβαλαν σχετικό αίτημα με τις προτάσεις τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 12.10.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../12.10.2017 και ……./17.11.2017) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4001/2017 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 2 Μαΐου 2019.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ