Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 252/2019

Αριθμός   252/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και  Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη-Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 23.5.2018 (με Γ.Α.Κ. ……/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) κλήση του καθ’ου η ανακοπή, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, μετά την έκδοση της 280/2018 απόφασής του, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτησή της, η από 11.7.2017 (με Γ.Α.Κ. …/2017 και Ε.Α.Κ. …./2017) ανακοπή ερημοδικίας των καθ’ων η κλήση κατά της 20/2017 οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που, δικάζοντας ερήμην αυτών την από 20.7.2014 (με αριθμό κατάθεσης …../2014) έφεσή τους κατά της 2277/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, απέρριψε αυτή ως ανυποστήρικτη. Με την από 11.7.2017 ανακοπή ερημοδικίας οι ανακόπτοντες ζητούν, για τους λόγους που αναπτύσσουν σε αυτή, να εξαφανισθεί η ως άνω 20/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, να δικασθεί η από 20.7.2014 έφεσή τους κατά της 2277/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δέχθηκε εν μέρει την από 17.10.2011 αγωγή του καθ’ου εναντίον τους και, αφού γίνει δεκτή η έφεση, να απορριφθεί η ως άνω αγωγή στο σύνολό της. Την παραπάνω ανακοπή ερημοδικίας οι ανακόπτοντες έχουν ασκήσει νομότυπα με κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 14.7.2017 κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα, ήτοι εντός δεκαπέντε ημερών από την επίδοση σε αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης κατ’ άρθρο 503 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς, από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. …..’/3.7.2017 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αιγαίου .. ….. και υπ’ αριθμ. …..’/14.7.2017 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………., προκύπτει ότι η ανακοπτόμενη απόφαση επιδόθηκε αντίστοιχα στην πρώτη ανακόπτουσα στις 3.7.2017 και στο δεύτερο ανακόπτοντα με θυροκόλληση και την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 128 παρ.4 ΚΠολΔ, στις 14.7.2017. Επομένως, η ανακοπή ερημοδικίας, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 21 του ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και για το παραδεκτό της οποίας έχει προκαταβληθεί το υπ’ αριθμ. ….. παράβολο ανακοπής για την πρώτη ανακόπτουσα και το υπ’ αριθμ. …. παράβολο ανακοπής για το δεύτερο ανακόπτοντα αξίας εκάστου 290 ευρώ, ως όρισε, κατ’ άρθρο 505 παρ.2 ΚΠολΔ, η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. τα σχετικά γραμμάτια από το Ταμείο Παρακαταθηκών & Δανείων), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Ι. Με την παραπάνω ανακοπή της η πρώτη ανακόπτουσα υποστηρίζει ότι η μη παράστασή της κατά τη συζήτηση της από 20.7.2014 έφεσής της στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στη μετ’ αναβολή δικάσιμο της 20.10.2016 και εντεύθεν η ερημοδικία της, που οδήγησε στην απόρριψη της έφεσής της, οφείλεται στο ότι τις τρεις τελευταίες ημέρες πριν τη συζήτηση ασθένησε, αιφνιδίως, από οσφυαλγία και κολικό νεφρού και έτσι δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Κατά το άρθρο 501 του Κ.Πολ.Δ., ανακοπή κατ` αποφάσεως, που έχει εκδοθεί ερήμην, επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως ή αν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας. Ως ανωτέρα βία νοείται οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, που δεν αναμενόταν και δεν ήταν δυνατόν να αποτραπεί από το διάδικο ούτε με μέτρα άκρας επιμελείας και συνέσεως. Τέτοιο γεγονός μπορεί να θεωρηθεί και η αιφνίδια βαρεία ασθένεια του διαδίκου ή στενού συγγενικού του προσώπου και η εξαιτίας αυτής αδυναμία παραστάσεώς του και νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Δεν εμπίπτει, όμως, στην ανωτέρω έννοια της ανωτέρας βίας η ασθένεια του διαδίκου ή συγγενικού του προσώπου, που εμποδίζει αυτόν να παραστεί στο δικαστήριο, όταν μπορεί να παραστεί δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του (ΑΠ 224/2013, 141/2005 στη Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, το επικαλούμενο από την πρώτη ανακόπτουσα πρόβλημα υγείας (οσφυαλγία και κολικός νεφρού) που, κατά την ίδια, ανέκυψε τις τρεις τελευταίες ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσής της δεν συνιστά, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (κατ’ άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), λόγο ανωτέρας βίας που θα την εμπόδιζε να συνεννοηθεί έστω τηλεφωνικά με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της για τον χειρισμό της υπόθεσής της, ώστε αυτός να παραστεί για λογαριασμό της στη συζήτηση της υπόθεσης.

Περαιτέρω, η πρώτη ανακόπτουσα υποστηρίζει ότι η ανακοπτόμενη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί κι επειδή μεταξύ αυτής και του δεύτερου ανακόπτοντος υφίσταται σχέση αναγκαστικής ομοδικίας, καθώς τα όσα διαλαμβάνει ο καθ’ου η ανακοπή στην αγωγή του σε βάρος τους παρουσιάζουν νομική και ιστορική κατά τα ουσιώδη μέρη ταυτότητα και ζητείται από εκείνους εις ολόκληρον το ίδιο ποσό, έτσι ώστε η εναντίον τους απαίτηση να καθίσταται ενιαία και αδιάσπαστη, ο δε δεύτερος ανακόπτων, κατά το δικό του σχετικό λόγο ανακοπής, δεν κλήθηκε νόμιμα κατά τη συζήτηση της παραπάνω έφεσης στη διεύθυνση, που δήλωσε στο εφετήριο, με αποτέλεσμα να ερημοδικασθεί και ο ίδιος και η μη νόμιμη κλήτευσή του να επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα και ως προς την πρώτη ανακόπτουσα. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Αναγκαία ομοδικία υπάρχει σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 1α Κ.Πολ.Δ., όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνον ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οπότε οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Η διάταξη αυτή προσδίδει ευρύτερα όρια στην έννοια της αναγκαστικής ομοδικίας, εφόσον αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες, αν και δεν υπάρχει κίνδυνος σύγκρουσης δεδικασμένου, δεν νοείται, όμως, η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, αλλά κατά τους κανόνες της λογικής και του δικαίου επιβάλλεται η έκδοση όμοιας απόφασης. Έτσι, αναγκαστική ομοδικία υφίσταται και σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει πλήρης ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης κάθε ομοδίκου, καθόσον η λογική αναγκαιότητα επιβάλλει την έκδοση όμοιας απόφασης και, συνεπώς, δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων (ΑΠ 223/2018 στη Νόμος). Επί αναγκαστικής ομοδικίας, πρέπει όλοι οι αναγκαίοι ομόδικοι να καλούνται κατά τη συζήτηση της κατ’ αυτών έφεσης κατά το άρθρο 110 § 2 του ΚΠολΔ, η δε τυχόν μη κλήτευση ενός από αυτούς καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση για όλους (βλ. ΕφΠειρ 25/2016 στη Νόμος, πρβλ.ΕφΔωδ 70/2017 στη Νόμος). Περίπτωση αναγκαστική ομοδικίας, όμως, δεν αποτελεί και εκείνη κατά την οποία ενάγονται περισσότεροι ως υπόχρεοι προς αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά αυτοί τυγχάνουν απλοί ομόδικοι (βλ. ΕφΑθ 6177/1985, ΕλλΔνη 1985, σελ. 1369, Δανηλάτου σε Κυριάκου Οικονόμου, Ομοδικία & Συμμετοχή Τρίτων στην Πολιτική Δίκη, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2018, σελ. 22 παρ.44). Ιδίως, στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι στην αγωγή του καθ’ου η ανακοπή ερημοδικίας περιγράφεται διακριτή αδικοπρακτική συμπεριφορά εκάστου των εναγομένων-ανακοπτόντων κατά τη διάρκεια του φερόμενου σε βάρος του επεισοδίου, με αποτέλεσμα να μπορεί να εκδοθεί απόφαση με διαφορετική επί της ουσίας κρίση για καθένα εναγόμενο, χωρίς η τυχόν διαφορετική κρίση για τον έναν ομόδικο να επηρεάζει αναγκαίως την κρίση για τον άλλο, ή να προκαλείται, εξ αυτού του λόγου, αντίφαση στις αιτιολογίες της απόφασης. Στην περίπτωση της απλής ομοδικίας, όπως είναι η δικονομική σχέση που συνδέει τους νυν ανακόπτοντες, η τυχόν κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης της έφεσης ως προς τον δεύτερο ανακόπτοντα δεν καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης και για την πρώτη. Επομένως, κι εφόσον δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι προς εξέταση, που στηρίζουν την ανακοπή ερημοδικίας της πρώτης ανακόπτουσας, πρέπει ως προς αυτή, η ανακοπή ερημοδικίας να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που προκατέβαλε στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρθρο 509 τελ. εδ. ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα του καθ’ου η ανακοπή πρέπει, κατόπιν αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

Περαιτέρω, ο δεύτερος ανακόπτων παραπονείται διότι η προς αυτόν επίδοση του δικογράφου της εφέσεως και η κλήση για συζήτησή της στην αρχική δικάσιμο έγινε με επιμέλεια του καθ’ου η ανακοπή σε αναφερόμενη κατοικία στη διεύθυνση στην οδό .. … στη Νίκαια Αττικής, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …/4-5-2015 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, όπου, όμως, ο ανακόπτων δεν διέμενε, ούτε κατοικούσε, με αποτέλεσμα η εν λόγω επίδοση να μην έχει γίνει νόμιμα και να προκληθεί ερημοδικία του κατά τη συζήτηση της έφεσής του. Ότι ο καθ’ου η ανακοπή γνώριζε ότι η διεύθυνση κατοικίας του δεύτερου ανακόπτοντος βρίσκεται στη νήσο ….. των Κυκλάδων, αφού αυτή η διεύθυνση έχει γραφεί από τον τελευταίο στο δικόγραφο της εφέσεώς του, αλλά επιπλέον είχε λάβει γνώση και από το γεγονός ότι ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως εναγόμενος ο δεύτερος ανακόπτων πρόβαλε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του, ένσταση έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας των Δικαστηρίων του Πειραιά, λόγω της κατοικίας του στην …. και όχι στη Νίκαια Αττικής, όπως για τους δικούς του λόγους ανέφερε στο αγωγικό δικόγραφο ο καθ’ου η ανακοπή, ισχυρισμός που όμως δεν έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, γιατί δεν υποβλήθηκε με τις προτάσεις αλλά με την προσθήκη-αντίκρουση αυτών. Ενόψει των ανωτέρω, ζητεί να εξαφανισθεί η ανακοπτόμενη απόφαση.

Ο λόγος αυτός ανακοπής τυγχάνει νόμιμος κατ’ άρθρο 501 και 119 του ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι, αναφορικά με το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως της συνδρομής ή μη τούτου του λόγου, γίνεται δεκτό ότι το φέρει ο καθ’ου η ανακοπή. Ο ανακόπτων, δηλαδή, όταν επικαλείται το άκυρο της επιδόσεως, ουσιαστικά προβάλλει άρνηση, ο δε επισπεύσας την επίδοση-κλήτευση είναι αυτός που επικαλείται το  βασικό κανόνα δικαίου, ήτοι ότι η εν λόγω διαδικαστική του πράξη είναι έγκυρη. Ο ανακόπτων, αντίθετα, με την ανακοπή του τον αρνείται (βλ. Δ. Μηχιώτη σε Παναγιώτη Κολοτούρου, Ένδικα μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2013, σελ. 39 παρ.56). Εν προκειμένω, ο καθ’ου η ανακοπή με τις προτάσεις του υποστηρίζει ότι η έφεση νόμιμα επιδόθηκε στον δεύτερο ανακόπτοντα στην οδό ……….στη Νίκαια Αττικής, αφού α) η εν λόγω διεύθυνση αντλήθηκε από δημόσιο έγγραφο και δη από το με αρ. πρωτ. …….. Αυγούστου 2011 Αντίγραφο Βιβλίου Αδικημάτων Συμβάντων Συλλήψεων και Παραπόνων του Αστυνομικού Τμήματος …. της 9.8.2011 που επιλήφθηκε του επεισοδίου σε βάρος του ενάγοντος χειροδικίας, εξύβρισης και απειλής από τους ανακόπτοντες, β) ο δεύτερος ανακόπτων είχε λάβει γνώση της κατ’ αυτού αγωγής, που του είχε επιδοθεί στην ίδια διεύθυνση και είχε εκπροσωπηθεί στη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις για την επίδοση της αγωγής στην ως άνω διεύθυνση, γ) η υπ’ αριθμ. …./4.5.2015 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή ……., με την οποία αποδεικνύεται η επίδοση της κλήσης για τη συζήτηση της έφεσης στο δεύτερο ανακόπτοντα, αποτελεί δημόσιο έγγραφο, το οποίο συνιστά πλήρη απόδειξη για τα γεγονότα, που βεβαιώνονται από τον επιμελητή ότι έλαβαν χώρα, ο δε επιμελητής, πριν προχωρήσει στη θυροκόλληση, προφανώς έλεγξε και διαπίστωσε ότι η διεύθυνση, στην οποία είχε δοθεί η παραγγελία για επίδοση, ήταν πράγματι η διεύθυνση κατοικίας του δεύτερου ανακόπτοντα, δ) η ίδια διεύθυνση (οδός …… Νίκαια Αττικής) αναφέρεται ως διεύθυνση κατοικίας του δεύτερου ανακόπτοντα στα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας, στην οποία ήταν κατηγορούμενος, επί της οποίας (ποινικής υπόθεσης) εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 337/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου κατά τη δικάσιμο της 20.9.2017, κατά την οποία μάλιστα ο ίδιος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, χωρίς να προβάλει οποιοδήποτε παράπονο για την αναφερόμενη διεύθυνση κατοικίας του, ε) το γεγονός ότι ο δεύτερος ανακόπτων εργάζεται σε οικογενειακή επιχείρηση στην …., με ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα οποία τους χειμερινούς μήνες δεν λειτουργούν, δεν συνεπάγεται, άνευ άλλου τινός, ότι δεν είναι κάτοικος Νίκαιας, στη διεύθυνση, που ο ίδιος έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη. Τέλος, ο καθ’ ου υποστηρίζει ότι ο σχετικός λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος και ως καταχρηστικά ασκούμενος, γιατί, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …../14.7.2017 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή ……, στην ίδια διεύθυνση στη Νίκαια, έγινε και η επίδοση της ανακοπτόμενης υπ’ αριθ. 20/2017 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου περί ώρα 12.25 και την ίδια ημέρα, ήτοι στις 14.7.2017 και ώρα 12.42, κατατέθηκε η υπό κρίση ανακοπή στο όνομα και των δύο ανακοπτόντων, δηλαδή ο ανακόπτων είχε λάβει γνώση της ανακοπτόμενης απόφασης από την πρώτη ανακόπτουσα μητέρα του και έσπευσε να καταθέσει την κρινόμενη ανακοπή, για να μη χάσει το δικονομικό του δικαίωμα. Ότι, ωστόσο, με παρελκυστική διάθεση και καταχρηστικά φερόμενος, δεν έδειξε την ίδια σπουδή να παρασταθεί και κατά τη συζήτηση της έφεσης, που επίσης είχε επιδοθεί στη μητέρα του και για την οποία αυταπόδεικτα είχε λάβει γνώση από εκείνη. Ότι, σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση της έφεσης στις 20.10.2016 ήταν από αναβολή από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 4.2.2016, η εγγραφή δε στο πινάκιο συνιστά κλήτευση των διαδίκων.

Τα όσα παραπάνω υποστηρίζει ο καθ’ου η ανακοπή τυγχάνουν απορριπτέα εν μέρει ως νόμω και εν μέρει ως ουσία αβάσιμα. Συγκεκριμένα, το τελευταίο προβαλλόμενο γεγονός ότι ο πρώτος ανακόπτων έλαβε γνώση ότι επισπευδόταν η συζήτηση της εφέσεώς του από την επίδοση του ίδιου δικογράφου προς τη μητέρα του και αληθές υποτιθέμενο δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής ερημοδικίας, για το λόγο ότι δεν έγινε νόμιμη προς τον ίδιο επίδοση, καθώς η επίδοση της εφέσεως και κλήσης για συζήτηση αυτής προς την απλή ομόδικο μητέρα του δεν υποκαθιστά την υποχρέωση του καθ’ου η ανακοπή-εφεσίβλητου να επιδώσει την ίδια έφεση και την κλήση προς συζήτησή της ξεχωριστά στο  δεύτερο ανακόπτοντα, εφόσον επιθυμούσε την εκδίκασή της από το παρόν Δικαστήριο. Επίσης, αόριστος και άρα απορριπτέος ως απαράδεκτος,  κατ’ άρθρο 262 και 111 παρ. 2 ΚΠολΔ, τυγχάνει ο ισχυρισμός ότι σε κάθε περίπτωση η συζήτηση της έφεσης στις 20.10.2016 ήταν από αναβολή από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 4.2.2016, η εγγραφή δε στο πινάκιο συνιστά κλήτευση των διαδίκων, καθώς δεν διευκρινίζεται αν στην αρχική δικάσιμο παρέστη ο δεύτερος ανακόπτων- τότε εκκαλών, ώστε να καλυφθεί η τυχόν μη νόμιμη κλήτευσή του. Κατά τα λοιπά και δεδομένου ότι, με τους υπόλοιπους λόγους που προβάλλει ο καθ’ου η ανακοπή στις προτάσεις του, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι κλήτευσε το δεύτερο ανακόπτοντα στην πραγματική του διεύθυνση, λεκτέα τα εξής: Στο άρθρο 119 παρ.1 του ΚΠολΔ, ορίζεται μεταξύ άλλων ότι το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 118, και ακριβή καθορισμό της διεύθυνσης, και ιδίως οδό και αριθμό της κατοικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος του διαδίκου που ενεργεί τη διαδικαστική πράξη, του νόμιμου αντιπροσώπου του και του δικαστικού πληρεξουσίου του, ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, κάθε μεταβολή της διεύθυνσης πρέπει να γνωστοποιείται με τα δικόγραφα, που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλο ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, επισυνάπτεται στη δικογραφία και κοινοποιείται στον αντίδικο. Τέλος, κατά το άρθρο 120 του ίδιου Κώδικα, η επίδοση εγγράφου, που αφορά στην εκκρεμή δίκη, καθώς και η επίδοση της οριστικής απόφασης, που γίνεται στη διεύθυνση της κατοικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος, η οποία είχε αναφερθεί σύμφωνα με το άρθρο 119, είναι έγκυρη, ακόμη και αν ο αποδέκτης της επίδοσης δεν είχε ή δεν έχει πια εκεί την κατοικία ή το γραφείο ή το κατάστημά του. Σκοπός των διατάξεων αυτών, κατά τις οποίες είναι έγκυρη η επίδοση στη διεύθυνση κατοικίας του παραλήπτη του επιδιδόμενου εγγράφου, την οποία αυτός δήλωσε είτε αρχικώς είτε μετά νόμιμη, ως άνω, γνωστοποίηση μεταβολής της κατοικίας του, ακόμη και αν πράγματι δεν κατοικεί εκεί (πλασματική κατοικία), είναι η πάταξη της στρεψοδικίας με την επίκληση ακυροτήτων της επίδοσης από τον παραλήπτη του επιδιδόμενου εγγράφου, ώστε να διασφαλίζονται τα έννομα συμφέροντα του αντιδίκου του για την ομαλή, και κατά το δυνατό χωρίς προσκόμματα, διεξαγωγή και ολοκλήρωση της δίκης με την έκδοση δικαστικής απόφασης επί της αιτούμενης παροχής έννομης προστασίας και της αναγκαστικής αυτής εκτέλεσης (ΑΠ 724/2013, Ιωάννη Κατρά, ΚΠολΔ Κατ’ άρθρο Νομολογία, έκδοση 2016, σελ. 107). Όπως, όμως, σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 120 σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 124, 126 παρ.1 περ.α’, 127 παρ.1 και 128 ΚΠολΔ, η επίδοση εγγράφου, που αφορά στην εκκρεμή δίκη στην κατά τα άνω δηλωθείσα, αρχικώς ή μετά γνωστοποίηση μεταβολής της κατοικίας, διεύθυνση του παραλήπτη, δεν αποτελεί τον μοναδικό νόμιμο τρόπο επίδοσης, η οποία νομίμως γίνεται και στη διεύθυνση της πραγματικής κατοικίας του παραλήπτη, με τις διατυπώσεις που ορίζονται στο άρθρο 128 του ίδιου κώδικα (ΑΠ 1553/2008, ΕλλΔνη 52, σελ. 1021). Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ……… και ………, που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα υπ’ αριθμ. 2277/2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από την ενώπιον της Συμβ/φου ….. Κυκλάδων ……. νομοτύπως κι εμπροθέσμως ληφθείσα με επιμέλεια του καθ’ου υπ’ αριθμ. …./28.6.2013 ένορκη βεβαίωση του ….. (βλ. την υπ’ αριθμ. …/11.6.2013 και …/3.6.2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σύρου ….  και της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. αντίστοιχα προς την πρώτη και το δεύτερο εναγόμενους-ήδη ανακόπτοντες), από την με επιμέλεια του δεύτερου ανακόπτοντος ληφθείσα υπ’ αριθμ. …./3-10-2018 ένορκη βεβαίωση της ……, ως προς την οποία δεν προκύπτει κλήτευση του καθ’ου, αλλά στα πλαίσια εξέτασης της ανακοπής ερημοδικίας λαμβάνεται υπόψη κατ’ άρθρο 347 ΚΠολΔ, γιατί αρκεί η πιθανολόγηση (βλ. ΑΠ 739/1988, ΕΕΝ 1989, σελ. 334, Τέντε σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ. 703), από τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι παραπάνω διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων των από 24.10.2013 υπεύθυνων δηλώσεων των ….. και ……., που προσκομίζει ο δεύτερος ανακόπτων (για το ότι όταν εφαρμόζεται το άρθρο 347 ΚΠολΔ λαμβάνονται υπόψη και υπεύθυνες δηλώσεις τρίτων βλ. Κυριάκο Γεωργίου, Ασφαλιστικά μέτρα ΙΙ, έκδοση 2004, σελ. 60, Ιωάννη Κατρά, Αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων & άμυνα αντιδίκου, β’ έκδοση, σελ. 102) πιθανολογείται βάσιμος ο λόγος ανακοπής του β΄ανακόπτοντος ότι η επίδοση της από 20.7.2014 εφέσεώς του κατά της 2277/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η κλήση για συζήτησή της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου στην αρχική δικάσιμο της 4.2.2016 έγινε όχι στην πραγματική κατοικία του στην …. Κυκλάδων αλλά με θυροκόλληση σε ιδιόκτητη οικία στην οδό ……. στη Νίκαια Αττικής, όπου κατ’ εξαίρεση διαμένει ο β’ ανακόπτων, όταν μεταβαίνει για εργασία ή για κάποιον άλλο λόγο στην Αθήνα. Ο τελευταίος και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρίσθηκε ότι τυγχάνει κάτοικος ….. Κυκλάδων, προβάλλοντας ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας των Δικαστηρίων του Πειραιά, πλην όμως ο ισχυρισμός του απορρίφθηκε ως απαραδέκτως υποβληθείς το πρώτον μετά τη συζήτηση της υπόθεσης με την από 2.12.2013 προσθήκη των προτάσεών του, αντί, ως όφειλε, να υποβληθεί στο ακροατήριο ή με τις προτάσεις του, με αποτέλεσμα να χωρήσει σιωπηρή παρέκταση της κατά τόπον αρμοδιότητας (βλ. σελίδα 4 της 2277/2014 απόφασης, πρώτη σειρά). Επιπλέον, στο από 20.7.2014 δικόγραφο της εφέσεώς του, στο εισαγωγικό του, εκείνος καθόρισε κατ’ άρθρο 119 παρ.1 ΚΠολΔ, ως τόπο κατοικίας του, την … Κυκλάδων. Ο καθ’ου η ανακοπή δεν αμφισβητεί ότι εκεί δραστηριοποιείται ο β’ ανακόπτων και επαγγελματικά, απασχολούμενος στην οικογενειακή επιχείρηση με ενοικιαζόμενα δωμάτια, γεγονός που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στο εύλογο συμπέρασμα ότι, στις 4.5.2015, που έδωσε εντολή στο δικ. επιμελητή ……… να προβεί στην επίμαχη επίδοση, ο β’ ανακόπτων, ούτως ή άλλως, θα βρισκόταν για τις ανάγκες της οικογενειακής επιχείρησης στην …., λόγω της έναρξης της θερινής τουριστικής περιόδου. Κατά τα λοιπά δεν αρκεί η αναφορά στο Βιβλίο Αδικημάτων του Α.Τ. …. στα πλαίσια του επεισοδίου, που έλαβε χώρα μεταξύ των διαδίκων στις 3.8.2011, ότι ο β’ ανακόπτων δήλωσε τότε ότι τυγχάνει κάτοικος Νίκαιας Αττικής, οδός ………., για να θεωρηθεί ευλόγως, κατά τον επίμαχο χρόνο της 4.5.2015, ότι διατηρούσε εκεί τη μόνιμη κατοικία του, καθώς ακολούθησε η δήλωση του β’ ανακόπτοντος ως εναγόμενου, στα πλαίσια της αντιδικίας του με τον καθ’ου, κατόπιν άσκησης της αγωγής αυτού, με την προσθήκη των προτάσεών του στις 2.12.2013 ενώπιον το Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ότι τυγχάνει κάτοικος ….. Επίσης, το γεγονός ότι, στην υπ’ αριθμ. 338/20.9.2017 έκθεση πρακτικών και απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου, ο β’ ανακόπτων, που τότε ήταν κατηγορούμενος και παρουσιάσθηκε στο ακροατήριο εκείνου του Δικαστηρίου, φέρεται ως κάτοικος Νίκαιας Αττικής, οδός …….., χωρίς να εκφράσει κάποια αντίρρηση στην πρόοδο της δίκης, δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα, καθώς στην προηγηθείσα ποινική δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου στις 19.5.2015, δηλαδή δεκαπέντε ημέρες μετά την επίμαχη επίδοση, ο β’ ανακόπτων παρέστη ως κατηγορούμενος ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου, φερόμενος ως κάτοικος …. και εκδόθηκε η 267/19.5.2015 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (βλ. υπ’ αριθμ. 267/2015 Πρακτικά και Απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου). Ούτε, άλλωστε, μπορεί να σταθεί ως επιχείρημα ότι ο β’ ανακόπτων θα μπορούσε να πληροφορηθεί από τη μητέρα του, στην οποία έγινε νόμιμη κλήτευση για την αρχική δικάσιμο, για τη συζήτηση της εφέσεώς του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, καθώς δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Τέλος, ούτε η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή ότι προσήλθε στη διεύθυνση κατοικίας του παραλήπτη αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι αυτή είναι η πραγματική κατοικία του τελευταίου αλλά χωρεί προς τούτο ανταπόδειξη από τον παραλήπτη (βλ. ΑΠ 555/2004, ΕλλΔνη 47, σελ. 797, Ι. Κατράς, ό.π., σελ. 137). Έτσι, όπως βάσιμα πιθανολογείται, εν προκειμένω, η πραγματική κατοικία του β’ ανακόπτοντος ήταν στην … Κυκλάδων, όπου ζούσαν τα μέλη της πατρικής του οικογένειας και δραστηριοποιείτο επαγγελματικά και όχι στη Νίκαια Αττικής στην οδό ……, όπου έγινε η επίμαχη επίδοση με θυροκόλληση από το δικαστικό επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……., σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …../4.5.2015 έκθεση επίδοσής του. Ο τελευταίος μπορούσε έγκυρα να επιδώσει, κατ’ άρθρο 120 ΚΠολΔ, στη δηλωθείσα στο εφετήριο διεύθυνση του β’ ανακόπτοντος στην … Κυκλάδων και δεν υπήρχε λόγος να τον αναζητήσει σε άλλη διεύθυνση.

Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι, στην από 6.11.2018 προσθήκη των προτάσεών του, που κατέθεσε μετά τη συζήτηση της ανακοπής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο καθ’ου το πρώτον προέβαλε ότι ο β’ ανακόπτων παραστάθηκε δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της κοινής εφέσεώς του με την α’ ανακόπτουσα μητέρα του στις 4.2.2016, οπότε η έφεση αναβλήθηκε για τις 2.10.2016, όταν και συζητήθηκε ερήμην των εκκαλούντων. Ότι με τον τρόπο αυτό, ακόμη κι αν ήθελε υποτεθεί ότι η κλήση για τη συζήτηση της έφεσης κατά τη δικάσιμο της 4.2.2016 κοινοποιήθηκε σε άλλη διεύθυνση κατοικίας από την πραγματική του β’ ανακόπτοντος, εντούτοις αυτός παραστάθηκε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, νόμιμα δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε αντίρρηση, ένσταση ή δικονομική βλάβη για τη δήθεν λανθασμένη κοινοποίηση, επειδή δε, κατά την ως άνω αρχική δικάσιμο, αναβλήθηκε η υπόθεση για τις 20.10.2016, η εγγραφή της στο πινάκιο για τη νέα δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση των αντιδίκων. Ότι, συνεπώς, η όποια υποτιθέμενη λανθασμένη κλήτευση θεραπεύτηκε με την άνευ επιφυλάξεων και αντιρρήσεων παράσταση του β’ ανακόπτοντος για την αναβολή και συνεπώς, ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω και ουσία αβάσιμος. Ο παραπάνω ισχυρισμός του καθ’ου ότι ο β’ ανακόπτων είχε νόμιμα παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο, οπότε με τη νόμιμη παράστασή του χωρίς εναντίωσή του καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του σε αυτή (βλ. έτσι η ΕφΠειρ 35/2015 στη Νόμος), απαραδέκτως προβάλλεται με τον παραπάνω ορισμένο τρόπο μετά τη συζήτηση της ανακοπής με την προσθήκη των προτάσεών του. Τούτο, γιατί ναι μεν κατ’ άρθρο 336 παρ.2 ΚΠολΔ «πραγματικά γεγονότα γνωστά στο δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργειά του λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, αν η αλήθειά τους ισχύει απέναντι σε όλους», όπως τέτοια δικαστική ενέργεια συνιστά και η αναβολή της υπόθεσης κατόπιν εκφώνησής της και δήλωσης παράστασης από τους πληρεξούσιους δικηγόρους εκ του πινακίου κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, πλην όμως ο διάδικος πρέπει να επικαλεσθεί παραδεκτά ο ίδιος το εν λόγω κρίσιμο γι’ αυτόν γεγονός (βλ. Τέντε σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π., σελ. 678, 679, παρ.4) και μάλιστα εμπρόθεσμα, ήτοι εν προκειμένω ο καθ’ου έπρεπε να το προβάλει με τις κατατεθείσες στο ακροατήριο προτάσεις του και όχι με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων μετά τη συζήτηση της υπόθεσης. Τούτο, αφού στην τελευταία περίπτωση καταλύεται το δικαίωμα του β’ ανακόπτοντος της εκατέρωθεν ακροάσεως κατ’ άρθρο 110 παρ.2, γιατί δεν του δίνεται η δυνατότητα να αμφισβητήσει ότι παρείχε πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο, που παρέστη γι’ αυτόν κατά την αρχική δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση στη δικάσιμο, κατά την οποία ο β’ ανακόπτων ερημοδικάσθηκε. Ενόψει των ανωτέρω, αφού πιθανολογήθηκε βάσιμος ο λόγος ανακοπής του β’ ανακόπτοντος ότι δεν κλητεύθηκε νόμιμα στην πραγματική διεύθυνση κατοικίας του για τη συζήτηση της από 20.7.2014 εφέσεώς του, με αποτέλεσμα στη μετ’ αναβολή δικάσιμο της 20.10.2016 να ερημοδικασθεί και να απορριφθεί η έφεσή του ως ανυποστήρικτη με την 20/2017 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει δεκτή ως προς αυτόν η υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας, ακολούθως δε, κατ’ άρθρο 509 ΚΠολΔ, να εξαφανισθεί η ανακοπτόμενη απόφαση, να επιστραφεί το προκαταβληθέν παράβολο ερημοδικίας στον ανακόπτοντα και να προχωρήσει το Δικαστήριο αυτό στην εξέταση της παραπάνω εφέσεως.

ΙΙ. Η από 20.7.2014 (με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά …./2014) έφεση κατά της 2277/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την από 17.10.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./24.10.2011) αγωγή του εφεσίβλητου κατά των εκκαλούντων και δέχθηκε εν μέρει αυτή, έχει ασκηθεί νομότυπα, κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25.7.2014 κι εμπρόθεσμα, καθώς δεν προκύπτει από κάποιο έγγραφο επίδοση της εκκαλούμενης πριν την ημερομηνία αυτή, χωρίς να έχει παρέλθει από τη δημοσίευσή της στις 7.5.2014 τριετία, όπως όριζε τότε το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, λοιπόν, να γίνει τυπικά δεκτή από το παρόν αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια τακτική διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της κατατέθηκαν τα παράβολα με αριθμούς …/2014 ποσού 40 ευρώ του Δημοσίου, …./2014 ποσού 40 ευρώ του Δημοσίου, …./2014 ποσού 60 ευρώ υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. και …../2014 ποσού 60 ευρώ υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.

ΙΙΙ. Με την από 17.10.2011 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2011) αγωγή του ο νυν εφεσίβλητος οδοντίατρος, που διατηρεί ιατρείο στην …. Κυκλάδων, υποστήριζε ότι οι εναγόμενοι και μετέπειτα εκκαλούντες στις αρχές Αυγούστου του 2011, με αφορμή την ανάθεση σε αυτόν επισκευής της κάτω τεχνητής οδοντοστοιχίας της πρώτης εναγόμενης, προκάλεσαν σε βάρος του επεισόδιο, κατά το οποίο τον εξύβρισαν, τον απείλησαν και χειροδίκησαν εναντίον του, με αποτέλεσμα αυτός να υποστεί παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του ως προς την τιμή και την υπόληψή του, προσβολή που συνιστά και αδικοπραξία και ότι εξ αυτού του λόγου του οφείλεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ενόψει των ανωτέρω, ζητούσε: α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παραλείψουν την ίδια προσβολή του στο μέλλον, απειλουμένης εναντίον ενός εκάστου χρηματικής ποινής ποσού 40.000 ευρώ και β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 100.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι οφείλουν να του καταβάλουν, ομοίως ο καθένας εις ολόκληρον, το ποσό των 600.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους και την προσβολή της προσωπικότητάς του,  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την πρώτη σωρευόμενη αγωγή παράλειψης μελλοντικής προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, δέχθηκε εν μέρει τη δεύτερη σωρευόμενη αγωγή για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Ήδη με την έφεσή του ο δεύτερος εκκαλών παραπονείται αφενός για την απόρριψη της προβληθείσας πρωτοδίκως ένστασης κατά τόπο αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφετέρου για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Αναφορικά με τον υπό στοιχείο Ζ’ λόγο εφέσεως, που αφορά στην απόρριψη της ένστασης κατά τόπο αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων του δεύτερου εναγόμενου στον πρώτο βαθμό, το σχετικό ισχυρισμό του, που τον στήριξε στο ότι τυγχάνει κάτοικος Ίου, τον πρόβαλε με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του (σελίδα 2), που κατατέθηκαν στις 4.12.2013, ήτοι μετά τη συζήτηση της υπόθεσης που έγινε στη δικάσιμο της 27.11.2013, εντός του οκταήμερου που το άρθρο 237 παρ.4 ΚΠολΔ, ως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 23 του ν. 3994/2011, πρόβλεπε για την αξιολόγηση των αποδείξεων και για την αντίκρουση των ισχυρισμών, που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παρ.2 ΚΠολΔ. Το παραπάνω Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό, διαλαμβάνοντας ότι «η ένσταση κατά τόπο αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου (για το λόγο ότι και ο δεύτερος εναγόμενος τυγχάνει κάτοικος …. Κυκλάδων) απαραδέκτως υποβλήθηκε από τους εναγόμενους το πρώτον μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, με την από 2-12-2013 προσθήκη των προτάσεών τους, αντί να υποβληθεί, ως έδει, με τις προτάσεις τους ή με δήλωση στα πρακτικά (άρθ. 42, 263α’ ΚΠολΔ) και συνεπώς, θεωρείται ότι η τυχόν τοπική αναρμοδιότητα καλύφθηκε ένεκα της παράστασης στο ακροατήριο των εναγομένων και της μη εμπρόθεσμης εναντίωσής τους (βλ. Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ τόμος Ι υπό άρ. 42, σελ. 100 αριθ. 4), προσέτι δε, εν προκειμένω, δεν παραβιάζεται αποκλειστική (και όχι απλώς συντρέχουσα) αρμοδιότητα άλλου Δικαστηρίου, ώστε το παρόν Δικαστήριο να υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ανωτέρω ένσταση ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ανεξάρτητα δηλαδή από την παραδεκτή ή μη πρότασή της». Στην κρίση της αυτή η εκκαλουμένη δεν έσφαλε. Τούτο, καθώς κατά το άρθρο 42 του ΚΠολΔ «1. Πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Η συμφωνία πρέπει να είναι ρητή, όταν πρόκειται για διαφορές, για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα. 2. Θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας». Εάν λοιπόν έχουν κατατεθεί οι προτάσεις προ της συζητήσεως, μπορεί να γίνει η πρόταση της κατά τόπον αναρμοδιότητας με τη μεταγενέστερη προσθήκη, υπό τον όρο ότι πρόκειται για την προσθήκη των δεκαπέντε ημερών πριν από τη δικάσιμο του άρθρου 237 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τη συζήτηση της παραπάνω αγωγής και όχι για την προσθήκη των οκτώ ημερών μετά τη συζήτηση της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου. Τούτο, διότι, κατά την προσθήκη των προτάσεων μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν επιτρέπεται η προβολή ενστάσεων, αλλά μόνο η αξιολόγηση των αποδείξεων και η αντίκρουση οψίμως προβληθέντων ισχυρισμών (βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Γενικαί Αρχαί και κατ’ άρθρον ερμηνεία, Τόμος πρώτος, έκδοση 1973, σελ. 266 παρ.3, υπό τα αναλόγως τότε ισχύοντα στην Πολιτική Δικονομία, που παραπέμπει στην ΕφΠατρ 116/1971, Δίκη 2, σελ. 489). Επομένως, απαραδέκτως πρόβαλε ο δεύτερος εναγόμενος ένσταση κατά τόπο αναρμοδιότητας το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεων για την αξιολόγηση των αποδείξεων μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και ο σχετικός λόγος έφεσής του τυγχάνει νόμω αβάσιμος.

Επίσης, σχετικά με τον υπό στοιχείο Στ΄ λόγο εφέσεως, με τον οποίο ο δεύτερος εκκαλών αιτιάται την εκκαλουμένη ότι τα γενόμενα από αυτή δεκτά έγιναν καθ’ υπέρβαση των όσων περιγράφονται στην επίδικο αγωγή, όπου η ισχυριζόμενη ηθική βλάβη του εφεσίβλητου είναι καθ’ όλα αόριστη, πρέπει να σημειωθεί ότι τούτο δεν ευσταθεί. Προϋποθέσεις, για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57, 59 ΑΚ και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι α) η προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητα, σε οποιαδήποτε έκφανση αυτής, όπως είναι και η προσβολή της τιμής και της υπόληψης ενός επιστήμονα ή επαγγελματία καταξιωμένου στο χώρο του (βλ. ΑΠ 193/2018 στη Νόμος), β) η προσβολή να είναι παράνομη και τέτοια είναι, όταν υπάρχει διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, αδιάφορα αν η απαγόρευση βρίσκεται στο αστικό ή το ποινικό δίκαιο (όπως είναι η εξύβριση κατ’ άρθρο 361 ΠΚ, η απειλή κατ’ άρθρο 333 ΠΚ και η απόπειρα παράνομης βίας κατά τα άρθρα 330 και 42 ΠΚ, που ως πράξεις περιγράφονται στην ένδικη αγωγή),  ή σε άλλους κανόνες δημοσίου δικαίου ή και ειδικούς νόμους. Για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως απαιτείται και πταίσμα εκείνου, από τον οποίο προέρχεται η προσβολή και ειδικότερα για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως κατά το άρθρο 59 ΑΚ απαιτείται η προκαλούμενη από την προσβολή ηθική βλάβη να είναι σημαντική (Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ αρθ. 59 -Κ παρ. 8). Κατά συνέπεια, από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 299, 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι τότε μόνο μπορεί να ζητηθεί από κάποιον χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, όταν αυτός προσβάλλεται στην προσωπικότητά του με παράνομη και υπαίτια πράξη, που συνιστά δηλαδή αδικοπραξία και προξενεί ηθική βλάβη (ΑΠ 756/2011, ΑΠ 167/2000, ΕφΠειρ. 756/2014, ΕφΔυτ. Μακ 50/2012, ΕφΑιγ 6/2017 όλες δημοσιευμένες στη Νόμος). Στην υπό κρίση αγωγή, όλα τα παραπάνω στοιχεία διαλαμβάνονται αναλυτικά και λεπτομερώς και ως εκ τούτου αυτή είναι πλήρως ορισμένη, τα αντίθετα δε προβαλλόμενα από το δεύτερο εκκαλούντα τυγχάνουν ουσία αβάσιμα.

Περαιτέρω, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, …….. και …….., που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα υπ’ αριθμ. 2277/2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από την ενώπιον της Συμβ/φου …. Κυκλάδων ………. νομοτύπως κι εμπροθέσμως ληφθείσα με επιμέλεια του ενάγοντος υπ’ αριθμ. …./28.6.2013 ένορκη βεβαίωση του ……(βλ. την υπ’ αριθμ. …./11.6.2013 και …/3.6.2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σύρου ….  και της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …… αντίστοιχα προς την πρώτη και το δεύτερο εναγόμενους), μη λαμβανομένης υπόψη της επιμελεία του δεύτερου εναγόμενου-εκκαλούντος ληφθείσας υπ’αριθμ. …/3-10-2018 ένορκης βεβαίωσης της ….. ., ως προς την οποία δεν προκύπτει κλήτευση του εφεσίβλητου, από τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι παραπάνω διάδικοι, μεταξύ των οποίων και όσων προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό, αφού δεν προέκυψε βαριά αμέλεια των διαδίκων, ούτε πρόθεση στρεψοδικίας, μεταξύ δε των εγγράφων περιλαμβανομένων και της 267/2015 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου και της 338/2017 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου, που καίτοι δεν αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη, εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, μη λαμβανομένων υπόψη των σχετικών 1 έως 10 που προσκομίσθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από τον εκκαλούντα και των οποίων δεν έγινε σαφής επίκληση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του καθενός προσαγόμενου αποδεικτικού μέσου μεταξύ δε αυτών και οι από 24.10.2013 υπεύθυνες δηλώσεις των ………. και ……., που αποτελούν ούτως ή άλλως μη επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, γιατί δόθηκαν ως μαρτυρίες τρίτων, που δεν εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, ούτε δόθηκαν μέσω ένορκων βεβαιώσεων, ως ορίζει ο νόμος, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη (βλ. ΟλΑΠ 8/1987, Δίκη 1987, σελ. 530, ΝοΒ 1988, σελ. 75), λαμβανομένης, όμως, υπόψη της από 26.9.2011 βεβαίωσης οδοντιάτρου, την οποία επικαλείται στην έφεσή του ο δεύτερος εκκαλών, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τυγχάνει χειρουργός-οδοντίατρος και διατηρεί ιδιωτικό οδοντιατρείο στη Χώρα της …. Κυκλάδων. Στις 26.7.2011, η πρώτη εναγόμενη, …….., που είναι μόνιμη κάτοικος …., επισκέφθηκε το οδοντιατρείο του ενάγοντος, τον οποίο γνώριζε από το σύζυγό της (ήδη αποβιώσαντα), που στο παρελθόν είχε δεχθεί τις οδοντιατρικές του υπηρεσίες και προσκόμισε μία τεχνητή οδοντοστοιχία κάτω γνάθου, σπασμένη σε δύο κομμάτια. Την οδοντοστοιχία αυτή είχε κατασκευάσει στην Αθήνα, πριν από τρία χρόνια, η οδοντίατρος ……. και κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα είχε κάνει χρήση αυτής η ………, χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα. Ο ενάγων, αφού εξέτασε τη σπασμένη οδοντοστοιχία, πρότεινε να της φτιάξει καινούρια, αντί του ποσού των 600 ευρώ. Ωστόσο, η πρώτη εναγόμενη θεώρησε το ποσό αυτό υψηλό και ρώτησε τον ενάγοντα αν μπορούσε να επισκευάσει την παλιά οδοντοστοιχία. Ο τελευταίος τη διαβεβαίωσε ότι κάτι τέτοιο γίνεται με συγκόλληση και ανέλαβε να στείλει την οδοντοστοιχία σε οδοντοτεχνίτη, με τον οποίο συνεργαζόταν στην Αθήνα, προκειμένου να την επισκευάσει, το δε κόστος της επισκευής θα ανερχόταν στο ποσό των 120 ευρώ. Ο ενάγων ανέφερε στην ανωτέρω ότι πιθανόν μελλοντικά να χρειαζόταν να γίνει και αναγόμωση της οδοντοστοιχίας, χωρίς όμως να αποδεικνύεται ότι η ………. αρνήθηκε την αναγόμωση και ότι επέμεινε να γίνει μόνο συγκόλληση, κάτι που άλλωστε θα απαιτούσε η τελευταία να έχει τις κατάλληλες οδοντιατρικές γνώσεις. Κατόπιν των ανωτέρω, η πρώτη εναγόμενη άφησε στο οδοντιατρείο του ενάγοντος τη σπασμένη οδοντοστοιχία, για να τη στείλει για επισκευή, με τη συμφωνία να ειδοποιηθεί από τον ενάγοντα, όταν η οδοντοστοιχία θα ήταν έτοιμη. Μετά από δύο ημέρες, αυτός ειδοποίησε τηλεφωνικά τη ……….. ότι η οδοντοστοιχία ήταν έτοιμη και ότι μπορούσε να προσέλθει στο ιατρείο του, για να την παραλάβει. Στις 30.7.2011, η πρώτη εναγόμενη επισκέφθηκε το οδοντιατρείο, πλην όμως, όταν δοκίμασε να φορέσει την οδοντοστοιχία, διαπίστωσε ότι αυτή δεν εφάρμοζε σωστά στο στόμα της, καθώς έβγαινε προς τα έξω και την πονούσε, στις δε αμφιβολίες της, για το αν ήταν σωστά επισκευασμένη η οδοντοστοιχία, ο οδοντίατρος τη διαβεβαίωσε ότι θα έστρωνε στο στόμα και της πρότεινε, σε περίπτωση που αυτή εξακολουθούσε να κουνιέται, να χρησιμοποιήσει ειδική κόλλα. Κατόπιν τούτου, η πρώτη εναγόμενη παρέλαβε την τεχνητή οδοντοστοιχία και πλήρωσε τον ενάγοντα. Ωστόσο, οι πόνοι της δεν υποχώρησαν, οπότε την 3.8.2011, ο σύζυγός της τηλεφώνησε στον ενάγοντα και τον ενημέρωσε σχετικά, ο τελευταίος δε ζήτησε να περάσει από το ιατρείο του η εναγόμενη για να τη δει, όπως και έγινε. Επίσης, η πρώτη εναγόμενη επικοινώνησε τηλεφωνικά με την οδοντίατρο, που είχε κατασκευάσει αρχικά την οδοντοστοιχία στην Αθήνα και η οποία τότε έλειπε σε διακοπές, η τελευταία δε της πρότεινε ως ενδεδειγμένη λύση να σπάσει ο ενάγων τη μασέλα και να την ξανακολλήσει. Ακολούθως, κατά τη συνάντηση της πρώτης εναγόμενης με τον ενάγοντα στο ιατρείο του την ίδια ημέρα, αυτός προσπάθησε να τοποθετήσει την οδοντοστοιχία στο στόμα της, πλην όμως διαπίστωσε ότι δεν εφάρμοζε σωστά και διατύπωσε την άποψη ότι εξαρχής δεν είχε γίνει ορθή οδοντοτεχνική εργασία. Η πρώτη εναγόμενη τότε υποστήριξε ότι τρία χρόνια δεν είχε κανένα πρόβλημα και του μετέφερε την άποψη της οδοντιάτρου της ότι εκείνος έπρεπε να σπάσει την οδοντοστοιχία και να την επανακολλήσει. Ακολούθως, υπήρξε λεκτική αντιπαράθεση, καθώς ο ενάγων της είπε ότι εκείνος ήταν ο γιατρός και γνώριζε τι χρειάζεται, οπότε της πρότεινε να γίνει αναγόμωση, κάτι που απαιτούσε επιπλέον χρέωση, η δε πρώτη εναγόμενη επέμενε στο σπάσιμο και την επανασυγκόλληση της οδοντοστοιχίας της, τέλος δε εκνευρισμένη, αποχώρησε προσωρινά από το οδοντιατρείο, για να βρει το τηλέφωνο της οδοντιάτρου, που είχε κατασκευάσει την τεχνητή οδοντοστοιχία και επέστρεψε λίγη ώρα αργότερα, συνοδευόμενη από τον υιό της, δεύτερο εναγόμενο. Ο ενάγων επανέλαβε στον τελευταίο τη θέση του για το τι έπρεπε να γίνει, κατόπιν όμως παράκλησης των εναγόμενων, εκείνος επικοινώνησε τηλεφωνικά με τη συνάδελφό του οδοντίατρο, που είχε κατασκευάσει εξαρχής την οδοντοστοιχία και μίλησε ιδιαιτέρως μαζί της από το γραφείο του, χωρίς οι εναγόμενοι να ακούν το περιεχόμενο της συνομιλίας τους. Στη συνέχεια, ο ενάγων άνοιξε την πόρτα του γραφείου και έδωσε το τηλέφωνο στην πρώτη εναγόμενη, για να μιλήσει με την οδοντίατρο και να την κατευνάσει, η δε οδοντίατρος συνέστησε στην εναγόμενη να μη φύγει, καθώς ο ενάγων θα έσπαγε ξανά την οδοντοστοιχία, θα την ξανακολλούσε και θα της έκανε αναγόμωση. Με αφορμή, όμως, το τηλεφώνημα αυτό εξήφθησαν τα πνεύματα, οπότε αμφότεροι οι εναγόμενοι, εμφανώς εξαγριωμένοι, θεωρώντας τον οδοντίατρο υπεύθυνο για τη μη επισκευή της οδοντοστοιχίας και ότι αδικαιολόγητα δεν δεχόταν να κάνει αυτά που του έλεγαν, απηύθυναν σε αυτόν την εξυβριστική φράση «…Είσαι αλμπάνης. Δεν είσαι γιατρός, ξέρουμε τι είσαι…», ο δε δεύτερος εναγόμενος του απηύθυνε επιπλέον την απειλητική φράση «…Θα σε θάψω, αν δεν κάνεις αυτό που σου λέει η μητέρα μου…», εν συνεχεία δε, η μεν πρώτη εναγόμενη χτύπησε ελαφρώς με τα χέρια της στο πρόσωπο τον ενάγοντα, ο δε δεύτερος εναγόμενος τον απώθησε ελαφρώς δια των χειρών του. Ακολούθως, ο ενάγων ζήτησε από τους εναγόμενους να φύγουν, γιατί διαφορετικά θα καλούσε την αστυνομία. Οι εναγόμενοι απάντησαν ότι δεν αποχωρούν, καθώς από δική του κακοτεχνία δεν είχε συγκολληθεί σωστά η οδοντοστοιχία και αυτός δεν είχε προβεί στις εργασίες, που είχε αναλάβει και τις οποίες είχε προπληρωθεί, απαιτώντας την επιδιόρθωση της οδοντοστοιχίας. Τότε, εκείνος κάλεσε την αστυνομία, με τη συνδρομή της οποίας οι εναγόμενοι αποχώρησαν από το οδοντιατρείο του και αυθημερόν μετέβη στο Α.Τ. …., καταγγέλλοντας τους πρώτους για το παραπάνω περιστατικό και έγινε σχετική καταγραφή στο βιβλίο συμβάντων. Δεν αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια του επεισοδίου, ο ενάγων εξύβρισε και αυτός τους εναγόμενους και μάλιστα με τις φράσεις «μωρή χωριάτισσα» την πρώτη εναγόμενη, και με τις φράσεις «Εσύ μαλακισμένο μη μιλάς, ξέρω τι κωλόπαιδο είσαι!», «χωριάτη άι στο διάολο μαλακισμένε του κερατά» τον δεύτερο εναγόμενο, όπως αυτός υποστηρίζει με την έφεσή του. Σχετικά με το παραπάνω συμβάν, πλην των εμπλεκομένων, μοναδικός αυτήκοος μάρτυρας φέρεται να ήταν ο ………, ο οποίος στην υπ’ αριθμ. ………/28.6.2013 ένορκη βεβαίωσή του αναφέρει ότι το μεσημέρι της 3ης Αυγούστου 2011 και ώρα 13.30 είχε ραντεβού για συνέχιση θεραπείας στο οδοντιατρείο του ενάγοντος και ότι πήγε λίγο νωρίτερα και καθώς ανέβαινε τις σκάλες, που οδηγούσαν στο ιατρείο, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο της οικοδομής, άκουσε φωνές και να λέγονται τα συγκεκριμένα ως άνω λόγια, ότι ταράχτηκε και έφυγε από το ιατρείο και ότι την ίδια ημέρα έμαθε από τον οδοντίατρο ότι αυτοί που φώναζαν ήταν η ……. και ο γιος της … …. Παρότι ο εν λόγω ενόρκως βεβαιώσας αποσιώπησε το γεγονός ότι δεν ήταν απλός πελάτης του ενάγοντος αλλά σπιτονοικοκύρης του, όπως το επισημαίνει ο δεύτερος εκκαλών, εντούτοις δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι δεν είχε κάποιο ραντεβού στο οδοντιατρείο του ενάγοντος, ότι δεν ανέβηκε τα σκαλιά του πρώτου ορόφου και ότι δεν άκουσε τα όσα καταθέτει. Αντίθετα, οι μάρτυρες ….. και ………, που κατέθεσαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια των διαδίκων, μεταφέρουν τα όσα άκουσαν από αυτούς και δεν ήταν μπροστά στο παραπάνω επεισόδιο. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος και ειδικότερα σε ό,τι αφορά το δεύτερο εναγόμενο-εκκαλούντα: α) οι παραπάνω ενέργειές του είναι παράνομες, καθώς αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 330 σε συνδυασμό με το 42, 333 και 361 του ΠΚ και υπαίτιες, αφού έγιναν με δόλο, β) η παραπάνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του μείωσε την τιμή και την αξιοπρέπεια του ενάγοντος στο φιλικό και κοινωνικό του περιβάλλον αλλά και την επαγγελματική υπόληψή του στην κλειστή κοινωνία της …. Κυκλάδων, αφού το παραπάνω επεισόδιο έγινε ευρύτερα γνωστό και συζητήθηκε από τους μόνιμους κατοίκους του νησιού και γ) υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια της πρόσφορης αιτίας μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και του ανωτέρω επιζήμιου αποτελέσματος (ήτοι της επέλευσης της συγκεκριμένης μη περιουσιακής ζημίας). Συνεπεία των ανωτέρω, ο ενάγων, εξαιτίας της αδικοπρακτικής και προσβλητικής της προσωπικότητάς του συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου υπέστη ψυχική ταλαιπωρία από τη σύγχυση, που του προκάλεσε το παραπάνω επεισόδιο και στενοχώρια, με αποτέλεσμα να προκληθεί σε αυτόν ηθική βλάβη. Εντούτοις, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τις οποίες δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συναξιολόγησε για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στον ενάγοντα ποσού 5.000 ευρώ, δεν ταυτίζονται με αυτές, που αποδείχθηκαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι το επεισόδιο αυτό προκλήθηκε από συγκεκριμένη αιτία και δη εξαιτίας της εκ μέρους του ενάγοντος μη ορθής επιδιόρθωσης της τεχνητής οδοντοστοιχίας της πρώτης εναγόμενης, παρότι του καταβλήθηκε ολόκληρη η αμοιβή του ποσού 120 ευρώ. Συγκεκριμένα, ο ενάγων ερωτήθηκε από την πρώτη εναγόμενη αν μπορούσε να επισκευασθεί η τεχνητή οδοντοστοιχία της και αυτός απάντησε θετικά. Εκείνη κατάλαβε ότι ο οδοντίατρος θα της επέστρεφε την οδοντοστοιχία πλήρως λειτουργική, λόγος για τον οποίο άλλωστε απευθύνθηκε σε εκείνο. Ο ενάγων όφειλε ως επιστήμονας οδοντίατρος να της εξηγήσει εξαρχής ότι η τεχνητή οδοντοστοιχία της δεν μπορούσε να επιδιορθωθεί με απλή συγκόλληση, αλλά ότι απαιτείτο και αναγόμωση και να προσδιορίσει την αμοιβή του βάσει και των δύο αυτών οδοντιατρικών πράξεων. Η ίδια, ως μη οδοντίατρος, δεν μπορούσε να έχει άποψη για τον τρόπο, που έπρεπε να γίνει η επιδιόρθωση, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, ούτε είχε λόγο να επιμένει εξαρχής ότι χρειάζεται μόνο συγκόλληση και όχι και αναγόμωση της οδοντοστοιχίας, όπως ο ενάγων ισχυρίζεται. Αντίθετα, εκείνος περιορίσθηκε να συγκολλήσει τη σπασμένη οδοντοστοιχία και να την παραδώσει στην πρώτη εναγόμενη, με τη σύσταση να βάλει αυτή ειδική κόλλα, σε περίπτωση που η μασέλα κουνιόταν στο στόμα της και δεν εφάρμοζε σωστά. Αποτέλεσμα ήταν, όταν πια η πρώτη εναγόμενη κατάλαβε ότι η οδοντοστοιχία της δεν ήταν λειτουργική, να εκνευρισθεί, να απευθυνθεί τηλεφωνικά στην οδοντίατρο, που είχε κατασκευάσει εξαρχής την τεχνητή οδοντοστοιχία, για συμβουλή και να ζητήσει να τη συνοδεύσει ο δεύτερος εναγόμενος- δεύτερος εκκαλών στο οδοντιατρείο του ενάγοντος, για να του ζητήσουν μαζί το λόγο, καθώς, ενώ είχε πληρωθεί για την επισκευή της οδοντοστοιχίας, την παρέδωσε μη λειτουργική. Η αντίδραση του δεύτερου εναγόμενου-εκκαλούντος συνιστά αδικοπραξία, καθώς αυτός, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει τη θέση της μητέρας του, παρεκτράπηκε και εκδήλωσε την προπεριγραφείσα προσβλητική σε βάρος της προσωπικότητας του ενάγοντος-εφεσίβλητου συμπεριφορά, με την οποία μείωσε την τιμή και την υπόληψή του, απαιτώντας την επισκευή της οδοντοστοιχίας με τον παραπάνω απρεπή τρόπο. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τις εν γένει συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το βαθμό πταίσματος του δεύτερου εκκαλούντος-εναγόμενου κατά το ένδικο επεισόδιο, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του εφεσίβλητου και του δεύτερου εκκαλούντος (ο εφεσίβλητος είναι οδοντίατρος, ο δεύτερος εκκαλών διατηρεί ξενοδοχειακή επιχείρηση στην …….), το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, το Δικαστήριο αυτό κρίνει ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων δικαιούται να λάβει από το δεύτερο εκκαλούντα-εναγόμενο χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, η οποία καθορίζεται στο εύλογο ποσό των 500 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επεδίκασε για την αιτία αυτή το ποσό των 5.000 ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και γι’ αυτό πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσία η έφεσή του κι αφού εξαφανισθεί ως προς το δεύτερο εκκαλούντα η  2277/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, πρέπει το Δικαστήριο αυτό να κρατήσει και να δικάσει την από 17.10.2011 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../24.10.2011) αγωγή κατά αυτού, να την κάνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία  και να υποχρεώσει το  δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 500, ευρώ εις ολόκληρον ευθυνόμενος για το ποσό αυτό με την πρώτη εναγόμενη, ως προς την οποία δεν εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου-ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του δεύτερου εκκαλούντος- δεύτερου εναγόμενου ανάλογα με την έκταση της νίκης του πρώτου έναντι του δεύτερου κατά την έκβαση της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 178 παρ.1 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, το κατατεθέν παράβολο για την άσκηση της από 20.7.2014 έφεσης πρέπει να επιστραφεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ στο δεύτερο εκκαλούντα,  λόγω του ότι η έφεσή του έγινε δεκτή, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, κατά την άποψη δε της Προέδρου, λόγω της μερικής  νίκης του, με τη μερική παραδοχή της σε βάρος του αγωγής (495 παρ. 3 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται αυτή τυπικά και την απορρίπτει κατ’ ουσία ως προς την πρώτη ανακόπτουσα.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του με αριθμό γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ….. παραβόλου ανακοπής ερημοδικίας ποσού διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ, που κατέθεσε η πρώτη ανακόπτουσα για την άσκηση της ανακοπής.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την ανακοπή ερημοδικίας που άσκησε ο δεύτερος ανακόπτων.

Εξαφανίζει ως προς το δεύτερο ανακόπτοντα την 20/2017 απόφαση του Εφετείου Πειραιά.

Διατάσσει την επιστροφή στο δεύτερο ανακόπτοντα του με αριθμό γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ….. παραβόλου ανακοπής ερημοδικίας ποσού διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ, που αυτός κατέθεσε για την άσκηση της κριθείσας ανακοπής ερημοδικίας.

Δικάζει την από 20.7.2014 (με αριθμό κατάθεσης …./2014) έφεση αντιμωλία του δεύτερου εκκαλούντος και του εφεσίβλητου.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία αυτή.

Εξαφανίζει την 2277/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς το δεύτερο εναγόμενο, κατά το εκκληθέν κεφάλαιο της δεύτερης σωρευόμενης στο ίδιο αγωγικό δικόγραφο αγωγής.

Κρατεί και δικάζει την από 17.10.2011 (με αριθμό κατάθεσης …../2011) αγωγή κατά του δεύτερου εναγόμενου ως προς το εκκληθέν κεφάλαιο της δεύτερης σωρευόμενης αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει το δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα, ευθυνόμενη ως προς το ποσό αυτό εις ολόκληρον μαζί του και η πρώτη εναγόμενη, το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή στο δεύτερο εκκαλούντα των παραβόλων με αριθμούς ../2014 ποσού σαράντα (40) ευρώ του Δημοσίου, ../2014 ποσού σαράντα (40) ευρώ του Δημοσίου, …../2014 ποσού εξήντα (60) ευρώ υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. και …/2014 ποσού εξήντα (60) ευρώ υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου-ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος του δεύτερου εκκαλούντος-δεύτερου εναγόμενου και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 21 Μαρτίου 2019 Και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 6 Μαΐου 2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ