Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 56/2020

Έφεση κατ’ αποφάσεως που απέρριψε αγωγή καταβολής τιμήματος διεθνούς πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων δυνάμει συμβάσεως που φέρεται ότι καταρτίστηκε με άμεσο αντιπρόσωπο από την πλευρά του αγοραστή. Η πωλήτρια συμβλήθηκε με μη διάδικο εταιρία, για την οποία με βάση τις περιστάσεις της συναλλαγής υπέλαβε ότι είχε σιωπηρή εξουσιοδότηση από την πλοιοκτήτρια και ως τέτοια άλλως ως κυρία του πλοίου την ενήγαγε. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η μη διάδικος συμβλήθηκε στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό και όχι ως άμεσος αντιπρόσωπος της εναγομένης που δεν υπήρξε πλοιοκτήτρια ούτε κυρία του πλοίου. Ορθή και αιτιολογημένη η απόρριψη, αφού και στο δεύτερο βαθμό προκύπτει ότι η εναγόμενη δεν είχε τις ιδιότητες υπό τις οποίες ενήχθη. Η έλλειψη της παθητικής νομιμοποίησης, όταν αποδειχθεί, αρκεί για την απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσίαν. Οι περαιτέρω αιτιολογίες της εκκαλουμένης για τη απόρριψη της συμβατικής βάσης της αγωγής ήταν πλεοναστικές και οι λόγοι έφεσης με τους οποίους αυτές πλήττονται απορρίπτονται ως αλυσιτελείς, αφού, εφόσον η εναγόμενη δεν υπήρξε πλοιοκτήτρια, δηλαδή αγοράστρια, δεν ασκεί έννομη επιρροή αν η σύμβαση πωλήσεως καταρτίστηκε με αντιπρόσωπο ή όχι. Η εκκαλουμένη έσφαλε απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την βάση της πραγματοπαγούς ευθύνης της εναγομένης αλλά ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται, επειδή η παραδοχή του θα μετέβαλε δυσμενώς για την εκκαλούσα την εμβέλεια του δεδικασμένου. Ορθώς απερρίφθη η επικουρικώς σωρευθείσα βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η ενάγουσα δεν είχε επικαλεστεί ανατροπή των αποτελεσμάτων της πώλησης ή ακυρότητά της.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός      56/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Η ένδικη από 19.10.2018 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./19.10.2018 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/19.10.2018), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 4037/3.9.2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την περί καταβολής τιμήματος πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων από 7.10.2015 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………../8.10.2015) της ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 1 ΚΠολΔ, εντός των νομίμων χρονικών ορίων από την επίδοση της εκκαλουμένης, που πραγματοποιήθηκε στις 25.9.2018, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………./2018 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………… Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό ………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 19.10.2018 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρία, δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων, ως εγκεκριμένη προμηθεύτρια καυσίμων πλοίων, κάτοχος άδειας φορολογικής αποθήκης και αδειούχος εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, ήγειρε αξιώσεις από την παράδοση της αναφερόμενης ποσότητας ναυτιλιακού πετρελαίου στο πλοίο M/V F., που πραγματοποιήθηκε την 1η.11.2014 στο λιμένα των Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας και ζήτησε την πληρωμή του ανεξόφλητου τιμήματος της πωλήσεώς τους, που έλαβε χώρα δυνάμει συμβάσεως, την οποία συνήψε στις 27.10.2014 με την τρίτη μη διάδικο εδρεύουσα στη Μάλτα εταιρία με την επωνυμία ………….., για την οποία η ενάγουσα από τις συμπαρομαρτούσες περιστάσεις συνήγαγε, επειδή δεν της δηλώθηκε ρητά, ότι ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος άλλου προσώπου και συγκεκριμένα του πλοιοκτήτη, δεδομένου ειδικότερα, ότι η εν λόγω αλλοδαπή εταιρία, στερούμενη άδειας προμήθειας ναυτιλιακών καυσίμων, δεν είχε δικαίωμα αγοράς και μεταπωλήσεως ούτε παραδόσεως αυτών transit σε πλοία εντός της ελληνικής επικράτειας, με αποτέλεσμα να μη δύναται να συμβληθεί στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό, παρήγγειλε άλλωστε την παράδοση των πωληθέντων εμπορευμάτων στο πλοίο και υπέδειξε τον τόπο της ναυλοχίας του, όπου μάλιστα τα καύσιμα παρελήφθησαν από τον πλοίαρχό του που υπέγραψε στο σχετικώς εκδοθέν δελτίο αποστολής ενεργώντας «…για λογαριασμό του πλοίου και της πλοιοκτήτριας εταιρίας του…». Όπως μάλιστα παραδεκτώς με τις πρωτοδίκως υποβληθείσες προτάσεις της διευκρίνισε η ενάγουσα, η ενέργεια της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας του πλοίου αποτελεί τη «… μόνη δυνατή λογική εκδοχή…» των πραγμάτων. Για το λόγο αυτό τις ένδικες αξιώσεις της έστρεψε εναντίον της εναγομένης, ομοίως αλλοδαπής, εταιρίας με την επωνυμία ……………, με έδρα στη Βενετία της Ιταλίας, για τη νομιμοποίηση της οποίας επικαλέστηκε, κυρίως μεν, ότι είναι η πλοιοκτήτρια και, επικουρικώς, η κυρία του πλοίου στο οποίο παραδόθηκαν τα καύσιμα, ευθυνόμενη περαιτέρω, κατά μεν την κύρια βάση της αγωγής συμβατικώς, ως αγοράστρια αυτών συμβληθείσα με την ενάγουσα δια της ως άνω ………….., που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπός της έχοντας σιωπηρώς εξουσιοδοτηθεί από αυτή, όπως προκύπτει με βάση τις προεκτεθείσες περιστάσεις της επίμαχης συναλλαγής και κατά την πρώτη επικουρική αγωγική βάση εξωσυμβατικώς και πραγματοπαγώς, ως κυρία του πλοίου, επιπλέον δε, ακόμα επικουρικότερα, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ, αφού κατέστη «…πλουσιότερη κατά το ποσό της αξίας των καυσίμων που της παραδώσαμε χωρίς να καταβάλει το αναλογούν στην προμήθεια καυσίμων αντάλλαγμα…», για το οποίο η ενάγουσα εξέδωσε το αναφερόμενο στην αγωγή τιμολόγιο, στο οποίο αναγράφηκαν προσδιοριζόμενοι από την ιδιότητά τους και όχι με τα στοιχεία της ταυτότητάς του ο καθένας ως αγοραστές και συνυπόχρεοι για την εξόφλησή του, ενεχόμενοι μάλιστα εις ολόκληρον, σύμφωνα με τους γενικούς όρους των συναλλαγών της πωλήτριας – ενάγουσας, ο πλοίαρχος, οι ιδιοκτήτες, οι ναυλωτές και οι διαχειριστές του πλοίου M/V F., όπως και η ……….., για την οποία στο δικόγραφο της αγωγής εκτέθηκε προσθέτως ότι έδρασε ως μεσίτρια ναυτιλιακών καυσίμων και ως σιωπηρά εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπος της εναγομένης, η οποία, επιπλέον, για την παροχή των αναγκαίων τεχνικών οδηγιών για τον εφοδιασμό του πλοίου της με καύσιμα αντιπροσωπεύθηκε αμέσως και από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..», την οποία χρησιμοποίησε ως ναυτική πράκτορά της. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε η ενάγουσα, η οποία παραδεκτώς κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ μετέτρεψε πρωτοδίκως το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημά της, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης, υπό τις ως άνω εναλλακτικώς παρατεθείσες ιδιότητές της, να της καταβάλει το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημέρα της πληρωμής της αξίας του τιμολογίου που εκδόθηκε για το τίμημα της ένδικης πωλήσεως, ύψους σαράντα πέντε χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ και δύο σεντς (45.784,02 $), εντόκως από την επομένη της παρελεύσεως της εικοσαήμερης από της παραδόσεως των καυσίμων προθεσμίας πιστώσεως του τιμήματος που χορηγήθηκε και παρήλθε στις 21.11.2014, οπότε αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο, με επιτόκιο υπερημερίας υπολογιζόμενο κυρίως μεν με βάση τη συμβατική πρόβλεψη περί εκτοκισμού της οφειλής κατά ποσοστό 2% μηνιαίως και επικουρικά με βάση το νόμιμο επιτόκιο.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση του περιεχομένου της ένδικης αγωγής, όπως αυτό παραδεκτώς διευκρινίστηκε και συμπληρώθηκε, καθίσταται προφανές ότι η δικονομική αξίωση της ενάγουσας οικοδομείται σε δύο ισχυρισμούς. Πρώτον, ότι η ……. ενήργησε ως άμεση αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας του πλοίου M/V F.  εταιρίας και, δεύτερον, ότι πλοιοκτήτρια αυτού άλλως κυρία του άλλως περιουσιακώς ωφελούμενη από την παροχή της ενάγουσας είναι η εναγόμενη. Από αυτούς ο πρώτος είναι υποθετικός, επειδή στηρίζεται σε συμπέρασμα της ενάγουσας εξαχθέν από την αξιολόγηση της στάσης και της κατάστασης της αντισυμβαλλομένης της. Άλλωστε και η ίδια ως αποτέλεσμα λογικής διεργασίας εμφανίζει στις πρωτόδικες προτάσεις της τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, αφού η …………….. υπέδειξε την παράδοση των καυσίμων στο πλοίο αυτής, του οποίου την οικονομική εκμετάλλευση θα εξυπηρετούσε αναμφίβολα ο εφοδιασμός του. Η ιδιότητα, επομένως, που υπό τα εκτιθέμενα δικαιολογούσε την άσκηση της αγωγής εναντίον της εναγομένης και ταυτόχρονα θεμελίωνε την παθητική της νομιμοποίηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ, ήταν αυτή της πλοιοκτήτριας (άλλως της κυρίας) του πλοίου που ανεφοδιάστηκε και μόνον. Ενδεχόμενο η εναγόμενη να συμβλήθηκε, έστω δι’ αντιπροσώπου, υπό άλλη ιδιότητα, άσχετη με την πλοιοκτησία ή την κυριότητα του πλοίου, στην αγωγή δεν εκτέθηκε, αφού οι περιστάσεις της ένδικης συναλλαγής, όπως περιγράφηκαν στο ένδικο δικόγραφο, υποδήλωναν σαφώς ότι η ……….. δεν ενεργούσε για λογαριασμό της εναγομένης ως λ.χ αγοράστριας απλώς των καυσίμων και προτιθέμενης να τα μεταπωλήσει στη συνέχεια στον εκμεταλλευόμενο το πλοίο αλλά ως πλοιοκτήτριας του M/V F. άλλως κυρία αυτού. Σε αντίκρουση των ανωτέρω, η εναγόμενη οργάνωσε πρωτοδίκως την άμυνά της αρνούμενη αρχικώς, πριν από κάθε άλλο ισχυρισμό της, την παθητική της νομιμοποίηση, υποστηρίζοντας ότι η ίδια δεν είναι ούτε υπήρξε ποτέ πλοιοκτήτρια ή κυρία του συγκεκριμένου πλοίου, το οποίο αντιθέτως ανήκε κατά τον κρίσιμο χρόνο στην πλοιοκτησία τρίτης – μη διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας, την οποία μάλιστα κατονόμασε, ενώ στη συνέχεια, χωρίς να αποκαλύψει την πηγή των πληροφοριών που παρέθεσε ούτε την ιδιότητα με την οποία έλαβε γνώση αυτών, ισχυρίστηκε ότι η φερόμενη ως άμεση αντιπρόσωπός της (……………..) ενήργησε στην πραγματικότητα ιδίω ονόματι και για δικό της λογαριασμό για τους λόγους που αναλυτικώς στις πρωτόδικες προτάσεις της μνημόνευσε και έγιναν δεκτοί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως πιο κάτω θα αναφερθεί, για να ζητήσει τελικώς την απόρριψη της εναντίον της αγωγής. Επ’ αυτής, εκδικασθείσας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, δια της οποίας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έχον, όπως δεν αμφισβητείται, διεθνή δικαιοδοσία, καθιδρυμένη με σιωπηρή παρέκταση της τοπικής του αρμοδιότητας, έκρινε αυτήν, κατά το ελληνικό δίκαιο που ήταν εφαρμοστέο λόγω της μετασυμβατικής υπαγωγής των διαδίκων σ’ αυτό και την απέρριψε στο σύνολό της. Ειδικότερα, οι επικουρικές βάσεις της αγωγής κρίθηκαν απορριπτέες ως απαράδεκτες, η μεν πρώτη (εκ της ex lege πραγματοπαγούς ευθύνης της εναγομένης) επειδή θεωρήθηκε ότι προστέθηκε απαραδέκτως στο αγωγικό δικόγραφο με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις της ενάγουσας, η δε δεύτερη (από τις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ) λόγω της αοριστίας που παρήχθη από την έλλειψη αναφοράς λόγου ακυρότητας ή ανατροπής των αποτελεσμάτων της ένδικης σύμβασης, εξ ης απέρρεαν οι ένδικες αξιώσεις. Κατά την κύρια (ενδοσυμβατική) βάση της η αγωγή, πλην του αιτήματος περί υπολογισμού του επιτοκίου υπερημερίας με βάση το συμφωνηθέν μηνιαίο επιτόκιο, το οποίο απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμο επειδή η συμφωνία αυτή θεωρήθηκε άκυρη κατ’ άρθρα 174, 293, 294 ΑΚ και 109 ΕισΝΑΚ, μιας και το ποσοστό του μηνιαίου επιτοκίου υπερέβαινε το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα είχε καθοριστεί με αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε ετήσια βάση, κρίθηκε μεν νόμιμη, απορρίφθηκε όμως ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφενός μεν επειδή διαπιστώθηκε ότι εν προκειμένω καταρτίστηκαν δύο [2] αυτοτελείς και διακριτές μεταξύ τους συμβάσεις πωλήσεως καυσίμων, σε καμία των οποίων δε μετείχε η εναγομένη και, συγκεκριμένα, μία, η πρώτη χρονικά, στις 23.10.2014 μεταξύ του εκμεταλλευόμενου το πλοίο M/V F. (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή του), που για τη σύναψή της αντιπροσωπεύθηκε από την τρίτη μη διάδικο αλλοδαπή, εδρεύουσα στη Δανία, εταιρία με την επωνυμία ………. και της ……… και δεύτερη, που συνήφθη στις 27.10.2014, μεταξύ αυτής της τελευταίας, που ενεργούσε στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό, προκειμένου να μεταπωλήσει τα καύσιμα που αγόρασε με σκοπό το κέρδος και της ενάγουσας και, αφετέρου, επειδή αποδείχθηκε ότι το επίμαχο πλοίο ανήκε στην πλοιοκτησία άλλης, τρίτης, ομοίως ιταλικής, εταιρίας με την επωνυμία ………… και όχι της εναγομένης, η οποία «ενδεχομένως έφερε την ιδιότητα της διαχειρίστριας» του πλοίου. Προσθέτως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, πρώτον, ότι η παραλαβή των καυσίμων επί του πλοίου έγινε από τον πρώτο μηχανικό του, που δεν ενήργησε με πρόθεση ανάληψης συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους της πλοιοκτήτριας εταιρίας αλλά για την πιστοποίηση του πραγματικού γεγονότος της ποσοτικής παραλαβής των παραδοθέντων καυσίμων για την οποία και μόνο είχε αρμοδιότητα και εξουσιοδότηση από αυτήν, δεύτερον, ότι η, κατ’ εφαρμογή των γενικών όρων που η ενάγουσα είχε προδιατυπώσει στο επίμαχο τιμολόγιο πωλήσεως και τους ακολουθούσε στις συναλλαγές της, αναγραφή σ’ αυτό ως συνυπόχρεης για την αποπληρωμή του τιμήματος [και] της πλοιοκτήτριας, δεν παρήγαγε ενοχική δέσμευση της εναγομένης, που δεν συμφώνησε στην εφαρμογή τους και, τρίτον, ότι η προαναφερθείσα ………….. δεν ενήργησε στην κρινόμενη περίπτωση ως μεσίτρια ναυτιλιακών καυσίμων, αφού ούτε υπέδειξε στην πλοιοκτήτρια εταιρία ευκαιρία για τη σύναψη ορισμένης σύμβασης ούτε μεσολάβησε στην κατάρτισή της αλλά αγόρασε από την ενάγουσα τα καύσιμα, τα οποία στη συνέχεια μεταπώλησε στην από την ως άνω ……….. αντιπροσωπευόμενη εταιρία, που όπως ήδη σημειώθηκε, ήταν αλλοδαπό νομικό πρόσωπο διαφορετικό της εναγομένης. Παρεμπιπτόντως, τέλος, η εκκαλουμένη έκρινε ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί του ότι η ………………. δεν είχε τη δυνατότητα να πωλήσει εγκύρως στην Ελλάδα ναυτιλιακά καύσιμα διότι δεν ήταν κάτοχος σχετικής νόμιμης άδειας στηριζόταν σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον υπό το καθεστώς του Ν. 3054/2002 «Οργάνωση της αγοράς πετρελαιοειδών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 230/2.10.2002) δεν είναι άκυρη κατ’ άρθρο 174 ΑΚ η πώληση ναυτιλιακών καυσίμων ακόμα και αν ο πωλητής δεν κατέχει τη νόμιμη άδεια, παραγομένης μόνον ευθύνης αυτού κατ’ εφαρμογή των άρθρων 365 και 362 – 364 του ιδίου Κώδικα.

Κατά της αποφάσεως αυτής βάλλει ήδη με την έφεσή της η ηττηθείσα ενάγουσα και για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

  1. IV. Εν προκειμένω, από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων στα σημεία που ειδικώς πιο κάτω μνημονεύονται, οι οποίες συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 1 και 524 § 1 ΚΠολΔ, πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, μεταξύ άλλων και, στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες της λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων. Προς τούτο είναι εφοδιασμένη με την υπ’ αριθμ. ………../18.2.2014 άδεια φορολογικής αποθήκης. Παράλληλα τυγχάνει εγκεκριμένος προμηθευτής καυσίμων πλοίων διαθέτοντας τη με αριθμό ………../27.3.2012 σχετική άδεια, ενώ είναι κάτοχος και της υπ’ αριθμ. ………../23.5.1997 άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε και αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Στις 24.10.2014 η τρίτη – μη διάδικος εταιρία με την επωνυμία ….. ………, η οποία εμπορεύεται, ομοίως, ναυτιλιακά καύσιμα, ούσα μέλος του διεθνούς ομίλου «…………», ζήτησε από την ενάγουσα να της αποστείλει προσφορά για την πώληση ποσότητας εξήντα μετρικών τόνων (60,00 μ.τ.) καυσίμου (πετρελαίου χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο, τύπου Marine Gasoil 0,1%), παραδοτέου στο φορτηγό (M/V) πλοίο F., νοτιοκορεατικής κατασκευής του έτους 2002, χωρητικότητας ολικής μεν είκοσι πέντε χιλιάδων εξακοσίων πενήντα ενός κόρων (25.651 κοχ) και καθαρής εννέα χιλιάδων εκατόν ένδεκα κόρων (9.111 κκχ), που ήταν εγγεγραμμένο αρχικώς στο νηολόγιο του Παλέρμο και στη συνέχεια (κατά το έτος 2014) της Βενετίας της Ιταλίας, με αύξοντες αριθμούς εγγραφής . και . αντιστοίχως, έφερε δε ως διεθνές διακριτικό σήμα (ΔΣΣ) τις ενδείξεις … και ως αριθμό ΙΜΟ τον …, το οποίο μετά την 25η.10.2014 θα ναυλοχούσε στο λιμένα των Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας. Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους. Επικειμένης συνάψεως αγοραπωλησίας η ενάγουσα, αφού πρώτα έλαβε αυθημερόν από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ……, που ως εκ της επωνυμίας της αλλά και του τόπου της έδρας της προκύπτει συνδέεται με αυτήν (ενάγουσα), στοιχεία σχετικά με τον τύπο καυσίμου που χρησιμοποιούσε το εν λόγω πλοίο και με τα χαρακτηριστικά των δεξαμενών του και την επομένη (25.102014) από την .. .. ηλεκτρονική επιβεβαίωση της εντολής αγοράς της προαναφερόμενης ποσότητας καυσίμων, επιβεβαίωσε ακολούθως, στις 27.10.2014, και η ίδια την παραγγελία της αγοράς τους με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email), το οποίο απέστειλε στην παραγγελέα ……… Στην γραπτή αυτή επιβεβαίωση αναφέρθηκαν ρητά ως αγοραστές της πωλούμενης ποσότητας καυσίμων τόσον η τελευταία όσον και «ο Πλοίαρχος και/ή οι Ιδιοκτήτες και/ ή οι Ναυλωτές και/ή οι διαχειριστές του M/V F.», ενώ ως πράκτορας του πλοίου μνημονεύθηκε η τρίτη – μη διάδικος εταιρία με την επωνυμία «….. .». Ως τίμημα της πωλήσεως επιβεβαιώθηκε το χρηματικό ποσό που θα προσδιοριζόταν με βάση την τιμή που θα διαμορφωνόταν στην αγορά της Μεσογείου σε τρεις [3] εργάσιμες ημέρες από την ημέρα παραδόσεως πλέον είκοσι δολαρίων ΗΠΑ (20$) ανά μετρικό τόνο, το οποίο θα πιστωνόταν επί εικοσαήμερο από την παράδοση και θα έπρεπε να καταβληθεί την εικοστή πρώτη ημέρα μετά από αυτήν, επιβαρυνόμενο σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη με τόκο σε ποσοστό 2% ανά μήνα καθυστέρησης μετά το ληξιπρόθεσμό του και μέχρι την πλήρη εξόφληση του τιμολογίου που επρόκειτο να εκδοθεί. Στην ίδια επιβεβαίωσή της η ενάγουσα περιέλαβε όρο κατά τον οποίον τυχόν δήλωση αποποίησης ευθύνης ή άλλου είδους γενόμενη από τον πλοίαρχο ή τον πρώτο μηχανικό του πλοίου δε θα γινόταν δεκτή κατά την παραλαβή της απόδειξης παράδοσης των καυσίμων, δεν θα είχε κύρος και δεν θα δέσμευε την πωλήτρια, η οποία κατά τα λοιπά στο ίδιο έγγραφο παρέπεμπε στους γενικούς όρους από τους οποίους διέπονταν οι συναλλαγές της, μεταξύ των οποίων και ρήτρες σχετικές με τον καθορισμό του ελληνικού ως εφαρμοστέου στις σχέσεις των συμβαλλομένων δικαίου και των Δικαστηρίων του Πειραιώς ως αποκλειστικά αρμόδιων για την επίλυση των διαφορών τους. Κατόπιν των ανωτέρω καταρτίστηκε από και δια της συμπτώσεως των βουλήσεων των συμβαλλομένων, κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ, σύμβαση μεταξύ τους για την πώληση ναυτιλιακού καυσίμου, σε εκτέλεση της οποίας ακολούθως και μετά την υποβολή στις 24.10.2014 δήλωσης εκ μέρους της προς το Κλιμάκιο Αγίων Θεοδώρων του Τελωνείου Κορίνθου περί εφοδιασμού πλοίου, η ενάγουσα την 1η.11.2014 παρέδωσε στο πλοίο M/V F., μέσω αγωγού, ποσότητα πενήντα εννέα μετρικών τόνων και πεντακοσίων ογδόντα εννέα χιλιογράμμων (59.589 kgr) καυσίμου του τύπου που συμφωνήθηκε. Για την παράδοσή της η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθμ. ../1.11.2014 δελτίο αποστολής, επί του οποίου τέθηκε η σφραγίδα του πλοίου και η υπογραφή του υπηρετούντος τότε σ’ αυτό με την ιδιότητα του πρώτου μηχανικού …….., ιταλικής ιθαγενείας. Ακολούθησε η έκδοση από την ενάγουσα του με αριθμό Α – …../7.11.2014 τιμολογίου πώλησης καυσίμων με αναγραφόμενο τίμημα συνολικού ύψους σαράντα πέντε χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ και δύο σεντς (45.784,02 $), όπως διαμορφώθηκε με βάση την κατά την προηγηθείσα συμφωνία αξία εκάστου μετρικού τόνου, που ανήλθε σε επτακόσια εξήντα οκτώ δολάρια ΗΠΑ και τριάντα τρία σεντς (768,33 $) ή, κατά το ισάξιό του σε ευρώ κατά την ημέρα της εκδόσεώς του και με βάση την τότε ισχύουσα ισοτιμία των δύο νομισμάτων (1 $ = 1,25 €), τριάντα έξι χιλιάδες πεντακόσια πενήντα επτά ευρώ και τρία λεπτά (36.557,03 €) και αναφερόμενους ως συνυπόχρεους επί λέξει τους «Πλοίαρχο και/ή Ιδιοκτήτες και/ ή Ναυλωτές και/ή Διαχειριστές του M/V F και/ή ………», οι οποίοι δεν κατονομάστηκαν με χρήση των στοιχείων της ταυτότητας του καθενός αλλά με βάση την ιδιότητά του σε σχέση προς το πλοίο έκαστος. Όμως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει περαιτέρω ότι κατά τον επίδικο χρόνο (24.10.2014 – 7.11.2014) πλοιοκτήτρια του ως άνω φορτηγού πλοίου ήταν η εταιρία ………. με έδρα στην Βενετία της Ιταλίας (οδός .. .. αρ. .., . Venezia) και όχι η εναγόμενη, η οποία κατά την κατάρτιση και την εκπλήρωση της ένδικης σύμβασης δεν έφερε την ιδιότητα ούτε της πλοιοκτήτριας ούτε της κυρίας αυτού, στο οποίο παραδόθηκαν τα καύσιμα που η ενάγουσα πώλησε δυνάμει της συμβάσεως που κατήρτισε με την ……….. Τούτο όχι μόνο προκύπτει ευθέως από τη σφραγίδα του πλοίου που τέθηκε στο ως άνω δελτίο αποστολής της πωληθείσας ποσότητας καυσίμων, που η ενάγουσα προσκόμισε, στην οποία μνημονεύεται η επωνυμία της ως άνω ιταλικής εταιρίας και όχι της εναγόμενης αλλά επιβεβαιώνεται και από την προσκομιδή εκ μέρους αυτής της τελευταίας πληθώρας δημοσίων εγγράφων και, ειδικότερα, από: 1] την με αριθμό ………. από 6.10.2003 Πράξη Εθνικότητας που εξέδωσε ο Διοικητής της Ναυτικής Διοίκησης του Παλέρμο της Ιταλίας, 2] το με αριθμό ….. Έγγραφο Εθνικότητας που εκδόθηκε στις 6.2.2014 από την ίδια ιταλική Αρχή, 3] το με αριθμό ……. Πιστοποιητικό Κατάταξης που στις 8.8.2012 εξέδωσε ο ιταλικός Νηογνώμονας … με ισχύ έως την 27η.8.2017, 4] το με αριθμό ……… ηλεκτρονικό πιστοποιητικό του Εθνικού Ταμείου Ρύπανσης της Ακτοφυλακής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με ισχύ από 16.6.2014 έως και 16.6.2017 και 5] το με αριθμό ……… Πιστοποιητικό Ασφάλισης Αστικής Ευθύνης για Ζημίες από τη Ρύπανση Πετρελαίου, που εξέδωσε στις 20.1.2016 η αρμόδια Αρχή της Ιταλικής Δημοκρατίας, σε άπαντα τα οποία ως πλοιοκτήτρια του M/V F. αναγράφεται η εταιρία με την επωνυμία ….. .. Άλλωστε και η εκκαλούσα ουδέποτε κατά τη διάρκεια της παρούσας αντιδικίας αμφισβήτησε είτε τη γνησιότητα των εγγράφων αυτών είτε την αλήθεια του γεγονότος που πιστοποιούν, παρέλειψε δε να προσκομίσει έστω και ένα [1] έγγραφο προς επίρρωση του δικού της αντίθετου ισχυρισμού. Ο πρώτος λόγος, επομένως, της ένδικης εφέσεως, κατά το συναφές δεύτερο σκέλος του, με το οποίο η εκκαλούσα επιμένει ότι η εφεσίβλητη είχε την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του M/V F., υπό την οποία την ενήγαγε, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, όπως ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλουμένη. Για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της συμβατικής βάσης της ένδικης αγωγής αρκούσε μόνη η διαπίστωση ότι η εναγόμενη δεν είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του πλοίου που εφοδιάστηκε με τα καύσιμα που η ενάγουσα πώλησε, δεδομένου ότι αποδείχθηκε η έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης της εναγόμενης, η οποία, ενόψει του ότι δεν είχε την ιδιότητα υπό την οποία ενήχθη, δεν νομιμοποιούταν παθητικά στην καταβολή του τιμήματος της πωλήσεως. Πράγματι, εφόσον η ενάγουσα ενήγαγε ως συναγόμενη από τις περιστάσεις αντισυμβαλλόμενή της την πλοιοκτήτρια του M/V F. και αυτή δεν ταυτίζεται με την εναγομένη, η κατά της τελευταίας αγωγή ήταν άνευ άλλου αβάσιμη, αφού αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν αμέτοχη του ενοχικού δεσμού που παρήγαγε την ευθύνη προς παροχή (του τιμήματος), για την εκπλήρωση της οποίας ασκήθηκε η συμβατική αξίωση της ενάγουσας. Όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερεύνησε περαιτέρω την υπόθεση και διέγνωσε αφενός ότι η ………. προμηθεύθηκε τα επίμαχα καύσιμα στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό και στη συνέχεια τα μεταπώλησε στην εταιρία ….. ., η οποία ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εταιρίας που εκμεταλλευόταν το πλοίο (ως πλοιοκτήτρια ή εφοπλίστρια) και αφετέρου ότι η εταιρία αυτή δεν υπείχε συμβατική ευθύνη έναντι της ενάγουσας, αφού ανάληψη αυτής δεν έγινε δια της υπογραφής του δελτίου παράδοσης των καυσίμων από τον πρώτο μηχανικό του πλοίου, που δεν ήταν εφοδιασμένος με σχετική εξουσιοδότηση. Οι αιτιολογίες αυτές δεν ήταν απαραίτητες για τη στήριξη του απορριπτικού διατακτικού της εκκαλουμένης αλλά παρατέθηκαν πλεοναστικά. Τούτο σημαίνει ότι οι λόγοι της έφεσης που πλήττουν αυτές ακριβώς τις αιτιολογίες είναι αλυσιτελείς, αφού και αν υποτεθούν βάσιμοι δεν μπορούν να επιφέρουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ούτε, συνεπώς, να βελτιώσουν τη νομική θέση της εκκαλούσας. Έτσι, ως απαράδεκτοι πρέπει να απορριφθούν ο πρώτος κατά το πρώτο σκέλος του, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο έκτος λόγος της έφεσης, με τους οποίους αντιστοίχως η εκκαλούσα αποδίδει σφάλμα στην εκκαλουμένη, επειδή δέχθηκε α] ότι η σύμβασή της με την ……. ήταν αυτοτελής και διακριτή από τη σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ της τελευταίας και της ……………. δεν ενήργησε ως μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων, γ] ότι από την κατά τα ανωτέρω υπογραφή του δελτίου παράδοσης των καυσίμων δεν παρήχθη συμβατική δέσμευση της πλοιοκτήτριας – εναγομένης και επειδή δ] απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το παρεπόμενο αίτημα τοκοφορίας της απαίτησής της με το συμφωνημένο επιτόκιο, δεδομένου ότι, ακόμα και αν υποτεθεί αληθές ότι η ….. δε συνήψε δεύτερη σύμβαση με τη …… . αλλά μία μόνο στα πλαίσια της οποίας μάλιστα δεν ενήργησε ιδίω ονόματι αλλά ως άμεση αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, η οποία ανέλαβε τη συμβατική ευθύνη αποπληρωμής του τιμήματος δια της υπογραφής του πρώτου μηχανικού του πλοίου της έναντι του αυξημένου σε σχέση προς το νόμιμο επιτοκίου υπερημερίας που αναφέρεται στην αγωγή, το απορριπτικό διατακτικό της εκκαλουμένης δεν θα παραλλάξει, αφού οι παραπάνω παραδοχές άγουν μεν σε συμπέρασμα περί ευθύνης της πλοιοκτήτριας, όμως τέτοια δεν ήταν η εναγόμενη, όπως ορθώς πρωτοδίκως κρίθηκε. Ενόψει δε και του ότι ούτε κυρία του M/V F. υπήρξε οποτεδήποτε η εναγόμενη, χωρίς επωφελές για την εκκαλούσα αποτέλεσμα θα απέβαινε και η έρευνα του τέταρτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο βάσιμα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της πρώτης επικουρικής βάσης της αγωγής της ως απαράδεκτης. Να σημειωθεί εδώ ότι της πραγματοπαγούς ευθύνης της εναγομένης είχε πράγματι γίνει επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής και είναι επομένως εσφαλμένη αλλά και αντιφατική η πρωτοβάθμια κρίση κατά την οποία «… η ενάγουσα απαραδέκτως κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ προέβη στη συμπλήρωση και την μεταβολή με την προσθήκη των προτάσεων που προκατατέθεσε, της ιστορικής βάσης της αγωγής θεμελιώνοντας επικουρικά πλέον την πραγματοπαγή ευθύνη της εναγομένης εκθέτοντας ότι η εναγομένη υπήρξε η εφοπλίστρια του επίδικου πλοίου…». Όμως, η παραδοχή του λόγου αυτού θα είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της συναφούς αγωγικής βάσεως ως ουσιαστικά αβάσιμης. Τούτο με τη σειρά του θα αποτελούσε επιβλαβέστερη για την εκκαλούσα εξέλιξη λόγω της διαφορετικής εμβέλειας του παραγόμενου δεδικασμένου, χωρίς μάλιστα η πρωτοβάθμια κρίση να έχει προσβληθεί με αντίθετη αυτοτελή έφεση ή αντέφεση. Εξουσία, όμως, επιδεινώσεως της θέσεως του εκκαλούντος το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έχει, παρά μόνον εάν προηγουμένως εξαφανίσει κατά παραδοχή κάποιου λόγου της έφεσης την εκκαλουμένη και βρεθεί στο στάδιο της αναδίκασης της υπόθεσης κατ’ ουσίαν (άρθρο 536 ΚΠολΔ), όπως, όμως, δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Για το λόγο αυτό το Δικαστήριο τούτο θα περιοριστεί να απορρίψει το συγκεκριμένο λόγο έφεσης ως αβάσιμο.
  2. V. Κατά το άρθρο 361 ΑΚ η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία περιουσιακής μετακίνησης και, εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα από αυτή δικαιώματά του (ΑΠ 836/2017, πρώτη δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Επομένως, στην περίπτωση έγκυρης σύμβασης δεν μπορεί να ασκηθεί η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού του άρθρου 904 του ιδίου Κώδικα, επειδή αυτή είναι επιβοηθητικής φύσεως και χορηγείται μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση (ή την αδικοπραξία), εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση (ή την αδικοπραξία) και εφόσον ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής. Αν η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, επομένως, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), στο αγωγικό δικόγραφο πρέπει να γίνει επίκληση της ακυρότητας ή της ανατροπής των αποτελεσμάτων της σύμβασης, διότι η επικουρική βάση θα εξετασθεί μόνον εάν η συμβατική αξίωση απορριφθεί λόγω ακυρότητας της σύμβασης ή ανατροπής των αποτελεσμάτων της (ΟλΑΠ 23/2003, ΕΔΚΑ 2003/620 = ΕΕΔ 2004/423 = ΝοΒ 2004/1179 = ΧρΙΔ 2004/177, ΑΠ 422/2018, ΧρΙΔ 2019/416, ΑΠ 1682/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 390/2011, ΝοΒ 2012/57). Ειδικότερα δε, προκειμένου περί έγκυρης και ισχυρής συμβάσεως πωλήσεως, η προς καταβολή του τιμήματος αυτής αξίωση του πωλητή, εφόσον αυτός έχει αγωγή από τη σύμβαση (άρθρα 513 επομ. ΑΚ) δεν έχει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός εάν στηρίζεται σε διάφορα, σε σχέση με τη σύμβαση, πραγματικά περιστατικά, ασκούμενη δε κατά δικονομική επικουρικότητα, πρέπει να περιέχει επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως ή της ανατροπής των αποτελεσμάτων αυτής.

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα θεμελίωσε με την αγωγή την αξίωσή της για την καταβολή του επίδικου χρηματικού ποσού κυρίως μεν στις διατάξεις περί πωλήσεως, επικουρικά δε στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με τον ισχυρισμό ότι η εναγομένη κατέστη «…πλουσιότερη κατά το ποσό της αξίας των καυσίμων που της παραδώσαμε χωρίς να καταβάλει το αναλογούν στην προμήθεια καυσίμων αντάλλαγμα…». Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή, κατά την επικουρικά  σωρευόμενη βάση της δεν ήταν νόμιμη, διότι δεν στηριζόταν σε διαφορετικά η πρόσθετα περιστατικά αλλά στα ίδια με εκείνα της κύριας (συμβατικής) βάσης της, ενώ, ασκηθείσα υπό δικονομική επικουρικότητα, δεν περιέλαβε επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως προς την επικουρική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και ο πέμπτος λόγος της ένδικης έφεσης με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

VΙ. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η  εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 εδαφ. δ ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4037/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει σε επτακόσια ευρώ (700 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ