Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 42/2020

Αριθμός  42/2020 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, E.T..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η από 21.5.2018 και με αριθ. εκθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./22.5.2018  έφεση της εν μέρει ηττηθείσας-εναγόμενης, κατά της με αριθμό 1482/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, αφού για το παραδεκτό της συζήτησης της   έφεσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).  Ο εφεσίβλητος  άσκησε παραδεκτά την από 22.2.2019 και με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…/…/22.2.2019  αντέφεσή του, που κατέθεσε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 22.2.2019 και κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα  στις 25.2.2019  (βλ. σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών, ………… επί του κοινοποιηθέντος σ αυτήν δικογράφου της αντέφεσης) η οποία αφορά κεφάλαιο της απόφασης, που προσβάλλεται  με την έφεση (αρ. 523 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί  και αυτή περαιτέρω κατ ουσίαν  συνεκδικαζόμενη  με την ως άνω έφεση (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-αντεκκαλών με την 8.9.2017 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./…./13.9.2017 αγωγή του που άσκησε σε βάρος της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι με την εναγομένη τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο την 11-05- 2002, στον Πειραιά και ότι από το γάμο τους αυτό απέκτησαν ένα τέκνο, την …., που γεννήθηκε την 24-01-2009. Ότι η εναγομένη από το τέλος του έτους 2007 εμφάνισε αποκλίνουσα συζυγική συμπεριφορά, προοδευτικώς αυξανόμενη, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την από το Σεπτέμβριο του έτους 2011, πλήρη ψυχική και σωματική τους αποξένωση. Ότι το καλοκαίρι του έτους 2012 περιήλθε σε γνώση του συγκεκριμένο περιστατικό, που αφορούσε εξωσυζυγική σχέση της συζύγου του. Ότι την ύπαρξη της σχέσης αυτής, την οποία διατηρούσε μάλιστα από το έτος 2010, του την επιβεβαίωσε και η ίδια. Ότι  παρά τις διαβεβαιώσεις της τελευταίας περί μη σοβαρότητας της σχέσης αυτής και τις δηλώσεις της ότι επιθυμούσε να σώσουν το γάμο τους, ως και ο ίδιος, εξάλλου, επιθυμούσε, για χάριν του παιδιού τους, η εναγομένη  ουδεμία ουσιαστική προσπάθεια δεν έκανε για να σώσουν τη σχέση τους και ως εκ τούτου το Σεπτέμβριο του 2012 αποφάσισαν να χωρίσουν κοινή συναινέσει. Ότι ο ενάγων μετά την αποκάλυψη της εξωσυζυγικής σχέσης από την εναγόμενη, αναλογιζόμενος όλα τα περιστατικά και τις συμπεριφορές της τελευταίας, κατά τη διάρκεια του γάμου τους,  σε συνδυασμό με πληροφορία  τρίτου προσώπου, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή,  του δημιουργήθηκαν υπόνοιες, σχετικά με το εάν είναι ο βιολογικός πατέρας του ανηλίκου. Ότι τον Σεπτέμβριο του έτους 2012, μετά και την επίμονη άρνηση της εναγόμενης να συμπράξει στην ανακάλυψη της αλήθειας της πατρότητας του τέκνου, παρά τις παρακλήσεις του ενάγοντος προς τούτο, μονομερώς προσέφυγε σε ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο, όπου και διαπιστώθηκε για πρώτη φορά επιστημονικώς ότι αυτός δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας του ως άνω ανηλίκου. Ότι τον Ιούνιο του έτους 2013 κινήθηκε νομικά και ήγειρε αγωγή προσβολής της πατρότητας του τέκνου, η οποία, μετά την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για το ζήτημα αυτό, έγινε δεκτή. Ότι ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώθηκε η αντισυζυγική συμπεριφορά της εναγόμενης και τα μέσα που μετήλθε αυτή, ώστε ο ενάγων να φέρεται ως ο βιολογικός πατέρας του ανηλίκου τέκνου της, επέφεραν μείωση της τιμής και υπολήψεώς του ως κοινωνικού όντος, ραγδαία επιβάρυνση της συναισθηματικής του κατάστασης και εν τέλει βαρεία προσβολή της προσωπικότητάς του, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στην αγωγή. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό, ζητούσε με την ένδικη αγωγή του,  όπως παραδεκτά με τις προτάσεις του, περιορίστηκε το καταψηφιστικό αίτημα αυτής σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της  ηθικής βλάβης που υπέστη  από την ως άνω συμπεριφορά της εναγόμενης που προσέβαλε βάναυσα την προσωπικότητά του,  να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 1482/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι καθ όλα ορισμένη και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, έκανε εν μέρει δεκτή αυτή ως βάσιμη και στην ουσία της, αναγνωρίζοντας ότι η εναγόμενη  οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 7.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τόσο η εναγόμενη  όσο και ο ενάγων, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  και ζητούν η μεν εναγόμενη  με την έφεσή της να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η ένδικη αγωγή ο δε ενάγων  με την αντέφεσή του να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε να γίνει στο σύνολό της δεκτή η κρινόμενη αγωγή του.

Ι.   Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. α` του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 59 του ΑΚ, στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων (στις οποίες περιλαμβάνεται και το άρθρο 57), το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος προσβολής μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί, η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις διατάξεις αυτές παρέχεται το δικαίωμα της απόκρουσης κάθε προσβολής της προσωπικότητας, δηλαδή των αγαθών που συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο και συγκροτούν τη σωματική, την ψυχική και την κοινωνική  ατομικότητα του ανθρώπου. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις του ενιαίου δικαιώματος επί της ίδιας προσωπικότητας έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε έκφανσης αυτής να σημαίνει και προσβολή του ενιαίου αυτού δικαιώματος. Στις εκδηλώσεις της προσωπικότητας με την προαναφερόμενη έννοια, περιλαμβάνεται και η τιμή και υπόληψη του ατόμου, δηλαδή η ηθική αξία που έχει πηγή την ατομικότητα και αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση των άλλων ατόμων του κοινωνικού συνόλου γι` αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου. Προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 57 του Α.Κ, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επέμβασης στη σφαίρα αυτής από τρίτο, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που τη συνθέτουν και που συνιστούν προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ατόμου, με την οποία (επέμβαση) διαταράσσεται η κατάσταση σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά το χρόνο της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου, δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται κατ` ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι, από άποψη έννομης τάξης, μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της.  Για την προστασία της προσωπικότητας δεν απαιτείται η ύπαρξη υπαιτιότητας (πταίσματος) του προσβάλλοντος. Απαιτείται, όμως για την αξίωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αφού το άρθρο 57 εδ. γ` του ΑΚ παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, δηλαδή στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ.  Στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου και ειδικότερα των συζυγικών σχέσεων γίνεται δεκτό ότι κάθε άτομο, είναι καταρχήν ελεύθερο, κατά την ανάπτυξη της προσωπικότητός του, να διαμορφώνει ελευθέρως τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και, δεν ενεργεί εναντίον των χρηστών ηθών. Ειδικότερα με  το άρθρο 16 του ν. 1329/1983 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 1453 του ΑΚ, με την οποία ρυθ­μιζόταν το θέμα της χρηματικής ικανοποιήσεως, που μπορούσε να επιδικασθεί από το δικαστήριο, με την περί διαζυγίου απόφαση, στον αναίτιο σύζυγο, για την ηθική βλάβη που υπέστη, λόγω βαριάς προσβολής του προσώπου του, από γεγονός, που αποτελούσε το λόγο διαζυγίου, χωρίς να θεσπισθεί άλλη σχετική δι­άταξη. Συνεπώς, το αντίστοιχο δικαίωμα, ρυθμίζεται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 299 του ΑΚ, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 αυτού, κατά τις οποίες, για την θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος, πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων (παραπτώματα) να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από την συζυγική σχέση, να επι­φέρουν την προσβολή της προσωπικότητας του άλ­λου συζύγου ή να συνιστούν αδικοπραξία. Υπό την ισχύ, δηλαδή,  των νέων διατάξεων, περί διαζυγίου, οι οποίες καθιερώνουν ένα σύστημα διαζυγίου αντικειμενικό, όπου η υπαιτιότητα δεν έχει πια την σημασία που είχε και το διαζύγιο θεωρείται, ως ένα μέσο προασπίσεως του δικαιώματος κάθε συζύγου, για προ­στασία της προσωπικότητας του και ως τρόπος με τον οποίο παρέχεται η δυνατότητα και στους δύο συζύγους για απόπειρα δημιουργίας μιας άλλης οι­κογένειας επιτυχημένης, γίνεται γενικώς δεκτό, ότι η παράβαση των συζυγικών υποχρεώσεων δεν αποτελεί αδικοπραξία, με την τεχνική σημασία του όρου και συνεπώς το άρθρο 932 του ΑΚ, που αφορά χρημα­τική αποκατάσταση ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, όταν η προσβολή της προσωπικότη­τας και η συνακόλουθη ηθική βλάβη προκαλείται από παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων. Εξάλλου η προ­σβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου, που προκαλείται αναπόφευκτα κάθε φορά, που εκδηλώνε­ται συμπεριφορά μη σύμφωνη με τις υποχρεώσεις της έγγαμης συμβιώσεως δεν πρέπει αδιακρίτως να θεμε­λιώνει, πέρα από το δικαίωμα για διαζύγιο και αξίω­ση, για χρηματική ικανοποίηση, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ. Ο σύζυγος που έχει προσβληθεί έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη λύση του γάμου, όταν, όμως, οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το διαζευκτικό παράπτωμα, είναι τέτοιες, που εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας, που συνεπάγεται, για τον αναίτιο σύζυγο η παράβα­ση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι είναι δυνατή η επιδίκαση χρημα­τικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης. Για την εν λόγω επιδίκαση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 του ΑΚ, δεν αρκεί οποιαδήποτε προσβολή της προσωπι­κότητας, αλλά απαιτείται να υπάρχει σοβαρή τοιαύτη, με την έννοια, ότι δημιουργούνται εξαιρετικές συνθή­κες τέτοιες, που η ανθρώπινη αντοχή υπερβαίνει τα όρια αντοχής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου στη συγκεκριμένη δε περίπτωση να αποδεικνύεται, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων ήταν πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν και οδήγησαν στη μείωση της υπολήψεως και την παράνομη προσβολή της προσωπικότη­τας του συζύγου σε βάρος του οποίου έλαβαν χώρα. Το σχετικό αίτημα μπορεί είτε να σωρευθεί στο δικόγραφο της αγωγής διαζυγίου είτε να ασκηθεί με αυτοτελή αγωγή, συνεκδικαζόμενη με την αγωγή διαζυγίου ή  με ανταγωγή ή να ασκηθεί με ανεξάρτητη αγωγή ως αντικείμενο χωριστής δίκης (ΑΠ 125/2019, ΕφΘρ 67/2015, ΕφΔυτΣτερΕλλ 10/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΘεσ 1834/2001 Αρμ.2002. σελ 541).

ΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 ΑΚ,  το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561  παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκεται εκάστοτε (βλ. ΟλΑΠ 43/2005). ΄Ετσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, συγχρόνως, όμως, δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης (βλ. ΑΠ 285/2012, ΑΠ 79/2010, ΑΠ 1735/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος,  ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006.757, ΑΠ 1143/2003 ΕλΔ 2005,394, ΕφΠειρ 354/2016, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008, 67, ΕφΑθ1139/2007, ΕλλΔνη 2007, 885, Γεωργιάδη, σε:  ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθοπούλου, άρθρο 932, αρ. 22 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές,Στ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 324 επ).

ΙΙΙ. Εξάλλου,  κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281ΑΚ καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει, όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 33/2005). Ειδικότερα, στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν πρόσθετα περιστατικά, αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι το τελευταίο δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ` αυτού, έτσι ώστε η επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε με τη μεταγενέστερη άσκησή του, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις (ΟλΑΠ  16/2006, ΕλλΔνη 2006.1330, ΟλΑΠ 7/2002, ΕλλΔνη 2002.681, ΑΠ 1023/2011, ΔΕΕ 2011.895, ΕφΔυτΣτερΕλλ 10/2014, όπ.α).

ΙV. Tέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 επ., 346 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση, ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τα παραδεκτά, κατά την οικεία διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται η υπόθεση, αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο (Ολ.Α.Π.23/2008, Α.Π.258/2010). Και έχει μεν το δικαστήριο υποχρέωση να αιτιολογήσει σχετικώς την απόφασή του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο αποδεικτικό του πόρισμα, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του (Α.Π.259/2014, Α.Π.213/2014, Α.Π.209/2014, Α.Π.218/2013, Α.Π.104/2013, Α.Π.54/2013, Α.Π.157/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Διότι καμία διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα, κατ` είδος, μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα.  Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι (Α.Π.103/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει, κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 11 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης (ΑΠ 87/2013, ΑΠ.49/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από τις παρακάτω αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των διαδίκων που λήφθηκαν στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης και επαναπροσκομίζονται με επίκληση  απ αυτούς ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και δη τις υπ’αριθμ. …/19-12-2017 και ../19-12-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……. και … ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αιγάλεω …., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-αντεκκαλών, που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης (βλ. την υπ’αριθμ. …/14-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …..) καθώς και  από την υπ’αριθμ. ../05-01-2018 ένορκη βεβαίωση της  μάρτυρος ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Τριπόλεως ……….., την οποία νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’αριθμ. …../02-01- 20181 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών . ……….) να παραστεί σ αυτή,  από όλα τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων (τεκμηρίων) περιλαμβάνεται και η  υπ’αριθμ. ../2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ……….., που λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και δη  κατόπιν έκδοσης της υπ. αριθμ.7283/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της ασκηθείσας από τον  ενάγοντα από 1.6.2013 αγωγής προσβολής πατρότητας,  κατά τα παρακάτω αναφερόμενα, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), λαμβανομένων  υπόψη αυτεπαγγέλτως και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (336 αρ. 4 ΚΠολΔ) καθώς και όσων συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρο 261 σε συνδ.με 352 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά τα παρακάτω αναφερόμενα, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι γνωρίστηκαν το έτος 1995, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους. Ο ενάγων διήνυε το 23ο έτος της ηλικίας του και φοιτούσε στην στρατιωτική σχολή …., η δε εναγόμενη ήταν 22 ετών και φοιτούσε σε σχολή για να γίνει δασκάλα. Οι διάδικοι, μετά την γνωριμία τους, συνήψαν ερωτική σχέση και από το έτος 1998 άρχισαν να συμβιώνουν. Την 11-05-2002 τέλεσαν νόμιμο θρηκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό ………… στο Κερατσίνι Αττικής. Από το έτος 2007, η σχέση των διαδίκων παρουσίασε σημάδια κόπωσης, με τους διαδίκους να περιορίζουν την επικοινωνία τους στα απολύτως απαραίτητα για την τακτοποίηση των θεμάτων του οίκου τους και με ελάχιστες ερωτικές επαφές μεταξύ τους, όπως συνομολογούν αμφότεροι. Τον Μάρτιο του έτους 2008, ο ενάγων πληροφορήθηκε από την υπηρεσία του, ότι θα μετατεθεί αναγκαστικά από την Αθήνα στην Ορεστιάδα, όπου και θα διέμενε για τρία έτη. Το ίδιο διάστημα, η εναγομένη, ενέδωσε στο επίμονο φλερτ άλλου άντρα, συνευρισκόμενη επανειλλημμένως σεξουαλικά μαζί του. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, η εναγομένη πληροφορήθηκε ότι διένυε το πρώτο τρίμηνο εγκυμοσύνης της, γεγονός το οποίο ανακοίνωσε στον ενάγοντα, γεμίζοντάς τον με αισθήματα ανείπωτης και πρωτόγνωρης ευτυχίας, καθώς η γέννηση ενός τέκνου ήταν ο διακαής του πόθος. Του ανακοίνωσε, όμως, ταυτόχρονα την απόφασή της να μην τον ακολουθήσει στην Ορεστιάδα, λόγω της εγκυμοσύνης και της εργασίας της, γεγονός που στενοχώρησε ιδιαίτερα τον ενάγοντα. Όλο το χρονικό διάστημα της εγκυμοσύνης, οι διάδικοι είχαν απομακρυνθεί ψυχικά και σωματικά. Την 24-01-2009 γεννήθηκε ένα θήλυ τέκνο, το οποίο έλαβε το όνομα της μητέρας του ενάγοντος, ……. Χαρακτηριστικό των διαταραγμένων σχέσεων των διαδίκων είναι και το γεγονός ότι η εναγομένη στα τρία χρόνια που ο ενάγων παρέμεινε στην Ορεστιάδα, τον επισκέφθηκε με το τέκνο μόνο 2 φορές, ως αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του, γεγονός που δεν αμφισβήτησε με ειδική άρνηση η εναγόμενη με τις προτάσεις της και επομένως συνομολογείται από την  ίδια, κατ άρθρο 261 σε συνδ.με 352 παρ.1 ΚΠολΔ (βλ.πρωτόδικες προτάσεις της εναγόμενης, σελ.17-21, όπου γίνεται ρητή αναφορά απ αυτήν συγκεκριμένων αποσπασμάτων της αγωγής τα οποία αρνείται, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται και το προαναφερόμενο).  Τον Σεπτέμβριο του έτους 2011, ο ενάγων επέστρεψε στην Αθήνα, όπου και συνεχίσθηκε η ψυχική και σωματική του αποξένωση με την εναγομένη. Αντιθέτως, ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα περιποιητικός προς το τέκνο, το οποίο άλλωστε φρόντιζε σε καθημερινή βάση τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του, ήτοι η μητέρα, η αδερφή και ο πατέρας του, οι οποίοι το είχαν υπό την προστασία τους, τις ώρες που η εναγομένη απουσίαζε στην εργασία της, γεγονός που τους έδεσε ακόμα περισσότερο με την μικρή. Μάλιστα ο πατέρας του εναγομένου, πρότεινε για την επιβοήθηση του μητρικού ρόλου της εναγομένης, να εγκατασταθεί σε γκαρσονιέρα κυριότητάς του, η μητέρα της τελευταίας. Τον Ιούλιο του έτους 2012, η εναγομένη ανακοίνωσε στον ενάγοντα σύζυγό της, ότι θα έβγαινε βόλτα με μία φίλη της. Το ίδιο απόγευμα όμως, ο ενάγων και η αδελφή του συνάντησαν τυχαία μόνη τη φίλη με την οποία «υποτίθεται» ότι θα έβγαινε μαζί της η εναγομένη.  Όταν η τελευταία επέστρεψε από την έξοδό της, ο ενάγων της ζήτησε εξηγήσεις για το ως άνω ψέμα και αυτή, παραδεχόμενη την αλήθεια,  του αποκάλυψε ότι διατηρούσε κατά τη διάρκεια του γάμου τους μακροχρόνιο ερωτικό δεσμό με άλλον άνδρα (βλ.ιδίως κατάθεση της ……….., αδελφής του ενάγοντος στα πλαίσια της παρακάτω αναφερόμενης δίκης προσβολής της πατρότητας που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την με αριθμό 7283/2014 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πρακτικά στην οποία επί λέξει χαρακτηριστικά αναφέρει σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, αν η εναγόμενη διατηρούσε άλλη σχέση μέσα στο γάμο και αν ο ενάγων το γνώριζε  « …..Όχι δεν το είχε κάνει φανερό, μετά από ένα περιστατικό που έγινε (εννοεί το προαναφερόμενο), μετά από πίεση του αδελφού μου, του είπε ότι έχει μακροχρόνια σχέση…..»). Περαιτέρω του δήλωσε (η εναγόμενη) ότι επιθυμούσε να διακόψει τη σχέση της αυτή και να κάνει προσπάθεια με τον ενάγοντα για τη διάσωση της οικογένειάς τους. Για το λόγο αυτό τον Αύγουστο του έτους 2012 πήγαν μαζί διακοπές, πλην όμως η προσπάθεια αυτή απέτυχε και τον Σεπτέμβριο του έτους 2012 αποφάσισαν να χωρίσουν οριστικά και υπέβαλαν την υπ’αριθμ …../05-10-2012 αίτηση για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 963/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που ως συνομολογείται από τους διαδίκους κατέστη αμετάκλητη. Μετά την αποκάλυψη, όμως, της ως άνω μακροχρόνιας ερωτικής σχέσης της εναγόμενης, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, δημιουργήθηκαν στον ενάγοντα  αμφιβολίες για το αν η ανήλικη είναι γνήσιο τέκνο του, αμφιβολίες που της ενίσχυε η στάση της εναγόμενης, η  οποία στις συνεχείς ερωτήσεις του, δεν του έδινε σαφή απάντηση. Επιπλέον, η τελευταία αρνούνταν να συμπράξει στη διενέργεια των σχετικών ιατρικών εξετάσεων για την πιστοποίηση της πατρότητας, παρά την επιμονή του ενάγοντος με αποτέλεσμα ο τελευταίος  να λάβει δείγμα σιέλου του τέκνου και να προβεί μονομερώς σε έλεγχο DΝΑ, στο διαγνωστικό κέντρο γενετικής «.……», από το οποίο πληροφορήθηκε  για πρώτη φορά την 17-09-2012, ότι αποκλείεται να είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου, με αποτέλεσμα να «χάσει την γη κάτω  από τα πόδια του». Ακόμα, όμως, και μετά τη ενημέρωση από το ως άνω διαγνωστικό κέντρο οι αμφιβολίες του για το αν η ανήλικη είναι πράγματι ή μη γνήσιο τέκνο του  εξακολουθούσαν να τον κατατρέχουν καθώς θεωρούσε ή μάλλον κυρίως ήλπιζε ότι θα μπορούσε να έχει γίνει λάθος και ως εκ τούτου πλήρη απόδειξη για το γεγονός αυτό  θα αποτελούσε η προσέλευση της εναγόμενης και του τέκνου σε αρμόδιο γενετιστή, όπου με τη λήψη και του δικού τους βιολογικού υλικού θα αποδεικνυόταν πέραν πάσης αμφιβολίας αν ο ενάγων είναι πράγματι ή όχι ο πατέρας της ανήλικης.  Με τις σκέψεις αυτές ο ενάγων άσκησε σε βάρος της εναγόμενης και της μητέρας της, ……., υπό την ιδιότητά της ως ειδικής επιτρόπου της ανήλικης …., την από 1-6-2013 και με αριθμ.έκθ.καταθ. ……./2013 αγωγή  περί προσβολής της πατρότητας, στη συζήτηση της οποίας οι εναγόμενες  δεν παραστάθηκαν και επί της οποίας εκδόθηκε, ενόψει και της ερημοδικίας, μεταξύ άλλων, και της εναγόμενης, και της συνεχιζόμενης σιωπής της ως προς το θέμα αυτό, κατόπιν αιτήματος και του ενάγοντος, η υπ’αριθμ. 7283/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από την αστυνόμο Β–βιολόγο, ………, προκειμένου αυτή,  αφού λάβει δείγμα αίματος ή οποιοδήποτε άλλο δείγμα από τον ενάγοντα, την  εναγομένη και το ανήλικο τέκνο της τελευταίας, να προβεί σε ανάλυση των δειγμάτων, εφαρμόζοντας τη μέθοδο υβριδοποίησης DNA με RNA, ή όποια άλλη μέθοδο ήθελε αυτή κρίνει σκόπιμη ή και συνδυασμό περισσοτέρων μεθόδων,  συντάξει έκθεση, στην οποία με αιτιολογημένες σκέψεις θα γνωμοδοτήσει εάν αποκλείεται η περίπτωση ο ενάγων να είναι ο φυσικός πατέρας του τέκνου της εναγομένης, που γεννήθηκε στο Αμαρούσιο Αττικής στις 24-1-2009 . Μόνο τότε, ήτοι μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης, και κατόπιν εξώδικης προσκλήσεως της πραγματογνώμονα προς την εναγόμενη  για τη λήψη απ αυτήν βιολογικού υλικού, δέχτηκε η τελευταία να υποβληθεί στην ως άνω εξέταση, προσερχόμενη, μετά του ανηλίκου, στις  05-06-2015, στο κέντρο διαγνωστικής ιατρικής «… .», για τη διενέργεια της εξέτασης πατρότητας της ανήλικης. Μετά τα ανωτέρω, συντάχθηκε και κατατέθηκε νόμιμα η υπ’αριθμ …./18-06-2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ως άνω βιολόγου, σύμφωνα με το συμπέρασμα της οποίας “Συνοψίζοντας, τα παραπάνω υποδεικνύουν πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, ότι ο ……., αποκλείεται να είναι φυσικός (βιολογικός) πατέρας του ανηλίκου θήλεος τέκνου, ονόματι …, της ………., που γεννήθηκε την 24-01-2009 στο Αμαρούσιο Αττικής”, και εκδόθηκε ερήμην, και πάλι,  της ήδη εναγομένης η υπ’αριθμ. 4280/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κήρυξε το ανήλικο μη γνήσιο τέκνο του ενάγοντος, απόφαση, που, ως  συνομολογείται από τους διαδίκους,  κατέστη αμετάκλητη.  Η πιο πάνω άδικη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης  σε βάρος του ενάγοντος είναι παράνομη, ως ανέντιμη και προκλητική, καθώς αυτή προκειμένου να καλύψει την απιστία της, προτίμησε να διατηρήσει την πλάνη του ενάγοντος ότι αυτός είναι ο φυσικός πατέρας του τέκνου της,  με αποτέλεσμα την αλλαγή του τρόπου ζωής του ενάγοντος,  την ανάληψη απ αυτόν ευθυνών, χωρίς την ελευθερία της επιλογής και την ανάπτυξη ιδιαίτερου συναισθηματικού δεσμού τόσο αυτού όσο και της οικογένειάς του με το τέκνο, προσβάλλοντας  βάναυσα την τιμή και υπόληψη του τελευταίου και είχε ως συνέπεια την κατάπτωση του συναισθηματικού του κόσμου και την ψυχική του φθορά.  Σημειωτέον ότι, μετά το χωρισμό των διαδίκων, η απουσία πλέον της ανήλικης από τη  ζωή του ενάγοντος και της οικογένειάς του και  ο λόγος της απουσίας της αυτής, ήτοι ότι ο ενάγων δεν είναι ο  βιολογικός της πατέρας, ευλόγως έγινε γρήγορα αντιληπτός τόσο από το συγγενικό όσο και από το κοινωνικό περιβάλλον του ενάγοντος, με αποτέλεσμα αυτός, λόγω και της θέσης του, ως αξιωματικός του στρατού, να καταστεί αντικείμενο σχολίων και αρνητικών συζητήσεων, γεγονός που επιβάρυνε την ήδη διαταραγμένη ψυχική του ισορροπία. Η εναγόμενη, αν και γνώριζε, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα απ αυτήν, ότι η  φερόμενη ως γνήσιο τέκνο του ενάγοντος  ανήλικη, ήταν  καρπός της παράνομης ερωτικής της σχέσης, ενόψει αφ ενός μεν της ομολογημένης απ αυτήν σπανιότατης ερωτικής της επαφής με τον ενάγοντα κατά τον  κρίσιμο χρόνο σύλληψής της  αφ ετέρου δε της κατ επάναληψη, κατά τον ίδιο χρόνο, σεξουαλικής συνεύρεσής της  με τον εραστή της, αποσιώπησε το γεγονός αυτό από τον ενάγοντα, διατηρώντας τον σε πλάνη περί του ότι αυτός ήταν ο πατέρας της ανήλικης για τρία και πλέον έτη και δέχτηκε να αναλάβει τόσο αυτός όσο  και οι γονείς του την ανατροφή και φροντίδα της ανήλικης, προβαίνοντας οι τελευταίοι σε όλες τις αναγκαίες για τη διατροφή και συντήρησή της  δαπάνες δίδοντας, μάλιστα, το όνομα της μητέρας του ενάγοντος σ αυτήν  και γενικά υποβάλλοντας την ανήλικη, ως γνήσια τέκνο  του ενάγοντος διαταράσσοντας την οικογενειακή τάξη (ΠΚ 354). Η αποκάλυψη της πιο πάνω μειωτικής  για την προσωπικότητα του ενάγοντος σχέσης της εναγόμενης είχε ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί άμεσα η κατάσταση της ψυχικής του υγείας,  αφού κλείστηκε στον εαυτό του, δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν καλά, εμφανίζοντας καταθλιπτικές αντιδραστικές εκδηλώσεις (βλ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα ένορκες καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων του). Το γεγονός δε της σύναψης γάμου από τον ενάγοντα, τέσσερα περίπου έτη μετά τη διακοπή της συμβίωσης με την εναγομένη, δεν αναιρεί την προσβολή της προσωπικότητάς του. Επομένως, η ως άνω συμπεριφορά της εναγόμενης είναι παράνομη, γιατί προσέβαλε το απόλυτο προσωπικό δικαίωμα της συζυγικής πίστης, που απορρέει από το δικαίωμα συμβίωσης των συζύγων, το γεγονός δε ότι έκανε τον ενάγοντα να πιστέψει ότι είναι ο γεννήτορας του τέκνου που απέκτησε με τρίτο πρόσωπο με το  οποίο διατηρούσε ελεύθερες ερωτικές σχέσεις εντός του γάμου της, με όλες τις προαναφερόμενες σε βάρος του συνέπειες  δεν συνιστά απλώς γεγονός αντισυζυγικής συμπεριφοράς, ως ισχυρίζεται η εναγόμενη, αλλά είναι πρόσφορο και ικανό, αυτοτελώς κρινόμενο, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να επιφέρει την προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου, ως εν προκειμένω πράγματι επέφερε, με αποτέλεσμα να γεννάται υπέρ αυτού,  ενόψει και της προαναφερόμενης υπό στοιχ.Ι νομικής σκέψης δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρούται με την παρούσα, δέχτηκε τα ίδια και δη ότι ότι τα παραπάνω περιστα­τικά είναι  πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν στη μεί­ωση της υπόληψης και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος,   ώστε να δικαιολογούν την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλά­βης σ αυτόν,  ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις,   τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγόμενη με τους σχετικούς λόγους της έφεσής της (1ο και 2ο) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Απορριπτέα, εξάλλου, ως αβάσιμα τυγχάνουν και τα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα  στην κρινόμενη έφεσή της και στον σχετικό λόγο αυτής (2ο) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  δεν έλαβε υπόψη του την με αριθμό ../2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρός της, ………….,    καθώς από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης εκκαλουμένης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχομένη σε αυτή βεβαίωση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του επί της ουσίας της υπόθεσης, έλαβε υπόψη αφενός όλα τα αποδεικτικά μέσα και έγγραφα (σημειωτέον ότι ρητά αναφέρεται στην εκκαλουμένη η λήψη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και της ως άνω ένορκης βεβαίωσης που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιόν του η εναγόμενη), και τις αιτιολογίες της αποφάσεως συνάγεται, χωρίς αμφιβολία, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη  του και την ένορκη βεβαίωση  της προαναφερόμενης μάρτυρος  και με τη συνεκτίμηση και των λοιπών αποδείξεων, κατέληξε στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς, να είναι υποχρεωμένο, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης (υπό στοιχ.ΙV)  να προβεί σε  χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα, κατ` είδος, μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ως εν προκειμένω.  Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι, ανεξαρτήτως όλων όσων προαναφέρθηκαν, αλυσιτελώς προβάλλονται τα ανωτέρω από την εκκαλούσα,  καθόσον το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο του συναφή λόγου της έφεσης για πλημμελή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη μόνο αν οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, άλλως η έφεση θα απορριφθεί (βλ ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33. 1710,  ΕφΠειρ 609/2015,  ΕφΘεσ/νίκης 1970/2014, ΕφΛαμ.16/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, η εναγόμενη ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως και με τον 3ο λόγο της έφεσής της επαναφέρει στο παρόν Δικαστήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς της και δη α) ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος ασκείται καταχρηστικώς, αφού αυτός παρέλειψε να την ασκήσει, χωρίς εύλογη αιτία, για ικανό χρονικό διάστημα, ήτοι ήγειρε την κρινόμενη αγωγή σε βάρος της σχεδόν  πέντε χρόνια μετά την ανακάλυψη απ αυτόν ότι η ανήλικη δεν είναι δικό του παιδί  αλλά και ότι την 13-06-2015, αυτός νυμφεύθηκε άλλη γυναίκα, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι δεν υπέστη ηθική βλάβη. Τα περιστατικά, όμως, αυτά και αληθή υποτιθέμενα δεν είναι ικανά, ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ.ΙΙΙ μείζονας σκέψης,  να θεμελιώσουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση χωρίς ταυτόχρονη επίκληση πρόσθετων πραγματικών περιστατικών ή ειδικών συνθηκών, αναγόμενων στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο του ενάγοντος όσο και της εναγόμενης που αποκρούει το δικαίωμα,  από τα οποία γεννάται σ αυτήν  η εύλογη πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του εναντίον της έτσι ώστε η επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε με τη μεταγενέστερη άσκησή του, να συνεπάγεται επαχθείς για  αυτήν επιπτώσεις,  καθόσον μόνη η πάροδος ικανού χρόνου  ή η δημιουργία απ αυτόν οικογένειας δεν καθιστά άνευ άλλου την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος καταχρηστική β) ότι αυτός συνετέλεσε στην έκταση της ζημίας του διότι δεν ήταν συνεπής στην εκπλήρωση των συζυγικών του καθηκόντων, την απομάκρυνε από το γάμο τους αλλά και από εκείνον, δεν της συμπαραστάθηκε στα προσωπικά της προβλήματα, την απαξίωνε καθημερινά και ήταν ψυχρός και αδιάφορος απέναντί της. Τα ως άνω, όμως, πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος που η εναγόμενη  επικαλείται διότι και αληθή υποτιθέμενα παρείχαν σ αυτή δικαίωμα λύσεως του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού του από υπαιτιότητα του ενάγοντος και όχι σύναψης απ αυτήν εξωσυζυγικών σχέσεων κατά τη διάρκειά του, ελεύθερων μάλιστα,  καρπός των οποίων υπήρξε η γέννηση της ανήλικης, την οποία εμφάνισε ως  δικό του τέκνο. Τα ίδια δέχθηκε και η εκκαλουμένη, απορρίπτοντας τις σχετικές ενστάσεις ως νόμω αβάσιμες  και επομένως και ο σχετικός ως άνω λόγος της έφεσης της εναγόμενης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Δικαιούται, συνεπώς,  ο ενάγων, ενόψει των προαναφερομένων, να αξιώσει από την εναγόμενη  χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης και δη  το ποσό των 7.000 ευρώ. Το εν λόγω ποσό κρίνεται εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, ως αυτά αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.ΙΙ) και συγκεκριμένα του είδους της προσβολής, τις συνέπειες αυτής στην υγεία και τη μελλοντική ζωή του ενάγοντος, τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, εκ των οποίων, ο μεν ενάγων, γεννηθείς το έτος 1972, είναι αξιωματικός του ελληνικού στρατού στο επάγγελμα, η δε εναγόμενη, γεννηθείσα το έτος 1973, δημόσια υπάλληλος και δη δασκάλα με μηνιαίες αποδοχές περί τα  1.103 ευρώ, μη αποδεικνυομένων άλλων εισοδημάτων της από οιαδήποτε πηγή, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα, σημειουμένου ότι επιπροσθέτως αυτή, που είναι επιφορτισμένη και με την ανατροφή της ως άνω ανήλικης κόρης της, το έτος 2013 προέβη σε αγορά κατοικίας, για τη στέγαση αυτής και της ανήλικης, βαρυνόμενη με την εξόφληση του τιμήματος της οποίας, από δάνειο που έλαβε, το οποίο  αποπληρώνει σε 120 μηνιαίες δόσεις των 533 ευρώ εκάστη (βλ.προσκομιζόμενο απ αυτήν συμβόλαιο αγοράς της οικίας),  ενώ  η καταβολή του ανωτέρω  ποσού  προς τον ενάγοντα,  αν και δεν μπορεί να εξαφανίσει τη ζημία επί του καθαρώς ηθικού αγαθού της τιμής και της υπόληψής του είναι εντούτοις σε θέση να αμβλύνει ως ένα βαθμό τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσε σ` αυτόν η προσβολή της εναγόμενης. Τυχόν μεγαλύτερο ποσό και δη το αιτούμενο από τον ενάγοντα και ήδη αντεκκαλούντα  ποσό των 40.000 ευρώ,  θα αποτελούσε ακραία εκτίμηση και θα κατέληγε σε οικονομική εξουθένωση της εναγόμενης και σε αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του ενάγοντος-αντεκκαλούοντος και σε παραβίαση ως εκ τούτου της συνταγματικώς κατοχυρωμένης δικαιϊκής αρχής της αναλογικότητας, που εξειδικεύεται στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως  με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο για τον καθορισμό του ευλόγου ποσού, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του αναγνώρισε ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ίδιο ως άνω με την  παρούσα ποσό, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις καθώς και τα προσδιοριστικά της χρηματικής ικανοποίησης στοιχεία και όσα αντίθετα υποστηρίζουν η μεν εκκαλούσα  με το 4ο και τελευταίο λόγο της έφεσής της ο δε ενάγων-αντεκκαλών με το μοναδικό λόγο της αντέφεσής του  κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα και συνεπώς οι συνεκδικαζόμενες ένδικες εφέσεις και αντέφεση ως ουσία αβάσιμες στο σύνολό τους.

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της κατ’ ίσο μέρος νίκης και ήττας αυτών (ΚΠολΔ 178 και 183), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό, ενώ, πρέπει, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ,  εφόσον η ένδικη έφεση απορρίφθηκε να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεώς της,  κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ,  αντιμωλία των διαδίκων, τις αναφερόμενες στο σκεπτικό,  έφεση και αντέφεση κατά της με αριθμ. 1482/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ την δικαστική δαπάνη των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου,  ποσού εκατό  (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας,  κατά την άσκηση της εφέσεώς της με το με αριθμό ……….. e-παράβολο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις 15.1. 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ