Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 245/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αριθμός απόφασης    245/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Αγγελική Δέτση – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 20-9-2017 και ειδ. αρ. κατάθ. ……./2017 κλήση της εκκαλούσας, …….., νόμιμα επανέρχονται προς συζήτηση  Α) η από 18-1-2014 με αρ. κατάθ. …../2014 έφεσή της και Β) η από 4-8-2015 με αρ. κατάθ. …../2015 έφεση των εφεσίβλητων -εκκαλούντων, κατά της με αρ. 3678/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 271/2017 μη οριστικής απόφασης του  Δικαστηρίου τούτου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου οι εκκαλούντες-εφεσίβλητοι να προβούν σε συμπλήρωση, κατ’ άρθρο 105 ΚΠολΔ, της πληρεξουσιότητας προς τη δικηγόρο τους ……., η οποία τους εκπροσώπησε κατά την προφορική συζήτηση των ανωτέρω εφέσεων στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 20ης-10-2016. Ήδη, οι εκκαλούντες-εφεσίβλητοι προσκομίζουν το με αρ. …../27-10-2016   ειδικό πληρεξούσιο της  συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, με το οποίο αυτοί παρέχουν στη δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ……., εντολή και πληρεξουσιότητα να τους εκπροσωπήσει ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού για την υποστήριξη των προαναφερόμενων εφέσεων και συνεπώς, νόμιμα επαναλαμβάνεται η συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο αυτό, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, καθόσον οι δύο από τις συμμετέχουσες κατά την αρχική συζήτηση Δικαστές αδυνατούν  να συμμετέχουν για νομικούς λόγους (αρ. 254 παρ. 3 ΚΠολΔ) και συγκεκριμένα η Δικαστής Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρος Εφετών, έχει οριστεί Πρόεδρος στο Ναυτικό Τμήμα του Εφετείου Πειραιώς (άρθρο 1 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας Εφετείου Πειραιώς, ως ισχύει, Απόφ.Ολ. 2/1990, ΦΕΚ 382/Β/27-6-1990), ενώ η Δικαστής Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτης, έχει αναχωρήσει από το Δικαστήριο λόγω μετάθεσης. Οι ανωτέρω εφέσεις, εξάλλου, πρέπει να συνεκδικαστούν, καθόσον είναι συναφείς μεταξύ τους ως προσβάλλουσες την ίδια απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, με την ένωση δε και συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 524 § 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με 246 ΚΠολΔ).

Α. Η  από 18-11-2014 (αρ. κατάθ. …./19-11-2014) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ’ αριθμ. 3678/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία ερήμην των εναγομένων, οι οποίοι υπεισήλθαν στη θέση του αρχικού εναγομένου, ……….., που απεβίωσε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας (στον πρώτο βαθμό), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου  και εντός τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 11-8-2014, καθόσον  από τα στοιχεία του φα­κέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοσή  της (άρθρα 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ – ως αυτό ίσχυε πριν  τον Ν. 4335/2015), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ, παράβολο του δημοσίου, να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος (άρθρα 522 και 535 § 1 ΚΠολΔ).

Β. Η από 4-8-2015 (με αρ. κατάθ. …/2015) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων, οι οποίοι υπεισήλθαν στη θέση του αρχικού εναγομένου, ……….,  που απεβίωσε στη διάρκεια της εκκρεμοδικίας (στον πρώτο βαθμό), κατά της υπ’ αριθμ. 3678/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην  τους κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου και εντός τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 11-8-2014,  καθόσον από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοσή της (άρθρα 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ – ως αυτό ίσχυε πριν  τον Ν. 4335/2015), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ. Συνεπώς, η ένδικη έφεση, για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ, παράβολο δημοσίου, πρέπει να γίνει τυπικά  δεκτή.

Με την ένδικη αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον του αρχικού εναγομένου ………., όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και σχετική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, η οποία καταχωρήθηκε στα  ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, εξέθετε ότι την  23-1-2007 απεβίωσε στην Αθήνα η μητέρα της, ………., κάτοικος εν ζωή Πειραιώς,  της οποίας μόνοι εν ζωή πλησιέστεροι συγγενείς είναι τα τέκνα της,  ήτοι η ίδια και ο εναγόμενος αδερφός της. Ότι  η θανούσα με την από 12-11-2001 ιδιόγραφη διαθήκη της, νομίμως δημοσιευθείσα, εγκατέστησε ως μοναδικό κληρονόμο της σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της τον εναγόμενο, ενώ στην ίδια  κατέλιπε το ποσό των 200.000 δραχμών, το οποίο υποχρέωνε τον εναγόμενο να της δώσει από την κληρονομιαία περιουσία, με την αιτιολογία ότι είχε  (η ενάγουσα) προικισθεί και βρισκόταν σε καλή οικονομική κατάσταση, επιπλέον δε υπήρχε όρος πλήρους αποκλήρωσής της, εφόσον στρεφόταν οικονομικά εναντίον του εναγομένου αδερφού της. Ότι  η ανωτέρω διαθήκη είναι άκυρη ως αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη, διότι υπό το ανωτέρω περιεχόμενο ενέχει εκδήλωση αδικαιολόγητης αδιαφορίας και περιφρόνησης προς το πρόσωπό της και επικουρικά προσβάλλει το δικαίωμα νόμιμης μοίρας της, ανερχόμενο σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στην κληρονομιαία περιουσία. Ότι η θανούσα κατά το χρόνο θανάτου της κατέλιπε  το 25% συγκυριότητάς της στα ακίνητα, που περιέγραφε στην αγωγή,  συνολικής εμπορικής αξίας 250.000 ευρώ, καθώς και χρηματικά ποσά σε τράπεζες ανερχόμενα σε 60.000 ευρώ. Ότι πριν το θάνατό της είχε προβεί σε γονική παροχή προς τον εναγόμενο της ψιλής κυριότητας επί μιας οικίας ευρισκόμενης στον Πειραιά, αξίας κατά το χρόνο παροχής 11.477,82 ευρώ, η οποία είναι συνεισεκτέα. Ότι η αξία της κληρονομιαίας περιουσίας ανέρχεται σε 285.738,91 ευρώ και ότι ο εναγόμενος νέμεται τα κληρονομιαία αντικείμενα αντιποιούμενος το κληρονομικό της δικαίωμα. Δηλώνοντας δε ρητά ότι δεν έχει αποδεχτεί ούτε αποδέχεται  την κληρονομία που της καταλείπεται, αυτή του ποσού των 200.000 δραχμών, ζητούσε 1) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη,  της ως άνω διαθήκης και να αναγνωρισθεί το κληρονομικό της δικαίωμα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αποβιώσασας μητέρας της κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, 2) επικουρικά, να ακυρωθεί η διαθήκη κατά το μέρος, που θίγει τη νόμιμη μοίρα της, και να αναγνωριστεί το κληρονομικό της δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα ανερχόμενο σε ποσοστό  1/4 εξ αδιαιρέτου,  3) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει το ανωτέρω ποσοστό του 1/2 ή του 1/4 εξ αδιαιρέτου επί όλων των κληρονομιαίων περιουσιακών στοιχείων, 4) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει  τα μισθώματα, που εισέπραξε από τα κληρονομιαία ακίνητα για το διάστημα  από 23-1-2007 έως το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, 5) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και τέλος να καταδικασθεί ο αντίδικος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο απεβίωσε ο εναγόμενος και η δίκη, που διακόπηκε βίαια, συνεχίστηκε από τους μοναδικούς κληρονόμους του, ήτοι τον υιό του, ………, και τη σύζυγο του, ……… το γένος ………., που είναι ήδη εκκαλούντες- εφεσίβλητοι στην υπό (Β) έφεση. Ακολούθως, επί της αγωγής αυτής, συζητηθείσης ερήμην των εναγομένων, που υπεισήλθαν στη θέση του αρχικού διαδίκου, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως νόμω αβάσιμη κατά την κύρια βάση της, που θεμελιωνόταν στην ακυρότητα της διαθήκης λόγω αντίθεσής της στα χρηστά ήθη, καθώς και το αίτημα για απόδοση των ωφελημάτων ως αορίστως υποβαλλόμενο. Κατά τα λοιπά την δέχτηκε, λόγω ερημοδικίας των εναγομένων, ως  ουσία βάσιμη και ακολούθως αναγνώρισε ότι η από 12-11-2001 ιδιόγραφη διαθήκη της ………. είναι άκυρη κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα της ενάγουσας, αναγνώρισε αυτήν ως κληρονόμο σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της θανούσας κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, υποχρέωσε τους εναγόμενους να αποδώσουν στην ενάγουσα το ποσοστό της επί της νόμιμης μοίρας και τους επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν τόσο οι εναγόμενοι όσο και η ενάγουσα  με τις ένδικες εφέσεις τους, η τελευταία δε προβάλλοντας ως μοναδικό λόγο  την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ζητεί την παραδοχή  της έφεσής της και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή κατά την κύρια βάση της. Περαιτέρω, ενόψει της ερημοδικίας  των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, στον πρώτο βαθμό, εφόσον αυτοί προβάλλουν ως λόγο με την έφεσή τους την κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει η έφεση τους να γίνει και κατ’ ουσίαν δεκτή (άρθρο 528 ΚΠολΔ), ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των λόγων της, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν, δηλαδή κατά το μέρος της ένδικης αγωγής που έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ως προς την επικουρική βάση)  και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να προχωρήσει σε εκδίκαση της αγωγής κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 528 και 535 § 1 ΚΠολΔ).

Κατά  το  άρθρο  178 ΑΚ, η  διάταξη  της  τελευταίας  βουλήσεως  είναι άκυρη, αν το περιεχόμενο αυτής αντιβαίνει στα χρηστά ήθη. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύει το περί ηθικής συναίσθημα του κατά γενική αντίληψη χρηστού, έμφρονα και υγιώς σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, ενώ για την κρίση περί της αντιθέσεως της διάταξης τελευταίας βουλήσεως στα χρηστά ήθη λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο  και τα αποτελέσματα της διαθήκης, τα αίτια που ώθησαν το διαθέτη, ο σκοπός που αυτός επιδίωκε και γενικά το σύνολο των περιστάσεων και συνθηκών που συνοδεύουν τη διάταξη αυτή. Προσκρούει δε στα χρηστά ήθη η τελευταία διάταξη, όχι απλώς εκ του ότι το τιμώμενο με αυτήν πρόσωπο είναι ανήθικο ή αισχρό, αλλά όταν ο τρόπος της καταλείψεως ή τα συνοδεύοντα αυτήν περιστατικά μαρτυρούν για το διαθέτη ηθική διαστροφή ή κατάπτωση ή πώρωση, καθώς επίσης και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τελευταία αυτή διάταξη, με τον τρόπο που έγινε, συνιστά εκδήλωση αδικαιολόγητης περιφρόνησης προς εγγύτατα πρόσωπα της νόμιμης οικογένειας του διαθέτη, ιδίως όταν σ’ αυτά, χωρίς εύλογη αφορμή, καταλείφθηκε μικρό αναλόγως μέρος της περιουσίας. Δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι και εκείνη, με την οποία δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία του προσώπου, για ζητήματα, τα οποία ανάγονται στην ελεύθερη βούλησή του με βάση τις κρατούσες περί ηθικής αντιλήψεις της κοινωνίας. Εξάλλου, μόνο η εγκατάσταση των κατιόντων του διαθέτη επί άνισων μερίδων δεν είναι αρκετή, για να χαρακτηρίσει τη διαθήκη ως δικαιοπραξία αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη, ούτε δημιουργεί ακυρότητα αυτής η ευνοϊκότερη μεταχείριση του κατιόντος, με τον οποίο ο διαθέτης συνοικεί και τυχόν επηρεάζεται από το γεγονός αυτό. Αντίθεση στα χρηστά ήθη δεν συνιστά, άλλωστε, η επιδίωξη μη περιέλευσης της κληρονομίας στον αναγκαίο κληρονόμο με περιορισμό της εγκατάστασής του στη νόμιμη μοίρα. Εξάλλου, σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 1839 ΑΚ, αποκλήρωση είναι η στέρηση από μεριδούχο της νόμιμης μοίρας του με διάταξη της τελευταίας βουλήσεως. Η αποκλήρωση κατ’ άρθρο 1839 ΑΚ συνιστά την αποκλήρωση με στενή έννοια, διακρίνεται δε από την αποκλήρωση με ευρεία έννοια του άρθρου 1713 ΑΚ, κατά την οποία ο διαθέτης μπορεί με διαθήκη να αποκλείσει από την εξ αδιαθέτου διαδοχή συγγενή ή σύζυγό του. Η αποκλήρωση με ευρεία έννοια δεν χρειάζεται δικαιολογία από το διαθέτη ούτε υπόκειται σε τύπο, όπως, όμως, ορίζεται και στο άρθρο 1713 ΑΚ, με την αποκλήρωση αυτή δεν μπορεί ο αποκληρούμενος, εφόσον είναι και μεριδούχος, να στερηθεί τη νόμιμη μοίρα. Περαιτέρω, ως ρήτρα εκπτώσεως ή στερητική ρήτρα στη διαθήκη νοείται η ρήτρα, με την οποία ο διαθέτης ορίζει ότι ο τιμημένος με τη διαθήκη θα εκπέσει του καταληφθέντος σε αυτόν ή ως νόμιμος μεριδούχος θα περιορισθεί στη νόμιμη μοίρα του, αν με οποιονδήποτε τρόπο αντιταχθεί στην τελευταία βούλησή του να τηρήσει την ορισμένη συμπεριφορά, θετική ή αρνητική. Το ζήτημα αν η ρήτρα αυτή είναι ισχυρή ή όχι εξαρτάται από τη νομιμότητα της παραγγελίας του διαθέτη, δηλαδή αν είναι ή όχι παράνομη, προσκρούει σε επιτακτικούς κανόνες δημόσιας τάξης, δεσμεύει υπέρμετρα την ελευθερία του τιμημένου ή αν αντίκειται ή όχι στα χρηστά ήθη. Θεωρείται ισχυρή ως μη αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη η διάταξη του διαθέτη, με την οποία απαγορεύει στον τιμημένο να ασκήσει αξίωσή του, την οποία έχει κατά άλλου τιμώμενου ή τρίτου ή κατά της κληρονομίας (ΑΠ 38/2016,  ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1813, 1820, 1825 και 1828 ΑΚ, δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία έχουν οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομούμενου, καθώς και ο επιζών σύζυγος, οι οποίοι θα καλούνταν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, κατά το ποσοστό δε της νόμιμης μοίρας ο μεριδούχος συντρέχει ως κληρονόμος. Η κατάληψη της νόμιμης μοίρας μπορεί να γίνει και με εγκατάσταση σε δήλο πράγμα, όταν προκύπτει ότι ο διαθέτης ήθελε εγκατάσταση του μεριδούχου ως κληρονόμου, με καταλογισμό των δήλων πραγμάτων στη μερίδα του. Στην περίπτωση αυτή, κατά το μέρος που η εγκατάσταση επί δήλου πράγματος ή ποσού δεν καλύπτει τη νόμιμη μοίρα, ο μεριδούχος είναι αυτοδικαίως συγκληρονόμος στα κληρονομιαία, αποκτώντας έτσι εμπράγματο δικαίωμα κατά το ανάλογο ποσοστό σε όλα τα στοιχεία της κληρονομιάς, το οποίο ασκεί με την περί κλήρου αγωγή. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1833 ΑΚ, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, η οποία συνίσταται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα δεκτικά κληρονομικής διαδοχής περιουσιακά στοιχεία, που υπάρχουν κατά το χρόνο αυτόν στην κληρονομία (πραγματική κληρονομική ομάδα), στα οποία προστίθενται και θεωρούνται ότι υπάρχουν στην κληρονομιά (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία που έχουν κατά το χρόνο της παροχής, ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα, σε μεριδούχο, είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο, και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ηθικό καθήκον (ΟλΑΠ 1404/1984). Μετά τον καθορισμό της αυξημένης (πλασματικής) αυτής κληρονομικής ομάδας θα εξευρεθεί, με βάση αυτή, η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου. Ειδικότερα, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου: α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομιάς, η αφαίρεση δε των χρεών έχει νόημα, μόνο εφόσον υπάρχουν και προστιθέμενες παροχές κατ’ άρθρο 1831 § 2 ΑΚ ή εφόσον καταλείπεται η νόμιμη μοίρα με κληροδοσία (Απ. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο, εκδ. 2010, σελ. 551 αρ. 27), γ) στο ποσό που απομένει, μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προστίθενται, με την αξία που είχαν, κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, δ) με βάση αυτή την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίσθηκε, θα εξευρεθεί η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας) θα αφαιρεθεί η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδούχος, καθώς και η αξία της παροχής, που τυχόν έχει λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά, στ) αν προκύπτει ότι έχει καταλειφθεί σε αυτόν λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα του, θα σχηματισθεί ένα κλάσμα με αριθμητή το υπόλοιπο από την παραπάνω αφαίρεση και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία (χωρίς αφαίρεση των παραπάνω χρεών και δαπανών) θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του (ΟλΑΠ 935/1975). Το κλάσμα αυτό ή ο δεκαδικός αριθμός, που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, αποτελεί το ποσοστό, το οποίο πρέπει να λάβει ο μεριδούχος, πέραν εκείνων που τυχόν είχαν καταλειφθεί σε αυτόν, αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να συμπληρωθεί ή ληφθεί η νόμιμη μοίρα του. Αν στο μεριδούχο έχει καταλειφθεί συγκεκριμένο (δήλο) πράγμα, που δεν συμπληρώνει τη νόμιμη μοίρα του, πρέπει η αξία του να αφαιρεθεί και από τον παρονομαστή του παραπάνω κλάσματος, διότι, για την ανεύρεση του συμπληρώματος της νόμιμης μοίρας του έχει αφαιρεθεί η αξία του πράγματος τούτου από την αξία της νόμιμης μοίρας (ΑΠ 1231/2009 ΧρΙΔ 2010. 342). Αντίθετα, στην περίπτωση της μη καταλείψεως στο μεριδούχο κάποιου περιουσιακού στοιχείου με παροχή εν ζωή ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως, δεν γίνεται αποτίμηση της κληρονομιάς και ως εκ τούτου δεν έχουν θέση τα προρρηθέντα περί υπολογισμού της νόμιμης μοίρας, κατά τα άρθρα 1831, 1833 και 1834 ΑΚ (ΟλΑΠ 769/1970 ΝοΒ 19.334, ΑΠ 1029/2014, ΑΠ 1440/2010, ΑΠ 64/2006,  ΕΠειρ  262/2016, ΕΑ 4230/2015, ΕΘ 33/2014 ΑΡΜ 2015.29, ΕΑ 1432/2007, ΕΑ 2238/2003 ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο, εκδ. 2010 σελ. 544 αρ. 7, σελ. 551 αρ. 27, Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, εκδ. 1995, τόμος Β, σελ. 84), διότι, στις περιπτώσεις αυτές, ο μεριδούχος λαμβάνει ποσοστό επί κάθε υπαρκτού κληρονομιαίου στοιχείου (Μπαλής, Κληρονομικό Δίκαιο, παρ. 148, σελ. 217). Τέλος, εάν ο εναγόμενος, αμυνόμενος στην περί κλήρου αγωγή περί απόδοσης της νόμιμης μοίρας, ισχυρισθεί ότι υπάρχουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση (ΑΠ 1440/2010 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 1832 § 1 ΑΚ, η αξία της κληρονομιάς, εφόσον είναι αναγκαία, βρίσκεται «με εκτίμηση». Εξεύρεση της αξίας της κληρονομιάς «με εκτίμηση» σημαίνει ότι, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, ως αξία της κληρονομίας δεν νοείται η αγοραία αξία, αλλά η πραγματική αξία αυτής, η οποία εξευρίσκεται με εκτίμηση και η οποία, σε ομαλές οικονομικές συνθήκες συμπίπτει κατά κανόνα με την αγοραία (ΑΠ 507/2014, ΑΠ 1233/2009, ΕΘρακ 27/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1825 και 1828 ΑΚ προκύπτει, ότι η νόμιμη μοίρα στην κληρονομιά είναι δυνατό να καταληφθεί και με κληροδοσία. Στην περίπτωση αυτή ο μεριδούχος μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1828 και 2001 ΑΚ, εφόσον δεν αποδέχθηκε την κληροδοσία με δήλωσή του προς τον βεβαρημένο, να την αποποιηθεί και να ασκήσει ολόκληρο το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα. Η αποποίηση αυτή της κληροδοσίας από το νόμιμο μεριδούχο, για την οποία ο νόμος και συγκεκριμένα οι διατάξεις των παραπάνω άρθρων δεν τάσσουν ορισμένη προθεσμία, ούτε παραπέμπουν στη διάταξη του άρθρου 1847 ΑΚ, που τάσσει προθεσμία μόνο για την αποποίηση της κληρονομιάς, γίνεται, εφόσον δεν προηγήθηκε νομότυπη, κατά τον ίδιο τρόπο, αποδοχή της σε οποιοδήποτε μετά την επαγωγή της κληρονομιάς χρόνο, με δήλωση του κληρονόμου- μεριδούχου προς το βεβαρημένο, η οποία δεν μπορεί να γίνει με αίρεση ή προθεσμία ούτε για μέρος της μόνο (ΑΠ 1038/2004, ΑΠ 88/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 52/1996 ΕλΔνη 39.1584). Η αποποίηση της κληροδοσίας μπορεί να γίνει και με την άσκηση της αγωγής περί κλήρου για ολόκληρη τη νόμιμη μοίρα, είτε ρητώς είτε σιωπηρώς, συναγόμενη στη δεύτερη περίπτωση από το όλο περιεχόμενο και ιδίως το αίτημα της αγωγής (ΕΘ 33/2014 ΑΡΜ 2015.29, ΕΘ 2040/2012 ΑΡΜ 2013.735, ΕΑ 1912/2000 ΕλΔνη 2002.1483, ΕΑ 6555/1999 ΕλΔνη 2000.519). Η κληροδοσία, εξάλλου, μπορεί να είναι είτε άμεση (άρθρο 1996 ΑΚ), δηλαδή ο κληροδόχος αποκτά ορισμένο πράγμα ή δικαίωμα, που μπορεί να είναι και χρήματα της κληρονομιάς ή τραπεζικός λογαριασμός του κληρονομούμενου κλπ, αμέσως και αυτοδικαίως από την κληρονομιαία περιουσία χωρίς την παρέμβαση του κληρονόμου, είτε έμμεση (ενοχική, άρθρο 1995 ΑΚ), όπου ο κληροδόχος έχει μόνο το δικαίωμα να απαιτήσει από το βεβαρυμένο κληρονόμο την παροχή του αντικειμένου, που του κληροδοτήθηκε. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ενδέχεται να πρόκειται και για χρήματα εκτός κληρονομίας, τα οποία ο εγκατάστατος με τη διαθήκη, δυνάμει ειδικής διάταξης αυτής, πρέπει να καταβάλει στον κληροδόχο, που μπορεί να είναι και ο νόμιμος μεριδούχος (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, τόμος IX, σελ. 461 επ., στα άρθρα 1827-1829). Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή όταν στον μεριδούχο καταλείπεται με την διαθήκη έμμεση (ενοχική) κληροδοσία, αυτός (μεριδούχος), εφόσον δεν αποδέχθηκε την κληροδοσία, μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1828 και 2001 ΑΚ, να την αποποιηθεί με δήλωσή του προς το βεβαρημένο, όπως προαναφέρθηκε, και να ασκήσει ολόκληρο το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα. (ΑΠ 1038/2004, ΑΠ 88/2002 ΝΟΜΟΣ).  Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1874, 1876, 1877 ΑΚ προκύπτει ότι ο καλόπιστος νομέας της κληρονομιάς έχει υποχρέωση να αποδώσει τα ωφελήματα, που εξήγαγε πριν από την επίδοση της αγωγής, και κάθε άλλη επαύξηση των κληρονομιαίων, αλλά μόνο στο μέτρο, που έγινε από αυτό πλουσιότερος. Η υποχρέωση εκτείνεται και στους καρπούς που ο νομέας απέκτησε. Ο καλόπιστος νομέας, μετά την επίδοση της αγωγής περί κλήρου, ευθύνεται σε πλήρη απόδοση όχι μόνο των εξαχθέντων από το πράγμα ωφελημάτων, αλλά και των ωφελημάτων που δεν εισέπραξε από δική του υπαιτιότητα, ενώ μπορούσε να εισπράξει, σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαχειρίσεως. Ο κακόπιστος νομέας της κληρονομιάς ευθύνεται σε απόδοση τόσο των εξαχθέντων όσο και των εξακτέων κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης ωφελημάτων, στο μέτρο που ευθύνεται ο καλόπιστος νομέας μετά την επίδοση της αγωγής. Ωφελήματα του πράγματος, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 961 §§ 1, 3 ΑΚ είναι οι φυσικοί καρποί, δηλαδή τα φυσικά προϊόντα του πράγματος και καθετί που πορίζεται κανείς από το πράγμα, σύμφωνα με τον προορισμό του, καθώς και κάθε πρόσοδος που αποφέρει το πράγμα, δυνάμει κάποιας έννομης σχέσης, δηλαδή οι πολιτικοί καρποί, όπως λ.χ. το μίσθωμα (ΕΑ 6277/2001 ΕλΔνη 2004.1079, ΕΑ 2653/2000 ΕλΔνη 42.216). Οι αξιώσεις των ανωτέρω άρθρων ασκούνται με αγωγή, που εγείρεται είτε μαζί με την περί κλήρου αγωγή (218 ΚΠολΔ), είτε αυτοτελώς (ΕΘ 33/2014 ΑΡΜ 2015.29).

            Η ένδικη αγωγή υπό το παραπάνω εκτεθέν περιεχόμενο, κατά την κύρια βάση της, θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, είναι νόμω αβάσιμη, αφού μόνο ο παρά της διαθέτιδας  περιορισμός της ενάγουσας στο συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο (το ποσό των 200.000 δραχμών) δεν καθιστά αντίθετη στα χρηστά ήθη την αναφερόμενη σ’ αυτή διάταξη της διαθήκης της, η οποία δεν χρειάζεται καμία δικαιολογία από τη διαθέτιδα, ούτε εξετάζονται τα κίνητρα που την ώθησαν, ούτε αν ο λόγος, που μνημονεύει στη διαθήκη της, είναι αληθινός ή ψευδής, ενώ όλα τα περιστατικά που συνοδεύουν τη διάταξη, όπως και οι συνθήκες και περιστάσεις που εκτίθενται σε αυτή, δεν μαρτυρούν αντίθεσή της στα χρηστά ήθη, αφού η εγκατάσταση έγινε όχι υπέρ τρίτου προσώπου, αλλά υπέρ γνήσιου κατιόντα της διαθέτιδας, η δε εγκατάσταση των διαδίκων τέκνων της επί άνισων μερίδων δεν προσδίδει στη διαθήκη ανήθικο χαρακτήρα. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος  και ο μοναδικός λόγος της υπό στοιχείο (Α) έφεσης, με τον οποίο η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα παραπονείται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 178 ΑΚ, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής της. Συνακόλουθα, η παραπάνω έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων σε αυτή να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που φέρεται να δικαστεί από το Δικαστήριο τούτο, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1710, 1712,  1713, 1714, 1813, 1825, 1828, 1829,  1831, 1832, 1871, 1872, 1899, 1967, 1995, 1997, 2001 ΑΚ, 68, 70 και 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της  α) εγγράφηκε περίληψη αυτής νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ, στα βιβλία διεκδικήσεων  του υποθηκοφυλακείου  της περιφέρειας, όπου βρίσκονται τα κληρονομιαία ακίνητα (βλ. με αρ. ……/22-4-2010 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα …..) και β) καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.

            Από τις διατάξεις των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015, που  εφαρμόζονται  κατά το άρθρο 524 § 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ και στην κατ’ έφεση δίκη, προκύπτει ότι, οι διάδικοι μπορούν να προσαγάγουν ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον  του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση με κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 52 § 1 εδ. στ’ του Ν. 3566/2007  (ο οποίος αντικατέστησε το Ν. 419/1976) «Κύρωση ως κώδικα του Οργανισμού Υπουργείου Εξωτερικών», οι προξενικές αρχές  ασκούν καθήκοντα ληξιάρχου και συμβολαιογράφου, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, και τελούν πολιτικούς γάμους. Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής σαφώς προκύπτει ότι οι ελληνικές προξενικές αρχές (ή οι νόμιμοι αναπληρωτές τους) έχουν δικαιοδοτική αρμοδιότητα να συντάσσουν στην αλλοδαπή, εφόσον τηρηθούν οι προϋποθέσεις των σχετικών διατάξεων του ΚΠολΔ, ένορκη βεβαίωση, διότι αυτές ασκούν καθήκοντα συμβολαιογράφου, τα οποία τους έχουν ανατεθεί ρητά από το νόμο (ΑΠ 54/2003, ΕΠειρ 92/1997 ΝΟΜΟΣ). Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των ανωτέρω οριζομένων, δεν λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.

Από την  εκτίμηση  των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την αρχική δικάσιμο της 20ης-10-12016 και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αρ. 271/2017 μη οριστική απόφασή του, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι προσκομισθείσες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, από τη με αρ. ………/10-12-2015 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ……….ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ειρηνοδικείου Αθηνών, που λήφθηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων της (βλ. με αρ. …. και …./7-12-2015 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιά ……..), από τη με αρ. …./29-3-2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που λήφθηκε με επιμέλεια των εκκαλούντων ύστερα από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου τους (βλ. με αρ. …../26-3-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών ……….), από τη με αρ. …./1-10-2015 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα …….. το γένος …….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που λήφθηκε με επιμέλεια των εκκαλούντων ύστερα από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της εφεσίβλητης (βλ. με αρ. …../28-9-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), οι οποίες παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 529 § 1 ΚΠολΔ), χωρίς, όμως να ληφθεί υπόψη η προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες ένορκη δήλωση της .. .. …., υπό τον τίτλο «Ένορκος ομολογία», που δόθηκε ενώπιον γραμματέα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου Κύπρου, καθόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, δεν δόθηκε ενώπιον του αρμόδιου για το σκοπό αυτό, κατά τα οριζόμενα στον ΚΠολΔ, Έλληνα Προξένου, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Στις 23-1-2007 απεβίωσε στην Αθήνα η ………., κάτοικος εν ζωή Πειραιά, η οποία άφησε ως πλησιέστερους συγγενείς της τα παιδιά της, ήτοι την ενάγουσα θυγατέρα της, ………., και τον αρχικό εναγόμενο υιό της, …. ..  Πριν το θάνατό της η ………. συνέταξε την από 12-11-2001 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’ αρ. 766/2007 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη συνεδρίασή του της 8ης-6-2007. Με τη διαθήκη αυτή εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο της περιουσίας της τον υιό της …….., ενώ στην ενάγουσα θυγατέρα της κληροδότησε το ποσό των 200.000 δραχμών. Ειδικότερα, το περιεχόμενο της ανωτέρω διαθήκης, κατά τα ενδιαφέροντα για την εκδικαζόμενη υπόθεση σημεία του, έχει ως εξής : «Όλη την περιουσία μου κινητή και ακίνητη την αφήνω στον γιο μου …….. γιατί είναι ανάπηρος και έχει πολύ μεγάλη ανάγκη βοηθείας. Στην κόρη μου ……… αφήνω (200.000)  διακόσιες χιλιάδες δραχμές τις οποίες υποχρεώνω τον γιο μου …. να της δώση από την περιουσία που του αφήνω. Κι’ αυτό γιατί η κόρη μου … έχει προικισθή και είναι σε καλή οικονομική κατάσταση. Κρίνω  ότι όχι μόνο δεν πρέπει παραπάνω να της αφήσω αλλά ακόμα  η κόρη μου … πρέπει να προσέχη τον αδερφό της …. γιατί έχει οικογένεια και είναι άρρωστος και έχει μεγάλη ανάγκη. Όταν εγώ πεθάνω και η κόρη μου … δεν σεβασθή αυτήν την επιθυμία μου, και στραφή εναντίον του αδερφού της οικονομικά την αποκληρώνω τελείως από την περιουσία μου και δεν της αφήνω ούτε τις παραπάνω (2000.000) χιλιάδες δραχμές». Η ενάγουσα ουδέποτε έλαβε το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό, που της καταλήφθηκε με την πιο πάνω ιδιόγραφη διαθήκη, αντίθετα δε, αποποιήθηκε την κληροδοσία, που άφησε σε αυτήν η διαθέτιδα μητέρα της, γεγονός που συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της  ένδικης αγωγής, που άσκησε, με την οποία επιδιώκει πλήρες το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της, και όχι το μετ’ αφαίρεση της κληροδοσίας ελλείπον (βλ. 2ο φύλλο ένδικης αγωγής, όπου αναφέρει : «…από την ημέρα του θανάτου της ούτε έχω αποδεχτεί ούτε πρόκειται να αποδεχθώ τον όρο της διαθήκης με τον οποίο η διαθέτις μητέρα μου μου κατέλιπε το ποσό των 200.000 δρχ….). Ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι στην πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, κατά  ποσοστό 1/2 (50%) εξ αδιαιρέτου ο καθένας επί του συνόλου της κληρονομιάς της ανωτέρω αποβιώσασας, καλούνται τα ανωτέρω τέκνα της. Επομένως, η ενάγουσα είναι και νόμιμη μεριδούχος της στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας της, ήτοι κατά το ποσοστό των 25% (1/4) εξ αδιαιρέτου επί του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας της μητέρας της. Στις 25-12-2011 απεβίωσε στον Πειραιά ο υιός της θανούσας και αρχικός εναγόμενος, ………., ο οποίος κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον υιό του, …….., και τη σύζυγό του, …………, οι οποίοι συνέχισαν την παρούσα δίκη  και υπεισήλθαν στο κληρονομικό δικαίωμά του επί της κληρονομίας  της θανούσας …….. κατά ποσοστά 3/4 και 1/4 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα. Οι τελευταίοι, ήδη, με την υπ’ αρ. …/17-1-2009 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας  της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. αποδέχτηκαν για λογαριασμό του ……. την κληρονομία, που του επήχθη δυνάμει της ανωτέρω ιδιόγραφης διαθήκης της …….. Περαιτέρω, κατά τον χρόνο θανάτου της η ανωτέρω αποβιώσασα είχε στη συγκυριότητά της κατά ποσοστό 25% τα κάτωθι ακίνητα : 1) Ένα αγροτεμάχιο έκτασης 14.396 τμ. με αμυγδαλιές, μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας επιφάνειας 70 τμ. περίπου, το οποίο βρίσκεται στη θέση «……» του δήμου ….. νομού Κυκλάδων, συνολικής αξίας κατά τον χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης 20.547,80 ευρώ (18.164,06 € το αγροτεμάχιο και 2.383,74 € η οικία) , 2) ένα αγροτεμάχιο έκτασης 22.000 τμ., που βρίσκεται στη θέση «…..» του δήμου …. νομού Κυκλάδων, αξίας κατά το χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης 14.309,70 ευρώ, 3)ένα αγροτεμάχιο έκτασης 2.013 τμ., που βρίσκεται στη θέση «….» του δήμου …. νομού Κυκλάδων, αξίας κατά το χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης 2.005,69 ευρώ και 4) ένα αγροτεμάχιο έκτασης 8.216 τμ. με αμυγδαλιές, που βρίσκεται στη θέση «. …» του δήμου …. νομού Κυκλάδων, αξίας κατά τον χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης 10.544,87 ευρώ. Η αξία των παραπάνω ακινήτων προσδιορίστηκε με βάση την από 5-3-2008  δήλωση φόρου κληρονομίας, που υπέβαλε ο αρχικός εναγόμενος, αδερφός της ενάγουσας -σε χρόνο πριν οι διάδικοι αχθούν σε δικαστική διένεξη- και η οποία εκτιμάται από το Δικαστήριο ότι ανταποκρίνεται στην αγοραία αξία τους κατά τον κρίσιμο χρόνο, λαμβανομένων υπόψη ότι πρόκειται για αγροτεμάχια μη αρδευόμενα, μη καλλιεργούμενα και απρόσοδα, ενώ η οικία είναι παλαιότητας άνω των 50 ετών. Επομένως, η αξία της πραγματικής κληρονομιαίας περιουσίας κατά το χρόνο θανάτου της διαθέτιδος ανερχόταν στο ποσό των (20.547,74 + 14.309,70 + 2.005,69 + 10.544,87=) 47.408,06 ευρώ. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι η θανούσα κατέλιπε, κατά το χρόνο θανάτου της, χρηματικές καταθέσεις σε τράπεζες, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα στην αγωγή της, γεγονός που επιβεβαιώνεται τόσο από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, …….., στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, ο οποίος αναφέρει ότι, «η περιουσία της θανούσας είναι ένα μερίδιο από 11-12 στρέμματα στη …. που είναι και το διεκδικούμενο και οικήματα που απέκτησε μετά από μεταγραφή», χωρίς να κάνει κανένα λόγο για χρήματα, όσο και από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα ανταπόδειξης, ……., η οποία επίσης αναφέρει ότι, «Δεν έχει τίποτε άλλο εκτός από την …..». Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η διαθέτιδα, δυνάμει του υπ’ αρ. ……/12-11-1990 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Πειραιά ……, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του δήμου Πειραιά (τόμος …, αρ. μεταγραφής …), μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στον υιό της  …… την ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας την επικαρπία για τον εαυτό της εφόρου ζωής, μίας οικίας αποτελούμενης από δύο δωμάτια και μικρή κουζίνα, ευρισκόμενης σε οικόπεδο επιφάνειας  112,50 τμ. κείμενο στη θέση «…. ή …….» του δήμου Πειραιά, και επί της οδού ………., αξίας. κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η παροχή, 3.910.952 δραχμών ή 11.477,48 ευρώ. Το εν λόγω ακίνητο η θανούσα είχε αποκτήσει ένα χρόνο πριν, δυνάμει του υπ’ αρ. …./1989 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς … …, νομίμως μεταγεγραμμένου  στα βιβλία μεταγραφών του  δήμου Πειραιά, με αγορά από τους …………. Η παροχή αυτή της κληρονομουμένης προς  τον άνω μεριδούχο λαμβάνεται υπόψη για την εξεύρεση της πλασματικής κληρονομικής ομάδας. Οι εναγόμενοι με την έφεση τους, αλλά και με τις προτάσεις τους, ισχυρίζονται ότι, όσο ζούσε, η .. …… είχε προβεί στις εξής παροχές προς την ενάγουσα θυγατέρα της,  τις οποίες όρισε ως συνεισεκτέες και καταλογιστέες,  ήτοι του τιμήματος, που εισέπραξε από τις πωλήσεις του μεριδίου της επί  εννέα ακινήτων στην ….., ανερχόμενο συνολικά (για όλα τα ακίνητα) σε 76.744,77 ευρώ, καθώς και ποσού 15.000 ευρώ για την κάλυψη οικογενειακών αναγκών της ενάγουσας. Ότι ακόμη είχε χρησιδανείσει στην ενάγουσα τα  περιγραφόμενα κοσμήματα,  συνολικής αξίας, κατά το χρόνο που δόθηκαν, 6.330.000 δραχμών ή 18.576,67 ευρώ, τα οποία η ενάγουσα ουδέποτε επέστρεψε και τα κατέχει. Ότι, επιπλέον,  η θανούσα είχε δώσει στη θυγατέρα της ενάγουσας και εγγονή της, ………., το χρηματικό ποσό των 3.000.000 δραχμών ή 8.804,11 ευρώ προκειμένου να ανοίξει ινστιτούτο αισθητικής.  Ο ισχυρισμός των εναγομένων περί καταλογισμού των παροχών της κληρονομουμένης προς τη μεριδούχο ενάγουσα  και την εγγονή της συνιστά νόμιμη ένσταση και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν (άρθρα 1833-1834, 1895, 1898 ΑΚ). Επίσης, όσον αφορά την επικαλούμενη από την ενάγουσα γονική παροχή της ψιλής κυριότητας της οικίας από τη θανούσα μητέρα της προς τον υιό της και δικαιοπάροχο των εναγομένων, ……….., ισχυρίζονται ότι η αγορά του παραπάνω ακινήτου έγινε τυπικά στο όνομα της μητέρας του, της ……….., καθόσον στην πραγματικότητα το τίμημα καταβλήθηκε από χρήματα του ιδίου  και  με την υπόσχεση εκ μέρους της μητέρας του ότι  θα του το μεταβιβάσει στο μέλλον και άρα δεν πρόκειται για παροχή προς μεριδούχο, που πρέπει να συνυπολογιστεί για την εξεύρεση της κληρονομιαίας περιουσίας. Αναφορικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς των εναγομένων από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά. Η θανούσα, …….., κυπριακής καταγωγής, κάτοικος εν ζωή Πειραιά, η οποία ήταν παντρεμένη με το ……….., έστειλε την ενάγουσα θυγατέρα της σε ηλικία περίπου 14 ετών ως ψυχοκόρη στην αδερφή της, ……., στην Κύπρο. Αυτή ανέλαβε τη συντήρηση της  ενάγουσας μέχρι και το γάμο της  με το …… το 1963, οπότε το ζευγάρι εγκαταστάθηκε μόνιμα  στην περιοχή της Λεμεσού Κύπρου. Ο υιός της θανούσας και αδερφός της ενάγουσας, ……, γεννηθείς το 1947,  εργαζόταν από την ηλικία περίπου των 15 ετών  σε διάφορες εργασίες, ενώ το διάστημα  των ετών 1963-1967 είχε ναυτολογηθεί σε καράβια πραγματοποιώντας υπερατλαντικά ταξίδια. Το 1983, ωστόσο, σταμάτησε να εργάζεται και του απονεμήθηκε σύνταξη αναπηρίας,  καθόσον διαγνώστηκε ότι πάσχει από χρονήσασα σχιζοφρένεια και κρίθηκε ανίκανος προς εργασία με ποσοστό αναπηρίας 67%. Το 1981 παντρεύτηκε με  την εναγομένη …….., ήδη δεύτερη εκκαλούσα στην υπό στοιχ. (Β) έφεση, και από το γάμο τους αυτό απέκτησαν ένα τέκνο, τον εναγόμενο . …., ήδη πρώτο εκκαλούντα στην υπό στοιχ. (Β) έφεση, που γεννήθηκε το 1982, και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά. Ο ……., όπως προαναφέρθηκε, απεβίωσε στις 25-12-2011, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας στον πρώτο βαθμό, και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγο  και τον υιό του. Η θανούσα ……, όσο ζούσε, είχε στενό συναισθηματικό δέσιμο με τον υιό της, καθόσον ήταν το μόνο από τα δύο παιδιά της, που είχε κοντά της και μπορούσε να στηριχτεί πάνω του, αφού η κόρη της …… ήταν μόνιμα εγκατεστημένη στην Κύπρο και επισκεπτόταν την πατρίδα της μόνο  καλοκαίρια. Και αυτός, όμως, είχε αδυναμία στη μητέρα του, όπως τούτο  διαφαίνεται από τα γράμματα, που της έστελνε τα χρόνια που ταξίδευε, ενώ, μετά την εμφάνιση της ανωτέρω ασθένειάς του,  η μητέρα του έγινε ακόμη περισσότερο προστατευτική μαζί του, γεγονός που συνάγεται και από το περιεχόμενο της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης της, με την οποία αφενός επιχειρεί να εξασφαλίσει οικονομικά τον υιό της μετά το θάνατό της αφετέρου, επικαλούμενη την αναπηρία του, ζητεί από τη θυγατέρα της να  τον προσέχει. Το 1970 απεβίωσε ο σύζυγος της …. και πατέρας των αρχικών διαδίκων, ….., και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την τελευταία και τα δύο παιδιά τους κατά ποσοστά 1/4 και 3/4 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα. Στην κληρονομιαία περιουσία του, την οποία αποδέχτηκαν οι κληρονόμοι του δυνάμει των υπ’ αρ. …/1971, …/1974 και …/1990  δηλώσεων αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς  ..-…., του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, του συμβολαιογράφου Πειραιώς .. … αντίστοιχα και της υπ’ αρ. …/1987 συμπληρωματικής δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, περιλαμβάνονται ακίνητα, που διέθετε ο θανών στη νήσο ….. νομού Κυκλάδων, αρκετά από τα οποία οι ως άνω συγκληρονόμοι πώλησαν κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1987-2001. Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι το τίμημα, που αναλογούσε στο μερίδιο της …. από αυτές τις πωλήσεις, το έδινε εξ ολοκλήρου στην κόρη της, ενάγουσα, καθόσον αφενός δεν υπάρχουν παραστατικά τραπεζών ή άλλα έγγραφα, από όπου να προκύπτει είτε η κατάθεση ή  μεταφορά χρημάτων σε λογαριασμό της ενάγουσας, η οποία ήταν κάτοικος Κύπρου, αφετέρου δεν είναι λογικό η θανούσα, που είχε αδυναμία στον άρρωστο υιό της, τον έχοντα μεγαλύτερη οικονομική ανάγκη, αφού ελάμβανε μόνο τη σύνταξη αναπηρίας, να δίνει όλα τα χρήματα, που εισέπραττε από τις άνω πωλήσεις, αποκλειστικά στην κόρη της. Αντίθετα, από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η ανωτέρω θανούσα, η οποία λάμβανε τη σύνταξη του συζύγου της από το ΝΑΤ, και άρα είχε την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέρχεται στα έξοδα της καθημερινής διαβίωσής της, δαπάνησε μέρος από τα χρήματα των ως άνω πωλήσεων, για να αγοράσει το έτος 1989, δυνάμει του υπ’ αρ. …./1989 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., το προαναφερόμενο ακίνητο στην οδό ……., στον Πειραιά, ώστε να μπορεί να βρίσκεται πλησίον της κατοικίας του υιού της, ο οποίος λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1987, είχε αγοράσει οικόπεδο επιφάνειας 151,31 τμ μετά της επ’ αυτού παλαιάς οικίας στην οδό …….. Συνεπώς, το ακίνητο, την ψιλή κυριότητα του οποίου έκανε γονική παροχή η θανούσα στον υιό της, αγοράστηκε με χρήματα δικά της και όχι του υιού της ή της συζύγου του, ………, η οποία, κατά το χρόνο αγοράς από την πεθερά της του παραπάνω ακινήτου, δεν φαίνεται να διαθέτει  από αποταμίευση χρήματα αντιστοιχούντα στο τίμημα αγοράς του. Προσκομίζουν, βέβαια, οι εναγόμενοι παραστατικά τραπεζών  και μία δήλωση διάθεσης ακίνητης περιουσίας προς το Υπουργείο Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, από τα οποία προκύπτει ότι η εναγομένη ……… από πωλήσεις ακινήτων της ιδιοκτησίας της στην Κύπρο εισέπραξε ως τίμημα το ποσό των 5.450 κυπριακών λιρών και διαθέτει μία προθεσμιακή κατάθεση ύψους 9.877.644 δραχμών στην Τράπεζα Κύπρου, πλην όμως τα εν λόγω χρηματικά ποσά αφορούν έτη μεταγενέστερα της αγοράς (1989) του παραπάνω ακινήτου, στην οδό ………, από τη θανούσα, καθώς οι πωλήσεις των ακινήτων της  εναγομένης στην Κύπρο έλαβαν χώρα το Μάρτιο του 1992, ενώ το παλαιότερο παραστατικό για την προθεσμιακή κατάθεσή της φέρει ημερομηνία 5-2-1999. Εξάλλου, δεν βρίσκει έρεισμα στη λογική να έδωσαν ο υιός της θανούσας και η σύζυγός του χρήματα, για να αγοραστεί ένα ακίνητο στο όνομα της θανούσας, για να γίνει μελλοντικά  παροχή προς τον υιό της, και όχι απευθείας στο δικό τους όνομα, ούτε άλλωστε προέκυψε εκ μέρους τους ανάληψη χρημάτων από τραπεζικό κατάστημα για την αγορά αυτή. Γι’ αυτό και η ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα των εναγομένων, ……, η οποία καταθέτει ότι η θανούσα αγόρασε το παραπάνω ακίνητο με χρήματα που της έδωσαν ο υιός και η νύφη της, δεν κρίνεται πειστική. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ούτε για την ύπαρξη κοσμημάτων, που οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δόθηκαν από τη θανούσα στην ενάγουσα και δεν επεστράφησαν. Βέβαια, η μάρτυρας ανταπόδειξης, ………, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, καταθέτει ότι η θανούσα είχε δώσει στην ενάγουσα 15.000.000 δραχμές καθώς και κοσμήματα, ενώ και η μάρτυράς τους .. ….., στη δοθείσα ενώπιον της συμβολαιογράφου βεβαίωσή της, καταθέτει ότι η θανούσα της είχε δώσει κοσμήματα-οικογενειακά κειμήλια, που δεν τα επέστρεψε, πλην όμως, αμφότερες οι καταθέσεις είναι εντελώς γενικές και αόριστες, καθώς δεν προσδιορίζουν ούτε το χρόνο, που έλαβαν χώρα αυτές οι παροχές, ούτε περιγράφουν συγκεκριμένα τα κοσμήματα, που δόθηκαν στην ενάγουσα. Ομοίως, για την παροχή της θανούσας προς την εγγονή της, η κατάθεση της μάρτυρα ανταπόδειξης ……. είναι αόριστη και γενική, αφού δεν αναφέρει ούτε το ποσό των χρημάτων και το  χρόνο, που αυτά δόθηκαν, ούτε όμως και τις συνθήκες εκείνες, υπό τις οποίες δόθηκαν (με μετρητά ή με κατάθεση σε λογαριασμό, εάν η θανούσα είχε το δοθέν χρηματικό ποσό και από ποια πηγή), ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για το γεγονός αυτό. Ενόψει των παραπάνω αποδειχθέντων είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη και η ένσταση που πρόβαλαν οι εναγόμενοι με την ένδικη έφεσή τους αλλά και τις κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις τους, με την οποία ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά της στη νόμιμη μοίρα, επιδιώκοντας υπέρμετρο πλουτισμό σε βάρος του βαρέως ψυχικά πάσχοντος αδερφού της, διότι αφενός έχει υπερκαλυφθεί το κληρονομικό της μερίδιο από τις παροχές, που έλαβε από τη μητέρα της  όσο ζούσε, αφετέρου ο μόνος που συμπαραστάθηκε οικονομικά και με τις καθημερινές φροντίδες στη θανούσα ήταν ο υιός της και η οικογένεια του. Αντίθετα, προέκυψε ότι η ενάγουσα δεν έλαβε τις πιο πάνω αναφερόμενες από τους εναγόμενους παροχές, ενώ λόγω της εγκατάστασής της στην Κύπρο ήταν πρακτικά δύσκολο να παρέχει στη μητέρα της την ίδια υποστήριξη με αυτήν που παρείχε ο αδερφός της, που  πάντως απολάμβανε της ιδιαίτερης αγάπης της μητέρας τους, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι, πλην των προαναφερόμενων ακινήτων, η ανωτέρω διαθέτης είχε άλλα περιουσιακά στοιχεία, με την ανωτέρω δε ιδιόγραφη διαθήκη της προσέβαλε το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας θυγατέρας της, που μετέχει έτσι ως αναγκαία κληρονόμος στην κληρονομιαία περιουσία της. Επομένως, η τελευταία δικαιούται να λάβει τη νόμιμη μοίρα της, η οποία ανέρχεται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, δηλαδή σε ποσοστό 25%,  λαμβανομένου υπόψη ότι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αποβιώσασας καλούνται ο αρχικά εναγόμενος υιός της και η   ενάγουσα  θυγατέρα της σε ποσοστό 50% ο καθένας. Για τον υπολογισμό, εξάλλου,  της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας λαμβάνεται ως βάση η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης, η οποία ανέρχεται σε 47.408,06 ευρώ (20.547,80 + 14.309,70 + 2.005,69 + 10.544,87), και αποτελεί την πραγματική ομάδα της κληρονομίας. Από το ποσό αυτό δεν αφαιρούνται χρέη της κληρονομιάς και δαπάνες της κηδείας, εφόσον δεν επικαλούνται κάτι τέτοιο οι διάδικοι. Ακολούθως, προστίθεται και θεωρείται ότι υπάρχει στην κληρονομιά (πλασματική κληρονομική ομάδα) η γονική παροχή, στην οποία προέβη η κληρονομούμενη προς τον υιό της, αρχικό εναγόμενο, με το προαναφερόμενο συμβόλαιο, η αξία της οποίας κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκε ήταν 11.477,48 ευρώ. Με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, η αξία της οποίας ανέρχεται σε 58.885,54 ευρώ (47.408,06 + 11.477,48) και με δεδομένο ότι δεν αποδείχθηκε καμία παροχή προς την ενάγουσα, η ίδια δε αποποιήθηκε την κληροδοσία, που της καταλείφθηκε με την ως άνω διαθήκη της μητέρας της, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα της ενάγουσας, ανερχόμενη σε 14.721,38 ευρώ (58.885,54 X 25%) η οποία τίθεται ως αριθμητής με παρονομαστή του κλάσματος την αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς (14.721,38/47.408,06), από την οποία θα λάβει η μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό της νόμιμης μοίρας της. Το κλάσμα αυτό ή ο δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, δηλαδή 14.721,38/47.408,06 Χ 100=31,05%, αποτελεί το ποσοστό εξ αδιαιρέτου το οποίο πρέπει να λάβει αυτούσιο η ενάγουσα μεριδούχος επί των κληρονομιαίων ακινήτων. Ωστόσο, με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα ζητεί μόνο ποσοστό 25% επί της κληρονομιαίας περιουσίας της κληρονομουμένης, το οποίο και μόνο θα πρέπει να της επιδικαστεί. Οι εναγόμενοι, άλλωστε, προσβάλλουν το κληρονομικό της δικαίωμα ως νόμιμης μεριδούχου, καθόσον, με βάση τη διαθήκη της αποβιώσασας, κατακρατούν ως αποκλειστικοί κληρονόμοι (του αρχικού διαδίκου και κληρονόμου), επιπλέον από την κληρονομική τους μερίδα, και το ανωτέρω ποσοστό (25%), που αναλογεί στην κληρονομική μερίδα της ενάγουσας, το οποίο οφείλουν να αποδώσουν σε αυτήν.  Κατά συνέπεια, πρέπει η αγωγή (κατά το μέρος που ερευνήθηκε από το Δικαστήριο αυτό με βάση την από 4-8-2015 έφεση) να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η από 12-11-2001 ιδιόγραφη διαθήκη της αποβιώσασας ……., το γένος ………., κατοίκου εν ζωή Πειραιά, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αρ. 766/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, είναι άκυρη κατά το μέρος, που θίγει τη νόμιμη μοίρα της ενάγουσας κατά ποσοστό 25%, να αναγνωριστεί ότι  η ενάγουσα είναι νόμιμη μεριδούχος  της ανωτέρω αποβιώσασας κατά το ποσοστό  αυτό εξ αδιαιρέτου επί όλων των κληρονομιαίων ακινήτων και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν, κατά το ποσοστό αυτό της νόμιμης μοίρας της, τα προαναφερόμενα ακίνητα της κληρονομιάς της ανωτέρω αποβιώσασας, τα οποία νέμονται αντιποιούμενοι ίδιον κληρονομικό δικαίωμα πάνω σε αυτά κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, οι εναγόμενοι-εκκαλούντες  πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας- εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν του σχετικού αιτήματος της τελευταίας, κατ’ άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ, και να επιστραφεί το κατατεθέν παράβολο  σ’ αυτούς, κατά την πλειοψηφούσα  άποψη του Δικαστηρίου, καθώς η έφεσή τους έγινε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη (άρθρο 495  ΚΠολΔ). Η Πρόεδρος έχει την άποψη ότι το παράβολο  έπρεπε να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, καθώς οι εν λόγω  εκκαλούντες, που δεν είχαν  παρασταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και  είχαν δικαστεί ερήμην, ηττήθηκαν στη δίκη με την  παραδοχή της σε βάρος του  αρχικού εναγόμενου, (στη θέση του οποίου αυτοί υπεισήλθαν) αγωγής. Κατά την εν λόγω άποψη, από τη διατύπωση του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει μετά και το ν. 4335/2015, προκύπτει ότι η ολική ή μερική νίκη του καταθέσαντος το παράβολο αφορά στην ουσία της υπόθεσης. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται  από την αιτιολογική έκθεση  του ν. 4055/2012 ως προς το άρθρο 12, που επέβαλε στην κατάθεση παραβόλου επί ασκήσεως ένδικων μέσων, όπου αναφέρεται ότι: 1) οι ρυθμίσεις του ως άνω άρθρου αποβλέπουν στο να αποτρέπεται η άσκηση αβάσιμων ένδικων μέσων και 2) αν ο διάδικος, που κατέθεσε παράβολο, νικήσει κατά τη δίκη που  με δική του πρωτοβουλία άνοιξε, το καταβληθέν παράβολο θα του επιστραφεί, διαφορετικά το δικαστήριο θα διατάξει την εισαγωγή αυτού στο δημόσιο ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των  διαδίκων  τις  από  18-11-2014

(αρ. κατάθ. …./19-11-2014) και από 4-8-2015  (αρ. κατάθ. …../19-8-2015)  εφέσεις.

            ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.

            Α. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18-11-2014 έφεση (της …………) κατ’ ουσίαν.

            ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

            ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου της από 18-11-2014 έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

            Β. ΔΕΧΕΤΑΙ την από  4-8-2015  έφεση (των ………) κατ’ ουσίαν.

            ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αρ. 3678/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά το μέρος που εκκαλείται.

            ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

            ΔΙΚΑΖΕΙ την από 17-3-2010 (αρ. κατάθ. …./2010) αγωγή.

            ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν.

            ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η από 12-11-2001 ιδιόγραφη διαθήκη της αποβιώσασας ………., κατοίκου εν ζωή Πειραιά, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αρ. 766/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, είναι άκυρη κατά το μέρος που θίγει τη νόμιμη μοίρα της ενάγουσας κατά ποσοστό 25%.

            ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ενάγουσα νόμιμη μεριδούχο της αποβιώσασας μητέρας της, ………..,  κατά το ποσοστό των  25 % εξ αδιαιρέτου επί όλων των κληρονομιαίων ακινήτων.

            ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους  1) ……. και 2) …….. (που υπεισήλθαν στη θέση του αρχικού εναγομένου) να αποδώσουν στην ενάγουσα, κατά το άνω αναγνωρισθέν ποσοστό της νόμιμης μοίρας της, ήτοι το ποσοστό των 25% εξ αδιαιρέτου, επί όλων των κληρονομιαίων ακινήτων της ανωτέρω αποβιώσασας.

            ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ   τα  δικαστικά  έξοδα της  ενάγουσας  αμφοτέρων των

βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εναγομένων, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια

πενήντα (850) ευρώ.

            ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ κατά πλειοψηφία την επιστροφή του παραβόλου της από 4-8-2015 έφεσης στους καταθέσαντες εκκαλούντες.

            ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 21 Μαρτίου 2019, δημοσιεύτηκε δε στο ίδιο μέρος σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του  στις 6 Μαΐου 2019,  χωρίς την  παρουσία  των διαδίκων και  των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ