Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 370/2020

Αριθμός  370/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 2846/2018  οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη τακτική  διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 10-8-2018, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), ποσού 150 ευρώ (βλ. e-παράβολο ……………../ 2018). Επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 8-3-2013 αγωγή του ο ενάγων και νυν εκκαλών ζητούσε :α) να αναγνωριστεί, η ακυρότητα της από 10.8.2007 ιδιόγραφης διαθήκης του πατέρα των διαδίκων, …………., που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ’ αριθ. …../2013 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο τελευταίος εγκατέστησε τον έτερο υιό του (εναγόμενο) μοναδικό κληρονόμο στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας του,  για το λόγο ότι αυτή δεν έχει  γραφεί   ιδιοχείρως   ούτε   υπογραφεί   και  χρονολογηθεί   από τον διαθέτη, άλλως,  να ακυρωθεί αυτή  λόγω εξαπάτησης του διαθέτη από τον εναγόμενο, και  β) να αναγνωριστεί η εγκυρότητα της από  1.5.1994 ιδιόγραφης διαθήκης του ιδίου ως άνω διαθέτη, που δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αριθ. ……/2012 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικώς η υπ’ αριθμ. 3966/2015 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη αναφορικά με τη γνησιότητα ή μη της γραφής και υπογραφής του φερόμενου διαθέτη στη προσβαλλόμενη διαθήκη. Ακολούθως δε, μετά την διενέργεια αυτής από τον ορισθέντα με την ίδια  απόφαση ειδικό γραφολόγο, ……….., που  κατέθεσε αρμοδίως τη με αριθμό …../14-2-2017 σχετική   έκθεση του, η υπόθεση εισήχθη εκ νέου προς συζήτηση με επιμέλεια του εναγομένου ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που  εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία,  αφού ανακάλεσε μερικώς τη προηγούμενη, μη οριστική απόφαση του, κατά το μέρος, που έκρινε παραδεκτή την σωρευόμενη αναγνωριστική αγωγή περί εγκυρότητας της από 1-5-1994 ιδιόγραφης διαθήκης, ακολούθως απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, τις λοιπές δε σωρευόμενες αγωγές απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες. Κατά της απόφασης αυτής, μετά της οποίας θεωρείται ότι συνεκκαλείται και η προαναφερθείσα, μη οριστική, απόφαση, κατά το μέρος, που δεν ανακλήθηκε (έστω και αν η έφεση δεν απευθύνεται κατ’ αυτής (άρθρο 513 § 2 ΚΠολΔ) (ΕφΠειρ 197/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), παραπονείται ήδη   ο ενάγων με την υπό κρίση έφεση, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να εξαφανισθεί αυτή προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του.  ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν  ενόρκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου  Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα με αριθμό 3966/2015 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του, την από 11-2-2017 και  με αριθμό πράξης κατάθεσης …/14.2.2017   έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου . …, τις με αριθμούς ………../28.3.2014 ένορκες  βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που  λήφθηκαν μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου, εναγομένου, (βλ. την υπ’ αριθμ. ….. /24.3.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Πειραιώς ………….), και  όλα τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ………….., πατέρας των διαδίκων,  απεβίωσε στις 5.6.2012 σε ηλικία 90 ετών. Στις 14.12.2012 δημοσιεύθηκε, με τα υπ’ αριθμ. …../14.12.2012 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η από 1.5.1994 ιδιόγραφη διαθήκη του, που είχε κατατεθεί στη συμβολαιογράφο Πειραιώς ………., με την οποία αυτός καθιστούσε μοναδικούς του κληρονόμους στην κληρονομιαία περιουσία του, αφενός την, μετέπειτα αποβιώσασα, κατά το έτος 2004,  σύζυγο του και μητέρα των διαδίκων, …………, στην οποία κατέλειπε αγροτεμάχια, συνολικής έκτασης 15 στρεμμάτων στη θέση «..» ή «….» της κτηματικής περιφέρειας …. της Νήσου Μυκόνου, και αφετέρου τους υιούς του (διαδίκους), στους οποίους κατέλειπε,  στον μεν ενάγοντα, μια αγροτική έκταση δύο στρεμμάτων ομοίως στη Μύκονο και μία οικία σε οικόπεδο έκτασης 620 τμ στη νήσο Σαλαμίνα, και στον εναγόμενο την υπόλοιπη αγροτική περιουσία του (χωράφια που δεν διευκρίνιζε). Μετά τη δημοσίευση της ως άνω διαθήκης, ο εναγόμενος εμφάνισε δεύτερη, μεταγενέστερη,  ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος, φέρουσα  ημερομηνία σύνταξης  την 10.8.2007, που  δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με τα υπ’ αριθμ. ……/18.1.2013 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την τελευταία αυτή διαθήκη, ο ως άνω διαθέτης εγκατέστησε τον εναγόμενο μοναδικό κληρονόμο του στα ακίνητα που είχαν απομείνει στη κυριότητα του κατά τον χρόνο σύνταξης της,  και συγκεκριμένα σε δυο αγροτεμάχια στη θέση «….» ή «….» της κτηματικής περιφέρειας ….. της Νήσου Μυκόνου, εκτάσεως 3.700 τ,μ, και 6.000 τ.μ., περίπου. Την γνησιότητα αυτής ο ενάγων αμφισβητεί και προσβάλλει με την αγωγή του, ισχυριζόμενος ότι ο διαθέτης πατέρας τους ανέκαθεν επιθυμούσε την ισομερή κατανομή της περιουσίας του μεταξύ των τέκνων του. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε η προσβαλλόμενη διαθήκη  έχει γραφεί και υπογραφεί από το διαθέτη, και όχι από τρίτο πρόσωπο, σύμφωνα και με το πόρισμα, που περιέχεται στην από 11.2.2017 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του δικαστικού γραφολόγου …….., όπου αναφέρεται ότι «1.Η γραφή της υπό έλεγχο διαθήκης και η δειγματική γραφή του …………. παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο στα γενικά όσο και στα ειδικά γραφολογικά χαρακτηριστικά, χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις. Από την αξιολόγηση των ευρημάτων της γραφολογικής έρευνας και λαμβάνοντας υπόψη την εξέταση της υπό έλεγχο διαθήκης σε πρωτότυπη μορφή, το κατάλληλο δειγματικό υλικό που τέθηκε υπόψη μου, τις διαπιστωθείσες ομοιότητες, την απουσία διαφοροποιήσεων και την απουσία αντικειμενικών ευρημάτων πλαστότητας στην υπό έλεγχο διαθήκη, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η γραφή της υπό έλεγχο διαθήκης, χαράχθηκε από τον ………… 2. Η υπογραφή της υπό έλεγχο διαθήκης και οι δειγματικές υπογραφές του …………. παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο στα γενικά όσο και στα ειδικά γραφολογικά χαρακτηριστικά. Από την αξιολόγηση των ευρημάτων της γραφολογικής έρευνας και λαμβάνοντας υπόψη, την εξέταση της υπό έλεγχο υπογραφής σε πρωτότυπη μορφή, το κατάλληλο δειγματοληπτικό υλικό που τέθηκε υπόψη μου, τις διαπιστωθείσες ομοιότητες, την απουσία διαφοροποιήσεων και την απουσία αντικειμενικών ευρημάτων πλαστότητας στην υπό έλεγχο υπογραφή, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή της υπό έλεγχο διαθήκης, χαράχθηκε από τον ………». Στο ίδιο δε συμπέρασμα κατέληξε και η δικαστική γραφολόγος, ………., που συνέταξε  την από 3.6.2013 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της, για λογαριασμό του εναγόμενου, σύμφωνα με την οποία  «η από 10.8.2007 ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία αποδίδεται στον ………., φέρει τα χαρακτηριστικά της γνήσιας γραφής και των γνήσιων υπογραφών και μονογραφών του ανωτέρω. Σύμφωνα λοιπόν με τα ευρήματα, η υπό έλεγχο διαθήκη γράφηκε, υπογράφηκε και μονογραφήθηκε από τον . ….. και είναι καθόλα γνήσια». Αντιθέτως, ο ενάγων ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσκομίζει, το οποίο να αναιρεί τα ως άνω συμπεράσματα των ειδικών γραφολόγων και να επιστηρίζει τις ασκούμενες με την αγωγή του αιτιάσεις περί πλαστότητας της επίμαχης διαθήκης. Κατ’ ακολουθίαν, η αναγνωριστική αγωγή περί  ακυρότητας αυτής  τυγχάνει απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη,  και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις,  οι δε σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους ο ενάγων ισχυρίζεται το αντίθετο, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος ο οποίος μετά τη λύση του γάμου του επέστρεψε  στη πατρική οικία και συνοικούσε με τους γονείς του, μετά τον θάνατο της συζύγου του διαθέτη και μητέρας του ιδίου το έτος 2004 επιφορτίστηκε με τη φροντίδα του υπερήλικα πατέρα του, συνεπικουρούμενος και από τον ενάγοντα και την οικογένεια του, που κατοικούσε σε διαμέρισμα της ίδιας οικοδομής στα Καμίνια Πειραιά, ενώ αυτός (εναγόμενος) ακολουθούσε τον πατέρα του και στις συνεχείς μεταβάσεις του στην εξοχική του οικία στη Σαλαμίνα, όπου περνούσαν μαζί τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων καθώς και ολόκληρη της θερινή περίοδο μέχρι τον Οκτώβριο, οπότε και τον φρόντιζε ο ίδιος αποκλειστικά. Σύμφωνα δε, με την εξετασθείσα πρωτοδίκως μάρτυρα ανταπόδειξης, που ομοίως διατηρεί οικία στη Σαλαμίνα πλησίον αυτής του διαθέτη,  οι δυό τους (διαθέτης-εναγόμενος) είχαν αναπτύξει  ιδιαίτερα στενή σχέση, όπως άλλωστε συνήθως συμβαίνει σε περιπτώσεις πολυετούς συμβίωσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι μέχρι τον επισυμβάντα το έτος 2012 θάνατο του πατέρα των διαδίκων οι  σχέσεις μεταξύ τους ήταν άριστες, ενώ και ο διαθέτης διατηρούσε πολύ  καλή σχέση και με τον ενάγοντα και την οικογένεια του, όπως εξάλλου  προκύπτει με σαφήνεια από όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις και τις προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις, γεγονός που ασφαλώς δεν θα συνέβαινε στη περίπτωση, που  ο εναγόμενος προσπαθούσε να υπονομεύσει τη σχέση του διαθέτη με τον αντίδικο, αδερφό του, και να  τον αποκλείσει  από την κληρονομιαία περιουσία.  Εξάλλου, ο ενάγων και τα μέλη  της οικογένειας του είχαν καθημερινή επαφή με τον διαθέτη κατά τον χρόνο που διαβιούσε στον Πειραιά, και οποιαδήποτε αλλαγή στη συμπεριφορά του θα γινόταν αμέσως αντιληπτή. Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε, ο διαθέτης  το έτος 2007, οπότε και συνέταξε την επίδικη διαθήκη (η οποία ουδόλως αποδείχθηκε ότι έχει προχρονολογηθεί) βρισκόταν  σε καλή  πνευματική κατάσταση, που του επέτρεπε να σκέπτεται με διαύγεια και να έχει ελεύθερη κρίση και ανεπηρέαστη βούληση, ενώ δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει κάποια μεθόδευση εκ μέρους του εναγομένου, προκείμενου  να καταστεί αποκλειστικός κληρονόμος του. Τέλος,  από την σύγκριση του περιεχομένου των δύο διαθηκών προκύπτει, ότι η  αποτυπωθείσα  στην πρώτη εξ αυτών βούληση του διαθέτη, αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία που προόριζε να περιέλθουν στον ενάγοντα δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά με το περιεχόμενο της δεύτερης (επίδικης) διαθήκης. Συγκεκριμένα,  όπως προεκτέθηκε,  με την από 1-5-1994 διαθήκη ο ως άνω διαθέτης κατέλειπε στον  ενάγοντα ένα ακίνητο στην «………..» Σαλαμίνας, οικόπεδο  έκτασης 240 τμ με την επ’αυτού οικία καθώς και  ένα χωράφι έκτασης 2 στρεμμάτων στη Μύκονο. Το ως άνω οικόπεδο  ο διαθέτης μετά τη σύνταξη της διαθήκης μεταβίβασε  κατά ψιλή κυριότητα, λόγω γονικής παροχής, στον ενάγοντα δυνάμει του υπ’αριθμ. ……../16.10.1996 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …. …….., ενώ με το το υπ’ αριθμ. ………/11.2.2006 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μυκόνου …….,   αυτός πώλησε ένα αγροτεμάχιο στη Μύκονο, στη θέση …., έκτασης 4.189,41τμ (μέρος της ευρύτερης έκτασης των 15 στρεμμάτων, που κατέλειπε με την ίδια ως άνω διαθήκη στη σύζυγο του, που είχε εν τω μεταξύ αποβιώσει), έναντι αναγραφόμενου τιμήματος 203.351 ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος του  οποίου ακολούθως δώρησε  στα τέκνα του, γεγονός που  επιβεβαίωσε με την κατάθεση της  και η εξετασθείσα πρωτοδίκως μάρτυρας του ενάγοντος, αλλά συνομολογεί  και ο ίδιος  στις από 4-3-2015  πρωτόδικες   προτάσεις του (σελ. 9, υπο στοιχείο 3 της αξιολόγησης των μαρτυρικών καταθέσεων),  αποφεύγοντας, ωστόσο να προσδιορίσει το ποσό, που του δωρήθηκε, και το οποίο ο εναγόμενος ανάγει σε 120.000 ευρώ. Συνεπώς, με βάση τα προεκτεθέντα δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εξαπάτησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον διαθέτη προκειμένου να συντάξει την νεότερη διαθήκη του, όπως αβάσιμα διατείνεται ο ενάγων με την αγωγή του διώκοντας την ακύρωση της για τον λόγο αυτό και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή  ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου ούτε εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους ο ενάγων ισχυρίζεται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.     IV. Κατά, τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών με τον όγδοο  και τελευταίο λόγο της έφεσής του, ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη, ποσού 1.000 ευρώ,  από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι υπερβολική. Ο λόγος αυτός που παραδεκτά προβάλλεται, καθόσον προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, τυγχάνει ωστόσο απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος,  δεδομένου ότι τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου στον πρώτο βαθμό για αμοιβή δικηγόρου για παράσταση (139 ευρώ) και προτάσεις  (117 ευρώ) στην αρχική αλλά και στη μετ΄ απόδειξη συζήτηση της αγωγής (Κώδικας περί Δικηγόρων παράρτημα Ι) πλέον της αμοιβής του δικαστικού πραγματογνώμονα δεν προέκυψε ότι  υπολείπονται του εν λόγω ποσού.    V. Επειδή δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  πρέπει να  συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της συγγενικής τους σχέσης (άρθρο 179 εδ β ΚΠολΔ), ενώ ως προς  το  παράβολο ερημοδικίας, ποσού 150,00 ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  αυτή κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμού ………./ 2018 ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού 150 ευρώ. ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 23η Απριλίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 15 Μαΐου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ