Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 426/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Η απόρριψη αυτή της εφέσεως θεωρείται ότι γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο εκκαλών ερημοδικεί κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, μετά την αναίρεση της απόφασης του εφετείου.

 

Αριθμός    426/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο,Προεδρεύοντα Εφέτη(κωλυομένων των Προέδρων Εφετών και της αρχαιότερης Εφέτη) -Εισηγητή, Αικατερίνη Κοκόλη Εφέτη, Εμμανουηλία – Αλεξάνδρα Κεχαγιά,Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι«Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Επίσης, στην παράγραφο 3 του άρθρου 580 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, δηλαδή κατά τον κρίσιμο στην προκείμενη υπόθεση χρόνο, σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου ένατου του ν. 4335/2015) ορίζεται ότι «Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση … αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αρ. 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 …μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές …». Ακόμη,  στο άρθρο 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση» και στην παράγραφο 2 του ίδιου ανωτέρω άρθρου (581 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, κατά τα ως άνω) ορίζεται ότι «Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237 του ΚΠολΔ». Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι, εάν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την έκδοσή της κατάσταση. Μάλιστα, στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους. Ακόμη, μετά την αναίρεση της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση (ως προς το μέρος που αναιρέθηκε η απόφαση), η οποία (έφεση) θα κριθεί πάλι από το εφετείο, το οποίο, κατ’ άρθρον 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ, υποχρεούται να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση μόνο στο νομικό ζήτημα που έλαβε θέση ο Άρειος Πάγος, δεχόμενος το σχετικό λόγο αναιρέσεως (βλ. ΟλΑΠ 4/1996 ΕλλΔνη 1996 1041, ΑΠ 1427/2011 Αρμ 2012 248, ΑΠ 2274/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 805/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 129/2004 Δίκη 2004 804, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 2001 83). Ειδικότερα, εάν αναιρεθεί η απόφαση του εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το εφετείο, το οποίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ επανεκδικάζει την έφεση, ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η αναίρεση. Μάλιστα, η σχετική υπόθεση επανεκδικάζεται, κατά το εκκληθέν μέρος της, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής, το δε εφετείο, ως τέτοιο (δικαστήριο της παραπομπής), εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (βλ. ΕφΑθ 4924/2012, ΕφΛαρ 71/2011, ΕφΘεσ 1373/2009 εις ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, σε  περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, η έφεσή του απορρίπτεται,  κατ’  άρθρον 524 παρ.3 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η ερημοδικία των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής υπόκειται στη ρύθμιση των ίδιων κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (βλ. ΑΠ 141/2005, ΕφΔωδ 171/2013, ΕφΘεσ 363/2008, ΕφΑθ 3116/2006 άπασες εις ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» εκδ. 2η  τ.  Ι αρθρ. 581 αρ. 4 και 5 σελ. 1111-11120).Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 1 και 3 του ΚΠολΔ (όπως η τελευταία  ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, δηλαδή κατά τον κρίσιμο στην προκείμενη υπόθεση χρόνο, σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου ένατου του ν. 4335/2015), σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά τη συζήτηση της έφεσης, εφαρμόζονται, ως προς την τελευταία (έφεση) οι διατάξεις περί ερημοδικίας του ενάγοντος, δηλαδή αυτές του άρθρου 272 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 30 του ν. 3994/2011). Επομένως, στην περίπτωση αυτή (της ερημοδικίας του εκκαλούντος), το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αν επισπεύδει τη συζήτηση ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και εφόσον την επισπεύδει ο τελευταίος, αν ο εκκαλών κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία συζητήθηκε η έφεση του, σε περίπτωση δε που αυτά βεβαιωθούν, οφείλει να απορρίψει την ασκηθείσα έφεση, χωρίς άλλη έρευνα, κατ’ εφαρμογήν των προαναφερθέντων διατάξεων. Μάλιστα, η ως άνω απόρριψη της εφέσεως θεωρείται ότι γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο (βλ. ΑΠ 651/2012 ΝοΒ 2012 2393, ΑΠ 280/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 361/2011 ΝοΒ 2011 1572).

Στην προκείμενη περίπτωση, νομίμως εισάγεται προς νέα συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η υπό κρίση έφεση, με την από 15-4-2019 (υπ’ αριθ. εκθ. κατ. …………./19-4-2019) κλήση της καλούσας και δεύτερης των εφεσίβλητων, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 1275/2014 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 268/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, ως προς την καλούσα και δεύτερη των εφεσίβλητων («……….»). Ειδικότερα, η ένδικη έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 273/2011 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 22-12-2008 (υπ’ αρ. εκθ. καταθ. …./22-12-2008) αγωγής της ενάγουσας και ήδη καλούσας–δεύτερης εφεσίβλητης (και της μη διαδίκου στην προκείμενη δίκη εταιρίας με την επωνυμία «…………..») κατά του εναγομένου και ήδη καθου η κλήση – εκκαλούντος. Ωστόσο, κατά την ως άνω συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως, ως προς το μέρος της κατά το οποίο ως άνω αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 268/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, το εκκαλούν δεν εκπροσωπήθηκε στην αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποίαν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Επίσης, από τηνυπ’αριθ…./6-5-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . …., που προσκομίζει η καλούσα – δεύτερη εφεσίβλητη, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στο καθου η κλήση – εκκαλούν, με επιμέλεια τηςκαλούσας – δεύτερης εφεσίβλητης(άρθρο 126 παρ. 1 εδ. γ του ΚΠολΔ). Έτσι, συνάγεται ότι τη συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως επισπεύδει η καλούσα – δεύτερη εφεσίβλητη. Κατά συνέπεια, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, κατά την ανωτέρω δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, το καθου η κλήση – εκκαλούνδεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, αυτό να δικασθεί ερήμην και να απορριφθεί η έφεση του,ως προς την καλούσα – δεύτερη εφεσίβλητη, χωρίς περαιτέρω έρευνά της (άρθρο 524 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως αυτή ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, δηλαδή κατά τον κρίσιμο στην προκείμενη υπόθεση χρόνο, σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου ένατου του ν. 4335/2015). Επίσης, πρέπει να καταδικασθεί το καθου η κλήση – εκκαλούν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της καλούσας – δεύτερης εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως διάδικος που ηττήθηκε κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 183, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και να καθορισθεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του καθου η κλήση – εκκαλούντος.

Ορίζει το παράβολο στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεσηως προς την καλούσα – δεύτερη εφεσίβλητη.

Καταδικάζει το καθου η κλήση – εκκαλούν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της καλούσας – δεύτερης εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 4-6-2020 και δημοσιεύθηκε στις 11-6-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και την πληρεξούσια δικηγόρο της καλούσας.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ