Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 383/2020

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Προσφυγή, κατ’ άρθρο 43 του Κανονισμού 44/2001, εκδικαζομένη κατά την αμφιβητουμένη διαδικασία, κατά απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, εκδοθείσας κατά την εκούσια δικαιοδοσία, με την οποία απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η αίτηση κήρυξη εκτελεστότητας αλλοδαπής απόφασης διατροφής(Πρωτοδικείου Ρότερνταμ Ολλανδίας). Δεν είναι ένδικο μέσο. Λόγοι άρνησης εκτελεστότητας (άρθρο 34 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001). Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής απόφασης. Απορρίπτει προσφυγή.

 

Αριθμός 383/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται με την από 18-10-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./19-10-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./19-10-2018 αίτηση – κλήση του προσφεύγοντος, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η από 19/01/2015 προσφυγή, με αριθμ. κατάθ. …./19-01-2015 στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./19-01-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./19-01-2015, κατά της με αριθμ. 358/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατόπιν της με αριθμ. 455/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία κηρύχθηκε το ίδιο καθ’ ύλην αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η υπόθεση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας.

Με το ν.δ. 4421/1964 κυρώθηκε η από 20.6.1956 διεθνής Πολυμερής Σύμβαση της Νέας Υόρκης “Περί διεκδικήσεως διατροφής στην αλλοδαπή” (εφεξής Σύμβαση). Σύμφωνα με το άρθρο 1, σκοπός της σύμβασης αυτής, είναι να διευκολύνει τη διεκδίκηση διατροφής όταν ο δικαιούχος και ο υπόχρεος βρίσκονται στην επικράτεια διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών, μέσω των αντίστοιχων “Αντιπροσωπειών Διαβίβασης και Λήψης” της αίτησης και των σχετικών εγγράφων. Στο άρθρο 5 της σύμβασης ορίζονται οι επιβεβλημένες ενέργειες της “Αντιπροσωπείας Διαβίβασης” και στο άρθρο 6 οι αρμοδιότητες της “Αντιπροσωπείας Λήψης”, η οποία πρέπει μέσα στα πλαίσια της εξουσιοδότησης να λαμβάνει για λογαριασμό του δικαιούχου όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την επιδίωξη της διατροφής, μεταξύ των οποίων ο διακανονισμός της αξίωσης και, όταν είναι αναγκαίο, η έγερση αγωγής, η διεξαγωγή της δίκης και η εκτέλεση της επιταγής προς πληρωμή. Με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι εφαρμοστέο δίκαιο αναφορικά με τα ζητήματα, που ανακύπτουν σε οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια ή διαδικασία είναι το δίκαιο του κράτους του υπόχρεου. Δυνάμει δε του από 9.11.1966 εγγράφου της Διεύθυνσης Διοικητικού του Υπουργείου Εξωτερικών ως “Αντιπροσωπεία Λήψης” για την Ελλάδα ορίστηκε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο δια του Υπουργού ασκεί τις παραπάνω ενέργειες. Η εν λόγω Σύμβαση καθιερώνει, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, ένα διεθνές σύστημα συνεργασίας διοικητικών αρχών και δεν πρόκειται για σύμβαση που θεσπίζει κανόνες αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων. Όπως δε συνάγεται, από το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεών της η Σύμβαση, λόγω του ανθρωπιστικού σκοπού της, έχει δημιουργήσει ένα πλέγμα διατάξεων και ένα μηχανισμό άμεσης και αποτελεσματικής διεκδίκησης των αξιώσεων διατροφής στην αλλοδαπή. Ουσιώδεις και καίριες έννοιες, κατά τη Σύμβαση, είναι αυτές της Αντιπροσωπείας Διαβίβασης και της Αρχής Λήψης, έτσι ώστε να απαλλάσσεται ο ίδιος ο “εν χρεία ευρισκόμενος” δικαιούχος από κάθε πρόσθετη ταλαιπωρία και επιβάρυνση (βλ σχ. Εισαγωγή της Σύμβασης). Η δε διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της Σύμβασης υποδηλώνει ότι ο σκοπός είναι η μέγιστη δυνατή παροχή μέτρων και μέσων προστασίας και επίλυσης των αναφυομένων προβλημάτων. Ενόψει των ανωτέρω, είναι σαφές ότι το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης δεν ταυτίζεται και δεν τίθεται θέμα σύγκρουσής της με τις διατάξεις των άρθρων 32 επ. του Κανονισμού 44/2001/ΕΚ “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, (εφεξής “Κανονισμός”), ο οποίος αντικατέστησε την προϊσχύσασα “Σύμβαση των Βρυξελλών” και ισχύει από την 1.3.2002. Είναι, επομένως, νοητή η συνδυαστική-συμπληρωματική εφαρμογή της Σύμβασης και του Κανονισμού. Έτσι, ο δικαιούχος διατροφής, ο οποίος ευρίσκεται στο έδαφος Κράτους-Μέλους της Ε.Ε., όπου ισχύει η παραπάνω Σύμβαση, και πέτυχε την έκδοση εκτελεστής απόφασης από δικαστήριο αυτού του Κράτους-Μέλους, δύναται να υποβάλει στην “Αντιπροσωπεία Διαβίβασης” του τελευταίου αίτηση με περιεχόμενο την εκτέλεση της απόφασης σε άλλο Κράτος- Μέλος, συμβαλλόμενο, ομοίως, μέρος στην ανωτέρω Σύμβαση, όπου κατοικεί ο υπόχρεος. Η “Αντιπροσωπεία Διαβίβασης” του πρώτου Κράτους-Μέλους διαβιβάζει την αίτηση στην “Αντιπροσωπεία Λήψης” του δεύτερου Κράτους-Μέλους, η οποία, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό του δικαιούχου, ασκεί την αίτηση του άρθρου 38 παρ. 1 του Κανονισμού (βλ. τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 6 παρ. 1 της Σύμβασης). Στην ως άνω περίπτωση, αιτών παραμένει ο δικαιούχος της διατροφής, η δε “Αντιπροσωπεία Λήψης”, η οποία ενεργεί, ως προελέχθη, στο όνομα και για λογαριασμό του, δεν αποκτά την ιδιότητα της αιτούσας, ούτε θεωρείται ως τρίτη κατ` εξαίρεση νομιμοποιούμενη προς υποβολή της αίτησης διάδικος, αφού η Σύμβαση δεν περιέχει ρητή σχετική πρόβλεψη. Αντίθετο πόρισμα θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 3, 9 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης (ΑΠ 247/2016 Δημ. Νόμος).Περαιτέρω, από 1-3-2002, σύμφωνα με το άρθρο 76 αυτού, τέθηκε σε εφαρμογή ο 44/2001 Κανονισμός του Συμβουλίου της 22.12.2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο ανωτέρω κανονισμός αντικατέστησε την από 27.9.1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών για την διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, όπως αυτή ίσχυε τροποποιηθείσα από την Σύμβαση του Σαν Σεμπάστιαν της 26 Μαΐου 1989, που κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τον ν. 1814/1988 και του ν. 2004/1992, αντιστοίχως, και έχει αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. σχετ. ΑΠ 630/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 93/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1028/2009 Δημ. Νόμος). Στόχος της καταρτίσεως του πιο πάνω Κανονισμού ήταν αφ` ενός μεν εισαγωγή συγχρόνων κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, αφ` ετέρου δε η περαιτέρω απλούστευση των απαραιτήτων διατυπώσεων για την ταχεία αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις υποθέσεις αυτές, μέσω απλής και ομοιόμορφης διαδικασίας, και συνακόλουθα η αντιμετώπιση και η λύση των προβλημάτων, που είχαν προκύψει κατά την εφαρμογή της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών (βλ. ΑΠ 630/2019 ό.π., ΑΠ 93/2017 ό.π.). Αναφορικά με την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων στις υποθέσεις, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού, κατά το άρθρο 1 αυτού, ορίζονται με τις παρακάτω διατάξεις του κεφαλαίου III αυτού, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: “Ως απόφαση, κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση εκδιδομένη από δικαστήριο κράτους – μέλους, οποιαδήποτε και εάν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα” (αρθ. 32), “Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος – μέλος αναγνωρίζεται στα κράτη – μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία” (αρθ. 33 παρ.1), “Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως” (αρθ. 36), “Αποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος εκτελούνται σε άλλο κράτος – μέλος, αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου” (άρθρ. 38 παρ. 1), “1. Η αίτηση υποβάλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο ή αρμοδία αρχή, των οποίων ο κατάλογος σημειώνεται στο παράρτημα II. 2. Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται από την κατοικία του προσώπου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση ή από τον τόπο εκτέλεσης” (αρθ. 39 παρ. παρ. 1, 2), “1. Η αίτηση υποβάλλεται κατά το δίκαιο του κράτους – μέλους εκτέλεσης. 2. Ο αιτών οφείλει να προβεί σε εκλογή κατοικίας στην περιφέρεια του Δικαστηρίου ή της αρμοδίας αρχής στην οποία απευθύνεται. Αν πάντως το δίκαιο του κράτους- μέλους εκτελέσεως δεν προβλέπει την εκλογή κατοικίας, ο αιτών διορίζει αντίκλητο. 3. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 53” (αρθ. 40 παρ. παρ.1 – 3), “Η απόφαση κηρύσσεται εκτελεστή, ευθύς ως ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 53, χωρίς έλεγχο των λόγων μη εκτέλεσης, που αναφέρονται στα άρθρα 34 και 35. Ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση δεν δύναται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, να καταθέσει προτάσεις” (αρθ. 41), “1. Η απόφαση επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας γνωστοποιείται αμελλητί στον αιτούντα κατά την διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους – μέλους εκτέλεσης. 2. Η κήρυξη της εκτελεστότητας επιδίδεται ή κοινοποιείται στον διάδικο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, μαζί με την απόφαση, εφ` όσον αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον εν λόγω διάδικο” (αρθ. 42 παρ. παρ.1, 2) “1. Κατά της αποφάσεως, που εκδίδεται επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας, μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο και από τους δύο διαδίκους 2. Το ένδικο μέσο ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου, που αναφέρεται στο παράρτημα III. 3. Το ένδικο μέσο εκδικάζεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. 4….5. Το ένδικο μέσο κατά της κήρυξης εκτελεστότητας ασκείται εντός μηνός από την επίδοση ή κοινοποίησή της. Αν ο διάδικος. κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους – μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο κηρύχθηκε η εκτελεστότητα, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου είναι δύο μήνες από την ημέρα που έγινε η επίδοση ή η κοινοποίηση της προσωπικά ή στην κατοικία του. Η προθεσμία αυτή δεν παρεκτείνεται λόγω απόστασης” (άρθ. 43 παρ. παρ.1, 2, 3 και 5), ” Κατά της απόφασης επί του ενδίκου μέσου μπορεί να ασκηθεί μόνο το ένδικο μέσο, που αναφέρεται στο παράρτημα IV (αρθ. 44), “1. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, δυνάμει των άρθρων 43 ή 44 δύναται να απορρίψει ή ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας, μόνον εφ` όσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στα άρθρα 34 και 35. Αποφασίζει αμελλητί 2. Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως” (αρθ. 45 παρ. παρ.1, 2).»(βλ. ΑΠ 630/2019 ό.π., ΑΠ 93/2017 ό.π.).Περαιτέρω, με τα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού 44/2001 προβλέπονται, κατά τρόπο περιοριστικό, οι λόγοι για τους οποίους δεν αναγνωρίζεται η απόφαση, ενώ με το άρθρο 53 ορίζονται τα έγγραφα, που πρέπει να προσκομίσει ο διάδικος, που επικαλείται την αναγνώριση ή ζητεί την κήρυξη της εκτελεστότητας. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του Καν. 44/2001, «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1. αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως 2. αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει 3. αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως 4. αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως.». Υλικά δε αρμόδιο στην Ελλάδα για την κήρυξη της εκτελεστότητας Δικαστήριο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (αρθ. 740 επ. Κ. Πολ. Δ. σε συνδ. προς άρθρο 905 παρ.1 του ιδίου Κώδικα), σύμφωνα δε με σχετική ρύθμιση του παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού, για την εκδίκαση του “ενδίκου μέσου” του άρθρου 43 του Κανονισμού αρμόδιο είναι το Εφετείο, σύμφωνα με σχετική ρύθμιση του παραρτήματος ΙΙΙ του Κανονισμού, ενώ το “ένδικο μέσο” που μπορεί να ασκηθεί, κατά το άρθρο 44 του Κανονισμού, είναι η αναίρεση, σύμφωνα με σχετική ρύθμιση του παραρτήματος ΙΙΙ του Κανονισμού. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Κανονισμού 44/2001, που κατά βάση διατηρεί τη δομή και το ρυθμιστικό πλαίσιο της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών, προκύπτει ότι στα πλαίσια της θεσπιζόμενης, κατά τα ανωτέρω, ταχείας και απλής διαδικασίας κηρύξεως εκτελεστής αλλοδαπής αποφάσεως κράτους – μέλους, το Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο για την Ελλάδα) του κράτους- μέλους εκτελέσεως, περιορίζεται στο να διαπιστώσει ότι πρόκειται περί εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως προερχομένης από άλλο κράτος- μέλος, της οποίας το αντικείμενο υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού, χωρίς να έχει δικαίωμα πλέον να ερευνήσει, εάν συντρέχει κάποιος από τους λόγους, που δικαιολογούν την άρνηση της εκτελεστότητας, κατά τα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού (σε αντίθεση προς το υπό την Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών ισχύσαν δίκαιο) και χωρίς ο καθ` ού η εκτέλεση να δικαιούται να παραστεί στην ως άνω δίκη και να υποβάλλει παρατηρήσεις (ομοίως κατά το άρθρο 34 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών). Συνακόλουθα η ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που δέχεται την αίτηση κηρύξεως εκτελεστής της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, δεν συνιστά ουσιαστικά δικαστική απόφαση, αλλά απλή δικαστική διαταγή, που υπόκειται στο κατά το άρθρο 43 παρ.1 του Κανονισμού ένδικο μέσο, το οποίο προσομοιάζει, στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου, προς την ανακοπή του άρθρου 583 Κ.Πολ.Δ. (βλ. ΑΠ 630/2019 ό.π., ΑΠ 1028/2009 ό.π., ΑΠ 1024/2001). Το εν λόγω “ένδικο μέσο”, παρά την ως άνω ατυχή ονομασία του (υπό τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών εχρησιμοποιείτο ο ορθότερος όρος “προσφυγή”), δεν συνιστά “έφεση” κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αλλά το Εφετείο, επιλαμβανόμενο αυτού, ενεργεί ως πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ` εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 12 παρ. 2 Κ. Πολ.Δ. (βλ. σχετ. ΑΠ 630/2019 ό.π., ΑΠ 1028/2009 Δημ. Νόμος). Για το λόγο αυτό, τούτο ασκείται με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται (Εφετείο) και με επίδοση αυτού στον καθ` ου απευθύνεται (ΚΠολΔ 585§1, 215§1) εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 43§ 5 του Κανονισμού αποκλειστικής προθεσμίας του ενός ή των δύο μηνών (βλ. σχετ. ΑΠ 630/2019 ό.π., ΑΠ 1028/2009 Δημ. Νόμος, πρβλ. Π. Αρβανιτάκη – Ε. Βασιλακάκη, Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003, Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία σελ. 318-320). Εξάλλου, η εκτελεστότητα της αλλοδαπής απόφασης μπορεί να αποκρουστεί, αν η επέκταση της ενέργειάς της στην ημεδαπή θα είχε ως συνέπεια τη δημιουργία καταστάσεων κατάδηλα απροσάρμοστων προς την κρατούσα ημεδαπή δικαιϊκή τάξη και μόνο κατόπιν πρότασης του ασκούντος την προσφυγή ελέγχεται, αν αντίκειται η απόφαση στη δημόσια τάξη με την στενότερη έννοια του Κανονισμού (απόφαση ….. ΔΕΚ της 28-3-2000, ΑΠ 630/2019 ό.π.). Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 905 παρ. 3 και 323 παρ. 5 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για να κηρυχθεί στην Ελλάδα εκτελεστή απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου (στην εκτελεστότητα περιλαμβάνεται και η επιδικαζόμενη δικαστική δαπάνη) απαιτείται, εκτός των άλλων, να μην είναι αντίθετη προς τη “δημόσια τάξη”. Στις διατάξεις αυτές η δημόσια τάξη νοείται με την έννοια του άρθρου 33 του ΑΚ. Επομένως η κήρυξη απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου εκτελεστής στην Ελλάδα δεν συγχωρείται όταν, εξαιτίας του περιεχομένου της και ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, που προκύπτουν από την αλλοδαπή απόφαση, η εκτέλεσή της α) θα προσέκρουε σε θεμελιώδεις πολιτειακές ηθικές, κοινωνικές, δικαιϊκές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στη χώρα και β) θα διατάρασσε τον έννομο ρυθμό που κρατεί στη χώρα (Ολ.ΑΠ 17/1999, (βλ. σχετ. ΑΠ 630/2019 ό.π., ΑΠ 93/2017 ό.π., ΑΠ 2273/2009, ΑΠ 1066/2007). Στην έννοια των αστικών υποθέσεων, που εμπίπτουν στην ύλη του Κανονισμού 44/2001, συγκαταλέγονται οι υποχρεώσεις διατροφής, όπως προκύπτει ευθέως και από τη διάταξη του άρθρου 5 στοιχ. 2 του Κανονισμού, που εισάγει ειδική δικαιοδοτική βάση για τις υποθέσεις διατροφής, με αποτέλεσμα να θεωρείται δεδομένη η εφαρμογή του Κανονισμού στις συγκεκριμένες υποθέσεις (ΔΕΚ 6.3.1980, de Cavel II,C-120/77,ΣυλλΝομολ 1980.731 επ.). Σημειώνεται ότι, ο Κανονισμός ΕΚ 4/2009 του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2008 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής», υποκατέστησε τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, οι οποίες εφαρμόζονταν και σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής. Συνεπώς, μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ 4/2009), τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις του Κανονισμού αυτού, όσον αφορά τη δικαιοδοσία, την αναγνώριση, την κήρυξη της εκτελεστότητας και εκτέλεσης των αποφάσεων, καθώς και τη νομική αρωγή αντί των διατάξεων του Κανονισμού 44/2001. Ο Κανονισμός 4/2009, σύμφωναμε τη διάταξη του άρθρου 76 ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εδ. α`), τα άρθρα 2 § 2, 47 § 3, 71, 72 και 73, εφαρμόζονται από τις 18 Σεπτεμβρίου 2010 (εδ. β`), ενώ οι λοιπές διατάξεις αυτού εφαρμόζονται από τις 18 Ιουνίου 2011, με την επιφύλαξη ότι το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 είναι εφαρμοστέο στην Κοινότητα την ημερομηνία αυτή, άλλως εφαρμόζεται από την ημερομηνία εφαρμογής του εν λόγω Πρωτοκόλλου στην Κοινότητα. Από το ως άνω άρθρο προκύπτει ότι ο εν λόγω Κανονισμός εξαρτά άμεσα την εφαρμογή του από το από 23 Νοεμβρίου 2007 Πρωτόκολλο της Χάγης, που καταρτίστηκε στα πλαίσια της διάσκεψης της Χάγης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο από την Κοινότητα και τα Κράτη Μέλη της, τα οποία συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις για το ζήτημα της ικανοποίησης απαιτήσεων σε διεθνές επίπεδο διατροφής για παιδιά και άλλων μορφών οικογενειακής διατροφής. Στις 30.11.2009 η Επιτροπή, με την 2009/941/ΕΚ (L 331/17/16.12.2009) Απόφαση, κατ’ εξουσιοδότηση του Συμβουλίου της ΕΕ, υπέγραψε το ως άνω Πρωτόκολλο της Χάγης της 23ης Νοεμβρίου 2007 εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στις αιτιολογικές σκέψεις (7) και (8) του προοιμίου της ως άνω απόφασης της Επιτροπής, αναφέρεται ότι «το πρωτόκολλο θα πρέπει να εφαρμόζεται μεταξύ των κρατών μελών το αργότερο μέχρι την 18η Ιουνίου του 2011, ημερομηνία εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 4/2009» και ότι «λόγω του στενού δεσμού μεταξύ του Πρωτοκόλλου και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009, οι κανόνες του Πρωτοκόλλου θα πρέπει να εφαρμόζονται στην Κοινότητα σε προσωρινή βάση, εάν το Πρωτόκολλο δεν έχει τεθεί σε ισχύ την 18η Ιουνίου 2011, ημερομηνία εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 4/2009. Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να γίνει μονομερής δήλωση κατά τη σύναψη του Πρωτοκόλλου». Με βάση αυτές τις σκέψεις η Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή κατά τα πιο πάνω, δήλωσε κατά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου ότι «εντός της Κοινότητας οι κανόνες του Πρωτοκόλλου, εφαρμόζονται σε προσωρινή βάση, με την επιφύλαξη του άρθρου 5 της παρούσας απόφασης από τη 18η Ιουνίου 2011, ημερομηνία εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 4/2009, εάν το πρωτόκολλο δεν έχει ακόμα τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία αυτή» (άρθρο 3). Σημειωτέον δε ότι το ως άνω Πρωτόκολλο της Χάγης της 23ης Νοεμβρίου 2007, το οποίο έχει υπογραφεί και επικυρωθεί από την Ένωση από τις 8.4.2010, τέθηκε τελικά σε ισχύ την 1.8.2013. Πάντως, και παρά το γεγονός ότι το Πρωτόκολλο της Χάγης της 23ης Νοεμβρίου 2007 τέθηκε σε ισχύ την 1.8.2013, αυτό ίσχυε για τα κράτη μέλη της Κοινότητας, εκτός από τη Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ήδη από τις 18 Ιουνίου 2011, δηλαδή εφαρμοζόταν στα κράτη μέλη και πριν την 1.8.2013 σε προσωρινή βάση από την ως άνω ημερομηνία, δυνάμει της ως άνω δήλωσης κατά την υπογραφή και σύναψη του Πρωτοκόλλου της Χάγης. Επομένως, από την ίδια αυτή ημερομηνία (18.6.2011) έχει εφαρμογή και ο Κανονισμός 4/2009 στο εσωτερικό της Κοινότητας (πλην της Δανίας), βάσει του προαναφερθέντος άρθρου 76 του Κανονισμού, που εξαρτά την εφαρμογή του τελευταίου από την ημερομηνία εφαρμογής του Πρωτοκόλλου της Χάγης στην Κοινότητα. Εξάλλου, ο εν λόγω Κανονισμός, αποτελεί έκτοτε εσωτερικό δίκαιο αυξημένης τυπικής ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 249 § 2 της Συνθήκης της ΕΕ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 28 του Συντάγματος. Όσον αφορά στα ζητήματα της αναγνώρισης και της κήρυξης εκτελεστών των εκδιδομένων αποφάσεων, ο νομοθέτης του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 4/2009, τα αντιμετωπίζει συστηματικά υπό δύο οπτικές: α) εκείνη, που αφορά τις αποφάσεις, που εκδίδονται σε κράτος μέλος, το οποίο δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 και β) αυτήν, που αναφέρεται στις αποφάσεις, που εκδίδονται σε κράτος μέλος, που δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 (άρθρο 16 §§ 1, 2). Στην μεν πρώτη περίπτωση εφαρμόζεται το τμήμα 1 του κεφαλαίου IV του Κανονισμού, στη δε δεύτερη το τμήμα 2 αυτού. Υπάρχει, όμως, περίπτωση το τμήμα 2 του κεφαλαίου IV του Κανονισμού να εφαρμοστεί και σε κράτος μέλος, το οποίο δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007. Αυτό θα συμβεί στις περιπτώσεις του άρθρου 75 του Κανονισμού (μεταβατικές διατάξεις). Στο άρθρο αυτό και δη στην § 1 αυτού, όπως η παράγραφος 1 τροποποιήθηκε (βλ. διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, Ε.Ε. αριθ. L 131 της 18.5.2011), προβλέπεται ότι «ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε διαδικασίες που έχουν κινηθεί, σε δικαστικούς συμβιβασμούς, που έχουν εγκριθεί ή συναφθεί και σε δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί από την ημερομηνία εφαρμογής του και εφεξής, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3». Στις δε παραγράφους 2 και 3, όπως τροποποιήθηκαν (βλ. διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, Ε.Ε. αριθ. L008 της 12.1.2013), προβλέπεται ότι τα τμήματα 2 και 3 του κεφαλαίου IV εφαρμόζονται και: «α) στις αποφάσεις που εκδίδονται στα κράτη μέλη πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και των οποίων η αναγνώριση και η κήρυξη της εκτελεστότητας ζητούνται από την ημερομηνία αυτή και εφεξής…». Σύμφωνα, λοιπόν, με το τμήμα 2 του Κανονισμού (άρθρα 23-38), ο κανόνας για την αναγνώριση της ισχύος των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, το οποίο δε δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007, ή σε περίπτωση εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 75, είναι ότι η απόφαση αναγνωρίζεται, χωρίς να απαιτείται καμία άλλη διαδικασία (άρθρο 23 § 1), και μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης αυτής, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση απόφασης μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο τμήμα 2, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί (άρθρο 23 § 2). Για την κήρυξη δε της εκτελεστότητας, ο κανόνας είναι ότι η απόφαση καθίσταται εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον έχει κηρυχθεί εκτελεστή στο κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται, κατόπιν αίτησης κάθε ενδιαφερόμενου (άρθρο 26). Για την αίτηση αυτή δικαιοδοσία έχουν τα Δικαστήρια του κράτους μέλους εκτέλεσης, καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το Δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, η ονομασία του οποίου έχει κοινοποιηθεί από το εν λόγω κράτος μέλος στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 71 του Κανονισμού (27 § 1), ενώ η κατά τόπο αρμοδιότητα καθορίζεται από τη συνήθη διαμονή του καθού η εκτέλεση ή από τον τόπο εκτέλεσης (άρθρο 27 § 2). Περαιτέρω, η παραπάνω αίτηση κήρυξης εκτελεστότητας πρέπει να συνοδεύεται από τα έγγραφα που αναφέρονται αναλυτικά στο άρθρο 28 του Κανονισμού, το δε Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης, περιορίζεται σε έναν τυπικό, απλό έλεγχο των εγγράφων αυτών, όπως προβλέπονται στον Κανονισμό (άρθρο 30), χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει αυτεπάγγελτα την ύπαρξη τυχόν λόγων μη εκτέλεσης (μη αναγνώρισης), οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 24 του Κανονισμού. Σημειώνεται, επίσης, ότι σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κανονισμού δεν επιβάλλεται καμία φορολογική επιβάρυνση ή τέλος στο κράτος μέλος εκτέλεσης, κατά τη διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας. Επίσης, για την υποβολή της ανωτέρω αίτησης και της ορισθείσας δικασίμου δεν ειδοποιείται ο καθού η εκτέλεση, ο οποίος, ακόμη και αν λάβει γνώση με άλλο τρόπο, δεν έχει δικαίωμα να παραστεί κατά τη συζήτηση της αίτησης και να καταθέσει προτάσεις (άρθρο 30 εδ. τελ.) και επομένως δεν είναι υποχρεωτική η κλήτευση εκείνου, εναντίον του οποίου θα εκτελεστεί η αλλοδαπή απόφαση, στη δίκη περί κήρυξης της εκτελεστότητας της απόφασης αυτής. Άλλωστε, η απόφαση, που κηρύσσει εκτελεστή την αλλοδαπή απόφαση, γνωστοποιείται στον καθού η εκτέλεση, ο οποίος μπορεί με προσφυγή να αμφισβητήσει τη διαδικασία και το κύρος της κατά το δεύτερο στάδιο (άρθρα 31-35), αν θεωρεί ότι στοιχειοθετείται ένας από τους λόγους μη εκτέλεσης, που προβλέπονται στο άρθρο 24, με αποτέλεσμα να θεραπεύεται, με τον τρόπο αυτό, ο αποκλεισμός του κατά το πρώτο στάδιο. Επιπροσθέτως, η απόφαση επί της αίτησης για την κήρυξη της εκτελεστότητας γνωστοποιείται αμελλητί στον επισπεύδοντα την εκτέλεση κατά τη διαδικασία, που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Οι διατάξεις δε του κεφαλαίου IV του Κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, και ειδικότερα το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού έχουν την έννοια ότι ο δικαιούχος διατροφής που επέτυχε την έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτόν αποφάσεως σε κράτος μέλος και επιδιώκει την εκτέλεσή της σε άλλο κράτος μέλος δύναται να υποβάλει αίτηση περί εκτελέσεως απευθείας στην αρμόδια αρχή του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, όπως είναι ένα εξειδικευμένο δικαστήριο, και δεν μπορεί να υποχρεωθεί να υποβάλει την αίτησή του στο τελευταίο μέσω της κεντρικής αρχής του κράτους μέλους εκτελέσεως (απόφαση 9-2/2017 ΔΕΚ C-283/2016 Δημ. Νόμος).Στην προκειμένη περίπτωση, ο προσφεύγων, Υπουργός Δικαιοσύνης, με την ιδιότητά του, ως «Αρχή Λήψεως», κατά το Ν.Δ. 4421/1964, «περί κυρώσεως της υπογραφείσης υπό της Ελλάδας εν Ν. Υόρκη την 20η Ιουνίου 1956 Πολυμερούς Συμβάσεως, περί διεκδικήσεως διατροφής εις την αλλοδαπήν», ενεργώντας, εν προκειμένω, για λογαριασμό της ανήλικης, ………., εκπροσωπουμένης από τη μητέρα της,.……..,με την υπό κρίση προσφυγή – ένδικο μέσο ζητά, κατά το άρθρο 43 του Κανονισμού 44/2001,την εξαφάνιση – ακύρωση της με αριθμ. 358/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με σκοπό όπως γίνει δεκτή η από 4/2/2009 και με αριθμ. κατάθ. …../2009 απορριφθείσα με την απόφαση αυτή αίτησή του, με την οποία ζητούσε, υπό την ως άνω ιδιότητά του, να αναγνωρισθεί και κηρυχθεί εκτελεστή η με αριθμ. 276172/F2RK07-23/3-8-2007 απόφαση του Αστικού Δικαστηρίου του Rotterdam (Rechtbak), με την οποία ο καθ’ ου η προσφυγή υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην αρχή εκάστου μηνός, ως πατέρας της ανήλικης, …………, στην έχουσα τη γονική μέριμνα αυτής, μητέρα της, …………, μηνιαία διατροφή ύψους 200 ευρώ, αρχής γενομένης από 01/01/2007, για τους αναφερόμενους ειδικότερα σε αυτήν λόγους. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, κατ’ ορθή εκτίμηση, η υπό κρίση προσφυγή, η οποία εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της αμφισβητουμένης (τακτικής) διαδικασίας, κατ’ άρθρο 43 του Κανονισμού 44/2001, όπως προκύπτει και από την παραδεκτή επισκόπηση της απόφασης, της οποίας ζητείται η κήρυξη της εκτελεστότητας, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία, σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 40  του Κανονισμού 44/2001, δεδομένου ότι ο υπόχρεος προς διατροφή και καθ’ ου η εκτέλεση είναι κάτοικος Κερατσινίου Ν. Αττικής. Ασκήθηκε δε παραδεκτά, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο όνομα και για λογαριασμό της ως άνω δικαιούχου διατροφής, ο οποίος ενεργεί, εν προκειμένω, ως Αντιπροσωπεία Λήψεως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2, 5 παρ. 3 και 6 παρ. 1 της από 20.6.1956 διεθνούς Πολυμερούς Συμβάσεως της Νέας Υόρκης “Περί διεκδικήσεως διατροφής στην αλλοδαπή”, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 4421/1964 (βλ. σχετ. ΑΠ 347/2016 ό.π.), με κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του αρμοδίου Δικαστηρίου και με επίδοση στον καθ’ ου απευθύνεται (άρθρο 585 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπομένης από τον Κανονισμό, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς, αποκλειστικής προθεσμίας (βλ. σχετ. και μεταβατική διάταξη του άρθρου 75 παρ. 2 του Κανονισμού 4/2009 και με αριθμ. ……/19-01-2015 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……..). Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2, 32, 38 παρ. 1, 41 και 43 του Κανονισμού 44/2001, δεδομένου ότι η απόφαση, της οποίας ζητείται η αναγνώριση και κήρυξη της εκτελεστότητας εκδόθηκε σε κράτος – μέλος, στις 3/8/2007, ήτοι πριν την έναρξη εφαρμογής του Κανονισμού 4/2009 στην Κοινότητα, στις 18 Ιουνίου 2011, ζητήθηκε δε η αναγνώριση και η κήρυξη της εκτελεστότητας αυτής πριν την ημερομηνία εφαρμογής του (άρθρο 75 παρ.2α Καν. 4/2009). Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 75 παρ. 1 και 2 του εν λόγω Κανονισμού 4/2009 (Μεταβατικές Διατάξεις), ο τελευταίος εφαρμόζεται μόνο σε διαδικασίες, που έχουν κινηθεί, μετά την ημερομηνία εφαρμογής του [άρθρο 76 του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ως ημερομηνία ενάρξεως της εφαρμογής του η 18η-06-2011, με την επιφύλαξη ότι το πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 είναι εφαρμοστέο στην Κοινότητα κατ’ αυτήν την ημερομηνία (βλ. και Σταματόπουλο, Κανονισμός (EΚ) 4/2009: η εξέλιξη του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου στα θέματα διατροφής, ΕΠολΔ 2009.719 επ.], ενώ, ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 εξακολουθεί να ισχύει για τις διαδικασίες αναγνώρισης και εκτέλεσης, που ευρίσκονται εν εξελίξει, κατά την ημερομηνία εφαρμογής του Κανονισμού 4/2009, όπως εν προκειμένω, δοθέντος ότι η από 4/2/2009 και με αριθμ. κατάθ. …../2009 αίτηση κήρυξης εκτελεστότητας κατατέθηκε, στις 06/02/2009, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Συνεπώς, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της.

Από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζονται νόμιμα μ’ επίκληση, τα ταυτάριθμα με τις προσβαλλόμενες μη οριστική και οριστική με αριθμ. 3511/2009 και 358/2012 αποφάσεις αντίστοιχα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκουσία δικαιοδοσία), τα ταυτάριθμα με τη με αριθμ.455/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τα διαδικαστικά έγραφα της δίκης και ειδικότερα από το αντίγραφο της απόφασης, της οποίας η κήρυξη της εκτελεστότητας ζητείται (βλ. ΑΠ 1028/2009 Δημ. Νόμος), που προσκομίζεται στην ολλανδική γλώσσα και σ’ επίσημη μετάφραση στην ελληνική, πλην της από 08/05/2019 προσκομιζόμενης από τον καθ’ ου η προσφυγή υπεύθυνης δήλωσης της ………., η οποία φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής και δεν λαμβάνεται υπόψη, ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, διότι συνετάγη προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η …………., κάτοικος Ρότερνταμ, κατέθεσε, στις 05/01/2007, ενώπιον του Τμήματος Οικογενειακού Δικαίου του Πρωτοδικείου Ρότερνταμ της Ολλανδίας, για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της, ……………….  , που γεννήθηκε, στις 27/11/1999, στο    ….., ως ασκούσα τη γονική μέριμνα αυτής, την από 04/01/2007 αγωγή διατροφής τέκνου, κατ’ άρθρο 1394 Α.Κ., σε βάρος του καθ’ ου η προσφυγή, …………, κατοίκου Κερατσινίου, οδός ……… Ειδικότερα, με την αγωγή αυτή, επικαλούμενη ότι ο τελευταίος (καθ’ ου η προσφυγή) είναι φυσικός πατέρας του ανήλικου τέκνου της, το οποίο αυτός δεν έχει αναγνωρίσει, ζήτησε να υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως, αρχής γενομένης από 01/01/2007, ως συνεισφορά του σε χρήμα για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου. Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 3/8/2007, ερήμην του εναγομένου, εκδόθηκε η με αριθμ. 276172/F2RK07-23/3-8-2007 απόφαση του Μονομελούς Δικαστηρίου – Τμήμα Αστικού Δικαίου του Rotterdam (Rechtbak), αντίγραφο της οποίας προσκομίζεται, με συνημμένη νόμιμη μετάφρασή της στην ελληνική γλώσσα, με την οποία ο καθ’ ου η προσφυγή υποχρεώθηκε να προκαταβάλλει στην αρχή εκάστου μηνός, στην …………., ως μητέρα της ανήλικης, ………, η οποία γεννήθηκε στις 27.11.1999 και κατοικεί στην Ολλανδία, οικονομική συνδρομή για τη διατροφή και διαπαιδαγώγησή της, το ποσό των 200 ευρώ, αρχής γενομένης από 01/01/2007, αυξημένο με κάθε και οποιοδήποτε επίδομα, που μπορεί να του χορηγηθεί ή που θα του χορηγηθεί για την ανήλικη με βάση τους ισχύοντες νόμους ή κανονισμούς, αναπροσαρμοζομένου κάθε χρόνο από την 1 Ιανουαρίου του καινούριου έτους, σύμφωνα με την τιμαριθμική αναπροσαρμογή, που καθορίστηκε σύμφωνα με το νόμο και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα. Ορίστηκε, επίσης, με την ίδια απόφαση ότι είναι άμεσα εκτελεστή στο κράτος προέλευσης και ότι «Κατά της απόφασης αυτής μπορεί να υποβληθεί έφεση … Από τον αιτούντα και από τα πρόσωπα στα οποία εκδόθηκε ή στάλθηκε το αντίγραφο της αποφάσεως … μέσα σε τρίμηνη προθεσμία από την ημέρα της αποφάσεως…». Στην δίκη, όμως, αυτή, η οποία διεξήχθη ενώπιον του προαναφερόμενου Ολλανδικού Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από το σώμα της εκδοθείσας απόφασης, ο καθ’ου η προσφυγή, ο οποίος είναι Έλληνας υπήκοος και κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Κερατσίνι Ν. Αττικής, επί της οδού ……………,δεν εμφανίστηκε και δεν υπέβαλε αίτηση υπερασπίσεως. Από τη μελέτη δε όλων των προσκομιζομένων εγγράφων και δη από την προσκομιζόμενη νόμιμα μ’ επίκληση από τον προσφεύγοντα από 13.3.2008 βεβαίωση του γραμματέα του αλλοδαπού δικαστηρίου, που συνετάγη σύμφωνα με την πρόβλεψη του Παραρτήματος V του άρθρου 54 και 58 του Κανονισμού για δικαστικές αποφάσεις, η οποία προσκομίζεται σε πρωτότυπο, με συνημμένη την επικυρωμένη μετάφρασή της στην ελληνική γλώσσα, φέρεται ως ημερομηνία επίδοσης του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης η 2.4.2007.Εν συνεχεία, ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Ελλάδας, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, με την ιδιότητά του, ως «Αρχή Λήψεως», κατά το Ν.Δ. 4421/1964, «περί κυρώσεως της υπογραφείσης υπό της Ελλάδας εν Ν. Υόρκη την 20η Ιουνίου 1956 Πολυμερούς Συμβάσεως, περί διεκδικήσεως διατροφής εις την αλλοδαπήν», ενεργώντας, εν προκειμένω, για λογαριασμό της ανήλικης, ………., εκπροσωπουμένης από τη μητέρα της, ………., μετά τη διαβίβαση του σχετικού φακέλου από την αρμόδια αλλοδαπή Αρχή και κατόπιν σχετικού πληρεξουσίου, κατέθεσε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την από 4/2/2009 και με αριθμ. κατάθ. …../2009 αίτηση, με την οποία ζήτησε, υπό την ως άνω ιδιότητά του, κατ’ ορθή εκτίμηση, να κηρυχθεί εκτελεστή η ως άνω με αριθμ. 276172/F2RK07-23/3-8-2007 απόφαση του Αστικού Δικαστηρίου Rotterdam Rechtbak.Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμ. 3511/2009 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομισθεί επιμελεία του αιτούντος (ήδη προσφεύγοντος) αποδεικτικό επίδοσης ή κάποιο άλλο έγγραφο, σε πρωτότυπο ή σε επικυρωμένο αντίγραφο, συνοδευόμενο από νόμιμη μετάφρασή του στην Ελληνική γλώσσα, από το οποίο να προκύπτει ότι η επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου-αίτησης διατροφής, που άσκησε σε βάρος του καθ’ου, η ………., ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης ………….., αξιώνοντας μηνιαία διατροφή ύψους 200 ευρώ και επί της οποίας (αίτησης διατροφής) εκδόθηκε, στις 3.8.2007, ερήμην του καθ’ού η 276172/F2RK07-23 απόφαση του Αστικού Δικαστηρίου του Ρότερνταμ της Ολλανδίας (Rotterdam Rechtbak), της οποίας ζητείται η αναγνώριση του δεδικασμένου  και η κήρυξη της εκτελεστότητάς της στην Ελλάδα, έγινε νομίμως και εμπροθέσμως στον καθ’ου και αν κλήθηκε αυτός να εμφανισθεί ενώπιον του αλλοδαπού Δικαστηρίου, προκειμένου να λάβει μέρος κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ώστε να μην στερηθεί τα δικαιώματα υπεράσπισής του στη δίκη αυτή. Εν συνεχεία, μετά από κλήση του αιτούντος, ήδη προσφεύγοντος, υπό την ως άνω ιδιότητά του, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 358/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, άρθρ. 39 Κανονισμού σε συνδ. 740-781 ΚΠολΔ), με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αίτηση ως ουσία αβάσιμη, διότι κρίθηκε, αναφορικά με την κλήτευση του καθ’ ου, στο πλαίσιο της άνω δικαστικής διαδικασίας, ενώπιον του Πρωτοδικείου του Ρότερνταμ, ότι «… Ο αιτών, προς απόδειξη της συμμετοχής του καθ’ου στην άνω δίκη, προσάγει και επικαλείται την από 2.4.2007 επιστολή του Πρωτοδικείου του Ρότερνταμ, με την οποία ισχυρίζεται ότι κοινοποιήθηκε η αγωγή σε αυτόν. Ωστόσο από κανένα από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει ότι η εν λόγω επιστολή περιήλθε σε γνώση του καθ’ ου. Ειδικότερα δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό παραλαβής της συστημένης επιστολής, από την οποία να προκύπτει ότι ο καθ’ ου παρέλαβε το εν λόγω έγγραφο. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν στερήθηκε του δικαιώματος της υπερασπίσεώς του στη δίκη, που έλαβε χώρα ενώπιον του Πρωτοδικείου Ρότερνταμ, γεγονός το οποίο αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αναγνώριση του αλλοδαπού δεδικασμένου και την κήρυξη της άνω αποφάσεως εκτελεστής στην Ελληνική Επικράτεια, πρέπει η αίτηση ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη…». Στη συνέχεια, ασκήθηκε η υπό κρίση προσφυγή – ένδικο μέσο, κατ’ άρθρο 43 του Κανονισμού 44/2001, από τον αιτούντα, ήδη προσφεύγοντα, υπό την ως άνω ιδιότητά του, με αίτημα την ακύρωση – εξαφάνιση της ως άνω με αριθμ. 358/2012 αποφάσεως, διότι, κατ’ ορθή εκτίμηση του προβαλλόμενου λόγου αυτής, η προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2του Κανονισμού 44/2001, αν και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, καθώς επίσης, εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 33 και 41 του ίδιου Κανονισμού, αν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, καθώς, όπως ισχυρίζεται, δεν επιτρεπόταν η εξέταση αυτεπαγγέλτως του λόγου μη αναγνώρισης και κήρυξης εκτελεστότητας εκ του άρθρου 34 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην υπό κρίση προσφυγή. Ο λόγος αυτός είναι νόμω βάσιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 33 και 41 του Κανονισμού 44/2001 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 34§2 του Κανονισμού 44/2001, όπως προαναφέρθηκε, η απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός αν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως, ενώ μπορούσε να το πράξει. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Κανονισμού 44/2001, που, κατά βάση, διατηρεί τη δομή και το ρυθμιστικό πλαίσιο της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών, προκύπτει, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ότι στα πλαίσια της θεσπιζόμενης, κατά τα ανωτέρω, ταχείας και απλής διαδικασίας κηρύξεως εκτελεστής αλλοδαπής αποφάσεως κράτους – μέλους, το Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο για την Ελλάδα) του κράτους- μέλους εκτελέσεως, στο πρώτο στάδιο, περιορίζεται, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να διαπιστώσει ότι πρόκειται περί εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως προερχομένης από άλλο κράτος- μέλος, της οποίας το αντικείμενο υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού, χωρίς να έχει δικαίωμα πλέον να ερευνήσει, εάν συντρέχει κάποιος από τους λόγους, που δικαιολογούν την άρνηση της εκτελεστότητας, κατά τα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού (σε αντίθεση προς το υπό τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών ισχύσαν δίκαιο) και χωρίς ο καθ’ ου η εκτέλεση να δικαιούται να παραστεί στην ως άνω δίκη και να υποβάλλει παρατηρήσεις (ομοίως κατά το άρθρο 34 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών). Συνεπώς, οι προσβαλλόμενες μη οριστική και οριστική με αριθμ. 3511/2009 και 358/2012 αντίστοιχα ως άνω αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υπέπεσαν στην αποδιδόμενη με την προσφυγή πλημμέλεια της παραβίασης ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεων, ήτοι της διατάξεως του άρθρου 34 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001, την οποία εσφαλμένα ερμήνευσαν και εφάρμοσαν, αν και δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της, αυτεπαγγέλτως, ενώπιόν τους, αφού στο ως άνω πρώτο στάδιο, δεν επιτρεπόταν η εξέταση του λόγου εκ του άρθρου 34 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001, ενώ, επίσης, εσφαλμένα ερμήνευσαν και δεν εφάρμοσαν τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 33 και 41 του ίδιου Κανονισμού, αν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, ενώπιόν τους, για την κήρυξη της εκτελεστότητας στην Ελλάδα της αλλοδαπής απόφασης. Ωστόσο, στο παρόν δεύτερο στάδιο της ασκήσεως προσφυγής, κατ’ άρθρο 43 του ως άνω Κανονισμού, κατά το οποίο παρίσταται ο καθ’ ου η προσφυγή και προβάλλει σχετικό ισχυρισμό περί μη αναγνώρισης και κήρυξης της αλλοδαπής απόφασης εκτελεστής, λόγω συνδρομής της περιπτώσεως του λόγου εκ του άρθρου 34 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001, ερευνάται το βάσιμο αυτού. Από το σύνολο των προσκομιζομένων εγγράφων, όμως, και ιδίως από την προσκομιζόμενη νόμιμα μ’ επίκληση από τον προσφεύγοντα, προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 54 του Κανονισμού 44/2001, σε συνδυασμό και με το Παράρτημα V του ιδίου Κανονισμού, βεβαίωση, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ως «…Ημερομηνία επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου…2 Απριλίου 2007…», σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη από 2 Απριλίου 2007 συστημένη επιστολή του Πρωτοδικείου Ρότερνταμ – Τμήμα Αστικού Δικαίου προς τον καθ’ ου η προσφυγή, δεν δύναται το Δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί αυτός ν’ αμυνθεί. Ειδικότερα, δεν είναι δυνατόν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ως άνω συστημένη επιστολή, με την οποία γνωστοποιείται στον εναγόμενο (καθ’ ου η προσφυγή) ότι έχει ασκηθεί η επικαλούμενη σε αυτήν συνημμένη αγωγή διατροφής, να φέρει ημερομηνία συντάξεως, την 2/4/2007, στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας και να έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί αυτή, ταχυδρομικώς, στην Ελλάδα και δη στο Κερατσίνι Αττικής, όπου κατοικεί ο εναγόμενος – καθ’ ου η εκτέλεση, την ίδια ημέρα (2/4/2007), όπως αναγράφεται, ως χρόνος επιδόσεως του εισαγωγικού δικογράφου, στην ως άνω βεβαίωση (πρβλ. ΑΠ 1130/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, δεν προσκομίζεται απόδειξη παραλαβής της αγωγής ή της συστημένης επιστολής προς αντιπαραβολή της αναγραφόμενης στη βεβαίωση ημερομηνίας. Σε κάθε δε περίπτωση η αναγραφόμενη στην ως άνω βεβαίωση ως ημερομηνία επιδόσεως του εισαγωγικού δικογράφου (2/4/2007) δεν δύναται να θεωρηθεί, εν προκειμένω, ως έγκαιρη επίδοση ή κοινοποίηση στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο, κάτοικο Κερατσινίου Ν. Αττικής και με συνολικό ποσοστό αναπηρίας 88%, του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή της ως άνω από 2/4/2007 συστημένης επιστολής για την εκδίκαση της υποθέσεως, στις 3/8/2007, στο Πρωτοδικείο του Ρότερνταμ και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως (πρβλ. ΑΠ 1130/2017 Δημ. Νόμος).΄Αλλωστε, δεν προκύπτει ότι η από 2/4/2007 φερόμενη ως συστημένη επιστολή ή το από 4/1/2007 αγωγικό δικόγραφο επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε έγκαιρα στον εναγόμενο, σε γλώσσα κατανοητή για αυτόν, ήτοι σ’ επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, ούτε αποδείχθηκε ότι κατανοούσε την ολλανδική γλώσσα, κατά το χρόνο της επιδόσεως, και, ότι, συνεπώς, μπορούσε να λάβει γνώση έγκαιρα της δίκης, η οποία εκκρεμούσε εναντίον του στην Ολλανδία και να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Σημειώνεται ότι, η ως άνω από 2/4/2007 φερόμενη ως συστημένη επιστολή του Πρωτοδικείου Ρότερνταμ προς τον καθ’ ου η προσφυγή, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι επισυνάπτεται προς κοινοποίηση και η ασκηθείσα αγωγή διατροφής, προσκομίζεται μεν στην Ολλανδική γλώσσα, χωρίς, όμως, επίσημη μετάφρασή της στην ελληνική γλώσσα, καθώς η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη μετάφραση αυτής, δεν φέρει βεβαίωση από τον αρμόδιο μεταφραστή περί της ακρίβειας της μεταφράσεώς της από την Ολλανδική γλώσσα στην Ελληνική, με αναγραφή του χρόνου μεταφράσεως αυτής (βλ. απόφαση 8-5/2008 ΔΕΚ (C-14/2007) Αρμ 2008/1126). Η δε προσκομιζόμενη νόμιμα μ’ επίκληση επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα της ασκηθείσας στην ολλανδική γλώσσα αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η αλλοδαπή απόφαση, φέρει σχετική βεβαίωση περί της ακρίβειας της μεταφράσεως αυτής στην ελληνική γλώσσα, την 27/04/2010, ήτοι ημερομηνία μεταγενέστερη της συζητήσεως αυτής, ενώπιον του Πρωτοδικείου Ρότερνταμ, στις 03/08/2007.Δεν υφίσταται δε συστημένη επιστολή με την υπογραφή του «οφειλέτη», που να επιβεβαιώνει την παραλαβή της, ούτε άλλα έγγραφα προς αποστολή από την αρμόδια Ολλανδική Αρχή, για την παρούσα υπόθεση, όπως αναγράφεται και στο προσκομιζόμενο το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με αριθμ. πρωτ. ……… οικ. Από 14.1.2015 έγγραφο του Τμήματος Διεθνούς Δικ. Συνεργασίας σε Αστικές & Ποινικές Υποθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά της συνημμένης ηλεκτρονικής επιστολής της αρμόδιας Ολλανδικής Αρχής στην ολλανδική γλώσσα. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος παρέλειψε ν’ ασκήσει προσφυγή κατά της αλλοδαπής αποφάσεως, ενώ μπορούσε να το πράξει και, εν προκειμένω, ότι παρέλειψε ν’ ασκήσει έφεση κατ’ αυτής, εντός τριών (3) μηνών από την ημέρα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής, στις 3/8/2007, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι είχε λάβει έγκαιρα γνώση, αφενός μεν της συζητήσεως, στις 3/8/2007,της αγωγής, προ της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, κατά τρόπο, που να διασφαλίζεται το δικαίωμα συμμετοχής του στη δίκη και το δικαίωμα υπεράσπισής του, αφετέρου δε του περιεχομένου της αγωγής, καθώς και της αλλοδαπής αποφάσεως, ώστε να αμυνθεί κατ’ αυτών και να έχει τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων, κατά τρόπο αποτελεσματικό, ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης (βλ. Γ. Πανόπουλου, Η Σύμβαση Βρυξελλών και οι Κανονισμοί Βρυξέλλες Ι &Ια, έκδ. 2018, σελ. 166, 170, 172-175).Σημειώνεται ότι, από την επισκόπηση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου του Ρότερνταμ, δεν προκύπτει έρευνα του εκδόσαντος αυτή Δικαστηρίου προέλευσης περί της έγκαιρης κοινοποίησης της ως άνω αγωγής στον εναγόμενο και κατά τρόπο, που μπορούσε να λάβει γνώση του περιεχομένου αυτής, παρά μόνον γίνεται αναφορά σε αυτήν ότι ο εναγόμενος δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο. Επισημαίνεται ότι, ο έτερος λόγος, που επικαλείται ο καθ’ ου η προσφυγή για τη μη κήρυξη της εκτελεστότητας της αλλοδαπής αποφάσεως, περί αμφισβητήσεως της πατρότητας του ως άνω τέκνου, είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η παρεμπίπτουσα αμφισβήτηση της οικογενειακής σχέσεως, που αποτελεί προϋπόθεση για τη διάγνωση της διαφοράς, αφορά στην ουσία της υπόθεσης. Κατά το άρθρο δε 36 του Κανονισμού 44/2001 αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής απόφασης κατά την κήρυξη της εκτελεστότητας αυτής στην ημεδαπή. Κατόπιν τούτων, εξεταζομένου, στο παρόν στάδιο της εκδικάσεως της προσφυγής, του προβαλλόμενου κωλύματος αναγνώρισης της αλλοδαπής αποφάσεως, εκ του άρθρου 34 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001 (άρθρα 43 και 45 παρ. 1 του Κανονισμού), το Δικαστήριο δεν δύναται να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί. Από το σύνολο των προσκομιζομένων αποδεικτικών μέσων, τη μη προσκόμιση προς αντιπαραβολή απόδειξης παραλαβής ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου, πέραν της ως άνω βεβαίωσης, στην οποία αναγράφεται ως ημερομηνία επίδοσης η ίδια μέρα με την προς κοινοποίηση συστημένη επιστολή, στην ολλανδική γλώσσα, δεν δύναται το Δικαστήριο να επαληθεύσει ότι η επίδοση στον παραλήπτη έγινε έγκαιρα και κατά τρόπο, που να προστατεύει τα δικονομικά του δικαιώματα. Συνεπώς, ο καθ’ ου η προσφυγή στερήθηκε του δικαιώματος υπερασπίσεως και γενικά της συμμετοχής του στη δίκη, που ανοίχθηκε με την αγωγή διατροφής, όπως βάσιμα ισχυρίζεται, καθώς και του δικαιώματος να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της εν λόγω αλλοδαπής απόφασης (βλ. Γ. Πανόπουλου, Η Σύμβαση Βρυξελλών και οι Κανονισμοί Βρυξέλλες Ι &Ια, ό.π. σελ. 166, 170, 172-175).Για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων του παραλήπτη, το ΔΕΕ έχει τονίσει ότι, το δικαίωμα στην προσήκουσα επίδοση των εισαγωγικών της δίκης εγγράφων απορρέει από το δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο και σε δίκαιη δίκη. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στα άρθρα 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (βλ. διάταξη της 28ης Απριλίου 2016, AltaRealitat (C384/14, EU:C:2016:316, σκέψη 49, απόφαση ΕΔΔΑ, 31 Μαΐου 2016, Gankin κ.λπ. κατά Ρωσίας, (CE:ECHR:2016:0531JUD000243006, σημεία 28 και 39, πρβλ. 8-9/2016 ΔΕΚ (ΠΡΟΤ) C-354/2015 Δημ. Νόμος]. Η εν λόγω προστασία δεν πρέπει να αποδυναμώνεται από τον επιδιωκόμενο από τον Κανονισμό σκοπό, ήτοι, την αποτελεσματική και ταχεία επίδοση ή κοινοποίηση των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων. Επομένως, εφόσον ο καθ’ ου η προσφυγή στερήθηκε του δικαιώματος υπερασπίσεώς του στην ως άνω δίκη και η αναγνώριση και κήρυξη της αλλοδαπής αποφάσεως προσκρούει, εν προκειμένω, σε θεμελιώδη δικονομικά του αξιώματα, τα οποία, πέρα και ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους ημεδαπούς δικονομικούς κανόνες, εκφράζουν το κράτος δικαίου επί του πεδίου της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης και η παράβαση των δικονομικών αυτών αρχών δεν είναι δυνατό να προβληθεί, με ένδικα μέσα, κατά της απόφασης αυτής ενώπιον των δικαστηρίων της αλλοδαπής πολιτείας, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση αναγνωρίσεως και κηρύξεως εκτελεστής της ως άνω αλλοδαπής αποφάσεως εκτελεστής στην Ελλάδα. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμηνεύτου των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη (άρθρο 179 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΕΘ 1109/2011 Δημ. Νόμος), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19/01/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./19-01-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./19-01-2015, προσφυγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 20/02/2020, στον Πειραιά.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ     

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 19/05/2020, στον Πειραιά, μετά τη μετάθεση και αναχώρηση της ως άνω Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου, με άλλη σύνθεση, αποτελούμενη από τη Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη, την Αικατερίνη Κοκόλη και την Ευγενία Τσιώρα, Εφέτες, με την παρουσία της Γραμματέως της έδρας, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ