Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 254/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    254         /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 2-4-2015 (αρ. κατάθ. …./2015) έφεση κατά της υπ’ αρ. 994/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία επί της από 23-7-2013 (αρ. κατάθ. …./2013) ανακοπής της ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί από την ηττηθείσα καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσα, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου  στις 20-4-2015 και εντός τριετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 24-3-2015, δεδομένου ότι από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ).  Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και  533 ΚΠολΔ), ενώ σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα   στο  δημόσιο  ταμείο  το  απαιτούμενο,  κατ’ άρθρο  495 ΚΠολΔ,

παράβολο.

Με την ένδικη ανακοπή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας, η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ζητούσε για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους να ακυρωθεί η από 15-7-2013 επιταγή, που συντάχθηκε κάτω από το με αρ. …./15-7-2013 αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου του υπ’ αρ. …./3-11-2010 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλλει στην καθ’ ης συνολικά το ποσό των 19.242,75 ευρώ εντόκως, για απαίτηση της τελευταίας προερχόμενη από την υπό χρονολογία  3-11-2003 σύμβαση αγοραπωλησίας της περιγραφόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αρ. 994/2015 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία έκανε αυτή δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη και ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά της παραπάνω απόφασης η καθ’ ης η ανακοπή άσκησε την κρινόμενη έφεσή της, με την οποία για τους λόγους που επικαλείται, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης ώστε να απορριφθεί η ανακοπή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 537 και 540 ΑΚ, όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 3043/2002 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου σύναψης της ένδικης σύμβασης πώλησης, προκύπτει ότι επί πώλησης πράγματος, το οποίο κατά το χρόνο της παράδοσης του από τον πωλητή στον αγοραστή έχει πραγματικά ελαττώματα, παρέχεται στον αγοραστή το δικαίωμα να ζητήσει τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάστασή του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού. Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκειά της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος (ΑΠ 267/2015, ΑΠ 1381/2013 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, δε η άσκηση του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος, αντικείμενο και αίτημα έχει τη μείωση αυτού κατά τη διαφορά της αξίας του πράγματος με και χωρίς το ελάττωμα, οπότε η σύμβαση ανατρέπεται στο βαθμό που μειώνεται η υποχρέωση του αγοραστή ως προς το τίμημα (ΑΠ 1730/2001), η άσκηση δε του δικαιώματος αυτού γίνεται είτε με δήλωση του αγοραστή, η οποία από την περιέλευση στον πωλητή επιφέρει τη διαμόρφωση του μειωμένου τιμήματος, είτε με σχετική αγωγή, είτε κατ’ ένσταση (ΑΠ 796/2015, ΑΠ 754/2005 ΝΟΜΟΣ). Το δικαίωμα για μείωση του τιμήματος είναι διαπλαστικό και με την άσκηση του ο αγοραστής επιδιώκει είτε την επιστροφή μέρους του καταβληθέντος τιμήματος είτε, σε περίπτωση που δεν καταβλήθηκε, να θεωρηθεί ένα μέρος του μη οφειλόμενο (ΕΑ 9456/2002ΕλΔνη 2003.857, Μ.Μαργαρίτης -Α.Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία ΑΚ και ΕισΝΑΚ, εκδ. 2016, υπό άρθρα 540-542, αρ. 13). Η μείωση του τιμήματος υπολογίζεται με την εκτίμηση αρχικά της αξίας του ελαττωματικού πράγματος και στη συνέχεια εκτιμάται η αξία του πράγματος χωρίς το ελάττωμα και με τον τρόπο αυτό διαπιστώνεται η αναλογία που υπάρχει μεταξύ των δύο εκτιμήσεων. Για τον υπολογισμό της αξίας του πράγματος με το ελάττωμα και χωρίς αυτό λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της συνάψεως της συμβάσεως σε αντιδιαστολή με εκείνον της προβολής της αξιώσεως. Εάν όμως το τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε μεταγενέστερο χρόνο, τότε για τον υπολογισμό της μειώσεως πρέπει, σε περίπτωση αμφιβολίας, να λαμβάνεται υπόψη το χρονικό αυτό σημείο. Το ακριβές ύψος της μειώσεως του τιμήματος προσδιορίζεται κατά τη μέθοδο του αποκαλουμένου «σχετικού υπολογισμού», προσδιορίζεται δηλαδή η κατά τον χρόνο της πωλήσεως αγοραία αξία του ελαττωματικού πράγματος και η κατά τον ίδιο χρόνο αγοραία αξία του ιδίου πράγματος, αλλά χωρίς το ελάττωμα, ούτως ώστε από την αναλογία που θα προκύψει μεταξύ των δύο αξιών να μειώνεται το συμφωνηθέν τίμημα. Η μέθοδος αυτή έχει ως βάση το συμφωνηθέν τίμημα του ελαττωματικού πράγματος και προς εξεύρεση του ζητούμενου, δηλαδή του μειωμένου τιμήματος, χρησιμοποιεί ως συνιστώσες αυτής τα ως άνω μεγέθη και τον μαθηματικό τύπο Χ=Σ Χ Ε/Α, όπου (Χ) είναι το ζητούμενο μειωμένο τίμημα, (Σ) είναι το συμφωνηθέν αρχικά τίμημα, (Ε) είναι η αξία του ελλιπούς πράγματος και (Α) η αξία του ίδιου πράγματος χωρίς ελάττωμα. Προφανές είναι ότι όταν το συνομολογηθέν τίμημα πωλήσεως συμπίπτει με την αγοραία αξία του πράγματος μειώνεται κατά τη διαφορά μεταξύ της αγοραστικής αξίας του υγιούς και εκείνης του ελλιπούς πράγματος (ΑΠ 1803/2012, ΑΠ 1373/2010, ΕΠειρ 45/2015, ΕΑ 1782/2010 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο της αγωγής ή της ενστάσεως για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 540 ΑΚ, η οποία παρέχει το δικαίωμα στον αγοραστή να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος,  πρέπει να εκτίθενται σαφώς στην αγωγή ή την προβαλλόμενη ένσταση 1) έγκυρη σύμβαση πωλήσεως, 2) ύπαρξη ελαττώματος ή έλλειψη συνομολογηθείσας ιδιότητας, 3) ευθύνη του πωλητή, ανεξαρτήτως πταίσματος αυτού, για τις ελλείψεις ή τα ελαττώματα αυτά, κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή και 4) η συνεπεία της ελλείψεως της ιδιότητας ή του ελαττώματος μειωμένη αξία του πράγματος και ο προσδιορισμός της τελευταίας, η οποία μπορεί να εξαχθεί και με βάση την αρχικώς συμφωνηθείσα τιμή, την αξία του ελλιπούς πράγματος και την αξία του ίδιου πράγματος υγιούς (ΑΠ 860/2014 ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, με την ανακοπή εκ του άρθρου 933 § 1 ΚΠολΔ επιτρέπεται η εισαγωγή αντιρρήσεων που ανάγονται γενικώς στην απαίτηση. Αυτές λαμβάνονται εκ του ουσιαστικού δικαίου και είναι δυνατόν να αναφέρονται στη γένεση, στην άσκηση ή στην απόσβεση της απαιτήσεως (ΕΠατρ 728/2002 ΝΟΜΟΣ).  Εξάλλου, κατά το άρθρο 934 § 1 ΚΠολΔ, που επιβάλλει την κατά στάδια προσβολή των πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως, «Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή α) αν αφορά την εγκυρότητα του τίτλου ή την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης, β) αν αφορά την εγκυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης και πέρα, ή την απαίτηση έως έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, γ) αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, μέσα σε έξι μήνες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί, και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα». Κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου, «Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης για την κατάσχεση και τελευταία η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης». Εκ των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι τα ελαττώματα της απαιτήσεως, είτε αυτά ανάγονται στη γένεση, είτε στην άσκηση, είτε στην απόσβεση αυτής, συνιστούν λόγους ανακοπής υποκειμένης στην προθεσμία του άρθρου 934 § 1β ΚΠολΔ Επομένως, η ανακοπή η οποία στηρίζεται σε οποιοδήποτε διακωλυτικό ή καταλυτικό της γενέσεως ή της ασκήσεως της εκτελουμένης απαιτήσεως γεγονός ή της με οποιονδήποτε τρόπο αποσβέσεως αυτής πρέπει να ασκηθεί έως την έναρξη της τελευταίας πράξεως εκτελέσεως, δηλαδή έως την σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως, όταν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων (ΑΠ 1873/2014, ΑΠ 340/2006 ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, κατά το άρθρο 933 § 4 ΚΠολΔ, οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως, αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Και τούτο προς αποφυγή της παρέλκυσης της διαδικασίας της εκτέλεσης και για τον περιορισμό των περί την εκτέλεση δικών. Άμεση (παραχρήμα) απόδειξη δεν σημαίνει απλά προαπόδειξη, αλλ’ απόδειξη των ισχυρισμών, που επιφέρουν την απόσβεση της απαίτησης, μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία. Η απαγόρευση περιλαμβάνει, εκτός των ισχυρισμών που στηρίζονται στους αποσβεστικούς λόγους των ενοχών του άρθρου 416 ΑΚ και εκείνες τις ενστάσεις, που υπάγονται, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, στις παρακωλυτικές της άσκησης του δικαιώματος (ΟλΑΠ 49/2005, ΑΠ 895/2014, ΑΠ 1051/2010, ΑΠ 1856/2008  ΝΟΜΟΣ), όπως είναι η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεώς του από το άρθρο 281 ΑΚ, η οποία δεν αναιρεί μεν το δικαίωμα και την απαίτηση που προέρχεται από αυτό, για την οποία γίνεται η εκτέλεση, αποκλείει όμως, την ικανοποίησή της (ΟλΑΠ 10/1993 ΝΟΜΟΣ, Γέσιου -Φαλτσή, ΔίκαιοΑναγκΕκτ, Γεν. μέρος, εκδ. 1998, παρ. 39 VI, σελ. 578-579). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 933 ΚΠολΔ και 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδομένης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση και οι περιστάσεις που διαμορφώθησαν, κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσω συνετού ανθρώπου. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της δημιουργηθείσας καταστάσεως, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις  (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 1873/2014, ΑΠ 1672/2012, ΑΠ 385/2010 ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, όπως ορθώς εκτιμάται το περιεχόμενο του από το Δικαστήριο, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει του υπ’ αρ. …./3-11-2010 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …… αγόρασε από την καθ’ ης ομόρρυθμη εταιρεία μία αυτοτελή κατοικία, η οποία βρίσκεται σε συγκρότημα εξοχικών κατοικιών, που ανήγειρε η τελευταία στο Δήμο …..- Ξυλοκάστρου του νομού Κορινθίας, στην αποκλειστική χρήση της οποίας ανήκει και η με στοιχεία Ρ4 θέση στάθμευσης, αντί τιμήματος 160.000 ευρώ, εκ του οποίου στο συμβόλαιο  αναγράφηκε το ποσό των 89.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην αντικειμενική αξία της. Ότι  το ποσό των 89.000 ευρώ πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε πέντε δόσεις, εκ των οποίων η τελευταία ποσού 19.000 ευρώ ήταν καταβλητέα στις 30-6-2013. Ότι μετά την υπογραφή του συμβολαίου και πριν την παράδοση της κατοικίας πληροφορήθηκε από την καθ’ ης ότι ο χώρος στάθμευσης  που της αντιστοιχούσε δεν μπορούσε να διαμορφωθεί  ως τέτοιος λόγω τεχνικών δυσκολιών και γι’ αυτό είχε διαμορφωθεί ως χώρος πρασίνου. Ότι ο ως άνω χώρος με στοιχεία Ρ4, που της παραδόθηκε, είχε πραγματικό ελάττωμα, καθόσον, εξαιτίας της οριοθέτησής του από μανδρότοιχο και σκάλα και της ύπαρξης σε μικρή από αυτόν απόσταση άλλου κτίσματος, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτου. Ότι με την από 17-5-2013 εξώδικη δήλωσή της άσκησε το κατ’ άρθρο 540 ΑΚ δικαίωμά της προς μείωση του οφειλόμενου τιμήματος κατά το ποσό των 19.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία αγοράς ανάλογης θέσης στάθμευσης και κατά το οποίο ποσό θα μειωνόταν η αξία της κατοικίας που αγόρασε με το ελάττωμα αυτό. Ότι ως εκ τούτου δεν οφείλει την τελευταία δόση του πιστωθέντος τιμήματος ύψους 19.000 ευρώ και είναι άκυρη η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή. Ο λόγος αυτός ανακοπής, αναγόμενος στην ύπαρξη απαίτησης της καθ’ ης, για την οποία επισπεύδεται εκτέλεση, και όχι στην απόσβεση αυτής, δεδομένου ότι από την περιέλευση της δήλωσης του αγοραστή στον πωλητή περί άσκησης του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος ανατρέπεται η σύμβαση στο βαθμό που μειώνεται η υποχρέωση του αγοραστή για το τίμημα, παραδεκτά προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 § 1β ΚΠολΔ, ενώ δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 933 § 4 ΚΠολΔ, που απαιτεί να αποδεικνύονται αμέσως οι αποσβεστικοί της απαίτησης ισχυρισμοί. Ο λόγος αυτός, εξάλλου, είναι ορισμένος, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την καθ’ ης με τον πρώτο λόγο έφεσής της, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσα, αναφέρονται η  ύπαρξη έγκυρης πώλησης, το πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος πράγματος, η ευθύνη της καθ’ ης για το ελάττωμα αυτό, η συνεπεία του ελαττώματος μειωμένη αξία του πράγματος σε σχέση με τη αξία του χωρίς το ελάττωμα καθώς και ορισμένο αίτημα, ενώ δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορίζονται και ειδικότερα στοιχεία υπολογισμού της μειωμένης αξίας, τα οποία θα προκύψουν από τις αποδείξεις .Περαιτέρω, ο λόγος αυτός είναι και νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535 και 540 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων  των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως -έστω και αν δεν γίνεται ειδικότερη μνεία αυτών παρακάτω- τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι προσκομισθείσες φωτογραφίες του επίδικου ακινήτου, που η γνησιότητα τους δεν αμφισβητήθηκε, πλην της φωτογραφίας που προσκομίζει η καθ’ ης και αποτυπώνει την εξοχική κατοικία (Κ3) μη αποπερατωμένη αναγράφουσα ως ημερομηνία 30-6-2007, τη γνησιότητα της οποίας αμφισβήτησε η ανακόπτουσα με τις προτάσεις της (βλ. σελ. 12 πρωτόδικων προτάσεων ανακόπτουσας) χωρίς, επιπλέον να ληφθεί υπόψη και η με αρ. …../1-10-2013 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ειρηνοδικείου Αθηνών, που λήφθηκε με επιμέλεια της ανακόπτουσας, διότι η προηγούμενη κλήση της καθ’ ης σε αυτήν, που έγινε  με το δικόγραφο της ανακοπής παρουσιάζει ασάφεια ως προς τον τόπο και χρόνο λήψης της ένορκης βεβαίωσης, καθώς αναφέρονται τρία Ειρηνοδικεία, δύο διαφορετικές ημερομηνίες και ώρες, χωρίς να προσδιορίζεται η ημερομηνία και ώρα για κάθε τόπο χωριστά (βλ. σελ. 19 της ένδικης ανακοπής, όπου αναφέρεται επί λέξει : «…προτίθεμαι να εξετάσω μάρτυρες ενώπιον του κ. Ειρηνοδίκη Αθηνών, του κ. Ειρηνοδίκη Πειραιώς και του κ. Ειρηνοδίκη Νίκαιας την Τετάρτη 25-9-2013 και 1-10-2013 ημέρα Τρίτη και ώρες 10:00 πμ, με το παρόν δικόγραφο γνωστοποιείται τούτο στην καθ’ ης και καλείται αυτή να παραστεί κατά την εξέταση των μαρτύρων στον ανωτέρω τόπο και χρόνο…») και 10:30 πμ),  αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Η καθ’ ης η ανακοπή ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………….»   ανέλαβε, δυνάμει της υπ’ αρ. …./24-10-2005 άδειας οικοδομής της Νομαρχίας Κορινθίας, την ανέγερση με το σύστημα της αντιπαροχής, εντός οικοπέδου συνιδιοκτησίας των ομόρρυθμων μελών της, …… και ……., που βρίσκεται στη θέση «.. ..», μέσα στα όρια του οικισμού «…», στην κτηματική περιφέρεια του Δημοτικού Διαμερίσματος …, Δήμου … νομού Κορινθίας, συγκρότημα εξοχικών κατοικιών, το οποίο δυνάμει της υπ’ αρ. …./9-1-2006 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Νίκαιας Αττικής, …. ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Δερβενίου, υπήχθη στις διατάξεις του Ν. 3741/1929, του ΝΔ 1024/1971 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ’ αρ. …/3-11-2010 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Δερβενίου, και στο οποίο συμβλήθηκε ως τρίτη η καθ’ ης η ανακοπή, που ήταν η εργολήπτρια εταιρεία, οι …… και …… πώλησαν και μεταβίβασαν κατά πλήρη κυριότητα στην ανακόπτουσα τη με στοιχεία (Κ3) Κατοικία, του Κτιρίου (2) του ως άνω συγκροτήματος εξοχικών κατοικιών. Η εν λόγω κατοικία, η οποία είναι ανοικοδομημένη σε τρία επίπεδα, αποτελείτο, σύμφωνα με τα από Αυγούστου  2005 σχεδιαγράμματα και κατόψεις του πολιτικού μηχανικού ……, που προσαρτήθηκαν στην με αρ. 21622/2006 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας,  από α) υπόγειο χώρο (ΥΠΟΓ-Κ3) επιφάνειας 35,90 τμ., με δύο αποθήκες, συνδεόμενη με το ισόγειο μέσω κλίμακας ανόδου, β) ισόγεια κατοικία (ΙΣΟΓ-Κ3) επιφάνειας 48,59 τμ. με καθιστικό-κουζίνα σε ενιαίο χώρο, υπνοδωμάτιο, λουτρό, κλίμακα ανόδου-καθόδου και ημιϋπαίθριο χώρο εμβαδού 13,19 τμ., και γ) τον πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο (Α’ ΟΡ-Κ3), επιφάνειας 17,34 τμ. με υπνοδωμάτιο, κλίμακα καθόδου στην ισόγεια κατοικία, εξώστη προς τον εμπρόσθιο ακάλυπτο χώρο και πέραν αυτού με υπαίθριο χώρο εμβαδού 21,42 τμ., με  συνολικό ποσοστό συνιδιοκτησίας της κατοικίας στο όλο οικόπεδο 148,27/1000 εξ αδιαιρέτου. Στην αποκλειστική χρήση της  κατοικίας αυτής ανήκουν, σύμφωνα με το ανωτέρω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, α) ο με στοιχεία (Ρ4) ανοικτός χώρος στάθμευσης αυτοκινήτου, επιφάνειας 11 τμ., όπως αυτός εμφαίνεται στο από Αυγούστου 2005 με αρ. Α5 σχέδιο του ανωτέρω πολιτικού μηχανικού και οριοθετείται γύρωθεν με τον χώρο εισόδου της κατοικίας (Κ3), κοινόχρηστο διάδρομο, ακάλυπτο και πέραν αυτού με τη δημοτική οδό και β) ο με στοιχεία (Κ3) χώρος επιφάνειας 19,95 τμ. Ως τίμημα της αγοραπωλησίας στο συμβόλαιο αναγράφηκε το ποσό των  89.000 ευρώ, δηλαδή η αντικειμενική αξία του ακινήτου, πλην όμως το πραγματικό τίμημα, που συμφωνήθηκε να καταβληθεί από την ανακόπτουσα ήταν αυτό των 160.000 ευρώ, όπως τούτο συνάγεται την ανάρτηση από την καθ’ ης αγγελίας πώλησης των εν λόγω εξοχικών κατοικιών στο διαδίκτυο, όπου αναφέρονται ως τιμές πώλησης 115.000 έως 180.000 ευρώ για κατοικίες εμβαδού από 80 έως 140 τμ., σε συνδυασμό και με τους ισχυρισμούς της τελευταίας, η οποία δεν αρνείται ειδικά την είσπραξη του επιπλέον ποσού των 71.000 ευρώ. Το μη αναγραφόμενο ποσό του τιμήματος η ανακόπτουσα κατέβαλε στην καθ’ ης αμέσως, ενώ το αναγραφέν στο συμβόλαιο τίμημα πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε πέντε δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη δόση ποσού 17.500 ευρώ ήταν καταβλητέα στις 30-6-2011 και η τελευταία δόση ποσού 19.000 ευρώ έπρεπε να καταβληθεί στις 30-6-2013. Συμφωνήθηκε δε, ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής, πέραν των 15 ημερών οποιασδήποτε δόσης, τότε όλες ο δόσεις θα καθίσταντο ληξιπρόθεσμες και απαιτητές και η καθ’ ης η ανακοπή θα δικαιούτο να εισπράξει το οφειλόμενο τίμημα με εκτέλεση του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, που κηρύχθηκε τίτλος εκτελεστός και εκκαθαρισμένος. Επιπλέον, σύμφωνα με το ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο η καθ’ ης ανέλαβε την υποχρέωση με δικές της ευθύνες και δαπάνες και μόνο με το παραπάνω τίμημα, χωρίς άλλη επιβάρυνση της ανακόπτουσας, να προβεί σε αποπεράτωση της πωληθείσας οριζόντιας ιδιοκτησίας και των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων, πραγμάτων και εγκαταστάσεων του Κτιρίου 2 σύμφωνα με τους όρους της γενικής συγγραφής υποχρεώσεων και της από 3-11-2010 ειδικής συγγραφής υποχρεώσεων και σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και  της επιστήμης. Εξάλλου, η καθ’ ης ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει στην ανακόπτουσα την οριζόντια ιδιοκτησία και τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους του Κτιρίου 2 το αργότερο την 30-6-2011 ή και νωρίτερα, με την προϋπόθεση να έχει καταβληθεί η πρώτη δόση του τιμήματος. Η ανακόπτουσα στις 9-2-2011, μερικούς μήνες, δηλαδή, νωρίτερα από την συμφωνηθείσα ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης του τιμήματος, κατέβαλε στην καθ’ ης η ανακοπή την πρώτη δόση των 17.500 ευρώ με παράδοση δύο τραπεζικών επιταγών εκδόσεως την ίδια ημέρα (βλ. προσκομιζόμενη με ημερομηνία 9-2-2011 απόδειξη ποσού 17.500 ευρώ, που υπογράφεται από τους διαδίκους) και ακολούθως τον Φεβρουάριο του 2011, η καθ’ ης παρέδωσε στην ανακόπτουσα την πωληθείσα οριζόντια ιδιοκτησία. Μετά την υπογραφή του ως άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου και πριν την παράδοση της οριζόντιας ιδιοκτησίας η ανακόπτουσα ενημερώθηκε από τους εκπροσώπους της καθ’ ης ότι ο με στοιχεία (Ρ4) ανοικτός χώρος στάθμευσης αυτοκινήτου, την αποκλειστική χρήση του οποίου είχε η ίδια η ανακόπτουσα ως ιδιοκτήτρια της με στοιχεία (Κ3)  κατοικίας και ο οποίος, κατά τον χρόνο υπογραφής του συμβολαίου, ήταν αδιαμόρφωτος, εν τέλει, λόγω τεχνικών δυσχερειών, διαμορφώθηκε ως χώρος πρασίνου και συνεπώς δεν θα μπορούσε να τον χρησιμοποιεί ως χώρο στάθμευσης. Πρότειναν, όμως, προφορικά στην ανακόπτουσα να  χρησιμοποιεί τον όμορο με την κατοικία της υπό στοιχεία (Ρ5)  χώρο στάθμευσης, πράγμα που αυτή δέχτηκε, υπό την προϋπόθεση, όπως της υποσχέθηκαν, μέχρι τον χρόνο καταβολής της τελευταίας οφειλόμενης δόσης να έχουν επιμεληθεί για τροποποίηση της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, έτσι ώστε στην ιδιοκτησία της ανακόπτουσας με στοιχεία (Κ3) να ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση η θέση στάθμευσης με στοιχεία (Ρ5).  Τούτο προκύπτει και από την με ημερομηνία 20-11-2012 απάντηση των εκπροσώπων της καθ’ ης στην από 22-10-2012 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία συνιδιοκτητών των ιδιοκτησιών του συγκροτήματος εξοχικών κατοικιών, μεταξύ των οποίων και η ανακόπτουσα, σχετικά με προβλήματα που αντιμετώπιζαν στην κατασκευή του συγκροτήματος και των ιδιοκτησιών τους, στην οποία αναφέρουν επί λέξει, «Όσον αφορά στην τρίτη από σας, …….. … Έτσι γνώριζε και αποδέχτηκε να κάνει ανενόχλητη  χρήση χώρου για τη στάθμευση του αυτοκινήτου της συναινέσασα και αποδεχθείσα ο χώρος στάθμευσης της Ρ4 να γίνει ένα πολύ όμορφο προκήπιο χωρίς να στερείται της στάθμευσης». Παραδέχεται, δηλαδή, σε αυτό το εξώδικο αφενός μεν ότι ο χώρος (Ρ4) έχει μετατραπεί σε χώρο πρασίνου, πλην όμως ότι η ανακόπτουσα δεν έχει στερηθεί χώρο στάθμευσης, καθώς της παραχωρήθηκε άλλος, αυτός με στοιχεία (Ρ5). Μέχρι τον Μάιο του 2013, οπότε πλησίαζε η ημερομηνία καταβολής της τελευταίας δόσης του τιμήματος, οι εκπρόσωποι της καθ’ ης δεν είχαν προβεί σε καμία ενέργεια για την τροποποίηση της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, ώστε η χρήση του χώρου στάθμευσης με στοιχεία (Ρ5) να  ανήκει στην ιδιοκτησία της ανακόπτουσας, αλλά αντίθετα, μέσω του δικηγόρου τους, της δήλωσαν ότι μπορούσαν να της μεταβιβάσουν το συγκεκριμένο χώρο στάθμευσης έναντι τιμήματος 20.000 ευρώ. Γι’ αυτό, η ανακόπτουσα  με την από 17-5-2012 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία της, που επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 21-5-2013 (βλ. με αρ. …./21-5-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών …….), κάλεσε αυτήν, μέχρι το αργότερο την 25-6-2013, να έχει προβεί στις νόμιμες εκείνες ενέργειες, που απαιτούνταν προκειμένου να μπορεί να έχει τη χρήση είτε της θέσης στάθμευσης με στοιχεία (Ρ4),  της οποίας, με βάση τη μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση πώλησης,  είχε την αποκλειστική χρήση, είτε τη θέση στάθμευσης με στοιχεία (Ρ5) με κατάλληλη προς τούτο τροποποίηση της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, έτσι ώστε να ανήκει κατά χρήση στην ιδιοκτησία της,  άλλως, σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας, δήλωσε προς την καθ’ ης ότι θα ασκούσε το νόμιμο δικαίωμά της για μείωση του οφειλόμενου τιμήματος λόγω πραγματικού ελαττώματος του πωληθέντος ακινήτου, κατά το ποσό των 19.000 ευρώ, ποσό το οποίο απαίτησε η καθ’ ης από την ανακόπτουσα για τη μεταβίβαση σε αυτήν άλλης θέσης στάθμευσης -αυτής με στοιχεία (Ρ5). Η καθ’ ης σε απάντηση του ανωτέρω εξωδίκου επέδωσε την 30-5-2013 (βλ. με αρ. …/30-5-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ……..) προς την ανακόπτουσα την από 23-5-2013 εξώδικη δήλωση της, με την οποία ισχυρίστηκε ότι η ανακόπτουσα, κατά τον χρόνο πώλησης του ακινήτου, γνώριζε και αποδέχτηκε ότι δεν μπορούσε να κάνει χρήση της θέσης στάθμευσης με στοιχεία (Ρ4) και ότι θα μπορούσε να κάνει προσωρινά, και για όσο χρόνο δεν έχει μεταβιβαστεί η ιδιοκτησία στην οποία ανήκει, χρήση της θέσης στάθμευσης με στοιχεία (Ρ5), ενώ για τη μεταβίβαση άλλης θέσης στάθμευσης θα έπρεπε να επιβαρυνθεί με το κόστος αυτής. Επίσης, της δήλωσε ότι δεχόταν να αποξηλωθεί το κηπάριο, είτε από την ίδια  είτε από την ανακόπτουσα, με επιβάρυνση, όμως, της τελευταίας. Μετά από αυτό και ενόψει του ότι στις 30-6-2013 έπρεπε, με βάση το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, να καταβληθεί η τελευταία δόση του τιμήματος, η ανακόπτουσα με την από 27-6-2013 εξώδικη δήλωσή της, που επέδωσε προς την καθ’ ης την 1-7-2013 (βλ. με αρ. …/1-7-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ……….), της δήλωσε ότι δεν επρόκειτο να καταβάλλει την τελευταία οφειλόμενη δόση των 19.000 ευρώ, ασκώντας το δικαίωμά της για μείωση του τιμήματος κατά το ποσό αυτό, λόγω του ελαττώματος του πωληθέντος ακινήτου. Η καθ’ ης απαντώντας στην τελευταία εξώδικη δήλωση της ανακόπτουσας επέδωσε σ’ αυτήν στις 8-7-2013 (βλ. από 8-7-2013 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ………. στην εξώδικη απάντηση) την από 3-7-2013 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία της δήλωνε ότι δεν αποδεχόταν τη μείωση του τιμήματος και παρείχε στην ανακόπτουσα προθεσμία 15 ημερών προκειμένου να καταβάλλει την τελευταία δόση του τιμήματος, πράγμα που όμως δεν έπραξε η ανακόπτουσα. Στη συνέχεια, στις 22-7-2013 (βλ. με αρ. …./22-7-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Κορίνθου …….), η καθ’ ης η ανακοπή επέδωσε στην ανακόπτουσα ακριβές αντίγραφο από το υπ’ αρ …./15-7-2013 πρώτο εκτελεστό αντίγραφο του υπ’ αρ. …/3-11-2010 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., με την κάτωθι αυτού από 15-7-2013 επιταγή, με την οποία επιτάχθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλλει  το ποσό των 19.242,75 ευρώ, πλέον τόκων, λόγω της μη καταβολής της τελευταίας δόσης του τιμήματος από την πώληση της ως άνω ιδιοκτησίας. Κατ’ αυτής η ανακόπτουσα άσκησε την ένδικη ανακοπή της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με βάση το από Αυγούστου 2005 υπ’ αρ. Α5 σχεδιάγραμμα και κάτοψη του πολιτικού μηχανικού ………, όπως αυτά κατατέθηκαν στο πολεοδομικό γραφείο Ξυλοκάστρου νομαρχίας Κορινθίας για τη λήψη της υπ’ αρ. …./2005 άδειας οικοδομής, στην κατοικία  (Κ3) της ανακόπτουσας αντιστοιχούσε ο με στοιχεία (Ρ4) χώρος στάθμευσης διαστάσεων 2,00 μ. Χ 5,50 μ. Ωστόσο, η τοποθέτηση των κτιρίων (Κ1) και (Κ3), που βρίσκονται εκατέρωθεν του κτιρίου (Κ2) -όπου βρίσκεται η κατοικία (Κ3)-, σε διαφορετικές θέσεις από αυτές που προέβλεπαν τα εγκεκριμένα από την πολεοδομία σχέδια και η εσφαλμένη αποτύπωση του ανάγλυφου του εδάφους είχε ως επακόλουθο αφενός την υπερύψωση κατά την κατασκευή του κτιρίου (Κ2) και αφετέρου την διαφορετική χωροθέτηση της φύτευσης και των κοινόχρηστων διαδρόμων, που την περιβάλλουν. Η κατασκευή, έτσι, της κατοικίας της ανακόπτουσας με υψομετρική διαφορά ενός μέτρου σε σχέση με τον έμπροσθεν αυτής χώρο -από τη νότια πλευρά- με στοιχεία (Ρ4) (σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα από τα εγκεκριμένα σχέδια, όπου δεν αποτυπωνόταν καμία υψομετρική διαφορά) και επιπλέον η κατασκευή περιτοίχισης στα νότια όρια του όλου οικοπέδου σε επαφή με τη δημοτική οδό, η οποία δεν προβλεπόταν στα εγκεκριμένα σχέδια, κατέστησαν αδύνατη την διαμόρφωση του χώρου με στοιχεία (Ρ4) ως χώρου στάθμευσης αυτοκινήτου, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το σχέδιο υπ’ αρ. Α5 του πολιτικού μηχανικού ……….., ανατολικά και σε επαφή με αυτόν προβλεπόταν η δημιουργία χώρου φύτευσης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα περίκλειστος χώρος. Πιο συγκεκριμένα, ενώ στα αρχικά σχέδια η κατοικία (Κ3) βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τον ακάλυπτο από τη νότια πλευρά χώρο (Ρ4), που θα ήταν ελεύθερος από το νότιο όριο του οικοπέδου και με όριο από τα ανατολικά τον προβλεπόμενο χώρο φύτευσης,  εν τέλει, η κατοικία (Κ3) κατασκευάστηκε με υψομετρική διαφορά από τον χώρο (Ρ4), ο οποίος οριοθετήθηκε βόρεια με την κλίμακα και εξώστη εισόδου της κατοικίας, δυτικά με τοιχίο της κατοικίας λόγω της υψομετρικής διαφοράς και νότια με τον μανδρότοιχο του όλου οικοπέδου, ενώ στην ανατολική πλευρά προβλεπόταν η δημιουργία χώρου φύτευσης. Και ο χώρος, όμως, αυτός, ανατολικά του χώρου με στοιχεία (Ρ4) δεν διαμορφώθηκε με φύτευση, όπως προβλεπόταν, αλλά πλακοστρώθηκε και μετατράπηκε σε κοινόχρηστο διάδρομο, σε επαφή με τη θέση στάθμευσης υπό στοιχεία (Ρ5), ώστε να καθίσταται δυνατή η είσοδος για την όμορη κατοικία (Κ1), η οποία (είσοδος) επίσης είχε μετατοπιστεί από την ανατολική πλευρά στη νότια (βλ. προσκομιζόμενα φωτογραφίες και σχεδιάγραμμα). Εξάλλου, ακριβώς επειδή ο χώρος στάθμευσης προς εξυπηρέτηση της κατοικίας (Κ3) προβλεπόταν σε επαφή με την νότια ευρισκόμενη δημοτική οδό -χωρίς να μεσολαβεί περιτοίχιση, οπότε και η στάθμευση καθίστατο ευχερής- το πλάτος του, όπως και για τις άλλες θέσεις στάθμευσης σε επαφή με την ίδια οδό, είχε καθορισθεί σε δύο μόλις μέτρα, διαφορετικά από τις λοιπές θέσεις στάθμευσης του ίδιου συγκροτήματος, που δεν βρίσκονταν σε επαφή με τη δημοτική οδό, το πλάτος των οποίων προβλεπόταν σε 2,25 μέτρα. Όπως, επίσης, εμφαίνεται στην προσκομιζόμενη φωτογραφία, που απεικονίζει τον χώρο στάθμευσης με στοιχεία (Ρ5), ακόμη και εάν ήταν διαμορφωμένος ο χώρος με στοιχεία (Ρ4) ως χώρος στάθμευσης, και όχι ως κηπάριο, δεν θα ήταν λειτουργικός ως τέτοιος, αφού η στάθμευση οχήματος στον όμορο χώρο στάθμευσης με στοιχεία (Ρ5) θα εμπόδιζε την είσοδο οχήματος στον χώρο (Ρ4). Η αδυναμία χρήσης του χώρου (Ρ4), λόγω κατασκευαστικών αστοχιών, ως χώρου στάθμευσης για την εξυπηρέτηση της κατοικίας (Κ3), που αγόρασε η ανακόπτουσα από την καθ’ ης, συνιστά ατέλεια, που έχει αρνητική επίδραση στην αξία και τη χρησιμότητα του πωληθέντος πράγματος, καθόσον θεωρείται πλεονέκτημα οι σύγχρονες κατοικίες να διαθέτουν δικό τους χώρο στάθμευσης. Συνεπώς, η εξοχική κατοικία, που αγόρασε η ανακόπτουσα, κατά τον χρόνο μετάθεσης του κινδύνου σε αυτήν, ήτοι τον χρόνο που της παραδόθηκε αποπερατωμένη, εμφάνιζε πραγματικό ελάττωμα, για το οποίο ευθύνεται η πωλήτρια καθ’ ης και η ανακόπτουσα έχει μεταξύ άλλων και το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος.  Η καθ’ ης η ανακοπή, με τον πρώτο λόγο έφεσης επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της ότι, η ανακόπτουσα αν και γνώριζε ότι η κατοικία με στοιχεία (Κ3) δεν έχει θέση στάθμευσης και ότι ο χώρος που προοριζόταν για θέση στάθμευσης είχε διαμορφωθεί ως χώρος πρασίνου, παρέλαβε την κατοικία χωρίς επιφύλαξη. Ο ισχυρισμός αυτός της καθ’ ης, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον η διάταξη του άρθρου 545 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, «αν ο αγοραστής  παρέλαβε το πράγμα χωρίς επιφύλαξη, γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας, λογίζεται ότι το αποδέχτηκε» στην οποία η καθ’ ης επιχειρεί να τον στηρίξει, είχε καταργηθεί, κατά τον κρίσιμο χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης (ΑΠ 205/2015 ΝΟΜΟΣ), από το άρθρο 16 § 1 του  Ν.3853/2010 (ΦΕΚ Α’ 90/17-6-2010). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε τον ισχυρισμό αυτόν ως νόμιμη αντένσταση προβαλλόμενο σε αντίκρουση της ένστασης μείωσης του τιμήματος της ανακόπτουσας, και τον απέρριψε στη συνέχεια ως ουσία αβάσιμο, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου (άρθρο 545 ΑΚ).Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο καταβολής της τελευταίας δόσης του τιμήματος (2013), η αγοραία αξία της κατοικίας (Κ3), χωρίς την ανωτέρω ατέλεια,  ανερχόταν περίπου στο ίδιο ποσό με αυτό του συμφωνηθέντος από τους συμβαλλόμενους τιμήματος των  160.000 ευρώ. Κατά τον ίδιο χρόνο, η αξία της κατοικίας, με την προαναφερθείσα έλλειψη (χώρου στάθμευσης), σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λαμβανομένων υπόψη του χαρακτήρα της πωληθείσας κατοικίας  κυρίως ως παραθεριστικής,  της θέσης της σε μία μη αστική περιοχή, του είδους του χώρου στάθμευσης ως μη στεγασμένου και της επιφάνειας του, ανερχόταν σε 152.000 ευρώ, ενόψει του ότι η εμπορική της αξία μειώνεται εξαιτίας της ανωτέρω ατέλειας. Συνεπώς, το τίμημα μειώνεται, σύμφωνα με τον τύπο Χ=Σ χ Ε/Α που αναφέρεται στην παραπάνω ως άνω νομική σκέψη, στο ποσό των 152.000 ευρώ [ήτοι 160.000 ευρώ Χ 0,95 (152.000 : 160.000 ευρώ)] και ως εκ τούτου η ανακόπτουσα από την τελευταία δόση οφείλει το ποσό των 19.000 ευρώ – (160.000 – 152.000=) 8.000 ευρώ η διαφορά= 11.000 ευρώ, για το οποίο και μόνο και διατηρείται η απαίτηση της καθ’ ης από την επίδικη σύμβαση πώλησης. Επομένως, η ανακόπτουσα νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 540 ΑΚ, άσκησε με την από 17-5-2013 εξώδικη δήλωσή της το δικαίωμα της προς μείωση του οφειλόμενου τιμήματος, μόνο, κατά το ποσό των 8.000 ευρώ, κατά το οποίο μειώθηκε η αξία της ως άνω ιδιοκτησίας της και κατά το οποίο δεν υφίσταται  απαίτηση της καθ’ ης. Η τελευταία με τον πρώτο λόγο έφεσής της επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης ανακοπής, επικαλούμενη ότι η ανακόπτουσα ήταν συνεπής ως προς την καταβολή όλων των δόσεων του τιμήματος πλην της τελευταίας, ότι όλες οι καταβολές γίνονταν  μέσω του δικηγόρου της  χωρίς επιφύλαξη και έτσι η επί μία διετία προηγηθείσα συμπεριφορά της (ανακόπτουσας) τής δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι θα τηρήσει τα συμφωνημένα και αναφορικά με την τελευταία δόση του τιμήματος. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της καθ’ ης, ωστόσο, υπό τα παραπάνω επικαλούμενα περιστατικά, δεν μπορούν να θεμελιώσουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, δεδομένου ότι δεν αναφέρονται ιδιαίτερες περιστάσεις αναγόμενες στη συμπεριφορά τόσο της δικαιούχου όσο και της υποχρέου, ευρισκόμενης σε αιτιώδη σχέση με εκείνη της δικαιούχου, οι οποίες να διαμόρφωσαν μία τέτοια κατάσταση, ώστε η ανατροπή της, εμφανιζόμενη ως αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες για την υπόχρεη καθ’ ης. Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τα ίδια κρίνοντας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη προαναφερθείσα διάταξη. Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα,  συνεπώς, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός  ως ουσία βάσιμος ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχτηκε ως ουσία βάσιμο τον ανωτέρω λόγο στο σύνολό του, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο θα δικάσει την ανακοπή. Στη συνέχεια, κατά μερική ουσιαστική παραδοχή του πρώτου λόγου ανακοπής, θα πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη από 15-7-2013 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου του με αρ. ……/2010 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου ………., και δη κατά το ποσό των 8.000 ευρώ, και να προχωρήσει, ακολούθως, το Δικαστήριο σε έρευνα του δεύτερου και τελευταίου λόγου ανακοπής, ο οποίος δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης καταχρηστικά επισπεύδει εναντίον της αναγκαστική εκτέλεση, επικαλούμενη ότι,  α) ουδέποτε η καθ’ ης της παρέδωσε τον χώρο στάθμευσης (Ρ4)  διαμορφωμένο έτσι ώστε να εξυπηρετεί τον προορισμό του, αλλά τον παρέδωσε ως χώρο πρασίνου, β) ο συγκεκριμένος χώρος διαμορφώθηκε ως χώρος πρασίνου με δική πρωτοβουλία της καθ’ ης και λόγω τεχνικών δυσχερειών  κατά την ανέγερση των κατοικιών του συγκροτήματος, με τη ρητή δέσμευση εκ μέρους της (καθ’ ης) να προβεί σε τροποποίηση της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, ώστε να της παραχωρηθεί η χρήση του χώρου στάθμευσης (Ρ5), την οποία και της παραχώρησε άτυπα και δωρεάν μέχρι να ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις της τροποποίησης, γ) ενώ αρχικά η καθ’ ης δήλωσε ότι μπορούσε να μετατρέψει τον χώρο πρασίνου σε χώρο στάθμευσης, εφόσον το επιθυμούσε (η ανακόπτουσα), στη συνέχεια απαίτησε οι δαπάνες για τις εργασίες μετατροπής να επιβαρύνουν την ίδια (την ανακόπτουσα). Ο λόγος αυτός ανακοπής, ο οποίος παραδεκτά προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 § 1β ΚΠολΔ, διότι αφορά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι αφενός  δεν αναφέρεται εάν δημιουργήθηκε στην ανακόπτουσα από την όλη συμπεριφορά  της καθ’ ης εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, αφετέρου δεν προσδιορίζονται οι επαχθείς για την ανακόπτουσα συνέπειες από την άσκηση του δικαιώματος της ανακόπτουσας και ειδικότερα οι συνέπειες από την μη παραχώρηση χώρου στάθμευσης. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει κατά ένα μέρος να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή λόγω της μερικής νίκης και ήττας της (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και τέλος, θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα εκκαλούσα (άρθρο 495 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 2-4-2015 (αρ. κατάθ. …./2015) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την προσβαλλόμενη με αρ. 994/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 23-7-2013 (αρ. κατάθ. …./2013) ανακοπή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει την από 15-7-2013 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου εκτελεστού του υπ’ αρ. …/3-11-2010 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. και δη κατά το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την  επιστροφή του παραβόλου έφεσης στην καταθέσασα

εκκαλούσα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7-5-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ