Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 390/2020

Αριθμός   390/2020

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη-Εισηγητή,   και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 2.9.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) έφεση και η από 2.9.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ../2019 και Ε.Α.Κ. ../2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ../2019 και Ε.Α.Κ. ../2019) έφεση στρεφόμενες αμφότερες κατά της 2266/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα) εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία, πρέπει να συνεκδικασθούν κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς αφορούν στην ίδια υπόθεση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. Αμφότερες οι εφέσεις έχουν ασκηθεί νόμιμα κι εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1 και 518 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά της από 2.9.2019 εφέσεως των εκκαλούντων-εναγόμενων στις 2.9.2019 και της από 2.9.2019 εφέσεως των εκκαλούντων-εναγόντων στις 3.9.2019 και αφού η εκκαλούμενη απόφαση είχε επιδοθεί στην πρώτη εκκαλούσα-εναγόμενη της πρώτης εφέσεως στις 4.7.2019 και στον δεύτερο εκκαλούντα-εναγόμενο της ίδιας εφέσεως στις 8.7.2019 σύμφωνα με τις ιδιόχειρες σημειώσεις του διενεργήσαντος τις επιδόσεις δικαστικού επιμελητή, ανασταλείσας της τριακονθήμερης προθεσμίας για την άσκηση της εφέσεως κατά το χρονικό διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου 2019 σύμφωνα με το άρθρο 147 παρ.2 του ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, οι ως άνω εφέσεις, οι οποίες αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.6 στοιχ.α’ του ν. 2172/1993 εισάγονται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικαστούν με την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, δεδομένου ότι για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ. Α.γ. ΚΠολΔ για τη μεν έφεση των εκκαλούντων-εναγόμενων το με κωδικό ……….. e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 150 ευρώ εξοφλημένο (βλ. το συνημμένο στην έφεση αντίγραφο του e- παραβόλου και την από 2.9.2019 βεβαίωση της Τράπεζας Πειραιώς εξόφλησης e- Παραβόλου), για τη δε έφεση των εκκαλούντων-εναγόντων το με κωδικό …..e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 150 ευρώ, ομοίως εξοφλημένο (βλ. το συνημμένο στην έφεση αντίγραφο του e- παραβόλου και την από 2.9.2019 βεβαίωση της Εθνικής Τράπεζας Internet Banking Πληρωμή Ε-ΠΑΡΑΒΟΛΟ).

Οι εκκαλούντες στην από 2.9.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και με Ε.Α.Κ. …/2019) έφεση είχαν ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι μεν εννέα πρώτοι την από 19.7.2018 (με Γ.Α.Κ…./2018 και Ε.Α.Κ. …/2018) αγωγή τους, οι δε τέσσερις τελευταίοι την από 19.7.2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. ……/2018) αγωγή τους, αμφότερες στρεφόμενες κατά των εφεσίβλητων -εκκαλούντων στη νυν συνεκδικαζόμενη αντίθετη έφεση. Ζητούσαν δε λόγω θανάτου των συγγενών τους αλιέων …….. και . …….. σε ναυτικό ατύχημα από τη σύγκρουση πλοίων και δη του υδροφόρου πλοίου «ΑΙ» Ν.Π. ., πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης, κυβερνώμενου από τον δεύτερο εναγόμενο πλοίαρχο, με το αλιευτικό πλοίο «Π» πλοιοκτησίας του …….. …….. ανοιχτά της Αίγινας στις 5.7.2017, με αποτέλεσμα τη βύθιση αυτού, που κατ’ εκείνους επήλθε από αποκλειστική υπαιτιότητα του δεύτερου εναγόμενου, λόγω αδικοπραξίας: α) οι μεν ενάγοντες συγγενείς του …….. …….., να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε καθένα των πρώτης (συζύγου του θανόντος), δεύτερου και πέμπτης των εναγόντων (τέκνων του θανόντος) το ποσό των 50.000 ευρώ, σε καθένα των τρίτης και έκτου ενάγοντος (νύφης και γαμπρού του θανόντος) το ποσό των 8.000 ευρώ, σε καθένα των τέταρτης, έβδομου και όγδοου των εναγόντων- εγγονών του θανόντος, όπως νομίμως αντιπροσωπεύονται απ’ τους γονείς τους, το ποσό των 12.000 ευρώ και στον ένατο ενάγοντα (αδελφό του θανόντος), επίσης το ποσό των 12.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος οφείλουν για την ίδια αιτία να καταβάλουν σε καθένα: εκ των πρώτης, δεύτερου και πέμπτης των εναγόντων το ποσό των 200.000 ευρώ, της τρίτης και του έκτου ενάγοντος το ποσό των 32.000 ευρώ, των τέταρτης, έβδομου και όγδοου των εναγόντων το ποσό των 48.000 ευρώ και στον ένατο ενάγοντα ομοίως το ποσό των 48.000 ευρώ, επιπλέον δε στην πρώτη ενάγουσα εν ζωή σύζυγο του θανόντος το ποσό των 108.000 ευρώ ως εφάπαξ αποζημίωσή της για στέρηση διατροφής από τον τελευταίο για δέκα έτη, στην δε πέμπτη ενάγουσα το ποσό των115.000 ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια του βυθισθέντος αλιευτικού ως αποκλειστική εκ διαθήκης κληρονόμο του, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως σε περίπτωση που η αμέσως προαναφερόμενη απαίτηση επιδικαστεί σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις από τις 5.7.2017 έως τις 5.6.2027, νομιμοτόκως από την επομένη της πέμπτης ημέρας κάθε μήνα μέχρι την εξόφληση, β) οι δε ενάγοντες συγγενείς του θανόντος . …….. να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στον καθένα εκ των πρώτης (συζύγου του θανόντος), δεύτερης και τρίτου των εναγόντων (τέκνων του θανόντος) το ποσό των 50.000 ευρώ, στον δε τέταρτο ενάγοντα (αδελφό του θανόντος) το ποσό των 12.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος οφείλουν για την ίδια αιτία να καταβάλουν σε έκαστο των πρώτης, δεύτερης και τρίτου των εναγόντων το ποσό των 200.000 ευρώ, στον δε τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 48.000 ευρώ και επιπλέον στην πρώτη ενάγουσα, χήρα του θανόντος το ποσό των 108.000 ευρώ ως εφάπαξ αποζημίωσή της για στέρηση της διατροφής επί δέκα έτη του προσδόκιμου βίου της, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως σε περίπτωση που η αμέσως προαναφερόμενη απαίτηση επιδικαστεί σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις από τις 5.7.2017 έως τις 5.6.2027, νομιμοτόκως από την επομένη της πέμπτης ημέρας κάθε μήνα μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε εν μέρει τις παραπάνω αγωγές, κρίνοντας συνυπαίτιους τους θανόντες ναυτικούς στην επέλευση του ένδικου ναυτικού ατυχήματος λόγω παραβίασης των κανόνων αποφυγής συγκρούσεων σε ποσοστό 30%, κατά μερική παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της περί συντρέχοντος ένστασης των εναγόμενων και α) σε ό,τι αφορά τους συγγενείς ενάγοντες του …….. …….., αφενός υποχρέωσε τους εναγόμενους ευθυνόμενους εις ολόκληρον έκαστο να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης 1) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 35.000 ευρώ, 2) σε έκαστο των δεύτερου και πέμπτης των εναγόντων ατομικά, το ποσό των 30.000 ευρώ, 3) σε έκαστο των τρίτης και έκτου των εναγόντων ατομικά, το ποσό των 6.000 ευρώ, 4) στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων ως ασκούντων τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους . …….. το ποσό των 8.000 ευρώ, 5) στους πέμπτη και έκτο των εναγόντων ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους …………. και . ………….., το συνολικό ποσό των 16.000 ευρώ, επιμεριζόμενο σε 8.000 ευρώ για έκαστο των ανήλικων τέκνων τους και 6) στον ένατο ενάγοντα το ποσό των 12.000 ευρώ, όλα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, αφετέρου αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος οφείλουν να καταβάλουν στην μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των 21.000 ευρώ ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής, στην δε πέμπτη ενάγουσα ως αποζημίωση για την απώλεια του αλιευτικού σκάφους το ποσό των 17.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, β) σε ό,τι αφορά τους ενάγοντες συγγενείς του . …….. αφενός υποχρέωσε τους εναγόμενους ευθυνόμενους εις ολόκληρον έκαστο να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης: 1) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 35.000 ευρώ, 2) σε έκαστο των δεύτερου και τρίτης των εναγόντων το ποσό των 30.000 ευρώ και 3) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 12.000 ευρώ, όλα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, αφετέρου αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος οφείλουν να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής το ποσό των 21.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ήδη με τις υπό κρίση αντίθετες εφέσεις τους, οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, οι μεν εκκαλούντες-ενάγοντες προκειμένου να γίνουν συνολικά δεκτές οι αγωγές τους, οι δε εκκαλούντες-εναγόμενοι προκειμένου να απορριφθούν εν όλω οι κατά αυτών στρεφόμενες αγωγές.

Ι) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 235, 236 του ΚΙΝΔ και 914 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων που έγινε εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων και κρίνεται κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 26 ΑΚ), αν δεν συντρέχει η εφαρμογή άλλου δικαίου κατά τη σύμβαση των Βρυξελλών του 1911, η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση εξαρτάται από το βαθμό της υπαιτιότητας του κάθε πλοίου. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 236 του ΚΙΝΔ, α) αν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα του ενός των πλοίων, οι εντεύθεν ζημίες βαρύνουν το υπαίτιο πλοίο, β) αν υπάρχει κοινή υπαιτιότητα, κάθε πλοίο ευθύνεται προς αποζημίωση ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας που το βαρύνει και γ) αν δεν μπορεί να καθοριστεί η αναλογία ή σε περίπτωση ισότητας υπαιτιότητας, τότε η ευθύνη μερίζεται κατ’ ίσα μέρη. Η διάταξη αυτή, όμοια με εκείνη του άρθρου 4 παρ.1 της Σύμβασης των Βρυξελλών, που κυρώθηκε με το νόμο ΓΩΠΣΤ/1911, αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής του συντρέχοντος πταίσματος, την οποία καθιερώνει το άρθρο 300 ΑΚ. Βάσει της εν λόγω διατάξεως, ο δικαστής δεν αφήνεται ελεύθερος να καθορίσει κατά την κρίση του το ποσοστό της ευθύνης του ζημιωθέντος, αλλ` οφείλει να επιμερίσει αυτήν αναλόγως προς την βαρύτητα του πταίσματός του. Μόνο δε αν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί ο λόγος των αμοιβαίων  πταισμάτων, η ευθύνη επιμερίζεται κατ` ίσα μέρη (ΑΠ 58/2003 ΕΝΔ 31.43, ΕφΠειρ 102/2014, 76/2014, αδημ., ΕφΠειρ 573/2004 ΕΝΔ 32, σελ. 204, ΕφΠειρ 739/2000 ΕΝΔ 29, σελ. 57). Κατά τη διάταξη του άρθρου 239 ΚΙΝΔ, η κατά τα άρθρα 235-238 ευθύνη των συγκρουσθέντων πλοίων είναι ανεξάρτητη από την ευθύνη του παράλληλα και πραγματικά υπαίτιου προσώπου (όπως π.χ. του πλοιάρχου του πλοίου), το οποίο ευθύνεται ατομικά, κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ, ενώ η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις περί συγκρούσεως διατάξεις του ΚΙΝΔ, μη εφαρμοζόμενων των διατάξεων των άρθρων 84 εδάφ.β’ ΚΙΝΔ και 922 ΑΚ (ΕφΠειρ 748/2018, ΕΝΔ 46, σελ. 112, ΕφΠειρ 226/1995, Νομ. Ναυτ. Τμ. Εφ. Πειρ. 1994-1995, σελ. 465, Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, υπό το άρθρο 236, σελ. 625). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η υπαίτια σύγκρουση πλοίων αποτελεί ειδική μορφή αδικοπραξίας, ρυθμιζόμενη κυρίως από τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 236 επομ. ΚΙΝΔ και συμπληρωματικά από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επόμ. ΑΚ (ΕφΔωδ 201/1999, ΕΝΔ 27, σελ. 397, ΕφΠειρ 1373/1984, ΕΝΔ 13, σελ. 285, 688/1982, ΕΝΔ 10, σελ. 517).

ΙΙ) Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις της από 20ής Οκτωβρίου 1972 Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου «περί διεθνών κανονισμών προς αποφυγήν συγκρούσεων εν τη θαλάσση», η οποία έχει κυρωθεί δια του άρθρου 1 Ν.Δ. 93/1974 και έχει τεθεί σε ισχύ δια του Π.Δ. 94/1977 (ΦΕΚ Α` 293), εκδοθέντος δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως παρασχεθείσας δια του άρθρου 1 παρ. 2 του ως άνω Ν.Δ., έχει δε υπερνομοθετική ισχύ δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος και εφαρμόζεται επί πάσης κατηγορίας πλοίων πλεόντων εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων δυνάμει του Π.Δ. 403/1980 (ΦΕΚ Α` 111) «περί εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ. 93/1974 (…) επί πάσης κατηγορίας πλεόντων εις τα ελληνικά χωρικά ύδατα πλοίων υπό σημαίαν κρατών μη κυρωσάντων ή μη προσχωρησάντων εις την κυρωθείσαν Διεθνή Σύμβασιν», εκδοθέντος κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως παρασχεθείσας δια του άρθρου 7 του αυτού ως άνω Ν.Δ., «ΚΑΝΩΝ 1. α) Οι Κανόνες ούτοι θα εφαρμόζωνται εφ` όλων των πλοίων τόσον εις την ανοικτήν θάλασσαν, όσον και εις άπαντα τα μετ` αυτής συγκοινωνούντα ύδατα, τα διαπλεύσιμα υπό ποντοπόρων πλοίων (…)»,«ΚΑΝΩΝ 2. α) Ουδεμία διάταξις των παρόντων Κανόνων απαλλάσσει οιονδήποτε πλοίον ή τον πλοιοκτήτην, τον πλοίαρχον ή το πλήρωμα αυτού, εκ των συνεπειών οιασδήποτε αμελείας ως προς την συμμόρφωσιν προς τους παρόντος Κανόνας ή αμελείας αφορούσης εις την λήψιν οιωνδήποτε προληπτικών μέτρων υπαγορευόμενων υπό της κοινής εμπειρίας ή των ειδικών συνθηκών της περιστάσεως», «ΚΑΝΩΝ 4. Εφαρμογή. Οι Κανόνες του παρόντος Τμήματος των Κανονισμών εφαρμόζονται εις πάσαν κατάστασιν ορατότητος. ΚΑΝΩΝ 5. Επιτήρησις (look – out) Παν πλοίον θα τηρή εν παντί χρόνω την πρέπουσα οπτικήν και ακουστικήν επιτήρησιν (look – out) ως και επιτήρησιν δια παντός διαθεσίμου πρόσφορου μέσου κατά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας, ούτως ώστε να έχη εκτίμησιν της καταστάσεως και του κινδύνου συγκρούσεως. ΚΑΝΩΝ 6. Ασφαλής ταχύτης. Παν πλοίον θα πλέη εν παντί χρόνω μετ` ασφαλούς ταχύτητος, ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη όλα τα αποτελεσματικά μέτρα προς αποφυγήν συγκρούσεως και να ακινητή εντός της ενδεδειγμένης διά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας αποστάσεως. Προς καθορισμόν της ασφαλούς ταχύτητος, οι κάτωθι παράγοντες θα είναι μεταξύ εκείνων οίτινες θα λαμβάνωνται υπ` όψιν : α) Υφ` απάντων των πλοίων, (i) Η κατάστασις ορατότητος, (ii) η πυκνότης κυκλοφορίας περιλαμβάνουσα και συγκεντρώσεις αλιευτικών πλοίων ή οιωνδήποτε ετέρων πλοίων, (iii) η ικανότης χειρισμού του πλοίου, ειδικώτερον δε η απόστασις ακινητοποιήσεως και η ικανότης στροφής υπό τας κρατούσας συνθήκας, (iv) η κατά την νύκτα ύπαρξις προβαλλομένου φωτός (ανταύγειας), ως το τοιούτον εκ φώτων ξηράς ή εκ της ανακλάσεως των ιδίων των φώτων, (v) η κατάστασις του ανέμου, της θαλάσσης και του ρεύματος, ως και η ύπαρξις πλησίον ναυτιλιακών κινδύνων, (vi) το βύθισμα του πλοίου εν σχέσει προς το διατιθέμενον βάθος του ύδατος, β) Επιπροσθέτως, υπό πλοίων μετά συσκευής radar εν λειτουργία : (i) τα χαρακτηριστικά, η απόδοσις και οι περιορισμοί (αποδόσεως) της συσκευής radar, (ii) οιοσδήποτε περιορισμός οφειλόμενος εις την εν χρήσει κλίμακα αποστάσεως του radar, (iii) η επίδρασις της καταστάσεως της θαλάσσης, του καιρού και λοιπών πηγών παρεμβολών επί του δια radar εντοπισμού, (iv) κατά πόσον είναι δυνατόν να εντοπισθούν διά του radar μικρά πλοία, πάγοι και έτερα επιπλέοντα αντικείμενα εις επαρκή απόστασιν, (v) ο αριθμός, αι θέσεις και κινήσεις των εντοπιζομένων διά του radar πλοίων, (vi) η πλέον ακριβής εκτίμησις της ορατότητος, ήτις είναι δυνατή όταν διά τον καθορισμόν της αποστάσεως των πέριξ πλοίων ή λοιπών αντικειμένων χρησιμοποιήται το radar. ΚΑΝΩΝ 7. Κίνδυνοι Συγκρούσεως, α) Παν πλοίον θα χρησιμοποιή παν διαθέσιμον και κατάλληλον, κατά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας, μέσον ίνα εκτίμηση εάν υφίσταται κίνδυνος συγκρούσεως. Υπαρχούσης οιασδήποτε αμφιβολίας, ο τοιούτος κίνδυνος θα θεωρήται ότι υπάρχει, β) Δέον όπως γίνεται η πρέπουσα χρήσις της συσκευής radar, εφ` όσον είναι εγκατεστημένη και εν λειτουργία, περιλαμβανομένης και της δι`αυτής ανιχνεύσεως εις μακράς αποστάσεις προς έγκαιρον προειδοποίησιν κινδύνου συγκρούσεως και της υποτυπώσεως radar ή ισοδυνάμου συστηματικής παρατηρήσεως των ανιχνευομένων αντικειμένων, γ) Συμπεράσματα βασιζόμενα εις ανεπαρκείς πληροφορίας, ιδία πληροφορίας ληφθείσας μέσω του radar, δέον να αποφεύγωνται. δ) Προς εκτίμησιν του κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος συγκρούσεως, μεταξύ εκείνων, τα οποία δέον να λαμβάνωνται υπ` όψιν, θα είναι και τα κάτωθι: (i) τοιούτος κίνδυνος θα θεωρήται ότι υφίσταται εάν η διόπτευσις πυξίδος προσεγγίζοντος τινός πλοίου δεν μεταβάλλεται αισθητώς, (ii) τοιούτος κίνδυνος δύναται να υφίσταται ενίοτε, ακόμη και όταν αισθητή αλλαγή της διοπτεύσεως είναι προφανής, ιδιαιτέρως κατά την προσέγγισιν πολύ μεγάλου πλοίου ή ρυμουλκούμενου αντικειμένου ή κατά την προσέγγισιν πλοίου εις μικράν απόστασιν. ΚΑΝΩΝ 8. Χειρισμοί προς αποφυγήν συγκρούσεως, α) Οιοσδήποτε χειρισμός εκτελούμενος προς αποφυγήν συγκρούσεως, δέον, εφ` όσον αι συνθήκαι της περιπτώσεως επιτρέπουν, να είναι σαφής και έκδηλος, να γίνεται εγκαίρως και συμφώνως προς τας υπαγορεύσεις της καλής ναυτικής τέχνης, β) Οιαδήποτε μεταβολή πορείας ή και ταχύτητος προς αποφυγήν συγκρούσεως δέον, εφ` όσον αι συνθήκαι της περιστάσεως επιτρέπουν, να είναι αρκούντως μεγάλη, ώστε να γίνεται αμέσως αντιληπτή παρά του ετέρου πλοίου παρατηρούντος οπτικώς ή μέσω radar. Διαδοχικοί μικραί μεταβολαί πορείας ή και ταχύτητος δέον ν` αποφεύγωνται. γ) Εφ`όσον υφίσταται επαρκής θαλάσσιος χώρος, μεταβολή της πορείας μόνης δυνατόν ν` αποβή η πλέον αποτελεσματική ενέργεια προς αποφυγήν προσεγγίσεως εις επικίνδυνον απόστασιν, προϋποτιθεμένου ότι εξετελέσθη εγκαίρως, είναι ουσιαστική και δεν απολήγει εις επικίνδυνον προσέγγισιν μεθ` ετέρου πλοίου, δ) Χειρισμός εκτελούμενος προς αποφυγήν συγκρούσεως μεθ` ετέρου πλοίου δέον όπως είναι τοιούτος, ώστε να απολήγη εις διέλευσιν απ` αυτού εις ασφαλή απόστασιν. Η αποτελεσματικότης του χειρισμού θα ελέγχεται προσεκτικώς, μέχρις ότου το έτερον πλοίον αντιπαρέλθη οριστικώς, ε) Εάν είναι απαραίτητον, προς αποφυγήν συγκρούσεως ή προς παροχήν ευχέρειας χρόνου προς εκτίμησιν της καταστάσεως, εν πλοίον δέον όπως ελαττώνη την ταχύτητα του ή ακινητή τελείως δια κρατήσεως ή αναποδώσεως των μέσων προώσεως του. (στ) (i). Παν πλοίο που είναι υποχρεωμένο από οποιονδήποτε από τους παρόντες κανόνες να μην παρεμποδίζει τη διέλευση ή την ασφαλή διέλευση άλλου πλοίου θα χειρίζει έγκαιρα, όταν απαιτείται από τις συνθήκες της περίπτωσης, για να παρέχει επαρκή χώρο για την ασφαλή διέλευση του άλλου πλοίου, (ii). Παν πλοίο που είναι υποχρεωμένο να μην παρεμποδίζει τη διέλευση ή την ασφαλή διέλευση άλλου πλοίου, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή αν προσεγγίζει το άλλο πλοίο κατά τρόπο που να ενέχει κίνδυνο σύγκρουσης και θα έχει όταν χειρίζει πλήρη ευθύνη στον χειρισμό, που μπορεί να απαιτείται από τους κανόνες αυτού του μέρους, (iii). Παν πλοίο του οποίου η διέλευση δεν πρέπει να παρεμποδίζεται είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται με τους κανόνες αυτού του μέρους όταν τα πλοία προσεγγίζουν το ένα το άλλο κατά τρόπο που να ενέχει κίνδυνο σύγκρουσης» και «Τμήμα III. Διαγωγή πλοίων υπό περιωρισμένην ορατότητα…. Κανών 15 Περίπτωσις διασταυρώσεως πορειών: Οσάκις δύο μηχανοκίνητα πλοία διασταυρώνουν τας πορείας των, κατά τρόπον ώστε να υφίσταται κίνδυνος συγκρούσεως, το  πλοίον, το οποίον βλέπει το έτερον προς την δεξιάν του πλευράν, οφείλει να απομακρύνεται της πορείας του και, εφόσον οι συνθήκες της περιπτώσεως επιτρέπουν, θα αποφεύγει να διέρχεται πρώραθεν του ετέρου πλοίου. Κανών 16. Χειρισμός εκ μέρους του φυλάσσοντος πλοίου. Παν πλοίον, από το οποίον απαιτείται όπως απομακρύνεται της πορείας ετέρου τινος πλοίου, δέον όπως χειρίζη, κατά το δυνατόν, εγκαίρως και ουσιαστικώς, ώστε να τηρήται αρκούντως μακράν τούτου. Κανών 17. Χειρισμός εκ μέρους του «φυλασσόμενου» πλοίου α)(i) Οσάκις το εν εκ των δύο πλοίων οφείλει ν’ απομακρύνεται της πορείας ετέρου, το έτερον τούτο πλοίον θα διατηρεί την πορεία και ταχύτητά του, ii) Εν τούτοις, το τελευταίο τούτο πλοίον δύναται να χειρίσει ώστε να αποφευχθεί σύγκρουσις διά μόνου του ελιγμού του, ευθύς ως καταστεί προφανές εις αυτό ότι το υπόχρεον ν’ απομακρυνθεί της πορείας του πλοίον, δεν χειρίζει καταλλήλως, συμφώνως προς του παρόντας Κανόνας. β) Όταν δι’ οιανδήποτε αιτίαν, το υπόχρεον όπως διατηρήση την πορείαν και ταχύτητά του πλοίον, ευρεθή τόσον εγγύς του ετέρου, ώστε η σύγκρουσις να μη δύναται ν’ αποφευχθή εκ μόνου του χειρισμού του φυλάσσοντος πλοίου, τότε οφείλει και τούτο να χειρίση κατά τον καλύτερον δυνατόν τρόπον διά ν’ αποφευχθή η σύγκρουσις. γ) Μηχανοκίνητον πλοίον, το οποίο χειρίζει εις τινα περίπτωσιν διασταυρώσεως πορειών συμφώνως τω εδαφίω (α) (ii) του παρόντος Κανόνος ιν’ αποφύγη σύγκρουσιν μεθ’ ετέρου μηχανοκινήτου πλοίου, δεν θ’ αλλάσση, εφ’ όσον αι συνθήκαι της περιπτώσεως επιτρέπουν, πορείαν προς τα’ αριστερά, ίν’ αποφύγη πλοίον, το οποίον ευρίσκεται εις την αριστεράν του πλευράν, δ) Ο παρών κανών δεν απαλλάσσει το φυλάσσον πλοίον της υποχρέωσεώς του ν’ απομακρύνεται της πορείας ετέρου. (βλ. ΕφΠειρ 461/2014, 103/2012 δημ. στην ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙΙ) Κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσης του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διάταξης, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος, ως αόριστης νομικής έννοιας, περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συμβίωναν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων τούτων περιλαμβάνονται ο σύζυγος, τα τέκνα, οι αδελφοί του θανόντος, οι γονείς, οι παππούδες και από τους αγχιστείς μόνο οι του πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός, νύφη) ενώ, σημειωτέον, η επιδίκαση της, από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπόμενης, χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν για να τον διατρέφει. (βλ. ΟλΑΠ 21/2000, ΕλλΔνη 42, σελ. 56, ΟλΑΠ 762/1992, ΝοΒ 40, σελ. 919, ΑΠ 49/2000, ΕλλΔνη 42, σελ. 76,  ΕφΕυβ 6/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, προσδιοριστικό στοιχείο για τον καθορισμό χρηματικής ικανοποιήσεως κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, αποτελεί εκτός των άλλων και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος (βλ. ΑΠ 1801/2017, 1546/2014 στην ΤΝΠ Νόμος).

  1. IV) Επίσης, στη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ ορίζεται ότι «το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον». Ο Αστικός Κώδικας με την παραπάνω διάταξη ακολουθεί την οργανική θεωρία (ή βουλητικού οργάνου), κατά την οποία το νομικό πρόσωπο αποτελεί ζωντανή προσωπικότητα, με δική του βούληση που εκφράζουν τα όργανά του (βλ. άρθρο 61 αρ.2 ΑΚ) και καθιδρύει την ευθύνη του νομικού προσώπου για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του. Έτσι, ενώ για τις δικαιοπραξίες του οργάνου ευθύνεται το νομικό πρόσωπο κατ’ άρθρο 70 ΑΚ, το παραπάνω άρθρο καλύπτει τις περιπτώσεις της αδικοπραξίας (Μπαλής, Γενικαί Αρχαί, παρ.19, ΑΠ 149/2004, ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη το αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια που παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνονται εις ολόκληρο και το όργανο και το νομικό πρόσωπο, υφισταμένης μεταξύ τούτων παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΠ 988/2014 στην ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1723/2014, 415/2006 στην ΤΝΠ Νόμος, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία ΑΚ και ΕισΝΑΚ, έκδοση 2016, σελ. 71).
  2. V) Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αποτελούν: α) η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, όταν δηλαδή δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, η οποία αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου γεγονότος, β) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου να αποζημιώσει έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή από τη δικαιοπραξία, ή από την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η παράνομη πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (βλ. ΑΠ 308/2019, 1/2019, 816/2017, 1262/2017 στην ΤΝΠ Νόμος).
  3. VI) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β’ του ΑΚ, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα ότι δεν αποκαθίσταται η ζημία του εμμέσως ζημιωθέντος, επί θανατώσεως προσώπου, υφίσταται υποχρέωση προς αποζημίωση και έναντι τρίτου, ο οποίος κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή και στερήθηκε εξαιτίας του θανάτου του το δικαίωμα αυτό. Η αξίωση που απορρέει από την ως άνω διάταξη είναι γνήσια αξίωση αποζημιώσεως και όχι διατροφής και αποσκοπεί να φέρει το δικαιούχο διατροφής στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος για να τον διατρέφει. Επομένως, από απόψεως εκτάσεως, η αποζημίωση αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1378 επ., 1442 επ., 1485 επ. και 1504 ΑΚ, περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στο δικαιούχο της διατροφής (ΑΠ 873/2012, ΑΠ 925/ 2004). Από την αυτή ως άνω διάταξη (άρθρο 928 εδ. β’ ΑΚ) συνάγεται ότι η αξίωση αποζημιώσεως του επιζώντος συζύγου στοχεύει γενικώς στην αποκατάσταση της ζημίας που αυτός, υφίσταται εξαιτίας του ότι, με το θάνατο του άλλου συζύγου, επέρχεται απόσβεση της αξιώσεως για συμβολή στις ανάγκες της οικογενείας που ο σύζυγος είχε από το νόμο. Για να ευρεθεί, όμως το περιεχόμενο της αποζημίωσης επιβάλλεται να γίνει προσφυγή στις σχετικές διατάξεις του οικογενειακού δικαίου, που ρυθμίζουν το ζήτημα της συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες και ειδικότερα στην διατροφή του συζύγου (άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ), το μέτρο της οποίας προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών του δικαιούχου, όπως διαμορφώνονται στα πλαίσια της συμβιώσεως, οριοθετούνται δε από το ύψος των τυχόν εισοδημάτων του και της λοιπής περιουσίας αυτού, σε συσχετισμό προς την περιουσιακή κατάσταση του άλλου συζύγου. Κρίσιμος για τον υπολογισμό της με το ανωτέρω περιεχόμενο αποζημιώσεως είναι ο προσδιορισμός των εισοδημάτων του θανατωθέντος κατά τον τελευταίο καιρό πριν από τη θανάτωσή του και της πιθανής εξελίξεως των εισοδημάτων αυτών, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν αυτός ζούσε. Εξάλλου, όταν ενάγει ο επιζών σύζυγος τον υπόχρεο και ζητά αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας του από την στέρηση του δικαιώματος διατροφής, την οποία κατά το νόμο θα όφειλε ο θανατωθείς και υπόχρεος αν ζούσε, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του και τη θεμελίωση της αξίωσης του στο νόμο, πρέπει να επικαλείται τα εξής στοιχεία: α) την ύπαρξη γάμου μεταξύ δικαιούχου και υποχρέου διατροφής, β) την θανάτωση του υποχρέου από παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του εναγομένου, γ) τον πιθανό χρόνο ζωής του υποχρέου σε διατροφή συζύγου και δ) το ποσό της καταβλητέας διατροφής ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής. Αντίθετα, δεν απαιτείται για να είναι ορισμένη η αγωγή αποζημιώσεως του δικαιούχου συζύγου, να γίνεται στο δικόγραφο αποτίμηση της συνεισφοράς που θα παρείχε καθένας από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού η αποτίμηση αυτή μπορεί να θεμελιώσει καταλυτικό της αξιώσεως ισχυρισμό του εναγομένου (ΑΠ 124/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ομοίως ΑΠ 1637/2018, 1136/2014, 212/2013, 873/2012, 153/2005 στην ΤΝΠ Νόμος). Με βάση το άρθρο 930 παρ.1 ΑΚ, η εν λόγω αποζημίωση, όταν αφορά περιοδικές παροχές από την απώλεια εισοδημάτων στο μέλλον, καταβάλλεται σε χρηματικές δόσεις ανά μήνα. Όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, η αποζημίωση μπορεί να επιδικασθεί σε κεφάλαιο εφάπαξ. Τούτο δε αν το ζητήσει ο δικαιούχος, ενώ τα περιστατικά που συνιστούν τον σπουδαίο λόγο πρέπει αυτός να τα επικαλεσθεί με την αγωγή του. Σπουδαίος λόγος υπάρχει, όταν συγκεντρωμένη η αποζημίωση μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του δικαιούχου της αποζημιώσεως ή όταν υπάρχουν δυσμενείς προσωπικοί ή οικονομικοί λόγοι στην πλευρά του υποχρέου της αποζημιώσεως (ΑΠ 736/2019, 2017/2014, 625/2010, στην ΤΝΠ Νόμος).

Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι (συμπεριλαμβανομένων των συνταχθέντων στην αγγλική γλώσσα), είτε λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω κι αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, εφόσον επιτράπηκε το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων (άρθρα 339, 340 παρ.1 εδ.β’ και 395 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 393 και 394 ΚΠολΔ) και εκτιμώνται ελεύθερα κατ’ άρθρο 340 παρ.1 εδ.β’ ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 256/2014 στην ΤΝΠ Νόμος), μεταξύ των οποίων είναι τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε από τα αρμόδια προανακριτικά όργανα, όπως η από Δεκέμβριο του 2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ναυπηγού μηχανολόγου ……, ο οποίος διορίσθηκε στο πλαίσιο της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας (κατόπιν της υπ’ αρ. ……../2017 έκθεσης διορισμού του Ανθυποπλοίαρχου του Λιμενικού Σώματος ……. μετά του συνημμένου παραρτήματος) καθώς και οι από 6.7.2017 εκθέσεις εξέτασης του . . (πηδαλιούχου ναύτη), ……..- ήδη δεύτερου εναγόμενου (πλοιάρχου) ως κατηγορούμενων (όχι όμως και το από 23.5.2018 απολογητικό υπόμνημα του δεύτερου εναγόμενου ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημ/κών Πειραιώς για του Λιμενάρχη Αίγινας, στο περιεχόμενο του οποίου ενώ γίνεται αναφορά, δεν προσκομίζεται), η από 30.3.2018 επίσης ένορκη προανακριτική κατάθεση του …….ενώπιον των αρμόδιων ανακριτικών υπαλλήλων Λιμεναρχείου Σαρωνικού, οι από 5.7.2017 ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των ……… (υποπλοίαρχου), ………. (ναύτη), . ………….. (Α’ μηχανοδηγού), …. Δίπλα (Α’ μηχανικού), η από 9.7.2017 ένορκη κατάθεση του …….. (λιμενοφύλακα) ενώπιον του Λιμενάρχη Αίγινας, οι από 19.7.2017 εκθέσεις ένορκης εξέτασης μάρτυρα των . …….. και …….. …….., οι από 21.7.2017 εκθέσεις ένορκης εξέτασης μάρτυρα των …….., η από 22.7.2017 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του …….. …….. και η από 5.7.2017 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του . …….. ενώπιον του Λιμενάρχη Χαλκίδας, που ελήφθησαν, επίσης, στο πλαίσιο της διενεργηθείσας προανάκρισης και της σχετικώς ως άνω σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, αποδεικτικά μέσα που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και από την εκτίμηση των φωτογραφιών και cds, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθ.3, 448 παρ.2, 457 παρ.4 ΚΠολΔ), χαρτών και σκαριφημάτων, από την από 5.10.2018 εκτιμώμενη ως ιδιωτική γνωμοδότηση τεχνική έκθεση του ναυπηγού μηχανικού …….. ., που προσκομίζεται επιμελεία των εναγόντων και εισφέρεται στην παρούσα διαδικασία κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, από την από Αύγουστο 2018 τεχνική έκθεση του ναυπηγού μηχανολόγου …….. και την από 30.11.2018 με αριθμό … γνωμοδότηση του ναυπηγού-μηχανικού …… και την από 14.12.2018 ειδική γνωμοδότηση του συνταξιούχου πλοιάρχου …….. .. που προσκομίζονται επιμελεία των εναγόμενων και εκτιμώνται ομοίως κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, τις υπ’ αριθ. ………… ένορκες βεβαιώσεις των ……… ενώπιον του συμβ/φου Πειραιά …….. που προσκομίζονται επιμελεία των εναγόντων και ελήφθησαν κατόπιν προηγούμενης νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων τους εναγόμενων κατά τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθμούς … ΣΤ/4-10-2018, …. ΣΤ/4-10-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………), τις υπ’ αριθ. ……….. ένορκες βεβαιώσεις των …….. ενώπιον του συμβ/φου Πειραιώς ……, που προσκομίζονται επιμελεία των εναγόμενων και ελήφθησαν κατόπιν προηγούμενης νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων τους εναγόντων κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθ. …./23.11.2018, …../23.11.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …….), απ’ όσα συνομολογούν οι διάδικοι (άρθρα 261, 352 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν, ως προς τον τόπο και το χρόνο του ατυχήματος, την ταυτότητα των διαδίκων, την πλοιοκτησία των εμπλεκόμενων πλοίων, το βαθμό συγγένειας των θανόντων με τους ενάγοντες, καθώς και από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 5.7.2017, το αλιευτικό σκάφος υπό την ονομασία «Π», Λ. Αίγινας 1465, κοχ 4,567, μήκους 9,70 μέτρων, πλάτους 3,35 μ., κατασκευής 1972, πλοιοκτησίας …….. …….., στο οποίο επέβαινε ο ίδιος ως κυβερνήτης με τον αδελφό του …………… είχε αποπλεύσει περί ώρα 05.00 π.μ. από το λιμένα της Σουβάλας στην Αίγινα για να μεταβεί στη θαλάσσια περιοχή Βορειοδυτικά της Αίγινας, μεταξύ Αίγινας και της νήσου Πλατιάς, προκειμένου τα εν λόγω αδέλφια να ανασύρουν τα δίχτυα που είχαν τοποθετήσει την προηγούμενη το βράδυ στην ως άνω θαλάσσια περιοχή, κατά τη συνήθη επί σειρά ετών αλιευτική τακτική τους και ακολούθως να επιστρέψουν στον προαναφερόμενο λιμένα της βάσης του αλιευτικού. Την ίδια ημέρα, την 05.05 π.μ., το έτερο πλοίο, η υδροφόρος «ΑΙ», Ν.Π. …, με ΙΜΟ …., κοχ 387,16, κκχ 206,16, μήκους 57 μέτρων, πλάτους 7,78 μ., κατασκευής 1957, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, κυβερνώμενο από τον δεύτερο εναγόμενο πλοίαρχο, είχε αποπλεύσει από το λιμάνι του Ασπρόπυργου, έμφορτη με περίπου 580 κ.μ. νερού με προορισμό το λιμάνι της Αίγινας, καθώς καθημερινά εκτελούσε δρομολόγια μεταφέροντας πόσιμο νερό στο νησί. Σύμφωνα με το με αριθμό πρωτ. ………/ΕΜΥ/Ε1 πιστοποιητικό της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας ο καιρός μεταξύ των πρωινών ωρών 07:00 και 08:00 ήταν αίθριος, οι άνεμοι βόρειοι σχεδόν μέτριοι (4-5 μποφόρ) με ριπές ισχυροί (6 μποφόρ), η δε ορατότητα εκτιμάτο για την ημέρα εκείνη, μεγαλύτερη από 5 ναυτικά μίλια. Όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές εγγραφές του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου της πρώτης εναγόμενης, από τα όσα κατέθεσαν προανακριτικά ο δεύτερος εναγόμενος πλοίαρχος της Υ/Φ και ο ……….., ναύτης στην ίδια Υ/Φ, ως κατηγορούμενοι, σε συνδυασμό με τα επίσημα καταγεγραμμένα στοιχεία του Αυτόματου Συστήματος Αναγνώρισης Θέσης (A.I.S.) του Υπουργείου Ναυτιλίας σχετικά με την πορεία της υδροφόρας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, όπως περιέχονται στο υπ’αριθ. πρωτ. ………./15-3-2018 έγγραφο, η υδροφόρα διαπέρασε τις νήσους Λαγούσες, Βορειοδυτικά της νήσου Αίγινας, στις 07:10 π.μ. ώρα Ελλάδος (σημείο αναφοράς στον σχετικό χάρτη 222-227) και τότε ο πλοίαρχος και ο παραπάνω ναύτης πηδαλιούχος παρατήρησαν μπροστά και στα δεξιά από την πλώρη τους, διαγωνίως, σε απόσταση, υπολογισθείσα με το «μάτι», περίπου 2 ναυτικών μιλίων και σε γωνία 35 μοιρών, έναν στόχο ακίνητο, ο οποίος ήταν το αλιευτικό «Π», που φαινόταν να αλιεύει. Με την υπ’ αριθ. ……../29.11.2018 ένορκη βεβαίωση του, ο ναύτης ……….., πηδαλιούχος ναύτης- οπτήρας στην υδροφόρα κατά το ένδικο ατύχημα, καταθέτει ότι το «ΑΙ» διέθετε στη γέφυρά του GPS και ραντάρ. Ότι λόγω του ότι η ναυσιπλοϊα της υδροφόρας γινόταν ενόψει ακτών, το ραντάρ, που δούλευε άψογα, το χρησιμοποιούσαν πριν ακόμη φέξει, ή τις σπάνιες φορές που επικρατούσε πρωινή ομίχλη, τη δε ώρα της σύγκρουσης με το αλιευτικό «Π» το ραντάρ ήταν κλειστό. Κατά τον παραπάνω ενόρκως βεβαιώσαντα, σε ταξίδια πλησίον ακτών με πολύ καλή ορατότητα, η πραγματοποίηση υπολογισμών με βάση τις πληροφορίες από το ραντάρ αποτελεί υπερβολή. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι πράγματι το αλιευτικό «Π» όταν το παρατήρησαν ο πλοίαρχος και ο πηδαλιούχος-οπτήρας του «ΑΙ» ανέλκυε τα δίχτυά του. Συγκεκριμένα, τούτο, προς το σκοπό αυτό, κινείτο με ταχύτητα περίπου 1 ναυτικού μιλίου με κατεύθυνση από τη θαλάσσια περιοχή Νότια της νήσου Πλατιάς προς τη θαλάσσια περιοχή Βορειοδυτικά της νήσου Αίγινας, δηλαδή από Δυτικά προς Ανατολικά και επομένως κινείτο σε κάθετη πορεία από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία της υδροφόρας, η οποία κινείτο από τον Βορρά προς το Νότο-Νοτιοδυτικά. Η υδροφόρα, έχοντας εντοπίσει το αλιευτικό, τηρούσε σταθερή πορεία πλεύσης 211- 216 μοιρών και η ταχύτητα που είχε αναπτύξει ήταν αρχικά 7,5-7,6 ναυτικά μίλια την ώρα τα πρώτα 9 λεπτά μετά το πέρασμά της από τις νήσους Λαγούσες, για να τη μειώσει στη συνέχεια στα 7,3-7,4 ναυτικά μίλια την ώρα και 2,5 περίπου λεπτά πριν το ένδικο ατύχημα στα 7,2 ναυτικά μίλια την ώρα. Περί ώρα 07:27:19 π.μ. ώρα Ελλάδας (ώρα 04:27:19 UTC) κι αφού το αλιευτικό ακολουθούσε την ίδια πορεία, έχοντας ολοκληρώσει, περίπου δύο λεπτά πριν, την ανάσυρση των διχτυών κι έχοντας αναπτύξει ταχύτητα 1-2 ναυτικά μίλια την ώρα, έγινε σύγκρουση των δύο πλοίων, καθώς το αλιευτικό προσέκρουσε με την πλώρη του στο πρυμναίο δεξιό τμήμα της υδροφόρας. Κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για πλοία με διασταυρούμενες πορείες (crossing situation) σε θαλάσσια περιοχή επί της οποίας δεν υπάρχει ζώνη διαχωρισμού κυκλοφορίας ή λωρίδες κυκλοφορίας ή θαλάσσιος διάδρομος ή φυσικά εμπόδια (περιορισμός στο βύθισμα ή ύπαρξη υφάλου), με την μεν υδροφόρα να πλέει από αριστερά (φυλάσσον πλοίο- give away), το δε αλιευτικό σκάφος να πλέει από δεξιά (φυλασσόμενο πλοίο- stand on). Σύμφωνα με την εκδοχή των γεγονότων που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και με βάση τα υποστηριχθέντα από τους εναγόμενους, το αλιευτικό, ενώ κατά το χρονικό σημείο του αρχικού εντοπισμού του από την υδροφόρα, κινείτο στο ρελαντί, με ταχύτητα που δεν ξεπερνούσε το 1 ν.μ./ώρα, λίγα λεπτά μετά, ανέπτυξε ταχύτητα πρόσω ημιταχώς με 3-4 ν.μ./ώρα, γεγονός που κατέτεινε στην αδιαμφισβήτητη αύξηση της προς τα δεξιά της Υ/Φ γωνίας κατόπτευσης του Α/Κ, ότι περί ώρα 7:10, που το αλιευτικό εντοπίστηκε από τον πλοίαρχο της υδροφόρας, οι αρχικές πορείες αμφοτέρων των πλοίων ήταν αντίθετες και σχεδόν παράλληλες, υπό την προοπτική της εκ διαγωνίου και ασφαλούς διέλευσης υπό γωνία περίπου 90ο του Α/Τ από την πρύμνη της Υ/Φ με φορά ΒΑ προς ΝΝΔ του δε Α/Κ με φορά από ΝΔΔ προς ΒΑΑ, έτσι ώστε το κάθε σκάφος να βλέπει το άλλο από δεξιά του ήτοι «πράσινο με πράσινο». Ότι ενώ τα ένδικα πλοία είχαν ήδη περί ώρα 07:10 έως 07:15 της 5.7.2017, την προαναφερόμενη αντίθετη και σχεδόν παράλληλη πορεία, έτσι ώστε το κάθε σκάφος να βλέπει το άλλο από δεξιά του, περίπου δέκα λεπτά αργότερα έπλεαν ήδη σε συγκλίνουσα πορεία παραλλαγής και συγκεκριμένα η πορεία του Α/Κ το έφερνε να διασταυρώνει- έχοντας μεταβάλλει την πορεία του προς τα δεξιά- με αυξημένη ταχύτητα τουλάχιστον 6 ν.μ./ώρα, διαγώνια την πορεία της Υ/Φ, η οποία χωρίς να μεταβάλει έγκαιρα την πορεία της και να ελαττώσει ταυτόχρονα και την ταχύτητά της, είχε ήδη προσπεράσει με το κύριο σώμα της το ευρισκόμενο σε εξαιρετικά κοντινή (ελάχιστων μέτρων) απόσταση Α/Κ, οπότε για πρώτη φορά αντιλαμβανόμενος ο δεύτερος εναγόμενος πλοίαρχος της Υ/Φ τον κίνδυνο σύγκρουσης διενήργησε αποφευκτικό χειρισμό προς τα αριστερά και ενεργοποίησε πιθανότατα και την κόρνα της Υ/Φ με την εκπομπή συριγμών, χωρίς πάντως δυνατότητα πρόσφορης έκβασής τους, εξαιτίας του χρονικού σημείου αντίδρασής του. Ότι ειδικότερα, η μοιραία σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε, καθότι η Υ/Φ συγκρούστηκε με το δεξιό πρυμναίο άκρο του παραπέτου της (περίπου 2 μέτρα από το τέλος της πρύμνης της) με φόρα από πλώρα πρύμα με την δεξιά πλευρά της πλώρης του Α/Κ, το οποίο συνεπεία της σύγκρουσης βυθίστηκε σχεδόν αμέσως σε στίγμα φ:37ο 47,5, 88’’ Β και λ: 023ο, 26’ 5,58’’ Α, προκαλώντας τον αιφνίδιο θάνατο των επιβαινόντων αλιέων (αδερφών) …….. …….. 71 ετών και …….. …….. 74 ετών, ο θάνατος των οποίων επήλθε συνεπεία πνιγμού εντός του θαλάσσιου ύδατος. Εντούτοις, η εκδοχή ότι το αλιευτικό ακολούθησε αντίθετη παράλληλη πορεία σε σχέση με την υδροφόρα πριν συγκρουσθεί με αυτή, κι ενώ είχε λάβει κατεύθυνση σε γωνία 90ο  με σκοπό να περάσει πίσω από την πλώρη της Υ/Φ, και χτυπώντας εντέλει με την πλώρη του στο δεξιό πρυμναίο άκρο της υδροφόρας δεν κρίνεται πειστική. Στην καταγραφή του συμβάντος από τον δεύτερο εναγόμενο, πλοίαρχο του «ΑΙ», στο ημερολόγιο του πλοίου στις 5.7.2017, εκείνος, δίπλα στη σημείωση της ώρας 07.15, αναφέρει σχετικά: «Είδα στα δεξιά μου στην μπάντα μου σκάφος αλιευτικό το οποίο φαινόταν να αλιεύη ακίνητο  η ταχύτητα μου ήτανε 5 μιλια όπως το διόπτευσα περνούσα σε ασφαλή απόσταση και το παρακολουθούσα είδα να κινήται προς την πορεία μου γνωρίζοντας ότι όλοι οι αλιείς κάνουν διάφορες κινήσεις για να μαζέψουν τα δίχτυα τους ή να τα απλόσουν αντιλαμβανόμενους ότι με έχουν δει δεν έτρεχε λόγος να κάνω κάποια ενέργεια. Ξαφνικά είδα ότι το αλιευτικό ανεπτιξε ταχύτητα και ερχόταν προς τα πανω μου από δευτερόπρυμα δεξιά πλησιάζοντας είδα οπτικά ότι δύο άτομα ήταν στην πρυμη του αλιευτικού και ασχολιοντουσαν με τα δυχτια τους, χωρις να έχουν την πλάτη τους στην πλωρη του αλιευτικού. Προσπαθησα με φωνές και συριγμούς να τους αποσπασω την προσοχή αλά πλέον ηταν αργά γιατί ειχαν αναπτυξει ταχύτητα πάνω στο πλοίο μου και έπεσαν δευτεροπρυμα δεξιά.». Ακολούθως, αναφέρει ότι περί ώρα 07.20 «Έκανα κράτει τις μηχανές μου και προσπαθησα να γυρίσω για να τους πάρω πάνω στο πλοίο μου» και ότι περί ώρα 7.28 «Ειδοποιησα το Λ.Χ. ΑΙΣ και πηγα στο σημειο κρούσεως και τους περισηνέλεξα και αρχίσαμε να κάνουμε μαλάξεις στους δύο άνδρες και σε λίγα λεπτά κατεύθασε το πλωτο του λειμενερχειου όπου με τη συνοδεια τους κατεπλευσα στο λιμανι της ΑΙς…». Επομένως στην ως άνω καταγραφή του ατυχήματος στο ημερολόγιο γέφυρας της πλοίου, την ίδια ημέρα του επίδικου συμβάντος, ο δεύτερος εναγόμενος δεν κάνει λόγο για κίνηση του αλιευτικού σε παράλληλη ή διαγώνια και αντίθετη πορεία σε σχέση με την υδροφόρα, αλλά ότι αυτό κινείτο προς την πορεία της υδροφόρας και ότι ξαφνικά ανέπτυξε ταχύτητα και «ερχόταν προς τα πάνω της». Το πρώτον, την επόμενη ημέρα, ήτοι στις 6.7.2017, ο δεύτερος εναγόμενος, πλοίαρχος της υδροφόρας και ο πηδαλιούχος ναύτης …………, εξεταζόμενοι ως κατηγορούμενοι στα πλαίσια της προανάκρισης για παράβαση των άρθρων 278, 291 παρ.2 και 302 ΠΚ, από τους προανακριτικούς υπαλλήλους του Λιμεναρχείου Αίγινας, υποστήριξαν ότι αρχικά το αλιευτικό εντοπίστηκε ως ακίνητος στόχος, ότι λίγα λεπτά αργότερα τούτο άρχισε να κινείται με κατεύθυνση αντίθετη προς την πορεία της υδροφόρας και διαγωνίως προς αυτή, σε τέτοια πορεία που έδειχνε την πρόθεση να περάσει από την πρύμνη της (90ο κατά προσέγγιση) και ότι τα δύο πλοία συνέχισαν εν πλω, ώστε το κάθε σκάφος να βλέπει το άλλο από δεξιά του (πράσινο-πράσινο), πλην όμως ότι λίγα λεπτά αργότερα το αλιευτικό ανέπτυξε ταχύτητα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί επικίνδυνη προσέγγιση των δύο σκαφών, γεγονός που οδήγησε παρά τις αποφευκτικές κινήσεις της τελευταίας στιγμής, στην πρόσκρουση του αλιευτικού στην υδροφόρα. Τη θέση αυτή του πλοιάρχου και του ναύτη πηδαλιούχου του πλοίου «ΑΙ» σχετικά με τις πορείες των δύο πλοίων πριν το ένδικο ατύχημα αποδέχθηκε το Γ’ Ανακριτικό Συμβούλιο Ναυτικών Ατυχημάτων (Α.Σ.Ν.Α.), το οποίο με την υπ’ αριθ. …./2018 έκθεσή του κατέληξε κατά πλειοψηφία ότι το ατύχημα οφείλεται κυρίως σε αμέλεια του Κυβερνήτη του αλιευτικού που «συνίσταται σε εσφαλμένη εκτίμηση διέλευσης με ασφάλεια από την πρύμνη της υδροφόρας αλλά και σε αμέλεια του κυβερνήτη της υδροφόρας που συνίσταται στην παράλειψη έγκαιρης αποφυγής της σύγκρουσης, αφότου είχε αντιληφθεί την εκκίνηση του αλιευτικού διαγωνίως του σκάφους του σε συγκλίνουσες πορείες, με την απομάκρυνσή του», ενώ κατά τη μειοψηφία τριών μελών του παραπάνω Συμβουλίου, το ατύχημα οφείλεται αποκλειστικά σε αμέλεια του κυβερνήτη του αλιευτικού. Αντίθετα, ο πραγματογνώμονας που διορίστηκε στα πλαίσια της προανάκρισης, ναυπηγός-μηχανολόγος μηχανικός ……….στην από Δεκεμβρίου 2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του βασιζόμενος στην καταγραφή του συμβάντος από τον πλοίαρχο στο ημερολόγιο γέφυρας του «ΑΙ» δέχθηκε ότι κύριος υπαίτιος της σύγκρουσης των δύο πλοίων ήταν ο πλοίαρχος του «ΑΙ», καθώς τα υπό εξέταση πλοία είχαν διασταυρούμενες πορείες, με την υδροφόρα από την αριστερή πλευρά να βλέπει από τη δεξιά πλευρά το αλιευτικό, οπότε το «ΑΙ» ήταν το φυλάσσον πλοίο και το «Π» το φυλασσόμενο, επιπλέον δε επειδή η Υ/Φ δεν απομακρύνθηκε από το Α/Κ καίτοι έγινε αντιληπτό ότι το τελευταίο αλίευε, ενώ δέχθηκε συνυπαιτιότητα του κυβερνήτη του αλιευτικού που δεν συμμορφώθηκε με τον κανόνα 17 των κανονισμών του ΔΚΑΣ να προβεί σε χειρισμό της τελευταίας στιγμής, ώστε να προλάβει τη σύγκρουση. Κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, με βάση τον χρόνο που μεσολάβησε από τη στιγμή που ο πλοίαρχος και ο πηδαλιούχος ναύτης της υδροφόρας αναγνώρισαν μπροστά και δεξιά τους σε γωνία 35ο και σε απόσταση 2 ναυτικών μιλίων το «Π», χρονικό σημείο που ορίζεται από το πέρασμά τους από τις νήσους Λαγούσες περί ώρα 07:10 π.μ. μέχρι το σημείο της σύγκρουσης των δύο πλοίων που με βάση τις αποτυπώσεις του A.I.S. ορίζεται στις 07:27:19 π.μ., χρονική στιγμή κατά την οποία πραγματοποιείται η πρώτη απότομη στροφή της πορείας της υδροφόρας προς τα αριστερά από τις 208ο όπου βρισκόταν το πλοίο στις 07:27:08 π.μ. στις 195ο σύμφωνα με τον πίνακα και την αποτύπωση στιγμάτων σε χάρτη που επισυνάπτονται στο υπ’ αρ. φακ. ……./../. από 15.3.2018 έγγραφο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ήτοι με μεσολαβήσαντα χρόνο 17 λεπτών και με μέση ταχύτητα της υδροφόρας στα 7,4 ναυτικά μίλια την ώρα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί αντίθετη πορεία του αλιευτικού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων-εφεσίβλητων-εναγόμενων ότι εντός ελαχίστου χρόνου από την αρχική παρατήρηση του Α/Κ από την Υ/Φ (που την τοποθετούν αμέσως μετά τις 07:00-7:05 π.μ.), αυτό ξεκίνησε να κινείται αργά επί πορείας αντίθετης εκ δεξιών της και διαγωνίως της Υ/Φ με ταχύτητα μεταξύ 3-4 ναυτικών μιλίων/ώρα και ότι στις 07:15 π.μ. το Α/Κ μετέβαλε αιφνιδιαστικά την πορεία του προς τα δεξιά με ταχύτητα που έφθασε τα 6-6,5 ναυτικά μίλια, με αποτέλεσμα 5 λεπτά αργότερα να επέλθει η επίδικη σύγκρουση (βλ. σελίδα 50 των προτάσεων των εκκαλούντων-εφεσίβλητων στον δεύτερο βαθμό). Τούτο, καθώς δεδομένου ότι στα παραπάνω 17 λεπτά από την αναγνώριση του Α/Κ από την Υ/Φ ως ακίνητου αρχικά στόχου σε απόσταση 2 ναυτικών μιλίων μπροστά και δεξιά υπό γωνία 35ο μέχρι τη σύγκρουση των πλοίων, η υδροφόρα είχε καλύψει με μέσο όρο ταχύτητας τα 7,4 ν.μ./ώρα και σταθερή πορεία στις 211ο -216ο, 3.883 μέτρα (=7,4 ν.μίλια/ώρα x 1.852 μέτρα το ένα ν.μ.= 13.704,8 μέτρα την ώρα : 60 λεπτά x 17 λεπτά), ήτοι 2,0966 ναυτικά μίλια (=3.883 μ.: 1.852 μ. το ένα ν.μ.), δηλαδή περίπου την αρχική απόσταση που χώριζε τα δύο πλοία, η τυχόν αντίθετη πορεία του Α/Κ προς την Υ/Φ έστω επί 10 λεπτά με ταχύτητα έστω 3 ναυτικών μιλίων/ώρα, θα είχε μειώσει τη μεταξύ των δύο πλοίων απόσταση κατά 1.080 μέτρα (3,5 ν.μίλια/ώρα x 1.852 μέτρα το ένα ν.μ.= 6.482 μέτρα την ώρα : 60 λεπτά x 10 λεπτά), ήτοι κατά 0,583 ναυτικό μίλι (=1.080μ. /1.852 μ. το ένα ν.μ.), οπότε λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τους εναγόμενους το Α/Κ αμέσως μετά ανέπτυξε ταχύτητα 6-6,5 ν.μιλίων/ώρα κατευθυνόμενο προς την Υ/Φ, το ατύχημα έπρεπε να έχει συμβεί σε πολύ μικρότερη απόσταση από το γεωγραφικό σημείο όπου συνέβη (με συντεταγμένες Πλάτος 37,78665 και Μήκος 23,43393333 κατά το A.I.S.) και σε συντομότερο χρόνο, καθώς το Α/Κ θα είχε διανύσει ένα μέρος της απόστασης που το χώριζε από την Υ/Φ και η τελευταία δεν θα χρειαζόταν να καλύψει μόνη της την απόσταση των 2 ναυτικών μιλίων, κατά την ορθή παρατήρηση του τεχνικού συμβούλου των εναγόντων, ναυπηγού μηχανικού ………. στην από 5.10.2018 τεχνική έκθεση ναυτικού ατυχήματος. Επομένως, τα δύο πλοία κινήθηκαν σε διασταυρούμενες πορείες κατά το ορθό πόρισμα του πραγματογνώμονα στην προανάκριση, ……….., το δε αλιευτικό δεν ανέπτυξε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταχύτητα αρχικά 3-4 ναυτικών μιλίων/ώρα και στη συνέχεια 6-6,5 ναυτικών μιλίων/ώρα, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες-εφεσίβλητοι-εναγόμενοι, αλλά έπλεε με ταχύτητα 1-2 ναυτικών μιλίων/ώρα, καθώς κατά την υποβρύχια αυτοψία που πραγματοποιήθηκε από δύτες του Λιμενικού στο Α/Κ μετά το ατύχημα, το στροφόμετρο της μηχανής του βρέθηκε στις σχετικά χαμηλές 950 στροφές και ο λεβιές-χειριστήριο της μηχανής του βρέθηκε στη θέση «ρελαντί» ή «πρόσω αργά», που ανταποκρίνεται στις περίπου 950 στροφές, όπως διαπίστωσε ο ως άνω πραγματογνώμονας ……… και ο παραπάνω τεχνικός σύμβουλος των εναγόντων …….. ., χωρίς να προκύπτει από την προσκομιζόμενη φωτογραφία από την υποβρύχια λήψη που επικαλούνται οι εναγόμενοι ότι ο λεβιές- χειριστήριο ήταν τοποθετημένος στο «πρόσω ολοταχώς» και όπως τούτο υποστηρίζει ο τεχνικός τους σύμβουλος ……….. Βάσιμα, λοιπόν, παραπονούνται οι εκκαλούντες-ενάγοντες με τον υπό στοιχείο 1β λόγο της έφεσής τους ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ενώ αρχικά κατά τον εντοπισμό του Α/Κ από την Υ/Φ, εκείνο αλίευε σε απόσταση δύο ναυτικών μιλίων μπροστά και δεξιά της, μερικά λεπτά αργότερα το Α/Κ κινήθηκε για ορισμένα έστω λεπτά σε πορεία αντίθετη και παράλληλη με την Υ/Φ και ότι τα τελευταία πέντε λεπτά το Α/Κ βρέθηκε σε πορεία 90ο κάθετα προς την υδροφόρα, έχοντας αναπτύξει ταχύτητα 6 ναυτικών μιλίων. Επίσης βάσιμα οι εκκαλούντες-ενάγοντες παραπονούνται με τον υπό στοιχείο 1α λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε σε άλλο σημείο ότι το χειριστήριο μηχανής βρέθηκε στο «πρόσω ολοταχώς» και σε άλλο σημείο της ότι βρέθηκε σε θέση «κράτει», ενώ το ορθό είναι ότι το χειριστήριο μηχανής βρέθηκε στο «ρελαντί» ή «πρόσω αργά». Επομένως, οι συνθήκες υπό τις οποίες εκτυλίχθηκαν τα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στο ένδικο ατύχημα ήταν οι εξής: Ο δεύτερος εναγόμενος, πλοίαρχος της υδροφόρας «ΑΙ» και ο πηδαλιούχος ναύτης-οπτήρας ……… περί ώρα 07:10 π.μ., αφού το πλοίο είχε περάσει τις Λαγούσες νήσους, παρατήρησαν το αλιευτικό «Π» μπροστά τους και διαγωνίως στις 35ο σε απόσταση 2 ναυτικών μιλίων και ορθά εκτίμησαν ότι το αλιευτικό βρισκόταν σε διαδικασία αλιείας, πλην όμως θεώρησαν ότι δεν συνέτρεχε κάποιος κίνδυνος σύγκρουσης και συνέχισαν την πορεία τους σταθερά στις 211ο– 216ο. Οι δύο αλιείς του «Π», λαμβανομένου υπόψη ότι κατά την υποβρύχια έρευνα που πραγματοποιήθηκε μετά το ατύχημα βρέθηκαν τα δίχτυα τους μαζεμένα στην πρύμνη του καταστρώματος με τμήμα τους να κρέμεται από την αριστερή πλευρά, πλην όμως υπήρχαν στο κατάστρωμα, μπλεγμένα στα δίχτυα, ψάρια που ήταν ακόμα ζωντανά ενώ όπως θα εκτεθεί και παρακάτω το σκάφος τους βυθίσθηκε στη θάλασσα μετά την ένδικη σύγκρουση περίπου 4-5 λεπτά από αυτή, αποδεικνύεται ότι από στις 07:10 π.μ. όταν έγιναν αντιληπτοί από την Υ/Φ μέχρι τουλάχιστον 2 λεπτά πριν το ατύχημα ήταν απασχολημένοι με την ανάσυρση των διχτυών τους (γι’ αυτό και παρέμειναν ζωντανά τα ψάρια στα δίχτυα κατά τη θαλάσσια επιθεώρηση του Α/Κ, κάτι που δεν θα συνέβαινε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αν π.χ. είχαν ανασυρθεί τα ψάρια και παραμείνει εντός του σκάφους και εκτός νερού περισσότερο χρόνο, π.χ. πέντε λεπτά πριν το ατύχημα και συνολικά δέκα λεπτά πριν βυθισθεί το Α/Κ βάσει της εκκαλουμένης κατά τον 1γ.β λόγο έφεσης των εναγόντων) και για το λόγο αυτό το σκάφος τους κινείτο με ταχύτητα περίπου 1 ναυτικού μιλίου/ώρα με κατεύθυνση από τη θαλάσσια περιοχή Νότια της νήσου Πλατιάς προς τη θαλάσσια περιοχή Βορειοδυτικά της νήσου Αίγινας, δηλαδή από Δυτικά προς Ανατολικά, όπως είχαν απλώσει τα δίχτυά τους και τα οποία σήκωναν σιγά σιγά κατά την κίνηση του σκάφους κι επομένως αυτό κινείτο σε κάθετη πορεία από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία της υδροφόρας, η οποία κινείτο από τον Βορρά προς το Νότο-Νοτιοδυτικά. Μετά την ανάσυρση των διχτυών, όπως αποδεικνύεται και από την υπ’ αριθ. 1381/29.11.2018 ένορκη βεβαίωση του πηδαλιούχου ναύτη ………., οι παραπάνω αλιείς συνέχισαν την πορεία τους περίπου με την ίδια ταχύτητα του 1-2 ν. μιλίων/ώρα έχοντας κατεύθυνση με την πλώρη του αλιευτικού κάθετα προς την υδροφόρα, καθώς δε άρχισαν να ασχολούνται με την αφαίρεση των αλιευμάτων από τα δίχτυα, φρόντισαν να δέσουν με σκοινί τη λαγουδέρα σε σταθερό σημείο, ώστε το Α/Κ να διατηρεί σταθερή πορεία και οι ίδιοι να απασχολούνται αμφότεροι με το «ξεψάρισμα», οπότε είχαν γυρισμένοι την πλάτη τους προς την υδροφόρα και δεν αντιλήφθηκαν ότι την πλησίαζαν. Τα όσα οι εκκαλούντες-ενάγοντες με τον υπό στοιχείο 1γ.γ λόγο έφεσης υποστηρίζουν ότι το Α/Κ ανέλκυε τα δίχτυά του σε χρόνο λιγότερο από λεπτό πριν τη σύγκρουση, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί κατά τον επίμαχο χρόνο σκάφος περιορισμένων δυνατοτήτων κατά τον Κανόνα 3 ΔΚΑΣ και η Υ/Φ να οφείλει ν’ απομακρυνθεί, εκείνη τη στιγμή, από αυτό κατά τον Κανόνα 18 ΔΚΑΣ δεν αποδεικνύονται βάσιμα. Εξ ετέρου, ο πλοίαρχος της Υ/Φ, δεύτερος εναγόμενος, καίτοι έβλεπε ότι τα δύο πλοία διασταυρώνονταν με εμφανή πλέον τον κίνδυνο επικίνδυνης σύγκλισης των πορειών των σκαφών και σύγκρουσης αυτών κι ενώ είχε το Α/Κ μπροστά και δεξιά του, δεν μείωσε εγκαίρως την ταχύτητα της Υ/Φ πριν πλησιάσει επικίνδυνα στο Α/Κ, ούτε έκανε κράτει μέχρι να εξακριβώσει τις προθέσεις του κυβερνήτη του Α/Κ και να διασφαλίσει ότι δεν θα υφίστατο κίνδυνος σύγκρουσης, ούτε άλλαξε πορεία πλεύσης της Υ/Φ, ώστε να αποτραπεί η περίπτωση διασταύρωσης των πορειών των πλοίων, ιδίως δε να ελιχθεί εγκαίρως προς τα αριστερά. Τούτο ήταν εφικτό, παρά τα όσα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες-εναγόμενοι ότι η Υ/Φ μετέφερε μεγάλο βάρος, ήτοι 580 κ.μ. νερού και ότι δεν μπορούσε να ελιχθεί επειδή οι μηχανές της δεν ήταν αρκετά ισχυρές για το μέγεθος του φορτίου της, καθώς όταν καθυστερημένα αντέδρασε η υδροφόρα στρίβοντας προς τα αριστερά προς αποφυγή της σύγκρουσης, μέσα σε 8 δευτερόλεπτα είχε αλλάξει πορεία (από ώρα 7:27.08 σε ώρα 7:27.19) από τις 208ο στις 195ο, εντός άλλων 10 δευτερολέπτων (από τις 7:27.19 στις 7:27.29) έστριψε από τις 195ο στις 180ο και εντός άλλων 10 δευτερολέπτων (από τις 7:27.29 στις 7:27.39) έστριψε έτι περαιτέρω από τις 180ο στις 169ο δηλαδή πραγματοποίησε ολοκληρωμένη αριστερή στροφή μέσα σε 28 δευτερόλεπτα. Επομένως οι δύο μηχανές Mercedes με ισχύ 275 HP η κάθε μία εξ αυτών και τα δύο πηδάλια που διέθετε η Υ/Φ συνιστούν ισχυρό μηχανικό εξοπλισμό που επιτρέπουν στο πλοίο να χειρίσει γρήγορα αποφευκτικό ελιγμό, όταν χρειαστεί, χωρίς αυτό να μπορεί να θεωρηθεί πλοίο περιορισμένης ικανότητας χειρισμών. Εντούτοις, όταν αυτό πραγματοποίησε την παραπάνω στροφή, ήταν πλέον αργά. Κατά τη διασταυρούμενη πορεία των δύο πλοίων κι ενώ το Α/Κ ερχόταν κάθετα με την πλώρη του προς την Υ/Φ, ώστε από την αριστερή πλευρά του να «βλέπει» αυτή (βλ. την από 30.3.2018 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του πραγματογνώμονα στην προανάκριση ……….και το συνημμένο σε αυτή σκαρίφημα), ο δεύτερος εναγόμενος πλοίαρχος της Υ/Φ συνέχισε την πορεία του με την ίδια ταχύτητα, εκτιμώντας προφανώς ότι θα μπορούσε να προλάβει να περάσει το πλοίο του πριν τη διασταύρωση με το Α/Κ και αφού το μισό σχεδόν σώμα της υδροφόρας πέρασε μπροστά από το Α/Κ και τα δύο σκάφη βρίσκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση ώστε ο πλοίαρχος και ο πηδαλιούχος της Υ/Φ να μπορούν να δουν τους δύο αλιείς του Α/Κ να ασχολούνται στην πρύμνη με τα δίχτυα τους, τότε ο πλοίαρχος και ο κυβερνήτης αντίστοιχα των δύο πλοίων αντέδρασαν για να αποφύγουν την επερχόμενη σύγκρουση. Συγκεκριμένα, ο δεύτερος εναγόμενος με τη σειρήνα της Υ/Φ εξέπεμψε προειδοποιητικούς συριγμούς για να αλλάξει πορεία το Α/Κ, συγχρόνως δε έδωσε εντολή στον πηδαλιούχο να κάνει αλαπάντα αριστερά το πλοίο κατά 25ο (βλ. ένορκη βεβαίωση ………). Τότε, ο κυβερνήτης του Α/Κ ανέλαβε τη λαγουδέρα, πραγματοποιώντας κι αυτός αποφευκτικό ελιγμό της τελευταίας στιγμής, στρίβοντας το σκάφος όλο αριστερά, χωρίς όμως αποτέλεσμα καθώς το Α/Κ προσέκρουσε με την δεξιά εμπρόσθια πλευρά της πλώρης του στην άκρα πρυμναία δεξιά πλευρά της Υ/Φ,  σε απόσταση περίπου δύο μέτρων από το τέλος της πρύμνης της με φόρα από πλώρα πρύμα, σε γεωγραφικό στίγμα πλάτους 37,78665 (άλλως 37ο 47’ 11,94’’ Β) και μήκους 23, 43393333 (άλλως 23ο 26’ 2,16’’ Α). Μετά τη σύγκρουση ο πλοίαρχος της Υ/Φ έκανε κράτει τις μηχανές και μετά από ένα περίπου λεπτό ανάποδα και η Υ/Φ ακινητοποιήθηκε σε απόσταση περίπου 100-150 μέτρων από το σημείο της σύγκρουσης σε διάστημα περί τα 2,5 λεπτά από την πρόσκρουση του Α/Κ στην Υ/Φ. Εξαιτίας της πρόσκρουσης, το αλιευτικό σκάφος υπέστη ζημιές στη δεξιά εμπρόσθια πλευρά του, όπου ορισμένα ξύλα της πλώρης έσπασαν και άλλα αποκολλήθηκαν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να εισρέουν νερά στο σκάφος. Οι δύο αλιείς βλέποντας το σκάφος τους να βυθίζεται, άρχισαν να φωνάζουν όρθιοι με σηκωμένα τα χέρια για βοήθεια, ο δε δεύτερος εναγόμενος πλοίαρχος του «ΑΙ» έδωσε εντολή στον πηδαλιούχο ……… να στρίψει το σκάφος όλο δεξιά για να προσεγγίσουν το αλιευτικό, το οποίο είχε αρχίσει να παίρνει κλίση προς την πρύμνη, πλην όμως εντός των 10 λεπτών που χρειάστηκε για να το προσεγγίσουν, το Α/Κ είχε ήδη βουλιάξει και οι δύο αλιείς ήταν ήδη στη θάλασσα. Επίσης, μετά τη σύγκρουση, ο πλοίαρχος της Υ/Φ  ενημέρωσε για το συμβάν τηλεφωνικά και όχι μέσω VHF, το Λιμεναρχείο Αίγινας, το οποίο λίγο αργότερα απέστειλε λιμενικό σκάφος, που έφθασε στον τόπο του ατυχήματος περί ώρα 7.44 π.μ., τη στιγμή που μόλις είχε ανασυρθεί ο ένας αλιέας και ετοιμαζόταν να ανασυρθεί ο δεύτερος και στη συνέχεια η Υ/Φ αναχώρησε για το λιμάνι της Αίγινας, όπου μεταφέρθηκαν οι σοροί των δύο άτυχων αλιέων. Το γεγονός ότι μετά τη σύγκρουση το πλήρωμα της Υ/Φ δεν καθαίρεσε άμεσα τη σωστική λέμβο που υπήρχε στο κατάστρωμά της προς διάσωση των αλιέων, ούτε έριξε προς το μέρος τους κυκλικά σωσίβια οφείλεται στο ότι δεν ήταν δυνατό να ακινητοποιηθεί η υδροφόρα αμέσως μετά την πρόσκρουση σε αυτή του αλιευτικού, καθώς, εκείνη τη χρονική στιγμή, είχε αναπτύξει ταχύτητα 7,2 ναυτικά μίλια, οπότε, κάνοντας κράτει στις μηχανές, συνέχισε για λίγο το πλοίο να απομακρύνεται από το σημείο του ατυχήματος. Όταν ακινητοποιήθηκε βρισκόταν στα 100-150 μέτρα μακριά από το αλιευτικό, με τον άνεμο να πνέει σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή του βυθιζόμενου πλοίου. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να καθίσταται απρόσφορη η ρίψη σωσιβίων που ο αέρας θα τα παρέσυρε εξαρχής μακριά από το σημείο όπου βρίσκονταν οι άτυχοι αλιείς, ενώ η υπάρχουσα στην Υ/Φ σωστική λέμβος, η οποία κινείτο με τη χρήση κουπιών, εάν ριχνόταν στη θάλασσα, λόγω των αντίθετων ρευμάτων αέρα που έπνεαν εκείνη τη στιγμή, θα αργούσε να φτάσει στο σημείο όπου βρίσκονταν οι ναυαγοί σε σύγκριση με την υδροφόρα που θα έκανε χρήση των μηχανών της. Δεν αποδεικνύεται, λοιπόν, το προβαλλόμενο από τους εκκαλούντες-ενάγοντες ότι τα μέλη του πληρώματος της Υ/Φ παρακολουθούσαν απαθή την εξέλιξη των γεγονότων και τους αλιείς που καλούσαν σε βοήθεια, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα μέλη του πληρώματος της Υ/Φ δεν είχαν συμμετάσχει στα απαιτούμενα γυμνάσια για να αντιμετωπίσουν άμεσα και με τον δέοντα τρόπο τέτοιου είδους κρίσιμες καταστάσεις. Περαιτέρω, όταν το «ΑΙ» πλησίασε τους δύο ναυαγούς και τους περισυνέλλεξε, ήταν πλέον αργά, καθώς αυτοί είχαν χάσει τις αισθήσεις τους και δεν είχαν πλέον σφυγμούς. Σύμφωνα με τις υπ’ αριθμούς ../6-7-2017 και …../6-7-2017 ιατροδικαστικές εκθέσεις νεκροψίας- νεκροτομής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά (με αριθμούς πρωτοκόλλου ../2018 και ../2018 αντίστοιχα) που συντάχθηκαν την επομένη ημέρα κατόπιν της  με αριθμό πρωτ. ………./5-7-2017 παραγγελίας του Γραφείου Ανακρίσεως του Λιμεναρχείου Αίγινας, ο θάνατος αμφοτέρων των αλιέων επήλθε συνεπεία πνιγμού εντός του θαλάσσιου ύδατος. Δεν αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω αλιείς δεν γνώριζαν κολύμβηση, αλλά η αδυναμία τους να κρατηθούν για ικανό χρόνο στην επιφάνεια της θάλασσας, αποφεύγοντας την κατάποση θαλάσσιου ύδατος που οδήγησε στον πνιγμό τους σχετίζεται με τα υπάρχοντα στο σημείο θαλάσσια κύματα, με την ηλικία τους (74 και 71 ετών αντίστοιχα), τη φυσική τους κατάσταση, ιδίως δε ως προς τον ………. και με το γεγονός ότι από τη σύγκρουση υπέστη κατάγματα από την τρίτη έως και την έβδομη πλευρά του αριστερού ημιθωρακίου, επιπλέον όμως σχετίζεται και με τη μη χρήση ατομικών σωσίβιων μέσων που υπήρχαν στο αλιευτικό πλοίο και όπως η χρήση αυτή το πιθανότερο είναι ότι θα τους είχε βοηθήσει να παραμείνουν στην επιφάνεια της θάλασσας μέχρι να τους περισυλλέξει η υδροφόρα. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι οι παραπάνω αλιείς λόγω της ταχύτητας με την οποία εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, δεν προλάβαιναν να βγάλουν από το χώρο αποθήκευσης και να ρίξουν στη θάλασσα τη φουσκωτή σωσίβια λέμβο που διέθετε το Α/Κ. Εν κατακλείδι η πρόκληση του ένδικου ναυτικού ατυχήματος οφείλεται κυρίως σε υπαίτια παράβαση εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου, πλοίαρχου της υδροφόρας, των κανόνων αποφυγής συγκρούσεως πλοίων και πρωτίστως του Κανόνα 15 του Δ.Κ.Α.Σ., που ρυθμίζει τη συμπεριφορά των διασταυρούμενων πλοίων και ορίζει ότι όταν δύο μηχανοκίνητα πλοία διασταυρώνουν τις πορείες τους κατά τρόπο ώστε να υπάρχει κίνδυνος συγκρούσεως, το πλοίο που βλέπει το άλλο προς την δεξιά του πλευρά, οφείλει να φυλάξει το άλλο, δηλαδή να απομακρυνθεί από την πορεία του άλλου. Εν προκειμένω, η υδροφόρα «έβλεπε» από τη δεξιά της πλευρά το αλιευτικό, με αποτέλεσμα εκείνη να είναι το φυλάσσον πλοίο (give away) και το αλιευτικό το φυλασσόμενο πλοίο (stand on). Συνεπώς, ο μεν πλοίαρχος της υδροφόρας όφειλε να προβεί σε χειρισμό απομάκρυνσης της Υ/Φ «ΑΙ» κατά τον Κανόνα 16, σύμφωνα με τον οποίο κάθε πλοίο από το οποίο απαιτείται να απομακρύνεται της πορείας άλλου πλοίου, πρέπει να χειρίζει κατά το δυνατό έγκαιρα και ουσιαστικά, ώστε να τηρείται αρκούντως μακριά από το πλοίο αυτό. Τούτο σημαίνει ότι οποιαδήποτε αλλαγή πορείας ή ταχύτητας θα πρέπει να γίνεται έγκαιρα και να είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να γίνεται αμέσως αντιληπτή από το άλλο πλοίο, να έχει δε τέτοιο αποτέλεσμα, ώστε τα πλοία να περάσουν μεταξύ τους σε ασφαλή απόσταση, να ελέγχεται συνεχώς η αποτελεσματικότητα του χειρισμού  του φυλάσσοντος πλοίου και να ελαττώνεται η ταχύτητα ή ακόμα και να ακινητοποιείται το πλοίο, προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση. Επίσης, στον Κανόνα 18 προβλέπεται ότι εκτός εάν διαφορετικά ορίζεται από τους κανόνες 9, 10 και 13, μηχανοκίνητο πλοίο «εν πλω» θα απομακρύνεται από την πορεία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και πλοίου ασχολούμενου με την αλιεία. Με άλλα λόγια η διάταξη αυτή υποχρεώνει το μηχανοκίνητο πλοίο που έχει ευκολία χειρισμών να φυλάσσει τα πλοία που έχουν μικρότερη/περιορισμένη ευκολία και επιπλέον οφείλει να απομακρύνεται από αυτά διερχόμενο από ασφαλή απόσταση. Η ευθύνη δε της απομάκρυνσης από ένα πλοίο της εν λόγω κατηγορίας δεν εμπεριέχει μόνο την υποχρέωση αποφυγής της σύγκρουσης αλλά και αυτής της παρενόχλησης των επιχειρήσεων ή απασχολήσεων του φυλασσόμενου πλοίου. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο πλοίαρχος και ο πηδαλιούχος ναύτης της Υ/Φ παρατήρησαν αρχικά την παρουσία του Α/Κ, μόλις το πλοίο τους διαπέρασε τις Λαγούσες νήσους, δεξιά και μπροστά τους σε γωνία 35ο σε απόσταση περίπου δύο ναυτικών μιλίων και τους έδωσε την εντύπωση ότι αλίευε. Όφειλε, λοιπόν, ο δεύτερος εναγόμενος πλοίαρχος της Υ/Φ, βάσει του τελευταίου από τους προαναφερόμενους Κανόνες, να δώσει εντολή να ακολουθήσει το πλοίο τέτοια πορεία, ώστε να απομακρυνθεί από το Α/Κ «Π». Εντούτοις δεν το έπραξε, αλλά συνέχισε τη σταθερή πορεία της υδροφόρας στις 211ο-216ο. Έτσι, όμως, τα δύο πλοία στο διάστημα των 17 λεπτών που μεσολάβησαν πριν τη σύγκρουσή τους, βρέθηκαν σε διασταυρούμενη πορεία με την Υ/Φ να έχει στα δεξιά της το Α/Κ, το οποίο συνέχισε να έρχεται με την πλώρη του σε πορεία σύγκρουσης κάθετα σε σχέση με την Υ/Φ. Η επιλογή του πλοίαρχου της υδροφόρας να παραμείνει το πλοίο σε σταθερή πορεία, παρά την παρουσία του αλιευτικού, δείχνει ότι δεν πραγματοποιήθηκε διαρκής επιτήρηση και εκτίμηση του κινδύνου σύγκρουσης των δύο πλοίων με τη χρήση των διαθέσιμων και κατάλληλων μέσων και συγκεκριμένα δεν έγιναν μέσω του ραντάρ που υπήρχε στο πλοίο (το πλοίο διέθετε Radar KODEN MDC-1541 και GPS KODEN, KGP-920), επαναλαμβανόμενες υποτυπώσεις της θέσης και κατάστασης πλεύσης του αλιευτικού, κατά παράβαση του Κανόνα 7 των ΔΚΑΣ που ορίζει ότι «(α) Παν πλοίον θα χρησιμοποιεί παν διαθέσιμον και κατάλληλον, κατά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας, μέσον για να εκτιμήσει εάν υφίσταται κίνδυνος συγκρούσεως. Υπαρχούσης οιασδήποτε αμφιβολίας, ο τοιούτος κίνδυνος θα θεωρείται ότι υπάρχει. (β) Δέον όπως γίνεται η πρέπουσα χρήσις της συσκευής RADAR, εφόσον είναι εγκατεστημένη και εν λειτουργία, περιλαμβανομένης και της δι’ αυτής ανιχνεύσεως εις μακράς αποστάσεις προς έγκαιρον προειδοποίησιν κινδύνου συγκρούσεως και της υποτυπώσεως RADAR ή ισοδυνάμου συστηματικής παρατηρήσεως των ανιχνευομένων αντικειμένων». Το γεγονός ότι η επίμαχη ναυσιπλοϊα της υδροφόρας διεξαγόταν υπό το φως της ημέρας και μάλιστα υπό συνθήκες καλής ορατότητας και αίθριου καιρού δεν καθιστούσε, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες-εναγόμενοι, περιττή τη συστηματική και λεπτομερή, δια της υφιστάμενης συσκευής ραδιοεντοπισμού, μέτρηση της απόστασης και διόπτευσης της θέσης του Α/Κ, λαμβανομένων υπόψη: α) της φύσης του τελευταίου σκάφους- στόχου ως αλιευτικού, β) των συγκεχυμένων αρχικά επιτόπιων μεταβολών της θέσεως του Α/Κ, που οφείλονταν στις κινήσεις του για την ανάσυρση των διχτυών, γ) της έλλειψης από μέρους των αλιέων του Α/Κ επαρκούς επιτήρησης της πορείας της Υ/Φ, οι οποίοι όπως απολογήθηκαν προανακριτικά τόσο ο δεύτερος εναγόμενος, όσο και ο πηδαλιούχος ναύτης ………., φαίνονταν απασχολημένοι με κάποια αλιευτική εργασία και δ) της εντεύθεν θέσης του μετέπειτα εμπλακέντος στη σύγκρουση Α/Κ ως πλοίου περιορισμένης ικανότητας χειρισμών, καθώς και ε) του γεγονότος ότι αμφότερα τα πλοία έπλεαν σε θαλάσσια περιοχή στην οποία υπήρχε κυματισμός και δεν υπήρχε ζώνη διαχωρισμού κυκλοφορίας ούτε λωρίδες κυκλοφορίας ούτε θαλάσσιος διάδρομος ή φυσικά εμπόδια (περιορισμός στο βύθισμα, ύπαρξη υφάλου κ.λ.π.), στοιχεία που καθιστούσαν, ήδη δέκα λεπτά πριν από την επέλευση της σύγκρουσής τους, τουλάχιστον αμφίβολο και πάντως όχι ανύπαρκτο τον κίνδυνο σύγκρουσης, οπότε κατά νόμο, ο εν λόγω κίνδυνος έπρεπε να θεωρείται υπαρκτός (Κανόνας 7α). Τον κίνδυνο αυτό δεν μπόρεσε να εκτιμήσει, περιοριζόμενος στην οπτική και μόνο παρατήρηση, ο πλοίαρχος της Υ/Φ, δεύτερος εναγόμενος. Ως προεκτέθη και όταν πλέον το Α/Κ ολοκλήρωσε την ανάσυρση των διχτυών περίπου δύο λεπτά πριν το ατύχημα και συνέχισε την πορεία του πλέοντας από τα δεξιά προς τα αριστερά της Υ/Φ, η τελευταία δεν απομακρύνθηκε από το Α/Κ, πραγματοποιώντας στροφή προς τα αριστερά για να αποφύγει το αλιευτικό, αλλά ο πλοίαρχός της θεώρησε ότι θα προλάβαινε να περάσει μπροστά από το αλιευτικό πριν αυτό φθάσει σε σημείο σύγκρουσης με αυτή. Ο υπολογισμός, όμως, αυτός ήταν εσφαλμένος, καθώς αφού η Υ/Φ πέρασε με το μισό σώμα της μπροστά από το Α/Κ, το τελευταίο έφθασε ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, σε σημείο σύγκρουσης, με την πλώρη του σχεδόν κάθετα στη δεξιά οπίσθια πλευρά της υδροφόρας, οπότε τόσο η Υ/Φ, όσο και το Α/Κ προσπάθησαν να αποφύγουν τη σύγκρουση, η μεν υδροφόρα επιχειρώντας να στρίψει αριστερά, το δε αλιευτικό, ομοίως επιχειρώντας αριστερή στροφή, χωρίς όμως να το καταφέρουν, καθώς το Α/Κ προσέκρουσε, κατά τα ανωτέρω, υπό γωνία με την δεξιά εμπρόσθια πλευρά της πλώρης του στην άκρα πρυμναία δεξιά πλευρά της Υ/Φ,  σε απόσταση περίπου δύο μέτρων από το τέλος της πρύμνης της με φόρα από πλώρα πρύμα, κατά τα βασίμως υποστηριζόμενα στον υπό στοιχείο 1γ.γ. λόγω έφεσης των εκκαλούντων-εναγόντων. Αντίθετα, δεν αποδεικνύεται το επίσης διαλαμβανόμενο στον παραπάνω υπό στοιχείο 1γ.γ λόγο έφεσης ότι η παράλειψη του πλοίαρχου της Υ/Φ να ορίσει άλλο μέλος του πληρώματος ως οπτήρα, έτσι ώστε ο ναύτης … . να μην ασκεί ο ίδιος παράλληλα χρέη πηδαλιούχου ναύτη και οπτήρα κατά τον επίδικο χρόνο, κατά παράβαση των άρθρων 15 και 16 του Κώδικα Τήρησης Φυλακών στη θάλασσα που έχει κυρωθεί με το ΠΔ 79/2012, συντέλεσε έτι περαιτέρω στην πρόκληση του ατυχήματος, καθώς ο δεύτερος εναγόμενος και ο πηδαλιούχος ναύτης ……. εντόπισαν την παρουσία του Α/Κ στο θαλάσσιο χώρο ήδη σε απόσταση δύο ναυτικών μιλίων και δεκαεπτά λεπτά πριν την πρόσκρουση του Α/Κ στην Υ/Φ, ο παράγοντας δε που συντέλεσε στο μη ορθό υπολογισμό της πορείας του Α/Κ και εντέλει στη σύγκρουση των δύο σκαφών ήταν η μη χρήση ραντάρ που θα υποτύπωνε με ακρίβεια την πορεία και την ταχύτητα του Α/Κ. Επίσης, βάσει των προεκτεθέντων, συντρέχουσα αμέλεια στην πρόκληση του ένδικου ναυτικού ατυχήματος βαρύνει και τον κυβερνήτη του αλιευτικού σκάφους που ήταν εν προκειμένω το «φυλασσόμενο» πλοίο. Ειδικότερα, ως προς τη συμπεριφορά του «φυλασσόμενου» πλοίου προβλέπει ο Κανόνας 17 των Δ.Κ.Α.Σ. στην παράγραφο α’, i) ότι όταν κατά τη συνάντηση δύο πλοίων υπάρχει κίνδυνος σύγκρουσης και το ένα πλοίο οφείλει να φυλάξει το άλλο, τότε το φυλασσόμενο πρέπει να διατηρεί σταθερή την πορεία και την ταχύτητά του και ii) ότι παρά τη σαφή υποχρέωση του φυλασσόμενου πλοίου να διατηρεί σταθερή πορεία, μπορεί το τελευταίο να χειρίσει ώστε να αποφευχθεί σύγκρουση δια μόνο του ελιγμού του, αμέσως μόλις καταστεί σε αυτό, προφανές ότι το υπόχρεο να απομακρυνθεί της πορείας του πλοίο, δεν χειρίζει κατάλληλα σύμφωνα με τους παραπάνω Κανόνες. Ο χειρισμός αυτός της τελευταίας στιγμής, όπως ονομάζεται, δεν απαιτείται να είναι σύμφωνος με τους κανονισμούς, αλλά σύμφωνος με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, ώστε να έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την αποτροπή της σύγκρουσης. Στην υπό κρίση περίπτωση, οι επιβαίνοντες στο Α/Κ αλιείς και μετά την ολοκλήρωση της ανάσυρσης των διχτυών, ασχολήθηκαν με την αφαίρεση των αλιευμάτων από τα δίχτυα, ενώ το αλιευτικό βρισκόταν εν κινήσει, σταθεροποιημένο ως προς την κατεύθυνσή του σε διασταυρούμενη πορεία σε σχέση με την υδροφόρα με το δέσιμο της λαγουδέρας σε σταθερό σημείο και με τη χρήση «καλαμιού», ήτοι ενός οριζόντιου μεταλλικού σωλήνα, προσαρμοσμένου στη μία άκρη του στο λεβιέ του χειριστηρίου, ώστε να παρέχεται δυνατότητα αλλαγής ταχύτητας στο σκάφος από τον χειριζόμενο τη λαγουδέρα στην πρύμνη (σημειωτέον ότι εκ των υστέρων από τους δύτες του Λιμενικού βρέθηκε σχοινί γύρω από τη λαγουδέρα, καθώς και το προαναφερόμενο καλάμι), με αποτέλεσμα ο κυβερνήτης του Α/Κ, να μην προσέξει ότι το αλιευτικό βρισκόταν σε κάθετη πορεία σύγκρουσης με την Υ/Φ και να μη χειρίσει αποφευκτικό ελιγμό παρά μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση και αφού ο πλοίαρχος της Υ/Φ ενεργοποίησε τη σειρήνα του πλοίου του. Πρέπει να επισημανθεί ότι αποτελεί κοινή παρατήρηση της πραγματογνωμοσύνης στην ποινική προδικασία του ………… και της τεχνικής έκθεσης του τεχνικού συμβούλου των εναγόμενων ………. ότι στο βυθισμένο αλιευτικό σκάφος ανευρέθη ο ως άνω οριζόντιος μεταλλικός σωλήνας, που ήταν δεμένος στο ένα άκρο του με το χειριστήριο της μηχανής, χρησιμεύοντας ως ένας παρωχημένο και μη αποδεκτό μέσο χειρισμού της, που συνιστά την επικίνδυνη μέθοδο του «καλαμιού», του προσαρμοσμένου με τη μία άκρη του στο λεβιέ (μανέτα) του χειριστηρίου εντός του σπιραγίου, δηλαδή εντός της υποτυπώδους υπερκατασκευής στο εσωτερικό της οποίας βρισκόταν η μηχανή του Α/Κ και με την άλλη άκρη του ελεύθερη και εξερχόμενη κατά μικρό τμήμα της του σπιραγίου, δίνοντας τη δυνατότητα στον πηδαλιούχο, που κάθεται στο ακροτελεύτιο τμήμα του πρυμναίου καταστρώματος, όπου και η λαγουδέρα χειρισμού του ανακρεμασμένου πηδαλίου, να αυξάνει ή να μειώνει την ταχύτητα του Α/Κ, σπρώχνοντας ή έλκοντας το σωλήνα. Η επικινδυνότητα της εν λόγω μεθόδου χειρισμού της μηχανής του Α/Κ έγκειται στην αδυναμία του πηδαλιούχου να ελέγχει άμεσα την ταχύτητα του Α/Κ και να έχει έτσι, όταν χρειαστεί, γρήγορη αντίδραση, καθόσον απαιτείται η διαδρομή πολύτιμου χρόνου (κάποιων δευτερολέπτων) για τη μεταφορά των σχετικών εντολών του στη μηχανή. Αλλά και η λαγουδέρα-οικοστρόφιο του ναυαγίου του αλιευτικού, που βρέθηκε σε θέση «όλο δεξιά» (αλαπάντα δεξιά), που σημαίνει πηδάλιο «όλο αριστερά», έφερε δεμένο πάνω της στο προς τον τιμονιέρη άκρο της, σχοινί μήκους 1,5 με 2 μέτρα περίπου, γεγονός που λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) συνηγορεί υπέρ του παραπάνω αποδεικτικού πορίσματος ότι η λαγουδέρα πηδαλιουχίας του Α/Κ είχε μέχρι και ελάχιστο χρόνο πριν από την επέλευση της μοιραίας σύγκρουσης προσδεθεί και σταθεροποιηθεί περί το μέσο της, εν είδει αυτοσχέδιου αυτόματου πιλότου, σύμφωνα και με την ιδιωτική γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα ναυπηγού μηχανικού …………. Αντίθετα, δεν κρίνεται πειστικό το προβαλλόμενο από τους εκκαλούντες-ενάγοντες με τον υπό στοιχείο 1γ.γ λόγο έφεσης ότι το παραπάνω σχοινί που βρέθηκε στη λαγουδέρα χρησίμευε για το δέσιμο αυτής μετά την επιστροφή του σκάφους στο λιμάνι, ώστε να μη χτυπάει αυτή κατά τις αναταράξεις του κύματος και να μη φθείρεται, αφού σε μια τέτοια περίπτωση δεν χρειαζόταν να είναι το σχοινί δεμένο στη λαγουδέρα, ενώ το πλοίο ταξίδευε. Τόσο η πρόσδεση της λαγουδέρας σε σταθερή θέση, όσο και ο εξ αποστάσεως χειρισμός της μανέτας (λεβιέ) του χειριστηρίου της μηχανής του Α/Κ, από τη θέση του τιμονιέρη χειριστή της λαγουδέρας μέσω της μεταλλικής προέκτασης («καλαμιού») συνιστά, όπως προαναφέρθηκε, μη ασφαλή τρόπο διακυβέρνησης του Α/Κ, καθώς επιβραδύνει σημαντικά την αντίδραση του εκάστοτε ναυτίλου σε περίπτωση επικίνδυνης προσέγγισης άλλου πλοίου, όπως και έγινε στην προκειμένη περίπτωση όταν ο κυβερνήτης του Α/Κ επιχείρησε καθυστερημένα αποφευκτικό ελιγμό της τελευταίας στιγμής για να αποφύγει την Υ/Φ. Μετά τη σύγκρουση και αφού στο Α/Κ άρχισαν να εισρέουν ύδατα από την πρύμνη και ήταν σαφές ότι εντός λίγων λεπτών αυτό θα βυθιζόταν και δεδομένου ότι η Υ/Φ λόγω της ταχύτητας που είχε αναπτύξει, ακόμη και με την κίνηση κράτει που πραγματοποίησε με εντολή του πλοιάρχου της, είχε απομακρυνθεί περί τα 100-150 μέτρα από το βυθιζόμενο πλοίο, χωρίς να μπορεί να γυρίσει έγκαιρα με όπισθεν πορεία, καθώς κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τη λειτουργία της μηχανής της (βλ. έκθεση-γνωμοδότηση …………), οι δύο επιβαίνοντες αλιείς δεν φρόντισαν να φορέσουν ατομικά σωσίβια, τα οποία οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι υπήρχαν στο σκάφος, ώστε να μπορέσουν να κρατηθούν ασφαλείς στην επιφάνεια της θάλασσας μέχρι να τους περισυλλέξει η υδροφόρα. Υπό τις συνθήκες αυτές οι επιβαίνοντες στο Α/Κ αλιείς πνίγηκαν μέσα σε 5-7 λεπτά από την επίδικη σύγκρουση, δηλαδή μέσα σε ελάχιστο χρόνο από τη βύθιση του αλιευτικού. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε το προβαλλόμενο με τον δεύτερο λόγο έφεσης των εκκαλούντων-εναγόντων ότι η μη κλήση για βοήθεια μέσω VHF εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου μετά το ατύχημα οδήγησε αιτιωδώς στο θάνατο των αλιέων συγγενών τους, καθώς, δεδομένου ότι ο θάνατος τους επήλθε πολύ γρήγορα, είναι αμφίβολο αν σπεύδοντας άλλα παραπλέοντα πλοία, νωρίτερα 3-4 λεπτά πριν την επιστροφή της υδροφόρας, όπως το υδροπτέρυγο αρ. ΧΧΙΧ, ΝΠ ….., που είχε ξεκινήσει στις 7.00 π.μ. από το λιμάνι του Πειραιά και κατέφθασε στις 7.41 π.μ. στο λιμάνι της Αίγινας, θα είχαν περισυλλέξει, εν ζωή, τους άτυχους αλιείς. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι η αμέλεια που βαρύνει τον κυβερνήτη του αλιευτικού στην επέλευση του ένδικου ναυτικού ατυχήματος λόγω μη ενέργειας έγκαιρου αποφευκτικού ελιγμού ενόψει της σύγκρουσης των δύο πλοίων υπολογίζεται στο 15%, η δε αμέλεια των δύο αλιέων από τη μη χρήση των ατομικών σωσιβίων που υπήρχαν στο αλιευτικό υπολογίζεται ότι συνετέλεσε κατά ένα επιπλέον ποσοστό 15% στον θάνατό τους, κατά την εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσίαν ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος των παθόντων που προέβαλαν οι εκκαλούντες-εναγόμενοι, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούσαν στην παραπάνω θαλάσσια περιοχή, περίπου 3,5 ναυτικά μίλια από την Αίγινα, με καλή θερμοκρασία του θαλάσσιου ύδατος και σε συνθήκες ημέρας καθώς το ατύχημα συνέβη στις 7.27 π.μ. στις 5.7.2017 και με αρκετά μεγάλο κυματισμό, έτσι ώστε να κρίνεται ότι με τη χρήση σωσιβίων οι ηλικιωμένοι αλιείς θα μπορούσαν να παραμείνουν στην επιφάνεια της θάλασσας για περισσότερο χρόνο από αυτόν που άντεξαν και δη μέχρι να τους περισυλλέξει η υδροφόρα. Αντίστοιχα, η ευθύνη που βαρύνει τον δεύτερο εναγόμενο πλοίαρχο και επομένως και την πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια της υδροφόρας στην επέλευση του θανάτου των δύο άτυχων αλιέων ανέρχεται στο 70% και σε ό,τι αφορά τη βύθιση και καταστροφή του αλιευτικού στο 85%. Κρίνοντας διαφορετικά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δη αποδίδοντας διαφορετικό είδος αμέλειας και εν μέρει διαφορετικό βαθμό υπαιτιότητας των εμπλεκομένων στο ατύχημα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Ενόψει των ανωτέρω απορριπτέα τυγχάνει στην ουσία της η επαναφερόμενη με τις προτάσεις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ επικουρική ένσταση των εφεσίβλητων-εναγόμενων περί αμφίβολης σύγκρουσης. Συγκεκριμένα αυτοί ισχυρίζονται, σε περίπτωση που δεν γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του Α/Κ, άλλως συνυπαιτιότητάς του στην πρόκληση του ατυχήματος κατά 99%, ότι η επίδικη σύγκρουση εντάσσεται στην κατηγορία των δυσκαταλόγιστων συγκρούσεων, για τις οποίες δεν γεννάται δικαίωμα αποζημίωσης με βάση το άρθρο 235 ΚΙΝΔ κατά το οποίο επί συγκρούσεως πλοίων, εάν αυτή συνέβη εκ τυχαίου συμβεβηκότος ή ανωτέρας βίας ή εάν υφίσταται αμφιβολία περί των αιτίων της, οι ζημίες βαρύνουν τους υποστάντας αυτές. Ωστόσο, εν προκειμένω, αποδείχθηκαν πλήρως οι συνθήκες, υπό τις οποίες συνέβη το ένδικο ναυτικό ατύχημα, καθώς και το πταίσμα που βαρύνει το κάθε πλοίο, έτσι ώστε να μην τυγχάνει εφαρμοστέα η ως άνω επικαλούμενη διάταξη για τις δυσκαταλόγιστες συγκρούσεις. Ομοίως, απορριπτέος στην ουσία του τυγχάνει και ο προβαλλόμενος με τις προτάσεις των εφεσίβλητων-εναγόμενων ισχυρισμός ότι η υδροφόρα ήταν πλοίο οιονεί ελαττωμένης ικανότητας χειρισμών και ότι σε περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι η Υ/Φ όφειλε να χειρίσει νωρίτερα προς αποφυγή του κινδύνου σύγκρουσης, απαλλασσόταν από την προς τούτο υποχρέωση της λόγω της αδυναμίας της για ελιγμούς ενόψει της φύσης της εργασίας της και των ναυπηγικών της χαρακτηριστικών. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε, η Υ/Φ όταν χρειάσθηκε να μεταβάλει την πορεία της, το πραγματοποίησε σε διάστημα μικρότερο του λεπτού, επιδεικνύοντας ευχέρεια χειρισμών και γρήγορη ανταπόκριση σε αλλαγή πορείας. Επιπλέον, αβάσιμος τυγχάνει ο επίσης νομίμως με τις προτάσεις κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ επαναφερόμενος ισχυρισμός των εκκαλούντων-εναγόμενων ότι ο θάνατος των αλιέων δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επίδικη σύγκρουση των δύο πλοίων, καθώς αυτοί δεν έχασαν τη ζωή τους από την πρόσκρουση του Α/Κ στην Υ/Φ, παραμένοντας πάνω στο σκάφος τους επί πεντάλεπτο, άνευ τραυματισμών, μετά το ατύχημα, αλλά ότι ο θάνατός τους επήλθε εξαιτίας της έλλειψης γνώσεως κολύμβησης, της κακής κατάστασης της υγείας τους, του προχωρημένου της ηλικίας τους, κυρίως δε εξαιτίας της έλλειψης των κατάλληλων σωστικών μέσων (μη εφοδιασμό τους με ατομικά σωσίβια και μη πρέπουσα τοποθέτηση της πλευστικής σχεδίας του σκάφους). Όπως προελέχθη, στον θάνατο των αλιέων συντέλεσε η μη χρήση ατομικών σωσίβιων μέσων, πλην όμως η κύρια αιτία της απώλειας της ζωής τους ήταν ότι λόγω της βύθισης του αλιευτικού που οφείλεται στην ένδικη σύγκρουση, οι αλιείς βρέθηκαν να κολυμπούν στη θάλασσα σε απόσταση 3,5 ναυτικών μιλίων από τη νήσο της Αίγινας, ενώ έπνεαν άνεμοι βόρειοι σχεδόν μέτριοι (4-5 μποφόρ) με ριπές ισχυροί (6 μποφόρ), δηλαδή υπήρχε αρκετά έντονος κυματισμός και το βάθος της θάλασσας σε εκείνο το σημείο ήταν μεγάλο (περίπου 48 μέτρα), συνθήκες που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας προκαλούν κίνδυνο ζωής στο μέσο άνθρωπο, πολύ περισσότερο σε ανθρώπους που διανύουν την όγδοη δεκαετία της ζωής τους, όπως οι εν λόγω αλιείς.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες-εναγόμενοι παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει στην υπό κρίση υπόθεση τον Κανόνα 14 (α) και (γ) ΔΚΑΣ που ορίζει ότι «όταν δύο μηχανοκίνητα πλοία έχοντας πορείες αντίθετες ή σχεδόν αντίθετες συναντώνται ώστε να δημιουργούνται κίνδυνοι σύγκρουσης, τότε και το ένα και το άλλο οφείλει να μεταβάλει την πορεία του προς τα δεξιά, ώστε το καθένα να περάσει από την αριστερή πλευρά του άλλου» (α) και ότι «όταν ένα πλοίο βρίσκεται σε αμφιβολία, ως προς το εάν υπάρχει τέτοια περίπτωση, πρέπει να θεωρηθεί ότι πράγματι αυτή υπάρχει και να χειρίσει ανάλογα» (γ). Ότι η τελευταία φράση «να χειρίσει ανάλογα» διαφέρει από τη φράση «να μεταβάλει την πορεία του προς τα δεξιά» της παρ. (α) και σημαίνει ότι εάν η ασφαλής διέλευση του ενός πλοίου κοντά στο άλλο διασφαλίζεται με την αλλαγή πορείας προς τα αριστερά, η οποία υπό τις περιστάσεις ενδέχεται να είναι η ενδεδειγμένη, τότε αμφότερα τα πλοία θα πρέπει να μεταβάλουν πορεία προς τα αριστερά. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο καίτοι δέχθηκε ότι οι πορείες των δύο σκαφών ήταν αντίθετες και σχεδόν παράλληλες, έτσι ώστε κάθε σκάφος να βλέπει το άλλο από δεξιά και ότι αμφότερα τα συγκρουσθέντα σκάφη αν διατηρούσαν αμετάβλητες τις πορείες και τις ταχύτητές τους, θα διέρχονταν μεταξύ τους με ασφάλεια, παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει υπόψη του την παράγραφο (γ) του Κανόνα 7 ΔΚΑΣ κατά την οποία «Συμπεράσματα που βασίζονται σε ανεπαρκείς πληροφορίες, ιδιαίτερα δε σε πληροφορίες που έχουν ληφθεί μέσω ραντάρ, πρέπει να αποφεύγονται» και θεώρησε λανθασμένα ότι η υδροφόρα δεν ενήργησε έγκαιρα αποφευκτικό της σύγκρουσης χειρισμό εξαιτίας δήθεν παράλειψής της να ασκεί συστηματική παρατήρηση των κινήσεων του αλιευτικού μέσω ραντάρ, για να αντιληφθεί την πρόθεσή του να αλλάξει απροειδοποίητα πορεία και ταχύτητα ελάχιστα λεπτά πριν τη σύγκρουση  κατά παράβαση του Κανόνα 14 ΔΚΑΣ. Ότι ωστόσο δεν χρειαζόταν η χρήση ραντάρ, επειδή κατά τον επίδικο χρόνο υπήρχε απεριόριστη ορατότητα, γίνονταν παρατηρήσεις σε μικρές αποστάσεις, διεξαγόταν παράκτια ναυσιπλοϊα επί συνήθους διαδρομής, χρησιμοποιούνταν διόπτρα και πυξίδα διοπτεύσεως και συστηματική οπτική παρατήρηση από πιστοποιημένους ναυτικούς, ενώ το πλοίο δεν διέθετε εξάρτημα Ανακλαστικού Υποτυπωτή, ούτε ειδικά τυποποιημένα φύλλα για υποτύπωση της κίνησης του αλιευτικού, οπότε δεν χρειαζόταν η χρήση ραντάρ. Ο λόγος αυτός έφεσης απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του, καθώς βασίζεται στην παραδοχή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι τα δύο πλοία κινήθηκαν πριν τη σύγκρουσή τους αντίθετα και σχεδόν παράλληλα, πριν το αλιευτικό αλλάξει πορεία και κατευθυνθεί στη δεξιά πίσω πλευρά της υδροφόρας, εκδοχή, όμως, που δεν αποδείχθηκε βάσιμη κατά τα προαναφερθέντα, καθώς αποδείχθηκε ότι τα δύο πλοία ακολούθησαν εξαρχής διασταυρούμενες πορείες με την υδροφόρα να έχει στα δεξιά της το αλιευτικό. Ειδικά σε ό,τι αφορά τη χρήση ραντάρ στην Υ/Φ και από την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση του ……… προκύπτει ότι το ραντάρ του πλοίου ήταν λειτουργικό και χρησιμοποιείτο σε άλλες περιπτώσεις, οπότε τα όσα υποστηρίζονται περί έλλειψης εξαρτήματος Ανακλαστικού Υποτυπωτή και ειδικά τυποποιημένων φύλλων για υποτύπωση κρίνονται ουσία αβάσιμα. Ομοίως με τον δεύτερο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες-εναγόμενοι θέτουν ως δεδομένο ότι το Α/Κ μετέβαλε την πορεία του και έπεσε πάνω στην Υ/Φ και αιτιώνται την εκκαλούμενη γιατί δεν δέχθηκε ότι το Α/Κ αλλάζοντας πορεία, καίτοι όφειλε να προβεί σε προειδοποιητικό συριγμό με τη σειρήνα του, δεν το έπραξε κατά παράβαση του Κανόνα 34 (α) ΔΚΑΣ, πλην όμως και ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, καθώς αποδείχθηκε ότι τα πλοία είχαν εξαρχής διασταυρούμενες πορείες και ότι το αλιευτικό δεν άλλαξε πορεία. Απορριπτέος στην ουσία του τυγχάνει και ο τρίτος λόγος έφεσης ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την υπ’ αριθ. 92/2018 έκθεση του ΑΣΝΑ περί των αιτίων και συνθηκών του ένδικου ναυτικού ατυχήματος, παράλειψη που από την ανάγνωση της εκκαλούμενης απόφασης δεν προκύπτει, αφού σε αυτή γίνεται λόγος ότι ελήφθησαν «…όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα…προτάσεις τους και την προσθήκη σ’ αυτές…». Επιπλέον δε η συγκεκριμένη έκθεση του ΑΣΝΑ δέχεται κατά πλειοψηφία ότι το ατύχημα οφείλεται κυρίως σε αμέλεια του Κυβερνήτη του αλιευτικού που συνίσταται σε εσφαλμένη εκτίμηση διέλευσης με ασφάλεια από την πρύμνη της υδροφόρας, κρίση ωστόσο που, εκτός των άλλων, έρχεται σε αντίθεση με την υπ’ αριθ. …../29.11.2018 ένορκη βεβαίωση του πηδαλιούχου της Υ/Φ, . …, ο οποίος αναφέρει ότι κατά τον χρόνο της σύγκρουσης οι δύο επιβαίνοντες αλιείς βρίσκονταν στην πρύμνη του αλιευτικού με γυρισμένη την πλάτη τους στην υδροφόρα και έδειχναν απασχολημένοι με τα δίχτυα τους, χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν τον πηδαλιούχο που τους φώναζε με όλη του τη δύναμη για να αποτρέψει τη σύγκρουση, ούτε τη σειρήνα της Υ/Φ που σφύριξε για τον ίδιο σκοπό, γεγονός που σημαίνει ότι ο κυβερνήτης του αλιευτικού δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία της υδροφόρας, κάτι που συνιστά προϋπόθεση για να θεωρηθεί ότι είχε αναπτύξει τη βούληση να περάσει με ασφάλεια το σκάφος που κυβερνούσε πίσω από την πρύμνη της Υ/Φ και ότι εντέλει η εκτίμησή του αυτή αποδείχθηκε εσφαλμένη κι ότι έτσι προκλήθηκε το ατύχημα. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες- εναγόμενοι παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρά τους ισχυρισμούς τους και δεν εκτίμησε ορθά νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα σχετικά με ελαττώματα, αντικανονικότητες, ανεπάρκειες και ελλείψεις που έφερε το αλιευτικό, αφενός μεν από άποψη δομικής ακεραιότητας, συνεκτικότητας και εξοπλισμού, αφετέρου δε από άποψη ασφαλούς επάνδρωσης και εκ τρίτου ένεκα παράνομων και αντικανονικών μεθόδων ναυσιπλοϊας που είχαν υιοθετηθεί από τον ιδιοκτήτη και χειριστή του με αποτέλεσμα να αποτελεί κίνδυνο για τα παραπλέοντα σε εγγύτητα με αυτό σκάφη. Ότι συγκεκριμένα: α) το Α/Κ δεν διέθετε σε ισχύ Άδεια Εκτέλεσης Πλόων Α/Κ σκάφους, με την τελευταία άδεια αυτού να έχει λήξει, χωρίς να έχει ανανεωθεί, την 15.7.2016, ήτοι ένα χρόνο πριν το επίδικο συμβάν, άρα παρανόμως το σκάφος εκτελούσε τον μοιραίο πλου και παράνομο ήταν το εισόδημα των θανόντων αλιέων, β) η τελευταία επιθεώρηση του Α/Κ από τη Λιμενική Αρχή Αίγινας είχε γίνει τρία χρόνια πριν το ατύχημα και μέσα στο διάστημα αυτό το ασυντήρητο ξύλινο σκάφος νομοτελειακά μετατρέπεται σε ερείπιο, γ) ουδείς από τους επιβαίνοντες στο Α/Κ και ασκούντες τη διακυβέρνησή του δεν διέθετε πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας, δ) αμφότεροι οι επιβαίνοντες στο Α/Κ έπασχαν από σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα και ο ένας απ’ αυτούς βρισκόταν υπό φαρμακευτική αγωγή, ικανή να μειώσει το βαθμό αντίληψής τους και την ταχύτητα αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, ε) επί του Α/Κ σκάφους δεν υπήρχε η αναγκαία κατά νόμο συσκευή VHF και η υποχρεωτική συσκευή παραγωγής ηχητικών σημάτων, στ) το Α/Κ ήταν απολύτως ασυντήρητο και σαθρό, ζ) η έλικα και ο ελικοφόρος άξονας του Α/Κ ήταν καλυμμένα με θαλάσσιους οργανισμούς (στρειδώνα), γεγονός που αποδεικνύει ότι για μεγάλο διάστημα το παμπάλαιο ναυπήγημα  παρέμενε παροπλισμένο σε ακινησία σε αγκυροβόλιο και δεν χρησιμοποιείτο για αλιεία, η) η επικίνδυνη μέθοδος του εξ αποστάσεως χειρισμού των χειριστηρίων της παμπάλαιας μηχανής του Α/Κ με τη μέθοδο του «καλαμιού» αποτελούσε παράνομη πρακτική, η οποία συνεπαγόταν σημαντική καθυστέρηση στην εκτέλεση χειρισμών (παραδοχή της εκκαλούμενης), θ) η συστηματική δέσμευση της λαγουδέρας του τιμονιού με σχοινί ομοίως συνεπαγόταν σημαντική καθυστέρηση στην εκτέλεση χειρισμών (παραδοχή εκκαλούμενης). Επί των αιτιάσεων αυτών πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν ενδιαφέρει κάθε παράλειψη ή πλημμέλεια σχετιζόμενη με το αλιευτικό, η οποία όμως δεν συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ναυτικό ατύχημα. Πέραν αυτού, εφόσον αποδείχθηκε ότι το ατύχημα προκλήθηκε κατά τη διασταυρούμενη πορεία των δύο πλοίων, πρωτίστως για τον επιμερισμό της ευθύνης των συγκρουσθέντων σκαφών τυγχάνουν εφαρμογής οι Διεθνείς Κανόνες Αποφυγής Συγκρούσεως Πλοίων, δηλαδή η συμπεριφορά που τήρησαν οι κυβερνήτες των δύο πλοίων κρίνεται βάσει των Κανόνων αυτών. Εν προκειμένω, κατά τα προαναφερθέντα προτεραιότητα είχε το εκ δεξιών ερχόμενο σε σχέση με την υδροφόρα, αλιευτικό. Πέραν τούτου, εξετάσθηκε κατά τα ανωτέρω και η βάσει των ίδιων ΔΚΑΣ ευθύνη του κυβερνήτη του αλιευτικού ως φυλασσόμενου πλοίου. Περαιτέρω, οι υπό στοιχεία η’ και θ’ αιτιάσεις αλυσιτελώς προβάλλονται, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, τους σχετικούς ισχυρισμούς και δέχθηκε ότι το αλιευτικό είχε δεμένη τη λαγουδέρα του και χρησιμοποίησε τη μέθοδο του «καλαμιού» στο χειριστήριό του, ενέργειες που επηρέασαν την ικανότητα του κυβερνήτη του σκάφους να χειρίσει αποτελεσματικά, αποφευκτικό ελιγμό λίγο πριν τη σύγκρουσή του με την υδροφόρα, οπότε η πλημμελής αυτή συμπεριφορά ελήφθη υπόψη για τον προσδιορισμό της συνυπαιτιότητας του κυβερνήτη του Α/Κ στην επέλευση του ένδικου ναυτικού ατυχήματος. Επίσης ως προς τον ισχυρισμό περί έλλειψης πιστοποίησης ναυτικής ικανότητας του κυβερνήτη του Α/Κ, …….. …….. αποδείχθηκε ότι η τυχόν έλλειψη τέτοιας πιστοποίησης δεν επηρέασε την ικανότητα του παραπάνω αλιέα ναυτικού να χειρίζεται αποτελεσματικά το σκάφος, το οποίο χρησιμοποιούσε ως επαγγελματίας αλιέας από το έτος 1980, χωρίς να προκύπτει ότι είχε εμπλακεί στο παρελθόν σε κάποιο ατύχημα, η δε παράβαση του Κανόνα 15 των ΔΚΑΣ βαρύνει τον δεύτερο εναγόμενο και όχι τον παραπάνω θανόντα αλιέα, ώστε να μπορεί να του καταλογισθεί έλλειψη γνώσης των Κανόνων του ΔΚΑΣ. Ομοίως, η επικαλούμενη ανυπαρξία συσκευής VHF και συσκευής παραγωγής ηχητικών σημάτων στο αλιευτικό σκάφος πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε, δεν επηρέασε την εξέλιξη του ένδικου ατυχήματος, καθώς όπως και οι ίδιοι οι εναγόμενοι παραδέχονται, υπήρξε διόπτευση του Α/Κ, ήδη σε απόσταση 2 ναυτικών μιλίων, μετά τη διέλευση της Υ/Φ από τις Λαγούσες νήσους και στη συνέχεια παρακολούθηση της πορείας του από τον εναγόμενο πλοίαρχο και τον πηδαλιούχο, οπότε η χρήση ηχητικού σήματος εκ μέρους του Α/Κ δεν ήταν αναγκαία για να απομακρυνθεί η Υ/Φ, ως όφειλε, από το Α/Κ. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι τα καρδιολογικά προβλήματα, τα οποία αντιμετώπιζαν οι θανόντες επηρέασαν την ικανότητα ιδίως του κυβερνήτη του Α/Κ να το χειριστεί κατάλληλα, η δε αμέλεια του τελευταίου συνίσταται στο ότι είχε θέσει το Α/Κ σε αυτόματη πλοήγηση και ασχολείτο μετά την ανάσυρση των διχτυών από τη θάλασσα με την αφαίρεση των αλιευμάτων από αυτά, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί τη διασταυρούμενη πορεία της Υ/Φ. Ούτε, εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο κυβερνήτης του Α/Κ, λόγω λήψης ειδικής φαρμακευτικής αγωγής, είχε μειωμένη ικανότητα αντίληψης και μειωμένα αντανακλαστικά σε εξωτερικά ερεθίσματα. Παρακάτω, η λήξη της Άδειας Εκτέλεσης Πλόων του Α/Κ στις 15.7.2016 και η μη ανανέωση αυτής κατά τον επίδικο χρόνο της 5.7.2017 δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το εισόδημα των θανόντων αλιέων από την πώληση των αλιευμάτων που έπιαναν με τα δίχτυά τους ήταν παράνομο, ώστε να μη δικαιούνται οι χήρες αυτών σε αποζημίωση για την απώλεια διατροφής από το εισόδημα αυτό, κάτι που άλλωστε και σαν ισχυρισμός δεν τυγχάνει νόμιμος όπως θα εκτεθεί παρακάτω, καθώς το πλοίο διέθετε άδεια αλιείας που είχε ανανεωθεί στις 24-12-2015 και ίσχυε μέχρι τις 31-12-2017. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι η βύθιση του Α/Κ μετά τη σύγκρουση οφειλόταν στην κακή του κατάσταση και ότι αυτό από την τελευταία του επιθεώρηση από τη λιμενική αρχή, τρία χρόνια πριν το ατύχημα είχε μετατραπεί σε ερείπιο, με την ξύλινη κατασκευή του να χαρακτηρίζεται σαθρή. Στην υπ’ αριθ. ………./10.10.2018 ένορκη βεβαίωσή του ο ανιψιός των θανόντων αλιέων, ………., επίσης αλιέας, καταθέτει εξ ιδίας γνώσεως ότι στις 9.5.2017, το αλιευτικό «Π» είχε τοποθετηθεί στο ναυπηγείο του …….. στην ………. Αίγινας για τις απαραίτητες συντηρήσεις που κάθε χρόνο πραγματοποιούσε και ότι ο ίδιος είδε να γίνονται σε αυτό εργασίες, καθώς παρίστατο στις εργασίες που γίνονταν στο ίδιο καρνάγιο στο σκάφος του πατέρα του. Ειδικότερα, καταθέτει ότι πρώτα έγινε καθαρισμός με ειδικό πιεστικό και με νεροβολή σε όλα τα εξωτερικά σημεία, στο κατάστρωμα, στη γάστρα, στον άξονα και στον έλικα και ότι μετά από 1-2 μέρες και αφού το σκάφος στέγνωσε, ο θείος του …….. …….. μαζί με έναν τεχνίτη έλεγξαν όλους τους αρμούς και έκαναν τα απαραίτητα στοκαρίσματα και καλαφατίσματα και μετά πέρασαν όλο το σκάφος με ειδική μπογιά θαλάσσης και με μοράβια, δύο χέρια, το δε σκάφος έκανε εργασίες συντήρησης για οκτώ μέρες και στις 17.5.2017 έπεσε στη θάλασσα. Τα ανωτέρω ενισχύονται από τις διαπιστώσεις του πραγματογνώμονα κατά την προανάκριση ……….., ο οποίος στην από Δεκεμβρίου 2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αναφέρει σχετικά με την κατάσταση, στην οποία βρέθηκε το Α/Κ μετά τη βύθισή του ότι «Από τον επισταμένο οπτικό έλεγχο των ψηφιακών οπτικών δίσκων της υποβρύχιας βιντεοσκόπησης του Α/Κ «Π» διαπιστώθηκε ότι το σκάφος ήταν βαμμένο, τα ύφαλά του ήταν καθαρά, όπως καθαρά ήταν τόσο τα πτερύγια της έλικας όσο και το πηδάλιο, γεγονός που αντανακλούσε καλή συντήρηση. Δηλαδή τεχνολογικά και λειτουργικά, απεικονίζεται σε καλή κατάσταση και είναι ανάλογα του χρόνου ναυπήγησης (1972) και της αναμενόμενης γήρανσης». Οι παραπάνω διαπιστώσεις του ως άνω διορισθέντος από την προανακριτική λιμενική αρχή πραγματογνώμονα στο σημείο αυτό σε συνδυασμό με την ως άνω ένορκη βεβαίωση του…….. και τις προσκομισθείσες από το ναυάγιο του σκάφους φωτογραφίες κρίνονται περισσότερο πειστικές από το πόρισμα του τεχνικού συμβούλου των εναγόμενων, ναυπηγού-μηχανολόγου μηχανικού ………. που υποστηρίζει στην από Αύγουστο 2018 τεχνική του έκθεση ότι τα μαδέρια και τα άλλα ξύλινα κατασκευαστικά στοιχεία του Α/Κ στο σημείο της πρόσκρουσης φαίνονται διαβρωμένα και ότι στο σκάφος δεν είχαν γίνει οι επιβεβλημένες εργασίες συντήρησης, κάτι που επαναλαμβάνει και στην υπ’ αριθ. …./8.11.2018 ένορκη βεβαίωσή του. Κατά τα λοιπά το αναφερόμενο από τον ίδιο γεγονός, όπως πράγματι φαίνεται και από τη σχετική από το ναυάγιο φωτογραφία ότι στον έλικα και στο πηδάλιο του Α/Κ διαπιστώθηκε στρειδώνα και άλλοι μικροοργανισμοί δεν οδηγεί σε κρίση ότι ο ξύλινος σκελετός του Α/Κ ήταν διαβρωμένος και ότι αυτή ήταν η αιτία που καταστράφηκε το κοράκι και τα ξύλινα κατασκευαστικά στοιχεία της πλώρης, καθώς και τα μαδέρια του πετσώματος της δεξιάς πλευράς του σκάφους, με αποτέλεσμα τη βύθισή του και όχι η δύναμη της πρόσκρουσης του Α/Κ πάνω στην Υ/Φ.

Πιο κάτω με τον πέμπτο λόγο έφεσής τους, οι εκκαλούντες-εναγόμενοι παραπονούνται ότι διέλαθε της προσοχής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η διευκρινιστική επισήμανση του δεύτερου εναγόμενου στις προτάσεις τους σύμφωνα με την οποία η αναφορά στην 3η σελίδα της απολογίας του προς το Λιμεναρχείο Αίγινας περί επιδεικνυόμενης πρόθεσης του Α/Κ να περάσει από την πρύμνη της Υ/Φ υπό γωνία 90ο δεν αφορούσε την αρχικά τηρούμενη από αυτό πορεία (η οποία όπως κατά κόρον γίνεται δεκτό στην εκκαλούμενη ήταν σχεδόν αντίθετη και παράλληλη προς την πορεία της Υ/Φ), αλλά την πορεία που αιφνιδίως έλαβε αυτό (Α/Κ) μετά από στρέψη προς τα δεξιά και αύξηση της ταχύτητάς του ελάχιστα, ίσως 5 λεπτά πριν τη σύγκρουση.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείποντας να λάβει υπόψη τον ισχυρισμό αυτό, εσφαλμένα θεώρησε ότι «…οι αρχικές πορείες αμφοτέρων των σκαφών ήταν αντίθετες και σχεδόν παράλληλες, υπό τη ρηθείσα προοπτική των εκ διαγωνίου και ασφαλούς διέλευσης υπό γωνία περίπου 90ο από την πρύμη της Υ/Φ και δη της Υ/Φ με φορά από ΒΑ προς ΝΝΔ του δε Α/Κ με φορά από ΝΔΔ προς ΒΑΑ, έτσι ώστε το κάθε σκάφος να βλέπει το άλλο από δεξιά του ήτοι «πράσινο-πράσινο» όπως υποστηρίζουν πειστικά οι εναγόμενοι», πλην όμως έτσι προκαλείται σύγχυση γιατί η επικαλούμενη από εκείνους «διαγώνια» πορεία σχηματίζει μεταξύ των συναντώμενων πλοίων γωνία μικρότερη της ορθής των 90ο. Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, καθώς από το σύνολο των προαναφερόμενων αποδείξεων δεν προέκυψε κατά τα ανωτέρω αντίθετη και διαγώνια πορεία των δύο πλοίων, αλλά διασταυρούμενη αυτών πορεία. Ομοίως αβάσιμος στην ουσία του τυγχάνει ο έκτος λόγος έφεσης, που θέτει ως δεδομένο τις μη αποδειχθείσες παραδοχές της εκκαλούμενης ότι τα δύο πλοία ακολούθησαν αντίθετη πορεία πριν από τη σύγκρουση, επιπλέον δε κατά τους εκκαλούντες-εναγόμενους έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το Α/Κ πραγματοποίησε αιφνίδια μεταβολή της πορείας του προς τα δεξιά με ταυτόχρονη αύξηση της ταχύτητάς του λίγο πριν τη σύγκρουση, προκαλώντας κίνδυνο σύγκρουσης, ακόμη δε ότι ο αποφευκτικός ελιγμός που αυτό έπρεπε να επιχειρήσει ήταν προς τα δεξιά, κάτι που ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι θα απέτρεπε τη σύγκρουση, ενώ κατά τα λοιπά επαναλαμβάνονται οι αιτιάσεις του τέταρτου λόγου έφεσης. Με τον έβδομο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες-εναγόμενοι στηρίζονται επίσης στις παραδοχές της εκκαλούμενης ότι τα δύο πλοία ήταν αντιπλέοντα και ότι πέντε λεπτά πριν την ένδικη σύγκρουση το Α/Κ άλλαξε απότομα την πορεία του προς τα δεξιά για να διασταυρωθεί με την Υ/Φ, αυξάνοντας ταυτόχρονα την ταχύτητά του στα 6 ναυτικά μίλια και παραπονούνται για την υπαιτιότητα που τους αποδίδεται από την εκκαλούμενη λόγω έλλειψης συστηματικής παρατήρησης του Α/Κ από τον πλοίαρχο της Υ/Φ, μη έγκαιρης μείωσης της ταχύτητας της Υ/Φ και μη έγκαιρης αλλαγής κατεύθυνσης αυτής. Οι αιτιάσεις αυτές τυγχάνουν ουσία αβάσιμες, καθώς βασίζονται στις παραπάνω παραδοχές της εκκαλούμενης περί αντιπλεόντων σκαφών που δεν αποδείχθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά αντιθέτως αυτό που αποδείχθηκε είναι ότι τα δύο σκάφη είχαν από την αρχή διασταυρούμενες πορείες, με φυλάσσον πλοίο την Υ/Φ και φυλασσόμενο το Α/Κ. Ιδίως σχετικά με την επικαλούμενη υπ’ αριθ. ……… γνωμοδότηση του ναυπηγού μηχανικού ……… που προσκόμισαν οι εκκαλούντες-εναγόμενοι, κατά την οποία η εγκατεστημένη συνολική ισχύς πρόωσης των 550 ίππων στο Δ/Ξ- Υ/Φ «ΑΙ» είναι ανεπαρκής για άμεση ανταπόκριση και ευελιξία σε ειδικές συνθήκες/απαιτήσεις και συγκεκριμένα σε έμφορτη κατάσταση, ότι η ελικτικότητα του πλοίου αναφορικά με την ελεγχόμενη αλλαγή πορείας και της ταχύτητάς του είναι πολύ περιορισμένη και ότι δεν μπορεί να αλλάξει γρήγορα η διεύθυνση της κινήσεώς του, όταν είναι επιθυμητό, ούτε να αυξηθεί ή να ελαττωθεί σε σύντομο χρόνο η ταχύτητά του, πρέπει να σημειωθεί ότι αναιρείται από τα παρασχεθέντα από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής στοιχεία του A.I.S. για το χρόνο αντίδρασης της υδροφόρας κατά το ένδικο ατύχημα. Συγκεκριμένα μέσα σε 31 δευτερόλεπτα (από ώρα 07:27.08 έως 07:27.39), η Υ/Φ πραγματοποίησε μεγάλη στροφή από τις 208ο στις 169ο, ενώ μέσα σε διάστημα 2 λεπτών και 40 δευτερολέπτων (από ώρα 7:27.08 έως 07:29.48) σχεδόν μηδένισε την ταχύτητά της από τα 7,2 ναυτικά μίλια στο 0,5 ναυτικό μίλι. Επομένως, η Υ/Φ είχε δυνατότητα αντίδρασης, ιδίως με αλλαγή πορείας της από τον εναγόμενο πλοίαρχο, αν ο τελευταίος αποφάσιζε να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση ακόμη κι ένα λεπτό πριν την επίδικη σύγκρουση. Στη συνέχεια με τον όγδοο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες-εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς τον επιμερισμό της ευθύνης για την πρόκληση του ένδικου ναυτικού ατυχήματος και ότι με βάση τα γεγονότα που εκείνο έκρινε αποδεδειγμένα, έπρεπε να αποδοθεί 100% η ευθύνη στον κυβερνήτη του Α/Κ, ή τουλάχιστον να αποδοθεί πολύ μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης σε αυτόν. Ότι βάσει των παραδοχών της εκκαλούμενης απόφασης τα δύο πλοία είχαν αρχικά αντίθετες και παράλληλες πορείες, τις οποίες αν είχαν τηρήσει θα αντιπαρέρχονταν το ένα το άλλο με ασφάλεια («πράσινο με πράσινο»), χωρίς την πρόκληση, ούτε καθ’ υπόνοιαν, κινδύνου συγκρούσεως και ότι ο κίνδυνος συγκρούσεως προκλήθηκε από την αιφνίδια και απροειδοποίητη μεταβολή της πορείας του Α/Κ προς τα δεξιά με παράλληλη αύξηση της ταχύτητάς του κατά παράβαση του Κανόνα 6 ΔΚΑΣ περί ασφαλούς ταχύτητας, του Κανόνα 7 ΔΚΑΣ περί κινδύνων συγκρούσεως, του Κανόνα 8 ΔΚΑΣ περί χειρισμών προς αποφυγή συγκρούσεως και του Κανόνα 14 περί αντίθετων πορειών. Ότι επίσης παραβιάσθηκε ο Κανόνας 5 ΔΚΑΣ γιατί το Α/Κ απέτυχε να αντιληφθεί την παρουσία της αντιπλέουσας στην ίδια θαλάσσια περιοχή Υ/Φ, με συνέπεια να μην επιδιώξει στη συνέχεια να ασκήσει συστηματική παρατήρηση για τη διαπίστωση της ύπαρξης ή μη κινδύνου συγκρούσεως με αυτή, όπως επέβαλε ο Κανόνας 7 ΔΚΑΣ, ο οποίος αναγκαστικά επίσης παραβιάσθηκε. Ότι εσφαλμένα αποδόθηκε στην Υ/Φ υπαιτιότητα για μη διαρκή και συστηματική παρατήρηση του Α/Κ, επειδή δεν χρησιμοποιήθηκε το (μη λειτουργούν κατά το συμβάν) ραντάρ και ότι δεν έγινε υποτύπωση των θέσεων του Α/Κ, κατά παράβαση του Κανόνα 7 ΔΚΑΣ ενώ και όσα στοιχεία είναι γνωστά για το ατύχημα προήλθαν από τους υπηρετούντες στο πλοίο πλοίαρχο και πηδαλιούχο ναύτη. Ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η Υ/Φ ήταν το φυλασσόμενο πλοίο και ότι παρέλειψε ν’ απομακρυνθεί από το φυλάσσον πλοίο κατά τον Κανόνα 17 (α) ΔΚΑΣ, πλην όμως το Α/Κ είχε αλλάξει την πορεία του 5 λεπτά πριν το ατύχημα, οπότε ο πλοίαρχος της Υ/Φ περίμενε αρχικά να γίνει από το Α/Κ διορθωτική κίνηση και όταν παρά τα ηχητικά μηνύματα που εξέπεμψε προς το Α/Κ, αυτό δεν ανταποκρίθηκε, η Υ/Φ επιχείρησε αποφευκτικό ελιγμό της τελευταίας στιγμής κατά τον Κανόνα 17 (β) ΔΚΑΣ, που όμως δεν μπορούσε να έχει αποτέλεσμα στα εναπομείναντα 2,5 λεπτά, λόγω του ογκώδους και υπέρβαρου ναυπηγήματος της Υ/Φ και των υπολειπόμενης ισχύος μηχανών της και ότι γι’ αυτό η προς τα αριστερά στροφή, τα τελευταία 2-2,5 λεπτά δεν μπόρεσε να έχει σημαντικά αποτελέσματα. Ότι κατά τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, ήταν το πταίσμα του Α/Κ που προηγήθηκε και προκάλεσε τον κίνδυνο σύγκρουσης και ότι ακόμη κι αν γινόταν δεκτό ότι υπήρξε πταίσμα εκ μέρους της Υ/Φ στον χειρισμό αποφυγής σύγκρουσης της τελευταίας στιγμής, τούτο είναι συγχωρητέο, λόγω του προηγηθέντος πταίσματος του άλλου πλοίου. Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει ουσία αβάσιμος, αφού στηρίζεται στη μη αποδεικνυόμενη εκδοχή ότι τα πλοία αρχικά ήταν αντιπλέοντα και ότι αίφνης πέντε λεπτά πριν το ατύχημα, το Α/Κ άλλαξε την πορεία του προς τα δεξιά της Υ/Φ, με αποτέλεσμα να προκαλέσει κίνδυνο σύγκρουσης, κάτι που ωστόσο δεν αποδείχθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου.

Με τον ένατο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες-εναγόμενοι  υποστηρίζουν ότι μη νόμιμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υποχρέωσε την πρώτη από αυτούς, πλοιοκτήτρια της υδροφόρας «ΑΙ» να καταβάλει στους εφεσίβλητους-εναγόμενους χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 235 επ. ΚΙΝΔ και 914 ΑΚ προκύπτει ότι επί συγκρούσεως πλοίων, η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση κανονίζεται ανάλογα με το βαθμό υπαιτιότητας του κάθε πλοίου και ότι εάν υφίσταται κοινή υπαιτιότητα, κάθε πλοίο ευθύνεται προς αποζημίωση ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας που το βαρύνει. Ότι εάν η σύγκρουση προκλήθηκε από υπαιτιότητα του ενός πλοίου, τότε ο πλοιοκτήτης αυτού είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει όλες τις ζημίες που προκλήθηκαν σε βάρος του άλλου πλοίου ή του φορτίου ή τρίτων προσώπων και ότι η ευθύνη του πλοιοκτήτη του υπαίτιου πλοίου προς αποζημίωση περιλαμβάνει κάθε θετική και αποθετική ζημία του αναίτιου πλοίου, ανεξαρτήτως εάν η υπαιτιότητα οφείλεται στον πλοίαρχο ή το πλήρωμα. Ότι εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 239 ΚΙΝΔ, η κατά τα άρθρα 235-238 ίδιου Κώδικα ευθύνη των πλοίων (επί συγκρούσεως αυτών) είναι ανεξάρτητη από την ευθύνη των υπαίτιων προσώπων προς τους ζημιωθέντες και τους πλοιοκτήτες. Ότι από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι η από τη σύγκρουση ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικώς από τα άρθρα 235 έως 239 ΚΙΝΔ και είναι ανεξάρτητη της ευθύνης του παραλλήλως πραγματικώς υπαίτιου προσώπου (όπως π.χ. του πλοίαρχου του πλοίου), το οποίο ευθύνεται κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες ο δράστης ευθύνεται σε αποζημίωση του ζημιωθέντος μόνο εάν συντρέχει πταίσμα αυτού, ήτοι εάν κατά την τέλεση της πράξης ευρίσκεται σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια). Ότι επομένως, επί συγκρούσεως πλοίων, τα μεν υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικώς κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις, ενώ η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικώς από τις ως άνω περί συγκρούσεως διατάξεις του ΚΙΝΔ και όχι από τις διατάξεις των άρθρων 84 εδ.β’ ΚΙΝΔ και 922 ΑΚ. Ότι εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 299 ΑΚ «για μη περιουσιακή ζημία οφείλεται χρηματική ικανοποίηση στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος». Ότι ως εκ τούτου, δεδομένου ότι στις ειδικές διατάξεις των άρθρων 235 έως 239 ΚΙΝΔ δεν προβλέπεται αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή/και της ψυχικής οδύνης των επιβαινόντων στα συγκρουσθέντα πλοία, ο πλοιοκτήτης υπαίτιου πλοίου για τη σύγκρουση με άλλο πλοίο δεν ενέχεται προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή και της ψυχικής οδύνης που τυχόν προκλήθηκε εκ της συγκρούσεως. Επί του παραπάνω λόγου εφέσεως λεκτέα τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 235, 236 ΚΙΝΔ και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων, που έγινε εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων και κρίνεται κατά το Ελληνικό δίκαιο (άρθρο 26 ΑΚ), αν δεν συντρέχει η εφαρμογή άλλου δικαίου, η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση εξαρτάται από το βαθμό της υπαιτιότητας του κάθε πλοίου. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 236 ΚΙΝΔ α) αν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα του ενός των πλοίων, οι εντεύθεν ζημίες βαρύνουν το υπαίτιο πλοίο β) αν υπάρχει κοινή υπαιτιότητα, κάθε πλοίο ευθύνεται προς αποζημίωση ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας που το βαρύνει και γ) αν δε μπορεί να καθοριστεί η αναλογία ή σε περίπτωση ισότητας υπαιτιότητας τότε η ευθύνη μερίζεται κατ` ίσα μέρη. Η διάταξη αυτή, αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής του συντρέχοντος πταίσματος, την οποία καθιερώνει το άρθρο 300 ΑΚ. Βάσει της εν λόγω διάταξης, ο δικαστής δεν αφήνεται ελεύθερος να καθορίσει κατά την κρίση του το ποσοστό της ευθύνης του ζημιωθέντος, αλλά οφείλει να επιμερίσει αυτήν ανάλογα με την βαρύτητα του πταίσματος του. Μόνο δε, αν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί ο λόγος των αμοιβαίων πταισμάτων η ευθύνη επιμερίζεται κατ` ίσα μέρη (ΑΠ 58/2003 ΕΝΔ 31.43, ΕΠ 573/2004 ΕΝΔ 32,204, ΕΠ 739/2000 ΕΝΔ 29.57). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 239 του ιδίου Κώδικα (ΚΙΝΔ), η κατά τα άρθρα 235-238 ευθύνη των πλοίων (επί συγκρούσεως αυτών) είναι ανεξάρτητη από την ευθύνη του παραλλήλως πραγματικώς πταίσαντος προσώπου (λ.χ. πλοιάρχου πλοίου), το οποίο ευθύνεται ατομικώς κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις. Δηλαδή, τα μεν υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικώς κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ, ενώ η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικώς από τις περί συγκρούσεως διατάξεις του ΚΙΝΔ, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 84 εδάφ. β` ΚΙΝΔ και 922 ΑΚ (ΕΠ 226/1995 Νομ. Ναυτ. Τμ. Εφ. Πειρ. 1994 – 1995 σ. 465, 807/1992 ΕΝΔ 21. 16, Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, υπό το άρθρο 236, σ. 625). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η υπαίτια σύγκρουση πλοίων αποτελεί ειδική μορφή αδικοπραξίας, ρυθμιζόμενη κυρίως από τις διατάξεις των άρθρων 236 επόμ. ΚΙΝΔ, και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επόμ. ΑΚ (ΕφΔωδ 201/1999 ΕΝΔ 27. 397, ΕΠ 1373/1984 ΕΝΔ 13. 285, 688/1982 ΕΝΔ 10.517). ΕφΠειρ 145/2014, 106/2014 στη Νόμος Κατά τη διάταξη του άρθρου 239 ΚΙΝΔ, η κατά τα προηγούμενα άρθρα ευθύνη των πλοίων είναι ανεξάρτητη από την ευθύνη των υπαίτιων προσώπων (π.χ του πλοιάρχου του πλοίου), τα οποία ευθύνονται ατομικώς, κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις. (ΕφΠειρ 106/2014, 615/2011, ΕφΠειρ 59/2010 δημ. στη Νόμος) και ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις ως άνω περί συγκρούσεως διατάξεις του ΚΙΝΔ και όχι από τις διατάξεις των άρθρων 84 εδ.β’ του ΚΙΝΔ και 922 ΑΚ. Ωστόσο, το αληθές νόημα της διατάξεως του άρθρου 239 του ΚΙΝΔ ότι «η κατά τα προηγούμενα άρθρα ευθύνη των πλοίων είναι ανεξάρτητος της  ευθύνης   των   υπαιτίων  προσώπων  προς  τους  ζημιωθέντας  και  τους πλοιοκτήτας» αναφέρεται στον λόγο ευθύνης του πλοιοκτήτη και όχι στο είδος της ζημίας που καλύπτει η ευθύνη αυτή, έτσι ώστε να μην μπορεί να συναχθεί ότι δεν καλύπτεται η μη περιουσιακή ζημία της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης κατά τη σχετική διάταξη του άρθρου 932 εδ.3 ΑΚ, που εφαρμόζεται συμπληρωματικά και στην ευθύνη του πλοιοκτήτη του υπαίτιου της σύγκρουσης πλοίου. Η διατύπωση του άρθρου 236 ΚΙΝΔ ότι  «Εάν η σύγκρουσις συνέβη υπαιτιότητι του ενός των πλοίων αι εντεύθεν ζημίαι  βαρύνουν το υπαίτιον πλοίον. Εν περιπτώσει κοινής υπαιτιότητος έκαστον πλοίον ευθύνεται  αναλόγως  του  βαθμού  της  βαρυνούσης  αυτό  υπαιτιότητος… Αι ζημίαι αι γενόμεναι είτε εις τα πλοία είτε εις τα φορτία είτε εις  τας  αποσκευάς  ή άλλα πράγματα των πληρωμάτων, επιβατών ή άλλων επιβαινόντων του πλοίου προσώπων, βαρύνουν τα υπαίτια πλοία κατά την ανωτέρω αναλογίαν» και αυτή του άρθρου 237 εδ. 1 ΚΙΝΔ ότι «τα  υπαίτια  πλοία  ενέχονται εις ολόκληρον δια τας ζημίας τας προξενηθείσας  ένεκα  θανάτου ή  βλάβης  του  σώματος ή της υγείας», δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα, καθώς δεν εξαιρεί τις μη περιουσιακές ζημίες όπως αυτές των συγγενών θανόντος σε σύγκρουση πλοίων που υφίστανται ψυχική οδύνη από τον θάνατο αυτό (βλ. Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, ΙΙΙ, έκδοση 2007, σελ. 294). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε στους ενάγοντες χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, λόγω του θανάτου των παραπάνω συγγενών τους που επέβαιναν στο Α/Κ «Π», το οποίο βυθίσθηκε κατόπιν της σύγκρουσής του με την Υ/Φ «ΑΙ» και σε βάρος της πρώτης εναγόμενης, ναυτικής εταιρίας, ως πλοιοκτήτριας της εν λόγω υδροφόρας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τα άρθρα 236 επ. του ΚΙΝΔ και όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον ένατο λόγο έφεσης των εκκαλούντων-εναγόμενων τυγχάνουν νόμω αβάσιμα.

Παρακάτω αποδεικνύεται, όπως άλλωστε τούτο δεν αμφισβητείται από τους εναγόμενους, ότι οι ενάγοντες στις δύο ένδικες αγωγές, συγγενείς των θανόντων αλιέων υπό τις διακρίσεις που γίνονται σε κάθε μία αγωγή, διατηρούσαν με εκείνους αμοιβαίους και στενούς προσωπικούς, οικογενειακούς και ψυχικούς δεσμούς στοργής και αγάπης. Τόσο οι ενάγοντες συγγενείς του . …….., ήτοι στην πρώτη αγωγή, η πρώτη ενάγουσα σύζυγος, οι δεύτερος και τρίτη ενάγοντες τέκνα, ο τέταρτος ενάγων αδελφός, όσο και οι ενάγοντες συγγενείς του …….. …….. στη δεύτερη αγωγή, ήτοι η πρώτη ενάγουσα σύζυγος, οι δεύτερος και πέμπτη ενάγοντες τέκνα, η τρίτη ενάγουσα νύφη, ο έκτος ενάγων γαμπρός, οι τέταρτη, έβδομος και όγδοος ενάγοντες εγγόνια και ο ένατος ενάγων αδελφός υπέστησαν από τον ξαφνικό και βίαιο θάνατό τους, βαρύ ψυχικό άλγος για την ανακούφιση του οποίου δικαιούνται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Τον ψυχικό πόνο τους δεν μειώνει το προβαλλόμενο με τον δέκατο λόγο έφεσης των εκκαλούντων-εναγόμενων, γεγονός ότι κατά τον χρόνο του θανάτου των δύο άτυχων αλιέων, μόνο οι σύζυγοι τους συμβίωναν με αυτούς, ενώ τα παιδιά τους είχαν δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις προπεριγραφείσες συνθήκες θανάτου των δύο αλιέων, τον βαθμό υπαιτιότητας του δεύτερου εναγόμενου πλοιάρχου της Υ/Φ, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης, τη συνυπαιτιότητα των θανόντων στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και εν συνεχεία στο θανατηφόρο επελθόν αποτέλεσμα, την ηλικία καθενός από αυτούς (71 ετών ο …….. …….., 74 ετών ο …….. ……..), οι οποίοι βρίσκονταν στη δύση της ζωής τους, τη σε γενικές γραμμές καλή κατάσταση της υγείας αμφοτέρων των αδελφών-θανόντων κατά τον χρόνο του ατυχήματος (τα καρδιολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν στις εκθέσεις νεκροψίας κρίνονται συμβατά με τις ηλικίες τους, χωρίς να προκύπτουν άλλα προβλήματα υγείας κατά τα ισχυριζόμενα στον δέκατο λόγο έφεσης των εναγόμενων), τον βαθμό συγγένειας των εναγόντων εκάστης αγωγής με τον αντίστοιχο θανόντα και τον εντεύθεν βαθμό ευαισθησίας τους, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων (η υδροφόρα «ΑΙ» πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης είναι μεν βαρύ χαλύβδινο ναυπήγημα κατασκευής του έτους 1957 κι ως εκ τούτου μειωμένης αξίας, πλην όμως η επιχείρηση μεταφοράς νερού με πλοία-υδροφόρες στην Αίγινα είναι προσοδοφόρα καθώς σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες από 11.7.2017 δημοσίευση στην ιστοσελίδα efsyn.gr η μεταφορά νερού στο νησί με διάφορες υδροφόρες στοίχιζε ετησίως 4.000.000 ευρώ, ο δε δεύτερος εναγόμενος πλοίαρχος, συνδεόμενος με σύμβαση ναυτολόγησης πλοιάρχου με την πρώτη εναγόμενη τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια, συντηρεί σύζυγο και ενήλικη άνεργη κόρη, πλην όμως λαμβάνει τον υψηλότερο σε σχέση με τους άλλους ναυτικούς μισθό του πλοιάρχου), αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κρίνει ότι η αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να επιδικασθεί ως εξής: Ι) Ως προς τους δικαιούχους ενάγοντες στην πρώτη αγωγή και συγγενείς του θανόντος ……..: 1) στην πρώτη ενάγουσα εν ζωή σύζυγό του το ποσό των 35.000 ευρώ, 2) σε έκαστο των δεύτερου και τρίτης των εναγόντων, εν ζωή τέκνων του το ποσό των 30.000 ευρώ, 3) στον τέταρτο ενάγοντα εν ζωή αδελφό του το ποσό των 12.000 ευρώ και ΙΙ) Ως προς τους δικαιούχους ενάγοντες στην δεύτερη αγωγή και συγγενείς του θανόντος …….. ……..: 1) στην πρώτη ενάγουσα εν ζωή σύζυγό του το ποσό των 35.000 ευρώ, 2) σε έκαστο εκ των δεύτερου και πέμπτης των εναγόντων εν ζωή τέκνων του το ποσό των 30.000 ευρώ, 3) σε έκαστο εκ των τρίτης και έκτου των εναγόντων εν ζωή νύφης και γαμπρού του, το ποσό των 6.000 ευρώ, 4) σε έκαστο εκ των τέταρτης, έβδομου και όγδοου των εναγόντων εν ζωή εγγονών του, το ποσό των 8.000 ευρώ και 5) στον ένατο ενάγοντα εν ζωή αδελφό του, το ποσό των 12.000 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά κρίνονται εύλογα κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, ήτοι ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κριθείσας υπόθεσης και πρόσφορα να αποκαταστήσουν την ψυχική οδύνη των παραπάνω εναγόντων από τον αιφνίδιο θάνατο των ανωτέρω συγγενών τους, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος και 2, 9 παρ.2 και 10 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α.), όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, απορριπτομένου του δέκατου λόγου έφεσης των εκκαλούντων-εναγομένων που παραπονούνται για την επιδίκαση των ίδιων ως άνω ποσών από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς τα ποσά αυτά κρίνονται εύλογα και δίκαια. Για τον ίδιο λόγο, απορριπτέα τυγχάνουν τα όσα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες-ενάγοντες ότι έπρεπε να τους επιδικασθούν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά και δη από 250.000 ευρώ για τις συζύγους των θανόντων, 250.000 ευρώ για κάθε ενήλικο τέκνο τους, 40.000 ευρώ για τον γαμπρό και τη νύφη, 60.000 ευρώ για κάθε εγγόνι και από 60.000 ευρώ για κάθε θανόντα για τον ενάγοντα αδελφό, επικαλούμενοι δικαστικές αποφάσεις που επιδίκασαν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε συγγενείς θανόντων, που όμως η πλειονότητα τους αναφέρονται σε ατυχήματα που συνέβησαν πριν την οικονομική κρίση που ενέσκηψε στη χώρα το έτος 2010 και μετά, όπως τούτο συνιστά πασίδηλο γεγονός και η οποία μείωσε δραματικά τα εισοδήματα και τις οικονομικές δυνάμεις επιχειρήσεων και εργαζομένων, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται και η ικανότητα των εμπλεκομένων σε ατύχημα να καταβάλουν πλέον τόσο μεγάλα χρηματικά ποσά, ενώ σημαντική παράμετρο στον υπολογισμό των σχετικών ποσών συνιστά ο βαθμός συνυπαιτιότητας των θανόντων κατά τα ανωτέρω. Επίσης, οι παραπάνω αποβιώσαντες αδελφοί ήταν επαγγελματίες αλιείς και αλιεύοντας από κοινού επί πολλά έτη, αποκέρδαιναν κατά μέσο όρο μηνιαίως σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας το ποσό των 1.200 ευρώ εκ των οποίων το 1/3 δηλαδή ποσό 400 ευρώ λάμβανε ο …….. …….. και τα υπόλοιπα 2/3 δηλαδή ποσό 800 ευρώ λάμβανε ο …….. …….. στον οποίο ανήκε και το ανωτέρω αλιευτικό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και των διδαγμάτων της κοινής πείρας υπολογίζοντας σε μεγαλύτερα ποσά το εισόδημα των δύο αλιέων. Τούτο καθώς πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα στοιχεία που επικαλούνται οι εκκαλούντες-εναγόμενοι με τον ενδέκατο λόγο έφεσης και δη ότι οι απασχολούμενοι με την αλιεία, ακόμη και σε επαγγελματική βάση, δεν αλιεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, αλλά κυρίως τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες και ότι κατά τους χειμερινούς μήνες η διενέργεια της αλιείας περιορίζεται δραματικά αφενός μεν λόγω των κακών καιρικών συνθηκών που απαγορεύουν ή δυσχεραίνουν κατά πολύ την εκτέλεση τέτοιων εργασιών και αφετέρου λόγω του μειωμένου αγοραστικού ενδιαφέροντος, καθώς ο πληθυσμός της Αίγινας περιορίζεται μόνο στους μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι προφανώς δεν έχουν τις αυξημένες ανάγκες που παρουσιάζονται κατά τη θερινή τουριστική περίοδο. Επιπλέον, οι αλιείς, ανάλογα με τους ετήσιους κύκλους της σελήνης, στο διάστημα λίγο πριν και μετά την πανσέληνο δεν εκτελούν αλιευτικές εργασίες. Λόγω δε της προαναφερόμενης ηλικίας τους και της σχετικά καλής κατάστασης της υγείας τους, οι …….. και …….. …….. θα συνέχιζαν, μετά πιθανότητας, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να ασκούν την ίδια εργασία, αποκερδαίνοντας τουλάχιστον το ίδιο ποσό μέχρι και την 5.7.2022 (πέντε έτη μετά το ατύχημα), χωρίς να προκύπτει ότι τα καρδιολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι εν λόγω αλιείς (αθηρωματοσκληρυντικές αλλοιώσεις και στένωση του αυλού κατά 50% κατά τις εκθέσεις νεκροψίας) ήταν σοβαρά και ότι θα οδηγούσαν στον θάνατό τους πριν την παρέλευση πενταετίας από το ένδικο ατύχημα ή ότι θα τους εμπόδιζαν να ασκήσουν το επάγγελμα του αλιέα κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, όπως υποστηρίζουν οι εκκαλούντες-εναγόμενοι με τον ενδέκατο λόγο έφεσης. Επιπλέον, ο …….. …….. λάμβανε μηνιαίως το ποσό των 450 ευρώ λόγω σύνταξης, ως συνταξιούχος του ΟΓΑ-ΕΦΚΑ, ενώ δεν αποδείχθηκε και το πρωτοδίκως απορριφθέν επιμέρους κονδύλιο των 500 ευρώ, το οποίο υποστήριξε η ενάγουσα σύζυγός του ότι αυτός λάμβανε μηνιαίως από ενοικίαση του μεριδίου του σε καϊκι που είχε κατά το ήμισυ με τον έτερο αδελφό του, ……….. Επομένως, ο μεν …….. …….. είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του μηνιαίο εισόδημα ανερχόμενο κατά μέσο όρο στο συνολικό ποσό των 850 ευρώ και όχι των 1.450 ευρώ, όπως προφανώς από εσφαλμένο υπολογισμό διέλαβε η εκκαλούμενη απόφαση, ο δε …….. …….. είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του μηνιαίο εισόδημα ανερχόμενο κατά μέσο όρο στο ποσό των 800 ευρώ. Αντίθετα, οι ενάγουσες σύζυγοί του δεν εργάζονταν, ασχολούμενες αποκλειστικά με τις οικιακές φροντίδες, οι οποίες αποτιμώνται στο ποσό των 200 ευρώ το μήνα. Έκαστος των θανόντων αλιέων μοιραζόταν με την προαναφερόμενη σύζυγό του την ίδια οικογενειακή στέγη, χωρίς προβλήματα, παρέχοντας ο ένας στον άλλον τις προσωπικές του υπηρεσίες και φροντίδες. Βάσει των ανωτέρω παραδοχών, μετά τον αιφνίδιο θάνατό τους τόσο η σύζυγος του ………, όσο και η σύζυγος του …….. στερήθηκαν τη μηνιαία διατροφή που θα συνεισέφερε ο καθένας τους, λόγω των υπέρτερων εισοδημάτων του, προς τη σύζυγό του για την κάλυψη και των δικών της αναγκών, την οποία (διατροφή) θα εξακολουθούσε να προσφέρει έκαστος των θανόντων αλιέων, αν δεν μεσολαβούσε ο θάνατός του, για ακόμα πέντε έτη- δεδομένης της ηλικίας των 74 ετών του …….. …….. και των 71 ετών του……..- αποτιμώμενη μηνιαίως στο ποσό των 400 ευρώ για τη σύζυγο του …….. …….. και στο ποσό των 425 ευρώ για τη σύζυγο του . ……… Επομένως, συνολικά για το ως άνω χρονικό διάστημα των πέντε ετών, η ενάγουσα …….. ., …. θα στερηθεί για την παραπάνω αιτία το ποσό των (400 ευρώ x 12 μήνες x 5 έτη=) 24.000 ευρώ, η δε ενάγουσα ……….. το ποσό των (425 ευρώ x 12 μήνες x 5 έτη=) 25.500 ευρώ. Τα ποσά όμως που οι ενάγουσες χήρες των δύο αλιέων δικαιούνται να ζητήσουν από τους εναγόμενους, εξαιτίας της ρηθείσας συνυπαιτιότητας των αλιέων συζύγων τους στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και στην επέλευση του θανάτου τους, μειώνονται αναλόγως και η μεν ενάγουσα ………….δικαιούται να της επιδικασθεί το ποσό των [24.000- (24.000 ευρώ x 30%=) 7.200 ευρώ=] 16.800 ευρώ, η δε ενάγουσα ………. …….. δικαιούται να της επιδικασθεί το ποσό των [25.500- (25.500 x 30%=) 7.650 ευρώ=] 17.850 ευρώ. Καθένα απ’ τα ποσά αυτά θα πρέπει να καταβληθεί εφάπαξ στην κάθε μία ενάγουσα σύζυγο και όχι δια περιοδικών καταβολών, καθώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου, με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντά τους (βλ. ΑΠ 2017/2014, 625/2010 στην ΤΝΠ Νόμος), λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας της κάθε μίας- η . ……..- . ήταν 66 ετών, η δε ………. 68 ετών κατά τον χρόνο του ένδικου ναυτικού ατυχήματος- της έλλειψης ατομικών εισοδημάτων και των εντεύθεν σημαντικών δυσχερειών καθημερινής διαβίωσής τους, που συνεπάγεται ο αδόκητος και αιφνίδιος θάνατος των συζύγων τους. Περαιτέρω, με τον ενδέκατο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες-εναγόμενοι υποστηρίζουν εκτός των άλλων και ότι δεν αποδείχθηκε η ιδιότητα των θανόντων ως επαγγελματιών αλιέων, καθώς αποδείχθηκε ότι κανείς τους δεν ήταν εφοδιασμένος με ατομική επαγγελματική άδεια αλιείας σε ισχύ. Ότι επιπλέον μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για να εφοδιασθεί κάποιος με τέτοια άδεια είναι και η μη συνδρομή στο πρόσωπό του της ιδιότητας του συνταξιούχου, την οποία όμως δέχθηκε η εκκαλούμενη στο πρόσωπο του . ……… Ότι συνεπώς δεν υφίστατο νόμιμο εισόδημα από την άσκηση της επαγγελματικής αλιείας από τους δύο θανόντες αλιείς και συνακόλουθα μη νόμιμα ζητούν οι χήρες αυτών αποζημίωση για στέρηση διατροφής από παράνομο εισόδημα. Επ’ αυτού, σημειώνεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 928 εδ.2 ΑΚ ότι σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, ο υπόχρεος έχει μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να αποζημιώσει εκείνον που κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών έχει την έννοια ότι τέτοιο δικαίωμα μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση που ο θανών συνεισέφερε όσο ζούσε π.χ. στη διατροφή του συζύγου του, ασκώντας επάγγελμα για το οποίο απαιτείτο διοικητική άδεια, την οποία εκείνος δεν διέθετε, εκτός αν η άδεια αυτή συνδέεται με την ύπαρξη ουσιαστικών προσόντων (π.χ. η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος), η έλλειψη των οποίων, μόνο σε μια τέτοια περίπτωση, καθιστά παράνομη την παροχή των σχετικών υπηρεσιών ή ανήθικη, δηλαδή σε παραβίαση νόμιμης απαγόρευσης, που αφορά αυτή την ίδια τη δραστηριότητα από την οποία προέρχεται ο πορισμός του εισοδήματος (βλ. Ολ.ΑΠ 3/2004 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1155/2007 ΕλΔ 49, σελ. 1366, ΑΠ 1859/2005 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1564/2004 ΕλΔ 46, σελ. 736, πρβλ. ΕφΔωδ 114/2012 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου η ανάληψη οποιασδήποτε εργασίας συνταξιούχου ορισμένου ασφαλιστικού Οργανισμού, χωρίς την έγκριση αυτού, αφορά τις σχέσεις του ασφαλισμένου του με τον παραπάνω Οργανισμό και δεν καθιστούν παράνομη την εργασία που προσφέρει ο συνταξιούχος, ούτε το γεγονός αυτό επηρεάζει το δικαίωμα του ή των δικαιούχων κατ’ άρθρο 928 εδ.2 ΑΚ προς αποζημίωση, αξίωση που δεν συνδέεται με την απαίτηση ασφαλιστικών παροχών (πρβλ. ΕφΠατρ 1076/2008, ΑχαΝομ 2009, σελ. 689, Κρητικός: Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, παρ. 661 επ.). Επομένως, νομίμως οι χήρες των δύο θανόντων αλιέων αιτούνται την επιδίκαση σε αυτές αποζημίωσης για στέρηση διατροφής, έστω κι αν οι δύο αλιείς δεν ήταν εφοδιασμένοι με ατομική επαγγελματική άδεια αλιείας και ο ένας εξ αυτών ήταν συνταξιούχος, καθόσον αποδεικνύεται ότι εκείνοι αλίευαν σε επαγγελματική βάση, λαμβάνοντας τα αντίστοιχα εισοδήματα, απορριπτομένων ως νόμω αβάσιμων των παραπάνω αιτιάσεων των εκκαλούντων-εναγόμενων. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η πέμπτη ενάγουσα στην ένδικη δεύτερη αγωγή, …….. …….. τυγχάνει νόμιμη εκ της από 15.5.2016 ιδιόγραφης διαθήκης του θανόντος πατέρα της, …….. …….. κληρονόμος του ως προς το βυθισθέν αλιευτικό σκάφος, όπως τη διαθήκη αυτή δημοσίευσε η Ειρηνοδίκης Αίγινας στις 27.4.2018 και την κληρονομία αποδέχθηκε η παραπάνω ενάγουσα με την από 10.7.2018 Πράξη αποδοχής κληρονομιάς (εκ διαθήκης) της Συμβ/φου Αίγινας ………… και ως εκ τούτου σε αυτήν θα περιερχόταν αιτία κληρονομιάς το εν λόγω αλιευτικό σκάφος «Π», αν δεν μεσολαβούσε η ένδικη σύγκρουση και η συνεπεία αυτής βύθιση και απώλειά του. Έτσι, η πέμπτη ενάγουσα και ήδη Α5 εκκαλούσα στην από 2.9.2019 έφεση των εναγόντων κατέστη άμεση διάδοχος του κληρονομούμενου πατέρα της στην συνεπεία ολοκληρωτικής καταστροφής του σκάφους γεννηθείσα σχετική (υποκατάστατη) αξίωση αποζημίωσης κατά των εναγόμενων [πρβλ. ΟλΑΠ 12/1998, ΕλλΔνη 39 (1998), σελ. 77, ΑΠ 574/2010 στην ΤΝΠ Νόμος και Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 2014, σελ. 510, παρ.156]. Κατά το χρόνο του ατυχήματος, η αγοραία αξία του αλιευτικού σκάφους, που κατά τα προεκτεθέντα ήταν ξύλινης κατασκευής, τύπου τρεχαντήρι, κοχ 4,567, μήκους 9,30 μέτρων, πλάτους 3,30 μέτρων, κατά το αναγκαίο μέτρο για τις μετακινήσεις του συντηρημένο και κατασκευασθέν το έτος 1972, δηλαδή παλαιότητας 45 ετών, με πετρελαιοκίνητη μηχανή μάρκας Perkins LD 81U431914U, υπολογίζεται από τη συγκριτική επισκόπηση του περιοδικού και ηλεκτρονικού τύπου (σημειωτέον ότι προσκομίζονται συγκριτικά στοιχεία από 12 έως και 15 μήνες μετά το ατύχημα, το οποίο συνέβη υπό χειρότερες για τη χώρα οικονομικές συνθήκες και αντίστοιχα για τη ζήτηση αλιευτικών σκαφών και του εξοπλισμού τους) σχετικά με την πώληση και αγορά μεταχειρισμένων σκαφών αντίστοιχου τύπου, παλαιότητας και εξοπλισμού, στο ποσό των 20.000 ευρώ ως σκαρί, πλέον ποσού 5.000 ευρώ, στο οποίο αντιστοιχεί η αξία των ήδη κατά τον χρόνο της απώλειας, φθαρέντων και σε σημαντικό βαθμό οξειδωμένων βάσει του προσκομισθέντος μετ’ επικλήσεως σχετικού φωτογραφικού υλικού, εξαρτημάτων και αλιευτικών εργαλείων του, ήτοι της ανωτέρω μηχανής, τεσσάρων ανοξείδωτων βιντσιών με καρούλες στο κατάστρωμα και ενός ανοξείδωτου βιντσιού στην πλώρη αριστερά, διχτυών, βυθομέτρου, στροφόμετρου, άξονα, έλικα, προβολέων, λοιπών ηλεκτρικών οργάνων, που θα μπορούσαν να πωληθούν χωριστά στην κατάσταση που βρίσκονταν κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο. Ομοίως κρίνοντας ως προς την αξία του σκαριού του αλιευτικού και των εξαρτημάτων και αλιευτικών του εργαλείων κατά τον χρόνο του ένδικου συμβάντος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν σχετικά με το θέμα αυτό οι εκκαλούντες-ενάγοντες κρίνονται ουσία αβάσιμα. Παρακάτω, όμως, ως προς την αποκαταστατέα ζημία της πέμπτης ενάγουσας, λαμβανομένου υπόψη ότι το παρόν Δικαστήριο δέχεται ότι η συνυπαιτιότητα του κυβερνήτη του Α/Κ στη βύθισή του λόγω της σύγκρουσής του με την Υ/Φ «ΑΙ» ανέρχεται στο μικρότερο ποσοστό του 15%, κατά τον βάσιμο περί υπαιτιότητας της Υ/Φ λόγο έφεσης των εκκαλούντων-εναγόντων υπό στοιχεία 1γ.γ σχετικά με τις πορείες των σκαφών πριν την ένδικη σύγκρουση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανωτέρω ενάγουσα δικαιούται το μειωμένο κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του πατρός της στην επέλευση της επίμαχης σύγκρουσης ποσό των [25.000 ευρώ – (25.000 x 15%=) 3.750 ευρώ=] 21.250 ευρώ. Επιδικάζοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εν λόγω πέμπτη ενάγουσα το μικρότερο ποσό των 17.500 ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης των εκκαλούντων-εναγόντων, αυτοί παραπονούνται γιατί η εκκαλούμενη απόφαση, αν και αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος, πλοίαρχος της Υ/Φ δεν έχει κανένα περιουσιακό στοιχείο, όντας παντελώς αφερέγγυος, εντούτοις δέχθηκε εσφαλμένα ότι δήθεν δεν αποδείχθηκε η αφερεγγυότητά του και έτσι απέρριψε το αίτημά τους για απαγγελία σε βάρος του προσωπικής κράτησης ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης. Ο λόγος αυτός έφεσης, κατά το μέρος που αναφέρεται στις καταψηφιστικές διατάξεις της παρούσας και δη σε αυτές που αφορούν σε ποσά από 30.000 ευρώ και άνω, απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του, δεδομένου ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ήδη κατά τον χρόνο συζήτησης των υπό κρίση εφέσεων, ήταν πολύ κοντά στη συμπλήρωση του ηλικιακού ορίου των 65 ετών. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1048 ΚΠολΔ «Προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται…γ) κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους…», ενώ κατ’ άρθρο 1052 «Ο κρατούμενος απολύεται…δ) αν ο κρατούμενος συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του…». Εν προκειμένω, ο δεύτερος εναγόμενος, όπως ανέφερε στον δέκατο λόγο έφεσής του που αφορά στην σε βάρος του και υπέρ των αντιδίκων του επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, βρισκόταν στο 64ο έτος ηλικίας του κατά τη σύνταξη της εφέσεως, από την δε προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες-εφεσίβλητους-ενάγοντες από 24.5.2018 έκθεση εγχειρήσεως έγγραφων εξηγήσεων του ίδιου, προκύπτει ότι αυτός έχει γεννηθεί στις 18.1.1955 και άρα συμπληρώνει το 65ο έτος ηλικίας του στις 18.1.2020, η δε έφεση των αντιδίκων του που περιέχει το παράπονο για τη μη απαγγελία της προσωπικής του κράτησης συζητήθηκε στις 21.11.2019 και ο φάκελος της ένδικης υπόθεσης έκλεισε με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων στις 26.11.2019. Δεδομένου του πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μέχρι να συμπληρώσει ο παραπάνω εφεσίβλητος-εναγόμενος το 65ο έτος της ηλικίας του, οπότε εκ του νόμου εξαιρείται της προσωπικής κράτησης, κρίνεται ότι η τυχόν από το παρόν Δικαστήριο απαγγελία σε βάρος του προσωπικής κράτησης δεν θα αποτελέσει πρόσφορο μέσο για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης.

Ενόψει των ανωτέρω, γενομένων δεκτών όσων λόγων από τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις κρίθηκαν βάσιμοι και της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος που προέβαλαν οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι πρωτοδίκως και επανέφεραν παραδεκτά και στον δεύτερο βαθμό, πρέπει να εξαφανισθεί και μάλιστα για το ενιαίο της εκτελέσεως, στο σύνολό της η εκκαλούμενη απόφαση, ακολούθως δε να συνεκδικασθούν α) η από 19.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2018 αγωγή και β) η από 19.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης …………./2018 αγωγή. Ως προς την υπό στοιχείο α’ αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν: 1) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 35.000 ευρώ, 2) σε έκαστο των δεύτερου και τρίτης των εναγόντων, το ποσό των 30.000 ευρώ και 3) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 12.000 ευρώ, όλα δε τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος οφείλουν να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 17.850 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ακόμη μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων-εφεσίβλητων-εναγόντων πρέπει να επιβληθούν και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος των εφεσίβλητων-εκκαλούντων-εναγόμενων, ανάλογα με την έκταση της νίκης των πρώτων έναντι των τελευταίων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 178 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, ως προς την υπό στοιχείο β’ αγωγή, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν: 1) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 35.000 ευρώ, 2) σε έκαστο των δεύτερου και πέμπτης των εναγόντων ατομικά το ποσό των 30.000 ευρώ, 3) σε έκαστο των τρίτης και έκτου των εναγόντων ατομικά το ποσό των 6.000 ευρώ, 4) στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων ως ασκούντων τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους, ….., το ποσό των 8.000 ευρώ, 5) στους πέμπτο και έκτο των εναγόντων ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους ……. και ………, το συνολικό ποσό των 16.000 ευρώ επιμεριζόμενο σε 8.000 ευρώ για έκαστο των ανήλικων τέκνων τους και 6) στον ένατο ενάγοντα, το ποσό των 12.000 ευρώ, όλα δε τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος οφείλουν να καταβάλουν στην μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των 16.800 ευρώ, στην δε πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 21.250 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων-εφεσίβλητων-εναγόντων πρέπει να επιβληθούν και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος των εφεσίβλητων-εκκαλούντων-εναγόμενων, ανάλογα με την έκταση της νίκης των πρώτων έναντι των τελευταίων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 178 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, δεδομένου ότι οι συνεκδικασθείσες εφέσεις έγιναν εν μέρει δεκτές, πρέπει διαταχθεί η επιστροφή των παραβόλων που κατατέθηκαν για το παραδεκτό των παραπάνω ενδίκων μέσων, στους εκκαλούντες σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 2.9.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) έφεση και την από 2.9.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. ……./2019) έφεση, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν αυτές.

Εξαφανίζει την 2266/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και συνεκδικάζει την από 19.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2018 αγωγή και την από 19.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./2018 αγωγή.

Δικάζοντας επί της από 19.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2018 αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους ευθυνόμενους εις ολόκληρον τον καθένα να καταβάλουν: 1) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ευρώ, 2) σε έκαστο των δεύτερου και τρίτης των εναγόντων, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και 3) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ, όλα δε τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος οφείλουν να καταβάλουν επί πλέον στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα (17.850) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση

Επιβάλλει στους εκκαλούντες-εφεσίβλητους-εναγόμενους μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων-εφεσίβλητων-εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας για την παραπάνω αγωγή και τις συνεκδικασθείσες εφέσεις και ορίζει αυτά στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Δικάζοντας επί της από 19.7.2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2018 αγωγής.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους ευθυνόμενους εις ολόκληρον έκαστο να καταβάλουν: 1) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ευρώ, 2) σε έκαστο των δεύτερου και πέμπτης των εναγόντων ατομικά το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, 3) σε έκαστο των τρίτης και έκτου των εναγόντων ατομικά το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, 4) στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων ως ασκούντων τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους,……………., το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, 5) στους πέμπτο και έκτο των εναγόντων ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους …………. και…………………, το συνολικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων (16.000) ευρώ επιμεριζόμενο σε οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ για έκαστο των ανήλικων τέκνων τους και 6) στον ένατο ενάγοντα, το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ, όλα δε τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος οφείλουν να καταβάλουν επί πλέον στην μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων οκτακοσίων (16.800) ευρώ, στην δε πέμπτη ενάγουσα το ποσό των είκοσι μίας χιλιάδων διακοσίων πενήντα (21.250) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες-εφεσίβλητους-εναγόμενους μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων-εφεσίβλητων-εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας για την αγωγή και για τις συνεκδικασθείσες εφέσεις και ορίζει αυτά στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων (4.200) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες της κάθε μίας εφέσεως των κατατεθέντων για τις εφέσεις τους παραβόλων και δη για τη μεν έφεση των εκκαλούντων-εναγόμενων του με κωδικό ……….. e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, για τη δε έφεση των εκκαλούντων-εναγόντων του με κωδικό ………..   e- παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 11η Μαρτίου 2020   και δημοσιεύθηκε στις    26 Μαΐου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ