Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 394/2020

Περίληψη

Συνεκδίκαση 4 εφέσεων. Δύο κύριες αγωγές για ζημιά από αυτοκίνητο και μία παρεμπίπτουσα αγωγή. Ορισμένο της αξίωσης τέκνου για αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής εξαιτίας του θανάτου του γονέα του. Ορισμένο της έντασης του εναγομένου περί συνεισφοράς του άλλου γονέα. Προϋποθέσεις ισχύος του όρου εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη λόγω οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών (ναρκωτικών) ουσιών (άρθρο 6β ΠΔ 237/1986, με το οποίο κωδικοποιήθηκε ο Ν. 489/1976). Η συνομολόγηση τέτοιου όρου μπορεί να γίνει είτε με την ενσωμάτωσή του στη σύμβαση ασφάλισης, είτε με την παραπομπή της σύμβασης στους γενικούς όρους ασφάλισης. Έννοια πρόστησης. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Προσδιορισμός αυτής με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Όταν επιδικάζονται χρηματικές απαιτήσεις κατ’ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (όπως χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης), δύναται να ισχύσει η κατ’ εξαίρεση επιδίκαση των απαιτήσεων με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (άρθρο 346 εδ. δ΄ και ε΄ ΑΚ).

 

Αριθμός     394/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 10.6.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …………../25.6.2018) έφεση των εναγόντων της από 10.4.2017 αγωγής, …………, Β) η από 9.7.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/11.7.2018) έφεση του πρώτου εναγόμενου της ως άνω αγωγής και πρώτου παρεμπιπτόντως εναγόμενου της από 24.5.2017 παρεμπίπτουσας αγωγής, ……….., Γ) η από 10.7.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/11.7.2018) έφεση του δεύτερου εναγόμενου της ως άνω αγωγής και δεύτερου παρεμπιπτόντως εναγόμενου της ως άνω παρεμπίπτουσας αγωγής, ……….. και Δ) η από 22.6.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../25.6.2018) έφεση της τρίτης εναγόμενης της ως άνω αγωγής, ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………» (όπως η επωνυμία αυτής τροποποιήθηκε από «………..»), οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 2337/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 ΚΠολΔ), και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 ΚΠολΔ απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων. Η τήρηση της αρχής αυτής επιβάλλει στο Δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν ο διάδικος που απουσιάζει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, έχει κλητευθεί να παραστεί σ` αυτήν νομοτύπως και εμπροθέσμως και να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν έγινε τέτοια κλήτευση ή ότι αυτή δεν έγινε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. Πριν από την ως άνω έρευνα, όμως, πρέπει να προηγηθεί από το Δικαστήριο η διακρίβωση για το ποιός από τους διαδίκους επισπεύδει την συζήτηση, γιατί αν ο επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντιθέτως απαιτείται τέτοια κλήτευσή, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση δε αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, γιατί λείπει η απαιτούμενη προδικασία, δηλαδή της κλήσης προς συζήτηση (άρθρα 106, 110 παρ. 3, 111 παρ. 1, 217, 226 παρ. 1, 228, 498 ΚΠολΔ – βλ. ΕφΠειρ 28/2016 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 271 ΚΠολΔ, προϋπόθεση δε του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης, είναι, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 524 ΚΠολΔ, η έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπομένου διαδίκου (εκκαλούντος ή εφεσίβλητου) ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς η συζήτηση είναι απαράδεκτη.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της ανωτέρω υπό στοιχ. Δ΄ έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης αυτής από την σειρά του πινακίου, οι έκτος και έβδομος των εφεσίβλητων της ως άνω έφεσης, ………… και ………….., δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση αυτής, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από το όλο περιεχόμενο του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι η συζήτηση της εν λόγω έφεσης επισπεύδεται από τους πρώτους πέντε εφεσίβλητους αυτής (……….. και λοιπούς), αφού ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους,………………, κατέθεσε το δικόγραφο της εν λόγω έφεσης στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ………/25.6.2018 έκθεση κατάθεσης δικογράφου στο Εφετείο Πειραιώς με την κάτωθι αυτής πράξη, με την οποία προσδιορίσθηκε δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης αυτής η 17.1.2019 με αριθμό πινακίου …. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όπως προκύπτει από το υπάρχον στη δικογραφία ακριβές αντίγραφο της σχετικής σελίδας του πινακίου της δικασίμου αυτής, η συζήτηση της ως άνω έφεσης αναβλήθηκε, παρισταμένου και του έβδομου εφεσίβλητου, . ……………… (που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, . ………………), για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο της 5.12.2019, κατά την οποία, όμως, ο ως άνω εφεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Συνεπώς, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 ΚΠολΔ, που ισχύει και για τις ειδικές διαδικασίες (άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ) καθώς και επί των ενδίκων μέσων (άρθρο 498 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ), η εξ αναβολής αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων (ΑΠ 38/2017, 41/2017 και 400/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πρέπει ο έβδομος εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Δ΄ έφεσης, . ………………., να δικασθεί ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο, της ως άνω έφεσης θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ) και πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τον εφεσίβλητο αυτόν (έβδομο) λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας, γιατί ο τελευταίος, ως προς μεν την από 10.4.2017 κύρια αγωγή ήταν ομόδικός της, χωρίς, όμως, η εκκαλούμενη απόφαση να περιέχει διάταξη επιβλαβή για την ίδια και υπέρ αυτού (βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, Ερμ. ΚΠολΔ, εκδ. 2018, τόμ. Ι, άρθρο 516, αρ. 33, σελ. 796), ως προς δε την από 24.5.2017 παρεμπίπτουσα αγωγή ήταν μεν αντίδικός της, πλην όμως αυτή (εκκαλούσα) νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, αφού έγινε δεκτή η ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή της, ενώ έννομο συμφέρον προς άσκηση έφεσης έχει ο ηττηθείς διάδικος (βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 516, αρ. 19, σελ. 793). Ακόμη, από το ίδιο ως άνω αντίγραφο της σχετικής σελίδας του πινακίου της αρχικά ορισθείσης δικασίμου της 17.1.2019, προκύπτει ότι ο έκτος εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Δ΄ έφεσης, …………., δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο τόσο κατά την αρχική αυτή δικάσιμο, όσο και κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο της 5.12.2019. Ακόμη, οι επισπεύδοντες τη συζήτηση της έφεσης αυτής πέντε πρώτοι εφεσίβλητοι, δεν προκύπτει ότι επέδωσαν στον ως άνω έκτο εφεσίβλητο κλήση για να παραστεί στη αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 17.1.2019, αφού δεν προσκομίζουν το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως, ούτε επικαλούνται με τις προτάσεις τους τέτοια επίδοση, ενώ ούτε και από τους άλλους διαδίκους της έφεσης αυτής προκύπτει τέτοια επίδοση προς τον έκτο εφεσίβλητο, .. ………………. Συνεπώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό στοιχ. Δ΄ έφεσης της ασφαλιστικής εταιρίας «…………………..» ως προς τον έκτο εφεσίβλητο,………………, λόγω μη κλήτευσης του εφεσίβλητου αυτού.

ΙΙΙ. Οι υπό στοιχ. Α΄, Γ΄ και Δ΄ εφέσεις (των εναγόντων, του δεύτερου εναγόμενου και της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, αντίστοιχα) έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια των εναγόντων, στο δεύτερο εναγόμενο,………………, την 11.6.2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………..΄/11.6.2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………….) και στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία την 24.5.2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………….΄/24.5.2018 έκθεση επιδόσεως της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), ενώ τα μεν υπό στοιχ. Α΄ και Δ΄ εφετήρια (των εναγόντων και της τρίτης εναγομένης εταιρία, αντίστοιχα) κατατέθηκαν την 25.6.2018, ημέρα Δευτέρα, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την γενόμενη την 24.5.2018 επίδοση στην τρίτη εναγόμενη, το δε υπό στοιχ. Γ΄ εφετήριο (του δεύτερου εναγομένου) κατατέθηκε την 11.7.2018, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την γενόμενη την 11.6.2018 επίδοση στο δεύτερο εναγόμενο. Επίσης, και η υπό στοιχ. Β΄ έφεση (του πρώτου εναγόμενου), που κατατέθηκε την 11.7.2018, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στον πρώτο εναγόμενο, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται, ότι επί απλής ομοδικίας, όπως αυτό συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, η επίδοση της πρωτόδικης απόφασης από ή σε ένα ομόδικο κινεί την προθεσμία της έφεσης μόνο κατά του παραγγείλαντος και του προς ον η επίδοση και όχι κατά των λοιπών ομοδίκων (ΕφΑθ 1716/2004 ΝοΒ 2005.94, ΕφΑθ 4916/1986 Δ. 1986.742). Όλες οι ανωτέρω εφέσεις παραδεκτώς εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από τις σχετικές από 25.6.2018 και από 11.7.2018 αντίστοιχες βεβαιώσεις της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες και των τεσσάρων εφέσεων το νόμιμο παράβολο των εκατό (100) ευρώ, για εκάστη αυτών, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα. Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με τις κρινόμενες ως άνω εφέσεις.

ΙV. Με την από 10.4.2017 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……../18.4.2017) αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ιστορείται, ότι ο πρώτος εναγόμενος, . ………………., οδηγώντας το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ………… Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου . ………………, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την (τότε) επωνυμία «………» (ήδη τροποποιηθείσα σε «……………..»), προκάλεσε από υπαιτιότητά του, κατά το αυτοκινητικό ατύχημα που έλαβε χώρα την 11.10.2016 στην Εθνική Οδό Κορίνθου-Εξαμιλίων υπό τις ιστορούμενες στην αγωγή συνθήκες, τον θανάσιμο τραυματισμό του …………. (συζύγου της πρώτης των εναγόντων, πατέρα των δεύτερου και τρίτης αυτών, αδελφού του τετάρτου αυτών και υιού του πέμπτου αυτών), που οδηγούσε, κατά τον ως άνω χρόνο, το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……………. Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της συζύγου του (πρώτης ενάγουσας). Ζήτησαν δε οι ενάγοντες, όπως το αγωγικό αίτημά τους παραδεκτώς περιορίστηκε α) από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό (ως προς την αιτούμενη από έκαστο αυτών χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης) και β) ως προς το αιτούμενο από την πρώτη αυτών κονδύλιο εξόδων κηδείας, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους καταχωρηθείσα στα πρακτικά  συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), Α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι (ο πρώτος ως αποκλειστικός υπαίτιος του επίδικου ατυχήματος, ο δεύτερος ως ιδιοκτήτης του ζημιογόνου οχήματος και η τρίτη ως ασφαλίζουσα το όχημα αυτό), ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν 1) στην πρώτη αυτών το συνολικό ποσό των 37.189,20 ευρώ και συγκεκριμένα: α) ποσό 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του συζύγου της, β) ποσά 1.329,20 ευρώ και 70 ευρώ και 790 ευρώ ως αποζημίωση για τα έξοδα κηδείας, για τα έξοδα κατασκευής μνημείου και για τα έξοδα καφενείου που κατέβαλε στην κηδεία και στα μνημόσυνα, αντίστοιχα, και γ) ποσό 5.000 ευρώ ως αποζημίωση για την καταστροφή του ΙΧΦ αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της, που οδηγούσε ο σύζυγός της, 2) στον δεύτερο αυτών το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του πατέρα του, 3) στην τρίτη αυτών το συνολικό ποσό των 48.375 ευρώ και συγκεκριμένα: α) ποσό 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του πατέρα της και β) ποσό 18.375 ευρώ για στέρηση διατροφής, ήτοι ποσό 875 ευρώ μηνιαίως την 1η ημέρα  κάθε μήνα για το χρονικό διάστημα από 11.10.2016 έως 11.7.2018 (δηλαδή για 21 μήνες), οπότε προβλέπεται ότι θα ολοκληρωθούν οι σπουδές της ως φοιτήτριας στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το οποίο (ποσό) αντιστοιχεί στις μηνιαίες ανάγκες διατροφής της, όπως αυτές αναφέρονται στην αγωγή, και το οποίο θα κάλυπτε ο ήδη θανών πατέρας της, αφού η ίδια στερείται εισοδημάτων από οιαδήποτε πηγή και αδυνατεί να εργαστεί λόγω των σπουδών της, 4) στον τέταρτο αυτών το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του αδελφού του και 5) στον πέμπτο αυτών το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του υιού του και Β) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, υποχρεούνται να καταβάλουν 1) σε έκαστο από τους πρώτη, δεύτερο και τρίτη αυτών το ποσό των 270.000 ευρώ (ενώ επιφυλάχθηκαν για ποσό 45 ευρώ για έκαστο αυτών, που πρόκειται να αξιώσουν ως πολιτικώς ενάγοντες στο αρμόδιο ποινικό δικαστήριο), 2) στον τέταρτο αυτών το ποσό των 40.000 ευρώ και 3) στον πέμπτο αυτών το ποσό των 170.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και ειδικότερα για το κονδύλιο της διατροφής των 875 ευρώ μηνιαίως από το ληξιπρόθεσμο κάθε μηνιαίας δόσης. Εξάλλου, με την από 24.5.2017 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………/29.5.2017) παρεμπίπτουσα αγωγή, ιστορείται ότι η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..» (τρίτη εναγομένη στην ως άνω κύρια αγωγή), έχει ασφαλίσει για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη το φερόμενο ως ζημιογόνο  …….. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δεύτερου παρεμπιπτόντως εναγόμενου, . ………………, η δε καταρτισθείσα με αυτόν, ως αντισυμβαλλόμενο, ασφαλιστική σύμβαση, βάσει αποδεχθέντος συμβατικού όρου της, διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 489/1976, όπως ισχύει, και ειδικότερα από τον διαλαμβανόμενο στο άρθρο 6β΄ παρ. 1 περ. β΄ του ΠΔ 237/1986 όρο, σύμφωνα με τον οποίο εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημιές που προκαλούνται, μεταξύ άλλων, από οδηγό, ο οποίος κατά τον χρόνο του ατυχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά παράβαση του ΚΟΚ, όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. Ότι ο πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος, ……………, κατά τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος, οδηγώντας το ανωτέρω όχημα υπό την επίδραση των αναφερόμενων τοξικών (ναρκωτικών) ουσιών που επηρέαζαν την ικανότητά του περί την οδήγηση, προξένησε, υπό τις ιστορούμενες συνθήκες, ατύχημα, κατά το οποίο τραυματίστηκε θανάσιμα ο …………, συγγενής των εναγόντων της ως άνω κύριας αγωγής. Ότι ο ως άνω οδηγός του ανωτέρω οχήματος (πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος) ήταν προστηθείς στην οδήγηση του οχήματος αυτού από τον ιδιοκτήτη του, δεύτερο παρεμπιπτόντως εναγόμενο. Με βάση το ιστορικό αυτό, η παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, επικαλούμενη ότι συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης της προς ασφαλιστική κάλυψη, ζήτησε (όπως το καταψηφιστικό αίτημα παραδεκτώς περιορίστηκε σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της καταχωρηθείσα στα πρακτικά  συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου – άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι υποχρεούνται, ο πρώτος αυτών ως προστηθείς οδηγός του οχήματος και ο δεύτερος αυτών ως ιδιοκτήτης και προστήσας αυτόν στην οδήγηση του οχήματός του, να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό (ως κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) που τυχόν αυτή θα υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της ως άνω κύριας αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής, άλλως από την καταβολή του ποσού από αυτήν. Τέλος, με την από 18.9.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../21.9.2017) αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) ο ενάγων ………. (δεύτερος εναγόμενος στην πρώτη ως άνω κύρια αγωγή) ισχυρίσθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος …………. (πρώτος εναγόμενος στην πρώτη ως άνω κύρια αγωγή), οδηγώντας το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ….. ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας αυτού (ενάγοντος), το οποίο προηγουμένως είχε αφαιρέσει παράνομα από την κατοχή του, την 11.10.2016 στην Εθνική Οδό Κορίνθου-Εξαμιλίων, υπό τις ιστορούμενες στην αγωγή συνθήκες, συγκρούσθηκε με το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ….. ΙΧΦ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο …., ιδιοκτησίας της . ………………, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη του στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..» με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του τελευταίου, τον τραυματισμό του .. ……………… και την καταστροφή του οχήματός του. Ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε συντρέχουσα υπαιτιότητα των οδηγών των δύο εμπλεκόμενων οχημάτων. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, αφού παραδεκτώς παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής του ως προς τον πρώτο εναγόμενο, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα πρακτικά  συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 294, 295 παρ. 1 εδ. α΄ και 297 ΚΠολΔ), ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία, ως ασφαλίζουσα το ζημιογόνο ΙΧΦ όχημα, να του καταβάλει το ποσό των 1.500 ευρώ ως αποζημίωση για την καταστροφή του οχήματός του με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές (δύο κύριες και μία παρεμπίπτουσα) αντιμωλία των διαδίκων και με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι αποκλειστικός υπαίτιος του ένδικου ατυχήματος είναι ο οδηγός του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……. ΙΧΕ αυτοκινήτου, . ………………. (πρώτος εναγόμενος τόσο στην ως άνω πρώτη κύρια αγωγή όσο και στην παρεμπίπτουσα αγωγή), ο οποίος οδηγούσε το ως άνω όχημα, μεταξύ άλλων παραβάσεων του ΚΟΚ, ευρισκόμενος υπό την επίδραση ναρκωτικών ουσιών, δέχθηκε εν μέρει, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, την από 10.4.2017 αγωγή των ως άνω συγγενών (……………… και λοιπών) του θανόντος …………, δέχθηκε, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, την από 24.5.2017 παρεμπίπτουσα αγωγή και απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την από 18.9.2017 αγωγή του . ………………. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο οι ενάγοντες της από 10.4.2017 αγωγής με την υπό στοιχ. Α΄ έφεσή τους, όσο και αυτοτελώς οι εναγόμενοι της αγωγής αυτής, ……., . ………………. και ασφαλιστική εταιρία «…………..» με τις υπό στοιχ. Β΄, Γ΄ και Δ΄ αντίστοιχες εφέσεις τους, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές (εφέσεις) λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν α) οι ενάγοντες την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή στο σύνολό της, β) οι εναγόμενοι …… και .. ………………..την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθούν η ως άνω αγωγή καθώς και η κατ’ αυτών ασκηθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή και γ) η ως άνω ασφαλιστική εταιρία την εξαφάνισή της, ώστε να επιδικασθούν μικρότερα ποσά στους ενάγοντες της ως άνω αγωγής αναφορικά με τα αγωγικά αιτήματα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και της αφορώσης την τρίτη ενάγουσα αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής.

  1. V. Από τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β` ΑΚ, προκύπτει ότι επί θανάτωσης προσώπου υφίσταται υποχρέωση προς αποζημίωση και έναντι τρίτου, ο οποίος κατά νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή και στερήθηκε εξαιτίας του θανάτου το δικαίωμα αυτό. Η αξίωση που απορρέει από την ως άνω διάταξη είναι γνήσια αξίωση αποζημίωσης και όχι διατροφής και αποσκοπεί να φέρει το δικαιούχο διατροφής στην θέση που θα βρισκόταν εάν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος για να τον διατρέφει. Επομένως, από άποψη έκτασης η αποζημίωση αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1389 επ, 1442 επ, 1485 επ και 1504 ΑΚ, περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στον δικαιούχο της διατροφής. Η απορρέουσα από τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β` ΑΚ αξίωση αποζημίωσης έχει άμεση σχέση με την αξίωση διατροφής, γιατί τόσον η γέννηση του σχετικού δικαιώματος, όσον και το οφειλόμενο ποσόν προσδιορίζονται από τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ για την διατροφή (ανιόντων – κατιόντων ή συζύγων), που όφειλε το θύμα σε εκείνον που ζητά αποζημίωση από τον υπεύθυνο για την θανάτωση του υποχρέου διατροφής. Οι γονείς, εξάλλου, έχουν κοινή υποχρέωση να διατρέφουν το τέκνο τους, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους (ΑΚ 1489 εδ. β΄). Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για την συντήρησή του και επί πλέον έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του (ΑΚ 1493). Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσής του, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης ή την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου για την καταβολή διατροφής (ΑΚ 1486). Στοιχεία θεμελιωτικά του δικαιώματος διατροφής τέκνου, τα οποία πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, να περιέχονται στην σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής, είναι η αδυναμία του τέκνου να διατρέφει τον εαυτό του από τα εισοδήματά του ή την περιουσία ή από εργασία κατάλληλη ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του, τα περιουσιακά στοιχεία του γονέα, συνεπεία του θανάτου του οποίου θα αποστερείται το ενάγον τέκνο την δικαιούμενη ανάλογη διατροφή και το χρηματικό ποσό που χρειάζεται το τέκνο για την διατροφή του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται και οι οικονομικές δυνατότητες του επιζώντος γονέα (ΑΠ 939/2017, ΑΠ 124/2017, ΕφΑθ 218/2018, ΕφΘεσ 2152/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Α. Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 2008, παρ. 19, αρ. 124, σελ. 390).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 10.4.2017 αγωγή η τρίτη των εναγόντων, ………….. (ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα), επικαλούμενη ότι είναι φοιτήτρια στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ότι προβλέπεται να ολοκληρώσει τις σπουδές της την 11.7.2018 (δηλαδή με την συμπλήρωση του 10ο εξάμηνου σπουδών), ότι στερείται εισοδημάτων από οιαδήποτε πηγή και αδυνατεί να εργαστεί λόγω των σπουδών της, ότι ο πατέρας της ……….. ήταν μόνιμος υπάλληλος των …… με μηνιαίες αποδοχές εκ ποσού 1.400 ευρώ καθώς και ότι, συνεπεία του θανάτου του πατέρα της κατά το ένδικο ατύχημα, θα στερηθεί την δικαιούμενη απ’ αυτήν ανάλογη διατροφή για την ολοκλήρωση των σπουδών της, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 795 ευρώ μηνιαίως κατά τα προσδιοριζόμενα αναλυτικά στην αγωγή της, ήτοι για έξοδα ενοικίου πλέον κοινοχρήστων, έξοδα τροφής, έξοδα μετακίνησης, έξοδα ένδυσης, αγοράς βιβλίων κλπ. Το αγωγικό αυτό αίτημα αξιολογείται ως επαρκώς ορισμένο, καθόσον αναφέρονται όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά του στοιχεία κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, ήτοι αναφέρονται η αδυναμία της ως άνω ενάγουσας να διατρέφει τον εαυτό της και να εργασθεί λόγω των σπουδών της, η έλλειψη εισοδημάτων της από οιαδήποτε αιτία, τα εισοδήματα του αποβιώσαντος πατέρα της και το χρηματικό ποσό που είναι απαραίτητο για την διατροφή της με βάση τις ανάγκες της, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής της, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται και ότι αυτή δεν έχει περιουσία ή ότι έχει και δεν μπορεί να την ρευστοποιήσει, αφού το στοιχείο αυτό καλύπτεται από την αναφορά στην έλλειψη εισοδημάτων από οιαδήποτε πηγή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι το ως άνω αγωγικό αίτημα είναι ορισμένο, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον δεύτερο εναγόμενο, .. ………………, με τον σχετικό (τέταρτο) λόγο της υπό στοιχ. Γ΄ έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

  1. VI. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ήτοι του ……… (μάρτυρα των εναγόντων της από 10.4.2017 κύριας αγωγής), ……….. (μάρτυρα του δευτέρου εναγομένου της ως άνω αγωγής) και …………. (μάρτυρα του πρώτου εναγομένου της ως άνω αγωγής) που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται και αυτά της σχηματισθείσης σχετικής ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 1286/2003, ΑΠ 283/2003, ΕφΑθ 303/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών του τόπου του επίδικου ατυχήματος και των οχημάτων που συγκρούσθηκαν, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 11.10.2016 και περί ώρα 15.20, ο …….., οδηγώντας το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας . . ΙΧΦ αυτοκίνητο, μάρκας FIAT, ιδιοκτησίας της συζύγου του, . ……………… (πρώτης ενάγουσας της από 10.4.2017 αγωγής), το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ασφαλιστική εταιρία «. ….» (τρίτη εναγόμενη της δεύτερης από 18.9.2017 αγωγής), κινείτο µε κανονική για τις περιστάσεις ταχύτητα επί της Εθνικής Οδού Κορίνθου-Εξαµιλίων, στο ύψος του 3,6 χιλιοµέτρου αυτής, µε κατεύθυνση πορείας από Κόρινθο προς Εξαμίλια. Η οδός αυτή, στο ως άνω ύψος, είναι ευθεία, διπλής κατεύθυνσης, µε µια λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, οι οποίες (λωρίδες) διαχωρίζονται µε μονή διαχωριστική γραμμή, έχει πλάτος οδοστρώματος 7,95 μέτρα και ειδικότερα 3,75 μέτρα στη λωρίδα κατεύθυνσης προς Εξαµίλια και 4,20 μέτρα στη λωρίδα κατεύθυνσης προς Κόρινθο, ενώ και το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο καθορίζεται στο µεν ρεύμα κυκλοφορίας µε κατεύθυνση προς Εξαμίλια (όπου κινείτο ο προαναφερόμενος ………….) στα 50 χιλιόμετρα την ώρα, αφού υπάρχει, πριν το ανωτέρω σημείο, ρυθμιστική πινακίδα Ρ-32, στο δε αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας µε κατεύθυνση προς Κόρινθο στα 90 χιλιόμετρα την ώρα, σύμφωνα µε το άρθρο 20 παρ. 2 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), ως «άλλο οδικό δίκτυο». Κατά τον ως άνω χρόνο υπήρχε φως ημέρας και καλοκαιρία, η άσφαλτος ήταν ξηρή, η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν κανονική και των πεζών ήταν μηδενική και η ορατότητα δεν εμποδιζόταν (βλ. την από 11.10.2016 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, σε συνδυασμό µε το πρόχειρο σχεδιάγραμμα, του Τμήματος Τροχαίας Κορίνθου). Κατά τον ίδιο ακριβώς χρόνο, ο ………… (πρώτος εναγόμενος της από 10.4.2017 αγωγής), οδηγώντας το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……… ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας MERCEDES, ιδιοκτησίας του πατέρα του, . ……………… (δεύτερου εναγομένου της ως άνω αγωγής), το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την (τότε) επωνυμία «……….» (ήδη αυτή έχει τροποποιηθεί σε «……….»), κινείτο στην ανωτέρω Εθνική Οδό µε κατεύθυνση πορείας από Εξαμίλια προς Κόρινθο, µε υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα, όταν, φθάνοντας στο ανωτέρω σημείο της Οδού αυτής, εξετράπη αριστερά της πορείας του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, µε συνέπεια να συγκρουσθεί µε σφοδρότητα, μετωπικά υπό γωνία, µε το όχημα που οδηγούσε ο …………. Από την σφοδρή αυτή σύγκρουση το όχημα που οδηγούσε ο τελευταίος κατέληξε, µε το οπίσθιο τμήμα του, στις παρυφές του χωμάτινου πρανούς, που βρίσκεται δεξιά του οδοστρώματος του ρεύματος κυκλοφορίας του, σε απόσταση 3 μέτρων από το σημείο της σύγκρουσης, ενώ το αυτοκίνητο του πρώτου (. ………………) ακινητοποιήθηκε στο άκρο δεξιό τμήμα του ιδίου ρεύματος, όπου υπάρχει υπερυψωμένο κράσπεδο και πέραν αυτού αρχίζει το χωμάτινο πρανές, σε απόσταση 4 μέτρων από το ανωτέρω όχημα του άλλο οδηγού (βλ. το πρόχειρο σχεδιάγραμμα οδικού τροχαίου ατυχήματος, σε συνδυασμό µε τις φωτογραφίες του Τ.Τ. Κορίνθου). Αποτέλεσμα της σφοδρής αυτής σύγκρουσης ήταν η ολοσχερής καταστροφή των εμπρόσθιων τμημάτων των δύο ως άνω οχημάτων και ο σοβαρός τραυματισμός των δύο οδηγών, από τους οποίους ο ………., υπέστη κακώσεις θώρακος, κοιλίας και αριστερού άνω άκρου, από τις οποίες, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε ο θάνατός του (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …./2016 από 26.1.2017 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πατρών). Μετά από τη σύγκρουση ελήφθησαν ποσότητες αίματος και ούρων από τον πρώτο εναγόμενο, . ……………… (όπως τούτο αναγράφεται και στην ανωτέρω έκθεση αυτοψίας του Τ.Τ. Κορίνθου), οι οποίες απεστάλησαν για εργαστηριακή εξέταση στο Εργαστήριο Τοξικολογίας και Οινοπνεύματος της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.)-Τμήμα Χημικών και Φυσικών Εξετάσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, προκειμένου να εντοπισθούν τυχόν ίχνη τοξικών ουσιών. Από το αποτέλεσμα των εργαστηριακών αυτών εξετάσεων αποδείχθηκε η ύπαρξη στο αίμα του ως άνω οδηγού, μορφίνης και μιδαζολάµης καθώς και στα ούρα του, μορφίνης, κωδεΐνης και 6-µονοακετυλοµορφίνης, από τις οποίες (τοξικές ουσίες) η μορφίνη και η κωδεΐνη υπάγονται στην κατηγορία των οπιούχων και οπιοειδών ουσιών, ενώ η 6-µονοακετυλοµορφίνη υποδηλώνει τη λήψη ηρωίνης (βλ. τις προσκομιζόμενες με επίκληση υπ’ αριθ. πρωτ. ………/8.12.2016 και ………/8.12.2016 εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του ως άνω Εργαστηρίου Τοξικολογίας και Οινοπνεύματος της Δ.Ε.Ε). Σημειώνεται, ότι ελήφθησαν βιολογικά δείγματα (αίμα και ούρα) και από τον αποβιώσαντα οδηγό προς διενέργεια τοξικολογικών αναλύσεων µε αρνητικό αποτέλεσμα (βλ. την υπ’ αριθµό πρωτ. …./18.1.2017 έκθεση τοξικολογικής εξέτασης του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α.). Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου . ……………… (οδηγού του ΙΧΕ αυτοκινήτου). Ειδικότερα, αυτός, ενεργώντας κατά παράβαση των υποχρεώσεών του από τον ΚΟΚ (άρθρα 12 § 1, 16 §§ 1 και 4, 19 § 1, 20 § 2 και 42 § 1), δεν οδηγούσε µε σύνεση και έχοντας διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, εισήλθε με το όχημά του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και οδηγούσε με υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα, η οποία ήταν τουλάχιστον 120 χιλιόμετρα την ώρα, δηλαδή ήταν ανώτερη της επιτρεπόμενης (των 90 χιλιομέτρων την ώρα), όπως αυτό αποδείχθηκε από την σφοδρότητα της σύγκρουσης, τις εκτεταμένες υλικές ζημίες αμφότερων των εμπλεκόμενων οχημάτων και ιδίως τη βίαιη ώθηση του οχήματος που οδηγούσε ο αποβιώσας σε απόσταση 3 μέτρων από το σημείο της σύγκρουσης, όπισθεν σε σχέση με την πορεία του, και την ακινητοποίηση του μεν αυτοκινήτου αυτού στις παρυφές του χωμάτινου πρανούς, δεξιά του οδοστρώματος, του δε αυτοκινήτου που οδηγούσε ο ίδιος (εναγόμενος) σε απόσταση 4 μέτρων από το άλλο όχημα, στο κράσπεδο του άκρου δεξιού τμήματος του οδοστρώματος. Επίσης, ο εναγόμενος αυτός (. ………………), κατά τον ως άνω χρόνο, οδηγούσε το ανωτέρω όχημα ευρισκόμενος υπό την επίδραση τοξικών (ναρκωτικών) ουσιών, γεγονός που προκάλεσε σημαντική μείωση της αντιληπτικής και οδηγητικής του ικανότητας, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου που οδηγούσε, να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και να συγκρουσθεί, μετωπικά υπό γωνία, με το κανονικώς κινούμενο όχημα του …………….., προκαλώντας έτσι αιτιωδώς το επίδικο ατύχημα. Τα ανωτέρω περιστατικά αποδείχθηκαν και από την από 11.10.2016 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, που συντάχθηκε από τους αρμόδιους προανακριτικούς υπαλλήλους του Τμήματος Τροχαίας Κορίνθου καθώς και από το σχετικό πρόχειρο σχεδιάγραμμα, στο οποίο καταγράφονται οι πορείες των δύο εμπλεκόμενων οχημάτων καθώς και το σημείο σύγκρουσης αυτών, που εντοπίσθηκε εντός του ρεύματος κυκλοφορίας του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο ………….. Ακόμη, αποδείχθηκαν και από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες του τόπου του ατυχήματος και των συγκρουσθέντων οχημάτων, καθώς και από την από 11.10.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του μηχανολόγου μηχανικού ………., ο οποίος διορίσθηκε, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του Τ.Τ. Κορίνθου στο πλαίσιο της σχηματισθείσας ποινική δικογραφίας, από την οποία (έκθεση) προκύπτει ότι τα συστήματα, εξαρτήματα και λοιπά όργανα αμφοτέρων των συγκρουσθέντων οχημάτων λειτουργούσαν κανονικά πριν το ατύχημα, ενώ και τα ελαστικά τους ήταν αυτά μεν του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……….. ΙΧΕ αυτοκινήτου σε μέτρια κατάσταση, αυτά δε του ……….. ΙΧΦ αυτοκινήτου σε καλή κατάσταση. Ο ίδιος ως άνω μηχανολόγος- μηχανικός, άλλωστε, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «το ατύχημα δεν οφείλεται σε μηχανική βλάβη των οχημάτων. Οφείλεται στην απώλεια του ελέγχου του οδηγού του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …………… ΙΧΕ αυτοκινήτου λόγω της υπερβολικής ταχύτητας που είχε αναπτύξει και είχε σαν αποτέλεσμα την είσοδο του οχήματός του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας». Αντιθέτως, στοιχεία που να θεμελιώνουν οποιαδήποτε συνυπαιτιότητα του οδηγού του ΙΧΦ αυτοκινήτου, ……………, στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, δεν αποδείχθηκαν. Ειδικότερα, αυτός κινείτο κανονικά στη λωρίδα κυκλοφορίας του ρεύματός του, με κανονική ταχύτητα, που δεν υπερέβαινε, σε κάθε περίπτωση, τα 60 χιλιόμετρα την ώρα και, συνεπώς, δεν υπερέβαινε κατά πολύ την επιτρεπόμενη ταχύτητα των 50 χιλιομέτρων την ώρα, ενώ, λόγω της αιφνίδιας και με ταχύτητα εισόδου του οχήματος, που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, στη λωρίδα κυκλοφορίας του, δεν είχε τα (τοπικά και χρονικά) περιθώρια πραγματοποίησης οποιουδήποτε αποφευκτικού ελιγμού, πλέον του γεγονότος ότι δεξιά της πορείας του υπήρχε χωμάτινο πρανές. Εξάλλου, ο πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων (της από 10.4.2017 αγωγής) ότι ο αποβιώσας κινείτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, γεγονός που συνάγουν από το ότι σε μια (προσκομιζόμενη από αυτούς) φωτογραφία, δημοσιευθείσα στο διαδίκτυο, απεικονίζεται το κοντέρ του οδηγούμενου απ’ αυτόν οχήματος, να έχει σταματήσει στα 200 χιλιόμετρα, δεν είναι ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, από την επισκόπηση της φωτογραφίας αυτής προκύπτει ευχερώς ότι ο δείκτης του κοντέρ είναι σταματημένος στο τέρμα αυτού δεξιόστροφα, δηλαδή πολύ μετά την τελική ένδειξη «200», γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν αποτυπώνει την πραγματική ταχύτητα του εν λόγω οχήματος, αφού, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αυτό δεν θα μπορούσε να φθάσει υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες την τελική ταχύτητα των 200 χιλιομέτρων την ώρα, πολύ δε περισσότερο να την υπερβεί, αλλά οφείλεται στην, εξαιτίας της σύγκρουσης, ολοσχερή καταστροφή του εμπρόσθιου τμήματος του εν λόγω αυτοκινήτου, συμπεριλαμβανομένου και του οργάνου του κοντέρ ταχύτητας. Συνεπώς, είναι αβάσιμη κατ’ ουσίαν η προβληθείσα από τους πρώτο και δεύτερο των ως άνω εναγομένων σχετική ένσταση συνυπαιτιότητας, κατά ποσοστό 80%, του ………. (θανόντος) στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος (άρθρο 300 ΑΚ), την οποία επαναφέρουν με σχετικό λόγο των εφέσεων τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την ένσταση αυτή των ως άνω εναγομένων, δεχόμενο ότι αποκλειστικός υπαίτιος του επίδικου ατυχήματος είναι ο . ………………., ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμων, τόσο του σχετικού (πρώτου) λόγου της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης του πρώτου εναγόμενου . ………………, όσο και του σχετικού (πρώτου) λόγου της υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης του δεύτερου εναγόμενου . ………………, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης, ελέγχεται ως ουσιαστικά αβάσιμη και η προταθείσα πρωτοδίκως από τους ίδιους εναγομένους, ένσταση συνυπαιτιότητας, κατά ποσοστό 50%, του ιδίου του …………., οδηγού του ΙΧΦ αυτοκινήτου, στην επέλευση του θανάτου του (άρθρο 300 ΑΚ) για το λόγο ότι δεν έφερε ζώνη ασφαλείας, την οποία (ένσταση) επαναφέρουν με σχετικό λόγο των εφέσεων τους. Και τούτο, γιατί δεν αποδείχθηκε ότι ο ως άνω θανών δεν έφερε, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ζώνη ασφαλείας, αν και, σε κάθε περίπτωση, η χρήση αυτής δεν ήταν ικανή να περιορίσει την έκταση των τραυμάτων του και τον εξαιτίας αυτών θάνατό του, που επήλθε λόγω πολλαπλών κακώσεων θώρακος, κοιλίας και αριστερού άνω άκρου (βλ. την προαναφερόμενη ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής του Ιατροδικαστή ……….. της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πατρών), δεδομένου ότι, λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης, επήλθε εκτεταμένη στρέβλωση όλης της εμπρόσθιας πλευράς και του αμαξώματος του οχήματος που αυτός οδηγούσε καθώς και θραύση του παρμπρίζ και του παραθύρου στην θύρα του οδηγού, με αποτέλεσμα ο απεγκλωβισμός του θανόντος οδηγού του οχήματος αυτού να γίνει αναγκαστικά με μηχανικά μέσα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κορίνθου, η οποία προέβη σε αποκόλληση του τιμονιού, σε θραύση του ταμπλό και των οργάνων ελέγχου και την στρέβλωση της θύρας του οδηγού προς τα έξω (βλ. την προαναφερόμενη με έκθεση εγχειρήσεως 18.11.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του μηχανολόγου-μηχανικού ……….). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την ως άνω ένσταση των ιδίων εναγομένων, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμων, τόσο του σχετικού (δεύτερου) λόγου της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης του πρώτου εναγόμενου . ………………, όσο και του σχετικού (δεύτερου) λόγου της υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης του δεύτερου εναγόμενου . ………………, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ενόψει της ηλικίας του ως άνω θανόντος ………… (54 ετών) και της κατάστασης της υγείας του, που ήταν καλή, θα ζούσε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και με πιθανότητα οπωσδήποτε μέχρι το 75ο έτος της ηλικίας του και θα συνέχιζε μέχρι τη συνταξιοδότηση του να εργάζεται στα ….. Κορίνθου, εργασία από την οποία αποκόμιζε μηνιαίως το ποσό των 1.400 ευρώ. Το μηνιαίο εισόδημά του ο θανών διέθετε για τις ανάγκες της οικογένειάς του, μεταξύ των οποίων ήταν και οι ανάγκες διατροφής της τρίτης ενάγουσας, θυγατέρας του, …………, η οποία ήταν φοιτήτρια στο Τμήμα Κτηνιατρικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και θα εξακολουθούσε να το διαθέτει για τον ίδιο σκοπό. Ειδικότερα, η ως άνω θυγατέρα του, η οποία δεν έχει δική της περιουσία ή εισοδήματα από άλλη αιτία και δεν εργάζεται προκειμένου να ανταπεξέρχεται επιτυχώς στις σπουδές της, ενεγράφη στην ανωτέρω σχολή την 1.9.2013 και προβλέπεται να ολοκληρώσει τη φοίτησή της την 11.7.2018, καθώς η φοίτηση στην σχολή αυτή είναι πενταετής (10 εξάμηνα). Διαμένει δε στη Θεσσαλονίκη σε μισθωμένο διαμέρισμα, για το οποίο καταβάλλει μηνιαίο μίσθωμα ποσού 180 ευρώ, ενώ βαρύνεται με την καταβολή δαπανών κοινοχρήστων, ύδρευσης, ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνίας και εν μέρει σίτισης (αφού υπάρχει η δυνατότητα σίτισής της στη Λέσχη της Σχολής, όταν δεν έχει πρακτική εκπαίδευση εκτός Σχολής), ενώ και έχει τις λοιπές ανάγκες των τέκνων της ηλικίας της, ήτοι, στην προκείμενη περίπτωση, αγορά ένδυσης και υπόδησης, αγορά βιβλίων, γραφικής ύλης, στοιχειώδη ψυχαγωγία και μετακινήσεις της από και προς το Πανεπιστήμιο και τρεις φορές το έτος προς και από την Κόρινθο, όπου είναι η πατρική οικία της. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 1486 ΑΚ, αυτή, μέχρι του ανωτέρω αναγκαίου χρόνου περάτωσης των σπουδών της, είχε δικαίωμα διατροφής έναντι του πατέρα της, που ήταν υποχρεωμένος να της την παρέχει ανάλογα με τις δυνάμεις του, και θα διατηρούσε, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και με πιθανότητα, αξίωση διατροφής κατ’ αυτού για ποσό 550 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ανταποκρίνεται στις ανάγκες της, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες του υπόχρεου (θανόντος) με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής τους. Εξαιτίας δε του θανάτου του πατέρα της, αυτή στερήθηκε την ως άνω διατροφή και, συνεπώς, για την αναπλήρωσή της, πρέπει, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο V της παρούσας, να λάβει ισόποση αποζημίωση, ως δικαιούχος αυτής από το χρόνο του θανάτου του τελευταίου, ήτοι από 11.10.2016 έως 11.7.2018. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε το ποσό αυτό (550 ευρώ μηνιαίως για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα) στην τρίτη ενάγουσα για την ως άνω αιτία, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμων, του σχετικού λόγου (τέταρτου κατά το πρώτο σκέλος του) της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης του πρώτου εναγόμενου . ………………, του σχετικού λόγου (πέμπτου κατά το πρώτο σκέλος του) της υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης του δεύτερου εναγόμενου . ……………… και του σχετικού (τέταρτου) λόγου της υπό στοιχ. Δ΄ έφεσης της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, την προβληθείσα πρωτοδίκως από τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων, αναφορικά με το κονδύλιο αποζημίωσης λόγω στέρησης της διατροφής της τρίτης ενάγουσας, ένσταση συνεισφοράς της μητέρας της στη διατροφή της κατ’ άρθρο 1489 εδ. β΄ ΑΚ (όπως ορθώς εκτιμήθηκε αυτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ένσταση εκ της ανωτέρω διάταξης), δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου. Και τούτο γιατί, επί αγωγής του τέκνου περί αποζημίωσής του λόγω στέρησης διατροφής, κατά του υπαιτίου του θανάτου του γονέα του, ο εναγόμενος μπορεί να προτείνει, κατ` ένσταση (άρθρο 1489 εδ. β΄ ΑΚ), ότι υπάρχει και ο άλλος επιζών γονέας, αλλά πρέπει να προσδιορίσει, για το ορισμένο της ένστασης αυτής, τις οικονομικές δυνάμεις του τελευταίου και να ζητήσει περιορισμό της υποχρέωσής του κατά το ποσό, το οποίο αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα (ΑΠ 1067/1996 ΕλλΔνη 1997.1063, ΕφΙωαν 65/2005 Αρμ 2005.1940, ΕφΠατρ 1069/2003 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Α. Κρητικός, ό.π., παρ. 19, αρ. 133, σελ. 392), πλην όμως τα στοιχεία αυτά δεν εκτίθενται από τους ως άνω εναγόμενους στην προκείμενη περίπτωση. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι, τόσο ο σχετικός λόγος (τέταρτος κατά το δεύτερο σκέλος του) της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης του πρώτου εναγόμενου . ………………, όσο και ο σχετικός λόγος (πέμπτος κατά το δεύτερο σκέλος του) της υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης του δεύτερου εναγόμενου ………………, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο αποβιώσας, ……………, ηλικίας, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, 54 ετών (γεννηθείς το έτος 1962), ήταν σύζυγος της πρώτης ενάγουσας (ηλικίας τότε 49 ετών), πατέρας των δεύτερου και τρίτης των εναγόντων (ηλικίας τότε 24 και 21 ετών αντίστοιχα), αδελφός του τέταρτου ενάγοντος (ηλικίας τότε 51 ετών) και υιός του πέμπτου ενάγοντος (ηλικίας τότε 87 ετών), όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους ενάγοντες από 14.10.2016 και 19.10.2016 πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης και πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Κορινθίων, καθώς και την από 26.5.2017 βεβαίωση του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών. Μέχρι τον χρόνο του ατυχήματος ο ……….. ήταν υγιής, δραστήριος, εργατικός και κοινωνικός και κατοικούσε με τη σύζυγό του (πρώτη ενάγουσα) στην …….. Κορινθίας. Τα τέκνα του δεν διέμεναν μαζί του, λόγω εργασίας ο πρώτος από αυτούς και λόγω σπουδών η δεύτερη, ενώ ο πατέρας του διέμενε στην ίδια μ’ αυτόν περιοχή και ο αδελφός του κατοικούσε στο …… λόγω της εργασίας του. Όλοι οι ενάγοντες συνδέονταν μαζί του με αμοιβαία αγάπη και στενούς ψυχικούς δεσμούς και δοκίμασαν μεγάλη θλίψη και πόνο από το θάνατό του. Έτσι, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών του επίδικου ατυχήματος και των περιστάσεων υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος του …………, όπως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω, της ηλικίας του κατά τον χρόνο του ατυχήματος, της αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, του στενού συναισθηματικού δεσμού όλων των εναγόντων με το θανόντα και της κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων (φυσικών προσώπων), το Δικαστήριο κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, την οποία δικαιούνται αυτοί να λάβουν για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον θάνατό του, ανέρχεται: α) σε 50.000 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα (σύζυγό του), β) σε 40.000 ευρώ για έκαστο από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων (τέκνα του), γ) σε 15.000 ευρώ για τον τέταρτο ενάγοντα (αδελφό του) και δ) σε 20.000 ευρώ για τον πέμπτο ενάγοντα (πατέρα του), ποσά τα οποία κρίνονται εύλογα και δίκαια (άρθρο 932 ΑΚ) καθώς και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧρΙΔ 2015.575, ΑΠ 622/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, επιδίκασε στους ενάγοντες μεγαλύτερα ποσά για την ως άνω αιτία, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένων δεκτών, ως ουσιαστικά βάσιμων, α) του σχετικού (τρίτου) λόγου της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης του πρώτου εναγόμενου………………, β) του σχετικού (τρίτου) λόγου της υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης του δεύτερου εναγόμενου……………… και γ) των σχετικών λόγων (πρώτου, δεύτερου, τρίτου, πέμπτου και έκτου) της υπό στοιχ. Δ΄ έφεσης της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, ενώ πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά βάσιμος, ο σχετικός (πρώτος) λόγος της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης των εναγόντων, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση σ’ αυτούς, για την ίδια αιτία, μεγαλύτερων ποσών. Κατόπιν αυτών, 1) η πρώτη ενάγουσα, αφού αναφερθεί ότι υπέρ αυτής έχει επιδικασθεί, με την εκκαλούμενη απόφαση, και τα κονδύλια των 1.229,20 ευρώ ως αποζημίωση για τα καταβληθέντα από αυτήν έξοδα κηδείας του αποβιώσαντος κατά το επίδικο ατύχημα συζύγου της και των 4.000 ευρώ ως αποζημίωση για την καταστροφή του ΙΧΦ αυτοκινήτου που οδηγούσε ο σύζυγός της, τα οποία (κονδύλια) δεν πλήττονται με λόγο έφεσης, δικαιούται, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το συνολικό ποσό των 229,20 ευρώ (ήτοι 1.229,20 + 4.000 + 50.000), από το οποίο αυτό των 35.229,20 ευρώ με καταψηφιστική διάταξη και το υπόλοιπο των 20.000 ευρώ με αναγνωριστική διάταξη βάσει του αιτήματός της, 2) ο δεύτερος ενάγων (υιός του θανόντος) δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 40.000 ευρώ, από το οποίο αυτό των 30.000 ευρώ με καταψηφιστική διάταξη και το υπόλοιπο των 10.000 ευρώ με αναγνωριστική διάταξη βάσει του αιτήματός του, 3) η τρίτη ενάγουσα (θυγατέρα του θανόντος) δικαιούται το ποσό των 550 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 11.10.2016 έως 11.7.2018, καταβαλλόμενο το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός, καθώς και το ποσό των 40.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, από τα οποία (ποσά) αυτά των 550 ευρώ μηνιαίως και των 30.000 ευρώ με καταψηφιστική διάταξη και το υπόλοιπο των 10.000 ευρώ με αναγνωριστική διάταξη βάσει του αιτήματός της, 4) ο τέταρτος ενάγων (αδελφός του θανόντος) δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 15.000 ευρώ, από το οποίο αυτό των 10.000 ευρώ με καταψηφιστική διάταξη και το υπόλοιπο των 5.000 ευρώ με αναγνωριστική διάταξη βάσει του αιτήματός του και 5) ο πέμπτος ενάγων (πατέρας του θανόντος) δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 20.000 ευρώ με καταψηφιστική διάταξη βάσει του αιτήματός του. Τα ανωτέρω ποσά οι ενάγοντες δικαιούνται µε το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ενώ ως προς το ποσό 550 ευρώ μηνιαίως, που δικαιούται η τρίτη ενάγουσα ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας για μεν τις μηνιαίες δόσεις που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες πριν την επίδοση της αγωγής, από την επομένη της επίδοσης αυτής (αγωγής), για δε τις λοιπές δόσεις, από τότε που εκάστη αυτών κατέστη ληξιπρόθεσμη. Και τούτο, γιατί, στην προκείμενη περίπτωση, επιδικάζονται κυρίως χρηματικές απαιτήσεις κατ’ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου, ήτοι χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης (άρθρο 932 ΑΚ), οπότε δύναται να ισχύσει η κατ’ εξαίρεση επιδίκαση των απαιτήσεων με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (άρθρο 346 εδ. δ΄ και ε΄ ΑΚ), ύστερα από αίτημα των εναγομένων που υποβλήθηκε πρωτοδίκως (ΑΠ 553/2019, ΑΠ 1207/2017, ΕφΑθ 325/2019, ΕφΔωδ 94/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, επιδίκασε τις αγωγικές απαιτήσεις με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και όχι επιδικίας, δεχόμενο το σχετικό αίτημα των εναγομένων ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εξαίρεσης αυτών από την επιδίκαση των απαιτήσεων με τόκο επιδικίας κατ’ άρθρο 346 ΑΚ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του σχετικού (δεύτερου) λόγου της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης των εναγόντων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Τέλος, οι  τελευταίοι λόγοι (έβδομος και ενδέκατος αντίστοιχα) των υπό στοιχ. Β΄ και Γ΄ εφέσεων των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, που πλήττουν τη διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης περί των δικαστικών εξόδων που επιβλήθηκαν σε βάρος τους λόγω της εν μέρει ήττας τους ως προς την από 10.4.2017 κύρια αγωγή, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, δεδομένου ότι, όταν η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μετά από παραδοχή άλλων λόγων έφεσης, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, τότε το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης, ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης, συνεξαφανίζεται και για τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας αποφαίνεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΕφΑθ 374/2019, ΕφΑθ 234/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, σελ. 233). Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι το ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας MERCEDES, ιδιοκτησίας του ενάγοντος της από 18.9.2017 αγωγής,………………, υπέστη εκτεταμένες ζημίες στην εμπρόσθια πλευρά του λόγω της ανωτέρω μετωπικής σύγκρουσής του με το όχημα το οδηγούμενο από τον ………, που ήταν ασφαλισμένο στην εναγόμενη της ως άνω αγωγής, ασφαλιστική εταιρία «………….». Όμως, αποκλειστικός υπαίτιος της σύγκρουσης αυτής είναι, όπως αποδείχθηκε κατά τα προεκτιθέμενα, ο οδηγός του αυτοκινήτου αυτού, δηλαδή ο …….., και όχι ο ………. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την ανωτέρω από 18.9.2017 αγωγή του . ………………, ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή του ισχυρισμού της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας «………….» (ήδη έβδομης εφεσίβλητης της υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης), περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού του ως άνω ζημιωθέντος αυτοκινήτου, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενου, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του σχετικού (δέκατου) λόγου της υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης του ενάγοντος . ………………, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

VII. Με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3557/2007, που ισχύει από 14.5.2007, προστέθηκε στο Π.Δ. 237/1986, με το οποίο κωδικοποιήθηκε ο Ν. 489/1976, η διάταξη του άρθρου 6β, σύμφωνα με την παρ. 1 της οποίας «εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α] … β] από οδηγό ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος …». Όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι α) ο σχετικός όρος εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη να έχει ενταχθεί νομίμως στη σύμβαση ασφάλισης, β) ο οδηγός να οδηγεί όχημα τελών υπό την επίδραση οινοπνεύματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) και γ) να συντρέχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος και του ατυχήματος. Ο ανωτέρω λόγος εξαίρεσης δεν θεωρείται ότι αποτελεί περιεχόμενο κάθε ασφαλιστικής σύμβασης αλλά ισχύει εφόσον έχει ενταχθεί νομίμως στη σύμβαση ασφάλισης με τις προϋποθέσεις που ίσχυαν και υπό το καθεστώς ισχύος της υπ’ αριθ. Κ4/585/1978 Υπουργικής Απόφασης, που καταργήθηκε με το άρθρο 17 παρ.1 εδ. γ του ν. 3557/2007. Εξάλλου το άρθρο 42 παρ. 1 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) ορίζει ότι: «Απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού…». Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 του ΑΚ 189, 192 του ΕμπΝ, 11 παρ. 1 του Ν. 489/1976 και 1, 8, 25, 26 του Ν. 2496/1997, συνάγεται ότι μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ότι αποκλείεται η κάλυψη από τον ασφαλιστή των ζημιών που προκαλούνται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός του, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση του οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ. Η συνομολόγηση του όρου αυτού δεν απαλλάσσει τον ασφαλιστή από την υποχρέωση του να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα τρίτο, παρέχει όμως σ’ αυτόν (ασφαλιστή) το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο και να ζητήσει από αυτόν ό,τι κατέβαλε στον ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας του. Η συνομολόγηση τέτοιου όρου μπορεί να γίνει είτε με την ενσωμάτωση του όρου αυτού στη σύμβαση ασφάλισης, είτε με την παραπομπή της σύμβασης στους γενικούς όρους ασφάλισης. Επίσης, το περιεχόμενο του ως άνω απαλλακτικού όρου, του διαλαμβανόμενου στην σύμβαση ασφάλισης, είναι δεσμευτικό για τα συμβαλλόμενα μέρη, εφόσον αυτοί τους αποδέχθηκαν, έστω και εάν το ασφαλιστήριο δεν υπογράφηκε από τον αντισυμβαλλόμενο-ασφαλισμένο, καθόσον η εκ μέρους του αποδοχή μπορεί να εκδηλώνεται και σιωπηρά, είτε με την καταβολή των ασφαλίστρων, είτε με την παραλαβή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ή με τη χρήση του ασφαλιστηρίου ή την τοποθέτηση στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου, του χορηγηθέντος σ` αυτόν σήματος ή της βεβαίωσης της ασφάλισης, ή με την υποβολή δήλωσης ατυχήματος προς τον ασφαλιστή ή όταν στηρίζει τις αξιώσεις του στο ασφαλιστήριο, το οποίο επικαλείται και προσκομίζει στο Δικαστήριο (ΑΠ 86/2019, ΑΠ 1221/2015, ΑΠ 564/2014, ΑΠ 613/2006, ΕφΑθ 312/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 718/2010 Αρμ 2012.86, βλ. Α. Κρητικός, ό.π., παρ. 25, αρ. 24-26, σελ. 551-553).

Στην προκείμενη περίπτωση, η από 24.5.2017 παρεμπίπτουσα αγωγή της ασφαλιστικής εταιρίας «…….» στρέφεται α) κατά του πρώτου εναγόμενου, ….. ………………, ως προστηθέντος από τον δεύτερο εναγόμενο, οδηγού του ζημιογόνου οχήματος και β) κατά του δεύτερου εναγόμενου, . ………………, ως ασφαλισμένου ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος και προστήσαντος στην οδήγηση αυτού τον πρώτο εναγόμενο. Η παρεμπίπτουσα αυτή αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο IV της παρούσας περιεχόμενό της, είναι επαρκώς ορισμένη, αφού αναφέρεται ότι η εξαίρεση του άρθρου 6β παρ.1 περ. β΄ του ΠΔ 237/1986 (για τον οδηγό που, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ) αποτελεί όρο της ένδικης σύμβασης ασφάλισης, τον οποίο αποδέχθηκαν οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι, με την παραλαβή από το δεύτερο αυτών του σήματος ασφάλισης και την επίδειξή του από τον πρώτο αυτών στα όργανα της τροχαίας κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επίσης, με την ίδια ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή, γίνεται, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, αναφορά της γνωστής έννοιας της πρόστησης μεταξύ αυτού, ως προστήσαντος, και του υπαίτιου της αδικοπραξίας, ως προστηθέντος, με την επίκληση της οποίας (πρόστησης) θεωρείται ότι προβάλλονται με αυτήν (αγωγή) τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση της έννοιάς της γεγονότα (ΑΠ 401/2017, ΕφΑθ 6034/2005 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμων, τόσο του σχετικού (πέμπτου) λόγου της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης του πρώτου εναγόμενου . ………………, όσο και του σχετικού (έκτου) λόγου της υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης του δεύτερου εναγόμενου………………, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι με σύμβαση ασφάλισης, που καταρτίσθηκε μεταξύ της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας και του παρεμπιπτόντως δεύτερου εναγόμενου,………………, ιδιοκτήτη του ως άνω ζημιογόνου υπ` αριθ. κυκλοφορίας …….. ΙΧΕ αυτοκινήτου, δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ` αριθ. ……… πολυασφαλιστηρίου συμβολαίου αυτοκινήτου (με αριθμό ανανεωτηρίου …………), η άνω ασφαλιστική εταιρία ασφάλισε την έναντι τρίτων αστική ευθύνη του ιδιοκτήτη, του νομίμου κατόχου και του υπ’ αυτού προστηθέντος οδηγού από την κυκλοφορία του ως άνω οχήματος, για το χρονικό διάστημα από 16.7.2016 έως 16.10.2016, στο οποίο περιλαμβάνεται και ο κρίσιμος χρόνος του ένδικου ατυχήματος (11.10.2016). Στις γενικές διατάξεις του άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου περιελήφθη, μεταξύ άλλων, ο όρος ότι «το παρόν ασφαλιστήριο… διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 4364/2016, του Ν. 489/1976, όπως κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 237/86, αλλά και όπως έχει ήδη τροποποιηθεί και ισχύει, του Ν. 2496/97, καθώς και από τους Γενικούς και Ειδικούς Όρους ασφάλισης αυτοκινήτου…, που μαζί με τα έντυπα δήλωσης τροχαίου ατυχήματος και αίτησης αποζημίωσης συνοδεύουν το παρόν σε ειδικό φυλλάδιο ασφάλισης, το οποίο αποτελεί ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος της παρούσης σύμβασης ασφάλισης. Ο ασφαλισμένος/λήπτης της ασφάλισης παρέλαβα σήμερα μαζί με το παρόν ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το ειδικό φυλλάδιο ασφάλισης, που εκτός των άλλων, περιέχει… τους Γενικούς και Ειδικούς Όρους και ενιαίους όρους και εξαιρέσεις…, που τελούν σε πλήρη γνώση μου και αποδέχομαι ρητά και ανεπιφύλακτα…». Επίσης, στο ειδικό φυλλάδιο ασφάλισης, που παρέλαβε ο ασφαλισμένος, με τους γενικούς και ειδικούς όρους του ασφαλιστήριου συμβολαίου, περιλαμβάνεται ο όρος 9Α περ. 2, σύμφωνα με τον οποίο, «αποκλείονται από την ασφάλιση ζημιές, που προξενήθηκαν από οδηγό, ο οποίος κατά τον χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά παράβαση του ΚΟΚ, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος…». Έτσι, η προαναφερόμενη περίπτωση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που προξενήθηκαν, ενώ ο οδηγός του ασφαλισμένου αυτοκινήτου ευρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος και τοξικών ουσιών, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ, ενσωματώθηκε ρητά στην ένδικη σύμβαση ασφάλισης και, σε κάθε περίπτωση, θεωρείται ως ενσωματωθείσα σ’ αυτήν από μόνη την παραπομπή του ασφαλιστηρίου στο νόμο που προβλέπει την εξαίρεση αυτήν (ήτοι, στις διατάξεις του Ν. 489/1976, στο άρθρο 6β του οποίου ορίζεται ότι αποκλείονται της ασφάλισης ζημιές που προξενούνται κατά το χρόνο που ο οδηγός του αυτοκινήτου τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά την έννοια του άρθρου 42 του ΚΟΚ) και έχει καταστεί (πέραν της νομοθετικής πρόβλεψής της) και συμβατικό περιεχόμενο της ένδικης σύμβασης ασφάλισης, υπό την έννοια ότι ο αντισυμβαλλόμενος είχε, αντικειμενικά, τη δυνατότητα, ήδη κατά την κατάρτιση της σύμβασης, να λάβει γνώση του ως άνω απαλλακτικού για την ασφαλιστική εταιρία όρου (βλ. ΑΠ 1253/2011 ΝοΒ 2012.656, ΑΠ 581/2010 ΝοΒ 2010.2063, ΑΠ 230/2008 ΝοΒ 2008.1576). Τον απαλλακτικό αυτό όρο, μαζί με τους λοιπούς ειδικούς όρους και διατάξεις του ασφαλιστηρίου, αποδέχθηκαν τόσο ο δεύτερος παρεμπιπτόντως εναγόμενος, ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ως αντισυμβαλλόμενος της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας και τον δεσμεύει κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο, αφού παρέλαβε αντίγραφα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και των συνημμένων σ` αυτό ασφαλιστικών όρων, το ειδικό σήμα και τη βεβαίωση ασφάλισης, κατέβαλε δε τα ασφάλιστρα, όσο και πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος, οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου και προστηθείς στην οδήγηση αυτού από τον δεύτερο παρεμπιπτόντως εναγόμενο, αφού επέδειξε στα όργανα της τροχαίας το ασφαλιστήριο σήμα. Σημειώνεται, ότι ο τελευταίος, οδηγός του αυτοκινήτου, τελούσε σε σχέση πρόστησης με τον δεύτερο παρεμπιπτόντως εναγόμενο, πατέρα του και ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, ο οποίος του επέτρεπε σιωπηρά, λόγω ακριβώς της συγγενικής τους σχέσης, την οδήγηση του αυτοκινήτου του, καθόσον στην περίπτωση που η σχέση πρόστησης στηρίζεται σε συγγενική σχέση (όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση), τις περισσότερες φορές προκύπτει κατά τρόπο σιωπηρό (βλ. Α. Κρητικός, ό.π., παρ 3, αρ. 6, σελ. 49). Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος, οδηγός του ως άνω ζημιογόνου αυτοκινήτου, βρισκόταν, κατά το ένδικο ατύχημα, υπό την επίδραση τοξικών (ναρκωτικών) ουσιών, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ, γεγονός που επηρέασε την ικανότητά του οδήγησης, σε σημείο που να μην έχει τον πλήρη έλεγχο και την εποπτεία του αυτοκινήτου του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, προς αποφυγή ατυχημάτων, με αποτέλεσμα να προκληθεί το ένδικο τροχαίο ατύχημα, όπως αυτό περιγράφηκε ανωτέρω, δηλαδή η ως άνω παράβαση του ΚΟΚ (οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών) τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και τον κατ` αυτόν θανάσιμο τραυματισμό του …………, παρά τον του περί του αντιθέτου ισχυρισμό των παρεμπιπτόντως εναγομένων, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τους σχετικούς λόγους των εφέσεων τους (έκτο της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης και έβδομο της υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης), οι οποίοι και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επομένως, υφίσταται αποκλεισμός της ευθύνης της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας του ζημιογόνου οχήματος, προς ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που προκλήθηκαν κατά το ένδικο ατύχημα, έναντι των παρεμπιπτόντως εναγομένων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6β του Ν. 489/1976 αλλά και την καταρτισθείσα ως άνω ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ της παρεμπιπτόντως ενάγουσας και του δευτέρου παρεμπιπτόντως εναγομένου. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του δεύτερου των παρεμπιπτόντως εναγομένων, ότι ο πρώτος αυτών (υιός του) είχε αφαιρέσει παράνομα και εν αγνοία του το ζημιογόνο όχημα από την κατοχή του. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η χρησιμοποίηση του εν λόγω αυτοκινήτου από τον πρώτο των παρεμπιπτόντως εναγομένων ήταν συχνή και γινόταν σε γνώση του δευτέρου αυτών, όπως συνέβη και στην προκείμενη περίπτωση. Συνακόλουθα, η παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά των παρεμπιπτόντως εναγομένων, υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους, και να ζητήσει από αυτούς να αναγνωρισθεί ότι της οφείλουν κάθε ποσό που η ίδια, εντός των ορίων της ευθύνης της, θα υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας από 10.4.2017 αγωγής (άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 489/1976). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι συντρέχει, στην προκειμένη περίπτωση, ο προαναφερόμενος λόγος εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη και δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 24.5.2017 παρεμπίπτουσα αγωγή της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε και πρέπει ο περί του αντιθέτου λόγος (ένατος) της υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης του δεύτερου παρεμπιπτόντως εναγομένου,………………, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VIΙI. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει, κατ’ αρχήν, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η υπό στοιχ. Δ΄ έφεση της ασφαλιστικής εταιρίας «………» ως προς τον έβδομο εφεσίβλητο, . ………………. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχ. Α΄ έφεση των εναγόντων της από 10.4.2017 αγωγής (. ……………… και λοιπών) ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Επίσης, λόγω της ήττας των ως άνω εκκαλούντων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτούς με το με αριθμό κωδικού ………./2018 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 22.6.2018 απόδειξη πληρωμής παραβόλου της Εθνικής Τράπεζας (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει), ενώ πρέπει να καταδικασθούν οι ως άνω εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα εκάστου των τριών εφεσίβλητων (αφού αυτοί είχαν χωριστές παραστάσεις και υπέβαλαν αυτοτελείς προτάσεις έκαστος), κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Ακόμη, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν, α) η υπό στοιχ. Β΄ έφεση του …… ………………, ως προς την έκτη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία και β) η υπό στοιχ. Γ΄ έφεση του ………. ……………… ως προς τις έκτη και εβδόμη εφεσίβλητες ασφαλιστικές εταιρίες, ενώ ο εκκαλών της τελευταίας αυτής έφεσης πρέπει να καταδικασθεί, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της έβδομης εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας «………….», κατόπιν του σχετικού αιτήματός της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να γίνουν δεκτές, ως ουσιαστικά βάσιμες, α) η υπό στοιχ. Β΄ έφεση του ……. ……………… ως προς τους πέντε πρώτους εφεσίβλητους, β) η υπό στοιχ. Γ΄  έφεση του ….. ……………… ως προς τους πέντε πρώτους εφεσίβλητους και γ) η υπό στοιχ. Δ΄ έφεση της ασφαλιστικής εταιρίας «…………» ως προς τους πέντε πρώτους εφεσίβλητους και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2337/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας περιουσιακών διαφορών) κατά το μέρος που έκρινε επί της από 10.4.2017 κύριας αγωγής και, συνακόλουθα (λόγω μείωσης των επιδικασθέντων ποσών στους ενάγοντες της ως άνω κύριας αγωγής), και επί της από 24.5.2017 παρεμπίπτουσας αγωγής, όχι μόνον ως προς τα κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολό τους κατά το μέρος που έκριναν ως προς τις ανωτέρω κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγές (δηλαδή και κατά τις διατάξεις τους που αναφέρονται, ως προς τις αγωγές αυτές, σε μη ανατρεπόμενα κονδύλια) για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26.642, ΕφΑθ 48/2019 και 325/19 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009.329, βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθούν τόσο η από 10.4.2017 κύρια αγωγή, όσο και η από 24.5.2017 παρεμπίπτουσα αγωγή, να γίνουν η μεν κύρια αγωγή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, η δε παρεμπίπτουσα αγωγή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της νίκης των εκκαλούντων εκάστης των υπό στοιχ. Β΄, Γ΄ και Δ΄ εφέσεων, αφού έγιναν αυτές δεκτές, πρέπει να διαταχθεί: α) η επιστροφή  στον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, .. ………………, του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτόν με το υπ’ αριθ. ……./2018 παράβολο Δημοσίου, εκ ποσού σαράντα (40) ευρώ και με το υπ’ αριθ. ………./2018 παράβολο ΤΑΧΔΙΚ, εκ ποσού εξήντα (60) ευρώ, β) η επιστροφή  στον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης,   ………………, του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτόν με το με αριθμό κωδικού ………../2018 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου σε συνδυασμό με το από 10.7.2018 απόδειξη πληρωμής παραβόλου της ALPHA BANK και γ) η επιστροφή στην εκκαλούσα της υπό στοιχείο Δ΄ έφεσης, ασφαλιστική εταιρία, του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτήν με το με αριθμό κωδικού πληρωμής ………./2018 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 25.6..2018 απόδειξη πληρωμής παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα α) των εφεσίβλητων-εναγόντων της από 10.4.2017 αγωγής (. ……………… και λοιπών) και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν, κατά ένα μέρος τους, σε βάρος των εναγόμενων-εκκαλούντων (. ………………, . ……………… και ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας) λόγω της μερικής ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και β) της εκκαλούσας-ενάγουσας της από 24.5.2017 παρεμπίπτουσας αγωγής, ασφαλιστικής εταιρίας «…….» και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων της παρεμπίπτουσας αγωγής (…. ……………… και . ………………),  όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 22.6.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2018) έφεσης της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………» ως προς τον έκτο εφεσίβλητο, ….. ……………….

Συνεκδικάζει α) την από 10.6.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2018) έφεση των ……….., β) την από 9.7.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2018) έφεση του . ………………, γ) την από 10.7.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ./2018) έφεση του . ……………… και δ) την από 22.6.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../2018) έφεση της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………».

Δικάζει ερήμην του έβδομου εφεσίβλητου της ως άνω (υπό στοιχ. δ΄) από 22.6.2018 έφεσης, . ………………, και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

Α. Απορρίπτει την από 22.6.2018 έφεση της ασφαλιστικής εταιρίας «……….» ως προς τον έβδομο εφεσίβλητο αυτής, . ……………….

Β. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 10.6.2018 έφεση των …………………

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους ως άνω εκκαλούντες παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τους ως άνω εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων ….. ………………, …. ……………… και ασφαλιστικής εταιρίας «………» για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ για έκαστο των ως άνω εφεσίβλητων.

Γ. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 9.7.2018 έφεση του . ……………… ως προς την έκτη εφεσίβλητη αυτής, ασφαλιστική εταιρία «. ……….»

Δ. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 10.7.2018 έφεση του . ……………… ως προς τις έκτη και εβδόμη εφεσίβλητες αυτής, ασφαλιστική εταιρία «………» και ασφαλιστική εταιρία «………..» αντιστοίχως.

Καταδικάζει τον ως άνω εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της έβδομης εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας «………..» για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Ε. Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 9.7.2018 έφεση του .-. ……………… ως προς τους πέντε πρώτους εφεσίβλητους.

ΣΤ. Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 10.7.2018 έφεση του … ……………… ως προς τους πέντε πρώτους εφεσίβλητους.

Ζ. Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 22.6.2018 έφεση της ασφαλιστικής εταιρίας «……….. .» ως προς τους πέντε πρώτους εφεσίβλητους.

Εξαφανίζει την εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, υπ’ αριθ. 2337/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το μέρος που έκρινε επί της από 10.4.2017 κύριας αγωγής και επί της από 24.5.2017 παρεμπίπτουσας αγωγής.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί των ανωτέρω κύριας αγωγής και παρεμπίπτουσας αγωγής.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο κατά το σκεπτικό.

Δέχεται εν μέρει την από 10.4.2017 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……./2017) αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους, ……… ………………, ………. ……………… και ασφαλιστική εταιρία «………….», εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλουν: α) στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων διακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και είκοσι λεπτών (35.229,20 ευρώ), β) στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, γ) στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 11.10.2016 έως 11.7.2018, καταβαλλόμενο το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός, καθώς και το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, δ) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και ε) στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, µε το νόμιμο τόκο υπερημερίας α) αναφορικά µε το ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ μηνιαίως, για τις µεν μηνιαίες δόσεις που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες πριν την επίδοση της αγωγής, από την επομένη της επίδοσης αυτής, για τις δε λοιπές από τότε που εκάστη δόση κατέστη ληξιπρόθεσμη, και β) αναφορικά µε τα υπόλοιπα ποσά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Αναγνωρίζει ότι οι ως άνω εναγόμενοι υποχρεούνται, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν: α) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, β) σε έκαστο από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και γ) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, µε το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα της από 9.7.2018 έφεσης, . ………………, του κατατεθέντος απ’ αυτόν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα της από 10.7.2018 έφεσης, . ………………, του κατατεθέντος απ’ αυτόν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα της από 22.6.2018 έφεσης, ασφαλιστική εταιρία «………..», του κατατεθέντος απ’ αυτήν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τους ως άνω εναγόμενους-εκκαλούντες, ……. ………………, .. ……………… και ασφαλιστική εταιρία «………..», σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων-εφεσίβλητων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων (8.500) ευρώ.

Δέχεται την από 24.5.2017 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……./2017) παρεμπίπτουσα αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι, ……….., υποχρεούνται, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία «………..» το ανωτέρω συνολικό ποσό των εκατό ογδόντα ενός χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και είκοσι λεπτών (181.779,20 ευρώ), μετά των νομίμων τόκων και των δικαστικών εξόδων, το οποίο η παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία υποχρεώθηκε και αναγνωρίσθηκε, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ότι υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας από 10.4.2017 αγωγής, µε το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την καταβολή του ποσού αυτού από την ως άνω παρεμπιπτόντως ενάγουσα προς αυτούς και υπό τον όρο της καταβολής αυτής.

Καταδικάζει τους παρεμπιπτόντως εναγόμενους στα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις   28   Μαΐου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

     Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ