Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 256/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    256/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

           I.Η από 18.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./19.12.2017 και προσδιορισμού ……./19.12.2017 στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ανακοπή ερημοδικίας του εναγομένου-εκκαλούντος, ήδη ανακόπτοντος, κατά της ενάγουσας-εφεσίβλητης, ήδη καθ’ης η ανακοπή και της υπ΄αριθμ.375/2017 τελεσίδικης αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, ερήμην του εκκαλούντος, ήδη ανακόπτοντος, απορρίφθηκε η από 23.9.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στην γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………/26.9.2016 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./1.12.2016 έφεση αυτού κατά της, ως άνω, αντιδίκου του και της υπ΄αριθμ.2538/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την επίκληση ακύρως χωρήσασας ερημοδικίας του, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατ’άρθρα 495§§1,2, 496, 500, 501, 502§1, 503§1 και 505 ΚΠολΔ,  ενόψει του ότι η ανακοπτομένη δικαστική απόφαση επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 6.12.2017, όπως προκύπτει από την προκομιζομένη με νόμιμη επίκληση υπ΄αριθμ……./6.12.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της ένδικης ανακοπής ερημοδικίας κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 19.12.2017 και για το παραδεκτό της προκαταβλήθηκε το ορισθέν με την ανακοπτόμενη ερήμην απόφαση παράβολο ερημοδικίας, ποσού 290 ευρώ, συνταχθέντος του προσκομιζόμενου με νόμιμη επίκληση υπ΄αριθμ……../19.12.2017 γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης του Καταστήματος Πειραιώς του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και εξεταστεί περαιτέρω για να ελεγχθεί η βασιμότητα των λόγων, που προτάθηκαν (άρθρο 509 εδάφ. α΄ΚΠολΔ).

  1. II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 παρ. 1 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην του ανακόπτοντος επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία, νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 224/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η εν λόγω δικονομική ανώτερη βία είναι έννοια ταυτιζόμενη, κατά τον πυρήνα της, προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, όπου τούτο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη (ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 6/2012, ΑΠ 633/2011, ΑΠ 1260/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1793/2009 ΕλλΔνη 2010 681, ΑΠ 1562/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Γεγονότα ανώτερης βίας είναι δυνατό να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων, η αιφνίδια ασθένεια ή τυχόν ατύχημα, υπό ορισμένες περιστάσεις, του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, όπως και κάθε άλλο, εξαιτίας του οποίου ο διάδικος ή ο δικηγόρος περιέρχεται σε κατάσταση αδυναμίας να εμφανιστεί στο δικαστήριο ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σε άλλο δικηγόρο της εκτέλεσης της εν λόγω πράξης, εφόσον τα γεγονότα αυτά υπήρξαν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα και επιπλέον συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας (ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 1506/2013, ΑΠ 1347/2012, ΑΠ 6/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, για το διάδικο θα χρησιμοποιηθούν και υποκειμενικά κριτήρια (ΑΠ 1778/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), για το δικηγόρο, όμως, θα χρησιμοποιηθούν αντικειμενικά κριτήρια, αφού ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι ο δικηγόρος ασκεί λειτούργημα, το οποίο απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεών του. Κατά συνέπεια, το πταίσμα του δικηγόρου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γεγονός ανώτερης βίας (ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 1506/2013, ΑΠ 774/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 1537/2008 ΝΟΜΟΣ). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν δηλαδή δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το Δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (ΕφΑθ 3670/2007 ΕΦΑΔ 2008 816, ΕφΑθ 2931/2007 ΕΦΑΔ 2008 709, ΕφΠατρ 1011/2007 ΑχαΝομ 2008 433). Το ελάττωμα της κλητεύσεως ή η ύπαρξη του περιστατικού ανώτερης βίας, που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος, θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία, που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικώς οι διάδικοι (ΕφΔωδ 190/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 409/2010 ΕΠΟΛΔ 2010.853 , ΕφΔωδ 111/2004, ΕφΔωδ 274/2004, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5732/2002, ΕλλΔνη 44. 1384)

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 130 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο παραλήπτης της επιδόσεως ή τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 128 και 129 του αυτού Κώδικος αρνηθούν να παραλάβουν το έγγραφο ή να υπογράψουν την έκθεση επιδόσεως ή δεν μπορούν να την υπογράψουν, το όργανο της επιδόσεως επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, του γραφείου, του καταστήματος ή του εργαστηρίου, παρουσία ενός μάρτυρα. Από την τελευταία, ως άνω διάταξη, προκύπτει ότι ο περιγραφόμενος σ` αυτήν τρόπος επιδόσεως τηρείται αν, ο προς ον γίνεται η επίδοση και σε περίπτωση απουσίας του, τα πρόσωπα που συνοικούν μαζί του, αρνούνται την παραλαβή του εγγράφου, ή την υπογραφή της σχετικής εκθέσεως ή αδυνατούν να πράξουν τούτο. Για την εγκυρότητα δε της εν λόγω θυροκολλήσεως πρέπει να βεβαιώνεται στην έκθεση επιδόσεως η άρνηση του συνοίκου να παραλάβει το έγγραφο ή να υπογράψει την έκθεση ή η αδυναμία του να πράξει τούτο (ΑΠ 503/2018, ΑΠ 617/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η διαλαμβανομένη στην έκθεση επιδόσεως βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή ότι αυτός στον οποίο παρεδόθη το έγγραφο έχει την ιδιότητα του συνοίκου του παραλήπτη αποτελεί, κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη, αφού το συγκεκριμένο γεγονός είναι εξ εκείνων των οποίων την αλήθεια όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης της εκθέσεως επιδόσεως δικαστικός επιμελητής, για να προβεί, σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., σε νομότυπη επίδοση. Επιτρέπεται όμως ως προς αυτήν ανταπόδειξη, η οποία βαρύνει, κατά νόμο, εκείνον που αμφισβητεί την ρηθείσα ιδιότητα του φερομένου ως συνοίκου του παραλήπτη και δύναται να γίνει με όλα τα επιτρεπόμενα νόμιμα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 503/2018, ΑΠ 350/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ανακόπτων ζητεί με την υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας να εξαφανιστεί η με αριθμό 375/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε ερήμην αυτού και απέρριψε την από 23.9.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στην γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……../26.9.2016 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……/1.12.2016 έφεση του κατά της της υπ΄αριθμ.2538/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 18.11.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2013 αγωγής της εφεσίβλητης – καθ’ης η ανακοπή μονοπρόσωπης εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και την έκανε δεκτή, για τον λόγο ότι δεν κλητεύθηκε νόμιμα κατά τη συζήτηση της έφεσης του και η ερημοδικία του οφείλεται σε λόγο ανωτέρας βίας, αφού η σύνοικος πεθερά του, στην οποία έγινε απόπειρα επίδοσης, πάσχει από προϊούσα άνοια και εξαφάνισε το θυροκολλημένο δικόγραφο. Περαιτέρω, ζητεί να του επιστραφεί το καταβληθέν παράβολο, καθώς επίσης την εκ νέου εκδίκαση της ως άνω έφεσης του, ώστε να εξαφανιστεί η ανωτέρω εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή της καθ’ ης η ανακοπή-εφεσίβλητης-ενάγουσας.

  1. IV. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, προκύπτουν, κατά πιθανολόγηση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της προσβαλλομένης υπ΄αριθμ.375/2017 τελεσίδικης αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, απορρίφθηκε ερήμην του εκκαλούντος-εναγομένου, ήδη ανακόπτοντος, …….., η από 23.9.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στην γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../26.9.2016 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……/1.12.2016 έφεση αυτού, κατά της υπ΄αριθμ.2538/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκανε δεκτή την σε βάρος του από 18.11.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2013 αγωγή της εφεσίβλητης – καθ’ης η ανακοπή μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….», δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία ερήμην του εναγομένου-εκκαλούντος, διότι αυτός εμφανίστηκε κατά την συζήτηση της υπόθεσης χωρίς δικηγόρο, υποχρεώνοντας τον να καταβάλει στην ενάγουσα ναυτιλιακή εταιρεία το ποσό των 40.000 ευρώ, ως τίμημα πώλησης του επαγγελματικού-τουριστικού σκάφους «Σ.» νηολογίου Πειραιώς, πλοιοκτησίας της, με τον νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους ποσού από την παρέλευση της δήλης ημερομηνίας πληρωμής έκαστης δόσης. Η συζήτηση της έφεσης του ηττηθέντος εναγομένου επισπεύστηκε επιμελεία της εφεσίβλητης-ενάγουσας και εν συνεχεία ακριβές αντίγραφο αυτής με τον προσδιορισμό δικασίμου για την ορισθείσα δικάσιμο της 6ης.4.2017 καθώς και με κλήση τούτου να παραστεί κατά τη συζήτηση της, επιδόθηκε στον εκκαλούντα, κατόπιν εγγράφου παραγγελίας του πληρεξουσίου δικηγόρου της, συνταχθείσης της υπ’αριθμ…./7.12.2016 έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην έκθεση αυτή, η επίδοση του δικογράφου της έφεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση, έγινε με επιμέλεια της εφεσίβλητης στην κατοικία του εκκαλούντος-εναγομένου, που βρίσκεται στην …. Αττικής, επί της οδού …., όπως και ο ίδιος συνομολογεί, λόγω όμως της απουσίας του ίδιου και της άρνησης της συνοίκου, μητέρας του, …….., να παραλάβει το προς επίδοση δικόγραφο, έλαβε χώρα θυροκόλληση τούτου, παρουσία της μάρτυρος, …….., ήτοι κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 130 ΚΠολΔ. Στην πραγματικότητα το άτομο, που βρήκε το επιδόσαν όργανο στην κατοικία του εκκαλούντος, ενόσω αυτός απουσίαζε, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, ήταν η σύνοικος πεθερά του, ……., δεδομένου ότι η μητέρα του, ………., έχει αποβιώσει από το έτος 1984, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη οικεία ληξιαρχική πράξη θανάτου, το δε αναφερόμενο στην έκθεση επίδοσης εσφαλμένα ονοματεπώνυμο της, «…..» αντί του ορθού «……», έλαβε χώρα κατά δήλωση της και μάλιστα, ως μητέρα, αντί στην κυριολεξία, ως μητέρα εξ αγχιστείας (πεθερά), που συνοικεί με τον προς ον η επίδοση εκκαλούντα, την δε ιδιότητα αυτής, ως συνοίκου, δεν αρνείται ο εκκαλών, νυν ανακόπτων και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, γεγονός που διαπίστωσε η δικαστική επιμελήτρια και δεν αναιρείται από το ότι αυτή δεν ήταν συγγενής εξ αίματος αλλά εξ αγχιστείας του εκκαλούντος, μήτε τούτο πλήττει την εγκυρότητα της επακολουθήσασας θυροκόλλησης του επιδιδομένου δικογράφου, συνεπεία της άρνησης της να το παραλάβει. Περαιτέρω, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι δεν ανηύρε το θυροκολληθέν έγγραφο, που εξαφανίστηκε, λόγω της ασθένειας της πεθεράς του, που πάσχει από προϊούσα άνοια, με συνέπεια να έχει απώλεια συνείδησης, αδυναμία συνεννόησης και κενά μνήμης, πλην όμως ο εν λόγω ισχυρισμός δεν πιθανολογείται βάσιμος, καθόσον εκ του τρόπου, που ενήργησε η σύνοικος πεθερά του συνάγεται ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε συνείδηση των πράξεων της και κανένα πρόβλημα συνεννόησης και επικοινωνίας είχε με την δικαστική επιμελήτρια δηλώνοντας τα στοιχεία της και την ιδιότητα της, ως συγγενής και σύνοικος του παραλήπτη της επίδοσης εκκαλούντος και εκφράζοντας την άρνηση της στην παραλαβή του επιδιδόμενου εγγράφου, η δε δήλωση της, ότι είναι μητέρα του, ανταποκρίνεται στην αλήθεια, κατά το περιεχόμενο της σκέψης και τον τρόπο έκφρασης τέτοιου βαθμού και είδους συγγενών και δεν υποδηλώνει συμπτώματα άνοιας. Εξάλλου, κανένα σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό ή άλλο πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, που να ανάγεται στον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, ούτε σε προγενέστερο τούτου, προσκόμισε  ο ανακόπτων για την επικαλούμενη ασθένεια της, παρά μόνο την από 14.5.2018, κατά πολύ μεταγενέστερη του επίμαχου συμβάντος, βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας Θριάσιο περί αναφερόμενης άνοιας και απώλειας μνήμης της ηλικίας πλέον 87 ετών πεθεράς του. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι το επικαλούμενο γεγονός της εξαφάνισης του θυροκολληθέντος εγγράφου, υπό τις ιστορούμενες στην κρινόμενη ανακοπή συνθήκες, δεν συνιστά ανωτέρα βία, εφόσον δεν θεωρείται ως απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, καθόσον μπορούσε να προβλεφθεί και αποτραπεί με τα κατάλληλα μέτρα επιμέλειας και σύνεσης και δεν απαιτούνταν να επιδειχθεί εκ μέρους του ανακόπτοντος άκρα επιμέλεια, ώστε να μην παραμένει μόνη χωρίς φύλαξη και επιτήρηση η υπερήλικη πεθερά του, ακόμη και αληθών υποτιθέμενων των ισχυρισμών του ότι έπασχε από άνοια με απώλεια συνείδησης, νόησης και μνήμης. Εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι η κρινόμενη επίδοση έγινε νομότυπα και δεν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας, που να δικαιολογεί την ερημοδικία του εκκαλούντος κατά την συζήτηση της έφεσης του και συνεπώς, οι λόγοι της ανακοπής του πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Κατ’ακολουθίαν και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς διερεύνηση από το παρόν Δικαστήριο, η ένδικη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί η εισαγωγή του προκαταβληθέντος παραβόλου ερημοδικίας στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 εδάφ. β΄ ΚΠολΔ), να καταδικασθεί δε ο ανακόπτων, ως ηττηθείς διάδικος, στα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η ανακοπή, κατά παραδοχή σχετικού της αιτήματος (άρθρα 106, 183, 176 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ   ΤΟΥΣ   ΛΟΓΟΥΣ   ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων την ένδικη ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ’αριθμ.375/2017 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την ανακοπή ερημοδικίας.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του προκαταβληθέντος δια του υπ’αριθμ……/19.12.2017 γραμματίου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, παραβόλου ερημοδικίας, ποσού 290 ευρώ.

Επιβάλλει στον ανακόπτοντα τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 8 Μαΐου 2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ