Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 604/2018

Αριθμός 604/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, ………… και Γεώργιο Βερούση, Εισηγητή, Εφέτες,   και από τη Γραμματέα Γ. Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 19η Οκτωβρίου 2017,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 19-12-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. …….., ειδ. αριθ. καταθ. ………) έφεση της ενάγουσας της από 29-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 880/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την προαναφερόμενη αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 21-12-2016, καθόσον από τα έγγραφα, που περιέχονται στη δικογραφία, δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της δεν έχει παρέλθει διετία. Επιπλέον, έχουν κατατεθεί το οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Από τη διάταξη του άρθρου 330 ΚΠολΔ προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι ενστάσεις που προτάθηκαν, άσχετα από τη νομική τους θεμελίωση. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις από το δικονομικό δίκαιο, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται σε απλά πραγματικά περιστατικά και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές, στηρίζονται σε απλό πραγματικό γεγονός, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παράλληλα και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Καλύπτονται, επίσης, οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτημα αφορά  στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε στο επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα) και αδιάφορα από το αν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννομης σχέσης ή στην έκταση της ευθύνης απ’ αυτή. Η ένσταση που δεν προτάθηκε καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατό να προταθεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν από τότε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαίτια ή ανυπαίτια. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του ίδιου άρθρου 330 εδάφ. β’ του ΚΠολΔ, από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες, που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή.  Στην εξαίρεση αυτή υπάγονται οι καλούμενες γνήσιες μη αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις. Ωστόσο, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν κάποια από τις ενστάσεις αυτές, που δεν προτάθηκε, καλύπτεται από το δεδικασμένο, θα πρέπει να ερευνηθεί αν, σε περίπτωση παραδοχής της, θα οδηγούσε σε κατάλυση ή περιορισμό του δεδικασμένου, διότι δεν θα πρέπει το εν λόγω δικαίωμα, αν ασκηθεί με αγωγή και γίνει δεκτό από το δικαστήριο, να οδηγεί σε αναγνώριση ή απαγγελία έννομης συνέπειας, ασυμβίβαστης με το δεδικασμένο, δεδομένου ότι η ίδια η έννοια του δεδικασμένου αποκλείει την παραδοχή κάθε αντίθετου προς αυτό δικαιώματος, που αναιρεί ή περιορίζει την έννομη συνέπεια, η οποία αναγνωρίστηκε με την τελεσίδικη απόφαση. Έτσι, για να καλυφθεί από το δεδικασμένο μία τέτοια ένσταση που δεν προτάθηκε, θα πρέπει η έννομη αυτής συνέπεια να είναι ασυμβίβαστη προς εκείνη, που απαγγέλθηκε από την τελεσίδικη απόφαση, ήτοι το δικαίωμα, στο οποίο στηρίζεται η ένσταση, να αντιφάσκει προς το δεδικασμένο (ΑΠ 456/2018, ΑΠ 1214/2015, ΑΠ 856/2014, ΑΠ 178/2013, ΑΠ 1397/2012). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 939 επ. ΑΚ. προκύπτει, ότι ναι μεν εκείνος που ασκεί την από τα άρθρα αυτά αγωγή για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξεως του οφειλέτη του, που έγινε προς βλάβη του, πρέπει να έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο επιχειρήσεως της απαλλοτριώσεως. Τέτοια ιδιότητα έχει και ο δανειστής, που είναι φορέας απαιτήσεως από κατάλοιπο αλληλοχρέου λογαριασμού και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, ο οποίος δημιουργεί μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκή έννομη σχέση περιουσιακής φύσεως, με συνέπεια η σε κάθε στιγμή από την αντιπαραβολή των κονδυλίων πιστώσεων και χρεώσεων προκύπτουσα ενεργητική ή παθητική κατάστασή του να καταλογίζεται στο ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας των προσώπων, μεταξύ των οποίων υφίσταται, δεδομένου ότι τα παραγωγικά της απαιτήσεως του αυτής περιστατικά υπάρχουν ήδη από το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως του αλληλοχρέου λογαριασμού, από την οποία δημιουργείται έκτοτε ενοχή για το κατάλοιπο, με το κλείσιμο δε απλώς του λογαριασμού η απαίτησή του αυτή καθίσταται απαιτητή και ληξιπρόθεσμη. Επομένως, και ο δανειστής αυτός μπορεί να ασκήσει την από τα άρθρα 939 επ. ΑΚ. αγωγή για διάρρηξη απαλλοτριωτικών, προς βλάβη του, πράξεων του οφειλέτη του, έστω και αν κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως δεν είχε κλεισθεί οριστικά ο λογαριασμός, αρκεί το οριστικό κλείσιμο του να έχει συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση της περί διαρρήξεως αγωγής του, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικώς η απαίτηση, ούτε να έχει εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο (ΑΠ 1079/2015 ΕΕμπΔ 2016.583). Επίσης, κατά το άρθρο 939 ΑΚ, οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν, κατά τους όρους των επόμενων άρθρων, τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίηση τους. Σύμφωνα με το άρθρο 941 § 1 του αυτού Κώδικα, η απαλλοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, αν αυτός, υπέρ του οποίου έγινε (τρίτος), γνώριζε, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, κατά δε το επόμενο άρθρο 942, σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία δεν απαιτείται η κατά το προηγούμενο άρθρο γνώση του τρίτου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξεως του οφειλέτη χωρεί, αν έγινε με πρόθεση βλάβης του δανειστή, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει, ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία, που του απομένει, να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Περαιτέρω, την κατά τα άνω πρόθεση του οφειλέτη πρέπει να γνωρίζει και ο αποκτών τρίτος, γνώση η οποία κατά το άρθρο 941 § 2 του ΑΚ τεκμαίρεται, αν αυτός κατά την απαλλοτρίωση είναι σύζυγος του οφειλέτη ή τέκνο του ή άλλος συγγενής ορισμένου βαθμού, υπό την προϋπόθεση ότι δεν πέρασε έτος από την απαλλοτρίωση έως την άσκηση της αγωγής, εκτός αν η απαλλοτρίωση γίνεται από χαριστική αιτία, όπως επί γονικής παροχής, οπότε κατά το άρθρο 942 του ΑΚ τέτοια γνώση δεν απαιτείται. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 631, 632 § 1, 633 § 2 και 904 § 2 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου ως προς την επιδικασθείσα απαίτηση, αν επιδοθεί δύο φορές στον οφειλέτη, σύμφωνα με τα άρθρα 632 § 1 εδαφ. α και 633 § 2 εδαφ. α του ΚΠολΔ και ο οφειλέτης δεν ασκήσει ανακοπή κατ’ αυτής ή αν η ασκηθείσα ανακοπή είναι εκπρόθεσμη ή αν απορριφθεί αυτή τελεσίδικα (ΟλΑΠ 16/1996). Η διαταγή πληρωμής, που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματα της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί, ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η με αυτή βεβαιούμενη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 § 2 εδαφ. τελευταίο, δεδικασμένο (ΑΠ 891/2008 ΕλΔνη 2009.156). Ακόμη, κατά το άρθρο 281 Α.Κ., “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.” Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση, που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμάα του. Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων, που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες, που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες, που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος,  είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του (ΟλΑΠ6/2016 ΑΠ 28/2017 ΕΕμπΔ 2017.621). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και επί αντεφέσεως, προκύπτει ότι αντέφεση μπορεί να ασκήσει και ο διάδικος, που νίκησε πρωτοδίκως, αν, παρά την ορθότητα του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης, βλάπτεται από τις αιτιολογίες αυτής, οι οποίες περιέχουν στοιχεία διατακτικού και δημιουργούν σε βάρος του δεδικασμένο. Η απόρριψη της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας μετά την παραδοχή καταλυτικής ενστάσεως, όπως είναι και η ένσταση καταχρηστικής  ασκήσεως του δικαιώματος   (άρθρ.281   ΑΚ), προϋποθέτει ότι προηγουμένως υπήρχε δικαίωμα, που ήδη καταλύεται, και δημιουργείται δεδικασμένο για την προηγούμενη ύπαρξη του. Συνεπώς, όταν εκκαλείται από τον ηττηθέντα ενάγοντα η απόφαση, που απέρριψε την αγωγή του, κατά παραδοχή της από το άρθρο 281 του Α.Κ. ενστάσεως του εναγόμενου, αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης καθίσταται μόνο η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και όχι η ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος, η οποία μόνο με αντίθετη έφεση ή αντέφεση μπορεί να ερευνηθεί (πρβλ. Α.Π. 66/2004), για την οποία υφίσταται έννομο συμφέρον προς αποτροπή του δεδικασμένου (ΑΠ 1367/2015 ΝοΒ 2016.927) .

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 29-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……….) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων πιστωτικός συνεταιρισμός ισχυρίσθηκε ότι, δυνάμει της αναφερομένης στην αγωγή σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που συνήψε με την εταιρεία με την επωνυμία “…………” ως πιστούχο, υπέρ της οποίας εγγυήθηκε η πρώτη εναγομένη, χορήγησε στην ως άνω πιστούχο πίστωση μέχρι του ποσού των 400.000 ευρώ, η  οποία, στη συνέχεια, αυξήθηκε κατά το ίδιο ως άνω ποσό. Ότι, στις 16-12-2011, ο ενάγων έκλεισε οριστικά τον παραπάνω λογαριασμό, του οποίου το κατάλοιπο ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 830.398,04 ευρώ και στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεώς του, εκδόθηκε η με αριθμό ……… διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας η πιστούχος και οι εγγυητές, μεταξύ των οποίων και η πρώτη εναγομένη, υποχρεώνονταν να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 897.071,22 ευρώ. Ότι η πρώτη εναγομένη, μετά την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής, και δυνάμει του αναφερομένου στην αγωγή συμβολαίου γονικής παροχής, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη την ψιλή κυριότητα των ειδικότερα περιγραφομένων στο παραπάνω συμβόλαιο ακινήτων, η συνολική αξία των οποίων (αξία ψιλής κυριότητας) ανέρχονταν στο ποσό των 42.064,74 ευρώ. Ότι η παραπάνω δικαιοπραξία ήταν καταδολιευτική, καθόσον η πρώτη εναγομένη στερούνταν πλέον εμφανών περιουσιακών στοιχείων, από τα οποία θα μπορούσε ο ενάγων να ικανοποιήσει την παραπάνω αναφερόμενη απαίτησή του από το κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού. Ζήτησε δε με την αγωγή του να διαρρηχθεί η δικαιοπραξία, που συνήφθη με το προαναφερόμενο συμβόλαιο γονικής παροχής ψιλής κυριότητας καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939, 942, 943, 1509, 361, 847, 851, 873, 874 , 1033 του ΑΚ, 112 του ΕισΝΑΚ, 669 του ΕμπΝ, 76 και 176 του Κ.Πολ.Δ., στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατά παραδοχή ως βασίμου της ένστασης της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, που προέβαλαν οι εναγόμενες, ενώ επέβαλε σε βάρος του ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων τα οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτή παραπονείται με την κρινόμενη έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ο ενάγων, ο οποίος ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν η αγωγή καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητες στη δικαστική του δαπάνη.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της με αριθμό ……. σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και της με αριθμό ………. σύμβασης αύξησης του ποσού της παραπάνω αρχικής σύμβασης, ο ενάγων χορήγησε στην εταιρεία με την επωνυμία «……….» πίστωση μέχρι του συνολικού ποσού των 800.000 ευρώ και για την παραπάνω πιστούχο συμβλήθηκε ως εγγυήτρια η πρώτη των εναγομένων. Ο παραπάνω λογαριασμός έκλεισε οριστικά στις 16-12-2011 και για το κατάλοιπο του εκδόθηκε, κατόπιν αιτήσεως του ενάγοντος, η με αριθμό …….. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας η πρώτη εναγομένη υποχρεώνονταν να καταβάλει στον ενάγοντα, εις ολόκληρο με την πιστούχο και τους λοιπούς εγγυητές, το συνολικό ποσό των 830.398,04 ευρώ με το νόμιμο τόκο από το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού μέχρι την εξόφληση. Ήδη, κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (18-11-2015), η παραπάνω διαταγή πληρωμής είχε καταστεί τελεσίδικη μετά την απόρριψη της ανακοπής, που είχε ασκήσει η πρώτη εναγομένη κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής με την έκδοση της με αριθμό 5875/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η απαίτηση του ενάγοντος έναντι της πρώτης εναγομένης έχει καταστεί τελεσίδικη και η τελευταία δεν μπορεί να προβάλλει ισχυρισμούς, που τείνουν στην κατάλυσή της, τους οποίους, άλλωστε, πρόβαλε  ή μπορούσε να προβάλει με σχετικούς λόγους ανακοπής, Όπως προκύπτει από το κείμενο της προαναφερόμενης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά,  η εναγομένη είχε προβάλει τους ισχυρισμούς της, που πρόβαλε ως ενστάσεις ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τους επαναφέρει στην παρούσα δίκη με τις προτάσεις της, οι ισχυρισμοί της, όμως, αυτοί  απαραδέκτως προβλήθηκαν. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη, στις 2.4.2012, ενώ γνώριζε την οφειλή της, ύψους 830.398,04 ευρώ, προς τον ενάγοντα, από τη σύμβαση εγγύησης, δεδομένου ότι, στις 16.12.2011, της είχε γνωστοποιηθεί το χρεωστικό κατάλοιπο του κλεισθέντος οριστικά αλληλόχρεου λογαριασμού σε βάρος της  πιστούχου εταιρείας με την επωνυμία «……………» μεταβίβασε, με βάση την με αρ. …….. πράξη γονικής παροχής, που συνέταξε η συμβ/φος Αθηνών Μαρία Καλοειδά-Βραχνού και η οποία μεταγράφηκε  νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος ……. αρ. …….), στη δεύτερη εναγόμενη- θυγατέρα της την ψιλή κυριότητα των  εξής ακινήτων : 1) μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου (Α) πάνω από το ισόγειο ορόφου, καθώς και 2) τα 227/000 εξ αδιαιρέτου του κατωτέρω περιγραφόμενου οικοπέδου, τα οποία αντιστοιχούν στο δικαίωμα υψούν στο δεύτερο (Β) υπέρ το ισόγειο ορόφου μιας διώροφης οικοδομής, που είναι κτισμένη σε οικόπεδο, το οποίο βρίσκεται στο ……… Πειραιά, στη θέση «Τάφος Καραϊσκάκη» της περιφέρειας του Δήμου Πειραιά, εντός  του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης Πειραιά και επί της οδού …….. (πρώην οδός ανώνυμος πάροδος της οδού ……..) στην οποία φέρει τον αριθμό …….. Το ανωτέρω οικόπεδο, εμφαίνεται : 1) με τον αριθμό 25α και με τα αλφαβητικά στοιχεία Α, ε, ζ, Δ, Α στο από 18 Ιουλίου 1953 σχεδιάγραμμα του τοπογράφου ……., το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθ. ……. συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Παναγιώτη Λαζαράτου και 2) με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΑ στο από 3-6-1983 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού …., το οποίο προσαρτάται στην υπ΄ αριθ. ……… πράξη της συμβολαιογράφου  Πειραιά Χρυσούλας Παπαντωνίου, έχει έκταση, σύμφωνα με τον τίτλο ιδιοκτησίας, 103,68 τ.μ. και σύμφωνα με νεώτερη καταμέτρηση και το προσαρτώμενο στην ως άνω πράξη της πιο πάνω συμβολαιογράφου τοπογραφικό σχεδιάγραμμα έχει έκταση 103,65 τ.μ. Η οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου (Α) πάνω από το ισόγειο ορόφου της ανωτέρω οικοδομής εμφαίνεται σε κάτοψη στο σχεδιάγραμμα κάτοψης ορόφου και σε αναλογίες στον πίνακα αναλογιών του υπομηχανικού ……… με ημερομηνία 3-6-1983, τα οποία προσαρτώνται στην υπ’ αριθ. ……….. πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιά Χρυσούλας Παπαντωνίου, έχει επιφάνεια 61,72 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 227/000, η δε οριζόντια ιδιοκτησία (δικαίωμα υψούν) του δεύτερου (Β) πάνω από το ισόγειο ορόφου της ίδιας οικοδομής εμφαίνεται ως προς το περίγραμμα του στο σχεδιάγραμμα περιγράμματος Β’ ορόφου του υπομηχανικού …….. και ως προς τις αναλογίες στο σχετικό πίνακα αναλογιών του ίδιου ως άνω υπομηχανικού και το οποίο θα έχει επιφάνεια 61,72 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 227/000. Όπως αναγράφεται στην ως άνω υπ’ αριθ. ………. πράξη γονικής παροχής η συνολική αξία της ψιλής κυριότητας των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών (υπάρχουσα και μελλοντική – δικαίωμα υψούν) ανερχόταν κατά το χρόνο μεταβίβασης τους βάσει του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. στο συνολικό ποσό των 42.064,74 ευρώ (34.995,24 ευρώ και 7.069,50 ευρώ αντίστοιχα), η οποία είναι η ίδια με τη σημερινή. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η πρώτη εναγομένη κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για να κριθεί η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ο προσδιορισμός της  βλάβης του δανειστή δεν είχε άλλη εμφανή ακίνητη περιουσία που να είναι αρκετή  για την ικανοποίηση της απαίτησης του ενάγοντος.  Η εκκαλουμένη απόφαση, όπως προκύπτει  από το κείμενό της, έκρινε ότι η πρώτη εναγομένη, κατά το χρόνο μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας των ακινήτων της στη δεύτερη εναγομένη γνωρίζοντας την οφειλή της προς τον ενάγοντα, ενήργησε καταδολιευτικά, με σκοπό να βλάψει τα συμφέροντα του ενάγοντα ματαιώνοντας την ικανοποίηση της απαίτησής του με τη διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των παραπάνω ακινήτων, ενώ η αγωγή απορρίφθηκε κατά παραδοχή ως κατ’ουσία βάσιμης της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ, που πρόβαλαν οι εναγόμενες. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ενόψει της μη άσκησης αντέφεσης από τις εναγόμενες κατά της εκκαλουμένης, αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης καθίσταται μόνο η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και όχι η ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος, η οποία μόνο με αντίθετη έφεση ή αντέφεση μπορούσε να ερευνηθεί. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το κείμενο των προτάσεων, που οι εναγόμενες κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι τελευταίες ισχυρίστηκαν ότι ο ενάγων καταχρηστικά άσκησε την αγωγή, καθόσον η απαίτηση του θα  μπορούσε να ικανοποιηθεί από εκχωρημένες απαιτήσεις της πρωτοφειλέτριας προς το δανειστή  (ενάγοντα), αλλά ο τελευταίος ουδέποτε προέβη στην είσπραξή τους. Ο παραπάνω ισχυρισμός των εναγομένων αφενός αναφέρεται στην ύπαρξη της απαίτησης, η οποία κατά τα προαναφερόμενα δεν μπορεί να προσβληθεί, αφού καλύπτεται από το δεδικασμένο της με αριθμό ……….. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και αφορά ενστάσεις που, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, προβλήθηκαν ή μπορούσαν να προβληθούν κατά τη δίκη της ανακοπής κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, ο  δε σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1α του ΚΠολΔ (ΑΠ 261/2017) και αφετέρου μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις,  όπως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτηση του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010). Στη προκειμένη δε περίπτωση, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η επίκληση της αξίας των ακινήτων, που μεταβιβάστηκαν σε σχέση με την οφειλή και το ιδιαίτερο ηθικό καθήκον της πρώτης εναγομένης για τη μεταβίβαση των ακινήτων στη θυγατέρα της (δεύτερη εναγομένη) δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρον 281 ΑΚ. Έτσι η παραπάνω ένσταση πέραν του απαραδέκτου της προβολής της στη δίκη της αγωγής διάρρηξης, όσον αφορά στο σκέλος της για την είσπραξη εκχωρημένων απαιτήσεων του πρωτοφειλέτη, είναι απορριπτέα  ως μη νόμιμη κατά το σκέλος της, που αφορά στη διάρρηξη της προκείμενης δικαιοπραξίας, καθόσον οι αναφερόμενες περιστάσεις  δεν είναι ικανές να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος. Ενόψει των παραπάνω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκανε δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη την προβληθείσα από τις εφεσίβλητες ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, και απέρριψε την αγωγή, έσφαλε ως προς την ερμηνεία του νόμου και πρέπει, αφού γίνει δεκτή η έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και, αφού κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, να γίνει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να απαγγελθεί η διάρρηξη της δικαιοπραξίας, που συνήφθη δυνάμει του με αριθμό ……….. συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Καλοειδά-Βραχνού και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο ….. και με αριθμό ………. Επίσης, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ) καθώς και να διαταχθεί η επιστροφή των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα παραβόλων κατά την κατάθεση της έφεσης του (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 19-12-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ….., ειδ. αριθ. καταθ. ………) έφεση του ενάγοντος της από 29-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 880/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου

Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση .

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 880/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς .

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ουσίαν επί της από 29-10-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ………… ) αγωγής.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται την αγωγή.

Απαγγέλλει τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας, που συνήφθη δυνάμει του με αριθμό …….. συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Καλοειδά-Βραχνού και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …….. και με αριθμό…….., με το οποίο η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε στη δεύτερη τις περιγραφόμενες στο σκεπτικό ιδιοκτησίες.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα των κατατεθέντων από αυτόν, κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλων του Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  12 Ιουλίου 2018.  

Η    ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε  δε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στις 25 Σεπτεμβρίου 2018, με άλλη σύνθεση, …………….. χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ