Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 63/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:      63/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 και 528 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 του ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, οπότε η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται αμέσως χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 476/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2016 Ε7 2016, 855, ΑΠ 2150/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012 ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του (Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, συμπλήρωμα στο άρθρο 271, ΕφΠειρ 123/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 792/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3137/2009 ΕλλΔνη 2009, 1520, ΕφΑθ 3287/2008 ΕλλΔνη 2008, 1514) και ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω οι προτάσεις του και οι σε αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 93/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 251/2009 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε περίπτωση έφεσης κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, εάν ο εφεσίβλητος καταθέσει προτάσεις και δεν παραστεί κατά την εκφώνηση της έφεσης, έχοντας υποβάλει σχετική δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, αυτός δεν λαμβάνει κανονικά μέρος στη συζήτηση της έφεσης, θεωρείται δικονομικά απών και συνεπώς δικάζεται ερήμην, πλην όμως η διαδικασία χωρεί σαν να ήταν παρών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ, εφόσον βεβαίως έχει προηγηθεί έρευνα της νομότυπης κλήτευσής του, κατ’ άρθρο 271 παρ. 1 σε συνδ. προς 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 93/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012 ΝοΒ 2013, 132, ΑΠ 845/2012 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 6/6/2016 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίστηκε ότι με τον πρώτο εναγόμενο, ήδη πρώτο εκκαλούντα, τέλεσαν νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, την ……., που γεννήθηκε την 15/10/2008, ότι από την 17/4/2013 αποχώρησε μαζί με το τέκνο της από τη συζυγική κατοικία και έκτοτε βρίσκονται σε διάσταση, ενώ έχει καταθέσει αγωγή για τη λύση του γάμου τους και ζητούσε α) να της ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια του ανήλικου τέκνου, β) επειδή οι πρώτος εναγόμενος, πατέρας του ανήλικου, δεν είναι σε θέση να της καταβάλλει διατροφή σε χρήμα για το ανήλικο τέκνο της, του οποίου έχει την επιμέλεια και διαμένει μαζί της και το οποίο αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της διατροφής του από εισοδήματα ή περιουσία του, να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος, ήδη δεύτερος εκκαλών, παππούς του ανηλίκου, να της καταβάλλει ως διατροφή το ποσό των 300 ευρώ εντός του πρώτου πενθήμερου κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης έως την εξόφληση, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν τα αναφερόμενα στην αγωγή κινητά πράγματα, άλλα από τα οποία της ανήκουν κατά κυριότητα και άλλα είναι απολύτως απαραίτητα για τη διαβίωση του ανηλίκου και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δικάζοντας ερήμην των εναγόμενων κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρο 592 παρ. 3 εδ. α΄, β΄ και γ΄ του ΚΠολΔ), δέχθηκε την αγωγή, ανέθεσε οριστικά στην ενάγουσα την αποκλειστική επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου, υποχρέωσε το δεύτερο εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της για το ανωτέρω χρονικό διάστημα το ποσό των 300 ευρώ με το νόμιμο τόκο και υποχρέωσε τον πρώτο εναγόμενο να της αποδώσει τα αναφερόμενα στην αγωγή κινητά πράγματα. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες – εναγόμενοι άσκησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα την υπό κρίση έφεση (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες την 22/2/2018 (σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………….. στο αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης που οι εκκαλούντες προσκομίζουν και επικαλούνται), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 9/3/2018, χωρίς την καταβολή παραβόλου, η οποία δεν απαιτείται, λόγω της φύσης της διαφοράς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), παραπονούμενοι ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις μόνο ως προς την επιδικασθείσα διατροφή και την απόδοση των κινητών πραγμάτων, ζητώντας να γίνει η έφεση τους δεκτή και να εξαφανιστεί η προβαλλόμενη απόφαση κατά τα ανωτέρω κεφάλαια. Ακριβές αντίγραφο της έφεσης με την πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και με κλήση για συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο έχει επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη κατά τα άρθρα 110 παρ. 2, 122, 123, 124, 128 παρ. 1, 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. …../12.3.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ……….). Κατά τη σημερινή δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νομίμως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι εκκαλούντες παραστάθηκαν, ο πρώτος δια και ο δεύτερος μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, ενώ η εφεσίβλητη παραστάθηκε με δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, στην περίπτωση, κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, είναι υποχρεωτική ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η προφορική συζήτηση της υπόθεσης και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον η εφεσίβλητη δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, πρέπει αυτή να δικασθεί ερήμην, έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, μην λαμβανομένων υπόψη των ισχυρισμών και εντάσεων της που περιέχονται σε αυτές, η συζήτηση ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και η εφεσίβλητη παρούσα (άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Ακολούθως πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 528 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) πρέπει η αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 1394, 1485, 1486, 1487, 1488, 1489, 1490, 1493, 1496, 1497, 1498 του ΑΚ να ερευνηθεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ. 2, 1487 εδάφ. β΄, 1488 και 1489 του ΑΚ συνάγεται ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεώς του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ ΑΠ 1612/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 174/2015 ΝΟΜΟΣ, 120/2013 ΝΟΜΟΣ). Aν το ανήλικο τέκνο, που δικαιούται διατροφή, στραφεί μόνο κατά του ενός γονέα, δικαιούται αυτός να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρα 1489 παρ. 2 του ΑΚ και 262 του ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική  δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου – γονέα για τη διατροφή του τέκνου του κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα  και στη βάσει αυτής, υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 680/2010 ΝΟΜΟΣ), ενώ ο επιμερισμός αυτός της απαιτούμενης για το ανήλικο τέκνο διατροφής, μεταξύ των γονέων του, γίνεται χωρίς να απαιτείται η υποβολή ένστασης συνεισφοράς εκ μέρους του εναγόμενου, όταν με την αγωγή ζητείται όχι ολόκληρο το ποσό της απαιτούμενης για το ανήλικο διατροφής, αλλά μόνο το ποσό που αντιστοιχεί στην υποχρέωση συμμετοχής του εναγόμενου στη διατροφή αυτή, μετά την αφαίρεση της συμμετοχής του άλλου γονέα και σε  αυτή την περίπτωση η ένσταση συνεισφοράς του άλλου γονέα αποτελεί αρνητικό ισχυρισμό (ΑΠ 1330/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 129/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 634/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και αυτής του άρθρου 1490 εδ. 1 του ΑΚ συνάγεται ότι κατά το μέρος που ο ένας γονέας δεν μπορεί να συμβάλει στη διατροφή του τέκνου ενέχεται ο άλλος, ο οποίος έτσι δεν αποκλείεται να οφείλει το σύνολο της απαιτούμενης για το τέκνο διατροφής, εάν ο άλλος δεν υπάρχει ή δεν έχει καθόλου δυνατότητα να συμβάλει στη διατροφή του τέκνου ή η δικαστική επιδίωξη στην ημεδαπή εναντίον του είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής. Μόνον αν οι δυνάμεις και του ενός έστω γονέα δεν επαρκούν για τη διατροφή του τέκνου, ανακύπτει η υποχρέωση των επόμενων ανιόντων, δηλαδή των παππούδων και των γιαγιάδων, οι οποίοι ενέχονται σε ίσα μέρη για διατροφή του εγγονού τους, στην έκταση που αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί από τις δυνάμεις έστω και του ενός από τους γονείς του. Εάν εναχθεί ένας από αυτούς (παππούδες ή γιαγιάδες), μπορεί να προβάλει αφενός ότι οι δυνάμεις των γονέων του τέκνου ή έστω και του ενός μόνο από αυτούς επαρκούν για τη διατροφή του εγγονού του και αφετέρου ότι υπάγουν και άλλοι ανιόντες του ίδιου βαθμού (παππούδες και γιαγιάδες) και αυτός οφείλει μόνο το μέρος της διατροφής που αντιστοιχεί στο μερίδιο που προκύπτει από τον επιμερισμό της υποχρέωσης διατροφής σε τόσα μέρη, όσοι και οι ζώντες ανιόντες του ίδιου βαθμού (ΑΠ 1801/1985 ΝοΒ 14, 1406, ΑΠ 1127/1984 ΝοΒ 33, 1169, ΑΠ 1168/1984 ΝοΒ 33, 807, Ισμήνη Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 1487 αριθμ. 52 και 57, άρθρο 1489 αριθμ. 5, 18-21 και 31, άρθρο 1490 αριθμ. 10, Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο II, Β` έκδοση, σελ. 128, 129, Ατσαλάκη, Ερμ. ΑΚ, άρθρο 1478, αριθμ. 3 και 4).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Εφετείου αυτού και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος τέλεσαν νόμιμο γάμο κατά τον πολιτικό τύπο στο Δημαρχείο Κερατσινίου την 9/4/2008, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, την ……., που γεννήθηκε την 15/10/2008. Αμέσως μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν σε κατοικία στην οδό ………….. ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου. Η έγγαμη συμβίωσή τους δεν ήταν ομαλή, αλλά λόγω διενέξεων και φραστικών διαπληκτισμών επήλθε μεταξύ τους πλήρη συναισθηματική και ψυχική απομάκρυνση που προκάλεσε τον οριστική διάρρηξη στις σχέσεις τους, με αποτέλεσμα η ενάγουσα την 17/4/2013 με το ανήλικο τέκνο να αποχωρήσει από τη συζυγική κατοικία με πρόθεση οριστικής διάσπασης της έγγαμης συμβίωσής τους, ενώ κατόπιν της από 25/5/2016 αγωγή της εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 624/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία το Δικαστήριο απάγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων λόγω διετούς διάστασης. Με την υπ’ αριθμ. 349/2017 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατόπιν της από 3/11/2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2016 αίτησης της ενάγουσας, της ανατέθηκε η προσωρινή επιμέλεια του ανήλικου τέκνου. Επίσης στην απόφασή του το ανωτέρω Δικαστήριο πιθανολόγησε ότι για την κάλυψη των απαραίτητων αναγκών διατροφής, στέγασης, ένδυσης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του ανηλίκου απαιτείται το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως, από το οποίο ποσό 150 ευρώ βαρύνει τον πρώτο εναγόμενο, πατέρα του ανηλίκου, το οποίο ο τελευταίος είναι σε θέση να καταβάλλει με βάση τις οικονομικές δυνατότητές του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το τέκνο των διαδίκων, ηλικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής (25/10/2017) εννέα ετών, μαθήτρια Δ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου , δεν έχει περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και λόγω της ηλικίας του αδυνατεί να ασκήσει βιοποριστική εργασία. Επομένως και οι δύο γονείς του, έχουν υποχρέωση να το διατρέφουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Ο πρώτος εναγόμενος, όπως συνομολογεί, κατά τη διάρκεια το γάμου των διαδίκων εστερείτο και εξακολουθεί να στερείται μόνιμης εργασίας και σταθερού εισοδήματος, αφού έχει εργαστεί περιστασιακά ως διανομέας φαγητού, ως κατασκευαστής ενυδρείων και ως μουσικός, το δε ετήσιο εισόδημά του δεν υπερβαίνει το ποσό των 290 ευρώ, ή 24 ευρώ μηνιαίως, σύμφωνα με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2015 που υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά. Κατοικεί στην πιο πάνω κατοικία ιδιοκτησίας του πατέρα του και δεν επιβαρύνεται με την καταβολή μισθώματος, ούτε με τις λειτουργικές ανάγκες της (νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, τηλέφωνο, κοινόχρηστες δαπάνες), αφού με αυτές επιβαρύνεται ο δεύτερος εναγόμενος, διότι ο πρώτος εναγόμενος λόγω της ένδειάς του αδυνατεί να καλύψει το μέρος αυτών που του αναλογεί. Άλλα εμφανή περιουσιακά στοιχεία δεν αποδεικνύεται ότι διαθέτει. Η ενάγουσα κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής εργαζόταν ως πωλήτρια με μηνιαίες απολαβές ανερχόμενες στο ποσό των 500 ευρώ, σύμφωνα με το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η κρίση του οποίου δεν προσβάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης. Έχει τη συγκυριότητα κατά ποσό 37,50% εξ αδιαιρέτου μιας παλαιάς οικίας ευρισκόμενης στο Κερατσίνι στην οδό …………… όπου κατοικεί με το ανήλικο τέκνο της. Άλλη περιουσία ή εμφανή εισοδήματα δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει. Το εν λόγω ανήλικο διαμένει στην ως άνω κατοικία με τη μητέρα του χωρίς να βαρύνεται με δαπάνες στέγασης, πλην όμως βαρύνεται με τις λοιπές λειτουργικές δαπάνες αυτής. Παρακολουθεί μαθήματα αγγλικής γλώσσας για τα οποία απαιτείται μηνιαία δαπάνη ποσού 33,33 ευρώ, φροντιστηριακά μαθήματα για την υποβοήθησή του στη σχολική μελέτη του, για τα οποία απαιτείται μηνιαία δαπάνη ποσού 33,33 ευρώ και χορού για τα οποία απαιτείται μηνιαία δαπάνη 30 ευρώ. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι τα μαθήματα χορού δεν είναι αναγκαία για τη διατροφή του ανηλίκου είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η παρακολούθηση μαθημάτων χορού είναι απόλυτα συνήθης εξωσχολική απασχόληση σε θήλυ κυρίως τέκνα στη ηλικία του ανωτέρω τέκνου, η οποία σε κάθε περίπτωση προάγει τη σωματική του διάπλαση, την αυτοπειθαρχία και την ψυχική του ανάπτυξη και δεν είναι υπερβολική δαπάνη. Οι λοιπές δαπάνες του ανήλικου, δηλαδή τροφής, ένδυσης, εκπαίδευσης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ψυχαγωγίας είναι οι συνήθεις δαπάνες παιδιών αντίστοιχης με αυτό ηλικίας. Με βάση τις ανάγκες του ανηλίκου τέκνου τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις πιο πάνω συνθήκες της ζωής του και συγκεκριμένα, τις ανάγκες του για ένδυση, διατροφή, εκπαίδευση, ιατρική παρακολούθηση, ψυχαγωγία και εν γένει συντήρηση του, η ανάλογη διατροφή που δικαιούνται αυτό έναντι και των δύο γονέων του, ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 360 ευρώ. Στο ποσό αυτό συνυπολογίζονται οι δαπάνες ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης, θέρμανσης, τηλεφώνου και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου του υπηρεσίες, των οποίων έχουν ανάγκη για την ανατροφή του και προσφέρονται σε αυτό από τη μητέρα του. Ωστόσο με βάση τα ελάχιστα εισοδήματα του πρώτου εναγόμενου και την παντελή έλλειψη άλλων περιουσιακών στοιχείων καθίσταται σαφές ότι εκείνος δεν είναι σε θέση να συνεισφέρει κατ’ ελάχιστον στη διατροφή του ανηλίκου, χωρίς να κινδυνεύει η δική του διατροφή, καθώς παρά τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς των εναγόμενων από κανένα αποδεικτικό στοιχείο αποδείχθηκε με σαφήνεια ότι ο πρώτος εναγόμενος από την περιστασιακή εργασία του αποκομίζει το ποσό των 200 – 300 ευρώ μηνιαίως. Η αδυναμία αυτή του πρώτου εναγόμενου επιφέρει μεν την μετακύλιση της δικής του υποχρέωσης στην ενάγουσα, πλην όμως αυτή αδυνατεί να καλύψει ολόκληρη την αναγκαία διατροφή, διότι και τα δικά της εισοδήματα δεν επαρκούν, χωρίς να διακινδυνεύει η δική της διατροφή, να δίνει μηνιαίως το ποσό των 360 ευρώ. Επομένως, σύμφωνα και με όσα στη μείζονα σκέψη της παρούσας εκτέθηκαν η υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου διατροφής του ανηλίκου μεταβαίνει στο δεύτερο εναγόμενο, πατέρα του πρώτου, ο οποίος ως πλησιέστερος ανιών υποχρεούται να καλύψει το μέρος της διατροφής που ο υιός του αδυνατεί να δίνει. Ο δεύτερος εναγόμενος είναι συνταξιούχος και λαμβάνει από το ΙΚΑ μηνιαία σύνταξη ποσού 809,77 ευρώ. Έχει στην κυριότητά του τριώροφη οικοδομή, αποτελούμενη από ισόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο, εμβαδού 80 τ.μ., 95 τ.μ. και 95 τ.μ. αντίστοιχα, η οποία έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο εμβαδού 122,25 τ.μ., ευρισκόμενη στη Δραπετσώνα, στην οδό ……….., όπου είναι η μόνιμη κατοικία του, συνολικής αντικειμενικής αξίας 113.771,23 ευρώ (38.880 ευρώ + 34.200 ευρώ + 35.910 ευρώ + 4.871,23 ευρώ) και εξοχική κατοικία στη νήσο ….. Δωδεκανήσου στη θέση …., εμβαδού 100 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 25.965 ευρώ (όπως οι αντικειμενικές αξίες αυτών εμφανίζονται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων έτους 2017) και εμπορικής αξίας τουλάχιστον 150.000 ευρώ. Κατοικεί στην πιο πάνω ιδιόκτητη κατοικία και επιβαρύνεται με τις λειτουργικές δαπάνες αυτής, όπως και με τις λειτουργικές δαπάνες της κατοικίας στη νήσο ………. (νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, τηλέφωνο, κοινόχρηστες δαπάνες), οι οποίες, με βάση τις αντίστοιχες αποδείξεις που προσκομίζει δεν υπερβαίνουν μηνιαίως το ποσό των 110 ευρώ. Από το μεγάλο αριθμό των ακίνητων αυτών ανεξάρτητα αν προσφέρουν κάποια πρόσοδο στο δεύτερο εναγόμενο και ποια είναι η εμπορική αξία του κάθε ενός, κρίνεται ότι η ακίνητη αυτή περιουσία του υπολογίζεται σε συνδυασμό με τα άλλα εκτεθέντα στοιχεία για τον υπολογισμό της αναλογίας συμβολής του για τη διατροφή του ανηλίκου ακόμα και αν είναι απρόσοδη, κατά τον ισχυρισμό του (ΑΠ 1206/2008 ΕφΑΔ 2009, 175, ΑΠ 272/2004 ΝοΒ 2005, 275), διότι μέρος της ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει να ρευστοποιήσει για την κάλυψη της αναλογούσας υποχρέωσης διατροφής του ανήλικου τέκνου, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί. Έτσι με βάση τις οικονομικές του δυνάμεις, σε συσχετισμό με τις οικονομικές δυνάμεις της μητέρας και συνεκτιμώντας όσα παραπάνω αποδείχθηκαν, στο δεύτερο εναγόμενο αναλογεί υποχρέωση διατροφής του τέκνου κατά το ποσό των 300 ευρώ. Το υπόλοιπο ποσό  που απαιτείται κατά μήνα για τη διατροφή του τέκνου βαρύνει τη μητέρα του και στο οποίο συνεισφέρει με τα εισοδήματά της και την παροχή στέγης, προσωπικής εργασίας και των φροντίδων της για την ανατροφή του. Ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων της εναγουσας και του δεύτερου εναγόμενου, όπως αυτές αποδείχθηκαν, θα γίνει αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσης, ο προβληθείς από τους εναγόμενους ισχυρισμός περί μεγαλύτερης συνεισφοράς της ενάγουσας στη διατροφή του ανηλίκου τέκνου, συνιστά άρνηση και όχι ένσταση, δεδομένου ότι με την ένδικη αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου ανηλίκου, αλλά μόνο το μέρος, το οποίο, κατά την άποψη της ενάγουσας, πρέπει να βαρύνει τον δεύτερο εναγόμενο, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού (δεύτερου εναγόμενου) και τις δικές της. Ενόψει του γεγονότος όμως ότι στην υποχρέωση της διατροφής του τέκνου επιβαρύνονται κατ’ ίσα μέρη όλοι οι αμέσως μετά τους γονείς του ανιόντες του ανήλικου που βρίσκονται στον ίδιο βαθμό και ότι η μητέρα της ενάγουσας, ……….., βρίσκεται εν ζωή (ο πατέρας της, όπως και η μητέρα του πρώτου εναγόμενου έχουν αποβιώσει), από το πιο πάνω ποσό των 300 ευρώ ο δεύτερος εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει το ποσό των 150 ευρώ, το δε υπόλοιπο ποσό βαρύνει τη μητέρα της ενάγουσας (γιαγιά από την μητρική πλευρά του ανηλίκου), δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της προβαλλόμενης από το δεύτερο εναγόμενο ένστασης παραπομπής.

Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι κατά το χρόνο που η ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος βρίσκονταν σε διάσταση είχαν παραμείνει στη συζυγική κατοικία διάφορά κινητά πράγματα που, είτε ανήκουν κατά κυριότητα στην ενάγουσα, είτε είναι απαραίτητα για τη χωριστή εγκατάσταση της ίδιας και του ανήλικου τέκνου της, την απόδοση των οποίων ζητεί με την αγωγή. Όπως όμως αποδεικνύεται από την με ημερομηνία 17/3/2018 υπεύθυνη δήλωση της ενάγουσας, που συντάχθηκε μετά την έκδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης, το γνήσιο της υπογραφής της οποίας έχει βεβαιωθεί από το αρμόδιο όργανο του Α.Τ. Κερατσινίου – Δραπετσώνας και λαμβάνεται υπόψη ως εξώδικη ομολογία της, η ενάγουσα έχει παραλάβει ένα παιδικό κρεββάτι, ένα κομοδίνο, μια μικρή τηλεόραση, παιχνίδια, ένα ψυγείο, ένα πλυντήριο, ένα υπολογιστή, μια μεγάλη τηλεόραση, μια πολυθρόνα, ένα φωτιστικό, δυο χαλιά και μια ηλεκτρική σκούπα ενώ δεν επιθυμεί να της αποδοθεί άλλο από τα αιτούμενα κινητά πράγματα. Συνεπώς το σχετικό αγωγικό αίτημα είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο.

Πρέπει επομένως η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το πρώτο εναγόμενο, γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς το δεύτερο εναγόμενο και να υποχρεωθεί αυτός να καταβάλλει στην ενάγουσα, ως ασκούσα την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου, σαν ανάλογη συνεισφορά στη διατροφή του, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα για το χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των εκατό πενήντα (150) ευρώ, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγόμενου – εκκαλούντος του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, διότι στον πρώτο βαθμό δεν υπεβλήθη σε αυτά λόγω της ερημοδικίας του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας – εφεσίβλητης λόγω της ήττας της και να επιβληθεί ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της εναγουσας – εφεσίβλητης μόνο του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ερημοδικίας της στον παρόντα βαθμό, σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, (άρθρα 176, 178 παρ. 1, 179, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό. Για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την ερήμην δικασθείσα εφεσίβλητη, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρο 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα επίσης οριζόμενα στο διατακτικό.

Τέλος με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εκκαλούντες υποβάλλουν αίτημα για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεσή τους και απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή και ζητούν να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη να τους καταβάλει το ποσό των 6.805,47 ευρώ, που κατάσχεσε στα χέρια της Εθνική Τράπεζας της Ελλάδος ως τρίτης από την απαίτηση που ο δεύτερος εναγόμενος έχει σε βάρος της από τον υπ’ αριθμ. ………. λογαριασμό που αυτός τηρεί στην ανωτέρω τράπεζα, σε εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το παραπάνω ποσό. Το άνω αίτημα της εκκαλούσας που υποβάλλεται παραδεκτά και είναι νόμιμο (άρθρο 914 του ΚΠολΔ – ΕφΠειρ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 148/2014 ΝΟΜΟΣ), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, καθόσον από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες υπ’ αριθμ. ……/16.3.2018 δήλωση της Εθνικής Τράπεζα της Ελλάδος στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, αποδεικνύεται ότι έχει κατασχεθεί στα χέρια της ως άνω τράπεζας ως τρίτης το ποσό των 6.805,47 ευρώ από την απαίτηση που έχει ο δεύτερος εναγόμενος κατ’ αυτής και απορρέει από τον υπ’ αριθμ. ………. καταθετικό λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρεί στην ανωτέρω τράπεζα σε εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης και να διαταχθεί η μερική επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με την απόδοση από την εφεσίβλητη – ενάγουσα στον δεύτερο εκκαλούντα – εναγόμενο από το κατασχεθέν και εισπραχθέν πιο πάνω ποσό εκείνο που υπερβαίνει την επιδικασθείσα μηναία διατροφή των 150 ευρώ για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο 2016 έως την 16/2/2018.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 549/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 6/6/2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2016 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγόμενου γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατό πενήντα (150) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς το αίτημα διατροφής.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το δεύτερο εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή σε χρήμα για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της ….., του οποίου έχει την επιμέλεια, το ποσό των εκατό πενήντα (150) ευρώ, προκαταβολικά, εντός των πρώτων πέντε ημερών κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που κάθε δόση έπρεπε να καταβληθεί, έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της εναγουσας του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατό πενήντα (150) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης κατάσταση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την ενάγουσα να καταβάλει στο δεύτερο εναγόμενο από το κατασχεθέν στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ως τρίτης και εισπραχθέν πιο πάνω ποσό, σε εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, εκείνο που υπερβαίνει την επιδικασθείσα μηναία διατροφή των 150 ευρώ για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο 2016 έως την 16/2/2018.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  21η   Ιανουαρίου 2020.

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ           Και τούτου μετατεθέντος

ο Προϊστάμενος του Εφετείου