Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 427/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ

Αριθμός     427/2020

ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η κρινόμενη από 13-5-2019 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …../21-5-2019 έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της με αριθ. 2310/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικό – τακτική διαδικασία), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί της από 23-4-2013 και με Α.Κ. …/23-4-2013 αγωγής του κατά του αρχικώς εναγομένου ……….. (πατέρα της εφεσίβλητης, η οποία συνεχίζει τη δίκη στο όνομά του, ως μόνη εξ αδιαθέτου κληρονόμος του, μετά το θάνατό του στις 23-11-2017) και απέρριψε αυτή (αγωγή), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 9-8-2019, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 4-7-2019, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από τον εκκαλών κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).

Με την ανωτέρω αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, ο ενάγων εκθέτει ότι ο ίδιος και ο αρχικώς εναγόμενος ήταν μοναδικοί διευθυντές, διαχειριστές και μέτοχοι, κατά ποσοστό 50% ο καθένας, της εταιρίας «………….», η οποία έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, διατηρούσε την πραγματική της έδρα στον Άλιμο Αττικής και ήταν πλοιοκτήτρια του υπό σημαία νήσων Κομόρες Φ/Γ πλοίου «C.», με ΙΜΟ …… από το Νοέμβριο 2006 έως τις 15-1-2008, οπότε ο αρχικώς εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος την άνω ιδιότητά του, πώλησε και μεταβίβασε αυθαίρετα και εν αγνοία του (ενάγοντος) το άνω πλοίο στη μη διάδικο εταιρία «…………», αντί τιμήματος 350.000,00 δολαρίων Η.Π.Α, μέσω της εταιρίας συμφερόντων του «……………», αφού προηγουμένως προκάλεσε τη διαγραφή του από το νηολόγιο των νήσων Κομόρες και τη νηολόγησή του στο νηολόγιο της Σιέρρα Λεόνε. Ότι από το άνω τίμημα που εισέπραξε ο αρχικώς εναγόμενος, ο οποίος είχε αποκλειστικά την οικονομική διαχείριση του άνω πλοίου, όφειλε να του αποδώσει το 50% που αντιστοιχούσε στο ποσοστό συμμετοχής του στην άνω πλοιοκτήτρια εταιρία, ήτοι ποσό (350.000,00 : 2 =) 175.000,00 δολαρίων Η.Π.Α, που ήταν ισάξιο των 117.925,00 ευρώ, με βάση την επίσημη ισοτιμία των άνω νομισμάτων κατά την ημερομηνία πώλησης του πλοίου. Ότι παρά την άνω υποχρέωσή του ο αρχικώς εναγόμενος του απέδωσε συνολικά μόνο 42.939,00 ευρώ [ήτοι 30.000,00 ευρώ, καθώς και επιπλέον 20.000,00 δολάρια Η.Π.Α, που αντιστοιχούσαν σε 12.939,00 ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία των άνω νομισμάτων κατά το χρόνο της καταβολής (4-6-2008)], ενώ ιδιοποιήθηκε παράνομα το υπόλοιπο μέρος του τιμήματος (117.925,00 – 42.939,00 =) 74.986,00 ευρώ το οποίο έπρεπε να του αποδώσει με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην άνω πλοιοκτήτρια εταιρία, η οποία μετά την πώληση του πλοίου έπαυσε τη λειτουργία της. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων – επικαλούμενος ευθύνη του αρχικώς εναγομένου από αδικοπραξία, για το λόγο ότι η άνω συμπεριφορά του πληροί, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, το αδίκημα της υπεξαίρεσης σε βάρος του – ζήτησε να υποχρεωθεί αυτός, με διάταξη που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το άνω ποσό των 74.986,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τέλεσης της άδικης πράξης, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε αρχικά, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 3435/2018 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικό – τακτική διαδικασία), με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της αγωγής μέχρι την αμετάκλητη περάτωση σχετικής ποινικής διαδικασίας που εκκρεμούσε σε βάρος του αρχικώς εναγομένου. Όμως ο τελευταίος απεβίωσε στις 23-11-2017 και έπαυσε οριστικά λόγω του θανάτου του η άνω ποινική διαδικασία σε βάρος του. Ο ενάγων επανέφερε προς συζήτηση την άνω αγωγή με την από 27-12-2018 και με ΓΑΚ .. και ΕΑΚ ../28-12-2018 κλήση του κατά της θυγατέρας του άνω αποβιώσαντος ……….. …., η οποία υπεισήλθε στη θέση του ως μόνη εξ αδιαθέτου κληρονόμος του. Επί της αγωγής εκδόθηκε ακολούθως, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 2310/2019 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου (Τμήμα Ναυτικό – τακτική διαδικασία), η οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό: Α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης, που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, για το λόγο ότι ο αρχικώς εναγόμενος φέρεται ότι τέλεσε την άνω παράνομη και υπαίτια πράξη σε βάρος του ενάγοντος με την ιδιότητα του διαχειριστή της αλλοδαπής εταιρίας «…………», η οποία ιδρύθηκε κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας των νήσων Μάρσαλ και Β) ότι εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει: α) Ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις διεξαγωγής της δίκης – συμπεριλαμβανομένης της νομιμοποίησης των διαδίκων, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του υπό ευρεία έννοια έννομου συμφέροντος – το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori) και β) Ως προς τα ζητήματα του άδικου και παράνομου χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξης, της υπαιτιότητας, της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, των προϋποθέσεων θεμελίωσης ευθύνης του ζημιώσαντος, του είδους και της έκτασης της αποζημίωσης, καθώς και ως προς το επιμέρους ζήτημα του εάν το μέλος νομικού προσώπου έχει αξίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις σε βάρος προσώπου που ζημίωσε το νομικό πρόσωπο, το ελληνικό δίκαιο, κατ’ άρθρο 26 Α.Κ, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία διαπράχθηκε το αδίκημα. Στη συνέχεια η αγωγή, εξεταζόμενη αυτεπάγγελτα ως προς τη νομιμοποίηση του ενάγοντος με βάση το ελληνικό δίκαιο που κρίθηκε εφαρμοστέο, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησής του, καθώς κρίθηκε ότι ο ενάγων, με την επικαλούμενη ιδιότητα του μετόχου της άνω πλοιοκτήτριας εταιρίας, υπέστη μόνο έμμεση ζημία από την επικαλούμενη μη απόδοση σ’ αυτόν του άνω ποσού που του αναλογεί από το τίμημα της πώλησης του άνω πλοίου και ότι μόνον η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία, ως αμέσως ζημιωθείσα από την επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια πράξη του αρχικώς εναγομένου, νομιμοποιείται προς αξίωση του ποσού αυτού. Παράλληλα, κρίθηκε ότι η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία συστήθηκε έγκυρα κατά το δίκαιο της καταστατικής έδρας της (Δημοκρατίας των νήσων Μάρσαλ), ότι δεν προκύπτει να έχει λυθεί τουλάχιστον μέχρι το χρόνο της περαιτέρω συζήτησης της αγωγής, ότι εμπίπτει στην εξαίρεση από τη θεωρία της πραγματικής έδρας κατ’ άρθρα 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978 (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 11 παρ. Δ. του Ν. 3816/2010) και 4 παρ. 9 Ν. 2234/1994, ενόψει του ότι είχε αναθέσει τη διαχείριση του άνω πλοίου της στην εδρεύουσα στη Δημοκρατία των νήσων Μάρσαλ εταιρία «………….» συμφερόντων του αρχικώς εναγομένου, η οποία είχε εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968, 27/1975, Ν. 814/1978 και Ν. 2234/1994 και διέπεται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται η καταστατική της έδρα, δηλαδή από το δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, καθώς και ότι δεν ασκεί αντίθετη επιρροή επί των ανωτέρω το γεγονός ότι η άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα της άνω διαχειρίστριας εταιρίας του πλοίου ανακλήθηκε μεταγενέστερα με την υπ’ αριθ. 3122.1/3695/12/24032/20-2-2009 Κ.Υ.Α των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (Φ.Ε.Κ. 97/ΤΑΠΣ/19-6-2003). Κατά της ανωτέρω απόφασης, που απέρριψε την αγωγή του ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης παραπονείται ο ενάγων, έχων έννομο προς τούτο συμφέρον ως εν όλω ηττηθείς διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή του, ζητώντας για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής του και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή του ως βάσιμη κατ’ ουσία και να του επιδικασθεί το αιτούμενο χρηματικό ποσό.

Κατά το άρθρο 10 Α.Κ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου ρυθμίζονται τα επί μέρους ζητήματα που αφορούν στην ίδρυση, την έναρξη, την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση, την επωνυμία και τη διαχείριση του νομικού προσώπου, καθώς και στην αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» δε στη διάταξη αυτή νοείται όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, ο τόπος, δηλαδή, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 Α.Κ. κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978, σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Η εφαρμογή των διατάξεων τούτων του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες, πλοιοκτήτριες πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους, διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975. Οι παραπάνω αναφερθείσες δύο περιπτώσεις αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 Α.Κ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε παραπάνω, αφού ρητά συνδέουν την ικανότητα δικαίου αυτών στην Ελλάδα με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 10 Α.Κ, εταιρίες των οποίων τα όργανα διοίκησης λειτουργούν πράγματι στην Ελλάδα, διέπονται γενικά, άρα και ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το ελληνικό δίκαιο, έστω και αν στο καταστατικό τους προβλέπεται άλλη «εθνικότητα» ή η έδρα τους έχει ορισθεί με το καταστατικό εκτός Ελλάδος. Αν, συνεπώς, διαπιστωθεί, ότι η πραγματική έδρα της εταιρίας που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσης (σύστασης και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρία είναι άκυρη και θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, οι δε εταίροι των εταιριών αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012. Τούτο, όμως, δεν ισχύει, προκειμένου περί ναυτιλιακών εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία ή πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα δυνάμει αδείας ή τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένα εντός της ημεδαπής, δυνάμει ομοίως αδείας, καθόσον, κατά τα παραπάνω, διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων. Η άδεια εγκατάστασης των εταιριών αυτών, των γραφείων ή των υποκαταστημάτων τους στην Ελλάδα, χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, που δημοσιεύεται, κατά το άρθρο 25 του πιο πάνω νόμου (Ν. 27/1975), όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 28 Ν. 814/1978, 77 παρ. 5 Ν. 1892/1990 και 4 Ν. 2234/1994, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έκτοτε επέρχονται και οι έννομες συνέπειές της. Σε περίπτωση όμως που ανακληθεί η άδεια εγκατάστασης των ως άνω εταιριών, οι εταιρίες αυτές, από τη δημοσίευση ομοίως της σχετικής υπουργικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον συνεχίζεται η λειτουργία τους, επειδή δεν έχουν συσταθεί κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, θεωρούνται κατά τα ανωτέρω ως ομόρρυθμες «εν τοις πράγμασι» και τα μέλη της διοίκησης και οι μέτοχοι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012 (Ολ.Α.Π. 2/2003, ΕλλΔνη 1994, 1249, Α.Π. 1183/2019, Α.Π. 803/2010, Α.Π. 812/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ, όποιος ζημιώσει άλλον παρανόμως και υπαιτίως έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή παραλείψεως, γ) υπαιτιότητα και δ) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος (ζημίας). Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνος δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της εννόμου τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Στην έννοια της κατά το άρθρο 914 Α.Κ. υπαιτιότητος περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια του παρανόμως πράξαντος ή παραλείψαντος. Εφ’ όσον δε γίνεται επίκληση υπαίτιας συμπεριφοράς, με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, στον ειδικότερο προσδιορισμό αυτής (της υπαιτιότητας) προβαίνει το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς εντεύθεν να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής. Περαιτέρω, κατά την έννοια της ίδιας ως άνω διατάξεως, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνο όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας σε άλλον, αλλά και όταν, χωρίς να την αποσκοπεί, προβλέπει και αποδέχεται την επέλευση της ζημίας αυτής, είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Αμέλεια υπάρχει, κατά την έννοια του άρθρου 330 Α.Κ, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον, είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από την διάταξη του άρθρου 298 εδ β’ Α.Κ. εξ άλλου προκύπτει, ότι η απαραίτητη, για τη θεμελίωση της αξιώσεως αποζημιώσεως, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν η ανωτέρω συμπεριφορά (από δόλο ή αμέλεια), κατά την κοινή και την συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, κατατείνει αντικειμενικά στην παραγωγή της ζημίας (Α.Π 1206/2019, Α.Π. 932/2011, Α.Π. 337/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από τις συνδυασμένες διατά­ξεις των άρθρων 72, 759, 777 εδ. α’, 780 εδ. α’, 781, 782 και 784 Α.Κ, όπως ίσχυαν κατά τον ένδικο χρόνο, προκύπτει ότι οι εταιρίες με νομική προ­σωπικότητα έχουν δική τους περιουσία και δι­ατηρούν τη νομική προσωπικότητά τους μέχρι πέρατος της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής. Κύριος των εισφορών των εταίρων, αλλά και των αποκτημάτων από τη διαχείριση και γενικότερα φορέας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αποτελούν την εταιρική περιουσία, μέχρι τη ρευστοποίηση και τη διανομή αυτής, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Συνεπώς, σύμφωνα και με το συνδυασμό των άρθρων 64 και 68 Κ.Πολ.Δ, μόνη αυτή (η εταιρία) ως νομικό πρόσωπο, νομιμο­ποιείται ενεργητικώς και παθητικώς, να μετέχει στις σχετικές δίκες (π.ρ.β.λ. Ολ.Α.Π. 1/1994, Α.Π. 1947/2006, Δ.Ε.Ε. 2007, 446, Εφ.Λαρ. 191/2014, Εφ.Πατρ. 397/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 73 του Κ.Πολ.Δ, το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 62 έως 72 του ίδιου κώδικα. Επομένως, το εφετείο έχει την εξουσία να εξετάσει, και χωρίς ιδιαίτερο παράπονο της έφεσης, την συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων, στις οποίες συγκαταλέγονται και η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, τόσο ενώπιών του, όσο και κατά το χρόνο της (πρώτης) ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζητήσεως (Α.Π. 1781/2002, ΕλλΔνη 43, 1423, Εφ.Αθ. 203/2019, Εφ.Δωδ. 32/2018, Εφ.Πειρ. 149/2015, Εφ.Αθ. 3480/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τους λόγους της έφεσής του, των οποίων το περιεχόμενο εκτιμάται ενιαία, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978  και 4 παρ. 9 του Ν. 2234/1994 και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη δέχτηκε ότι η αλλοδαπή πλοιοκτήτρια εταιρία του πλοίου «C» διέπεται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου, κατ’ απόκλιση του κανόνα του άρθρου 10 Α.Κ, από το δίκαιο της καταστατικής έδρας της και δη από το δίκαιο της Δημοκρατίας των νήσων Μάρσαλ, ενώ, εάν ερμήνευε και εφάρμοζε ορθά τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων – οι οποίες δεν εφαρμόζονται επί εταιριών που έπαυσαν να πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους – και εκτιμούσε ορθά τις αποδείξεις (και συγκεκριμένα το από 27-2-2015 έγγραφο της Διεύθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, το με αριθ. 567/2015 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά και την από 6-7-2006 σύμβαση διαχείρισης του άνω πλοίου μεταξύ της πλοιοκτήτριας εταιρίας αυτού και της εταιρίας «………..» συμφερόντων του αρχικώς εναγομένου) θα έκρινε ότι η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία είναι αδημοσίευτη εν τοις πράγμασιν ομόρρυθμη εταιρία, διεπόμενη για το σύνολο των σχέσεών της από τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου.

Απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ.) και απ’ όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 3-7-2006 συστήθηκε κατά το δίκαιο περί Εμπορικών Εταιριών της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ η εταιρία με την επωνυμία «…………..» (βλ. το από 3-7-2006 πιστοποιητικό σύστασης (certificate of incorporation) το οποίο προσάγει με επίκληση η εφεσίβλητη – εναγόμενη …………]. Μοναδικοί Διευθυντές της άνω εταιρίας ήταν κατά τους κρίσιμους για την υπόθεση χρόνους ο ενάγων ………. και ο αρχικώς εναγόμενος ……….., οι οποίοι ήταν και μέτοχοι αυτής κατά ποσοστό 50% έκαστος, δηλαδή, από το σύνολο των 500 μετοχών της, έκαστος κατείχε 250 μετοχές. Η εταιρία αυτή υπήρξε πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Ένωσης Κομορών Φ/Γ πλοίου «C», με Δ.Δ.Σ. ….και με αριθμό ΙΜΟ…από το Νοέμβριο 2006 έως τις 15-1-2008, οπότε το άνω πλοίο πωλήθηκε στην εταιρία «…………..» και η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία έπαυσε τη λειτουργία της, χωρίς έκτοτε να εκκαθαριστεί και να εκλείψει η νομική της προσωπικότητα, ως άλλωστε και οι διάδικοι δεν επικαλούνται. Περαιτέρω, η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία, από 8-8-2006 και μέχρι την άνω πώληση του πλοίου, είχε αναθέσει εγγράφως τη διαχείρισή του στην εδρεύουσα στη Δημοκρατία των Νήσων Μάρσαλ εταιρία «…………», συμφερόντων του αρχικώς εναγόμενου, η οποία είχε εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968, 27/1975, Ν. 814/1978 και Ν. 2234/1994, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/3695/24032/6-6-2003 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (Φ.Ε.Κ. 97/ΤΑΠΣ/19-6-2003) (βλ. τη σχετική σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης, την οποία προσάγει με επίκληση η εφεσίβλητη). Επομένως η άνω, έχουσα νόμιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή, αλλοδαπή πλοιοκτήτρια εταιρία, της οποίας μέτοχοι τύγχαναν ο ενάγων και ο αρχικώς εναγόμενος, εμπίπτει στην εξαίρεση από τη θεωρία της πραγματικής έδρας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978 και 4 παρ. 9 του Ν. 2234/1994, και διέπεται ως προς τη σύσταση, τη λύση, τη νομική προσωπικότητα, την ικανότητα δικαίου και τη διαδικασία της εκκαθάρισης (καθόσον αυτή ρυθμίζει το ζήτημα της ικανότητας δικαίου του νομικού προσώπου της) από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται η καταστατική της έδρα, εν προκειμένω, δηλαδή, από το δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ και όχι από το ελληνικό δίκαιο. Κατά το δίκαιο των  Νήσων Μάρσαλ η εταιρία αυτή έχει εγκύρως συσταθεί ως εταιρία κατά μετοχές, δηλαδή ως κεφαλαιουχική εταιρία. Επομένως, δεν τίθεται καταρχήν ζήτημα ακύρως κατά το ελληνικό δίκαιο συσταθείσας κεφαλαιουχικής εταιρίας, επειδή δεν τήρησε τις γηγενείς διατυπώσεις δημοσιότητας και επειδή είχε αναπτύξει συναλλακτική δραστηριότητα και για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί ως εν τοις πράγμασιν ομόρρυθμη εταιρία. Σε αντίθετη παραδοχή δεν δύναται να οδηγήσει το ότι η άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα της άνω διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας ανακλήθηκε μεταγενέστερα και δη με την υπ’ αριθ. 3122.1/3695/12/24032/20-2-2009 Κ.Υ.Α των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής (Φ.Ε.Κ. 385/ΤΑΠΣ/4-3-2009), όπως προκύπτει και από το υπ’ αριθ. πρωτ. 3122.1/3695/16/27-2-2015 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού που προσάγει με επίκληση η  εφεσίβλητη – εναγόμενη. Και τούτο διότι η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία δεν συνέχισε να εμφανίζει συναλλακτική δραστηριότητα και μετά την  ανάκληση της άδειας εγκατάστασης στην Ελλάδα της άνω διαχειρίστριας εταιρίας του πλοίου της, ως άλλωστε και ο ενάγων δεν επικαλείται, πλην όμως απαιτείτο, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, προκειμένου η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία να δύναται να αντιμετωπιστεί ως ομόρρυθμη «εν τοις πράγμασιν» εταιρία και να μην καλύπτεται από τις άνω ευνοϊκές διατάξεις των Ν. 791/1978 και 2234/1994. Ομοίως, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην υπαγωγή της άνω πλοιοκτήτριας εταιρίας στην εξαίρεση από τη θεωρία της πραγματικής έδρας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978 και 4 παρ. 9 του Ν. 2234/1994, το γεγονός ότι, κατά το ίδιο άνω έγγραφο (3122.1/3695/16/27-2-2015), δεν κατατέθηκαν στη Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού επιστολή ανάθεσης της διαχείρισης από την άνω πλοιοκτήτρια εταιρία και υπεύθυνη δήλωση του εκπροσώπου της άνω διαχειρίστριας εταιρίας για την αποδοχή της διαχείρισης, ενόψει του ότι η παράλειψη κατάθεσης στην άνω Διεύθυνση των άνω εγγράφων δεν επιδρά στο υποστατό της άνω ανάθεσης διαχείρισης, για την οποία, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο (3122.1/3695/16/27-2-2015), η άνω υπηρεσία δήλωσε εξ αρχής ενήμερη, αφού αναγράφεται σ’ αυτό ότι στις κατατεθείσες ετήσιες αναφορές δραστηριότητας του γραφείου της άνω πλοιοκτήτριας εταιρίας ετών 2006 και 2007 η άνω διαχειρίστρια εταιρία μεταξύ άλλων είχε δηλώσει ότι διαχειρίστηκε το άνω πλοίο κατά τα έτη αυτά, αρχής γενομένης από 8-8-2006. Σε διαφορετική άποψη δεν οδηγείται το Δικαστήριο ούτε από το με αριθ. 567/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιώς, με το οποίο παραπέμφθηκε ο αρχικώς εναγόμενος ………….. στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Πειραιά για να δικαστεί για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας (και δη αναφορικά με υπόλοιπο 74.628,00 ευρώ από το 50% του τιμήματος της πώλησης του άνω πλοίου στις 15-1-2018, αφού κρίθηκε προηγουμένως ότι η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία δεν είχε εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα και λειτουργούσε στην ημεδαπή ως εν τοις πράγμασιν ομόρρυθμη εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα), ενόψει του ότι η σχετική κρίση του άνω Συμβουλίου η οποία, σημειωτέον, ουδέποτε ελέγχθηκε ούτε πρόκειται να ελεγχθεί από ποινικό Δικαστήριο (καθώς ο κατηγορούμενος – αρχικώς εναγόμενος απεβίωσε στις 23-11-2017) και σε κάθε περίπτωση εκτιμάται ελεύθερα από το παρόν πολιτικό Δικαστήριο (π.ρ.β.λ. σχετ. Α.Π. 390/2019, Α.Π. 1422/2017, Εφ.Πατρ. 27/2020, Εφ.Δωδ. 238/2019, Εφ.Θεσ. 855/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)  δεν αιτιολογείται πειστικά, αφού παραλείπεται οποιαδήποτε αναφορά στη διαχειρίστρια του άνω πλοίου εταιρία «………….» συμφερόντων του αρχικώς εναγομένου, η εγκατάσταση της οποίας στην Ελλάδα κατά το χρόνο λειτουργίας της άνω πλοιοκτήτριας εταιρίας δικαιολογεί την υπαγωγή της τελευταίας στην εξαίρεση από τη θεωρία της πραγματικής έδρας των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978 και 4 παρ. 9 του Ν. 2234/1994, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, αφού κατά το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως εκ του τόπου τέλεσης της ένδικης αδικοπραξίας (26 Α.Κ), αμέσως ζημιωθείσα από την επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια πράξη του αρχικώς εναγόμενου είναι η αλλοδαπή εταιρία «………….», η οποία είχε εγκύρως συσταθεί κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ ως εταιρία κατά μετοχές, δηλαδή ως κεφαλαιουχική εταιρία, της οποίας οι διάδικοι δεν επικαλούνται την εκκαθάριση και την εξάλειψη της νομικής της προσωπικότητας, κάτι που άλλωστε δεν αποδείχθηκε, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί μόνον αυτή να νομιμοποιείται ενεργητικά, ως φορέας των δικαιωμάτων της εταιρικής περιουσίας της, στην έγερση αξίωσης αποζημίωσης σε βάρος του αρχικώς εναγόμενου, λόγω της εκτιθέμενης παράνομης ιδιοποίησης χρηματικού ποσού από την πώληση του πλοίου «C.» πλοιοκτησίας της. Κατά συνέπεια ο ενάγων δεν νομιμοποιείται να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του, την οποία προσδιορίζει στο υπόλοιπο που δικαιούταν να εισπράξει από το τίμημα της αγοραπωλησίας του άνω πλοίου με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην άνω πλοιοκτήτρια εταιρία, αφού αυτός υπέστη μόνον έμμεση ζημία με την ιδιότητα του μετόχου της. Το γεγονός δε ότι αυτός, ως μέτοχός της, δικαιούνταν το 50% του τιμήματος από την πώληση του άνω πλοίου της, τον καθιστά μόνον εμμέσως ζημιωθέντα, ο οποίος εκ του λόγου τούτου και μόνον δεν έχει αξίωση προς αποζημίωση κατά της καθολικής διαδόχου του αρχικώς εναγομένου – εφεσίβλητης, δεδομένου ότι, πέραν της υπεξαίρεσης μέρους του τιμήματος που προήλθε από την πώληση του άνω πλοίου, δεν αναφέρει στην αγωγή του άλλη παράνομη συμπεριφορά του αρχικώς εναγομένου σε βάρος του. Το Πρωτοβάθμιο, συνεπώς, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις που τέθηκαν υπόψη του, επομένως οι άνω λόγοι έφεσης με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ’ ακολουθία πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση ως αβάσιμη κατ’ ουσία, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της  εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και να διαταχθεί, λόγω της ήττας του τελευταίου, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος απ’ αυτόν παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 2-8-2019 και με Γ.Α.Κ. …/…./9-8-2019 έφεση κατά της με αριθ. 2310/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικό – τακτική διαδικασία).

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ.

Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου άσκησης έφεσης, με κωδικό e- παραβόλου ……………, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  12 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ