Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 366/2020

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου στις Σπέτσες. Ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών και δημόσιων κτημάτων. Οι εκτάσεις, που αποτελούσαν δάση, κατά την έναρξη ισχύος του Β.Δ. της 16.11.1836, θεωρείτο κατά μαχητό τεκμήριο ότι περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Απόρριψη έφεσης των εκκαλούντων – εναγόντων κατά του εφεσιβλήτου – εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, ως προς τμήμα της επίδικης έκτασης, η οποία κρίθηκε ως δημόσια δασική έκταση.

 

Αριθμός Απόφασης:  366/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που ορίσθηκαν από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται με την από 02-11-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………./05-11-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../05-11-2018, κλήση των εκκαλούντων, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, λόγω ματαίωσης της συζήτησης, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, η υπό κρίση από 20/11/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 29-11-2017, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 29-11-2017, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017. Η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3634/24-07-2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 25/01/2017, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29-11-2017. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Με την από 02-11-2015 (Γ.Α.Κ. …../02-11-2015 και Α.Κ. ……/02-11-2015) αγωγή τους, οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι είναι συγκύριοι, σε ποσοστό 5/8 εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος, ενός αγροτεμαχίου, κειμένου στη θέση «………» της νήσου των Σπετσών, εκτός σχεδίου πόλης, εμβαδού 16.035,19 τ.μ., όπως λεπτομερώς περιγράφεται στην υπό κρίση αγωγή, αξίας 721.582,20 ευρώ. Ότι, συνέστησαν δύο ανεξάρτητες ιδιοκτησίες σε τμήματα του όλου αγροτεμαχίου και συγκεκριμένα την υπό στοιχείο «Α», επιφάνειας 10.173,42 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο αγροτεμάχιο 62,50% εξ αδιαιρέτου, ανήκουσα κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στον πρώτο ενάγοντα, καθώς και την υπό στοιχείο «Β», επιφάνειας 4.703,21 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο ακίνητο 37,50% εξ αδιαιρέτου, ανήκουσα κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στο δεύτερο ενάγοντα, ενώ, τμήμα του όλου αγροτεμαχίου υπό στοιχείο «Γ», εμβαδού 1.158,56 τ.μ., ορίστηκε κοινόχρηστο, όπως τα τμήματα αυτά περιγράφονται στην αγωγή. Ότι, απέκτησαν τη συγκυριότητα του ανωτέρω ακινήτου με παράγωγο τρόπο, άλλως και με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, καθόσον, από το έτος 1870 και εφεξής, μέχρι την άσκηση της αγωγής, το νέμονται συνεχώς και αδιατάρακτα οι δικαιοπάροχοί τους, απώτατοι, απώτεροι και άμεσοι, όπως, άλλωστε, και αυτοί οι ίδιοι, κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά στο δικόγραφο, ασκώντας με διάνοια κυρίων τις, προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου, υλικές, εμφανείς, διακατοχικές, δηλωτικές εξουσίασης πράξεις, που επικαλούνται, με τους αναφερόμενους στην αγωγή νόμιμους τίτλους και με καλή πίστη, άλλως ανεξαρτήτως νομίμων τίτλων και καλής πίστης, δοθέντος ότι, μέχρι την 11η-09-1915, είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας. Ότι, το εναγόμενο αμφισβητεί το δικαίωμα συγκυριότητάς τους επί του ακινήτου τους και προβάλλει ίδιον επ’ αυτού δικαίωμα, ισχυριζόμενο, ειδικότερα, ότι το εν λόγω αγροτεμάχιο αποτελεί ολόκληρο αναδασωτέα έκταση και κατ’ επέκταση έχει δασικό χαρακτήρα, πλην τμήματος εμβαδού 5.912 τ.μ., που το ίδιο το εναγόμενο αναγνώρισε ότι συνιστά αγροτική έκταση. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούσαν, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, να αναγνωριστούν συγκύριοι, σε ποσοστό 5/8 εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος, του προαναφερόμενου ακινήτου εμβαδού 16.035,19 τ.μ., καθώς και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3634/24-07-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 25/01/2017, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι έχει τηρηθεί η προδικασία του άρθρου 8 παρ. 1 α.ν. 1539/1938, με την επίδοση αίτησης θεραπείας, με τα συνημμένα σε αυτήν σχετικά έγγραφα, προς το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και την πάροδο έξι μηνών από την επίδοση της ως άνω αίτησης, ενώ, για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής, αφενός, κατ’ άρθρο 220 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αυτή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα, μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή της, στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου της περιφέρειας του ακινήτου (βλ. το με αριθμό ……../05-11-2015 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Σπετσών), αφετέρου, κατά το άρθρο 54 Α ν. 4174/2013, προσκομίζονται τα πιστοποιητικά ΕΝ.Φ.Ι.Α., δέχθηκε ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του ισχυρισμού του εναγόμενου περί αοριστίας αυτής, διότι, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, για το ορισμένο της υπό κρίση αγωγής, δεν απαιτείται ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους υλικών πράξεων νομής εντός του χρόνου της χρησικτησίας (βλ. σχετ. ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος), ενώ οι ενάγοντες, καθ’ υποφορά με την αγωγή τους, ενόψει της αμφισβήτησης από το εναγόμενο δια των προτάσεών του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της κυριότητας των δικαιοπαρόχων τους και των προ αυτών κτητόρων του ακινήτου, καθόρισαν, για το ορισμένο της αγωγής, τον τρόπο κτήσης από τα πρόσωπα αυτά της κυριότητας επί του επίδικου μέχρι εκείνα, που απέκτησαν το δικαίωμα κατά τρόπο πρωτότυπο, τον οποίο αποτελεί και η κτήση δια χρησικτησίας (βλ. ΑΠ 609/2012 Δημ. Νόμος). Εν συνεχεία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, έκανε αυτή δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη και αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκύριους, σε ποσοστό 5/8 εξ αδιαιρέτου τον πρώτο και σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου το δεύτερο, ενός αγροτεμαχίου, κείμενου στη θέση «………….» της νήσου των Σπετσών, εκτός σχεδίου πόλης, εμβαδού 11.830,19 τ.μ., το οποίο είναι τμήμα μείζονος ακινήτου, εμβαδού 16.035,19 τ.μ., όπως το τελευταίο φαίνεται στο προσαρτώμενο στην με α.π. Δ.Υ. 48/10-01-2013 Εισήγηση – Αναφορά του Δασολόγου του Δασαρχείου Πόρου, …….., από το μήνα Φεβρουάριο έτους 2011, τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, ……, με τα στοιχεία 1-2-3-4-5-6-7­8-9…..45-46-47-48-49-50-1, συνορεύον βόρεια, σε πλευρά (50-1), μέτρων 10,76 με περιμετρικό δρόμο πόλεως Σπετσών – Αγίων Αναργύρων, ανατολικά με πλευρά τεθλασμένη (1-2-3-4-5-6-7) από τμήματα (1-2) μέτρων 13,98, (2-3) 11,61, (3-4) 18,98, (4-5) 15,99, (5-6) 17,49, (6-7) 25,13, με ιδιοκτησία ………., βορειοδυτικά με πλευρά τεθλασμένη (7-8-9-10-11-12-13-14-15) από τμήματα (7-8) μέτρων 27,71, (8-9) 10,62, (9-10) 12,73, με ιδιοκτησία ………, (10-11) 15,06, (11-12) 4,83, (12-13) 18,17, (13-14) 12,86, (14-15) 10,49, με ιδιοκτησία ……….., βόρεια με πλευρά (15-16­17-18) από τμήματα μέτρων (15-16) 9,53, (16-17) 15,36, (17-18) 8,58, με ιδιοκτησία …………, ανατολικά με πλευρά τεθλασμένη (18-19-20­21-22-23) από τμήματα μέτρων (18-19) 19,08, (19-20) 5,44, (20-21) 7,44, (21-22) 12,83, (22-23) 11,34, με ιδιοκτησία ……, νοτιοανατολικά με πλευρά τεθλασμένη (23-24-25-26-27-28-29-30) από τμήματα μέτρων (23-24) 32,60 με ιδιοκτησία ……, (24-25) 18,62, (55-26) 2,18, (26-27) 24,74, (27-28) 9,12, (28-29) 22,37, (29-30) 49,56, ιδιοκτησία «…….. Σχολής ……», νότια με πλευρά τεθλασμένη (30-31-32-33-34) από τμήματα μέτρων (30-31) 3,00, (31-32) 41,37, (32-33) 10,44, (33-34) 15,48, με αγροτικό δρόμο, και, δυτικά, με πλευρά τεθλασμένη (34-35-36-37-38-39-40-41-42-43-44­45-46-47-48-49-50) από τμήματα μέτρων (34-35) 16,64, (35-36) 16,41, (36-37) 10,31, (37-38) 2,23, (38-39) 31,90, (39-40) 8,73, (40-41) 9,62, (41-42) 14,15, (42-43) 1,92, (43-44) 16,71, (44-45) 9,71, (45-46) 13,40, (46-47) 9,39, (47-48) 14,43, (48-49) 8,16, (49-50) 11,26, μερικώς με ιδιοκτησία …. και μερικώς με ιδιοκτησία ………., όπως αυτό (τμήμα των 11.830,19 τ.μ.) απομένει μετά την αφαίρεση από το μείζον ακίνητο (των 16.035,19 τ.μ.) τμήματος εμβαδού 4.205 τ.μ., που φαίνεται στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία «17,18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, 61, 62, 63, 64, 65, 17», συμψήφισε δε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι ανάγονται, κατ’ ορθή εκτίμηση, σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.

Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΒΔ της 16.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων, που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήθελαν αναγνωρισθεί από το Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προμνησθείσες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητος επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού. Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγω διατάγματος (ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 987/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1355/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 52/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Εξάλλου, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, θεωρείται δάσος κάθε έκταση εδάφους, που καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους, που διατυπώθηκε για πρώτη φορά στη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών” και επαναλήφθηκε στο άρθρο 57 του Ν. 3077/1924 “περί δασικού κώδικος”, ενώ περιέχεται – διευρυνόμενος εκάστοτε ως προς το δασικό χαρακτήρα των εδαφών (δάσος, δασικά εδάφη, δασικές εκτάσεις) και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες – και στις διατάξεις των άρθρων 45 του Ν. 4173/1929 (όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 9 του Α.Ν. 3/1935) και 1 Α.Ν. 857/1937, 1 του Ν Δ. 69/1969 και 3 παρ. 1 και 2 του Ν. 998/1979 (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π.). Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων του Ν. 998/1979 “ως δάσος νοείται πάσα έκταση της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανική ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλει εις τη διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος (άρθρο 3 παρ. 1) και “ως δασική έκταση νοείται πάσα έκταση της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενης υπό αραιής ή πενιχράς υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσότερες των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών” (άρθρο 3 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δάσος, ως οργανικό στοιχείο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα, αποτελούν δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ’ αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι, στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 712/2015, ΑΠ 1524/2012, ΑΠ 400/2011). Κατά το άρθρο δε 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 – 1834”, όλα τα λειβάδια (ή βοσκοτόπια), για την υπέρ ιδιώτη επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο ειδικού σχετικού περιεχομένου, που να έχει εκδοθεί από την αρμόδια Οθωμανική Κρατική Υπηρεσία, ήτοι ειδικό ταπίο, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Κατάλυση της κυριότητας του Δημοσίου και δημιουργία κυριότητας του ιδιώτη δεν μπορούσε να επιφέρει ούτε η μεταβίβαση της γης με σπαχί, ταπί ή χοτζέτι, γιατί οι τίτλοι αυτοί μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μπορούσαν να προσπορίσουν (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 874/2006). Η παραπάνω διάταξη αφορά στη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, που προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσης στο μέλλον τα εν λόγω ακίνητα. Η έννοια αυτή προκύπτει και από τα άρθρα 1 παρ. 2ν. Κθ’ της 31-1/18-2-1864 “περί βοσκησίμων γαιών”, με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, όπως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα όσα δικαιώματα είχαν πριν από την εποχή αυτή επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών, άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27.3./1.4.1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών”, κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκήσιμων τόπων, επί των οποίων έγιναν μέχρι το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων (ΑΠ 7/2019 ό.π., ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 52/2014, ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο, που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα, που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλ’ απλώς με καλή πίστη. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες του ΒΔ της 3/15.12.1833 προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί λιβαδιών ή βοσκοτόπων από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και τις 11.9.1915 (ΑΠ 773/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 582/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 987/2017 ό.π., ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 52/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17 (29) Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1836 β.δ. “περί ιδιωτικών δασών”, που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ότι ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο δε αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στη, Γραμματεία επί των Οικονομικών, μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία, του ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου, (ΦΕΚ 69/1.12.1836), προς εξέταση της νομιμοποίησής τους ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών (ΑΠ 7/2019 ό.π., ΑΠ 8/2019 ό.π.). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρ. 1 του ΒΔ της 17.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” ορίζει ότι “εντός ενός έτους από της δημοσιεύσεως του παρόντος οφείλουν οι ιδιοκτήτες των υπό τα άρθρ. 1 και 2 δασών να παρουσιάσουν εις την επί των Οικονομικών Γραμματέων… τους νομίμους τίτλους της ιδιοκτησίας των. Η Γραμματεία θέλει εξετάσει αυτούς, θέλει τους αναγνωρίσει ή απορρίψει και εις την πρώτην περίπτωσιν θέλει δώσει επισήμως την κατοχήν εις τους ιδιοκτήτες, εις δε την δευτέραν αποπέμψει τας ελλείπουσας νομίμων αποδείξεων αξιώσεις αυτών ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Εις την περίπτωσιν αυτήν όμως μέχρι της τελειωτικής δικαστικής αποφάσεως περί της ιδιοκτησίας μένει η διακατοχή του διαφιλονικουμένου δάσους αναφαίρετος εις ον ευρίσκεται. Παρελθούσης της ανωτέρω προθεσμίας θεωρούνται όλα τα δάση περί των οποίων δεν παρουσιαστούν οι ως άνω απαιτούμενοι τίτλοι, ως αδιαφιλονίκητα εθνικά και θέλουν διατίθενται ως τοιαύτα”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι τα δάση: α) είναι ιδιωτικά αν, μετά την τήρηση της διαδικασίας του άρθ. 3 του άνω διατάγματος αναγνωρίστηκαν ως τέτοια από το Υπουργείο Οικονομικών ή, σε αρνητική περίπτωση, από τα δικαστήρια, β) είναι δημόσια (αδιαφιλονίκητα εθνικά), αν δεν υποβλήθηκαν αρμοδίως και εμπροθέσμως οι απαιτούμενοι τίτλοι προς αναγνώρισή τους ως ιδιωτικών, ανεξάρτητα αν υπήρχαν ή όχι οι εν λόγω τίτλοι. Περαιτέρω, είναι αληθές ότι παρόμοια διαδικασία οριζόταν και ενώπιον της “Επιτροπής των κατά την Εύβοιαν και Αττικήν κτημάτων”, που προβλεπόταν από την Συνθήκη της 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832 και συστάθηκε το ίδιο έτος (1832), πλην, όμως, η τήρηση της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής αυτής δεν αναπλήρωνε την έλλειψη τήρησης της διαδικασίας με τις συνέπειές της, που, κατά τα προεκτιθέμενα, προέβλεπε το άρθρο 3 του ως άνω ΒΔ “περί ιδιωτικών δασών”, διότι: 1) το διάταγμα αυτό ως μεταγενέστερο της σύστασης της Επιτροπής, αν και είχε υπόψη του την ενώπιον εκείνης τηρούμενη διαδικασία, δεν αρκέστηκε σ’ αυτήν, αλλά απαίτησε και πάλι την κατάθεση των τίτλων από τους ιδιώτες, που πρόβαλλαν δικαιώματα επί των προαναφερομένων γαιών, στο προβλεπόμενο από αυτό αρμόδιο όργανο και 2) στην Επιτροπή, όπως προκύπτει και από δική της ανακοίνωση, υποβάλλονταν, ως τίτλοι της αρμόδιας Οθωμανικής Κρατικής Υπηρεσίας ταπία ή χοτζέτια, ενώ στην προβλεπόμενη από το ως άνω ΒΔ Γραμματεία, για την αναγνώριση κυριότητας ιδιώτη επί δάσους υποβάλλονταν, κατά τα περί δασών κρατούντα στο Οθωμανικό Δίκαιο ως τέτοιοι τίτλοι μόνο ειδικά ταπία, στα οποία αναφερόταν ότι η παραχωρούμενη γαία ήταν δάσος (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 582/2018 ό.π., ΑΠ 874/2006). Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της εν λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις για τη μη ύπαρξη απαίτησης του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης έκτασης δεν δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφιστάμενου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο που ανατρέπει ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω ΒΔ τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών για την αναγνώριση ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17.11.1836, δεν πρέπει να συγχέονται με τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από 16.4/4.5.1842 δηλοποίησης της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και τη διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ της 17.11.1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω ΒΔ (ΑΠ 573/2015). Εξάλλου, με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832, μεταξύ των αντιπροσώπων των τριών μεγάλων δυνάμεων, που υπέγραψαν τη συνθήκη του Λονδίνου της 6/7/1827, κανονίστηκαν τα επί της Στερεάς σύνορα του αναγνωρισμένου κράτους. Με την έβδομη παράγραφο της εν λόγω Συνθήκης συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας, κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, δικαίωμα που παρασχέθηκε και στους κατοίκους της Αττικής, της Εύβοιας και στους κτηματίες των Θηβών. Επίσης, με την ίδια πιο πάνω παράγραφο συμφωνήθηκε ότι ειδική διοικητική επιτροπή θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Στη συνέχεια η Ελληνική Κυβέρνηση με την 55/1832 εγκύκλιό της επέτρεψε την αγορά των ευρισκόμενων στην Αττική και την Εύβοια Οθωμανικών ιδιοκτησιών, για τον έλεγχο δε και το κύρος των σχετικών πωλήσεων συστάθηκε, το πρώτον, η κατά την Εύβοιαν και Αττικήν Ελληνική Επιτροπή “περί της αγοράς των Οθωμανικών ιδιοκτησιών”, η οποία με την από 27 Δεκεμβρίου 1832 διακήρυξή της υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες), να αποφεύγουν την αγορά βακουφιών, μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ.), γιατί αυτά περιέρχονταν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό τη μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη σύνταξης έγκυρων τουρκικών τίτλων πώλησης (χοτζετίων). Οι αποφάσεις της Επιτροπής αυτής, που επιτελεί έργο της διοίκησης, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κλπ., οι οποίες εκδόθηκαν μετά την ισχύ του Β.Δ/τος της 17/29.11.1836, δεν είναι δυνατό να παραμερισθούν εντελώς. Εφόσον με αυτές αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβίβασης εμπράγματων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες σε δάσος υφιστάμενο το 1836 και σε αυτές περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, για τη μη ύπαρξη απαίτησης του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής έκτασης, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοίκησης, υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέα της Επικρατείας και από το Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, τότε οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής έκτασης, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, μπορούν να επικαλεσθούν τις προαναφερθείσες αποφάσεις, ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή τους πίστη, κατά την τριακονταετή, με διάνοια κυρίου, κατοχή του ειρημένου δάσους (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 573/2015). Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση στις αποφάσεις της εν λόγω Επιτροπής περί μη ύπαρξης απαίτησης του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης έκτασης δεν δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου (ΑΠ 826/2018 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με τις αναφερθείσες διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν.27 πανδ.(18.1), 10,15 παρ.3, 17 και 48 Πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ.(41.10), 109 Πανδ.(50.16) και 2παρ.7 και 1 Πανδ.(51.4), ως “καλή πίστη” θεωρούνταν η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς εκείνες των άρθρ. 18 και 21 του Ν. ΔΞΗ’ /1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ΝΔ της 22/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11.9.1915 (Ολ. ΑΠ 75/1987, ΑΠ 7/2019 ό.π., ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 582/2018 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 52/2014 ό.π.). Πλην, όμως, προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Αν δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Επομένως, στην περίπτωση χρησικτησίας δημόσιων δασικών εκτάσεων, η οποία συμπληρώθηκε πριν την 11-9-1915, δεν απαιτείται, ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία στα δημόσια κτήματα και, συνεπώς, στα δημόσια δάση, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή υποβολή εκ μέρους του τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του Β.Δ. της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” (ΑΠ 773/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 573/2015, ΑΠ 1249/2013, ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π.). Εφόσον δε, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα, που αποκτήθηκε με αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., Α.Π 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του” και πολύ περισσότερο η εκδιδόμενη με βάση το άρθρο 191 του νδ 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέα (Ολ ΑΠ 21/2005, ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ  7/2019 ό.π., ΑΠ 1646/2009). Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις, που ακολούθησαν της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 “Περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6./1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6./9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητα του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι, όμως, και όσα, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί). Σημειωτέον, ότι ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος, στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6./9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25.5.1827 έως 31.3.1833) και, ειδικότερα, κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους – Οθωμανούς και Έλληνες – την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1./3.2.1830 Πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 73/2018, ΑΠ 987/2017 ό.π., ΑΠ 946/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 638/2016, ΑΠ 1355/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 52/2014 ό.π., ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833, 1 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836, για τις οποίες έγινε λόγος στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω ΒΔ, είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11/9/1915 (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1392/2010). Εξάλλου, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και, ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικού έτους 1856), που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 31.03.1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια” – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός, που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (“μιριγιέ” – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (“βακούφια”), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (“μετρουκέ” – οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (“μεβάτ” – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 ό.π.). Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των οθωμανικών γαιών αποδεικνύονταν με τους σχετικούς οθωμανικούς τίτλους, οι κυριότεροι των οποίων αναφέρονταν στα “ταπιά” και στα “χοτζέτια”. Τα ταπιά ήταν τα χαρακτηριζόμενα από το άρθρ. 8 του οθΝπΓαιών/1858 και το άρθρ. 14 του Οθωμον Ταπίων/1859 ως “δηλωτικά” (δηλαδή αποδεικτικά) της νόμιμης κτήσης του δικαιώματος “εξουσίασης” (tasarruf) επί των δημόσιων οθωμανικών, γαιών έγγραφα του αυτοκρατορικού κτηματολογίου. Η μορφή των ιδιοκτησιακών αυτών εγγράφων αναγνωρίστηκε από το Νόμο περί Οθωμονικών Γαιών του 1858 ως αποκλειστικός τύπος τίτλων που παρείχαν στους δικαιούχους αυτών το ιδιόρρυθμο δικαίωμα της “εξουσίασης” -το οποίο, μολονότι δεν αναφερόταν ρητά, από τα εννοιολογικά του στοιχεία προέκυπτε ότι μπορούσε να θεωρηθεί εμπράγματης μορφής- επί των δημόσιων γαιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι αγροί, οι λειμώνες, οι χειμερινές βοσκές, τα δάση (άρθρ. 3 του Οθωμον Γαιών/1858). Σε αντίθεση με τα ταπιά, που ήταν αποδεικτικοί τίτλοι μεταβίβασης δικαιώματος “εξουσίασης” επί των δημόσιων οθωμανικών γαιών και δεν προσπόριζαν στον κάτοχό τους δικαίωμα κυριότητας, παρά μόνο χρήσης και κάρπωσης αυτών, τα “χοτζέτια”, ως μορφές ιδιοκτησιακών τίτλων, αποτελούσαν κυρίως τις επικυρωτικές ή αναγνωριστικές αποφάσεις των μουσουλμανικών ιεροδικείων, που συντάσσονταν ενώπιον του ιεροδίκη και μαρτύρων και αφορούσαν κυρίως σε αγοραπωλησίες αστικών συνήθως ακινήτων ή κτημάτων πλήρους ή τέλειας κυριότητας. Εξάλλου, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και ειδικότερα, το άρθρο 2 παρ.1 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, το άρθρο 16 του από 21.06/03.07.1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝ Α.Κ., όπως και κατά το άρθρο 972 του ΑΚ, τα αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή εκείνα, τα οποία μπορεί να εξουσιάσει ο άνθρωπος, αλλά δεν υπάρχει κύριος αυτών, ανήκουν στο Δημόσιο, έστω και αν επ` αυτών ουδεμία πράξη νομής ενήργησε. Το Δημόσιο, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αποκτά πρωτοτύπως κυριότητα και συγχρόνως με την κυριότητα αποκτά αυτοδικαίως και τη νομή του ακινήτου, ανεξαρτήτως αν έλαβε τη φυσική εξουσία αυτού ή αν ενήργησε πάνω σ` αυτό πράξεις διακατοχής (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, Α.Π. 132/2000, ΑΠ 532/1980, ΑΠ 1076/1973).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 369, 1192, 1194 και 1198 Α.Κ., προκύπτει ότι αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι μεταξύ των προϋποθέσεων, που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι, ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε (ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 Α.Κ., εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου, που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ (ΑΠ 1125/2018 ό.π.). Περαιτέρω, φυσική εξουσία επί του πράγματος υπάρχει, επίσης, όταν ο νομέας δεν βρίσκεται σε διαρκή σωματική επαφή με το πράγμα, αλλά έχει την εποπτεία και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή. Δεν είναι δε αναγκαίο η νομή να ασκείται αυτοπροσώπως, αλλά μπορεί να ασκείται μέσω άλλου (άρθρο 980 Α.Κ.). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, νομή συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω στο ακίνητο, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει το ακίνητο για δικό του. Ως πράξεις νομής θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η εποπτεία, επίβλεψη, η επίσκεψη, η οριοθέτηση, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η καλλιέργεια, ο καθαρισμός, η φύλαξη, η περιτοίχιση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του ακινήτου κ.α. (ΑΠ 773/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 462/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 547/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πεποίθηση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειρισθεί και ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει την κυριότητα, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 773/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 ό.π.). Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του (ΑΠ 773/2019 ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 Α.Κ., 70, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο, αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσεως της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 860/2018 Δημ. Νόμος). Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του Α.Κ. (στις 23-2-1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο. Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού δημοσίου (ως εναγομένου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση για το ορισμένο της αγωγής του να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά), εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία. Όμως, ο ιδιώτης δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11/9/1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του ν.δ. 22.4/16.5.1926 και 4 του ν.δ. 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 325/2002).

Τέλος, για να είναι ορισμένη, κατ’ άρθρ. 216§1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, πρέπει να περιέχει (και) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Επί περιπτώσεως δε αναγνωριστικής ή διεκδικητικής ακινήτου αγωγής, πρέπει τούτο αναμφιβόλως, ως προς την ταυτότητά του, να περιγράφεται και σε περίπτωση, που αυτό φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερης εκτάσεως, θα πρέπει επακριβώς εντός αυτής να εντοπίζεται η χωροταξία του και τα όριά του. Η περιγραφή του ακινήτου δεν μπορεί να συμπληρώνεται με παραπομπή σε άλλο έγγραφο, όπως είναι το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, εκτός αν το έγγραφο έχει ενσωματωθεί στην αγωγή, κατά τρόπο ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται ελλιπώς ή ασαφώς, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση και επιφέρει ως συνέπεια την απόρριψη ως εκ του απαραδέκτου από την αοριστία. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε, επίσης με αναφορά στην σχετική διάταξη του νόμου ή μνεία αυτής, ούτε με δικαστική ομολογία του εναγομένου, η οποία ως αποδεικτικό μέσο με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, αποκλείει μόνο τη διεξαγωγή αποδείξεων και απαλλάσσει τον αντίδικο από το βάρος αποδείξεως του σχετικού (ομολογουμένου) ισχυρισμού (ΑΠ 775/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1052/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 462/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 860/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1597/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 119/2018, ΑΠ 301/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 781/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 452/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1914/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1203/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 313/2017 Δημ. Νόμος). Δεν είναι όμως αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, στο οποίο δεν αναφέρεται η ακριβής έκταση του επιδίκου, οι πλευρικές του διαστάσεις ή δεν κατονομάζονται οι γείτονες, εφόσον και χωρίς τα στοιχεία αυτά δεν δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του (ΑΠ 462/2019 ό.π.).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία, ορισμένα αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ου­σιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλΔνη 2004. 723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004. 70), συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών και αεροφωτογραφιών, που προσκομίζονται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 16.035,19 τ.μ., βρίσκεται στη θέση «………….. της νήσου των Σπετσών, εκτός σχεδίου πόλης και ζώνης των Σπετσών και συνορεύει, όπως προκύπτει από το, από το Σεπτέμβριο του έτους 1990, τοπογραφικό διάγραμμα (με τους αριθμούς – στοιχεία: 1-2-3-49-50-1) του τοπογράφου μηχανικού, ………, προσαρτώμενο στην με αριθμό ……../1991 πράξη σύστασης ανεξάρτητων ιδιοκτησιών της Συμβολαιογράφου Σπετσών, ………., βόρεια, σε πλευρά (50-1), μέτρων 10,76 με περιμετρικό δρόμο πόλεως Σπετσών – Αγίων Αναργύρων, ανατολικά με πλευρά τεθλασμένη (1-2-3­4-5-6-7) από τμήματα (1-2) μέτρων 13,98, (2-3) 11,61, (3-4) 18,98, (4-5) 15,99, (5-6) 17,49, (6-7) 25,13, με ιδιοκτησία ……….., βορειοδυτικά με πλευρά τεθλασμένη (7-8-9-10-11-12-13-14-15) από τμήματα (7-8) μέτρων 27,71, (8-9) 10,62, (9-10) 12,73, με ιδιοκτησία ………….. (10-11) 15,06, (11-12) 4,83, (12-13) 18,17, (13-14) 12,86, (14-15) 10,49, με ιδιοκτησία ………, βόρεια με πλευρά (15-16-17-18) από τμήματα μέτρων (15-16) 9,53, (16-17) 15,36, (17-18) 8,58, με ιδιοκτησία ……….., ανατολικά με πλευρά τεθλασμένη (18-19-20-21-22-23) από τμήματα μέτρων (18-19) 19,08, (19-20) 5,44, (20-21) 7,44, (21-22) 12,83, (22-23) 11,34, με ιδιοκτησία …., νοτιοανατολικά με πλευρά τεθλασμένη (23-24-25-26-27-28-29-30) από τμήματα μέτρων (23-24) 32,60 με ιδιοκτησία …., (24-25) 18,62, (25-26) 2,18, (26-27) 24,74, (27-28) 9,12, (28-29) 22,37, (29-30) 49,56, με ιδιοκτησία «…….. Σχολής ……», νότια με πλευρά τεθλασμένη (30-31-32-33-34) από τμήματα μέτρων (30-31) 3,00, (31-32) 41,37, (32-33) 10,44, (33-34) 15,48, με αγροτικό δρόμο και δυτικά, με πλευρά τεθλασμένη (34-35-36-37-38-39-40-41-42-43-44-45-46-47-48-49-50) από τμήματα μέτρων (34-35) 16,64, (35-36) 16,41 (36-37) 10,31, (37-38) 2,23, (38-39) 31,90, (39-40) 8,73, (40-41) 9,62, (41-42) 14,15, (42-43) 1,92, (43-44) 16,71, (44-45) 9,71, (45-46) 13,40, (46-47) 9,39, (47-48) 14,43, (48-49) 8,16, (49-50) 11,26, μερικώς με ιδιοκτησία … και μερικώς με ιδιοκτησία …………. Οι ενάγοντες υπεισήλθαν αυτοδίκαια στη νομή του επιδίκου ακινήτου, κατά την έκταση των 11.830,19 τ.μ., εκ της συνολικής εκτάσεως των 16.035,19 τ.μ., εξαιρούμενου τμήματος, εμβαδού 4.205 τ.μ. -όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη- (για το οποίο -τμήμα- θα γίνει λόγος αναλυτικότερα κατωτέρω και κατά το μέρος αυτό προσβάλλεται μόνον η εκκαλουμένη), κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής του αποβιώσαντος την 26/09/1986 πατέρα τους, …………… Με τη με αριθμό δε …./1987 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Σπετσών, …….. ., νόμιμα μεταγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σπετσών, στον τόμο ….. με αύξοντα αριθμό ….., οι ενάγοντες αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία. Με την ίδια ως άνω πράξη αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομία και η μητέρα των εναγόντων, σύζυγος εν ζωή του αποβιώσαντος, ……….., κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου επί της ως άνω έκτασης. Στην ως άνω πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας φέρεται, όμως, ως επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία το σύνολο της ως άνω έκτασης, ήτοι ακίνητο εμβαδού 16.035,19 τ.μ.. Εν συνεχεία, ο πρώτος των εναγόντων, …………, απέκτησε, επίσης, ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου του ως άνω ακινήτου, έκτασης 11.830,19 τ.μ., εκ της συνολικής εκτάσεως των 16.035,19 τ.μ., εξαιρούμενου τμήματος, εμβαδού 4.205 τ.μ. (όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη), με γονική παροχή από τη μητέρα του, ………., δυνάμει του με αριθμό …/1990 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Σπετσών, ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια παραπάνω βιβλία στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …… Στο ως άνω συμβόλαιο γονικής παροχής φέρεται, όμως, ως μεταβιβασθέν το σύνολο της ως άνω έκτασης, ήτοι ακίνητο εμβαδού 16.035,19 τ.μ.. Ακολούθως, με τη με αριθμό …./1991 πράξη σύστασης ανεξάρτητων ιδιοκτησιών της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγραμμένης στα ίδια βιβλία, στον τόμο …. με αριθμό ….., οι ενάγοντες συνέστησαν δύο ανεξάρτητες ιδιοκτησίες επί του όλου ακινήτου (εμβαδού 16.035,19 τ.μ.) και συγκεκριμένα την υπό στοιχείο «Α», επιφάνειας 10.173,42 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο ακίνητο 62,50% εξ αδιαιρέτου, ανήκουσας, κατά την ως άνω πράξη, κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στον πρώτο ενάγοντα, καθώς και την υπό στοιχείο «Β», επιφάνειας 4.703,21 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο ακίνητο 37,50% εξ αδιαιρέτου, ανήκουσας, κατά την ως άνω πράξη, κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στο δεύτερο ενάγοντα, ενώ, τμήμα του όλου ακινήτου υπό στοιχείο «Γ», εμβαδού 1.158,56 τ.μ., ορίστηκε (με την πράξη αυτή) ως κοινόχρηστο. Στον άμεσο δικαιοπάροχο των εναγόντων, ήτοι τον πατέρα τους, …….., το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει, κατά την έκταση των 11.830,19 τ.μ., εκ της συνολικής εκτάσεως των 16.035,19 τ.μ., εξαιρούμενου τμήματος, εμβαδού 4.205 τ.μ. (όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη), με αγορά από τον πατέρα του (παππού των εναγόντων), …….., δυνάμει του με αριθμό …./1961 συμβολαίου πώλησης του Ειρηνοδίκη Σπετσών, ……., ο οποίος αναπλήρωνε το Συμβολαιογράφο Σπετσών, …….., νόμιμα μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σπετσών, στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….. Σημειώνεται ότι στο ως άνω συμβόλαιο φέρεται ως μεταβιβασθέν το σύνολο της ως άνω έκτασης, ήτοι ακίνητο εμβαδού 16.035,19 τ.μ., κατά το συγκεκριμένο δε τίτλο ιδιοκτησίας, το ως άνω ακίνητο, στη συνολική του έκταση των 16.035,19 τ.μ., χαρακτηριζόταν ως αγρός και αναφέρονταν ως σύνορα τα κτήματα της …. Σχολής …. (πρώην ιδιοκτησία …. .), κτήμα κληρονόμων ………, κτήμα ………., κτήμα κληρονόμων …….., κτήμα ………, κτήμα .. . και δρόμος. Στον ως άνω πωλητή, ………., το ως άνω ακίνητο, κατά την έκταση των 11.830,19 τ.μ., εκ της συνολικής εκτάσεως των 16.035,19 τ.μ., εξαιρούμενου τμήματος, εμβαδού 4.205 τ.μ. (όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη), είχε περιέλθει σε μεγαλύτερη έκταση από αγορά από τον πατέρα του (προπάππο των εναγόντων), ……… ή «…», δυνάμει του με αριθμό …./1914 πωλητήριου συμβολαίου του, εκτελούντος καθήκοντα Συμβολαιογράφου, Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Σπετσών, ……, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σπετσών, στον τόμο 26 με αύξοντα αριθμό 14. Το όλο ακίνητο, αναφέρεται στον τίτλο αυτό, ότι προέρχεται από τη συνένωση τριών άλλων αγροτικών κτημάτων, τα οποία περιήλθαν στον πωλητή «…………» (όπως αναφέρεται) ως εξής: 1] αγροτικό κτήμα με διάφορα δέντρα, συνορεύον με ιδιοκτησίες του πωλητή, ……… και κληρονόμων ………, με αγορά από τους αδελφούς …., δυνάμει του με αριθμό …../1903 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Σπετσών, ………., νόμιμα μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών, στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …., 2] αγροτικό κτήμα με διάφορα οπωροφόρα και μη δέντρα, συνορεύον με ιδιοκτησίες ………, χερσότοπο, αγρούς …….. και ………, με αγορά από τη ……….., με το με αριθμό …../1901 συμβόλαιο του ίδιου Συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών, στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, 3] αγροτικό κτήμα με διάφορα οπωροφόρα και μη δέντρα, συνορεύον με ιδιοκτησίες ……….., δρόμο, πλαγιά και θάλασσα, με αγορά από τον …., με το με αριθμό …/1897 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σπετσών ….. ., νόμιμα μεταγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών, στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό … Στους δικαιοπάροχους του «….» -πωλητές- τα πιο πάνω αυτοτελή ακίνητα είχαν περιέλθει, κατά την έκταση των 11.830,19 τ.μ., εκ της συνολικής εκτάσεως των 16.035,19 τ.μ., εξαιρούμενου τμήματος, εμβαδού 4.205 τ.μ. (όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη), στον μεν ……. με αγορά, δυνάμει του με αριθμό …../1890 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σπετσών, ………., στους δε λοιπούς με την έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, συμπληρώνοντας τριακονταετία με προσμέτρηση και του χρόνου της χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, γενόμενοι καθολικοί διάδοχοι αυτών, τους οποίους είχαν διαδεχθεί στην νομή και τα νέμονταν τουλάχιστον από το έτος 1870, καλλιεργώντας δημητριακά και οπωροφόρα δέντρα, με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου, ήτοι την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλουν δικαίωμα κυριότητας τρίτου επ’ αυτών. Στο ως άνω με αριθμό …../1901 συμβόλαιο, όπως προαναφέρθηκε, το ακίνητο περιγράφεται ως «ξερικός αγρός» με δέντρα, οπωροφόρα και μη, συνορεύον με διάφορες αγροτικές ιδιοκτησίες, στο με αριθμό 1093/1903 συμβόλαιο περιγράφεται, ομοίως, ως αγρός, που συνορεύει με αγροτικές ιδιοκτησίες και στο με αριθμό ……/1897 συμβόλαιο περιγράφεται ως αγρός με διάφορα καρποφόρα δέντρα, που συνορεύει με αγροτικές ιδιοκτησίες, δρόμο, πλαγιά και θάλασσα. Στα παραπάνω συμβόλαια, όμως, δεν αναφέρεται ακριβώς το εμβαδόν του εκάστοτε πωλούμενου και μεταβιβαζόμενου ακινήτου, αλλά η φράση «όσης έκτασης αν είναι», με εξαίρεση το με αριθμό …../1897 συμβόλαιο, στο οποίο αναφέρεται ότι το πωλούμενο έχει έκταση 15 στρεμμάτων, δίχως, όμως, να επηρεάζεται ο σαφής προσδιορισμός της θέσης του ακινήτου, καθόσον σε όλα τα συμβόλαια παρατίθενται λεπτομερώς τα όρια (σύνορα) με τους ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Δε δημιουργείται σύγχυση ή ασάφεια από την αναφορά στο με αριθμό …/1897 συμβόλαιο ως ορίου προς νότο της θάλασσας, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, διότι και στο με αριθμό 91/1913 συμβόλαιο της όμορης ιδιοκτησίας του ………. αναφέρεται ως όριο αυτής η θάλασσα (όπως, επίσης, ιδιοκτησίες …….. και ……), τούτο, δε, διότι η επίδικη έκταση είναι μέρος μεγαλύτερης έκτασης, που ανήκε στον …. ή «….» και προφανώς έφθανε μέχρι τη θάλασσα. Σημειώνεται ότι μέρος του ως άνω όλου ακινήτου του «…», όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη, πωλήθηκε, σε μεταγενέστερο χρόνο, από τον υιό του, ……., στο δικό του υιό, …. ., με το με αριθμό …./1960 συμβόλαιο. Ειδικότερα, πωλήθηκε το, ευρισκόμενο προς τη βορειοανατολική πλευρά του όλου ακινήτου, τμήμα, που περιλάμβανε αποθήκη, ξεροπήγαδο και καρποφόρα δέντρα και συνόρευε βόρεια με δημόσιο δρόμο, ανατολικά με κτήματα … Σχολής ….. και κληρονόμων ………., δυτικά με μονοπάτι και νότια με όριο – τέλος υφιστάμενων πεζουλιών. Ο …………, με το με αριθμό …./1978 συμβόλαιο, πώλησε τμήμα 4.000 τ.μ. από το αμέσως προαναφερθέν τμήμα στον … ……….. Κατόπιν της από 03-06-2011 (ΑΚ …./2011) αγωγής του τελευταίου κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθμό 1466/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που αναγνώρισε τον ενάγοντα κύριο του εν λόγω ακινήτου. Η απόφαση αυτή, όμως, δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί αμετάκλητη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο τύγχανε αγροτικό, τουλάχιστον από το έτος 1870 μέχρι και το έτος 1945, μόνον κατά την έκταση των 11.830,19 τ.μ., εξαιρούμενου τμήματος, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη, περιγραφομένου κατωτέρω, εμβαδού 4.205 τ.μ., καθώς: 1] σε όλα τα προαναφερόμενα συμβόλαια χαρακτηρίζεται ως αγρός ή αγροτικό κτήμα και γίνεται αναφορά στα καρποφόρα δέντρα, που περιείχε και τις υφιστάμενες καλλιεργητικές επεμβάσεις (κτίσματα – αποθήκες, πεζούλια, πηγάδια), 2] τα όμορα ακίνητα χαρακτηρίζονται κι αυτά ως αγροί, 3] ακόμη και σήμερα στην ως άνω έκταση υπάρχουν σαφή ίχνη καλλιεργητικών επεμβάσεων (πεζούλια – ξερολιθιές, διαμόρφωση σε βαθμίδες για καλύτερη καλλιέργεια, παλαιά άροση), με εξαίρεση το τμήμα του επίδικου ακινήτου, εμβαδού 4.205 τ.μ., το οποίο, σε αεροφωτογραφίες του έτους 1940, εμφανίζεται ως δασικού χαρακτήρα έκταση, με θαμνώδη δασική βλάστηση (σχίνα, πουρνάρια, ασπάλαθους) και άτομα πεύκης, με βαθμό συγκόμωσης 0,4, χωρίς ίχνη καλλιεργητικών δραστηριοτήτων και ανθρώπινων επεμβάσεων (βλ. ιδίως την από 14-05-2014 τεχνική έκθεση του Δασολόγου – Περιβαλλοντολόγου, ……….. και την με α.π. Δ.Υ. 48/10-01-2013 εισήγηση – αναφορά του Δασολόγου του Δασαρχείου Πόρου, ……….), 4] σε ζεύγος αεροφωτογραφιών του έτους 1940, το ακίνητο εμφανίζεται ως γεωργοδενδροκομικά καλλιεργούμενη έκταση, με δημητριακά, ελαιόδεντρα και χαρουπόδεντρα, διαμορφωμένη σε βαθμίδες και πεζούλια, με εξαίρεση το αμέσως πιο πάνω αναφερθέν τμήμα, εμβαδού 4.205 τ.μ., έχον δασικό χαρακτήρα, η ευρύτερη, δε, περιοχή, κυρίως βόρεια, βορειοδυτικά και νότια παρουσιάζει αγροτική μορφή, είτε καλλιεργούμενη, είτε ως χέρσα γεωργικά, εκμεταλλευόμενη μικτά, τόσο γεωργικά με την καλλιέργεια δημητριακών, όσο και δενδροκομικά με την καλλιέργεια ελαιόδεντρων και χαρουπόδεντρων, ενώ η περιοχή προς δυτικά και ανατολικά αποτελείται, κατά κύριο λόγο, από δασικές εκτάσεις και δάση, στα οποία παρεμβάλλονται χέρσοι – εγκαταλειφθέντες αγροί (βλ. ιδίως την από 14-05-2014 τεχνική έκθεση του δασολόγου – περιβαλλοντολόγου, ……….), 5] από τον, συνταχθέντα τον μήνα Αύγουστο του έτους 1969, χάρτη δάσους της «…. και ….. Σχολής», που εκπονήθηκε με επιμέλειά της για την προστασία της περιουσίας της, βασισμένο σε στοιχεία διαγραμμάτων των ετών 1930 και 1952, σε συνδυασμό με τον από Μαΐου 1977 χάρτη του Πολιτικού Μηχανικού . …., που βρίσκεται κατατεθειμένος στη Δ/νση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά, όπου η μείζονα έκταση του «….» αναφέρεται ως ιδιοκτησία ….., 6] το όμορο ακίνητο ιδιοκτησίας …. από το έτος 1876 και παλαιότερα ήταν ιδιωτική αγροτική έκταση, συστηματικά καλλιεργούμενη και ουδέποτε υπήρξε δασική (βλ. ΕιρηνΣπετσών 12/1998, 11/1998, 10/1998, 6/1997, ΜΠΠειρ 27/2001, 1280/1998), 7] στην με α.π. Δ.Υ. 48/10-01-2013 εισήγηση – αναφορά του Δασολόγου του Δασαρχείου Πόρου, ………., στη φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών του έτους 1945 (σειρά 9079 2 – 1, ζεύγος α/φ 174 – 175) αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι, πλην του τμήματος εμβαδού 4.205 τ.μ., που εμφανίζεται καλυπτόμενο από θαμνώδη δασική βλάστηση (σχίνα, πουρνάρια, ασπάλαθους) και άτομα πεύκης, με βαθμό συγκόμωσης 0,4, χωρίς να υπάρχουν ίχνη καλλιέργειας, η υπόλοιπη έκταση στο σύνολό της εμφανίζεται με βαθμίδες και αγροτικά καλλιεργημένη. Κατά την εκκαλουμένη, η αγροτική μορφή του επίδικου, κατά την έκταση των 11.830,19 τ.μ., με εξαίρεση το τμήμα εμβαδού 4.205 τ.μ., δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το επίδικο συμπεριλαμβάνεται σε ευρύτερη έκταση, κηρυχθείσα αναδασωτέα, λόγω πυρκαγιάς, με τη με αριθμό Δ/346652/1990 απόφαση και τη με αριθμό Δ/863/1995 απόφαση (τροποποίηση – διόρθωση) του Νομάρχη Πειραιά, γιατί, από το έτος 1945 και μετά, σταδιακά εγκαταλείφθηκε η καλλιέργεια τμημάτων του, επί των οποίων αναπτύχθηκε δασική βλάστηση, χωρίς, όμως, εκ του λόγου αυτού και μόνο να απωλέσουν τον αγροτικό χαρακτήρα τους και να καταστούν δασικές εκτάσεις, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι εντάχθηκαν φυσικά στο υπάρχον δασικό οικοσύστημα της περιοχής, αφού ακόμη και σήμερα είναι εμφανή σε αυτά τα ίχνη των καλλιεργητικών δραστηριοτήτων (βλ. και την με αριθμό 427/1993 ΓνωμΝΣΚ). Έτσι, μετά τη φωτιά της 01ης-08-1990, από την οποία επλήγη και το όλο ακίνητο, αυτό συμπεριλήφθηκε στην, κηρυχθείσα αναδασωτέα, ευρύτερη έκταση, ουδέποτε, όμως, έχασε την αγροτική του μορφή. Μάλιστα, οι προαναφερόμενες αποφάσεις του Νομάρχη Πειραιά, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, ανακλήθηκαν μερικώς με την με α.π. 25720/881 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, ως προς το τμήμα του επίδικου, εμβαδού 5.912 τ.μ., γιατί διαπιστώθηκε ότι αποτελούσε ανέκαθεν έκταση καλλιεργημένη γεωργικά σε βαθμίδες, με ελιές και χαρουπιές και λόγω πλάνης και παραδρομής περιλήφθηκε στις, με τις πιο πάνω αποφάσεις κηρυχθείσες αναδασωτέες, εκτάσεις. Κατόπιν των ανωτέρω, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, ως προς την έκταση των 11.830,19 τ.μ., εκ της συνολικής εκτάσεως των 16.035,19 τ.μ., εξαιρούμενου τμήματος, εμβαδού 4.205 τ.μ., ότι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί (ενστάσεις) του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου ότι το ίδιο είναι κύριο της εκτάσεως αυτής των 11.830,19 τ.μ., γιατί αυτή καταλήφθηκε με τα όπλα και δημεύτηκε από αυτό πριν από το έτος 1830, κατά τη διάρκεια του πολέμου για την ανεξαρτησία από τον τουρκικό ζυγό, ή, διότι η έκταση αυτή καταλήφθηκε από αυτό κατά το έτος 1830, βάσει των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, ή, διότι η έκταση αυτή, κατά το έτος 1836, ήταν δάσος και περιήλθε σ’ αυτό, επειδή δεν προσκομίσθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας μέσα στην, προβλεπόμενη από το β.δ. 17/29-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών», ανατρεπτική προθεσμία του ενός έτους, ή, διότι ήταν βοσκότοπος ή λιβάδι, δίχως ποτέ να αναγνωρισθεί κανείς νόμιμα κύριος, κατά την προβλεπόμενη διαδικασία του β.δ. 3/15-12-1833, ή, διότι κατέλαβε το επίδικο ως αδέσποτο, ή, διότι το νεμόταν συνεχώς από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους μέχρι την άσκηση της αγωγής, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, ως προς την έκταση των 11.830,19 τ.μ., καθόσον δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο και ότι, εξάλλου, επί Τουρκοκρατίας, οι γαίες των Σπετσών ήταν «μούλκια» και όχι δημόσιες (βλ. Ελευθεριάδης Ν., Ο χαρακτηρισμός των γαιών εν Ελλάδι επί Τουρκοκρατίας, Δ/νη Η σελ. 304 επ.). Επίσης, εφόσον, κατά την εκκαλουμένη, αποδείχθηκε ο αγροτικός χαρακτήρας της έκτασης των 11.830,19 τ.μ., εκ της συνολικής εκτάσεως 16.035,19 τ.μ., πλην της επιμέρους έκτασης των 4.205 τ.μ., η ένσταση εκ των άρθρων 276 ν.δ. 11/11-5-1929 «περί δασικού κώδικος» και 60 ν.δ. 86/1969, ως προς την έκταση των 11.830,19 τ.μ., απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Στη συνέχεια, ενόψει του ότι με την εκκαλουμένη κρίθηκε ότι το ακίνητο ανέκαθεν ήταν αγροτικό, κατά την επιφάνεια των (16.035,19 – 4205 =) 11.830,19 τ.μ., δεν ετέθη (με την εκκαλουμένη) ζήτημα κτήσης κυριότητας αυτού, ως προς το τμήμα 11.830,19 τ.μ., από τους απώτερους δικαιοπάροχους των εναγόντων, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, συμπληρωμένης μέχρι την κρίσιμη ημερομηνία της 11ης-09-1915, αφού, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη και καθ’ ο μέρος αυτή δεν προσβάλλεται, αυτό ουδέποτε αποτέλεσε δημόσιο κτήμα. Οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, αλλά και ο άμεσος δικαιοπάροχός τους, σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα, κατέστησαν διαδοχικά κύριοι της έκτασης των 11.830,19 τ.μ., εκ της συνολικής εκτάσεως 16.035,19 τ.μ. (ήτοι πλην της επιμέρους επίδικης με την υπό κρίση έφεση έκτασης των 4.205 τ.μ.), όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, με παράγωγο τρόπο, ήτοι λόγω πώλησης, με βάση τα παραπάνω συμβόλαια. Σε κάθε περίπτωση, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγόντων, «……………» και οι προαναφερόμενοι δικαιοδόχοι του, κατείχαν και νέμονταν την έκταση των 11.830,19 τ.μ. (μη επίδικη με την υπό κρίση έφεση), με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και με βάση τους άνω τίτλους, συνεχώς τουλάχιστον από το έτος 1897 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, έχοντας την ειλικρινή πεποίθηση, μέχρι μεν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-02-1946), ότι, νεμόμενοι τούτο, δεν πρόσβαλαν το δικαίωμα κυριότητας άλλων και δη του Ελληνικού Δημοσίου, μετά, δε, την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, έχοντας την πεποίθηση, χωρίς βαριά αμέλεια, ότι είχαν αποκτήσει κυριότητα στο ακίνητο αυτό, διότι, στην έκταση αυτή οι προαναφερόμενοι νομείς ασκούσαν, προσιδιάζουσες στο χαρακτήρα και τη μορφολογία της, διακατοχικές πράξεις και συγκεκριμένα καλλιεργούσαν δημητριακά και οπωροφόρα δέντρα. Επικουρικά, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, καθ’ ο μέρος δεν εκκαλείται, ότι ανεξάρτητα από την μορφή, που είχε η έκταση των 11.830,19 τ.μ., αποδείχθηκε ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, ήτοι ο «………» και οι δικαιοπάροχοί του, τουλάχιστον από το έτος 1870 και μέχρι την 11η-09-1915, δηλαδή για χρονικό διάστημα πλέον της τριακονταετίας, νεμήθηκαν την έκταση αυτή (των 11.830,19 τ.μ.), με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, έχοντας την ειλικρινή πεποίθηση ότι, νεμόμενοι τούτη, δεν πρόσβαλαν το δικαίωμα κυριότητας άλλων και δη του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ ποτέ δεν άσκησε επ’ αυτής διακατοχικές πράξεις το τελευταίο. Ωστόσο, ως προς το επιμέρους -επίδικο με την υπό κρίση έφεση- τμήμα του επίδικου, εμβαδού 4.205 τ.μ., υπό τα στοιχεία «17,18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, 61, 62, 63, 64, 65, 17», όπως φαίνεται στο, προσαρτώμενο στην με α.π. Δ.Υ. 48/10-01-2013 εισήγηση – αναφορά του Δασολόγου του Δασαρχείου Πόρου, ….. ., από το μήνα Φεβρουάριο έτους 2011, τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού, ………., αλλά με τα ίδια στοιχεία και στο από Ιανουάριο 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου Τοπογράφου – Μηχανικού (καθ’ ο μέρος προσβάλλεται η εκκαλουμένη), αποδεικνύεται, όπως ορθώς έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη, ότι αυτό ήταν ανέκαθεν (δημόσια) δασική έκταση, χωρίς ίχνη καλλιεργητικών δραστηριοτήτων και ανθρώπινων επεμβάσεων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόντων (βλ. ιδίως την προσκομιζόμενη νόμιμα μ’ επίκληση από αμφότερα τα διάδικα μέρη με α.π. Δ.Υ. 48/10-01-2013 εισήγηση – αναφορά του Δασολόγου του Δασαρχείου Πόρου, …………. και την προσκομιζόμενη νόμιμα μ’ επίκληση από τους εκκαλούντες – ενάγοντες από 14-05-2014 τεχνική έκθεση του Δασολόγου – Περιβαλλοντολόγου, …………, η οποία συνετάγη κατόπιν εντολής του πρώτου των εναγόντων), γεγονός που καταδεικνύει ότι ουδέποτε έγιναν πράξεις νομής από οποιονδήποτε επ’ αυτού.  Άρα, το επίδικο, κατά το εκκληθέν κεφάλαιο της εκκαλουμένης ως προς το ως άνω τμήμα των 4.205 τ.μ., ανήκει στην κυριότητα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, διότι, κατά την έναρξη της ισχύος του β.δ. 17/29-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών», αποδείχθηκε ότι ήταν δασική έκταση, γενομένης δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης του εναγόμενου, ειδικά και μόνο για το συγκεκριμένο τμήμα του επίδικου. Ούτε αποδεικνύεται, επίσης, ότι, επί του έχοντος δασικό χαρακτήρα τμήματος του επίδικου ακινήτου, εμβαδού 4.205 τ.μ., ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγόντων, προπάππος τους «………….», απέκτησε κυριότητα μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, συνυπολογιζομένου στο χρόνο που αυτός το χρησιδέσποζε και του χρόνου της νομής των δικαιοπαρόχων του, συμπληρωθείσας της τριακονταετούς νομής μέχρι και την 11η Σεπτεμβρίου 1915, καθόσον, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στο συγκεκριμένο τμήμα – δασική έκταση δεν έλαβαν χώρα πράξεις νομής από κανέναν. Σημειώνεται ότι, για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικού ή μη χαρακτήρα, αρμόδια είναι τα κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας όργανα, με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις, που αυτή προβλέπει, η δε έννοια του δάσους έχει προσδιορισθεί με την υπ’ αριθ. 27/1999 απόφαση του ΑΕΔ, ενώ, τα πρόσθετα για τον προσδιορισμό του στοιχεία, που απαιτήθηκαν κατά το άρθρο 1 του Ν. 3208/2003, που αντικατέστησε το άρθρο 3 του ν. 998/1979, έχουν κριθεί αντισυνταγματικά (ΟλΣτΕ 34/2013, ΑΠ 749/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 596/16). Προσέτι, με το άρθρο 14 του ν. 998/1979, θεσπίζεται ειδική ενδικοφανής διαδικασία για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη, με σκοπό την επίλυση του σχετικού ζητήματος, κατά τρόπο δεσμευτικό τόσο για τη διοίκηση, όσο και για τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες (ΣτΕ 885/2008). Οι αποφάσεις του Δασάρχη και των Επιτροπών Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων, Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας (άρθρ. 10 παρ. 3 ν. 998/1979), σχετικά με το χαρακτήρα ορισμένης έκτασης ως δασικής ή μη, συνίσταται στη διαπίστωση υφιστάμενης πραγματικής (φυσικής) κατάστασης και των τυχόν προσφάτων αλλοιώσεών της. Η σχετική διαπίστωση ανάγεται και στο παρελθόν, όταν η μεταβολή του δασικού χαρακτήρα οφείλεται σε καταστροφή ή παράνομη εκχέρσωση. Οι Επιτροπές είναι αρμόδιες, μεταξύ άλλων, να επιλύουν διαφορές ως προς το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως χορτολιβαδικής ή μη, κατά την προαναφερθείσα διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, ανεξάρτητα από το αν αυτή είναι δημόσια ή ιδιωτική, όπως τούτο συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 8, 14 και 74 παρ. 3 του ίδιου νόμου. Η επίλυση της σχετικής δασικής αμφισβήτησης ανάγεται μόνο στον προσήκοντα χαρακτηρισμό ορισμένης έκτασης και δεν εκτείνεται σε θέματα αναγνώρισης της κυριότητας ή της διαχείρισης των χορτολιβαδικών εκτάσεων (ΑΠ 749/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 596/2016). Σύμφωνα, δε με τα άρθρα 117 παρ. 1 του Συντάγματος και 38 παρ. 1 του Ν. 998/1979, σε περίπτωση καταστροφής ή αποψιλώσεως εκτάσεως, που είναι δάσος ή δασική, από οποιοδήποτε αιτία, η αναδάσωσή της είναι υποχρεωτική, ασχέτως του χαρακτήρα της ως δημόσιας ή ιδιωτικής (βλ. σχετ. ΟλΣτΕ 34/2013 Δημ. Νόμος) και δεν ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η εκδιδομένη με βάση το άρθρο 191 του ν.δ. 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέας (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 21/2005, ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1646/2009, ΑΠ 975/2008). Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε ότι αναπτύχθηκε στο τμήμα αυτό, εμβαδού 4.205 τ.μ., δασική βλάστηση λόγω εγκατάλειψης της καλλιέργειάς του για μερικά έτη, αφού ήταν ανέκαθεν δασική έκταση και, κατά το επίδικο ως άνω χρονικό διάστημα, δεν είχαν λάβει χώρα πράξεις νομής σε αυτό, από κανέναν. Συνεπώς, οι ενάγοντες δεν κατέστησαν κύριοι του ως άνω επίδικου με την υπό κρίση έφεση τμήματος ακινήτου, έκτασης 4.205 τ.μ., κατά τ’ ανωτέρω, ούτε με παράγωγο τρόπο, αλλά ούτε και με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, απορριπτομένων όλων των βάσεων της ένδικης αγωγής, ως προς το τμήμα αυτό. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια ως άνω κρίση και δη ότι οι ενάγοντες τυγχάνουν κύριοι μόνον της έκτασης των 11.830,19 τ.μ., εκ της συνολικής των 16.035,19 τ.μ., κατά τα πιο πάνω εξ αδιαιρέτου ποσοστά τους, και σύμφωνα με τους ανωτέρω τίτλους κτήσης τους, που μεταγράφηκαν νόμιμα, αλλά και δια τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας και έκανε μερικώς δεκτή την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, αναγνώρισε δε τους ενάγοντες συγκύριους, σε ποσοστό 5/8 εξ αδιαιρέτου τον πρώτο και σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου το δεύτερο, μόνον ενός αγροτεμαχίου, κείμενου στη θέση «……….» της νήσου των Σπετσών, εκτός σχεδίου πόλης, εμβαδού 11.830,19 τ.μ., αφαιρουμένης της περιγραφομένης ως άνω δασικής έκτασης των 4.205 τ.μ., που αποδείχθηκε ότι ανήκει στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, συμψήφισε δε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις. Η εκκαλούμενη απόφαση δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Για το λόγο αυτό πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος).

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3634/2017 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθούν, όμως, μειωμένα, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 και την Υ.Α. 134423/1992 (βλ. σχετ. ΑΠ 104/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2131/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 553/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 437/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1116/2003, ΑΠ 780/2001, ΑΠ 755/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 107/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 474/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαμ 12/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 210/2009 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 20/11/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 29-11-2017, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 29-11-2017, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

επιβαλλει στους εκκαλούντες το σύνολο των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 20/02/2020, στον Πειραιά.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 15/05/2020, στον Πειραιά, μετά τη μετάθεση και αναχώρηση της ως άνω Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου, με άλλη σύνθεση, αποτελούμενη από τη Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη, την Αικατερίνη Κοκόλη και την Ευγενία Τσιώρα, Εφέτες, με την παρουσία της Γραμματέως της έδρας, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ