Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 415/2020

Αριθμός     415/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  E.T..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Με την από 24-9-2018 (αρ. καταθ. ………/2018) κλήση της εφεσίβλητης-ενάγουσας νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας σύνθεση, ήτοι τη Δικαστή που μετείχε στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού που εξέδωσε την κατωτέρω αναφερόμενη υπ΄ αρ. 568/2017 απόφαση), η από 23-11-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση του καθ΄ ου η κλήση-εκκαλούντος-εναγομένου κατά της υπ΄ αρ. 3534/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) και κατ΄ αυτής (καλούσας) μετά την έκδοση της υπ΄ αρ. 568/2017 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, αναβλήθηκε κατά τα λοιπά η έκδοση οριστικής αποφάσεως και διατάχθηκε η επανάληψη της ενώπιόν του συζητήσεως της υποθέσεως προκειμένου να διενεργηθεί προηγουμένως πραγματογνωμοσύνη, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (απόφαση).

Η επαναλαμβανόμενη, κατ΄ άρθρο 254 του ΚΠολΔ, συζήτηση θεωρείται, συνέχεια της προηγουμένης και όχι νέα συζήτηση. Συνεπώς, δεν απαιτείται στη νέα συζήτηση η εκ νέου κατάθεση ιδιαίτερων έγγραφων προτάσεων, αλλά αρκούν και ισχύουν οι έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, επιτρεπομένης βέβαια της συμπλήρωσης αυτών, ενώ ο διάδικος που δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παρασταθεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, χωρίς να χρειάζεται κατάθεση νέων προτάσεων (πρβλ. ΕφΑθ 718/2018, ΕφΠειρ 488/2016, ΕφΠειρ 639/2015, ΕφΠειρ 516/2015, ΕφΛαρ 459/2015, ΕφΠειρ 726/2014, ΕφΠειρ 275/2014, ΕφΛαρ 502/2013,ΕφΑθ 720/2012, ΕφΑθ 313/2012, ΕφΘεσ 151/2012, ΕφΑθ 3334/2011, ΕφΔυτΜακ 88/2011, ΕφΑθ 961/2009, ΕφΘεσ 2976/2005). Εξάλλου κατόπιν τούτων όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις του της προηγούμενης συζητήσεως (κατά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη) θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επανάληψή της. Συνεπώς, η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση. Πρόκειται δηλαδή για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια, που αποτελούν ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο (ΕφΠειρ 230/2016). Στην προκειμένη περίπτωση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 19-9-2019), η μεν καλούσα-εφεσίβλητη παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, το δε καθ΄ ου η κλήση-εκκαλούν εκπροσωπήθηκε από τη Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου). Στην παρούσα επαναλαμβανόμενη συζήτηση, οι διάδικοι κατέθεσαν (κατ΄ εκτίμηση αυτών συμπληρωματικές) προτάσεις, προσκομίζοντας και αυτές που είχαν καταθέσει κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη (3-11-2016), οι οποίες και μόνον αρκούσαν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη, αφού η παρούσα συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (της 3-11-2016). Το δε εκκαλούν στις από 13-9-2019 προτάσεις του παρόντος βαθμού που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την παρούσα δικάσιμο, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις ως άνω από 2-11-2016 προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά τη δικάσιμο της 3-11-2016, ενώ η εφεσίβλητη στις από 13-9-2019 προτάσεις του παρόντος βαθμού που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την παρούσα δικάσιμο αναφέρεται και στις ως άνω από 3-11-2016 προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά τη δικάσιμο της 3-11-2016, καθώς επίσης, αναφέρει ότι προσκομίζει και πάλι όλα τα σχετικά έγγραφα που αναφέρονται στις προτάσεις της αυτές (από 3-11-2016).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 51 του ΕισΝΑΚ η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα  πραγματικά γεγονότα για  την  απόκτησή  τους. Κατά τις διατάξεις δε των Ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), Ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), Ν. 6 πρ. Πανδ. (44.3), Ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1) και Ν. 7 παρ. 3 (Πανδ. 23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, ήτοι πριν την 23-2-1946, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής πάνω σ΄ αυτό με καλή πίστη, ήτοι, όπως αναφέρεται κατωτέρω, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει (ο χρησιδεσπόζων) κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητος τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της ίδιας του νομής και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21-6/3-7-1837 «Περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», που κατά το προαναφερόμενο άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ εφαρμόζονται για τον πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα χρόνο, συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, ανεξαρτήτως της μορφολογίας τους, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11η Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του Νόμου ΔΞΗ/1912 «Περί δικαιοστασίου» και των Διαταγμάτων που εκδόθηκαν με βάση αυτόν τον νόμο και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» διατηρηθέντων σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 53 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, επομένως και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ΄ αυτά (ΟλΑΠ 75/1987 ΕλλΔνη 32.1483, ΑΠ 17/2004, ΑΠ 1812/2001 ΕλλΔνη 43.1433). Έτσι κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, όπως προαναφέρθηκε, απαιτείται νομή, η οποία εκδηλώνεται με συγκεκριμένες υλικές πράξεις, που επιχειρούνται με διάνοια κυρίου  και καλή  πίστη  επί  τριάντα έτη, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 65 του  ΕισΝΑΚ,  από  την  έναρξη  της ισχύος του Αστικού Κώδικα αρκεί η επί 20ετία διανοία κυρίου νομή. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τους Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.3), Ν. 25 Πανδ.(24.1), Ν. 27 Πανδ. (18.1), Ν. 10, 13 παρ. 1, 17, 48 Πανδ. (41.3), Ν. 5 Πανδ. (41.7), Ν. 3 Πανδ. (41.10), Ν. 7 παρ. 6 Πανδ. (41.4), Ν.109 Πανδ. (50.16) καλή πίστη, κατά τα ως άνω, αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου (ΑΠ 1103/2018, ΑΠ 309/2012). Εν αντιθέσει ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, αυτό συντρέχει, κατ΄ άρθρα 1041, 1042 και 1044 του ΑΚ, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα, βαρυνόμενος με το σχετικό βάρος απόδειξης (ΑΠ 1222/2018). Επίσης, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 του ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, όπως προαναφέρθηκε, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του κατ` άρθρο 1051 του ΑΚ. Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον –επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ. (ενάγων)-, στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου (εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Ειδικά στην περίπτωση που αναγράφεται «άγνωστος» ως δικαιούχος κυριότητας και η επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα είναι η έκτακτη χρησικτησία, η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα -ενίοτε καταψηφιστικό (σε περίπτωση που ζητείται και απόδοση)-. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ΄ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998) δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012). Επιπροσθέτως, μετά την απελευθέρωση και δυνάμει των από 3/22-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, των ερμηνευτικών των εν λόγω πρωτοκόλλων κειμένων των τριών προστάτιδων δυνάμεων και της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αφενός μεν τα ανήκοντα στο Τουρκικό Δημόσιο κτήματα, αφετέρου δε τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του Ν. 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων». Εξάλλου όσον αφορά τα οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου Ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας (ΕφΑθ 2516/2008). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του με ημερομηνία 3/15-12-1833 Β.Δ. «Περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο «ταπί» εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή, όμως, αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α) το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. ΚΘ΄ της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδίων χωρίς βλάβη των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, και β) το άρθρο 3 του Ν. ΨΗΖ/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Περαιτέρω, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Ν. της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», με το οποίο ορίσθηκε ότι «όλα τα παρ΄ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο». Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των Ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός «Περί διακρίσεως κτημάτων» τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν «δικαιώματι πολέμου» ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Με την ένδικη έφεση το εκκαλούν-εναγόμενο προβάλλει τον ισχυρισμό ότι με την κατάθεση του μάρτυρα της εφεσίβλητης-ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και δια του δικογράφου των προτάσεών της η εφεσίβλητη-ενάγουσα βάλλει κατά της αποδεικτικής δύναμης δημοσίων εγγράφων, βάσει των οποίων το επίδικο εντοπίζεται εντός του ΑΒΚ 43 δημοσίου κτήματος, και μάλιστα εντός δασικής εκτάσεως και ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί της (ενάγουσας) έπρεπε να απορριφθούν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αβάσιμοι και συνακόλουθα και από το παρόν Δικαστήριο, καθόσον αντίκεινται προς την κατά τα άρθρα 438-440 του ΚΠολΔ αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 438 και 440 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 340 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τα δημόσια έγγραφα αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τα αναφερόμενα στις πρώτες των ως άνω διατάξεων περιστατικά (γενόμενα από τον συντάξαντα αυτά δημόσιο υπάλληλο-λειτουργό ή  πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία ή ενώπιόν του και βεβαιούμενα σ΄ αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει αυτός) όταν αυτά παρέχουν, κατά την ανήκουσα στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας εκτίμηση του περιεχομένου τους από αυτό (Δικαστήριο της ουσίας), άμεση απόδειξη για το αποδεικτέο θέμα. Συνεπώς, όταν αυτά λαμβάνονται υπόψη προς έμμεση απόδειξη από αυτό, κρίνοντας μετά από εκτίμηση του περιεχομένου τους ότι δεν παρέχουν άμεση τοιαύτη, τότε η αποδεικτική τους δύναμη είναι τοιαύτη με αυτή  των λοιπών δικαστικών τεκμηρίων και αυτή των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων (ΑΠ 1042/2002).  Στην προκειμένη περίπτωση ο ως άνω ισχυρισμός κατά το σκέλος που αφορά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι το παρόν Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση θα λάβει υπόψη του τα έγγραφα αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι προσκομίζονται με επίκληση από το εκκαλούν-εναγόμενο κατά τη συζήτηση ενώπιόν του. Επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός ως προς το σκέλος του αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, ………. (της ενάγουσας-εφεσίβλητης) και ……….. (του εναγομένου-εκκαλούντος),που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, από την από Ιούνιος 2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την υπ΄ αρ. 568/2017 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού πραγματογνώμονα, ήτοι του Τοπογράφου Μηχανικού …………., που κατατέθηκε την 28-6-2018 συνταγείσας σχετικώς της υπ΄ αρ. …../28-6-2018 έκθεσης εγχειρίσεως της Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, η οποία (έκθεση πραγματογνωμοσύνης) εκτιμάται ελεύθερα κατ΄ άρθρο 387 του ΚΠολΔ, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, [ανάμεσα στα οποία α) η από 26-3-2019 τεχνική έκθεση του Τοπογράφου Μηχανικού, Τεχνικού Συμβούλου του Υπουργείου Οικονομικών …….. και β) δημόσια έγγραφα προσκομιζόμενα μετ΄ επικλήσεως από το εκκαλούν-εναγόμενο τα οποία μετά από εκτίμηση του περιεχομένου τους δεν παρέχουν άμεση απόδειξη και λαμβάνονται υπόψη προς έμμεση απόδειξη, κρίνοντας το Δικαστήριο αυτό ότι η αποδεικτική τους δύναμη είναι τοιαύτη με αυτή των λοιπών δικαστικών τεκμηρίων και αυτή των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, απορριπτομένου του σκέλους του ως άνω ισχυρισμού του εκκαλούντος-εναγομένου που αφορά το παρόν Δικαστήριο], και τα οποία (προσκομιζόμενα από τους διαδίκους μετ΄ επικλήσεως έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), εκτός από αυτά, τα οποία επικαλείται η εφεσίβλητη με τις από 13-9-2019 νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις της, μόνο ως κατωτέρω, ήτοι αυτά που αναφέρονται στις προσκομιζόμενες μετ΄ επικλήσεως πρωτόδικες προτάσεις της, που προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως, καθόσον η επίκληση αυτή δεν είναι νόμιμη, (κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, το οποίο, αν και αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων), χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων αντίστοιχα όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ΄ αρ. ……../13-2-1981 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….., η ενάγουσα απέκτησε, με αγορά, από την ………… την κυριότητα ενός ακινήτου – γεωτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση «…..» της κτηματικής περιφέρειας ………… Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλεως, εκτάσεως κατά τον τίτλο κτήσης 247 τ.μ., εμφαινόμενο με τον αριθμό .. του … οικοδομικού τετραγώνου στο από Ιουλίου 1966 ρυμοτομικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού . …., που προσαρτάται στο υπ΄ αρ. …/1966 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, καθώς και στο από Οκτωβρίου 1979 τοπογραφικό διάγραμμα της Πολιτικού Μηχανικού …………. με τα αλφαβητικά περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και συνορευόμενο ανατολικά επί πλευράς Γ-Δ μέτρων 14,90 με το υπ΄ αρ. 8 αγροτεμάχιο του ίδιου ως άνω σχεδιαγράμματος και τετραγώνου, δυτικά επί πλευράς Α-Β προσώπου μέτρων 17,30 με αγροτική οδό πλάτους 5 μέτρων, αρκτικά επί πλευράς Δ-Α μέτρων 15,60 με το υπ΄ αρ. …. αγροτεμάχιο του ίδιου ως άνω σχεδιαγράμματος και τετραγώνου και μεσημβρινά επί πλευράς Β-Γ προσώπου μέτρων 15,60 με αγροτική οδό εμφαινόμενη στο ως άνω σχεδιάγραμμα. Στους κατωτέρους αναφερόμενους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, ………….., είχε περιέλθει το επίδικο ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα από μείζονα έκταση 40 στρεμμάτων, ιδιοκτησίας τους και ειδικότερα στον πρώτο από αυτούς κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, στον δεύτερο από αυτούς κατά ψιλή κυριότητα κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου και στην τρίτη από αυτούς κατ΄ επικαρπία κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, από κληρονομία του αποβιώσαντος την 29-8-1963 ………… δυνάμει της υπ΄ αρ. …./1963 δημόσιας διαθήκης του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ΄ αρ. 204/1963 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκαν με την υπ΄ αρ. …./1964 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………., νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό ……. Στον …….. το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει σε μείζονα έκταση με αγορά από τον ……… δυνάμει του υπ΄ αρ. …./11-7-1919 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ……. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ως άνω μείζονα έκταση των 40 στρεμμάτων παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο στον ………….. αρχικά με δήλωσή του προς τον Οικονομικό Έφορο Μεγαρίδος σύμφωνα με το Ν. ΓΨΛΔ του έτους 1910, η οποία (παραχώρηση) ολοκληρώθηκε με την έκδοση του υπ΄ αρ. ………/1914 παραχωρητηρίου εθνικών γαιών του Ελληνικού Δημοσίου. Στη συνέχεια, ο ……….. μεταβίβασε την κυριότητα της μείζονος αυτής εκτάσεως (40 στρεμμάτων) στον ……….. με το υπ΄ αρ. …./2-6-1914 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο γαιών του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Από την έκδοση του ως άνω υπ΄ αρ. ……/1914 παραχωρητηρίου εθνικών γαιών του Ελληνικού Δημοσίου οι ως άνω δικαιοπάροχοι της ενάγουσας (άμεσοι, απώτεροι και απώτατοι) νέμονταν την κατά τα ανωτέρω μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο, με διάνοια κυρίων και με καλή πίστη, ήτοι με την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν εμπράγματα δικαιώματα τρίτων επ΄ αυτής, αλλά και ανεξάρτητα από την καλή πίστη μετά την 23-2-1946, ασκώντας επί του επίδικου ακινήτου όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής (επιτήρηση και καλλιέργεια σιτηρών και λαχανικών), συνεχώς και αδιαλείπτως, ήτοι για μία τριακονταετία και πλέον έως την 23-2-1946, αλλά και μετά από το ως άνω χρονικό σημείο, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθούν από οποιονδήποτε. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι και η άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας ……….. κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο δυνάμει του υπ΄ αρ.  ……/31-8-1966 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας         …………., νόμιμα μεταγεγραμμένου, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ….. με αύξοντα αριθμό ….., με αγορά από τους …………., καθόσον επίσης, ότι νεμόταν αυτό με διάνοια κυρίας, ασκώντας επ΄ αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου ίδιες ως άνω πράξεις νομής (επιτήρηση, καλλιέργεια σιτηρών και λαχανικών) από το έτος 1966 μέχρι και το έτος 1981, που το μεταβίβασε στην ενάγουσα, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί από οποιονδήποτε. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο δυνάμει του ως άνω υπ΄ αρ. …../13-2-1981 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας . ………., νόμιμα μεταγεγραμμένου, καθώς επίσης, ότι νέμεται αυτό με διάνοια κυρίας, από την 13-2-1981 και μέχρι την άσκηση της αγωγής (3-4-2014) συνεχώς και αδιαλείπτως, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανέναν και ειδικότερα από το εναγόμενο, ασκώντας επ΄ αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου πράξεις νομής, ήτοι το επιβλέπει, το καλλιεργεί και το δηλώνει στο έντυπο Ε9. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, μετά την έκδοση του ως άνω παραχωρητηρίου εθνικών γαιών, άσκησε πράξεις νομής επ΄ αυτού, ότι νεμήθηκε αυτό δια των οργάνων του. Περαιτέρω, με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα στηρίζει το επίδικο δικαίωμα (κυριότητα επί του επιδίκου) σε περισσότερες νομικές βάσεις, καθότι υπάρχει μία μόνο δικονομική αξίωση, ήτοι ένα αντικείμενο δίκης, που θεμελιώνεται σε περισσότερες νομικές βάσεις, πλην όμως, σε περίπτωση που νικήσει η ενάγουσα, άπαξ θα επιδικασθεί σ΄ αυτήν (ενάγουσα) η επίδικη αξίωση, το δε διατακτικό της αποφάσεως θα στηριχθεί αυτοτελώς επί της μιας και μόνο των ως άνω επάλληλων αιτιολογιών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ως προς τη βάση της τακτικής χρησικτησίας, και δεδομένου ότι η αγωγή δεν περιείχε και βάση περί κτήσεως της κυριότητας με τακτική χρησικτησία, ενόψει και ότι η έννοια της καλής πίστης κατά τη διάταξη του άρθρου 1042 του ΑΚ είναι διάφορη της έννοιας αυτής κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, η ενάγουσα με το δικόγραφο των προτάσεών της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι έχει καταστεί κυρία του επίδικου ακινήτου αφενός με παράγωγο τρόπο και επικουρικά με τα προσόντα της τακτικής, άλλως και της έκτακτης χρησικτησίας. Με την ένδικη έφεση το εκκαλούν ζητεί την απόρριψη της αγωγής, αναφερόμενο στον παράγωγο τρόπο, στην τακτική και έκτακτη χρησικτησία κατά τις οποίες έχει γίνει δεκτή η αγωγή. Η ως άνω, όμως, συμπλήρωση αυτής (αγωγής), ως προς την τακτική χρησικτησία, συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της βάσης της αγωγής (άρθρα 106 και 224 του ΚΠολΔ), που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η οποία (αγωγή) θεμελιώνεται στην κτήση της κυριότητας του επιδίκου από την εφεσίβλητη με παράγωγο τρόπο και με έκτακτη χρησικτησία και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε ως προς την ως άνω βάση και το σχετικό σκέλος του λόγου εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτό. Περαιτέρω, το εναγόμενο, με προφορική δήλωση της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού (πρωτοβάθμιου) και με τις προτάσεις που κατέθεσε στο ακροατήριο αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), αρνήθηκε (αλλά και με την ένδικη έφεση αρνείται την ένδικη αγωγή) και ειδικώς την ύπαρξη δικαιώματος κυριότητας επί του επιδίκου τόσο της ενάγουσας όσο και όλων των δικαιοπαρόχων της και προέβαλε (και προβάλλει στο Δικαστήριο τούτο) τον ισχυρισμό ότι το επίδικο ανήκει στην κυριότητά του, δεδομένου ότι όπως επικαλείται με τις προτάσεις που κατέθεσε στο ακροατήριο αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) και επαναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, με την ένδικη έφεση, εμπίπτει εντός του καταγεγραμμένου δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ ….., συνολικής εκτάσεως 1.000.000 τ.μ., και ότι περιήλθε σε αυτό ως εξής: α) δυνάμει της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των σχετικών πρωτοκόλλων, «δικαιώματι πολέμου» και ειδικότερα i) ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου και των υπηκόων του, στο οποίο ανήκε προ και μέχρι την επανάσταση του 1821, ii) επικουρικά δυνάμει των πρωτοκόλλων και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, ως ανήκον πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι κατά το χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει και δεν δεσποζόταν πλέον από αυτούς, όπως ειδικότερα αναφέρεται σ΄ αυτόν (ισχυρισμό), β) άλλως, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 δάσος, γ) άλλως, με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, από την Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα, καθόσον από τότε επιλήφθηκε της νομής του βάσει των ως άνω νόμων και εξακολουθούσε έκτοτε να την ασκεί ενεργώντας επ΄ αυτού τις αναφερόμενες σ΄ αυτόν (ισχυρισμό) πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη και δ) άλλως, ως αδέσποτο εφόσον πριν τη σύσταση του Ελληνικού κράτους και μετά από αυτή δεν εξουσιάστηκε από οιονδήποτε, όπως ειδικότερα αναφέρεται σ΄ αυτόν (ισχυρισμό). Οι ως άνω ισχυρισμοί του, πλην του κατωτέρω αναφερόμενου, οι οποίοι είναι νόμιμοι, καθώς θεμελιώνονται στις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γέννησης του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας και όχι αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης αναγνωριστικής αγωγής για ακίνητο, αφού, με την επίκληση και απόδειξη των πραγματικών γεγονότων που θεμελιώνουν τους αντίστοιχους ως άνω ισχυρισμούς του Ελληνικού Δημοσίου, δημιουργείται κυριότητα αυτού επί του επίδικου ακινήτου, δια της οποίας καθίσταται αλυσιτελής πλέον ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί κτήσης κυριότητας επ΄ αυτού με παράγωγο τρόπο ή πρωτότυπο τρόπο έκτακτης χρησικτησίας βάσει πράξεων νομής προγενέστερων της 11ης Σεπτεμβρίου 1915 (πρβλ. ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013, ΕφΠειρ 486/2016). Οι ως άνω δε ισχυρισμοί προβλήθηκαν νομίμως και παραδεκτώς, και κατ΄ άρθρο 238 παρ. 1, 2 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 24 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-7-2011), ενώ και με προφορική δήλωση της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού (πρωτοβάθμιου), ρητά προβλήθηκε η ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου επί του επιδίκου, καθώς επίσης, όπως  προκύπτει από τα ως άνω πρακτικά, η Δικαστική Αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. αναφέρθηκε στις γραπτές προτάσεις που κατέθεσε, όπου αναλυτικά αναφέρονται οι ως άνω ισχυρισμοί του εναγομένου. Από τους ως άνω ισχυρισμούς, ο επικουρικά προβληθείς ισχυρισμός περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου λόγω εγκατάλειψής του από τους Οθωμανούς ιδιώτες [υπό στοιχείο α) ii)], είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού δεν εξειδικεύονται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τον ισχυρισμό αυτό, όπως π.χ. ποιος ήταν ο άλλοτε Οθωμανός κύριος του επιδίκου. Επίσης, από τους λοιπούς απορριπτέοι ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας είναι και οι επικουρικά προβληθέντες ισχυρισμοί 1) περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ως δάσους (υπό στοιχείο β), διότι το εναγόμενο αρκείται σε απλή επανάληψη του πραγματικού των διατάξεων του νόμου χωρίς οποιοδήποτε περαιτέρω προσδιορισμό, 2) περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας (υπό στοιχείο γ, κατά το α΄ σκέλος), καθόσον δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου νόμιμου τίτλου για τη θεμελίωσή της, 3) περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ως αδέσποτου (υπό στοιχείο δ), διότι το εναγόμενο αρκείται σε απλή επανάληψη του πραγματικού της νομικής διάταξης, χωρίς να επικαλείται ότι χώρησε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριο και ότι αυτή έγινε με πρόθεση παραίτησης από το δικαίωμα της κυριότητας, και χωρίς να προσδιορίζει ποιο πρόσωπο προέβη στην κατά τα άνω εγκατάλειψη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε, και τους ως άνω ισχυρισµούς του εναγοµένου περί ιδίας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου, ως απαράδεκτους, αλλά για άλλο λόγο και συγκεκριμένα με την αιτιολογία ότι δεν προτάθηκαν µε δήλωσή του (εναγοµένου) στο ακροατήριό του, καταχωρισθείσα στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασης, παρά µόνο προτάθηκαν µε τις προτάσεις του. Συνεπώς, ως προς τους ισχυρισμούς αυτούς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθά, κατ΄ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), το πρώτο σκέλος του σχετικού λόγου της ένδικης εφέσεως, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο, διότι όταν ο ισχυρισμός (ένσταση) απορριφθεί ως απαράδεκτος και το Εφετείο δεχθεί άλλο, επίσης, λόγο απορριπτικό του ισχυρισμού (ενστάσεως) ως απαράδεκτου, η έφεση απορρίπτεται, δεδομένου ότι η απόρριψη του ισχυρισμού (ένστασης) με εναλλαγή του ενός απαραδέκτου με άλλο δεν καταλήγει σε διαφορετικό κατ΄ αποτέλεσμα διατακτικό, δηλαδή δεν διαφοροποιεί το δεδικασμένο. Όσον αφορά, όμως, τους λοιπούς ισχυρισμούς περί ιδίας κυριότητας, που είναι ένσταση και, που προτάθηκαν παραδεκτώς, ο πρώτος από αυτούς κυρίως προβαλλόμενος περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου από το εναγόμενο δυνάμει της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των σχετικών πρωτοκόλλων, «δικαιώματι πολέμου» και ειδικότερα α) i) ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου και των υπηκόων του, στο οποίο ανήκε προ και μέχρι την επανάσταση του 1821, είναι μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, για τα ακίνητα της Αττικής δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31-3-1833 με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών και ο δεύτερος περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου από το εναγόμενο με έκτακτη χρησικτησία (υπό στοιχείο γ΄, κατά το β΄ σκέλος) είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Πλην όμως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο μετά την έκδοση του ως άνω παραχωρητηρίου εθνικών γαιών, άσκησε πράξεις νομής επί του επιδίκου. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από την απόρριψη των λοιπών ισχυρισμών του εναγομένου ως απαράδεκτων, λόγω αοριστίας, οι ισχυρισμοί του αυτοί, ήτοι ότι το επίδικο δεν εμπεριέχεται στη μείζονα έκταση του παραχωρητηρίου και ότι ως τέτοιο περιήλθε στην κυριότητά του 1) δυνάμει της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των σχετικών πρωτοκόλλων, «δικαιώματι πολέμου» και ειδικότερα δυνάμει των πρωτοκόλλων και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, ως ανήκον πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι κατά το χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει και δεν δεσποζόταν πλέον από αυτούς, όπως ειδικότερα αναφέρεται σ΄ αυτόν [υπό στοιχείο α) ii)],  2) ως δάσος (υπό στοιχείο β), 3) με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας (υπό στοιχείο γ, κατά το α΄ σκέλος) και 4) ως αδέσποτο (υπό στοιχείο δ), όπως και ο ισχυρισμός για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο είναι δασική έκταση ή ότι υπήρξε βοσκότοπος ή λιβάδι, ούτε όμως, αποδείχθηκε ότι είχε θεμελιωθεί κυριότητα δικαιοπαρόχου της ενάγουσας λόγω άσκησης νομής επί του επιδίκου με καλή πίστη για μια τριαντακονταετία μέχρι την 11-9-1915. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής της Σαλαμίνας Αττικής το εν λόγω ακίνητο καταχωρίστηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως δύο ξεχωριστά τμήματα, εκ των οποίων το ένα, εκτάσεως 45 τ.μ., έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ …………….. με αναγραφόμενο δικαιούχο κυριότητας την ίδια (ενάγουσα) και το έτερο, εκτάσεως 193 τ.μ., έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ …….. με αναγραφόμενο δικαιούχο κυριότητας το εναγόμενο. Η ως άνω πρώτη εγγραφή όσον αφορά το με ΚΑΕΚ ………… τμήμα του προαναφερόμενου ακινήτου είναι εσφαλμένη και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας επ΄ αυτού. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ως προς την κτήση κυριότητας με παράγωγο τρόπο του επιδίκου από την ενάγουσα, ήτοι ότι η ενάγουσα κατέστη κυρία του άνω ακινήτου και δεχόμενο την ένδικη αγωγή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, αναγνώρισε την ενάγουσα αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου και διέταξε την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, που αφορά στο προαναφερόμενο ακίνητο, ώστε να διαγραφεί από κύριο το εναγόµενο και να εγγραφεί η ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία τούτου, δεν έσφαλε και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και επίσης ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όμως, που με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε (και) τη βάση της αγωγής που στηρίζεται σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας στο επίδικο ακίνητο από την ενάγουσα και τους δικαιοπαρόχους της με έκτακτη χρησικτησία, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα προκύψαντα από αυτές πραγματικά περιστατικά, και συνεπώς το σχετικό σκέλος του λόγου της εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτό ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμο. Επιπροσθέτως, η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν, αλλά απέρριψε και τους άνω λοιπούς ισχυρισμούς ιδίας κυριότητας, όπως προαναφέρθηκε, ως απαράδεκτους. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου ως προς τους λοιπούς ισχυρισμούς ιδίας κυριότητας. Η απόρριψη αυτών του πρώτου ως μη νόμιμου και του δεύτερου ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμου, δεν μπορεί να γίνει με αντικατάσταση αιτιολογίας κατ΄ άρθρο 534 του ΚΠολΔ, και χωρίς να έχει ασκηθεί αντίθετη έφεση ή αντέφεση από την εφεσίβλητη, διότι τότε το παρόν Δικαστήριο θα υπερβεί τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και θα λάβει υπόψη πράγματα μη προταθέντα. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του σχετικού λόγου της ένδικης εφέσεως. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της (δηλαδή και ως προς τις διατάξεις και τα κεφάλαια που αφορούν την αγωγή και δεν μεταρρυθμίστηκαν αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού) και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΑθ 5639/1997 ΕλλΔνη 39.437), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, καθώς βεβαίως και ως προς την ως άνω διάταξη που αφορά τους λοιπούς ισχυρισμούς. Περαιτέρω, πρέπει να κρατηθεί η αγωγή, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί αυτή και να ερευνηθεί εκ νέου, να ερευνηθούν και οι ως άνω λοιποί ισχυρισμοί ιδίας κυριότητας (ένσταση), εφόσον παραδεκτώς προβλήθηκαν και να απορριφθούν ο πρώτος ως μη νόμιμος και ο δεύτερος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος (πρβλ. ΑΠ 829/2007, ΕφΠατ 67/2019, ΕφΑθ 3135/2010, ΕφΠατρ 133/2009), ενώ οι πρώτοι, όπως προαναφέρθηκε, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας, να γίνει εν μέρει δεκτή, [εκτός από το αίτημα να υποχρεωθεί ο Προϊστάµενος του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας να προβεί στην καταχώρηση της εκδοθησόµενης απόφασης στα οικεία κτηµατολογικά βιβλία και το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, τα οποία πρωτοδίκως απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα και πρωτίστως δεν προσβλήθηκαν οι διατάξεις αυτές της αποφάσεως με λόγο εφέσεως από τους διαδίκους], ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, ως προς τη βάση του παράγωγου τρόπου, απορριπτομένων των βάσεων της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, να αναγνωριστεί η ενάγουσα αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας, που αφορά στο προαναφερόµενο ακίνητο µε ΚΑΕΚ ……………, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν εν μέρει μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε διαδίκου και ανάλογα με την έκταση αυτής, καταδικαζομένου του ηττηθέντος εναγομένου, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, σύμφωνα  με  το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔ, και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ΄ αρ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ΄  εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 (ΑΠ 475/2018, ΕφΠειρ 461/2016), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την από 23-11-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3534/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), η οποία έχει γίνει δεκτή τυπικά με την υπ΄ αρ. 568/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου.

Δέχεται την έφεση και κατ΄ ουσίαν.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ.3534/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει την από 26-3-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τη βάση του παράγωγου τρόπου.

Αναγνωρίζει ότι η ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία ενός ακινήτου, που βρίσκεται στη θέση «…» της κτηµατικής περιφέρειας …………Σαλαµίνας, εκτός σχεδίου πόλεως, εκτάσεως κατά τον τίτλο κτήσης 247 τ.µ., εµφαινόµενο µε τον αριθµό … του ……..οικοδοµικού τετραγώνου στο από Ιουλίου 1966 ρυµοτοµικό διάγραµµα του Πολιτικού Μηχανικού ………….., που προσαρτάται στο υπ΄ αρ. …./1966 συµβόλαιο του Συµβολαιογράφου Σαλαµίνας ………., καθώς και στο από Οκτωβρίου 1979 τοπογραφικό διάγραµµα της Πολιτικού Μηχανικού ……. µε τα αλφαβητικά περιµετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και συνορευόµενο ανατολικά επί πλευράς Γ-Δ µέτρων 14,90 µε το υπ΄ αρ. ……… αγροτεµάχιο του ίδιου ως άνω σχεδιαγράµµατος και τετραγώνου, δυτικά επί πλευράς Α-Β προσώπου µέτρων 17,30 µε αγροτική οδό πλάτους 5 µέτρων, αρκτικά επί πλευράς Δ-Α µέτρων 15,60 µε το υπ΄ αρ. …… αγροτεµάχιο του ίδιου ως άνω σχεδιαγράµµατος και τετραγώνου και µεσηµβρινά επί πλευράς Β-Γ προσώπου µέτρων 15,60 µε αγροτική οδό εµφαινόµενη στο ως άνω σχεδιάγραµµα.

Διατάσσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας, που αφορά στο προαναφερόµενο µε ΚΑΕΚ ………. ακίνητο, ώστε να διαγραφεί από κύριο το εναγόµενο και να εγγραφεί η ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία τούτου.

Καταδικάζει το εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ