Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 619/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη: «ορισμένο αναγνωριστικής περί κλήρου αγωγής-προσδιορισμός κληρονομιαίας περιουσίας (πραγματικής και πλασματικής) για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, με συνυπολογισμό δωρεών εν ζωή προς νόμιμους μεριδούχους και αναγωγή της αξίας τους κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, σε περίπτωση νομισματική μεταβολής».

 

Αριθμός απόφασης 619/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 17-11-2017 (υπ’αριθμ. καταθ. ………/2017) κλήση των εκκαλουσών-εφεσιβλήτων, .., … και ……., επαναφέρονται νομίμως προς συζήτηση οι : Α) από 21-12-2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …/2015)  έφεση των ιδίων, και Β) από 24-3-2014 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. …/2014) έφεση της εναγομένης-ενάγουσας, κατά της υπ’αριθμ.  2649/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς- και κατά της προηγηθείσας υπ’αριθμ. 3851/2008 εν μέρει οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία, κατά το μέρος της που δεν ανακλήθηκε (Β.Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο) τόμος Γ΄, σελ. 173, αρ.30-θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, παρ’ότι οι ένδικες εφέσεις δεν στρέφονται και κατ’αυτής (άρθρο 513 § 2 του ΚΠολΔ)- μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 322/2017 μη οριστικής αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η συνεκδίκασή τους και τάχθηκε προθεσμία εξήντα ημερών στις εκκαλούσες-καλούσες, προκειμένου να συμπληρωθεί η ελλείπουσα πληρεξουσιότητα του παραστάντος για λογαριασμό τους, πληρεξουσίου δικηγόρου, για την άσκηση και συζήτηση της υπό στοιχ. Α΄εφεσής τους, εφόσον η ύπαρξή της, που αφορά και τη συζήτηση της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο  υπ’αριθμ. ……./21-7-2017 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……..

Οι εφέσεις αυτές αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α΄ 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), και έχουν ασκηθεί παραδεκτώς από όλες τις ενάγουσες, ως εν όλω και εν μέρει ηττηθείσες πρωτοδίκως διαδίκους, κατά της άνω εκκαλουμένης απόφασης, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 15-3-2004 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ……/2004) αγωγή των εναγουσών περί αναγνώρισης της εικονικότητας των μεταβιβάσεων του θανόντος πατέρα τους προς την εναγομένη, ανακλήσεως των υποκρυπτόμενων σε αυτές δωρεών υπό τρόπο και αναγνώρισης του κληρονομικού τους δικαιώματος (εξ αδιαθέτου διαδοχή και επικουρικά νόμιμη μοίρα) επί των ειδικότερα περιγραφόμενων ακινήτων και χρηματικού ποσού, και απορρίφθηκε εξ ολοκλήρου η από 14-11-2005 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2005) αγωγή της ενάγουσας περί αναγνωρίσεως του κληρονομικού δικαιώματός της (νόμιμης μοίρας) επί της κληρονομίας του πατρός της. Έχουν δε ασκηθεί εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει προ της αντικατάστασής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), δηλαδή πριν την παρέλευση τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (13-5-2013), δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, και νομότυπα (άρθρα 495 § 1 εδ.α΄, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), ενώ καταβλήθηκε κατά την άσκησή τους, το νόμιμο παράβολο (σχετ. τα υπ’αριθμ. ………. παράβολα υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ και υπ’αριθμ. … και … παράβολα υπέρ του Δημοσίου, όσον αφορά την υπό στοιχ. Α΄έφεση και υπ’αριθμ. ….. παράβολα υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ και υπ’αριθμ. …….. παράβολα υπέρ του Δημοσίου, όσον αφορά την υπό στοιχ. Β΄έφεση). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ).

ΙΙ α. Οι ενάγουσες εξέθεταν στην από 15-3-2004 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ…../2004) αγωγή τους ότι στις 7-5-2003 απεβίωσε ο …….., πατέρας της πρώτης και δεύτερης και σύζυγος της τρίτης από αυτές, ορίζοντας, με την από 15-3-2001 διαθήκη του, τις δύο πρώτες ως μοναδικές κληρονόμους του και αποκλείοντας την εναγομένη, επίσης θυγατέρα του, για τους λόγους που εκτίθενται στο κείμενό της. Ότι στην κληρονομιαία περιουσία του περιλαμβάνονται ένα αγροτεμάχιο στην περιφέρεια της Κοινότητας ….. Σαλαμίνας, μηδενικής αξίας και το υπό στοιχ. Δ-2 διαμέρισμα πολυκατοικίας στο ……., αξίας 45.000 ευρώ, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου. Ότι ο διαθέτης, όσο ζούσε, μεταβίβασε στην εναγομένη, αιτία πωλήσεως αλλά στην πραγματικότητα αιτία δωρεάς, τα ειδικότερα περιγραφόμενα ακίνητα και αιτία γονικής παροχής, που αποτελεί και αυτή στο σύνολό της δωρεά, ένα ακόμη ακίνητο, υπό τον όρο, σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, τον οποίο αυτή υπαιτίως δεν εκπλήρωσε, ότι θα αναλάμβανε τη διατροφή και περίθαλψή του, ενώ το έτος 1985 της δώρισε το ποσό των 10 εκ. δρχ για την αγορά διαμερίσματος, το οποίο, αναπροσαρμοζόμενο με βάση τα ισχύοντα οικονομικά δεδομένα, αντιστοιχεί σε 60.000 ευρώ τουλάχιστον και ότι τα έξοδα κηδείας του καλύφθηκαν από χρήματα του ιδίου και δεν υπήρχαν χρέη στην κληρονομιαία περιουσία του. Ακολούθως, ζητούσαν, κατ’ορθή εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής τους, να αναγνωριστεί η εικονικότητα των προαναφερθέντων μεταβιβάσεων, οι οποίες υποκρύπτουν έγκυρες δωρεές υπό τρόπο, και, μετά και τη δήλωσή τους ότι τις ανακαλούν, να αναγνωριστεί το κληρονομικό τους δικαίωμα (εξ αδιαθέτου) στην κληρονομία του θανόντος πατέρα και συζύγου τους, ανερχόμενο στο ποσοστό του ¼ εξ αδιαιρέτου για κάθε μία, επί όλων των αναφερόμενων στο ιστορικό ακινήτων, στα οποία αφορούσε η εικονικότητα, και επικουρικά, να ανατραπούν οι παραπάνω δωρεές ως άστοργες κατά το ποσοστό που θίγουν τη νόμιμη μοίρα τους, και να αναγνωριστεί το κληρονομικό τους δικαίωμα (νόμιμη μοίρα), ανερχόμενο στο ποσοστό του 1/8 εξ αδιαιρέτου για κάθε μία, επί των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων, με συνυπολογισμό στην αξία της κληρονομιαίας περιουσίας σε αμφότερες τις περιπτώσεις και του προαναφερθέντος ποσού των 60.000 ευρώ, καθώς και να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά τους  έξοδα.

β. Η ενάγουσα, επίσης, εξέθετε στην από 14-11-2005 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2005) αγωγή της, ότι στις 7-5-2003 απεβίωσε ο πατέρα της ………, αφήνοντας την από 15-3-2001 διαθήκη του, με την οποία εγκατέστησε κληρονόμους του, μόνον τις αδελφές της, δεύτερη και τρίτη εναγομένη, αποκλείοντας παράλληλα την ίδια. Ότι στην κληρονομιαία περιουσία του περιλαμβάνονται τα ειδικότερα περιγραφόμενα ακίνητα, των οποίων προσδιορίζεται η αξία κατά τον χρόνο θανάτου του διαθέτη, τραπεζικές καταθέσεις, στις οποίες αυτός είχε ορίσει ως συνδικαιούχους, με δωρεές αιτία θανάτου, τις εναγόμενες, μητέρα και αδελφές της, ανώνυμες μετοχές και χρυσές λίρες Αγγλίας, αξίας, 100,55 ευρώ η καθεμία, τις οποίες αυτές κατακρατούν. Ότι ενόσω ζούσε ο θανών μεταβίβασε στην ίδια, αιτία γονικής παροχής, το υπό στοιχ. Β-4 διαμέρισμα του β΄ορόφου πολυκατοικίας στο Νέο Φάληρο, ενώ έλαβαν από εκείνον, τόσο η ίδια, ως γονική παροχή, όσο και οι εναγόμενες αδελφές της, ως δωρεές, τα ειδικότερα επικαλούμενα ποσά. Ακολούθως, επικαλούμενη προσβολή, με τη διαθήκη και τις προς τις εναγόμενες παροχές, της νόμιμης μοίρας της, ζητούσε να αναγνωριστεί το κληρονομικό της δικαίωμα (νόμιμη μοίρα), ανερχόμενο σε ποσοστό 1/8 επί των μνημονευόμενων ακινήτων, χρηματικών ποσών, μετοχών και χρυσών νομισμάτων, και να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά της έξοδα.

Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ. 3851/2008 εν μέρει οριστική απόφαση και εν συνεχεία η υπ’αριθμ. 2649/2013 οριστική και ήδη εφεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκαν αμφότερες οι αγωγές, η μεν από 15-3-2004 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ…../2004) αγωγή, ως προς την επικουρική της βάση, και η από η 14-11-2005 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2005) αγωγή στο σύνολό της, ως αόριστες, ανακαλουμένης εν μέρει της ως άνω εν μέρει οριστικής απόφασης, κατά το μέρος που τις είχε κρίνει ορισμένες και νόμιμες, με την αιτιολογία ότι, εφόσον γινόταν επίκληση συνεισενεκτέων παροχών στην κληρονομία του ……., θα έπρεπε να προσδιορίζονται και τα τυχόν χρέη αυτής, ενώ για τον προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας τους ήταν αναγκαίος ο προσδιορισμός της αξίας του ποσοστού της νόμιμης μοίρας, καθεμίας από αυτές. Κατά τα λοιπά, αφού αναγνωρίστηκε ότι ήταν εικονική η από τον θανόντα προς την εναγομένη θυγατέρα του ….. πώληση μόνον του ακινήτου, δυνάμει του υπ’αριθμ…../1999 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……., υποκρυπτόμενης σε αυτήν δωρεάς υπό τρόπο, ανακλήθηκε αυτή, λόγω υπαίτιας μη εκπλήρωσής του, και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι ενάγουσες με τις ένδικες εφέσεις τους, για λόγους που στο σύνολό τους ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, μετά την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή τους, την εξαφάνισή της, με σκοπό, όσον αφορά τις ενάγουσες της από 15-3-2004 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ……/2004) αγωγής, να γίνει αυτή εξ ολοκλήρου δεκτή, και όσον αφορά την ενάγουσα της από 14-11-2005 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …/2005) αγωγής, να γίνει αυτή ομοίως εξ ολοκλήρου δεκτή και να απορριφθεί αντίστοιχα η από 15-3-2004 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ…../2004) αγωγή των εναγομένων.

IΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 111 § 2, 118 και 216 § 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, εκτός από άλλα στοιχεία, και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμον και δικαιολογούν την άσκησή της, με ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε να παρέχεται, στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά τον νόμο της αγωγής (ΑΠ 333/2017, ΑΠ 47/2017, ΑΠ 491/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του ασκουμένου δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα (ΑΠ 637/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 47/2017, ΑΠ 491/2015, ο.π).

Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1825 και 1829 του ΑΚ συνάγεται σαφώς ότι ο μεριδούχος έχει άμεσο κληρονομικό δικαίωμα μέχρι το ποσοστό της νόμιμης μοίρας, που υπάρχει και εναντίον της βουλήσεως του διαθέτη, αποκτώντας εμπράγματο δικαίωμα, όπως κάθε κληρονόμος, σε κάθε ένα από τα κληρονομικά στοιχεία, το οποίο ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία ο νόμιμος μερδούχος παραλείφθηκε και δεν εγκαταστάθηκε καθόλου στη διαθήκη, ως κληρονόμος, ή καταλείφθηκε σ’ αυτόν μέρος της νόμιμης μοίρας, οπότε για το υπόλοιπο είναι κληρονόμος και συντρέχει με τους υπολοίπους, ως κληρονόμος, στην κληρονομική ομάδα (ΑΠ 512/2018, ΑΠ 721/2010, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 177/2009, AXANOM 2010.239), ενάγει δε προς τούτο αυτούς, που, ως κληρονόμοι, κατακρατούν τα αντικείμενα της κληρονομιάς είτε με την αγωγή, που προβλέπει το άρθρο 1871 του ΑΚ (περί κλήρου) είτε με αγωγή που φέρει τον χαρακτήρα απλής αναγνωριστικής κληρονομικού δικαιώματος (ΑΠ 75/2018, Νοβ 2019.21, ΑΠ 15/2017, ΑΠ 1029/2014, ΕφΠειρ 695/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εναγόμενος δεν είναι, σε αντίθεση με την ως άνω περί κλήρου αγωγή (1871 του ΑΚ), ο νεμόμενος τα κληρονομιαία πράγματα ως κληρονόμος, αλλά εκείνος που αδικαιολόγητα κατέχει κληρονομιαία πράγματα, χωρίς αντιποίηση κληρονομικού δικαιώματος (ΑΠ 538/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΕφΠατρ 177/2009, ο.π), ή απλώς αμφισβητεί το κληρονομικό του δικαίωμα (ΑΠ 856/2018, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 538/2016, ο.π, ΕφΠειρ 262/2016 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ωστόσο, και επί της εν λόγω αγωγής η ύπαρξη και η έκταση του κληρονομικού δικαιώματος θα κριθεί με τις διατάξεις της αγωγής περί κλήρου (ΑΠ 856/2018 ο.π). Έτσι, προς θεμελίωσή της ο ενάγων κληρονόμος αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τον θάνατο του κληρονομουμένου, τη συγγενική του σχέση προς αυτόν ή την εγκατάστασή του ως κληρονόμου με διαθήκη, τη νομή (ή απλή κατοχή) του κληρονομουμένου στο επίδικο πράγμα κατά τον χρόνο του θανάτου του, που περιέρχεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του και την αδικαιολόγητη κατοχή του πράγματος από τον εναγόμενο ή την αμφισβήτηση του κληρονομικού του δικαιώματος (ΑΠ 538/2016, ο.π, ΑΠ 400/2009, ΧΡΙΔ 2010.127, ΕφΠειρ 262/2016 ο.π). Επίσης, όπως και επί της αγωγής περί κλήρου, πρέπει για τον υπολογισμό του ποσοστού της νόμιμης μοίρας-σε περίπτωση που ο ενάγων επικαλείται την ύπαρξη παροχών από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1831 §  1 εδ. 2 του ΑΚ (ΕφΠειρ 262/2016, ΕφΠειρ 695/2014 ο.π, ΕφΘεσ 2040/2012, Αρμ 2013.735, ΕφΛαρ 22/2009, ΕΦΑΔ 2010.1348)-να επικαλεστεί τα περιουσιακά στοιχεία – ως και την αποτίμησή τους σε χρήμα – τα οποία αποτελούν την κληρονομία (ΕφΑθ 65/2009, ΕλλΔνη 2009.1107, ΕφΛαρ 22/2009, ο.π), και δη το είδος, την έκταση και την αξία καθενός, καθώς και την ιδιότητά τους ως κληρονομιαίων (ΑΠ 1440/2010, ΕλλΔνη 2011.473, ΕφΠειρ 262/2016 ο.π). Εάν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι υπάρχουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση (ΑΠ 1440/2010 ο.π). Επίσης, οι διάδικοι πρέπει να επικαλεστούν και αποδείξουν τις τυχόν δαπάνες κηδείας, χρέη της κληρονομιάς και δαπάνες απογραφής (ΑΠ 474/2010, ΕλλΔνη 2011.473, ΕφΠατρ 322/2011, ΑΧΑΝΟΜ 2012.186, ΕφΠατρ 1000/2009, ΑΧΑΝΟΜ 2010.260, ΕφΛαρ 218/2001 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2001.271). Σε κάθε δε περίπτωση-είτε δηλαδή υπάρχουν παροχές του άρθρου 1831 § 1 εδ.2 του ΑΚ και έξοδα, χρέη είτε όχι-με την αγωγή περί νομίμου μοίρας (περί κλήρου ή αναγνωριστική) ζητείται ορισμένο ποσοστό – κλάσμα της κληρονομίας και δη είτε επί όλων των υπαρκτών κληρονομιαίων αντικειμένων είτε επί μερικών μόνο εξ αυτών (ΕφΠειρ 695/2014, ο.π, ΕφΘεσ 2040/2012, Αρμ 2013.735). Έτσι, αν στο δικόγραφο της αγωγής περιέχονται τα παραπάνω στοιχεία, ο εσφαλμένος τυχόν υπολογισμός του ποσοστού της νόμιμης μοίρας, δεν επιδρά στο ορισμένο της αλλά ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων.

Στην προκειμένη περίπτωση, με τις κρινόμενες εφέσεις, οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι οι ένδικες αγωγές είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, λόγω αοριστίας, ενώ είναι ορισμένες. Από την επισκόπηση δε του δικογράφου τους προκύπτει ότι πράγματι αναφέρονται επαρκώς σε αυτές όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, όπως αυτά προεκτέθηκαν. Ειδικότερα, εκτίθεται, μεταξύ άλλων, η αποτίμηση της κληρονομιαίας περιουσίας, η οποία είναι αναγκαία, εφόσον γίνεται σε αμφότερες τις αγωγές επίκληση παροχών από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1831 § 2 του ΑΚ, και προσδιορίζεται το ποσοστό της νόμιμης μοίρας που κάθε ενάγουσα ζητά επί όλων των στοιχείων της κληρονομίας. Η παράλειψη παράθεσης της συνολικής αξίας της πλασματικής κληρονομιαίας περιουσίας και της αξίας της νόμιμης μοίρας κάθε ενάγουσας, ώστε να καταστεί δυνατή η αναγωγή του ποσοστού της νόμιμης μοίρας τους επί των στοιχείων της κληρονομίας, δεν καθιστά τις αγωγές αόριστες, αφού η εξεύρεση των μεγεθών αυτών είναι δυνατή δια απλού μαθηματικού υπολογισμού. Η από 14-11-2005 αγωγή, ωστόσο, είναι αόριστη, ως προς το αίτημα συνυπολογισμού στην κληρονομιαία περιουσία των μετοχών, που φέρονται ότι ανήκουν σε αυτήν, καθώς δεν εκτίθεται στο δικόγραφό της, όπως απαιτείται για την πληρότητά της, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε-ούτε συμπληρώθηκε δια των προτάσεών της- η αποτίμηση της αξίας τους κατ’είδος, το συγκεκριμένο δε στοιχείο, το παρόν Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής της ως αόριστης, για άλλο λόγο (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΔωδ 73/2014, ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6601/2011, ΕλλΔνη 2013.189). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε εν μέρει ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά τους σχετικούς βάσιμους λόγους αμφοτέρων των εφέσεων. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνουν αυτές δεκτές, ως βάσιμες και κατ’ουσίαν, να εξαφανιστεί ακολούθως η εκκαλουμένη (οριστική) απόφαση, ως προς τη διάταξή της που αφορά την από 14-11-2005 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2005) αγωγή στο σύνολό της, και εκείνη, που αφορά την επικουρική βάση της από 15-3-2004 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ……/2004) αγωγής και να κρατηθούν αυτές από το παρόν Δικαστήριο, ως προς το αντίστοιχο μέρος τους, κατά το οποίο είναι ορισμένες, με την προαναφερθείσα εξαίρεση, και νόμιμες, στηριζόμενες στις προεκτεθείσες διατάξεις, προκειμένου να ερευνηθούν και κατ’ουσίαν.

  1. IV. Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν με επιμέλεια αμφοτέρων των διαδίκων πλευρών, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’αριθμ. 3851/2008 συνεκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες-επικολλημένες σε τετράδιο- από την εκκαλούσα-ενάγουσα μετ’επικλήσεως φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), καθώς και των υπ’αριθμ. ……/7-11-2006 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, …….. και ………., αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας, ……., μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κατ’άρθρο 422 § 1 του ΚΠολΔ- κλήτευση των εναγομένων-που δεν παρέστησαν (υπ’αριθμ. ……/2-11-2006 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….), και της υπ’αριθμ. …/7-11-2006 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, των μαρτύρων …….. και …….., που ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγουσών, απούσης της ενάγουσας, που κλητεύθηκε εμπροθέσμως και νομότυπα, κατά τα άνω (υπ’αριθμ. ……/2-11-2006 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, . ….), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Στις 7-5-2003 απεβίωσε ο …. ., κάτοικος εν ζωή Αγ.Ιωάννη Ρέντη, με πλησιέστερους συγγενείς τη σύζυγό του, …, και τις θυγατέρες του, …, … και …, ήδη ενάγουσες-εναγόμενες. Με την από 15-3-2001 διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κηρύχθηκε κυρία (υπ’αριθμ. 730/2003 πρακτικά και απόφαση του άνω Δικαστηρίου), εγκατέστησε ως κληρονόμους του σε όλη την υπάρχουσα κατά τον χρόνο του θανάτου του περιουσία, τις εκ των θυγατέρων του, …..και …, παραλείποντας τη …. Όρισε ειδικότερα ότι : «Η διαθήκη μου. Εγώ ο …… αφήνω ότι έχω σε ακίνητα στις κόρες μου …. και ……. Στη …. δεν αφήνω τίποτα γιατί με εξαπάτησε και τις έγραψα με συμβόλαιο αγοράς το Χαϊδάρι και το γκαράζ χωρίς να πληρώσει δραχμή και με εξαπάτησε με αποτέλεσμα να μην μου δίνει σημασία σα σκυλί. Πειραιεύς 15.3.2001. ……..».  Αποδείχθηκε, επίσης, ότι κατά τον χρόνο θανάτου του ο αποβιώσας είχε στην κυριότητά του τα ακόλουθα ακίνητα, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στην από 12-3-2009 πραγματογνωμοσύνη του ορισθέντος ως πραγματογνώμονα, με την υπ’αριθμ. 3851/2008 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, πολιτικού μηχανικού, …….,  και συγκεκριμένα : 1) αγροτεμάχιο εντός των ορίων της Κοινότητας …. Σαλαμίνας, στην περιοχή «…..» (ή «…….», κατά τον τίτλο κτήσης του), έκτασης 1.586,25 τμ, ως τμήμα μείζονος εκτάσεως. Αποτελεί τμήμα ευρύτερης δασικής έκτασης, χωρίς πρόσβαση σε δημόσια ή ιδιωτική οδό πλην μιας συμβολικής χάραξης πιθανής ιδιωτικής οδού ή δουλείας, που δεν συνιστά εγκεκριμένη πρόσβαση. Εμφανίζει δυσμενή μορφολογία εδάφους, μη εμφανείς προοπτικές ένταξης στο σχέδιο πόλεως και επομένως και εκμετάλλευσης. Απέχει από τον παραλιακό δρόμο στην περιοχή «….» περί τα 250 μέτρα. Η αναγραφόμενη αξία του στη δήλωση φόρου κληρονομίας των εναγουσών, … και ……., ήταν 1.670,32 ευρώ. 2) Το υπό στοιχ. Δ-2 διαμέρισμα του τετάρτου πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας, κτισμένης επί οικοπέδου εκτάσεως 974,29 τμ, κειμένου επί της οδού . …. αρ…., στο ……, επιφάνειας 76,75 τμ. Έχει πρόσοψη στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας και στερείται κεντρικής θέρμανσης, ενώ λόγω της παλαιότητάς του πληροί, όπως και ολόκληρη η πολυκατοικία, η κατασκευή της οποίας χαρακτηρίζεται ως απλή, τις διατάξεις του παλαιού αντισεισμικού κανονισμού. Η παραπάνω οδός είναι μέτριας εμπορικότητας, με καλή πρόσβαση στη συγκοινωνία και σχολεία. Η αναγραφόμενη αξία του στη  δήλωση φόρου κληρονομίας ήταν 34.013,33 ευρώ. 3) την ψιλή κυριότητα διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, πολυκατοικίας, επί οικοπέδου, εκτάσεως 62,61 τμ, κειμένου στη συμβολή των οδών ……-και ήδη ……..- και …., στο ……. Η οδός …….. είναι παράλληλος της οδού Πειραιώς, όπισθεν και βορείως του σταδίου Καραϊσκάκη και η ευρύτερη περιοχή είναι μία στάσιμη, χωρίς ανάπτυξη περιοχή με παλαιά βιομηχανικά κτίρια και χωρίς προοπτική εξέλιξης. Το κτίσμα στερείται ανελκυστήρα και κεντρικής θέρμανσης, και λόγω της παλαιότητάς του έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με τον παλαιό αντισεισμικό κανονισμό. Το δε διαμέρισμα θεωρείται ιδιαιτέρως υποβαθμισμένο, με ποιότητα υλικών κάτω του μετρίου και με ανορθόδοξη διάταξη των χώρων του, ενώ συντηρείτο πλημμελώς. Η δηλωθείσα για τον υπολογισμό του φόρου κληρονομίας αξία του, κατά τα άνω, ήταν 24.720,33 ευρώ. 4) Αγροτεμάχιο, εντός των ορίων του Δήμου ….., στη θέση «….», προερχόμενο από τη συνένωση δύο όμορων αγροτεμαχίων, συνολικής εκτάσεως 434,15 τμ. Ευρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως, όπισθεν και βορείως των διυλιστηρίων Ασπροπύργου και σε απόσταση 3,6 χλμ από την εθνική οδό Αθηνών-Κορίνθου, στους πρόποδες λοφίσκου, σε παλιά αγροτική περιοχή, που μετεξελίχθηκε σε περιοχή με πλήθος βιομηχανιών πετρελαίων. Η περιοχή έχει βιομηχανικό χαρακτήρα και δεν ευνοείται η προοπτική οικιστικής αξιοποίησης, με πρόσθετο αρνητικό στοιχείο την ιδιαίτερα ρυπογόνο ατμόσφαιρα. Το έτος 2003 εγκρίθηκε η πολεοδομική μελέτη βιομηχανικών-βιοτεχνικών εγκαταστάσεων και, βάσει αυτής, επιτρέπεται η εγκατάσταση επαγγελματικών εργαστηρίων χαμηλής όχλησης, με ελάχιστο εμβαδό οικοδομησιμότητας 200 τμ. και με σχετική τροποποίηση εντός του ίδιου έτους, 500 τμ, με αποτέλεσμα το εν λόγω ακίνητο να έχει καταστεί μη άρτιο. Κατά την προαναφερθείσα δήλωση, η αντικειμενική αξία του ήταν 1.910,20 ευρώ. Η αξία των ανωτέρω ακινήτων, βάσει συγκριτικών στοιχείων, καθορίστηκε από τον παραπάνω πραγματογνώμονα, στο ποσό των 5.551,71 ευρώ, για το πρώτο ακίνητο στη Σαλαμίνα, των 55.000 και των 45.000 ευρώ, αντίστοιχα, για τα διαμερίσματα στο ……. και των 13.024,50 ευρώ, για το οικόπεδο στον ….. Την ίδια αξία, με μικρή απόκλιση, για τα τρία πρώτα ακίνητα, δέχεται στην από 6-11-2009 τεχνική του έκθεση, ο αρχιτέκτονας μηχανικός, …….., διορισθείς ως τεχνικός σύμβουλος από την ενάγουσα, ………., κατά την όρκιση του άνω πραγματογνώμονα, προσδιορίζοντας την αξία τους στο ποσό των 5.500, των 55.000, των 44.000 και των 15.200, αντίστοιχα, ευρώ. Ειδικότερα, για το τελευταίο ακίνητο στον …. θέτει ως βάση υπολογισμού της αξίας του, τα 35 ευρώ/τμ, αντί των 30 ευρώ/τμ, που δέχεται ο άνω πραγματογνώμονας, χωρίς όμως να επεξηγεί με παράθεση επαρκών στοιχείων τη διαφοροποίηση αυτή.

Ο θανών, κυρίως, αλλά και η σύζυγός του ήταν οικονομικά εύρωστοι, με υψηλά εισοδήματα, προερχόμενα, αφενός μεν από τη μεταφορική επιχείρηση με ιδιόκτητα φορτηγά, που ο ίδιος διατηρούσε, πριν τη συνταξιοδότησή του, από τη χορήγηση έντοκων δανείων προς τρίτους και από τις αγοραπωλησίες μετοχών και αμοιβαίων κεφαλαίων, αφετέρου δε από τα μισθώματα που αμφότεροι εισέπρατταν. Έτσι, απέκτησαν σημαντική περιουσία σε μετοχές, ακίνητα αλλά και μετρητά, καθώς ήταν συνδικαιούχοι διαφόρων τραπεζικών καταθέσεων, με συνδικαιούχους και άλλα μέλη της οικογένειάς τους (θυγατέρες, εγγόνια), για τις οποίες θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Από τις προσκομιζόμενες, επίσης, δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, που ανάγονται μέχρι το οικονομικό έτος 1992, αποδεικνύεται ότι πολύ καλή ήταν και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας της θυγατέρας του, ……… (έτος γεννήσεως 1958) και του συζύγου της …….., εκ των οποίων η πρώτη εργαζόταν ως αυτοκινητίστρια και ο δεύτερος δραστηριοποιείτο επαγγελματικά στις αγροτικές καλλιέργειες, ενώ εισέπρατταν σημαντικά ποσά από την εκμίσθωση ακινήτων τους προς τρίτους και δεν επιβαρύνονταν με έξοδα στέγασης, διαμένοντας στην ίδια πολυκατοικία με τους γονείς της, κειμένη επί της οδού ……… στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Σημαντικά κατώτερο αλλά τέτοιο που να εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση στους ίδιους και τα δύο τέκνα τους, ήταν το οικογενειακό εισόδημα της ενάγουσας, ……… (έτος γεννήσεως 1960) και του συζύγου της, . .., τουλάχιστον το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι προσκομιζόμενες φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος, δηλαδή από το οικονομικό έτος 1995 έως το οικονομικό έτος 2002, προερχόμενο από την εργασία του συζύγου της, ως μέλους ομόρρυθμης εταιρείας και από εκμίσθωση ακινήτων της ίδιας, η οποία δεν εργαζόταν πλέον, μη επιβαρυνόμενοι και αυτοί με έξοδα στέγασης, αφού διέμεναν σε ιδιόκτητο διαμέρισμα στην Παλλήνη.

Αποδείχθηκε, επίσης, ότι το έτος 1994, δυνάμει των υπ’αριθμ. …../20-7-1994 και …../3-8-1994 συμβολαίων των συμβολαιογράφων Πειραιώς, …… και Νικαίας, ……, αντίστοιχα, η ……….. απέκτησε, αιτία αγοράς, αρχικά κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου και στη συνέχεια κατά το απομένον ποσοστό, την ψιλή κυριότητα και οι γονείς της, εξ ημισείας, την επικαρπία, του υπό στοιχ. Β-3 διαμερίσματος πολυκατοικίας, κείμενης στη θέση «…» ή «…….» του Δήμου Πειραιά, και στη συμβολή των οδών … και …., επιφάνειας 91,50 τμ. Η συνολική αντικειμενική αξία των άνω ποσοστών της πλήρους κυριότητας, ανερχόταν στο ποσό των 2.553.494 και των 2.837.215 δραχμών, αντίστοιχα, ενώ το συνολικό τίμημα φέρεται ότι ανήλθε στο ποσό των 2.500.000 δραχμών για κάθε μεταβίβαση, εκ του οποίου στην ψιλή κυρία αναλογεί, κατ’άρθρο 15 του νδ 115/1983, με βάση την ηλικία των επικαρπωτών γονέων της, το ποσό των 3.500.000 [5.000.000 – 1.500.000 (5.000.000 δρχ Χ 3/10, αφού αμφότεροι οι γονείς της ως γεννηθέντες το 1925 και το 1933 δεν είχαν υπερβεί το 70ο έτος της ηλικίας τους)] δραχμών και ήδη 10.271 ευρώ το οποίο ευχερώς μπορούσε να καλύψει εξ ιδίων πόρων, αφού τα ετήσια καθαρά οικογενειακά εισοδήματα αυτής και του συζύγου της, από την εργασία τους και τα μικτά εισοδήματά τους από εκμίσθωση ακινήτων τους, το προηγούμενο των μεταβιβάσεων έτος (1993) ανήλθαν στο ποσό των 3.432.000 και των 24.436.201 δραχμών, αντίστοιχα. Αντιστοίχως, τα εισοδήματα αυτά (καθαρά, από εργασία, και μικτά, από μισθώματα) ανήλθαν, το έτος 1994, στο ποσό των 36.081.851 δραχμών, το έτος 1995, στο ποσό των 39.713.342 δραχμών, το έτος 1996, στο ποσό των 35.944.246 δραχμών,  το έτος 1997, στο ποσό των 43.101.670 δραχμών, το έτος 1998, στο ποσό των 52.807.940 δραχμών, το έτος 1999, στο ποσό των 66.219.855 δραχμών, το έτος 2000, στο ποσό των 67.359.168 δραχμών και το 2001, στο ποσό των 83.085.351 δραχμών. Το ίδιο έτος, δυνάμει του υπ’αριθμ. ……/2-11-1994 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Νικαίας, ………., απέκτησε, αιτία πωλήσεως, την ψιλή κυριότητα και οι γονείς της από κοινού την επικαρπία, του υπό στοιχ. Α6 γραφείου του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, πολυκατοικίας κειμένης επί της οδού …… στην Αθήνα, επιφάνειας 22,23 τμ, αντικειμενικής αξίας 2.145.751 δραχμών, αντί του φερόμενου πραγματικού τιμήματος των 2.000.000 δραχμών, από το οποίο, της αναλογούσε, κατά τα προεκτεθέντα, το ποσό του 1.500.000 (2.000.000 Χ 2,5/10, όπου 2,5 είναι ο μέσος όρος για τον υπολογισμό της αξίας της επικαρπίας των γονιών της, αφού ο ένας είχε ήδη υπερβεί τα 70 και η έτερη τα 60 έτη) δραχμών και ήδη 4.402 ευρώ. Το έτος 1996, δυνάμει της υπ’αριθμ. ……../30-10-1996 Κατακυρωτικής Έκθεσης της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………, απέκτησε με πλειστηριασμό ισόγειο διαμέρισμα, πολυκατοικίας κείμενης στη θέση «….» ή «….» ή «…….», επί της οδού ………, επιφάνειας 100 τμ, το οποίο κατακυρώθηκε στην τιμή των 13.000.000 δραχμών, μέρος του οποίου συμψήφισε η ίδια με δική της απαίτηση, ως συγκυρία του ήδη κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου, καταβάλλοντας έτσι τελικά το ποσό των 6.955.000 δραχμών και ήδη 20.411 ευρώ. Τέλος, το έτος 2001, δυνάμει του υπ’αριθμ. ………/28-5-2001 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., απέκτησε, αιτία πωλήσεως, την ψιλή κυριότητα ενός οικοπέδου με τον επ’αυτού Ιερό Ναό της …… στη συνοικία «…..» στον Πειραιά, και στη συμβολή των οδών ………., της πωλήτριας παρακρατούσας την επικαρπία, αντί του φερόμενου τιμήματος των 23.000.000 δραχμών και ήδη 67.498 ευρώ, και αντικειμενικής αξίας 23.392.054 δραχμών. Και στις περιπτώσεις αυτές, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι, όπως συνηθίζεται στις συναλλαγές, η πραγματική αξία των μεταβιβασθέντων ακινήτων ήταν υψηλότερη της αναγραφόμενης και αντικειμενικής αξίας τους, αναμφίβολα η άνω ενάγουσα ήταν σε θέση να καλύψει το τίμημα αγοράς τους. Επιπλέον, δυνάμει του υπ’αριθμ. ……./2-2-1996 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Νίκαιας, -…….., η μεν ενάγουσα, ……., απέκτησε, αιτία αγοράς, την ψιλή κυριότητα του υπό στοιχ. Α2 –ημιτελούς, στο στάδιο των επιχρισμάτων, διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, της κειμένης στη συμβολή των οδών … και …… στον Πειραιά πολυκατοικίας, επιφάνειας 72 τμ, και οι γονείς της, εξ αδιαιρέτου, την επικαρπία του. Η αντικειμενική αξία της πλήρους κυριότητας του συγκεκριμένου ακινήτου ανήλθε στο ποσό των 7.722.000 δραχμών, και το φερόμενο, ως καταβληθέν, τίμημα, στο ποσό των 6.500.000 δραχμών, εκ του οποίου στην ψιλή κυρία αναλογεί, κατά τα άνω, το ποσό των 4.875.000 [6.500.000 – 1.625.000 (6.500.000 δρχ Χ 2,5/10) δραχμών και ήδη 14.307 ευρώ. Επίσης, δυνάμει του υπ’αριθμ. ………/1-8-2002 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Λουτρακίου, …….., η ίδια ενάγουσα, η οποία πλέον δηλώνει αισθητικός στο επάγγελμα, απέκτησε την ψιλή κυριότητα και ο πατέρας της την επικαρπία-για τον εαυτό του και υπέρ της συζύγου του, που θα μπορούσε να την αποδεχθεί οποτεδήποτε συμβολαιογραφικά-του υπ’αριθμ. …… διαμερίσματος του τέταρτου ορόφου πολυκατοικίας κειμένης στη συμβολή των οδών … και …. στο …., αντί του τιμήματος των 44.508 ευρώ, που συνέπιπτε με την αντικειμενική αξία του. Από αυτό, στην ψιλή κυρία αναλογεί, κατά τα άνω, το ποσό των 35.606 ευρώ (44.508 Χ 2/10, εφόσον ο πατέρας της δεν είχε υπερβεί το 80ο έτος της ηλικίας του). Η άνω ενάγουσα είχε και αυτή τη δυνατότητα να καλύψει το τίμημα αγοράς των συγκεκριμένων ακινήτων, με βάση το ετήσιο οικογενειακό της εισόδημα (καθαρό, από εργασία, και μικτό, από μισθώματα) των προηγούμενων ετών, που ανήλθε, το έτος 1995, στο ποσό των 2.935.817 δραχμών, το έτος 1996, στο ποσό των 3.674.580 δραχμών, το έτος 1997, στο ποσό των 5.180.275 δραχμών, το έτος 1998, στο ποσό των 5.520.900 δραχμών, το έτος 1999, στο ποσό των 4.523.428 δραχμών, το έτος 2000, στο ποσό των 5.625.539  δραχμών, και το έτος 2001, στο ποσό των 6.545.643 δραχμών, πλέον του ποσού των 6.900.000 δραχμών, από διάθεση περιουσιακού στοιχείου.

Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ενάγουσα, …… απέκτησε, αιτία αγοράς, από την ….., δυνάμει του υπ’αριθμ. ……/1986 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ….., την ψιλή κυριότητα ισογείου διαμερίσματος της κειμένης στην οδό …. αρ…. στη …… πολυκατοικίας, κατά το ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου και την επικαρπία κατά το ίδιο ποσοστό, η νονά της, ……., ενώ το απομένον ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου το απέκτησαν, κατά ψιλή κυριότητα από κοινού οι αδερφές της και κατ’επικαρπία η μητέρα της. Επίσης, ο θανών μεταβίβασε στην ανωτέρω θυγατέρα του …., δυνάμει των : α/ υπ’αριθμ. ……./29-9-1995 συμβολαίου του άνω συμβολαιογράφου ……, αιτία πωλήσεως, την υπό στοιχ. Β-Χ οριζόντια ιδιοκτησία (βοηθητικό χώρο) επιφάνειας 60 τμ, στον ακάλυπτο χώρο πολυκατοικίας, κειμένης στη θέση «….» του Δήμου … και επί της οδού ………, αντικειμενικής αξίας 4.309.200 δραχμών και ήδη 12.646 ευρώ, που φέρεται να ήταν και το καταβληθέν τίμημα. Στο κείμενο του συμβολαίου αναγράφεται ότι το ποσό των 2.009.000 δραχμών είχε ήδη καταβληθεί από την αγοράστρια στον πωλητή εκτός του συμβολαιογραφικού γραφείου, ενώ τα υπόλοιπα 2.300.000 δραχμές επρόκειτο να καταβληθούν σε 23 μηνιαίες άτοκες δόσεις, ποσού 100.000 δραχμών η καθεμία, αρχής γενομένης από την 1-12-1995 (προσκομίζονται τέτοιες αποδείξεις υπογεγραμμένες από τον θανόντα, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε), β/ υπ’αριθμ. …./26-11-1998 συμβολαίου, αιτία γονικής παροχής, το υπό στοιχ. Β-4 διαμέρισμα του β΄ορόφου, πολυκατοικίας κειμένης στην οδό …….στο Νέο Φάληρο, επιφάνειας 52 τμ., η αξία του οποίου εκτιμήθηκε από τη Δ.Ο.Υ στο ποσό των 7.338.240 δραχμών. γ/ υπ’αριθμ. … και …/13-1-1999 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……., αιτία πωλήσεως, με το πρώτο, ένα οικόπεδο στη θέση «….» στον Πειραιά, εμβαδού 301,80 τμ, αντικειμενικής αξίας 29.334.960 δραχμών και με το δεύτερο, την ψιλή κυριότητα ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου, μετά της επ’αυτού διώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στο Χαϊδάρι, στη συμβολή των οδών ……. και ήδη Πλατεία …….., ……, πρώην …, αρ… και … αρ….., παρακρατώντας εφ’όρου ζωής την επικαρπία του, αντικειμενικής αξίας 37.046.996 ευρώ. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η αξία αυτή φέρεται ότι ανταποκρίνετο και στην πραγματική αξία των συγκεκριμένων ακινήτων, κατά το μεταβιβασθέν ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Ο τρόπος αποπληρωμής του τιμήματος, κατά τα αναγραφόμενα στα συμβόλαια, ήταν ο εξής : α) Για το πρώτο ακίνητο, δηλώθηκε κατ’αρχήν ότι είχε ήδη καταβληθεί στον θανόντα πωλητή, εκτός του συμβολαιογραφικού γραφείου το ποσό των 6.000.000 δραχμών και συμφωνήθηκε το υπόλοιπο ποσό των 23.334.960 δραχμών να καταβληθεί, το μεν ποσό των 6.000.000 δραχμών, στις 20-1-1999 και το απομένον ποσό των 17.334.960 δραχμών, σε τέσσερις (4) ετήσιες δόσεις των 4.333.740 δραχμών καθεμία, αρχής γενομένης από την 1-1-2000. β) Για το δεύτερο ακίνητο, δηλώθηκε επίσης ότι είχε καταβληθεί ήδη στον θανόντα πωλητή, εκτός του συμβολαιογραφικού γραφείου, το ποσό των 10.000.000 δραχμών, και συμφωνήθηκε το υπόλοιπο ποσό των 27.046.996 δραχμών να καταβληθεί, το μεν ποσό των 10.000.000 δραχμών την 20-1-1999 και το υπόλοιπο ποσό των 17.046.996 δραχμών, σε τέσσερις (4) ετήσιες δόσεις των 4.261.749 δραχμών καθεμία, αρχής γενομένης από την 1-1-2000. Επίσης, σε αμφότερα τα συμβόλαια περιελήφθη  η συμφωνία ότι η εξόφληση του πιστωθέντος τιμήματος θα αποδεικνύεται αποκλειστικά από έγγραφη απόδειξη του πωλητή ή του νομίμου πληρεξουσίου του, ή με συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης ή με γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Τελικά, κατά μερική διαφοροποίηση όσων είχαν συμφωνηθεί, ως προς τον χρόνο και το ποσό των δόσεων του πιστωθέντος τιμήματος, η άνω ενάγουσα φέρεται ότι είχε ήδη καταβάλει στον πατέρα της και για τα δύο ακίνητα, το ποσό των 16.000.000 δραχμών  στις 26-1-1999, και το ποσό των 8.595.489 δραχμών στις 27-6-2000, οπότε και συντάχθηκαν οι σχετικές πράξεις μερικής εξόφλησης της ως άνω συμβολαιογράφου (υπ’αριθμ. ……….. πράξεις μερικής εξόφλησης), ενώ το απομένον τίμημα αμφοτέρων, συνολικού ποσού 25.786.467 δραχμών, φέρεται ότι εξοφλήθηκε στις 3-1-2001, που συντάχθηκαν οι πράξεις ολικής εξόφλησης της ίδιας συμβολαιογράφου (υπ’αριθμ. ……../3-1-2001 πράξεις ολικής εξόφλησης τιμήματος). Για αμφότερες τις μεταβιβάσεις μάλιστα συντάχθηκε από τον θανόντα και χειρόγραφη απόδειξή του άνευ ημερομηνίας. Επιπλέον, στις 4-1-1999 η ……. φέρεται ότι προβαίνει σε δωρεά προς την άνω θυγατέρα της, ποσού 5.000.000 δραχμών και υποβάλλεται στις 11-1-1999 σχετική δήλωση στη ΔΟΥ Α΄Πειραιά, στην οποία μάλιστα μνημονεύονται και προγενέστερες δωρεές, κατά το έτος 1992 και 1994, συνολικού ποσού 18.942.233 δραχμών για αγορά ακινήτων. Για τη δωρεά αυτή ο αναλογών φόρος υπολογίστηκε σε 654.267 δραχμές. Στις 15-1-1999 η αδερφή και ο αδερφός του ανδρός της (ενν. της …….), … και …… φέρονται ότι προβαίνουν επίσης σε δωρεά προς αυτήν, ποσού 1.500.000 δραχμών ο καθένας και υποβάλλονται και γι’αυτές δηλώσεις στη ΔΟΥ Αγ.Αναργύρων στις 18-1-1999, με βάση την οποία ο αναλογών φόρος υπολογίζεται σε 162.750 δραχμές. Ο ……., ωστόσο, στην υπ’αριθμ. ……../2006 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, δεν κάνει καμία αναφορά στη συγκεκριμένη δωρεά εκ μέρους του. Από τις προσκομιζόμενες δε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, που καλύπτουν τα εισοδήματά της των ετών 1992 έως και 2003, αποδεικνύεται κατ’αρχήν ότι αυτή εργαζόταν μόνον το έτος 1992, ως ιδιωτική υπάλληλος, με ετήσιο εισόδημα, καθαρό, από την εργασία της 1.757.797 δραχμές και, ακαθάριστο, από την εκμίσθωση ακινήτου της 580.000 δραχμές ενώ το έτος 1993, το ακαθάριστο εισόδημά της από μισθώματα, ανήλθε στο ποσό του 1.002.000 δραχμών. Από το έτος 1994, που υπέβαλε κοινή φορολογική δήλωση με τον σύζυγό της, το ετήσιο οικογενειακό της εισόδημα (καθαρό, από εργασία του συζύγου της, και μικτό, από μισθώματα αμφοτέρων) ανήλθε, το έτος 1994, στο ποσό των 4.817.280 δραχμών, το έτος 1995, στο ποσό των 5.514.718 δραχμών, το έτος 1996, στο ποσό των 8.139.106 δραχμών, το έτος 1997, στο ποσό των 10.009.128 δραχμών, το έτος 1998, στο ποσό των 13.316.686 δραχμών, το έτος 1999, στο ποσό των 13.436.686  δραχμών, το έτος 2000, στο ποσό των 14.052.666 δραχμών, το έτος 2001, στο ποσό των 15.168.610 δραχμών και το έτος 2002 στο ποσό των 54.250,73 ευρώ. Μέχρι και το έτος 1997 επιβαρύνονταν με έξοδα ενοικίου (από 420.000 δραχμές ετησίως το έτος 1994 έως 600.000 δραχμές το έτος 1997). Το έτος 1993 πώλησε Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο αντί του τιμήματος των 2.750.000 δραχμών και αγόρασε άλλο, μεταχειρισμένο (υπό στοιχ. κυκλοφορίας ………..) αντί 900.000 δραχμών, το οποίο μεταβιβάστηκε το έτος 1995 και το έτος 1996 αγόρασε νέο, επίσης μεταχειρισμένο. Όσον αφορά τα χρηματικά τους διαθέσιμα την εποχή που έγιναν οι τελευταίες μεταβιβάσεις, διατηρούσε με τον σύζυγό της, στην Εurobank : α) τον υπ’αριθμ. ……..-αρχικά και στη συνέχεια ……….- λογαριασμό, με συνδικαιούχους τους ίδιους, ο οποίος στις 4-4-2000 εμφανίζει υπόλοιπο, αρχικά 11.430.000 (5.430.000 + 6.000.000) δραχμές, από μεταφορά, χωρίς να προκύπτει ο λογαριασμός προέλευσης, το οποίο επενδύεται διαδοχικά σε αμοιβαία κεφάλαια, και μηδενικό υπόλοιπο στις 9-2-2001, χωρίς να προκύπτει τροφοδότησή του με οποιοδήποτε ποσό ενδιαμέσως, πλην δηλαδή του προϊόντος εξαγοράς των αμοιβαίων κεφαλαίων, β) τον υπ’αριθμ. …….., με συνδικαιούχους τους ίδιους και τον …….., υπόλοιπο, στις 21-4-2000, 7.620.130 δραχμές και στις 17-1-2001, 5.435.444 δραχμές. Ο λογαριασμός αυτός τροφοδοτήθηκε με τρεις πιστώσεις, ύψους 344.714, 130.557 και 5.316.334 δραχμών, στις 3/7/2000, στις 3/1/2001 και στις 17/1/2001, αντίστοιχα. Η τελευταία δηλαδή πίστωση, σημαντικού ύψους, που δεν έγινε με μεταφορά από άλλον λογαριασμό, έλαβε χώρα την εποχή που φέρονται ότι καταβλήθηκαν από τη ………, οι απομένουσες δόσεις του πιστωθέντος τιμήματος, κατά τα άνω, συνολικού ύψους 25.786.467 (13.001.220 + 12.785.247) δραχμών. γ) τον υπ’αριθμ. …… ., με συνδικαιούχους την ίδια και τα δύο τέκνα της, όπου στις 16-6-1999 πιστώνεται το ποσό των 16.000.000 δραχμών από λήξη επένδυσης και εμφανίζει, στις 24-8-2000, υπόλοιπο 11.261 δραχμές και την 1-1-2001, 22.579 δραχμές. Η έναρξη της παραπάνω επένδυσης είναι πλησιόχρονη της υποβολής στις 18-3-1999 αίτησης συμμετοχής σε αμοιβαία κεφάλαια, της ιδίας και των τέκνων της, προς την Εθνική Τράπεζα, ύψους 20.000.000 δραχμών. Επίσης, στην ΑΤΕ (Αγροτική Τράπεζα) διατηρούσαν : α) τον υπ’αριθμ. ………. λογαριασμό, με υπόλοιπο στις 29-8-1996, 80.000 δραχμές και στις 18-12-2000, 95.962 δραχμές, β) τον υπ’αριθμ. ………. λογαριασμό, με συνδικαιούχους τον σύζυγό της και μέλη της οικογένειάς του,  με υπόλοιπο, στις 2-7-1998, 998.000 δραχμές και στις 19-2-1999, 730 δραχμές, χωρίς σημαντική κίνηση με υψηλότερη πίστωση εκείνη των 998.000 ευρώ,  που έλαβε χώρα στις 2-7-1998, γεγονός που διαψεύδει την ανάληψη και καταβολή του ίδιου ποσού σε μετρητά στον πατέρα της, την ίδια ημερομηνία, ως μέρος του τιμήματος αγοράς του ακινήτου στα Καμίνια, γ) τον υπ’αριθμ. …….. λογαριασμό με συνδικαιούχους τον σύζυγό της και άλλα επίσης μέλη της οικογένειάς του, με υπόλοιπο την 1-11-1995, 3.000.000 δραχμές, στις 14-6-1997, 18.727.239 δραχμές και μετά την ανάληψη 18.700.000 στις 20-6-1997, 272.390 δραχμές. Στην ΕΤΕ (Εθνική Τράπεζα), τον υπ’αριθμ. ….. λογαριασμό, με συνδικαιούχους, την ίδια και τα παιδιά της, με υπόλοιπο στις 9-6-1998, 2.752.000 δραχμές. Σε αυτόν αποτυπώνονται κινήσεις από αγοραπωλησίες χρεογράφων, ως επί το πλείστον, σημαντικού ύψους, και στις 10-1-2002, έχει υπόλοιπο 17.894 δραχμές. Στις 22-4-1999 εκδίδεται τραπεζική επιταγή, ποσού 20.000.000 δραχμών, συρόμενη από τον συγκεκριμένο λογαριασμό και κατατίθεται για την αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων στην ίδια τράπεζα, η οποία είχε υποβληθεί στις 18-3-2009, κατά τα άνω, και το υπόλοιπο στις 10-1-2002, είναι 17.893 δραχμές άλλως 52,51 ευρώ. Στη XIOS BANK, τον υπ’αριθμ. ……… λογαριασμό, με συνδικαιούχους την ίδια και τα τέκνα της, με υπόλοιπο στις 20-11-1998, 2.000.000 δραχμές, κατάθεση στις 7-12-1998, 12.100.100 δραχμών και τελικό υπόλοιπο στις 15-12-1999, 57.752 δραχμές. Από τον λογαριασμό αυτόν αναλήφθηκαν στις 7-12-1998, δηλαδή την ίδια ημέρα της κατάθεσης του παραπάνω ποσού, 13.634.630 δραχμές, τα οποία επανακατατέθηκαν στις 13-1-1999, ενώ την ίδια ημερομηνία έγιναν επιπλέον αναλήψεις, 1.000.000, 3.845.551 και 588.840 δραχμών και την επομένη, 2.000.000 και 4.878.194 δραχμών. Από αυτά, το ποσό των 3.845.551 και των 4.878.192 δραχμών, αφορούν την πληρωμή του φόρου μεταβίβασης, των ακινήτων που αποκτήθηκαν με τα υπ’αριθμ. ….. και …./1999 συμβόλαια, ενώ τα συμβολαιογραφικά έξοδα ανήλθαν σε 171.675 και 468.980 δραχμές και η αμοιβή του παρασταθέντος για λογαριασμό της ……. δικηγόρου κατά την υπογραφή τους, στο ποσό των 374.180 και των 210.235 δραχμών, γεγονός που επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η δωρεά του χρηματικού ποσού των 12.000.000 δραχμών από τον θανόντα προς τη θυγατέρα του δεν αξιοποιήθηκε για την αποπληρωμή του τυχόν τιμήματος, αλλά για την κάλυψη των πάσης φύσεως εξόδων, που συνεπαγόταν η μεταβίβασή τους.  Επίσης, στη Γενική Τράπεζα διατηρούσε τον υπ’αριθμ. …. . λογαριασμό, με συνδικαιούχους το ζεύγος …., με υπόλοιπο, στις 2-5-1995, 48.000 δραχμές και στις 3-11-1995, 3.000 δραχμές. Ακόμη, ο σύζυγός της συμμετέχει από 6-3-2000 και 7-3-2000, σε ομολογιακά δάνεια εσωτερικού, με το ποσό των 4.700.000 και των 5.000.000 δραχμών, αντίστοιχα, χωρίς όμως να προκύπτει η προέλευση αλλά και η κατάληξή τους. Για τις τμηματικές αναλήψεις διαφόρων χρηματικών ποσών που κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας καταβλήθηκαν δια χειρός στον πατέρα της, προς το σκοπό της μερικής εξόφλησης του τιμήματος αγοράς των προαναφερθέντων ακινήτων- πέραν εκείνων που αφορούν τα ποσά πληρωμής του αναλογούντος φόρου, αμοιβής συμβολαιογράφου και παρασταθέντος δικηγόρου-δεν αποδεικνύεται αντιστοίχισή τους με τα ποσά και τις ημερομηνίες των συμφωνημένων-και κατά τροποποίηση- δόσεων, ενώ κάποιες από αυτές δεν αποδεικνύονται (όπως πχ η ανάληψη ποσού 998.000 δραχμών από τον υπ’αριθμ. ……… λογαριασμό στις 2-7-1998, λόγω μη προσκομίσεως της κίνησής του εκείνη την ημεροχρονολογία, το οποίο αντιθέτως φέρεται να κατατίθεται την ίδια ημέρα στον υπ’αριθμ. …….. λογαριασμό της ΑΤΕ, ή του ποσού των 2.072.000 δραχμών στις 10-8-1998 από τον άνω υπ’αριθμ. ………. λογαριασμό, του ποσού του 1.000.000 δραχμών από τον υπ’αριθμ. ………. λογαριασμό στην ΑΤΕ στις 26-1-1999 κλπ). Επίσης, κάποιες από αυτές δεν είναι στρογγυλοποιημένες, όπως θα ήταν λογικώς αναμενόμενο, ενώ ορισμένες, που φέρονται ότι έγιναν για τον ίδιο σκοπό, από τον υπ’αριθμ. …………. λογαριασμό της Eurobank, ανάγονται σε χρόνο μεταγενέστερο της 3-1-2001, οπότε και συνετάγησαν οι σχετικές συμβολαιογραφικές πράξεις (ολικής) εξόφλησης, την οποία ο θανών δεν είχε κανένα λόγο να δηλώσει  προ της ολικής αποπληρωμής τους, αν επρόκειτο πράγματι για αγορές. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η άνω ενάγουσα προέβη στις 20-11-1998 σε κατάθεση στον υπ’αριθμ. ….. λογαριασμό των γονέων της, του ποσού των 10.000.000 δραχμών, γεγονός το οποίο η ενάγουσα μητέρα της ουδόλως σχολιάζει, όπως δεν κάνει και οποιαδήποτε αναφορά στη φερόμενη δωρεά των 5.000.000 δραχμών προς την ίδια. Ακόμη, την ημερομηνία σύνταξης των υπ’αριθμ. … και …./1999 συμβολαίων ήτοι στις 13-1-1999 ο θανών πατέρας της φέρεται να προβαίνει σε δωρεά προς αυτήν, ύψους 12.000.000 δραχμών, για την οποία υποβάλλει και σχετική δήλωση προς την Α΄ΔΟΥ Πειραιά, με αναλογούντα φόρο 533.180 δραχμές. Κατάθεση αντίστοιχου ποσού φέρεται ότι έχει γίνει στον προαναφερθέντα λογαριασμό της στην τράπεζα XIOS στις 7-12-1998, κατά τα προεκτεθέντα. Πλέον αυτών αποδείχθηκε ότι ο θανών στις 27-11-2000 υπέστη αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Νικαίας «Άγιος Παντελεήμων», όπου διαπιστώθηκαν εκτεταμένες στενώσεις καρωτίδων, έως τις 30-11-2000 και στη συνέχεια στο ιδιωτικό νοσοκομείο «Υγεία», απ’όπου εξήλθε στις 4-12-2000, σε βελτιωμένη κατάσταση  (σχετ. το υπ’αριθμ. …./19-3-2003 πιστοποιητικό νοσηλείας του άνω νοσοκομείου). Εμφάνιζε από παλαιότερα σάκχαρο, όμως, η γενική του κατάσταση έκτοτε ήταν αρκετά καλή και δεν εισφέρθηκαν συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία να θέτουν υπό αμφισβήτηση την πνευματική του διαύγεια. Αντιθέτως, μάλιστα, πέραν της σύνταξης της διαθήκης του τον Μάρτιο του έτους 2001, κατέθεσε ως μάρτυρας ενώπιον δικαστηρίου στις 11-1-2002, έκανε συναλλαγές στην τράπεζα και προέβαινε σε επενδύσεις, ενώ ο γείτονάς του ….. λέει ότι μέχρι το Πάσχα του έτους 2002 τον έβλεπε, που σημαίνει ότι κυκλοφορούσε εκτός οικίας. Εξεταζόμενος την 1-4-2002 βρέθηκε να πάσχει από γλαύκωμα, με οπτική οξύτητα μικρότερη του 1/20 σε κάθε μάτι (σχετ. το υπ’αριθμ. πρωτ. ……/19-4-2002 πιστοποιητικό εξετάσεως του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας-Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων»), ουσιαστικά δηλαδή είχε απωλέσει την όρασή του, και ως χρόνος απώλειας ορίστηκε το έτος 2001, ενώ, λόγω της πάθησής, του πρέπει να θεωρείται βέβαιον, με βάση τα γνωστά από τα πορίσματα της επιστήμης διδάγματα της κοινής πείρας, ότι η απώλεια αυτή εγκαθιδρύθηκε σταδιακά. Με βάση, ωστόσο, τους ισχυρισμούς των εναγουσών-εναγομένων, όπως αυτοί διατυπώνονται στο δικόγραφο των από 8-11-2006 προτάσεών τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η επιδείνωση της όρασής του έλαβε χώρα μετά τις μεταβιβάσεις ακινήτων προς την αδελφή τους στις 13-1-1999. Εισήλθε εκ νέου στο νοσοκομείο στις 17-4-2003, μετά από λιποθυμικό επεισόδιο, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος επί έξι ημέρες με τη διάγνωση της αιμορραγίας του ανώτερου πεπτικού η οποία, κατά την έξοδό του, ήταν σε αποδρομή, ενώ τα γενικότερα προβλήματα υγείας του παρέμεναν (σακχαρώδης διαβήτης-υπέρταση). Τελικώς, όπως ήδη εκτέθηκε, απεβίωσε στις 7-5-2003 με αιτία θανάτου το εγκεφαλικό οίδημα, τον εγκολεασμό, την απόφραξη των καρωτίδων, τον σακχαρώδη διαβήτη και την αρτηριακή υπέρταση. Δεν αποδείχθηκε ότι έπασχε από σχιζοφρένεια ούτε ότι ελάμβανε σχετική φαρμακευτική αγωγή που να παραπέμπει σε άλλη ψυχική νόσο. Μετά την εκδήλωση του εγκεφαλικού επεισοδίου, η κατάστασή του βελτιώθηκε μεν, αλλά μέχρι τον θάνατό του, είχε μια σταδιακά φθίνουσα πορεία. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη σταδιακή απώλεια της όρασής του, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ήταν μεν λειτουργικός αλλά χρειαζόταν φροντίδα και βοήθεια στην καθημερινότητά του, την οποία του προσέφερε κατ’αρχήν η σύζυγός του. Ο ίδιος, όμως, επιζητούσε βοήθεια και από τις κόρες του ώστε να αισθάνεται ασφάλεια, κυρίως στις εξωτερικές μετακινήσεις του (τράπεζες, ιατρούς κλπ). Οι θυγατέρες του …. και …. δεν μπορούσαν να τον συνδράμουν, διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, η ……. διέμενε στην Παλλήνη και η …….. σε διαμέρισμα της ίδιας μεν πολυκατοικίας με τους γονείς της, πλην όμως έλειπε διότι ο σύζυγός της καλλιεργούσε οπωροκηπευτικά στον Μαραθώνα όπου και πηγαινοέρχονταν. Η …. διέμενε στα Άνω Λιόσια, που απέχουν περί τα 20 χλμ από την οικία των γονέων της, με βάση την διαδικτυακή εφαρμογή «google maps», γεγονός που αποτελεί γενικό πασίδηλο (άρθρο 336 § 1 του ΚΠολΔ, ΕφΠειρ 32/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), πλην όμως ήταν σε θέση να προσφέρει την απαιτούμενη βοήθεια στον πατέρα της, κατά τις μετακινήσεις του σε τράπεζες και ιατρούς, οι οποίες άλλωστε δεν γίνονταν σε καθημερινή βάση.

Από όλα όσα προεκτέθηκαν συνάγεται κατ’αρχάς ότι οι ενάγουσες, ….. και ………., δεν είχαν άμεσο όφελος και συνεπώς κίνητρο για τις προαναφερθείσες αγορές ακινήτων, αφού, ως ψιλές κυρίες-σε όλες τις περιπτώσεις πλην του αγορασθέντος δια πλειστηριασμού ακινήτου- δεν είχαν δικαίωμα εκμετάλλευσής τους. Άλλωστε, διέθεταν ήδη ακίνητα από τα οποία εισέπρατταν μισθώματα και ο αποδοτικότερος τρόπος επένδυσης των τυχόν διαθέσιμων κεφαλαίων τους εκείνη την εποχή θα ήταν η τραπεζική κατάθεση και η αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων, που είχαν υψηλές αποδόσεις. Επιπλέον, δεδομένων των οικονομικών δυνατοτήτων του θανόντος, ήταν λογικό αυτός να επιθυμεί να τις ενισχύει οικονομικά κατ’αυτόν τον τρόπο, καλύπτοντας δηλαδή ολόκληρο το τίμημα για την αγορά τους. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, συζύγου της εναγομένης-ενάγουσας, ……., ο οποίος κατονομάζει ως πηγή της σχετικής πληροφόρησής του τον ίδιο τον θανόντα, από επανειλημμένες συζητήσεις τους. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι τέτοια πληροφόρηση δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει για την αγορά της ψιλής κυριότητας του ακινήτου στο Λουτράκι από την ……., που έλαβε χώρα στις 11-8-2002, δηλαδή σε χρόνο που αποδεδειγμένα, οι σχέσεις του ιδίου αλλά και της συζύγου του με εκείνον (ενν. θανόντα) είχαν διαταραχθεί, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Άλλωστε, παρά τον μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα μεταξύ αυτών και της αδελφής τους, οι άνω ενάγουσες δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ο τρόπος καταβολής του τιμήματος, που τους αναλογούσε, ούτε οι ίδιες κάνουν οποιαδήποτε αναφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αναφορικά, επίσης, με τις μεταβιβάσεις ακινήτων προς τη …………, αποδείχθηκε κατ’αρχήν ότι το τίμημα εκείνης που πραγματοποιήθηκε το έτος 1996, από κοινού με τις εναγόμενες αδελφές της, τη μητέρα και τη νονά της, καλύφθηκε, για λογαριασμό της, από τη νονά της (σχετ. η κατάθεση του συζύγου της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), η οποία φέρεται να διέθετε αξιόλογη περιουσία. Επίσης, η μεταβίβαση δι’αγοραπωλησίας το έτος 1995, του διαμερίσματος στην Άνω Γλυφάδα, έγινε αληθινά και όχι φαινομενικά, υποκρύπτοντας στην πραγματικότητα δωρεά προς αυτήν, καθώς, όπως ήδη εκτέθηκε, προσκομίζονται χειρόγραφες αποδείξεις είσπραξης του θανόντος, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, ενώ οι ημερομηνίες και το ποσό τους, που ανέρχεται σε 100.000 δραχμές μηνιαίως, είναι σύμφωνες με τον τρόπο αποπληρωμής του πιστωθέντος τιμήματος, κατά την οικεία συμβολαιογραφική πράξη. Επιπλέον, τα ποσά αυτά συνάδουν με τις οικονομικές δυνατότητες της οικογενείας της. Η ενέργεια αυτή εκ μέρους του θανόντος, δηλαδή να λάβει χρήματα για μεταβίβαση ακινήτου του προς την κόρη του, δεν είναι παράδοξη, αν ληφθεί υπόψη ότι και οι δωρεές-τουλάχιστον οι σημαντικότερες, κατά τα άνω- προς τις έτερες κόρες του έλαβαν χώρα, ως επί το πλείστον σε μεταγενέστερο χρόνο, και η συγκεκριμένη ενάγουσα (………..) είχε ήδη λάβει από τη μητέρα της, ως δωρεά, το ποσό των 18.942.233 δραχμών συνολικά κατά τα έτη 1992 και 1994, δηλαδή είχε δεχθεί ήδη σημαντική οικονομική βοήθεια από την πατρογονική της οικογένεια. Περαιτέρω, για τις μεταβιβάσεις που έγιναν το έτος 1999, αποδεικνύεται αναμφίβολα ότι η ίδια δεν ήταν σε θέση να καλύψει το τίμημά τους. Ούτε οι τραπεζικές της καταθέσεις ήταν αντίστοιχων ποσών, ούτε αντέχει στη λογική να δόθηκαν στις 13-1-2001 ή σε πλησιόχρονες ημερομηνίες 25.786.467 (13.001.220 + 12.785.247) δραχμές συνολικά, για την αποπληρωμή όλων των φερόμενων ως οφειλομένων δόσεων του τιμήματος, για τις οποίες δεν προκύπτουν αναλήψεις από τραπεζικές καταθέσεις αντίστοιχων ποσών. Η ίδια διατείνεται ότι εξ αυτών, 12.785.247 δραχμές, δόθηκαν τμηματικά, με αναλήψεις συνολικού ποσού 7.505.000 δραχμών από τον υπ’αριθμ. ……….   κοινό λογαριασμό της στη Eurobank, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει, με αναφορά σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, ποιές από αυτές έγιναν για τον συγκεκριμένο σκοπό. Στις αναλήψεις εξάλλου, που είναι πλησιόχρονες της φερόμενης ημερομηνίας αποπληρωμής, περιλαμβάνονται αναλήψεις μικρών σχετικά ποσών και μη στρογγυλοποιημένων ποσών, οι οποίες ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου, ότι δεν αφορούσαν την καταβολή του τυχόν συμφωνηθέντος τιμήματος. Επίσης, η ίδια ισχυρίζεται ότι το ποσό των 5.280.000 δραχμών, που αφορά  το συνολικό μίσθωμα από την εκμίσθωση του ακινήτου της στα Καμίνια στον Πειραιά, ύψους 220.000 δραχμών μηνιαίως, και αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του έτους 1999 έως και τον Ιανουάριο του έτους 2001, εισπραττόταν στην πραγματικότητα από τον πατέρα της, σε μερικό συμψηφισμό της απαίτησής του για καταβολή του τιμήματος των πωλήσεων. Επισημαίνεται, ωστόσο, εκ νέου ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, ο θανών δεν είχε κανένα λόγο να προβεί σε σύνταξη πράξης ολικής εξόφλησης, προ της παρέλευσης του χρονικού αυτού διαστήματος και μάλιστα πριν τον –αρχικά-προκαθορισμένο χρόνο αποπληρωμής, αφού η είσπραξη των μισθωμάτων δεν ήταν βεβαία. Εξάλλου, η ενέργειά της αυτή, κατά την πλέον λογική εκδοχή, έχει την έννοια μιας ελάχιστης ανταπόδοσης έναντι των γονέων της για τις γενόμενες προς αυτήν δωρεές, και συνάδει με το περιεχόμενο της από 14-6-2000 υπεύθυνης δήλωσής της, απευθυνόμενης προς τη μητέρα της, με την οποία δηλώνει ότι η τελευταία και μετά τον θάνατο του πατέρα της, θα εισπράττει τα ενοίκια, αφενός μεν από το ακίνητο στο Χαϊδάρι, ενώ επικαρπωτής ήταν μόνον αυτός, και επομένως, με τον θάνατό του, η επικαρπία του περιήλθε στη άνω θυγατέρα του, αφετέρου δε από το ακίνητο στα Καμίνια, το οποίο ανήκε στην άνω ενάγουσα κατά πλήρη κυριότητα, με μόνη υποχρέωση της μητέρας της να καταβάλει το ποσό του οφειλόμενου κάθε έτος φόρου. Αφού σημειωθεί ότι η παραπάνω υπεύθυνη δήλωση, κατά το άρθρο 8 του ν. 1599/1986, της ενάγουσας, η οποία μάλιστα δεν είναι τρίτη, αλλά διάδικος, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, όπως εσφαλμένως διατείνεται η άνω ενάγουσα με την έφεσή της, εφόσον σε κάθε περίπτωση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν συντάχθηκε για να  χρησιμοποιηθεί στην προκείμενη δίκη, καθώς ανάγεται σε χρόνο πριν τον θάνατο του …….. (ΑΠ 6/2019, ΑΠ 524/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), γεγονός το οποίο και η ίδια συνομολογεί με το δικόγραφο της έφεσής της (σελ. 23), αναφορικά με το τελευταίο από τα παραπάνω ακίνητα, η ίδια δεν προβάλλει κάποιο δικαιολογητικό λόγο για την παραχώρηση αυτή. Επιπλέον, η δωρεά της μητέρας της, όπως και του πατέρα της, εμφανίζονται ως παράδοξες, αφού ο πατέρας της θα μπορούσε να αφαιρέσει το ποσό της δωρεάς από το συμφωνηθέν τίμημα και η μητέρα της να δώσει απευθείας τα χρήματα σε εκείνον, που κι αυτό δεν θα ήταν μια συνήθης ενέργεια από την πλευρά των γονέων της. Επίσης, οι δωρεές των αδελφών του ανδρός της, αν ήταν πραγματικές, δεν οδηγούν αναμφίβολα στο συμπέρασμα ότι δόθηκαν για τον σκοπό αυτό, και μάλιστα παρά τη χρονική εγγύτητά τους με την υπογραφή των συμβολαίων, και δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα άλλων δοσοληψιών μεταξύ τους, με δεδομένο, άλλωστε, ότι ο ………., ήταν συνδικαιούχος σε λογαριασμό της ενάγουσας και του συζύγου της και αδερφού αυτού. Αλλά και η μεταφορά του ποσού των 10.000.000 δραχμών από κοινό λογαριασμό της σε λογαριασμό των γονέων της, δεν αποδείχθηκε ότι αφορούσε προκαταβολή του τιμήματος καθώς απέχει χρονικά ενάμισυ μήνα από τις ένδικες μεταβιβάσεις και θα μπορούσε να εξυπηρετεί ενδεχομένως άλλες οικονομικές δοσοληψίες μεταξύ τους (πχ αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων για λογαριασμό τους, οφειλή από χορηγηθέν δάνειο σε προγενέστερο χρόνο κλπ). Ακόμη, το επιχείρημα ότι ο διαθέτης δεν επιθυμούσε οι μεταξύ τους συναλλαγές για την πληρωμή του τιμήματος να γίνουν διατραπεζικά δεν ευσταθεί, διότι ο ίδιος ήταν απολύτως εξοικειωμένος με τις τραπεζικές συναλλαγές, προβαίνοντας τακτικά σε τέτοιες συναλλαγές που αφορούσαν είτε αγοραπωλησίες μετοχών, είτε αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων είτε καταθέσεις και αναλήψεις χρημάτων, διατηρώντας ικανό αριθμό τραπεζικών καταθέσεων, για τους οποίους θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Καμία επίσης εξήγηση δεν παρέχεται για τις χειρόγραφες άνευ ημερομηνίας εξοφλητικές αποδείξεις που συνέταξε, στις οποίες το αναγραφόμενο ποσό συμπίπτει με το συνολικό ποσό των φερόμενων δύο τελευταίων καταβολών και μόνον (27-6-2000 και 3-1-2001). Να σημειωθεί ότι ο μάρτυρας ….. καταθέτει στην υπ’αριθμ. ……../2006 ένορκη βεβαίωσή του, ότι η μητέρα της άνω ενάγουσας και οι αδελφές της δεν ήταν ενήμερες για τις αγοραπωλησίες αυτές και ότι η χορήγηση των εξοφλητικών αποδείξεων αποσκοπούσε στο να μην υπάρξει οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς την καταβολή του τιμήματος. Το γεγονός αυτό, όμως, αληθές υποτιθέμενο, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ισχυρισμό της ίδιας της ενάγουσας περί δωρεάς 5.000.000 δραχμών εκ μέρους της μητέρας της για την αποπληρωμή του τιμήματος. Ο ίδιος, επίσης, μάρτυρας βεβαιώνει, ότι συνόδευε την ενάγουσα στο συμβολαιογράφο για την πληρωμή ορισμένων δόσεων στον πατέρα της, και μάλιστα αναφέρεται ειδικώς στην καταβολή της 3-1-2001, πλην όμως και το γεγονός αυτό αντικρούεται από τους ισχυρισμούς της ιδίας, η οποία διατείνεται ότι οι καταβολές γίνονταν τμηματικά, προ της υπογραφής των συμβολαιογραφικών πράξεων –μερικής ή ολικής-εξόφλησης, και σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις και μετά από αυτές και, συνακόλουθα, εκτός συμβολαιογραφικού γραφείου. Άλλωστε, αν συνέβαινε αυτό, δεν θα υπήρχε λόγος να μην βεβαιώνεται τούτο στις συγκεκριμένες συμβολαιογραφικές πράξεις, ώστε να υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι πράγματι καταβλήθηκε το συμφωνηθέν τίμημα.

Από όλα όσα παραπάνω εκτέθηκαν, αποδεικνύεται ότι η πραγματική βούληση των διαδίκων ήταν να καταρτιστούν συμβάσεις δωρεάς και όχι πωλήσεως για τα συγκεκριμένα ακίνητα, και οι δηλώσεις τους περί πωλήσεως δεν έγιναν σοβαρά αλλά μόνον φαινομενικά και, επομένως, ήταν εικονικές. Συνεπώς, οι συμβάσεις πωλήσεως, για τις οποίες τηρήθηκε ο νόμιμος τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου είναι άκυρες και υπ’αυτές καλύπτονται συμβάσεις δωρεάς, τις οποίες ήθελαν τα μέρη και συντρέχουν οι όροι για τη σύστασή τους. Εικονικές, επίσης, τυγχάνουν και όλες οι παραπάνω πράξεις μερικής και ολικής εξόφλησης, συμβολαιογραφικές και μη. Δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι οι δωρεές αυτές έγιναν υπό τρόπο, ότι δηλαδή επιβλήθηκε εκ μέρους του δωρητή η υποχρέωση προς τη θυγατέρα του σε παροχή και δη πράξη και, συγκεκριμένα, να τον φροντίζει και να τον περιθάλπτει στα γεράματά του. Άλλωστε, όταν έγιναν αυτές, ακόμα δεν αντιμετώπιζε οξύ πρόβλημα υγείας, διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, εγκεφαλικό επεισόδιο υπέστη τον Νοέμβριο του έτους 2000, ενώ και τα προβλήματα στην όρασή του οξύνθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο. Μέχρι τότε, τη στοιχειώδη φροντίδα για τη διατροφή και τις καθημερινές του ανάγκες εντός οικίας, τις κάλυπτε η σύζυγός του, αλλά για τις εξωτερικές μετακινήσεις του και συγκεκριμένα τις επισκέψεις του σε ιατρούς και σε υποκαταστήματα τραπεζών για τις τραπεζικές του συναλλαγές, επιθυμούσε, για μεγαλύτερη ασφάλεια, να συνοδεύεται από κάποια από τις θυγατέρες του και ιδίως τη ……. που ήταν διαθέσιμη. Εξάλλου, ήταν ευχερής και η πρόσληψη οικιακής βοηθού, αφού οι οικονομικές τους δυνατότητες το επέτρεπαν. Άλλωστε, η άνω ενάγουσα μετεγκαταστάθηκε στην πολυκατοικία που διέμεναν οι γονείς της, τον Σεπτέμβριο του 1999, λόγω του σεισμού που έπληξε την Αττική και τις ζημίες που υπέστη η οικία της, δηλαδή σε επιγενόμενο χρόνο και χωρίς αυτό να είναι προβλέψιμο. Έτσι, ως πλέον λογική είναι η εκδοχή ότι εκείνος, διαβλέποντας ότι τα προβλήματα υγείας του και ειδικώς η όρασή του θα επιδεινώνονταν στο μέλλον και παράλληλα ότι και η σύζυγός του, δεν θα μπορούσε να τον εξυπηρετεί ευχερώς, καλύπτοντας όλες τις ανάγκες του, ευελπιστούσε ότι η θυγατέρα του Δήμητρα, που δεν εργαζόταν και ήταν και η μικρότερη σε ηλικία, θα τον φρόντιζε, υπό την έννοια ότι θα ήταν ακόμη περισσότερο διαθέσιμη σε ό,τι εκείνος θα χρειαζόταν, αφού οι άλλες αδελφές της δεν μπορούσαν να τον συνδράμουν για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν. Η ίδια, έχοντας σαφώς οικονομική ανάγκη και αποβλέποντας στις δωρεές αυτές, του είχε ενισχύσει αυτή την προσδοκία, υποσχόμενη ότι πράγματι θα τον συνδράμει, δείχνοντας ενδιαφέρον και συμπαραστεκόμενη σε αυτόν. Έτσι, όταν εκείνη αποχώρησε από την πολυκατοικία που διέμεναν, είτε έχοντας πετύχει ήδη τον στόχο της, δηλαδή τη μεταβίβαση των ακινήτων και την υπογραφή των εξοφλητικών αποδείξεων, και μην έχοντας λόγο να παραμείνει, είτε λόγω του άσχημου κλίματος που δημιουργήθηκε από παρεμβάσεις των αδελφών της προς τον πατέρα τους εις βάρος της, όταν εκείνες διαπίστωσαν ότι ο θανών είχε ορίσει ένα εκ των τέκνων της συνδικαιούχο σε τραπεζικό λογαριασμό του, ο θανών, διαπιστώνοντας ότι διαψεύδεται στις προσδοκίες του έναντι της άνω ενάγουσας, συνέταξε διαθήκη με το προδιαληφθέν περιεχόμενο, την οποία δεν ανακάλεσε μέχρι τον θάνατό του. Διευκρινίζεται στο σημείο αυτό ότι το ακίνητο στα Καμίνια χαρακτηρίζεται στη διαθήκη ως γκαράζ, διότι ήταν ακάλυπτος χώρος όπου ο θανών τοποθετούσε τα αυτοκίνητα της επιχείρησής του και, επομένως, δεν υφίσταται αμφιβολία ότι αναφέρεται σε αυτό. Η εξαπάτησή του, για την οποία κάνει λόγο στη διαθήκη, συνίσταται ακριβώς στις μη εκπληρωθείσες υποσχέσεις της ενάγουσας θυγατέρας του και την πεπλανημένη εντύπωση που του δημιούργησε ότι θα τον συνδράμει και στο μέλλον, όταν εκείνος θα είχε αυξημένες ανάγκες φροντίδας. Μάλιστα μέχρι σήμερα, η διαθήκη αυτή δεν έχει προσβληθεί ως πλαστή ούτε ζητήθηκε η ακύρωσή της για οποιοδήποτε λόγο, ενώ δεν καταδείχθηκε πνευματική του ανικανότητα για τη σύνταξή της, λόγω έλλειψης συνείδησης των πραττομένων, όπως έχει ήδη αναπτυχθεί. Μάλιστα, σε μεταγενέστερο χρόνο και δη στις 11-1-2002 εξετάστηκε ως μάρτυρας αποδείξεως της θυγατέρας του Ελένης, σε αστικής φύσεως αντιδικία της με την θυγατέρα του ……, ενώπιον του ακροατηρίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά την εξέτασή του αυτή, αναφερόμενος στην ίδια, λέγει ότι τον φροντίζει και τον πηγαίνει στο συμβολαιογράφο, επειδή είναι τυφλός, είναι προφανές, όμως, ότι αναφέρεται σε παρελθόντα χρόνο, δηλαδή προ της σύνταξης της διαθήκης και της αποχώρησής της, αφού έκτοτε δεν φέρεται να συμβάλλεται σε οποιαδήποτε συμβολαιογραφική πράξη, καθώς και ότι «μέχρι φέτος τα Χριστούγεννα οι σχέσεις μας ήταν καλές», γεγονός που είναι αμφίβολο αν είναι ακριβές, εφόσον η ίδια είχε ήδη αποχωρήσει και οι σχέσεις τους είχαν διαταραχθεί νωρίτερα. Επίσης, την χαρακτηρίζει ως «μάτι αχόρταγο» διευκρινίζοντας ότι η μόνη διαφορά που έχουν στην οικογένεια είναι οικονομική. Σε κάθε περίπτωση, οι δηλώσεις του αυτές δεν ανατρέπουν το περιεχόμενο της διαθήκης, δίδοντας μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τις μεταξύ τους σχέσεις, όπως η ίδια η θυγατέρα του Δήμητρα διατείνεται.

Συνεπώς, από τα κύρια αιτήματα της από 15-3-2004 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2004) αγωγής, το μεν πρώτο, περί εικονικότητας των συμβάσεων πωλήσεως και εγκυρότητας αυτών ως δωρεών αλλά όχι υπό τρόπο, αναφορικά με τα προαναφερθέντα ακίνητα και μόνον αυτά, είναι βάσιμο και κατ’ουσίαν, ενώ τα λοιπά, περί αναγνώρισης δηλαδή της ανακλήσεως αυτών και του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος των εναγουσών, είναι ουσιαστικά αβάσιμα. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταλήγοντας εν μέρει σε διαφορετική κρίση, και δεχόμενο ότι η γενόμενη δια του υπ’αριθμ. …../2001 συμβολαίου μεταβίβαση υπέκρυπτε όχι απλώς δωρεά αλλά δωρεά υπό τρόπο και ότι συνέτρεχε λόγος ανάκλησης αυτής, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει, οι συναφείς λόγοι αμφοτέρων των εφέσεων και, συγκεκριμένα, ο πρώτος λόγος της από 21-12-2015 έφεσης να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο δε δεύτερος λόγος της από 24-3-2014 έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, αλλά και ο τρίτος λόγος αυτής, να γίνουν δεκτοί ως εν μέρει βάσιμοι και κατ’ουσίαν, ενώ παρέλκει η εξέταση του τέταρτου και συναφούς προς αυτόν πέμπτου λόγου της, περί εκπρόθεσμης δήλωσης ανάκλησης και απόσβεσης του σχετικού δικαιώματος των εναγουσών, αντίστοιχα.  Επιπλέον, απορριπτέος τυγχάνει και ο δεύτερος λόγος της από 24-3-2014 εφέσεως της ενάγουσας-εναγομένης, ….., περί παραβίασης του δεδικασμένου που απορρέει από την υπ’αριθμ. 3020/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η από 27-4-2004 αγωγή της έναντι των νυν εναγομένων-εναγουσών και αναγνωρίστηκε η ίδια κυρία και νομέας του προαναφερθέντος ακινήτου στο Χαϊδάρι, το οποίο απέκτησε αιτία πωλήσεως, καθώς κατά τα άρθρα 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων δεδικασμένο, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφ’ όσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δηλαδή την κυριότητα της άνω ενάγουσας, ενώ η αιτία της μεταβίβασης το εάν δηλαδή επρόκειτο πράγματι για πώληση ή όχι,  κρίθηκε πλεοναστικά και δεν ήταν ζήτημα αναγκαίο που στήριξε το διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 1397/2018, ΑΠ 456/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πλέον αυτών, άλλες παροχές σε μετρητά προς τις θυγατέρες του, Καλλιόπη και Ελένη, περί τις 11-8-2002, ουδόλως αποδείχθηκαν. Εκ μόνης της καταθέσεως του μάρτυρα απόδειξης-ανταπόδειξης, …….., δεν μπορεί να εξαχθεί αντίθετο συμπέρασμα, διότι δεν είναι λογικό και δεν είχε κανένα λόγο ο θανών να τον ενημερώσει για τέτοιες παροχές, καθ’όν χρόνο οι σχέσεις τους είχαν διαταραχθεί σημαντικά. Επίσης, δεν κρίνεται πειστική η κατάθεσή του περί ύπαρξης 800 λιρών Αγγλίας στην κατοχή του διαθέτη, τις οποίες φέρεται ότι ο ίδιος μέτρησε, κατ’απαίτησή του, χωρίς να προσδιορίζει, έστω και κατά προσέγγιση, τον χρόνο καθώς και τις ειδικότερες συνθήκες που το περιστατικό αυτό έλαβε τυχόν χώρα, ενώ δεν ενισχύεται και από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο.

Αποδείχθηκε ακόμη ότι ο θανών διατηρούσε στην Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias τους κάτωθι λογαριασμούς : 1) Με συνδικαιούχο τη σύζυγό του : α) τον υπ’αριθμ. ………, με ημερομηνία ανοίγματος τις 4-2-1997 (υπόλοιπο 20 εκατομμύρια δρχ), ο οποίος μετατρέπεται σε ……… από τις 14-6-2002 και στις 25-8-2003 εμφανίζει λογιστικό υπόλοιπο 7.478,50 ευρώ,  β) τον υπ’αριθμ. …… ., με ημερομηνία ανοίγματος τις 21-2-2002 (υπόλοιπο 3.000 δρχ) και μηδενικό υπόλοιπο από την 1-3-2002, οπότε και μετατρέπεται σε …., με επιπλέον συνδικαιούχο την εγγονή του, . …, και κλείνει στις 4-5-2005, γ) τον υπ’αριθμ. ……. με ημερομηνία ανοίγματος τις 13-9-2001 (υπόλοιπο 500.000 δρχ), και κλεισίματος τις 7-2-2005, ο οποίος μετατράπηκε σε ……… και από τις 14-6-2002 εμφανίζει μηδενικό υπόλοιπο, δ) τον υπ’αριθμ.  ……. (υπόλοιπο 164 εκατομμύρια δρχ), με ημερομηνία ανοίγματος τις 11-3-1999 και στοιχεία κινήσεων έως τις 22-3-2000, που εμφανίζει πλέον μηδενικό υπόλοιπο, ε) τον υπ’αριθμ. …… λογαριασμό, χωρίς άλλα στοιχεία κινήσεων, 2) τον υπ’αριθμ. ….., με συνδικαιούχους τη σύζυγό του και την κόρη του, Δήμητρα, με ημερομηνία ανοίγματος τις 16-3-1999 (υπόλοιπο 10 εκ δρχ) και κλεισίματος τις 6-4-2005, ο οποίος μετατράπηκε σε ……. και στις 14-6-2002 εμφανίζει μηδενικό υπόλοιπο, 3) τον υπ’αριθμ. …….., με συνδικαιούχους τη σύζυγό του και την εγγονή του, θυγατέρα της …., ……, με ημερομηνία ανοίγματος τις 11-3-2002 (υπόλοιπο 440.205 δρχ), ο οποίος μετατρέπεται σε …. και εμφανίζει μηδενικό υπόλοιπο στις 13-5-2002, ενώ κλείνει οριστικά στις 6-4-2005, 4) τον υπ’αριθμ. ………, με ημερομηνία ανοίγματος τις 11-3-2002 (υπόλοιπο 469.552 ευρώ) και κλεισίματος τις 6-4-2005, ο οποίος μετατράπηκε σε …….., με συνδικαιούχους, τη σύζυγό του και τα εγγόνια του, τέκνα της ……., ….και ………, ο οποίος μετατρέπεται σε …… και στις 13-5-2002 εμφανίζει μηδενικό υπόλοιπο, 5) τον υπ’αριθμ……, με ημερομηνία ανοίγματος τις 20-3-2000 (υπόλοιπο 5 εκατομμύρια δρχ) και μηδενικό υπόλοιπο στις 12-5-2000, τον υπ’αριθμ. ……., με ημερομηνία ανοίγματος τις 12-5-2000 και μηδενικό υπόλοιπο στις 12-7-2000 και τον υπ’αριθμ. ………… με ημερομηνία ανοίγματος τις 12-7-2000 (υπόλοιπο 12 εκατομμύρια δρχ) ο οποίος μετατράπηκε σε …….. και εμφάνιζε μηδενικό υπόλοιπο από τις 14-6-2002 και έκλεισε οριστικά στις 20-12-2005, με συνδικαιούχους τη σύζυγό του και τα εγγόνια του,  …….., υιό της …, και .. .., θυγατέρα της …. 6) Επίσης διέθετε στην Τράπεζα Πειραιώς, τους υπ’αριθμ. ….. και …….. λογαριασμούς ταμιευτηρίου, με συνδικαιούχους, στον πρώτο, τη σύζυγό του και στο δεύτερο τη θυγατέρα του …….. Στα προσκομιζόμενα αντίγραφά τους αποτυπώνονται οι κινήσεις τους από τις 31-8-1998 και τις 30-7-1998, αντίστοιχα, και προκύπτει ότι αυτοί ήταν ουσιαστικά ανενεργείς από τον Ιούνιο του έτους 2000 και ο μεν πρώτος έχει υπόλοιπο 2 ευρώ από τον Δεκέμβριο 2001 ενώ ο δεύτερος κλείνει με ανάληψη του υπολοίπου του στις 11-1-2001, 7) τέσσερις (4) κοινούς ταμιευτικούς λογαριασμούς καταθέσεων στην Εθνική Τράπεζα, με συνδικαιούχο τη σύζυγό του, και συγκεκριμένα τους υπ’αριθμ. …….., με ημερομηνίες ανοίγματος τις 3-12-2001, 5-12-2000, 5-9-2002 και 3-12-2001, χωρίς να προκύπτουν οι κινήσεις τους και τα διαθέσιμά τους, παρ’ότι στο σχετικό υπ’αριθμ. πρωτ. 23821/1-3-2010 έγγραφο της Δ/νσης Νομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας φέρονται ότι επισυνάπτονται αντίγραφα των τριών τελευταίων λογαριασμών, ενώ για τον πρώτο δίδεται η πληροφορία ότι μέχρι τις 26-9-2003, δηλαδή μετά και το θάνατο του …….., δεν εμφάνισε καμία κίνηση, 8) πέντε (5) προθεσμιακές καταθέσεις στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, και δη : α) την υπ’αριθμ. ……./14-5-2002, με καταθέτη τον ίδιο και συνδικαιούχους τα εγγόνια του … και ……, αρχικού ποσού 472.081,49 ευρώ, που κατατέθηκε μέσω ισόποσης τραπεζικής επιταγής της Eurobank Ergasias. Τα χρήματα αυτά προήλθαν από τον υπ’αριθμ. ….. λογαριασμό, αφού από αυτόν αναλήφθηκε στις 11-3-2002 το ποσό των 469.552 ευρώ για αγορά repos, τα οποία έληξαν στις 13-5-2002 και η μεταφορά πραγματοποιήθηκε με την κατάθεση της υπ’αριθμ. …./14-5-2002 επιταγής της Εurobank Ergasias (σχετ.31στ ενάγουσας …….). Έγινε μερική προεξόφληση στις 26-7-2002, ποσού 127.937,90 ευρώ, και ολική, ποσού-μετά τόκων-348.040,70 ευρώ, στις 16-8-2002. β) την υπ’αριθμ. ……../16-8-2002, αρχικού ποσού 348.040,70 ευρώ, με καταθέτη τον ίδιο και συνδικαιούχους τη σύζυγό του, τη θυγατέρα του … και τα τέκνα της …. και …, προερχόμενο από την υπό στοιχ. α) προθεσμιακή κατάθεση, η απόδοση της οποίας ανήλθε στο ποσό των 354.194,06 ευρώ, που εξοφλήθηκε ολικώς στις 2-5-2003, με έκδοση της υπ’αριθμ. ….. επιταγής, εις διαταγήν της ……… γ) την υπ’αριθμ. …. ……./14-5-2002, αρχικού ποσού 440.205,43 ευρώ, με καταθέτη τον ίδιο και συνδικαιούχους τη σύζυγό του και την εγγονή του …….. Το άνοιγμα πραγματοποιήθηκε με κατάθεση επιταγής της Eurobank Ergasias, ποσού 442.576 ευρώ, προερχόμενο από τον υπ’αριθμ. ………. λογαριασμό, εκ του οποίου ποσό 2.370,97 ευρώ, κατατέθηκε σε λογαριασμό ταμιευτηρίου, στον οποίο ο …….. δεν ήταν καταθέτης ή συνδικαιούχος, χωρίς να αποδεικνύεται ο δικαιούχος του. Στις 14-8-2002 έγινε ολική εξόφληση, μέρος της οποίας έλαβε χώρα με την έκδοση επιταγής (υπ’αριθμ. …..-1/26-7-2002 της Alpha Bank), ποσού 117.389 ευρώ, εις διαταγήν του ……. Το ποσό της κατατέθηκε με νέα επιταγή σε νέα προθεσμιακή κατάθεση, με μοναδικό δικαιούχο την ……… δ) την υπ’αριθμ. …… . …/14-8-2002 ποσού 326.838,81 ευρώ, με καταθέτη τη σύζυγό του και συνδικαιούχο τον ίδιο, που θα μπορούσε να είναι η, πλέον του ποσού της προαναφερθείσας επιταγής, απόδοση της υπό στοιχ. γ) προθεσμιακής κατάθεσης. Εξοφλήθηκε ολικώς στις 14-8-2003 με ποσό απόδοσης 338.506 ευρώ, από τη σύζυγο του θανόντος. ε) την υπ’αριθμ. ……. ./14-5-2002, ποσού 146.735,96 ευρώ, με καταθέτη τη σύζυγό του και συνδικαιούχο τον ίδιο. Το άνοιγμά της έγινε με κατάθεση επιταγής της Eurobank Ergasias, ποσού 150.597,71 ευρώ, εκ του οποίου, ποσό 3.862,56 ευρώ κατατέθηκε σε-μη εξακριβωθέντα- λογαριασμό ταμιευτηρίου, στον οποίο ο ……. δεν ήταν επίσης δικαιούχος ή συνδικαιούχος. Στις 17-2-2003 έγινε ολική εξόφληση της απόδοσής της, ποσού 150.603,93 ευρώ, με επιταγή εις διαταγήν της ……. Επομένως, το μοναδικό ποσό για το οποίο είναι άγνωστο που διοχετεύθηκε είναι εκείνο των 127.192 ευρώ, που εισπράχθηκε στις 14-5-2002, σε μερική εξόφληση της υπό στοιχ. α) προθεσμιακής κατάθεσης. Επίσης, από την επισκόπηση της κίνησης των προαναφερθέντων λογαριασμών και καταθέσεων, αποδεικνύεται ότι, μετά από διαδοχικές τοποθετήσεις, αναλήψεις και μεταφορές, τα χρηματικά τους διαθέσιμα κατέληξαν στον υπ’αριθμ. ……. λογαριασμό. Από αυτόν αναλήφθηκαν 305.500.000 δραχμές στις 9-10-2000, με έκδοση ισόποσης επιταγής (υπ’αριθμ. ………../9-10-2000) η οποία κατατέθηκε στον υπ’αριθμ. …… λογαριασμό της-τέως Novabank-τράπεζας Millenium και τοποθετήθηκε σε repos, των οποίων η απόδοση στις 11-3-2002 έφθασε στο 1.059.548 ευρώ. Το ποσό αυτό αναλήφθηκε στις 11-3-2002, μέσω επιταγής της ίδιας τράπεζας (υπ’αριθμ. ………./11-3-2002)  και κατατέθηκε προς είσπραξη στην τράπεζα Eurobank (σχετ. το από 23-3-2010 έγγραφο της τράπεζας Millennium). Ακόμη, κρίνεται ασφαλές ως συμπέρασμα, ότι το ποσό των 21.000.000 δραχμών, που αναλήφθηκε στις 10-1-2001 από τον                                                                                                                                                                                                                                                                                                              υπ’αριθμ. ….. λογαριασμό, με έκδοση τραπεζικής επιταγής (υπ’αριθμ. …../11-1-2001) που κατατέθηκε στην τράπεζα Μillennium, καθώς και το ποσό των 2.000.000 δραχμών, που αναλήφθηκε από τον υπ’αριθμ. ……. λογαριασμό στις 31-12-2001, κατατέθηκαν στον προαναφερθέντα υπ’αριθμ. …. λογαριασμό και τοποθετήθηκαν και αυτά σε επένδυση repos (σχετ. 46 της άνω ενάγουσας, με σχετική καταχώριση στις 10-1-2001). Την ίδια ημέρα, στον ίδιο λογαριασμό τοποθετείται, με κατάθεση επιταγής ή επιταγών και το ποσό των 26.412,33 ευρώ, που αντιστοιχούν σε 9.000.000 δραχμές. Από την επισκόπηση, επίσης, της κίνησης όλων των προαναφερθέντων λογαριασμών και προθεσμιακών καταθέσεων, συνάγεται ως ασφαλές συμπέρασμα ότι το ποσό των υπό στοιχ. α) και γ) προθεσμιακών καταθέσεων προήλθαν από τον λογαριασμό του 1.059.548 ευρώ, αφού τα αντίστοιχα ποσά των λογαριασμών από τους οποίους αμέσως αντλήθηκαν, φαίνονται ότι κατατέθηκαν σε αυτούς από μεταφορά στις 11-3-2002, δηλαδή την ημεροχρονολογία που αναλήφθηκε το συνολικό αυτό ποσό από τον συγκεκριμένο υπ’αριθμ. ……….. λογαριασμό. Σε όλες δε τις παραπάνω περιπτώσεις δεν υφίσταται αμφιβολία ότι τα χρήματα που τοποθετήθηκαν σε προθεσμιακές καταθέσεις προέρχονταν από αποταμιεύσεις του θανόντος. Το γεγονός άλλωστε αυτό ουδόλως αμφισβητήθηκε. Με τον ορισμό της συζύγου του ως συνδικαιούχου στις υπό στοιχ. δ) και ε) καταθέσεις, και της ιδίας, της θυγατέρας του ….. και των τέκνων αυτής, στην υπό στοιχ. β) κατάθεση, συντελέστηκαν, κατά την αληθινή βούληση του διαθέτη, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, δωρεές, και μάλιστα δωρεές εν ζωή, προκειμένου τα πρόσωπα αυτά να επωφεληθούν από το ενεργητικό υπόλοιπό τους, χωρίς να αποδεικνύεται ότι τέθηκε ως προϋπόθεση γι’αυτό ο θάνατος του παρέχοντος καταθέτη και η επιβίωση των ληπτών, ώστε να γίνει λόγος για δωρεά αιτία θανάτου. Η βούλησή του περί δωρεάς και όχι εντολής ή άλλης έννομης σχέσης, συνάγεται από τη συγγενική σχέση που τον συνέδεε με τους συνδικαιούχους, μεταξύ των οποίων και ορισμένα ανήλικα εγγόνια του αλλά και η σύζυγός του, η οποία ουδέποτε είχε αναμιχθεί στις τραπεζικές του συναλλαγές, με την έννοια ότι δεν αποδείχθηκε ότι πραγματοποιούσε τέτοιες συναλλαγές έστω και κατ’εντολήν του, μετά από συνεκτίμηση και των γενομένων ήδη χαριστικών παροχών προς όλες τις θυγατέρες του αλλά και τις οικονομικές τους δυνάμεις. Δωρεά εν ζωή, επίσης, αποτελεί αναμφίβολα η κατάθεση, δι’επιταγής, του ποσού των 117.389 ευρώ, σε λογαριασμό με μοναδική δικαιούχο τη θυγατέρα του Καλλιόπη. Επομένως, με βάση τη διάταξη του άρθρου 117 του ΕισΝΑΚ, όλες οι παραπάνω δωρεές κρίνονται ως δωρεές σε σχέση και με το δίκαιο της “νόμιμης μοίρας”, εφόσον ο καταθέτης απεβίωσε μετά την εισαγωγή του ΑΚ.

Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, η αξία της πραγματικής κληρονομίας του θανόντος, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτή βαρυνόταν με χρέη ούτε επιβαρύνθηκε με έξοδα κηδείας, ανερχόταν στο ποσό των 118.576,21 (5.551,71 + 55.000 + 45.000 + 13.024,50) ευρώ. Περαιτέρω, για την εξεύρεση του ποσοστού της νόμιμης μοίρας των εναγουσών θυγατέρων και συζύγου, αντίστοιχα, του θανόντος, πρέπει, για τον υπολογισμό της αξίας της πλασματικής κληρονομίας, να προστεθεί, κατ’άρθρο 1831 § 2 του ΑΚ, στο ανωτέρω ποσό, το ποσό, στο οποίο ανέρχονταν οι προς αυτές παροχές, συμπεριλαμβανομένης και της, χωρίς αντάλλαγμα, γονικής παροχής προς τη θυγατέρα του ……., ανεξαρτήτως του εάν αυτή έγινε από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον (ΑΠ 1831/2014 ΧΡΙΔ 2015.274, Εφ Πειρ 61/2015, ΕφΘρ 27/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Από τότε, όμως, που οι παροχές αυτές πραγματοποιήθηκαν, και μέχρι τον θάνατο του διαθέτη (7-5-2003), με εξαίρεση την παροχή προς τη θυγατέρα του …. την 1-8-2002 και τις αναλήψεις που έγιναν λίγο πριν και-μία μόνον-μετά τον θάνατό του, το νόμισμα είχε υποστεί ουσιώδη υποτίμηση ώστε να επιβάλλεται από την αρχή της καλής πίστης ο υπολογισμός της αξίας τους για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας να γίνει σε δραχμές της ίδιας πραγματικής αξίας, με εκείνη που αυτές είχαν κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου. Για τον υπολογισμό αυτό το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά τον χρόνο που έγινε η παροχή και κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά και την αύξηση του τιμαρίθμου που επήλθε στο μεταξύ (ΑΠ 1081/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»,  ΑΠ 502/2014 ΧΡΙΔ 2014.674, ΑΠ 874/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για τον σκοπό αυτό η αξία των παροχών σε δραχμές, που κυκλοφορούσαν κατά τον χρόνο της συστάσεώς τους, πρέπει να αναχθούν σε χρυσές λίρες Αγγλίας, με την τιμή τους στον ίδιο χρόνο, έπειτα δε να καθοριστεί η σχέση της αγοραστικής αξίας της χρυσής λίρας του χρόνου αυτού προς την αγοραστική αξία της χρυσής λίρας του χρόνου του θανάτου του κληρονομούμενου και, αφού βρεθεί έτσι το αντίστοιχο ποσό χρυσών λιρών του τελευταίου αυτού χρόνου, να μετατραπεί αυτό σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) με την τιμή της χρυσής λίρας κατά τον χρόνο επίσης του θανάτου του κληρονομουμένου (ΑΠ 1081/2017, ΑΠ 874/2011 ό.π). Με βάση τα αρχεία που τηρεί η Τράπεζα της Ελλάδας, η τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας στις 20-7-1994 ανερχόταν σε 22.160 δραχμές, στις 3-8-1994, σε 22.380 δραχμές, στις 2-11-1994, σε 21.690 δραχμές, στις 2-2-1996, σε 24.770 δραχμές, στις 30-10-1996, σε 21.960 δραχμές, στις 26-11-1998 σε 21.820 δραχμές, στις 13-1-1999 σε 21.400 δραχμές, στις 28-5-2001, σε 28.200 δραχμές, και στις 7-5-2003 σε 84,56 ευρώ άλλως σε 28.813 δραχμές. Αντιστοίχως, όπως προκύπτει από τον αναρτημένο στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα «www.statistics.gr» πίνακα μηνιαίας εξέλιξης του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της περιόδου 1959-2011, με έτος αναφοράς το 2009 (=100), ο δείκτης τιμών καταναλωτή ανερχόταν τον Ιούλιο του έτους 1994,  σε 54,54, τον Αύγουστο του ίδιου έτους σε 54,70, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους σε 56,90, τον Φεβρουάριο του έτους 1996, σε 62,11, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, σε 66,005, τον Νοέμβριο του έτους 1998 σε 72,28, τον Ιανουάριο του έτους 1999 σε 71,90, τον Μαϊο του έτους 2001, σε 78,78 και τον Μαϊο του έτους 2003, σε 80,11. Επομένως, καθεμία χρυσή λίρα στις 20-7-1994, στις 3-8-1994, στις 2-11-1994, στις 2-2-1996, στις 30-10-1996, στις 26-11-1998, στις 13-1-1999 και στις 28-5-2001 είχε αγοραστική δύναμη μεγαλύτερη ή μικρότερη, κατά περίπτωση, από την αγοραστική δύναμη των χρυσών λιρών του χρόνου θανάτου του κληρονομούμενου και συγκεκριμένα ήταν ίση,  στις 20-7-1994, με 1,19 χρυσές λίρες (τιμή χρυσής λίρας /τιμάριθμο στις 20-7-1994, ήτοι 22.160 δρχ δια 54,54 ίσον 406,30 αφενός, και τιμή χρυσής λίρας/ τιμάριθμο, στις 7-5-2003, ήτοι 28.813 δρχ δια 84,56 ίσον 340,74 αφετέρου, συνεπώς, η αντιστοιχία τους ισούται με 406,30 δια 340,74, ήτοι 1,19), στις 3-8-1994, με 1,20 (τιμή χρυσής λίρας /τιμάριθμο στις 3-8-1994, ήτοι 22.380 δρχ δια 54,70 ίσον 409,14 αφενός, και τιμή χρυσής λίρας/τιμάριθμο στις 7-5-2003, ήτοι 340,74 αφετέρου, συνεπώς, η αντιστοιχία τους ισούται με 409,14 δια 340,74, ήτοι 1,20), στις 2-11-1994, με 1,11 (τιμή χρυσής λίρας /τιμάριθμο στις 2-11-1994, ήτοι 21.690 δρχ δια 56,90 ίσον 381,19 αφενός, και τιμή χρυσής λίρας/ τιμάριθμο, στις 7-5-2003, ήτοι 340,74 αφετέρου, συνεπώς, η αντιστοιχία τους ισούται με 381,19 δια 340,74, ήτοι 1,11), στις 2-2-1996, με 1,17 (τιμή χρυσής λίρας /τιμάριθμο στις 2-2-1996, ήτοι 24.770 δρχ δια 62,11 ίσον 398,80 αφενός, και τιμή χρυσής λίρας/ τιμάριθμο, στις 7-5-2003, ήτοι 340,74 αφετέρου, συνεπώς, η αντιστοιχία τους ισούται με 398,80 δια 340,74, ήτοι 1,17), στις 30-10-1996, με 0,97 (τιμή χρυσής λίρας /τιμάριθμο στις 30-10-1996, ήτοι 21.960 δρχ δια 66,005 ίσον 332,70 αφενός, και τιμή χρυσής λίρας/τιμάριθμο, στις 7-5-2003, ήτοι 340,74 αφετέρου, συνεπώς, η αντιστοιχία τους ισούται με 332,70 δια 340,74, ήτοι 0,97), στις 26-11-1998, με 0,88 (τιμή χρυσής λίρας /τιμάριθμο στις 26-11-1998, ήτοι 21.820 δρχ δια 72,28 ίσον 301,88 αφενός, και τιμή χρυσής λίρας/τιμάριθμο στις 7-5-2003, ήτοι 340,74 αφετέρου, συνεπώς, η αντιστοιχία τους ισούται με 301,88 δια 340,74, ήτοι 0,88), στις 13-1-1999, με 0,87 (τιμή χρυσής λίρας /τιμάριθμο στις 13-1-1999, ήτοι 21.400 δρχ δια 71,90 ίσον 297,63 αφενός, και τιμή χρυσής λίρας/τιμάριθμο στις 7-5-2003, ήτοι 340,74 αφετέρου, συνεπώς, η αντιστοιχία τους ισούται με 297,63 δια 340,74, ήτοι 0,87) και στις 28-5-2001, με 1,05 (τιμή χρυσής λίρας /τιμάριθμο στις 28-5-2001, ήτοι 28.200 δρχ δια 78,78 ίσον 357,95 αφενός, και τιμή χρυσής λίρας/ τιμάριθμο, στις 7-5-2003, ήτοι 340,74 αφετέρου, συνεπώς, η αντιστοιχία τους ισούται με 357,95 δια 340,74, ήτοι 1,05). Με δεδομένο ότι το ισόποσο της αξίας των παροχών προς τη θυγατέρα του Καλλιόπη είναι, 78,97 (1.750.000 : 22.160), 78,19 (1.750.000 : 22.380), 69,15 (1.500.000 : 21.690), 316,71 (6.955.000 : 21.960) και 815,60 (23.000.000 : 28.200) χρυσές λίρες, αντίστοιχα, βάσει της προαναφερθείσας σχέσεως, αυτές αντιστοιχούν σε 93,97 (78,97 Χ 1,19), 93,82 (78,19 Χ 1,20 ),  76,75 (69,15 Χ 1,11), 307,20 (316,71 Χ 0,97) και 856,38 (815,60 Χ 1,05) αντίστοιχα, και συνολικά 1.428,12 χρυσές λίρες του χρόνου θανάτου του κληρονομούμενου και, συνακόλουθα, βάσει της ισχύουσας ισοτιμίας, σε 41.148,422 (1.428,12 Χ  28.813) δρχ και ήδη 120.758 ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης. Επίσης, με δεδομένο ότι το ισόποσο της αξίας της πρώτης παροχής (2-2-1996) προς τη θυγατέρα του …… είναι 196,81 (4.875.000 : 24.770) χρυσές λίρες, βάσει της προαναφερθείσας σχέσεως, αυτές αντιστοιχούν σε 230,26 (196,81 Χ 1,17) χρυσές λίρες του χρόνου θανάτου του κληρονομούμενου και, συνακόλουθα, βάσει της ισχύουσας ισοτιμίας, σε 6.634.481 (230,26 Χ 28.813) δρχ και ήδη 19.470 ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης. Επομένως, συνυπολογιζόμενης και της προς αυτήν χρηματικής δωρεάς των 35.606 ευρώ, η συνολική αξία των παροχών της, κατά τον χρόνο θανάτου του διαθέτη, ανήλθαν στο ποσό των 55.076 ευρώ.  Τέλος, με δεδομένο ότι το ισόποσο των χαριστικών παροχών προς τη θυγατέρα του ……., συμπεριλαμβανομένης και της γονικής παροχής προς αυτήν, είναι 336,30 (7.338.240 : 21.820), 1.370,79 (29.334.960 : 21.400), 1.731,16 (37.046.996 : 21.400) και 560,74 (12.000.000 : 21.400) χρυσές λίρες, βάσει της προαναφερθείσας σχέσεως, αυτές αντιστοιχούν σε 295,68 (336,30  Χ 0,88) και 2.698,69 [3.662,69 (1.370,79 + 1.731,16 + 560,74) Χ 0,87]  χρυσές λίρες του χρόνου θανάτου του κληρονομούμενου και, συνακόλουθα, βάσει της ισχύουσας ισοτιμίας, σε 114.052.514,81 [3.958,37 (295,68 + 3.662,69) Χ 28.813] δρχ και ήδη 334.710 ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης.

Κατά συνέπεια, η συνολική αξία της πλασματικής κληρονομικής ομάδας, με πρόσθεση στην πραγματική κληρονομική ομάδα και όλων των προαναφερθέντων δωρεών και γονικής παροχής, ανέρχεται στο ποσό των 1.589.812 (5.551,71 + 55.000 + 45.000 + 13.024,50 + 120.758 ευρώ + 55.076 + 334.710 + 354.194,06 + 117.389 + 338.506 + 150.603,93) ευρώ, κατά μερική παραδοχή της προταθείσας από την ενάγουσα-εναγομένη πρωτοδίκως και επανυποβληθείσα με την έφεσή της, ένσταση συνυπολογισμού παροχών από τον διαθέτη προς τις εναγόμενες-ενάγουσες, πέραν εκείνων που διαλαμβάνονται στην από 15-3-2004 αγωγή τους, και, ως εκ τούτου, στη νόμιμη μοίρα των εναγουσών, συζύγου και θυγατέρων του διαθέτη, που ισούται με το ½ της εξ αδιαθέτου κληρονομικής τους μερίδας, αντιστοιχεί ποσοστό 1/8 (¼ : 2) εξ αδιαιρέτου για καθεμία, και, επομένως, το ποσό των 198.727 (1.589.812 : 8) ευρώ. Η αξία των καταλειφθέντων με την προαναφερθείσα διαθήκη κληρονομιαίων ακινήτων ανέρχεται στο ποσό των 118.576 (5.551,71 + 55.000 + 45.000 + 13.024,50) ευρώ, και του ιδανικού μεριδίου των θυγατέρων του …. και …. στο ποσό των 59.288 ευρώ. Επίσης, η ….. έχει λάβει επιπλέον με χαριστική παροχή, κατά τα άνω, το ποσό των 238.147 (120.758 + 117.389) ευρώ, η ….., των 409.270,06 (55.076 + 354.194,06) ευρώ, η ….. των 334.710 ευρώ και η σύζυγός του, …., το ποσό των 489.110 ευρώ. Συνεπώς, οι παροχές αυτές υπερκαλύπτουν τη νόμιμη μοίρα τους, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται ανάγκη συμπλήρωσής της, με ανατροπή των γενόμενων προς όλες τις ενάγουσες παροχών άνευ ανταλλάγματος, ως άστοργων.

Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή όχι μόνον κατά το μέρος της που έκρινε τις ένδικες αντίθετες αγωγές αόριστες, όπως παραπάνω, αλλά και κατά το μέρος που έγινε δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, η από 15-3-2004 αγωγή, κατά παραδοχή της κρινόμενης από 24-3-2014 (υπ’αύξ αριθμ. εκθ. καταθ. …./2014)  έφεσης της εναγομένης-ενάγουσας, …….. κατά το οικείο σκέλος της, αναγκαίως δε και κατά τις περί δικαστικών εξόδων διατάξεις της, που θα καθορισθούν από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208). Στη συνέχεια,  αφού διακρατηθεί η υπόθεση, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες, η από 15-3-2004 και από 14-11-2005 αγωγή, κατά μεν το μέρος τους που είχαν κριθεί ως αόριστες, καθώς το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης των εκκαλουσών (άρθρο 536 § 2 του ΚΠολΔ), και, επιπλέον, η από 14-11-2005 αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε, ως ορισμένη και βάσιμη κατ’ουσίαν, εφόσον ασκήθηκαν και ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιό της, αντίθετες εφέσεις  (ΑΠ 207/2017, ΑΠ 1449/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πρέπει, ακόμη, κατ’αρθρο 495 § 3 προτελευταίο εδάφιο του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, να διαταχθεί η επιστροφή σε αμφότερες τις διάδικες πλευρές του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκηση των εφέσεών τους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να συμψηφιστούν λόγω της σχέσης τους ως συγγενών εξ αίματος, πρώτου και δευτέρου βαθμού (106, 176, 179 και 191 § 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 21-12-2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../2015) έφεση των εναγουσών-εναγομένων, και την από 24-3-2014 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2014) έφεση της εναγομένης-ενάγουσας, κατά της υπ’αριθμ. 2649/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και κατ΄ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 2649/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή σε αμφότερες τις διάδικες πλευρές του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκηση των εφέσεων.

ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ τις από 15-3-2004 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2004) και από 14-11-2005 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2005) αγωγές.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 19-9-2019, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους  στις 10-10-2019.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ