Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 403/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Μετενέργεια Κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας-υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, αποδοχές και επίδομα αδείας, εργασία κατά τα Σάββατα τις Κυριακές και αργίες-νομιμότοκο σχετικών αξιώσεων,

 

Αριθμός απόφασης 403/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, E.T.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) οι : Α) από 7-5-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../2018) έφεση του ενάγοντος και Β) από 10-5-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………./2018)  έφεση της εναγομένης,  ως εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 4112/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών- διαφορών, και δέχθηκε εν μέρει την από 9-2-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/2016) αγωγή του ενάγοντος περί διαφοράς αποδοχών, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 591 § 1, 592 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα [άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)],  δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τους εκκαλούντες, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό τους δεν απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως των διαφορών (άρθρο 495 § 3 εδ.στ΄του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015), το οποίο, επομένως, ως εκ περισσού κατέθεσε η εκκαλούσα εταιρεία. Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

 

Ο ενάγων ισχυρίστηκε με την αγωγή του, όπως επιτρεπτώς διόρθωσε το περιεχόμενό της, προβαίνοντας και σε σχετικό περιορισμό του αιτήματός της, ότι δυνάμει διαδοχικών προφορικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτού και της εναγομένης, προσελήφθη και απασχολήθηκε σε αυτήν, ως τεχνίτης μονωτής του επισκευαστικού της συνεργείου από την 1-1-2011 έως τις 6-6-2011 και από τις 7-2-2012 έως τις 23-6-2015, όντας κατά την αρχική πρόσληψή του έγγαμος και με δεκαπενταετή προϋπηρεσία, όπως της γνωστοποίησε, παρέχοντας την εργασία του εντός της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, υπαγόμενος, κατόπιν σχετικής συμφωνίας τους, άλλως εκ του νόμου, στις ρυθμίσεις της από 30-4-2009 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες (μεταλλουργικές) Ν.Πειραιά-Αττικής και Νήσων, καθώς και των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα ναυπηγεία Ελευσίνας-Σκαραμαγκά, ανεξάρτητα αν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της περιφέρειας Πειραιά, αλλά και εκτός αυτής. Ακολούθως, επικαλούμενος μη καταβολή του συνόλου των δεδουλευμένων αποδοχών του, καθ’όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, ήτοι για την έκτη ημέρα της εβδομάδας, όπως προβλέπεται στην άνω ΣΣΕ, την υπερωριακή του απασχόληση, την εργασία του Σάββατα και Κυριακές, την αναλογία των επιδομάτων εορτών και αποζημίωσης αδείας, ζητούσε, με βάση τις διατάξεις που διέπουν την εργασιακή του σχέση και επικουρικά εκείνες περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη, χωρίς νόμιμη αιτία, κατά τα αιτούμενα ποσά, τα οποία μετά βεβαιότητας θα δαπανούσε για την αμοιβή άλλου εργαζομένου, που θα παρείχε τις ίδιες με αυτόν εργασίες, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 18.510,72 ευρώ, που αφορά στο έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει επιπλέον το ποσό των 199.901 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται, ανά χρονική περίοδο και είδος κονδυλίου, με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, επικουρικά από τη λήξη της εργασιακής του σχέσης και ακόμη επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε δεκτή αυτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, και αφενός μεν υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.184 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τις 24-6-2015 και έως την εξόφληση, αφετέρου δε αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 26.906,36 ευρώ, για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό της αιτίες και νομιμοτόκως, για κάθε επιμέρους κονδύλιο από τις οριζόμενες ημερομηνίες, και επιβλήθηκε σε βάρος της μέρος των δικαστικών εξόδων του, που προσδιορίστηκε στο ποσό των 1.200 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές, με τους λόγους των εφέσεών τους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή  και να απορριφθεί, αντίστοιχα, η αγωγή στο σύνολό της, και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα σε βάρος των αντιδίκων τους.

Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχ. Β΄έφεσής της, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη διότι ο ενάγων δεν προσδιορίζει, για κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο, τα χρηματικά ποσά που του έχουν καταβληθεί. Από την επισκόπηση, ωστόσο, του δικογράφου της υπό κρίση αγωγής αλλά και των εμπροθέσμως κατατεθέντων προτάσεων του ενάγοντος, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τις οποίες επαναδιατυπώθηκαν τα αιτούμενα κονδύλια, μετά τον γενόμενο περιορισμό του αιτήματός της και την τροπή του εν μέρει σε αναγνωριστικό, προκύπτει ότι αυτή είναι αρκούντως ορισμένη, αφού επαρκώς περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το αίτημά της και συγκεκριμένα αναφέρονται λεπτομερώς τα χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα, για κάθε ένα από τα επίδικα κεφάλαια, χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, όπως διατείνεται η εκκαλούσα. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, και πρέπει ο παραπάνω λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 παρ.1 του α.ν. 539/1945, όπως η παρ.1 του άρθρου 2 αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 1346/1983, η παρ.1 του άρθρου 4 συμπληρώθηκε µε την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 παρ.15 του ν. 4504/1966 και η παρ.1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 του ν.δ. 3755/1957, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής (ή “αναπαύσεως”), με τις συνήθεις αποδοχές. Η άδεια αυτή, που αποκαλείται “κανονική άδεια” για να ξεχωρίζει από άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει αφ’ ενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφ’ ετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελευθέρου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει ευθέως εκ του νόμου και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζόμενου, υφίσταται ανεξάρτητα προς το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη. Ο εργοδότης πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγήσει την άδεια, την οποία ο εργαζόμενος δικαιούται, μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται και, παράλληλα, να καταβάλει τις αποδοχές των ημερών αδείας σαν ο εργαζόμενος να είχε δουλέψει κανονικά. Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας αυτουσίως (in natura) μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. Τότε, ο εργοδότης οφείλει, ως υποκατάστατο της άδειας, να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλλε εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αναψυχής αυτουσίως (ΑΠ 1050/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εάν, πέραν τούτου, η μη χορήγηση της άδειας μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα του εργοδότη (ακόμη και σε ελαφριά αμέλεια), αυτός οφείλει, ως αστική ποινή υπέρ του εργαζόμενου, προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας. Το πταίσμα του εργοδότη τεκμαίρεται όταν αποδειχθεί ότι ο εργαζόμενος ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτουσίως, αλλά ο εργοδότης απέφυγε να τον ικανοποιήσει (ΑΠ 1050/2018, ό.π, AΠ 902/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ως τακτικές δε αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, οι αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας (ΑΠ 659/2019, ΑΠ 94/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντιθέτως, δεν αποτελούν βάση υπολογισμού αποδοχές που οφείλονται σε έκτακτες διακυμάνσεις του χρόνου εργασίας (έκτακτες υπερωρίες, έκτακτη απασχόληοη) αφού αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τακτικές. Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγουμένου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του, μέχρι την έναρξη της νέας άδειας (ΑΠ 165/2019  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επίσης, δεν εντάσσεται στην έννοια των τακτικών αποδοχών και το καταβαλλόμενο στον εργαζόμενο ποσό λόγω της απασχολήσεως αυτού κατά την έκτη-και κατά λογική αναγκαιότητα την έβδομη- ημέρα της εβδομάδος-και τις αργίες- κατά παράβαση του πενθημέρου, διότι δεν έχει τον χαρακτήρα μισθού αλλά αποζημιώσεως και δεν εντάσσεται στην έννοια των τακτικών αποδοχών (ΑΠ 493/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).,

Εν προκειμένω, ο ενάγων, χωρίς να επικαλείται αν πράγματι έλαβε ή όχι την προβλεπόμενη άδεια αναψυχής, ζητούσε την καταβολή των αποδοχών αδείας ή αναλογία αυτών, για τα έτη 2011 έως και 2015 και όχι και την προαναφερθείσα προσαύξηση για τη μη χορήγηση της άδειας, για την οποία θα έπρεπε να επικαλείται, αφενός ότι δεν έλαβε την άδεια αναψυχής που δικαιούτο και αφετέρου ότι ζήτησε από την εναγομένη τη χορήγησή της αυτουσίως. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τον εν λόγω κονδύλιο ως αόριστο, ενώ ήταν ορισμένο και νόμιμο, με βάση τις προεκτεθείσες διατάξεις, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το αντίστοιχο μέρος, και να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή (ΕφΠειρ 501/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 658/2011 ΕλλΔνη 2011/1443, ΕφΠειρ (Μον) 612/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), κατά το ίδιο μέρος, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Α΄εφέσεως, ως βάσιμου και κατ’ουσίαν.

Με το άρθρο 6 της από 14-2-1984 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την υπ` αριθμ. 117/20-3-1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β’ 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας όλων εν γένει των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή για την υπερεργασία, καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών, στο οποίο γίνεται παραπομπή και κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346 /1983. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει: 1) ότι η υπερωριακή εργασία, νόμιμη ή παράνομη, έχει ως βάση το ανώτατο ωράριο της ημερήσιας και όχι της εβδομαδιαίας απασχολήσεως του μισθωτού, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως ή πέραν των εννέα ωρών, για όσους απασχολούνται ανάλογα με το σύστημα των έξι ή πέντε ημερών την εβδομάδα αντίστοιχα (άρθρο 6 της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από τον νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου (ΑΠ 78/2016, ΑΠ 893/2015, ΑΠ 639/2015, ΑΠ 53/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και 2) στην περίπτωση της υπερεργασίας, δηλαδή της απασχολήσεως του μισθωτού πέρα από τις 40 ώρες μέσα στην ίδια εβδομάδα μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών ανωτάτης εβδομαδιαίας εργασίας -για τους εργαζόμενους με το σύστημα των 6 ημερών και μέχρι τη συμπλήρωση των 45 ωρών για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εργασίας (ΑΠ 1371/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 53/2015 ό.π)- κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες, ημέρες της εβδομάδας. Επομένως, αν ο μισθωτός, δεν υπερβεί κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας το συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο των 40 ωρών, δεν δικαιούται την οικεία πρόσθετη αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξημένο κατά 25%), διότι δεν έχει πραγματοποιήσει υπερεργασία. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο χρόνος της εβδομαδιαίας εργασίας έχει υπερβεί το όριο των ωρών λόγω απασχολήσεως του μισθωτού το Σάββατο, την Κυριακή ή άλλη ημέρα αναπαύσεως, αφού οι ώρες της εργασίας αυτής, για την οποία υφίσταται ειδική και αυτοτελής νομοθετική πρόνοια, δεν συναριθμούνται με τις ώρες των εργάσιμων ημερών της ίδιας εβδομάδας, στις οποίες και μόνο αποβλέπει η ρύθμιση της υπερεργασίας (ΑΠ 78/2016, ΑΠ 893/2015, ΑΠ 53/2015 ό.π), εκτός εάν στην τελευταία περίπτωση υπερβαίνει το ως άνω (γενικό) ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης (ΑΠ 1317/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 53/2015 ό.π), δηλαδή για κάθε μία εξ αυτών το οκτάωρο (ΕφΠειρ 19/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, αφού μεσολάβησαν οι ν. 2874/2000 και ν.3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1-10-2005), που κατήργησε και επανέφερε, αντίστοιχα, τον θεσμό της υπερεργασίας,  με το άρθρο 74 § 10 του ν. 3863/2010 ορίστηκε ότι σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Μισθωτοί απασχολούμενοι  υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%), ενώ για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%). Επιπλέον, με το άρθρο 8 του ν. 3846/2010, ορίστηκε ότι η εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδας κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%, και με το άρθρο 2 του ν.435/1976, ότι η εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 75 %. Η εργασία κατά την 6η ημέρα επί πενθημέρου, και μετά την εν λόγω νομοθετική παρέμβαση, παραμένει παράνομη και συνεπώς άκυρη. Συνεπώς, η αμοιβή για τυχόν υπερωριακή απασχόληση, τις καθημερινές, τα Σάββατα-όπου ισχύει η πενθήμερη απασχόληση-τις Κυριακές και τις αργίες, όπως αυτές προβλέπονται στο βδ 748/1966 θεμελιώνονται στις παραπάνω διατάξεις και συμπληρωματικά εκείνες των άρθρων  2 του ν.435/1976, 1 και 10 το βδ 748/1966, και το άρθρο μόνο της 8900 /1956 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και του άρθρου 904 του ΑΚ, που αφορούν την αμοιβή για εργασία τις Κυριακές και αργίες, και, επομένως, για τη νομική θεμελίωση των σχετικών αξιώσεων δεν απαιτείται να γίνεται επίκλησή τους από τον εργαζόμενο που τις προβάλλει.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ……….. και  ………….., αντίστοιχα, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας  και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά  :  Ο ενάγων, έχοντας ήδη καταρτίσει με την εναγομένη, η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την εκτέλεση γενικών επισκευών και μονώσεων πλοίων και εργοστασίων και έδρα τον Πειραιά, δηλαδή εντός της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης Πειραιά, προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να απασχοληθεί σε αυτήν, ως τεχνίτης μονωτής στα έργα που αυτή αναλάμβανε, συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε επισκευές πλοίων στον Πειραιά αλλά και βοηθητικές εργασίες στην έδρα της εταιρείας, τουλάχιστον από την 1-1-2011 και εντεύθεν και έως τις 6-6-2011, οπότε και λύθηκε η σύμβαση εργασίας του. Επαναπροσλήφθηκε, δυνάμει νεώτερης προφορικής συμφωνίας τους για αόριστο χρόνο και με την ίδια ειδικότητα, στις 7-2-2012 και εργάστηκε έως τις 23-6-2015, οπότε λύθηκε εκ νέου και οριστικά η εργασιακή του σχέση, παρέχοντας τις υπηρεσίες του και εκτός έδρας. Συγκεκριμένα, μετέβη και απασχολήθηκε από 1-12-2013 έως 31-3-2014 στην Κίνα, από 9-4-2014 έως 15-4-2014 στην Κωνσταντινούπολη και από 8-12-2014 έως 21-12-2014 στο Μεξικό και μάλιστα επί δωδεκάωρο καθημερινά, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από την εναγομένη.  Επομένως, αυτός υπαγόταν έως τις 14-5-2013 στις ρυθμίσεις της από 30-4-2009 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες (μεταλλουργικές) Ν.Πειραιά-Αττικής και Νήσων, καθώς και των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα ναυπηγεία Ελευσίνας-Σκαραμαγκά, ανεξάρτητα αν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της περιφέρειας Πειραιά, που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 4-5-2009, με την ΥΑ 19738/1575 (ΦΕΚ Β΄1208/19-6-2009). Σύμφωνα με αυτήν το ημερομίσθιο για την ειδικότητά του ορίστηκε σε 93 ευρώ, από την 1-7-2009 (κεφάλαιο Β΄Α2), και το ωράριο εργασίας σε επτά ώρες ημερησίως, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως (κεφ. Γ΄1). Η άνω Συλλογική Σύμβαση, ευρισκόμενη ήδη σε ισχύ στις 14-2-2012, για χρονικό διάστημα πέραν των 24 μηνών, έληξε, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 6/28-2-2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α΄38/28-2-2012), που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 1 § 6 του ν.4046/2012, κατά την ημερομηνία αυτή, οι κανονιστικοί της όμως όροι εξακολούθησαν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο μετά, δηλαδή μέχρι τις 14-5-2012 (γενική μετενέργεια). Στη συνέχεια, εφόσον δεν συνήφθη εν τω μεταξύ νέα ΣΣΕ, εξακολούθησαν να ισχύουν από τους κανονιστικούς της όρους, αποκλειστικά εκείνοι που αφορούσαν το βασικό του ημερομίσθιο, και τα λοιπά προβλεπόμενα επιδόματα (ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικίνδυνης εργασίας) και όχι άλλα (ειδική μετενέργεια), ως ενοχικοί όροι της ήδη εν ισχύ ατομικής του σύμβασης εξαρτημένης εργασίας  (ΑΠ 174/2019, ΑΠ 507/2017, ΑΠ 318/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Δεν αποδείχθηκε δε ότι οι όροι της καταργηθείσας αυτής ΣΣΕ είχαν ενσωματωθεί στην ατομική σύμβαση εργασίας του, αποτελώντας περιεχόμενό της, αφού δεν είχε γίνει ρητή παραπομπή σε αυτούς [ΑΠ 256/2016, ΕφΑθ (Μον) 6379/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Ειδικότερα, το γεγονός ότι το ημερομίσθιο του ενάγοντος διατηρήθηκε και μετά τις 14-5-2013 στο ίδιο επίπεδο, δεν σημαίνει ότι είχαν αποτελέσει όρους της ατομικής του σύμβασης και οι λοιποί όροι της ΣΣΕ. Άλλωστε και το έκτο ημερομίσθιο (κεφ. Γ΄1 ΣΣΕ) ουδέποτε του καταβλήθηκε. Τα αυτά κρίνοντας, επομένως, και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Έτσι, πέραν του άνω ημερομισθίου, που αφορούσε πενθήμερη εργασία και ωράριο 7 ωρών καθημερινά, όλοι οι λοιποί κανονιστικοί όροι της ΣΣΕ έπαψαν να ισχύουν. Επίσης, δεν αποδείχθηκε σταθερή και επαναλαμβανόμενη υπερωριακή απασχόλησή του επί τρίωρο εβδομαδιαίως, ή τέτοια εργασία του σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και διάρκεια, όπως και εργασία του κατά τις ημέρες του Σαββάτου, της Κυριακής αλλά και των επικαλούμενων αργιών (Πρωτοχρονιά, Καθαρά Δευτέρα, Μεγάλη Παρασκευή, Θεοφάνια), οι οποίες είχαν ορισθεί κατ’έθιμο ως ημέρες αργίας, με βάση την άνω ΣΣΕ (κεφάλαιο Δ΄3) και δεν αποτελούσαν ημέρες υποχρεωτικής αργίας με βάση το ΒΔ 748/1966 αργιών, αφού η κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως είναι γενικά ασαφής και δεν επιτρέπει την εξαγωγή συγκεκριμένων αξιόπιστων συμπερασμάτων, ως προς τα συγκεκριμένα ζητήματα. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται με βάση τις διατάξεις της άνω ΣΣΕ και μέχρι τις 14-5-2013, που αυτή ανέπτυξε μετενέργεια κατά τα προεκτεθέντα, ήτοι για την 1-1-2011 και 1-1-2013 (Πρωτοχρονιά), την 6-1-2011 και την 6-1-2013 (Θεοφάνια), την 7-3-2011, την 27-2-2012 και την 18-3-2013 (Καθαρά Δευτέρα), την 22-4-2011, την 13-4-2012 και την 3-5-2013 (Μεγάλη Παρασκευή)  το νόμιμο ημερομίσθιό του, ανεξαρτήτως του ότι δεν εργάστηκε πράγματι τις ημέρες αυτές, άνευ οποιασδήποτε προσαύξησης, δηλαδή συνολικά το ποσό των (10 Χ 93) 930 ευρώ, το οποίο, ωστόσο, έχει υπερκαλυφθεί από εκείνο που του έχει ήδη καταβληθεί, κατά τους ισχυρισμούς του, και για την αιτία αυτή. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμα όλα τα παραπάνω, -υπ’αριθμ. 3 (καθημερινή υπερωριακή απασχόληση εντός έδρας),  4 (εργασία κατά τα Σάββατα εντός έδρας) και 5 (εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες εντός έδρας)- αγωγικά κονδύλια, ορθά κατ’αποτέλεσμα εκτίμησε τις αποδείξεις, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας και πρέπει ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με βάση όσα προεκτέθηκαν και τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν αμφισβητήθηκαν,  ο ενάγων  :  Α) Για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων (εντός έδρας): α/ από 1-1-2011 έως 6-6-2011, κατά το οποίο εργάστηκε επί 106 καθημερινές, έπρεπε να λάβει (106 Χ 93) 9.858 ευρώ, ενώ έλαβε το ποσό των 9.642 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ύψους 216 ευρώ, β/ από 7-2-2012 έως 23-6-2015, κατά το οποίο εργάστηκε επί 845 καθημερινές, έπρεπε να λάβει (845 Χ 93) 78.585 ευρώ, ενώ έλαβε το ποσό των 67.995 ευρώ, δικαιούται τη διαφορά των 10.590 ευρώ και συνολικά για την ανωτέρω αιτία 10.806 ευρώ, Β) Για έκτο ημερομίσθιο (άρθρο 1 του κεφαλαίου Γ΄της άνω ΣΣΕ), για  22 εβδομάδες εργασίας από 1-1-2011 έως 6-6-2011 και για 66 εβδομάδες εργασίας από 7-2-2012 ως 14-5-2013, οπότε έληξε η ισχύς της, δικαιούται το συνολικό ποσό των 8.184 [88 (22 + 66)  Χ 93] ευρώ, Γ) Ως αμοιβή για τις αργίες (κεφάλαιο Δ΄3) της 25-3-2011, της 25-4-2011 (Δευτέρης ημέρας του Πάσχα) και της Πρωτομαγιάς, του ίδιου έτους, δικαιούται το ποσό των (93 Χ 3) 279 ευρώ και για τις αργίες του χρονικού διαστήματος από 7-2-2012 έως τις 14-5-2013, ήτοι 10 συνολικά αργίες και συγκεκριμένα της 25-3-2012, 16-4-2012 (Δεύτερης ημέρας του Πάσχα), της Πρωτομαγιάς, της 15-8-2012, 28-10-2012, 6-12-2012, 25-12-2012, 25-3-2013, της Πρωτομαγιάς και της 6-5-2013 (Δεύτερης ημέρας του Πάσχα), το ποσό των 930 ευρώ (93 Χ 10) ευρώ, και συνολικά για την ανωτέρω αιτία, των 1209 ευρώ, με βάση τους όρους της άνω ΣΣΕ. Και μετά από αυτό το χρονικό διάστημα, όμως, και μέχρι τη λήξη της εργασιακής του σχέσης, δικαιούται το νόμιμο ημερομίσθιό του, όχι για όλες τις παραπάνω υποχρεωτικές και κατ’έθιμο καθορισθείσες με την ίδια ΣΣΕ αργίες, αλλά τις υποχρεωτικές αργίες, με βάση το βδ 748/1966 δηλαδή την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου των ετών 2013 και 2014, των Χριστουγέννων του έτους 2014, της 25η Μαρτίου του έτους 2015 και της Δεύτερης ημέρας του Πάσχα των ετών 2014 και 2015 (21-4-2014 και 13-4-2015), για τις οποίες προβάλλεται σχετική αγωγική αξίωση, δηλαδή για έξι επιπλέον αργίες, και συνολικά  το ποσό των (93 Χ 6) 558 ευρώ, εκ των οποίων ουδέν έλαβε. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό κονδύλιο με την αιτιολογία ότι δεν δικαιούται αμοιβή για τις αργίες που δεν εργάστηκε, εφόσον οι σχετικοί όροι της ΣΣΕ δεν είχαν καταστεί και όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας του, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και πρέπει ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν, παρ’ότι ο εκκαλών δεν αμφισβητεί ειδικώς το συγκεκριμένο κονδύλιο αλλά την απόρριψη με την εκκαλουμένη εν γένει κονδυλίων για το μετά τις 14-5-2013 χρονικό διάστημα.   Δ) Για δώρο Πάσχα των ετών 2011, 2013, 2014 και 2015, και αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2012, και για δώρο Χριστουγέννων των ετών 2012 έως και 2014 και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων των ετών 2011 και  2015, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 1.732,05 ευρώ, εκ του οποίου του καταβλήθηκαν 1.251,92 ευρώ, των 1.732,05 ευρώ εκ του οποίου του καταβλήθηκαν 226,08 ευρώ, των 1.453,05 ευρώ, εκ του οποίου του καταβλήθηκαν 178,83 ευρώ, των 1.453,05 ευρώ, εκ του οποίου του καταβλήθηκαν 1.271,49 ευρώ, των 510,38 ευρώ, εκ του οποίου του καταβλήθηκαν 223,56 ευρώ, των 2.886,75 ευρώ, εκ του οποίου του καταβλήθηκαν 133,21 ευρώ, των 2.421,75 ευρώ, εκ του οποίου του καταβλήθηκαν 700,95 ευρώ, των 2.421,75 ευρώ, εκ του οποίου του καταβλήθηκαν 411,72 ευρώ, των 450,33 ευρώ, εκ του οποίου του καταβλήθηκαν 121,09 ευρώ και των 550,22 ευρώ, αντίστοιχα, εκ του οποίου ουδέν του καταβλήθηκε, και, επομένως, εξακολουθεί να του οφείλεται, συνολικά το ποσό των 11.092,53 ευρώ. Ε) Για επίδομα αδείας των ετών, 2011, το ποσό των 1.160,64 ευρώ, το οποίο του έχει καταβληθεί,  2012, το ποσό των 1.450,80 ευρώ, εκ του οποίου έχει λάβει 774,40 ευρώ, 2013, το ποσό των 1.209 ευρώ, εκ του οποίου έχει λάβει 766,02 ευρώ,  2014, το ποσό των 1.209 ευρώ, εκ του οποίου έχει λάβει 409,20 ευρώ και 2015, το ποσό των 1.209 ευρώ και πάλι εκ του οποίου έχει λάβει 979,60 ευρώ, συνεπώς, του οφείλεται το συνολικό ποσό των 2.148,58 ευρώ για την παραπάνω αιτία. ΣΤ) Για την απασχόλησή του επί επτάωρο, δύο (2) αργίες και είκοσι μία (21) Κυριακές εκτός έδρας, για τις οποίες δεν του χορηγήθηκε άλλη ημέρα ανάπαυσης, δικαιούται το ποσό των 3.743,25 ευρώ, εκ του οποίου έχει ήδη λάβει 2.093 ευρώ,  και, επομένως, του οφείλεται το ποσό των 1.650,25 ευρώ.

Πλέον αυτών, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν είναι γνωστό αν και πότε έλαβε τις ετήσιες άδειές του και ότι μέχρι την 14-5-2013, ο ενάγων, με βάση την ήδη γνωστοποιημένη στην εναγομένη, που δεν το αμφισβητεί, 15ετή κατά την πρόσληψή του προϋπηρεσία του, δικαιούτο άδεια 30 ημερών, ενώ στη συνέχεια με βάση την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε της 23-5-2000 άδεια 25 εργασίμων ημερών, ως εργαζόμενος επί πενθήμερον και ότι στις τακτικές αποδοχές του μέχρι τις 14-5-2013 συμπεριλαμβάνετο η αναλογία του έκτου ημερομισθίου, το οποίο, ωστόσο, δεν διατηρήθηκε στη συνέχεια, αυτός δικαιούται για αποδοχές αδείας : α/ αναλογικά για το έτος 2011 (έως 6-6-2011)  : 12,47-κατά το σχετικό αίτημα- ημερομίσθια, με ημερομίσθιο, το οποίο με συνυπολογισμό της αναλογίας του έκτου ημερομισθίου (18,60 ευρώ) ανερχόταν σε 111,60 ευρώ (93+ 18,60) ήτοι 1.391,65 (111,60 Χ 12,47) ευρώ, β/ για αναλογία αποδοχών αδείας 2012 (από 7-2-2012) : 21,46-κατά το αγωγικό αίτημα- ημερομίσθια, υπολογιζόμενα με το άνω ημερομίσθιο, ήτοι (111,60 Χ 21,46) 2.394,93 ευρώ, γ/ για αποδοχές αδείας 2013 : μέχρι τις 14-5-2013 δικαιούτο 11 ημερομίσθια των 111,60 ευρώ, ήτοι 1.227,60 (11 Χ 111,60) ευρώ και έκτοτε μέχρι το τέλος του έτους, 15 ημερομίσθια των 93 ευρώ το καθένα, ήτοι 1.395 (15 Χ 93) ευρώ και συνολικά  2.622,60 ευρώ, δ/ για αποδοχές αδείας 2014 : 25 ημερομίσθια, με βάση υπολογισμού το ημερομίσθιο των 93 ευρώ, χωρίς καμία προσαύξηση, ήτοι 2.325 ευρώ, ε/ για αναλογία αποδοχών αδείας 2015 : 1.107,63 (11,9 ημερομίσθια Χ 93) ευρώ. Επομένως, το συνολικό ποσό αποδοχών αδείας που δικαιούται ανέρχεται σε 9.841,81 ευρώ, καθώς ουδέν ποσό του καταβλήθηκε.

Περαιτέρω, αναφορικά με την εκτός έδρας εργασία του ενάγοντος, ορθώς απορρίφθηκε το κονδύλιο της αποζημίωσης για τέτοια εργασία, αφού αφορούσε χρονικό διάστημα που είχε λήξει η ισχύς της άνω κλαδικής ΣΣΕ. Ωστόσο, η υπερωριακή του απασχόληση και η εργασία του, κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και αργίες, που δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη, θεμελιώνονται στις διατάξεις, που εκτίθενται στην οικεία σκέψη, και η μη επίκλησή τους δεν καθιστά μη νόμιμες τις σχετικές αξιώσεις του, όπως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη. Έτσι, με δεδομένο ότι και μετά τις 14-5-2013 διατηρήθηκε η πενθήμερη εργασία του και η επτάωρη απασχόλησή του ημερησίως,  αυτός, απασχολούμενος εκτός έδρας επί δωδεκάωρο καθημερινά, πραγματοποιούσε 60 ώρες εβδομαδιαίως, από τις  οποίες οι 35 αποτελούν το συμβατικό του ωράριο, οι επόμενες πέντε (36η-40η) υπερεργασία, κατά την οικεία σκέψη, και οι λοιπές κατ’εξαίρεση υπερωρίες, αφού η ενα­γομένη δεν είχε τηρήσει τις προβλεπόμενες από τον νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Έτσι, δι­καιούται για κάθε ώρα υπερεργασίας το καταβαλλόμενο ωρομίσθιό του, προσαυξημένο κατά ποσοστό 20% και για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας το καταβαλλόμενο ωρομίσθιό του προσαυξημένο κατά ποσοστό 80%, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην οικεία  μείζονα σκέψη. Επομέ­νως, με βάση τα προαναφερόμενα για το χρονικό διάστημα από 1-12-2013 έως 31-3-2014, από 9/4 έως 15/4/2014 και από 8/12 έως 21/12/2014, δηλαδή 20,2 εβδομάδες, που το ωρομίσθιό του είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 15,94 (93 Χ 6 : 35) ευρώ, δικαιούται : α) Για την αμοιβή της υπερεργασίας κατά τις καθημερινές, το συνολικό ποσό των 1.933,14 ευρώ [δηλ. 20,2 εβδομάδες  X 5 ώρες ανά εβδομάδα X 19,14 ευρώ (ήτοι 15,94 ωρομίσθιο + 20% προσαύξηση= 19,14 ευρώ)] και β) Για την κατ’ εξαίρεση υπερωρία τις καθημερινές, το συνολικό ποσό των 8.696,1 ευρώ [δηλ. 20,2 εβδομάδες Χ 15 ώρες Χ 28,70 (ήτοι 15,95 + 80% προσαύξηση= 28,70 ευρώ). Από τα παραπάνω ποσά, έχει ήδη λάβει, κατά τους ισχυρισμούς του, 6.110 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά των 4.519,24 ευρώ (1.933,14 + 8.696,1 -6.110], γ) για την εργασία του επί επτάωρο επί 20 συνολικά Σάββατα, το συνολικό ποσό των 2.900,2 ευρώ [δηλ. 20 Σάββατα Χ  7 ώρες Χ 20,72 (ήτοι 15,94 ωρομίσθιο + προσαύξηση 30 % =  20,72]  δ) για τις υπερωρίες του τα Σάββατα, το συνολικό ποσό των 3.729 ευρώ [δηλ. 20 Σάββατα Χ 5 ώρες Χ 37,29 (20,72 ωρομίσθιο + προσαύξηση 80 %=37,29). Από τα ποσά αυτά έχει ήδη λάβει κατά τους ισχυρισμούς του 3.120 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά των 3.509,2 (2.900,2 + 3.729 -3.120) ευρώ, δ) για τις υπερωρίες του, δηλαδή πέραν του επταώρου, τις Κυριακές και αργίες, το συνολικό ποσό των 5.773 {δηλ. 23 Κυριακές και αργίες Χ 5 ώρες Χ 50,2 [27,89 (15,94 + προσαύξηση 75 % ήτοι 11,95) πλέον προσαύξησης 80 % δηλαδή 22,31}] ευρώ. Από το ποσό αυτό, έχει ήδη λάβει, κατά τους ισχυρισμούς του 4.368 ευρώ συνολικά, συμπεριλαμβανομένης και της αμοιβής του για την εργασία του, εντός του νομίμου ωραρίου του, κατά τις συγκεκριμένες ημέρες, ήτοι των 2.093 ευρώ, που δέχεται στο σκεπτικό της και η εκκαλουμένη, ήτοι 2.275 (4.368-2.093)   ευρώ, επομένως, του οφείλεται η διαφορά των 3.498 (5.773- 2.275) ευρώ. Να σημειωθεί ότι, από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη εξοφλητικές αποδείξεις που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος και δήλωσή του περί εξόφλησης, εκείνες μεν που δεν είναι αναλυτικές, μνημονεύοντας την αιτία της καταβολής ήτοι το είδος της αξίωσης του ενάγοντος, δεν λαμβάνονται υπόψη [(ΕφΠειρ(Ναυτ) 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012.397]), ενώ οι λοιπές σε κάθε περίπτωση δεν ενέχουν παραίτησή του από το δικαίωμα λήψης των αποδοχών που δικαιούται [ΕφΠειρ (Μον) 396/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Β έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι έπρεπε να ληφθούν όλες υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατ’επέκταση, η αμφισβήτηση της γνησιότητάς τους εκ νέου εκ μέρους του ενάγοντος, η οποία μάλιστα προτείνεται αορίστως-τόσο ως προς τις εξοφλητικές αποδείξεις όσο και ως προς τα λοιπά έγγραφα τα σχετικά με την εργασία του όπως ατομικές συμβάσεις εργασίας του και καταγγελίες αυτών, πλην εκείνης της 23-6-2015, που άλλωστε δεν προσκομίζονται- προτείνεται αλυσιτελώς.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ενόψει του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε μερικώς την ως άνω αγωγή και : α) υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.184 ευρώ, ως αμοιβή για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, β) αναγνώρισε ότι του οφείλει επιπλέον το συνολικό ποσό των 26.906,36 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται και με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό από τις οριζόμενες ημερομηνίες, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, πρέπει, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της υπό στοιχ. Β΄έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως  : 1) Να απορριφθεί η υπό στοιχ. Β΄έφεση της εναγομένης ως αβάσιμη στο σύνολό της και 2) Να γίνει δεκτή η υπό στοιχ. Α΄έφεση του ενάγοντος, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις της που δεν ανατρέπονται με την παρούσα, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (ΕφΠειρ 711/2015, ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288), η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΕφΑνΚρ 79/2014, ό.π, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 619/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της  που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014, ό.π). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει  να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.184 ευρώ, να αναγνωριστεί δε ότι του οφείλει επιπλέον το ποσό των 26.906,36, που έγινε δεκτό πρωτοδίκως, με τον νόμιμο τόκο από τις προσδιορισθείσες στην εκκαλουμένη ημεροχρονολογίες, εφόσον το συγκεκριμένο κονδύλιο δεν πλήττεται, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, καθώς και το ποσό των 558 ευρώ, για αποδοχές αργιών, νομιμοτόκως από τις 24-6-2015, το ποσό των 9.841,81 ευρώ για αποδοχές αδείας, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό από το τέλος του αντίστοιχου ημερολογιακού έτους και ειδικώς για την αναλογία του επιδόματος αδείας 2011, από τις 7-6-2011, το ποσό των 4.519,24 ευρώ, για υπερεργασία και υπερωρία εντός της εβδομαδιαίας απασχόλησής του, το ποσό των 3.509,20 ευρώ για εργασία κατά τα Σάββατα και υπερωρίες κατά τις ημέρες αυτές και το ποσό των 3.498 για υπερωριακή απασχόλησή του Κυριακές και αργίες, με τον νόμιμο τόκο, όλα τα ποσά αυτά από τις 24-6-2015 και μέχρι την εξόφληση, ήτοι το επιπλέον ποσό των 21.926,25 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τις 24-6-2015 και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, κατόπιν σχετικού αιτήματος, πρέπει μέρος των δικαστικών του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της και ανάλογα προς την έκταση αυτής, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ενάγων δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα έξοδα για την απόκρουση της έφεσης της εναγομένης, κατά τα ειδικότερα επίσης οριζόμενα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 7-5-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ./////////2018) υπό στοιχ. Α΄έφεση του ενάγοντος και από 10-5-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ////////////2018) υπό στοιχ. Β΄έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 4112/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10-5-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. //////////2018) υπό στοιχ. Β έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 7-5-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ./////////2018) υπό στοιχ. Α΄έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ την από 9-2-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ////////////2016) αγωγή αγωγή και τη δικάζει κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν ογδόντα τεσσάρων ευρώ (8.184), με τον νόμιμο τόκο από τις 24-6-2015 και μέχρι την εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει επιπλέον στον ενάγοντα το ποσό των : Α) είκοσι έξι χιλιάδων εννιακοσίων έξι ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (26.906,36), νομιμοτόκως : 1) το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και πέντε λεπτών (16.364,05) από τις 24-6-2015, 2)  το ποσό των τετρακοσίων ογδόντα ευρώ και δεκατριών λεπτών (480,13) από την 1-5-2011, 3) το ποσό των τριακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (329,24) από την 7-6-2011, 4) το ποσό των διακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (286,82) από την 1-5-2012, 5) το ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων πενήντα τριών ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (2.753,54) από την 1-1-2013, 6) το ποσό των χιλίων πεντακοσίων πέντε ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (1.505,97) από την 1-5-2013, 7) το ποσό των χιλίων επτακοσίων είκοσι ευρώ και ογδόντα λεπτών (1.720,80) από την 1-1-2014, 8) το ποσό των χιλίων διακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (1.274,22) από την 1-5-2014, 9) το ποσό των δύο χιλιάδων δέκα ευρώ (2.010) από την 1-1-2015, το ποσό των εκατόν ογδόντα ενός ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (181,56) από την 1-5-2015, και μέχρι την εξόφληση,  Β) των είκοσι μίας χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (21.926,25), νομιμοτόκως : 1) το ποσό των δώδεκα χιλιάδων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (12.084,44) από τις 24-6-2015, 2) το ποσό των εννέα χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα ενός ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (9.841,81), για κάθε επιμέρους ποσό, από το τέλος του έτους στο οποίο αφορά (τέλος 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015) και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων (3.300) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις  1.6.2020.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ