Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 405/2020

Αριθμός 405 /2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 21-12-2014 (με ΓΑΚ ……../2014 και ΕΑΚ ……/2014) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4350/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την  τακτική διαδικασία.Η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β και παρ.2, 516 παρ. 1 και 517 του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι ουδείς από τους διαδίκους επικαλείται, ούτε προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης(άρθρ.518 παρ.2 ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Σημειώνεται, ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το νόμιμο παράβολο εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012),  Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθ.3 § 1 ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου.  Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών (ΑΠ 803/2000 ΕλΔ 41.1599, ΑΠ 108/1998 ΕλΔ 29.1392, ΕφΑθ 6073/2002 Δνη 44.209, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλΔ 2004.1466).  Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο.  Από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρ. 42, 43 και 44 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι με συμφωνία των μερών μπορεί να αποκλεισθεί η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί υφισταμένων όταν η συμφωνία γίνει εγγράφως, και επί διαφορών που θα προκύψουν στο μέλλον από ορισμένη σχέση (εφόσον πρόκειται για διαφορές, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο), με την προϋπόθεση ότι τούτο καθορίζεται κατά τρόπο σαφή. Στην περίπτωση αυτή, με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους εκφράζουν τη βούλησή τους και έτσι προβαίνουν στον καθορισμό του κατά τόπο αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου και η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νόμιμης προσβολής της (ΟλΑΠ 4/1992, ΑΠ 1288/1994).Η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της κρίνεται κατά το lex fori, ενώ το δικαίωμα προτάσεώς της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθ. 281 ΑΚ (ΕφΑθ 6359/2003 ό.π.).  Όταν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί αποκλειστικής αρμοδιότητας άλλου δικαστηρίου θεμελιώνεται σε ρητή συμφωνία των διαδίκων περί παρεκτάσεως, ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά μόνο κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθ. 263 εδ. α` ΚΠολΔ, ΑΠ 703/2005, ΕφΛαρ 833/2006 Δικογραφία 2007.95, ΕφΑθ 717/2009 ΤΝΠ Νόμος).  Τέλος, με βάση το άρθρο 44 οι παραπάνω συμφωνίες δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός αν από τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθ. 2 § 1, 4 § 1, 5 § 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, η οποία αντικατέστησε την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών “για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, συνάγεται ότι καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους. Περαιτέρω, θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά στον Κανονισμό.  Όμως η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί με βάση την γενική  αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως να κατισχύσει της βουλήσεως των μερών (ΕφΑθ 5034/2003 ΕλΔ 2004.524).Ειδικότερα, στο άρθρο 23 του 44/2001 Κανονισμού ορίζεται ότι: “αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάσουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως.  Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτιστεί: α) είτε γραπτά, είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση….”. Με την § 2 του ιδίου άρθρου ορίστηκε ότι: “όταν μια τέτοια συμφωνία καταρτίζεται από μέρη εκ των οποίων κανένα δεν έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών δεν μπορούν να δικάσουν τη διαφορά, εφόσον το ή τα υποδειχθέντα δικαστήρια δεν έχουν διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας τους”. Περαιτέρω, στο άρθρο 24 ορίζεται ότι: “Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθ. 22”.  Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι ο κανόνας αρμοδιότητας που θεσπίζει η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή, όταν ο εναγόμενος, όχι μόνο αμφισβητεί την αρμοδιότητα, αλλά προβάλλει και ισχυρισμούς επί της ουσίας της διαφοράς, υπό τον όρο ότι, η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας, εφόσον δεν προηγηθεί οιασδήποτε πράξεως άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικώς της ενέργειας, η οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου (βλ. ΔΕΚ 24.6.1981 Elephanten Schoh GMBH/Jaoqmain 150/1980, ΔΕΚ 7.3.1985 Spitzley/Sommer 48/84, ΕφΠειρ 546/2006 Αρμ. 2008,437).  Η ειρημένη διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι επιτρέπεται στον εναγόμενο όχι μόνο να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα, αλλά και να προβάλει ταυτόχρονα, επικουρικά ισχυρισμό άμυνας επί της ουσίας, χωρίς να χάνει εξαιτίας τούτου το δικαίωμα προβολής της ενστάσεως αναρμοδιότητας (βλ. ΔΕΚ 22.10.81 Rohr κατά Ossberger, 27/81 επί της ερμηνείας του άρθρου 18 ΔΣ των Βρυξελλών βλ. επίσης Κεραμέα/Κρεμλή/Ταγαρά, Η Σύμβαση των Βρυξελλών,1989, άρθρ. 18 σελ 171 επ Επειρ 416/2004 Τράπεζα Νομ. Πληρ. ΔΣΑ, ΕφΠειρ 546/2006 οπ). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί εδώ ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνώρισαν ότι η ελευθερία των μερών να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο θα πρέπει να αποτελεί ένα από τους ακρογωνιαίους λίθους των κανόνων σύγκρουσης νόμων και ότι η συμφωνία μεταξύ των μερών για την ανάθεση αποκλειστικής αρμοδιότητας σε ένα ή περισσότερα δικαστήρια ή δικαιοδοτικά όργανα ενός κράτους μέλους για την διευθέτηση των διαφορών θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον εκδηλώθηκε σαφώς μια επιλογή εφαρμοστέου δικαίου.  Ενόψει αυτών, με τον Κανονισμό 593/2008 της 17ης Ιουνίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ορίστηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 ότι “Η Σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη.  Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης.  Με την επιλογή τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης”. Μόνο σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 3… το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του Κανονισμού. Όπως εκτέθηκε παραπάνω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 του ΚΠολΔ πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο, μπορεί να γίνει αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, οι οποίες έχουν περιουσιακό αντικείμενο, με ρητή έγγραφη συμφωνία των διαδίκων, στην οποία αναφέρεται και η έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές αυτές.  Τυχόν τέτοια συμφωνία καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά (βλ. ΑΠ 755/1993, ΕΕΝ 1994, 529, ΕφΑθ 2523/2005, ΕφΑθ4467/2010, βλ. ECJ, C-9/87, 8.3.1988, Arcado/Haviland, ECR (1988) 1539, ECJ 27.9.1988, Case 189/87, Athanasios Kalfelis v Bankhaus Schroeder, Muenchmeyer, Hengst and Co. Andothers, [1988] ECR 5565, βλ. επίσης σχ. Και άρθρα 6.1 και 28 παρ. 3 του Κανονισμού 44/2001 ΕΚ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 12-3-2013 και με αριθμ.έκθ.κατάθ……../2013 αγωγή  της, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη, εκκαλούσα, εδρεύουσα στον ……….. και νόμιμα εκπροσωπούμενη, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “………….”, στρεφόμενη κατά της εναγόμενης και ήδη, εφεσίβλητης εδρεύουσας στην Αγγλία και νόμιμα εκπροσωπούμενης, εταιρείας με την επωνυμία “…………”, πρώην με την επωνυμία “…………..”, ιστορούσε, μεταξύ άλλων, ότι δραστηριοποιήθηκε στον τομέα εισαγωγής και εν γένει εμπορίας αυτοκινήτων και ανταλλακτικών του οίκου ………… στην Ελλάδα, ήδη από το έτος 1987  που συστάθηκε, ενώ την 1-10-2003 και προς συμμόρφωση και προσαρμογή της συμβατικής τους σχέσης προς το Κοινοτικό Δίκαιο, υπέγραψε με την εναγόμενη α)Σύμβαση Διανομής Εισαγωγέων και β)Σύμβαση Εξουσιοδότησης Δικτύου Εισαγωγέων. ΄Οτι στις 28-6-2011, η εναγόμενη προέβη στην καταγγελία των ως άνω συμβάσεων, τα αποτελέσματα της οποίας θα επέρχονταν μετά την παρέλευση δύο ετών, ήτοι, στις 28-6-2013.΄Οτι η ως άνω καταγγελία έγινε καταχρηστικά και χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος, με σκοπό την υφαρπαγή της πελατείας της ενάγουσας προς όφελος του νέου αντιπροσώπου-διανομέα, που επέλεξε η εναγόμενη. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από νομότυπο περιορισμό του αιτήματός της, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει τα ακόλουθα ποσά: α)ποσό 646.477 ευρώ, ως διαφυγόντα κέρδη για την περίοδο από 21-9-2012 έως 28-6-2013, β)ποσό 117.346,78 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία, που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης, γ)ποσό 1.671.688 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, ποσό 417.742,48 ευρώ, ως αποζημίωση πελατείας και δ)ποσό 300.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, δεχόμενη ως κατ’ουσίαν βάσιμη, την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, που πρότεινε η εναγόμενη με τις έγγραφες προτάσεις της και με δήλωσή της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, λόγω της συναφθείσης μεταξύ τους έγκυρης  ρήτρας παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων της Αγγλίας,  απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου Πειραιά.Από την παραδεκτή επισκόπηση όλων των αποδεικτικών μέσων(εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), προκύπτουν τα εξής: Με τον όρο 21 της από 1-10-2003 “Σύμβασης Διανομής” τα σε αυτήν συμβαλλόμενα μέρη, ήτοι, η αγγλική εταιρεία με την επωνυμία, “………….”,- η οποία την 30-3-2012, μετονομάστηκε σε “……….” (εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη)- και η ανώνυμη ελληνική εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, συνήψαν ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων της Αγγλίας, καθώς και ρήτρα επιλογής του Αγγλικού δικαίου, ως εφαρμοστέου δικαίου επί της Σύμβασης αυτής και των πάσης φύσεως διαφορών τους που προέρχονται από αυτήν. Ο όρος αυτός έχει επί λέξει ως εξής:”H παρούσα Σύμβαση διέπεται από το Δίκαιο της Αγγλίας και τα συμβαλλόμενα μέρη υποβάλλονται ανέκκλητα στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων”. Περαιτέρω, με τον όρο 18 της από 1-10-2003 “Σύμβασης Εξουσιοδοτημένου Εισαγωγέα”, τα ίδια συμβαλλόμενα μέρη συνήψαν ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων της Αγγλίας, καθώς και ρήτρα επιλογής του Αγγλικού δικαίου επί της συμβάσεως τους αυτής και των πάσης φύσεως διαφορών, που προέρχονται από τη σύμβαση αυτή. Ο όρος αυτός έχει επί λέξει ως εξής: “Η παρούσα Σύμβαση διέπεται από το Δίκαιο της Αγγλίας και τα συμβαλλόμενα μέρη υποβάλλονται ανέκκλητα στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων”. Με τις συμβάσεις αυτές η ως άνω αγγλική εταιρεία διόρισε την “…………” να ενεργεί ως εξουσιοδοτημένος Εισαγωγέας της, να πωλεί οχήματα της πρώτης, ανταλλακτικά και αξεσουάρ και να διορίζει εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους και εξουσιοδοτημένους επισκευαστές στην περιοχή της Ελλάδος. Στις 28-9-2007 μεταξύ των ως άνω εταιρειών και της ενάγουσας και ήδη, εκκαλούσας, ελληνικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “…………..”, η οποία υπεισήλθε στις δύο πιο πάνω συμβάσεις, ως διανομέας στη θέση της “………….”, την οποία και υποκατέστησε, συνήφθη (άρθρο 3) ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων της Αγγλίας, καθώς και ρήτρα επιλογής του Αγγλικού δικαίου ως εφαρμοστέου δικαίου επί της Σύμβασης, ρήτρα, η οποία έχει επί λέξει ως εξής: “3.1.H παρούσα Σύμβαση και κάθε διαφορά ή απαίτηση που προέρχεται από αυτή, θα διέπεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο.3.2.΄Ολες οι διαφορές ή απαιτήσεις που προέρχονται ή σχετίζονται με την παρούσα Σύμβαση θα υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Αγγλίας και της Ουαλίας στην οποία τα συμβαλλόμενα μέρη ανέκκλητα υποβάλλονται”. Με  την ένδικη έφεσή της, η εκκαλούσα ομολογεί ότι λόγω ακριβώς της συμφωνηθείσας υποκατάστασής της στις δύο πρώτες συμβάσεις, οι ρήτρες παρέκτασης υπέρ των δικαστηρίων της Αγγλίας που περιέχονταν στις δύο αυτές συμβάσεις δεσμεύουν και αυτήν την ίδια. Από το περιεχόμενο, εξάλλου, των τριών πιο πάνω συμβάσεων προκύπτει ότι η τελευταία σύμβαση(σύμβαση συμβατικής υποκατάστασης της εκκαλούσας στις εμπορικές σχέσεις που είχαν εγκαθιδρυθεί ήδη με τις δύο πρώτες συμβάσεις) δεν παρουσιάζει αυτονομία ή αυτοτέλεια έναντι των δύο πρώτων συμβάσεων που εμπεριέχουν τους όρους των συμφωνιών των μερών αλλά, αντίθετα, αποτελεί με εκείνες ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, τα, δε, ζητήματα τόσο της παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων της Αγγλίας-Ουαλίας, ως ενιαίας δικαιοδοτικής περιοχής του Ηνωμένου Βασιλείου (βλ.μεταξύ άλλων τα παραρτήματα του Κανονισμού (ΕΚ)44/2001, αλλά και του μεταγενέστερου Κανονισμού (ΕΕ)1215/2012, όπου η Αγγλία και η Ουαλία αναφέρονται ρητώς ως ενιαία έννομη τάξη, ενιαία δικαιοδοσία) όσο και του ως εφαρμοστέου επιλεγέντος (Αγγλικού) δικαίου, ρυθμίζονται ενιαία, αδιαίρετα, αθρόα και ομοιόμορφα σε όλες αυτές τις συμβάσεις. Η τελευταία αυτή σύμβαση συνήφθη αποκλειστικά και μόνο για να αποτελέσει το “νομικό όχημα” της υπεισέλευσης της εκκαλούσας στα δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ των δύο πρώτων συμβάσεων και κατάληψης, έτσι, της συμβατικής θέσης της διανομέως στις εν λόγω συμβάσεις, μετά την έξοδο από αυτές της αρχικά συμβληθείσας σ’αυτές (ως διανομέως) εταιρείας ……….. Αμφότερες τις άνω συμβάσεις διανομής και εξουσιοδοτημένου εισαγωγέα κατήγγειλε η εναγόμενη και ήδη, εφεσίβλητη, στις 28-6-2011.Οι παραπάνω ρήτρες, από τις οποίες προκύπτει η καθαρή συμφωνία των μερών για παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων της Αγγλίας και της Ουαλίας, κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η εναγόμενη και ήδη, εφεσίβλητη, καθιδρύουν αποκλειστική αρμοδιότητα, κατά παρέκταση, των δικαστηρίων αυτών και πληρούν, από πλευράς τύπου, όλες τις οριζόμενες, από τις διατάξεις των άρθρων 42, 43, 44 ΚΠολΔ και 23 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, προϋποθέσεις για την εγκυρότητά τους, καθόσον καταρτίστηκαν εγγράφως, αναφέρονται σε διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο και προέρχονται από ορισμένη έννομη σχέση, δηλαδή τις ένδικες συμβάσεις και διανομής εισαγωγέα και εξουσιοδότησης δικτύου Εισαγωγέα, χωρίς κάποια επιφύλαξη ή εξαίρεση. Επιπλέον είναι απόλυτα σαφείς, μη χρήζουσες, ούτε επιδεχόμενες αντίθετης ερμηνείας κατά τη lex fori περί συντρέχουσας αρμοδιότητας των ελληνικών δικαστηρίων, καθώς τα συμβαλλόμενα μέρη, εάν ήθελαν κάτι τέτοιο, θα το είχαν ρητά προβλέψει. Εξάλλου, απ’όλες τις ως άνω ρήτρες, ερμηνευόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Αγγλίας συμφωνήθηκε να υπάγονται όλες οι διαφορές που απορρέουν από τις μεταξύ των διαδίκων συναφθείσες συμβάσεις, χωρίς να αποκλείονται αυτές που στηρίζονται στην αδικοπραξία, υπάγονται, δηλαδή, τόσο αυτές που έχουν ως νομική βάση τις συμβάσεις διανομής Εισαγωγέα και Εξουσιοδότησης Δικτύου Εισαγωγέα, όσο και τις συναφείς αξιώσεις, που απορρέουν από τις συγκεκριμένες έννομες σχέσεις, αλλά στηρίζονται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ενόψει και του ότι δεν γίνεται διάκριση γι’ αυτές. Επομένως, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι οι παραπάνω ρήτρες δεν καλύπτουν τις αδικοπρακτικής φύσεως ένδικες αξιώσεις της περί διαφυγόντων κερδών, αποζημίωσης για τη θετική της ζημία και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, παρίσταται ως αβάσιμος, αφού, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, οι εν λόγω αξιώσεις της γεννήθηκαν εξ αιτίας και με αφορμή την καταγγελία των συμβάσεων από την εναγόμενη και ως εκ τούτου αποτελούν συναφείς με τις συμβάσεις αυτές αδικοπρακτικές αξιώσεις. Συναφείς με τις ως άνω συμβάσεις είναι και οι θεμελιούμενες στη διάταξη του άρθρου 9 παρ.1 π.δ.219/1991 αξιώσεις της εκκαλούσας για καταβολή αποζημίωσης πελατείας, που απορρέουν από το νόμο (ex lege) και όχι από τις συμβάσεις αυτές, πλην όμως, ανεξάρτητα από τον τρόπο και χρόνο γένεσής τους, έχουν αφετηρία και αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο τις ως άνω συμβάσεις διανομής και συνδέονται άρρηκτα με τα βιοτικά περιστατικά της παράβασης των εν λόγω συμβάσεων και, ως εκ τούτου,  εμπίπτουν και αυτές στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας περί παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες, εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά (ΑΠ 948/2015, ΑΠ 1542/2014, ΑΠ 1697/2013, ΕφΠειρ174/2016, ΕφΑθ4467/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα, για τις αγωγικές αξιώσεις αποζημίωσης πελατείας, κρίνονται ως αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και το σχετικό σκέλος του περί ύπαρξης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων λόγου της ένδικης έφεσης. Την εγκυρότητα και δεσμευτικότητα των άνω ρητρών παρέκτασης αποδέχθηκε, εμπράκτως, η εκκαλούσα, καθώς, σε χρόνο προγενέστερο της αγωγής της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, είχε ξεκινήσει δικαστικός αγώνας ενώπιον του Αγγλικού δικαστηρίου, ύστερα από σχετική αγωγή της ήδη, εφεσίβλητης κατ’αυτής, στο δικαστήριο, δε, αυτό η εκκαλούσα παραστάθηκε όχι μόνον για να αντικρούσει την αγωγή της ήδη εφεσίβλητης, στην ουσία της, αλλά και ειδικώς υποβλήθηκε η ίδια στην δικαιοδοσία εκείνου του δικαστηρίου, φέροντας προς δικαστική κρίση σ’αυτό δικές της ανταπαιτήσεις κατά της εφεσίβλητης, με την άσκηση της από 4-3-2013 αντίκρουσης-ανταγωγής της (βλ.την από 26-6-2013 Διαταγή (Order) του Ανώτερου Δικαστηρίου της Αγγλίας (High Court of Justice), με την οποία η ήδη, εκκαλούσα και εκεί εναγόμενη διατάχθηκε να καταβάλει στην εφεσίβλητη και εκεί ενάγουσα το ποσό των λιρών Αγγλίας 219.754,33).Με τον τρόπο αυτό, η ήδη, εκκαλούσα αναγνώρισε και έμπρακτα την αποκλειστική δικαιοδοσία των Αγγλικών δικαστηρίων και ζήτησε από αυτά δικαστική προστασία και ως εκ τούτου, η εκ μέρους της προσπάθεια παραμερισμού των εγκύρως συναφθεισών και δεσμευτικών ρητρών παρέκτασης υπέρ του ως άνω αλλοδαπού δικαστηρίου, αποτελεί, στην προκείμενη περίπτωση, συμπεριφορά venire contra factum proprium, αποδοκιζόμενη από το Δίκαιο. Περαιτέρω, αβάσιμα, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 5 παρ.3 του Κανονισμού 44/2001 ΕΟΚ περί “διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές-εμπορικές υποθέσεις”, σύμφωνα με το οποίο, προκειμένου περί αξιώσεων που πηγάζουν από αδικοπραξία, διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Και τούτο διότι η διάταξη αυτή ισχύει μόνο στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες τα μέρη παρέλειψαν να περιλάβουν στη σχετική σύμβασή τους ρήτρα παρέκτασης υπέρ άλλου δικαστηρίου και τούτο, διότι η εισαγόμενη με το άρθρο 5 παρ.3 του Κανονισμού βάση δικαιοδοσίας είναι ειδική και συντρέχουσα και εκτοπίζεται από την αποκλειστική δωσιδικία της εγκύρως συνομολογηθείσας παρέκτασης. Με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του ίδιου Κανονισμού, τα μέρη έχουν ευχέρεια να επιλέξουν κατά παρέκταση τα δικαστήρια, στα οποία επιθυμούν να υποβάλουν τις πάσης φύσεως διαφορές τους, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση, όπου σε όλες τις ανωτέρω Συμβάσεις περιλήφθηκαν οι προαναφερθείσες ρήτρες παρέκτασης χωρίς να γίνεται καμία διάκριση ως προς τις διαφορές που θα προκύψουν από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία ή από αξιώσεις εκ του νόμου, που, κατά τα παραπάνω, έχουν αφετηρία και αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο τις ως άνω συμβάσεις διανομής και συνδέονται άρρηκτα με τα βιοτικά περιστατικά της παράβασης των εν λόγω συμβάσεων. Με βάση τα παραπάνω, οι ένδικες συμβατικές ρήτρες περί παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας καθιδρύουν αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων της Αγγλίας και Ουαλίας, είναι ισχυρές και κατισχύουν της κατ’άρθρ.5 παρ.1α και 3 του Κανονισμού 44/2001 δωσιδικίας του τόπου εκπλήρωσης της εκ συμβάσεως διανομής παροχής και του τόπου, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός. Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή, λόγω έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, δεχόμενο ως κατ’ουσίαν βάσιμη την στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ και 23 παρ.1 του Κανονισμού του Συμβουλίου, υπ’αριθμ. 44/2001, ένσταση της εναγόμενης και ήδη, εφεσίβλητης, ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της έφεσης πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί, όπως και η έφεση και, λόγω του ιδιαίτερα δυσχερούς του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου, πρέπει η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων (179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρούσες τις διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 21-12-2014 (με ΓΑΚ…../2014 και ΕΑΚ………./2014) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4350/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 12η Δεκεμβρίου 2019  και δημοσιεύθηκε την 2α Ιουνίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ