Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 404/2020

Αριθμός  404/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια,  και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 25-7-2 316 κλήση της εδρεύουσας στο …. Λέσβου και νόμιμα εκπροσωπούμενης ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», η κατ’αυτής, ως νικήτριας ενάγουσας, ασκηθείσα, από 16-3-2015 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. …../18-3-2015) έφεση των ηττηθέντων εναγομένων, 1) …… και 2) …………, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 2423/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά την ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο που είχε αρχικά οριστεί (4-2-2016). Η έφεση αυτή πρέπει να συνεκδικαστεί, λόγω συνάφειας και για οικονομία εξόδων (άρθρ.246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ), με την από 16-3-2015(με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……/19-3-2015) αντίθετη έφεση της ίδιας, ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας κατά των προαναφερόμενων διαδίκων, εφέσεις, οι οποίες, αμφότερες, στρέφονται κατά της ίδιας ως άνω απόφασης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Η υπό στοιχείο A’ συνεκδικαζόμενη έφεση των ηττηθέντων εναγομένων έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. ία, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμόδια, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/25-7-2011). Σημειώνεται, ότι από τους εκκαλούντες έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 18-6-2013 (……/2013) αγωγή, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δραστήριου, η ενάγουσα εταιρεία ιστορούσε ότι στα πλαίσια συμβάσεως υπεργολαβίας και ως αμοιβή της για διά (μόρες χωματουργικές και λοιπές εργασίες, ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας (μη διαδίκου) με την επωνυμία «……………..» (υπεργολάβου εταιρείας), εξέδωσε τέσσερεις μεταχρονολογημένες επιταγές, με φερόμενες ημερομηνίες έκδοσης 16-12-2008, οι τρεις απ’αυτές και 16-1-2009 η τέταρτη, συνολικού ύψους 125.078,00 ευρώ, τις οποίες παρέδωσε στην ενάγουσα στις 16-9-2008. Ότι οι ως άνω επιταγές εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή, στην πληρώτρια Τράπεζα, στις 19-12-2008 οι τρεις και 22-1-2009 η τέταρτη, πλην όμως δεν πληρώθηκαν, λόγω της έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων. ‘Οτι, επειδή δεν  καταβλήθηκε η οφειλή της εν λόγω εταιρείας από τις εν λόγω επιταγές, εκδόθηκε σε βάρος της εκδότριας εταιρείας διαταγή πληρωμής, που απέκτησε δύναμη δεδικασμένου, με την τελεσίδικη απόρριψη της κατ’ αυτής ασκηθεί σας ανακοπής. ‘Οτι στις 6-10-2008, ο πρώτος εναγόμενος, που σαφώς γνώριζε, αφ’ενός, μεν, την ιδιότητά του ως οφειλέτη, εκ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του συνιστάμενης στην έκδοση ακαλύπτων επιταγών, υπό την ως άνω αναφερόμενη ιδιότητά του και ευθυνόμενος παράλληλα προς την εκδότρια ανώνυμη εταιρεία, στα πλαίσια του άρθρου 71 ΑΚ, αφ’ετέρου, δε, το γεγονός ότι κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είχε γεννηθεί η ως άνω απαίτηση της ενάγουσας σε βάρος του, με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση αυτής, λόγω ελλείψεως άλλης εμφανούς περιουσίας του, μεταβίβασε, λόγω δωρεάς, στη δεύτερη των εναγομένων (σύζυγο του), δυνάμει του στην αγωγή αναφερομένου συμβολαίου δωρεάς, νομίμως μεταγεγραμμένου, την κυριότητα της αναλυτικά περιγραφόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας, αξίας, κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 48.289,19 ευρώ. Ότι η δεύτερη των εναγομένων, γνώριζε τόσο την ύπαρξη της απαίτησης της ενάγουσας όσο και του σκοπού βλάβης της τελευταίας, που επιδίωκε ο πρώτος εξ αυτών, γνώση που εξάλλου δεν απαιτείται ενόψει της χαριστικής αιτίας (δωρεάς) της απαλλοτρίωσης. Ενόψει αυτών των περιστατικών, ζητούσε να απαγγελθεί η διάρρηξη της απαλλοτρίωσης της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή και απήγγειλε τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας, που καταρτίσθηκε με το υπ’αριθμ. …../6-10-2008 νομίμως μεταγεγραμμένο συμβόλαιο δωρεάς της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………..

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την υπό στοιχείο A΄ συνεκδικαζόμενη έφεση, οι ηττηθέντες εναγόμενοι και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η κατ’αυτών ασκηθείσα αγωγή, για λόγους που ανάγονται σε κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.

Από την εκτίμηση και αξιολόγηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι καταθέσεις των οποίων περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, απ’ όλα ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ειδική αναφορά πιο κάτω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Δυνάμει  συμβάσεως υπεργολαβίας μεταξύ της εδρεύουσας στο … Λέσβου      και  νόμιμα εκπροσωπούμενης, ενάγουσας και ήδη, εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και της μη διαδίκου, εδρεύουσας στον Πειραιά ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………….», η πρώτη ανέλαβε την εκτέλεση των έργων α) βελτίωση δικτύου εξωτερικής οδοποιίας Δ.Δ. Δήμου …. και β) τσιμεντόστρωση περιμετρικού δρόμου Δ.Δ. …. και σύνδεση με οικισμό ….., στο νομό της Λέσβου. Στα πλαίσια καταβολής της εργολαβικής εκ της ως άνω συμβάσεως αμοιβής της εφεσίβλητης, ο πρώτος εναγόμενος και ήδη, πρώτος εκκαλών της υπό στοιχείο Α’έφεσης, υπό την ιδιότητά του, ως νομίμου εκπροσώπου της ως άνω ανώνυμης υπεργολάβου εταιρείας, εξέδωσε τέσσερεις (4) μεταχρονολογημένες επιταγές, έκδοσης της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας, εις διαταγήν της εφεσίβλητης, τις οποίες παρέδωσε στην τελευταία, στις 16-9-2008, όπως συνομολογείται από τους εκκαλούντες. Συγκεκριμένα, εξέδωσε α) την υπ’ αριθμ. ……… επιταγή της Τράπεζας …, ποσού 35.000,00 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης, την 16-12-2008, β) την υπ’ αριθμ. …. επιταγή της Τράπεζας …., ποσού 30.711,11 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης, την 16-12-2008, γ) την υπ’ αριθμ. ……… επιταγή της Τράπεζας ….., ποσού 24.367,70 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης, την 16-12-2008 και δ) την υπ’ αριθμ. ………. επιταγή της Τράπεζας ……., ποσού 35.000,00 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 16- 1-2009, οι οποίες, αν και εμφανίσθησαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 19-12-2008 οι τρεις και στις 22-1-2009 η τέταρτη απ’αυτές, δεν πληρώθηκαν λόγω της έλλειψης επαρκούς υπολοίπου, όπως βεβαιώνεται με αντίστοιχη σημείωση της πληρώτριας Τράπεζας στο σώμα της κάθε μίας απ’αυτές. Ακολούθως, κατόπιν σχετικής αίτησης της εφεσίβλητης, νόμιμης κομίστριας των επιταγών, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……/2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 1026/2009 απόφασή του, η δε κατ’ αυτής ασκηθεί σα ανακοπή απερρίφθη τελεσιδίκως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 6209/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επομένως, η ως άνω διαταγή πληρωμής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Ο πρώτος εκκαλών, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εκδότριας των επιταγών εταιρείας και υπογραφών αυτές, ευθύνεται παράλληλα με το νομικό πρόσωπο, ως όργανο που ενήργησε στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ’ αυτόν καθηκόντων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. και 71 ΑΚ, για την προκληθείσα ζημία εκ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του (έκδοσης ακάλυπτων επιταγών), δεδομένης της υπαιτιότητας αυτού, καθώς γνώριζε τη μη ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων κατά το χρόνο της πραγματικής εκδόσεως τους (16-9-2008) και κατά το χρόνο (μη) πληρωμής τους (19-12-2008 και 22-1-2009). Συνεπώς, έχει καταστεί και αυτός οφειλέτης της  ενάγουσας, η απαίτηση της οποίας είναι ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, κατά το χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αγωγής. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο πρώτος εκκαλών μεταβίβασε στη σύζυγο του, δεύτερη εκκαλούσα, λόγω δωρεάς, στις 6-10-2008, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../6-10-2008 συμβολαίου δωρεάς της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο ….., με αύξοντα αριθμό ….., μία οριζόντια ιδιοκτησία και συγκεκριμένα, την οριζόντια ιδιοκτησία (Γραφείο) του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου με τα στοιχεία ΑΙΘΟΥΣΑ τρίτου (Γ) ορόφου, στην οποία ανήκει η αποκλειστική χρήση του δώματος οικοδομής, κτισμένης επί οικοπέδου κείμενου στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού …., αρ. ……, εμβαδού 52,12 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου και των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής 222/1000 εξ αδιαιρέτου. Το εν λόγω διαμέρισμα αποτελεί ανεξάρτητη και αυτοτελή, διηρημένη και διακεκριμένη οριζόντια ιδιοκτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, σε συνδ. προς το ΝΔ 1024/1971, στις οποίες έχει υπαχθεί καθώς και όλη η οικοδομή, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …../1-3-1999 συμβόλαιο-πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας της αναπληρούμενης συμβολαιογράφου ……….., νομίμως μεταγεγγραμμένου, ως αυτή έχει τροποποιηθεί δυνάμει της ……/21-7-2008 πράξης της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, ομοίως νομίμως μεταγεγραμμένης.

Η αντικειμενική αξία του απαλλοτριωθέντος διαμερίσματος, κατά τον τίτλο κτήσης του, ανερχόταν σε 48.289,19 ευρώ. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εκκαλών, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για να κριθεί η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ο προσδιορισμός της βλάβης του δανειστή, δεν είχε οποιαδήποτε άλλη εμφανή ακίνητη περιουσία, ώστε να είναι εφικτή η ικανοποίηση της απαίτησης της εφεσίβλητης, η, δε, μεταβίβαση του ως άνω ακινήτου, έγινε με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη της εφεσίβλητης και προκειμένου να αποστερηθεί της δυνατότητας να ικανοποιήσει την απαίτησή της, την ύπαρξη της οποίας ο πρώτος εκκαλών, ως νόμιμος εκπρόσωπος της οφειλέτιδας εταιρείας, γνώριζε.

Από τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με το ότι έως και το χρόνο συζήτησης της αγωγής, ο πρώτος εκκαλών, απέφυγε να ικανοποιήσει την αξίωση της εφεσίβλητης, σαφώς προκύπτει ότι με την ένδικη απαλλοτρίωση οι εκκαλούντες στόχευαν στην αποξένωση του πρώτου απ’αυτούς από τα περιουσιακά του στοιχεία, ώστε να μην μπορεί η εφεσίβλητη, επιλαμβανόμενη αυτών, να ικανοποιήσει την αξίωσή της, έστω και κατά ένα μέρος. Στην κρίση αυτή του Δικαστηρίου συνηγορεί και το γεγονός ότι ο πρώτος εκκαλών, την ίδια ημερομηνία (6-10-2008) μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής όλες τις λοιπές οριζόντιες ιδιοκτησίες της ως άνω οικοδομής (ισογείου, πρώτου και δεύτερου ορόφου), κυριότητάς του, στον ανήλικο υιό του Ιάσονα (βλ. προσκομισθέν υπ’ αριθμ. …/6-10-2008 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς . ……). Το ότι η επίδικη μεταβίβαση έλαβε χώρα σε χρόνο προγενέστερο των φερομένων ως ημερομηνιών έκδοσης των επίμαχων επιταγών (19-12-2008 και 22-1-2009) δεν ασκεί καμμία έννομη επιρροή, καθόσον, τα παραγωγικά της απαίτησης της εφεσίβλητης περιστατικά υπήρχαν ήδη, από το χρόνο παράδοσης των επιταγών αυτών, που έλαβε χώρα, στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, μέχρι, δε, τη συζήτηση της αγωγής, η απαίτηση της εφεσίβλητης είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Περαιτέρω, ενόψει της χαριστικής αιτίας της δικαιοπραξίας αυτής του οφειλέτη – πρώτου εκκαλούντος, δεν απαιτείται γνώση της δεύτερης εκκαλούσας, ως προς την καταδολιευτική πρόθεσή του. Συνεπώς, μετά την κατά τα ανωτέρω μεταβίβαση του ακινήτου του πρώτου εκκαλούντος προς τη δεύτερη εκκαλούσα και δεδομένου ότι ο πρώτος εκκαλών δεν έχει κανένα άλλο εμφανές περιουσιακό στοιχείο στην κυριότητά του, προς ικανοποίηση της απαίτησης της εφεσίβλητης, το ύψος της οποίας έναντι του πρώτου εκκαλούντος ανέρχεται σε 125.078,81 ευρώ, πλέον των νομίμων τόκων, αυτή έχει πλήρως ματαιωθεί. Δικαιούται, επομένως, η εφεσίβλητη εταιρεία να ζητήσει τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης αυτής.

Οι εκκαλούντες, με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι ο πρώτος των εκκαλούντων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής δεν είχε οποιαδήποτε, άλλη εμφανή ακίνητη περιουσία, ώστε να είναι εφικτή η ικανοποίηση της εφεσίβλητης εξ αυτής, αναφέροντας ότι η εταιρεία «……» νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο πρώτος εφεσίβλητος, είχε απαιτήσεις από το Ελληνικό Δημόσιο και από ΝΠΔΔ, για έργα που είχε α να λάβει και είχαν, ήδη, εκτελεστεί, κατά ένα μεγάλο μέρος και ανέμενε την είσπραξη χρημάτων, που θα επέτρεπαν την κάλυψη οποιοσδήποτε αξίωσης της εφεσίβλητης και, κατ’ ακολουθίαν τούτου, από την στιγμή που η άνω εταιρεία είχε να λαμβάνει από το Δημόσιο και από ΝΠΔΔ σημαντικά ποσά, τα οποία αν τα είχε λάβει εμπρόθεσμα θα εξοφλούσε οποιαδήποτε υποχρέωσή της, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτός ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η ένδικη μεταβίβαση έγινε, όχι από λόγους ηθικού καθήκοντος, αλλά με μοναδικό σκοπό την καταδολίευση της απαίτησης της εφεσίβλητης. Ο λόγος, όμως, αυτός της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, κρίνεται απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθώς, όπως προεκτέθηκε, η προς την εφεσίβλητη εταιρεία οφειλή του πρώτου των εκκαλούντων εκ των επιδίκων επιταγών εδράζεται στην αυτοτελή υποχρέωσή του προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη αυτή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις τω αρθρ. 914 επομ. του Α.Κ. σε συνδ. με το αρθρ. 79 και 40 ν.5960/33 περί επιταγών, από την έκδοση από αυτόν, ως νόμιμο εκπρόσωπο της οφειλέτριας της εφεσίβλητης εταιρείας «…………….», των επίδικων τεσσάρων (4) επιταγών, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα για την πληρωμή τους κεφάλαια, τόσο κατά το χρόνο της πραγματικής έκδοσής τους (16-9-2008), όταν και παραδόθηκαν στην εφεσίβλητη, όσο και κατά τους χρόνους πληρωμής τους (16-12-2008, οι τρεις (3) εξ αυτών και 16-1-2009, η τέταρτη), ισουμένης της ζημίας της αυτής, με το ποσό των άνω επιταγών (ΕφΠειρ.933/ 2007 ΔΕΕ7/2008, 852, ΕφΘεσ 1381/2005 Αρμ2008, 1755) και, κατ’ ακολουθίαν τούτου κρίσιμο γεγονός αποτελεί η υφισταμένη αφερεγγυότητα του πρώτου των εκκαλούντων κατά τον χρόνο επίδοσης (20-6-12 και 21-6-12) της αγωγής (βλ.εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, … ., με αριθμ. .. /21-6-2012 και ………../20-6-2012), συνισταμένης στην έλλειψη παρ’ αυτού κατά τον χρόνο τούτο οιασδήποτε άλλης εμφανούς περιουσίας του προς ικανοποίηση της απαίτησής του, πράγμα άλλωστε, που, ουδόλως, αρνείται ούτος, χωρίς να ασκεί ουδεμία νομική επιρροή η τυχόν ύπαρξη οποιωνδήποτε και, μάλιστα, αόριστων, αβέβαιων και ανεκκαθάριστων, απαιτήσεων της εταιρείας «. ….» κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ΝΠΔΔ, ενόψει και του ότι στο εφετήριό τους οι εκκαλούντες δεν αναφέρουν: 1) ποια η τύχη των ως άνω απαιτήσεων της «……………» μέχρι την κατάθεση της έφεσής τους (16-3-2015), ήτοι, επτά (7) ολόκληρα έτη από το έτος 2008, ότε, κατ’ αυτούς, είχαν γεννηθεί οι άνω απαιτήσεις, 2) εάν η ως άνω εταιρεία έχει ασκήσει οιοδήποτε ένδικο βοήθημα, για την είσπραξη των απαιτήσεών της, 3) γιατί εν όψει τοιούτων απαιτήσεών της, άφησε να κηρυχθεί σε πτώχευση και, δη, με ερημοδικία της (βλ. νόμιμα προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη, υπ’αριθμ. 350/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και 4) γιατί εάν οι άνω απαιτήσεις ήσαν υπαρκτές και αληθείς η άνω πτώχευση έκλεισε ελλείψει ενεργητικού (βλ. νόμιμα προσκομιζόμενο απ’ την εφεσίβλητη με  αριθμ. Μερίδος ………/25-3-2017 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Πτωχεύσεων)).

Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα έγινε δεκτό ότι η ένδικη απαίτηση της εφεσίβλητης κατά του πρώτου απ’αυτούς ήταν γεγεννημένη κατά τον χρόνο που προέβη ούτος στην ένδικη απαλλοτρίωση, καθ’ όσον, κατ’ αυτούς, οι τέσσερεις (4) επίδικες επιταγές της δόθηκαν έναντι αμοιβής της για την εκτέλεση του έργου οδοποιίας του Δήμου …….. Λέσβου και κατ’ ακολουθίαν τούτου, από την στιγμή που, κατ’ αυτούς, το έργο αυτό δεν ολοκληρώθηκε από υπαιτιότητα της εφεσίβλητης, η απαίτησή της δεν είχε γεννηθεί, εν όψει και του ότι λόγω εκτεταμένων κακοτεχνιών, κατά την εκτέλεση του έργου, η εταιρεία «……..» κηρύχθηκε έκπτωτη. Οι ως άνω ισχυρισμοί των εκκαλούντων, περί ελαττωματικής κατασκευής από την εφεσίβλητη του ως άνω έργου, είχαν προταθεί με την νόμιμα προσκομιζόμενη από 16-6-2009 ανακοπή της «……….» κατά της εκδοθείσας κατ’ αυτής, κατόπιν αιτήσεως της εφεσίβλητης, υπ’αριθμ. ………./2009 Διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της διορθωσάσης αυτήν, υπ’αριθμ. 1026/ 2009 τοιαύτης, πλην όμως απερρίφθησαν, ως αναπόδεικτες, με την νόμιμα προσκομιζόμενη, υπ’αριθμ. 6209/2009 απόφαση του Μονομ. Πρωτοδ. Πειραιά, η οποία κατέστη τελεσίδικη, καθώς η ανακόπτουσα εταιρεία, την αποδέχθηκε, αφού δεν άσκησε έφεση, κατ’αυτής (βλ.προσκομιζόμενα απ’ την εφεσίβλητη, α) υπ’αριθμ. …….       25-1-2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……… και β) υπ’αριθμ. ……/14-9-2012 πιστοποιητικό τελεσιδικίας του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Μάλιστα, στην ως άνω απορρίψασα την ανακοπή υπ’αριθμ. 6209/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σαφώς αναφέρεται ότι το ως είρηται έργο παρελήφθη από το Δήμο ……, ως έχον καλώς. Ουδέποτε, εξάλλου, τόσον η εταιρεία «…. ….», όσον και ο πρώτος των εκκαλούντων, απέστειλε στην εφεσίβλητη ένα εξώδικο ή έστω μια επιστολή ή άλλη έγγραφη διαμαρτυρία για, τυχόν, ελαττώματα, ούτε προέβησαν σε ανάκληση των επίδικων επιταγών, ενέργεια, στην οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της συναλλακτικής πρακτικής, θα προέβαιναν, εάν οι ισχυρισμοί τους ήταν αληθείς. Πρέπει, δε, στο σημείο τούτο να τονισθεί και επισημανθεί ότι αυτοί ούτοι οι εκκαλούντες δέχονται: α) ότι η επικαλουμένη από αυτούς έκπτωση της «… ……» έγινε τον Μάρτιο του έτους 2009, ενώ οι επίδικες επιταγές έληγαν πολύ προγενέστερα (Δεκέμβριος 2008 και Ιανουάριος 2009, ήτοι, προγενέστερα της εκπτώσεως και β) ότι η μη πληρωμή τους οφείλεται σε οικονομική αδυναμία της «… …» και όχι στην έκπτωσή της και γ) ότι η «…………» στην άνω ανακοπή της αναφέρει ότι την μία των επίδικων επιταγών, περί, ων η προσβληθείσα με αυτήν διαταγή πληρωμής, με αριθμό …………., ποσού 24367,70 ευρώ, δεν την προσβάλλει με την ανακοπή της, διότι αφορά άλλο έργο, ήτοι, όχι αυτό, για το οποίο κηρύχθηκε έκπτωτη, χωρίς ο πρώτος των εκκαλούντων να αναφέρει, γιατί δεν πλήρωσε έστω αυτήν τη επιταγή και γιατί προέβη στην ένδικη απαλλοτρίωση, εν γνώσει του ότι οφείλει, τουλάχιστον, αυτήν. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει και ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Α’έφεσης των εκκαλούντων, ως αβάσιμος, κατ’ουσίαν να απορριφθεί.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε, ως μη νόμιμη την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της     αγωγής της εφεσίβλητης, που πρότειναν ενώπιον του, δεχθέν ότι και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα απ’αυτούς για τη θεμελίωση των στηριζόμενων στη διάταξη του άρθρου 281ΑΚ, ισχυρισμών τους, πραγματικά περιστατικά, δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της εφεσίβλητης, ως μη υπερβαίνουσα και, μάλιστα, προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της. Και ο λόγος όμως αυτός της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος. Ειδικότερα, οι εκκαλούντες για την θεμελίωση της ένστασής τους αυτής υποστήριζαν πρωτοβαθμίως, μόνον τα εξής: «…δεν είναι δυνατόν για μια οφειλή που ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε, που προέρχεται από ένα έργο στο οποίο η εταιρεία του πρώτου από εμάς κηρύχθηκε έκπτωτη εξ αιτίας της κακής καταστάσεως και των ελλείψεων του έργου, που οφειλόταν στην αντίδικο, να έρχεται η αντίδικος και να ζητά την διάρρηξη μιας δωρεάς που έκανα προς την σύζυγο μου εκ λόγων ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος, αφού αύτη εξ ιδίων χρημάτων κάλυψε αξιώσεις δανειστών της εταιρείας του πρώτου από εμάς, ανώτερες των 200.000 ευρώ και ουχί και τα λοιπά αναφερόμενα στο εφετήριό τους περιστατικά. Τα για τη θεμελίωση της άνω ενστάσεως επικαλούμενα από τους εκκαλούντες πραγματικά περιστατικά τυγχάνουν, πρωτίστως, απορριπτέα ως αόριστα, καθώς δεν αναφέρουν: α) ποια τα έργα που ανέθεσε στην εφεσίβλητη η εταιρεία …………., β) πότε έπρεπε να ολοκληρωθούν αυτά και γ) ποιο το εκτελεσθέν από την εφεσίβλητη μέρος τούτων και ποιες πλημμέλειες και κακοτεχνίες είχε αυτό. Πέραν της                  αοριστίας τους, τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της εφεσίβλητης, ως μη υπερβαίνουσα και, μάλιστα, προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της, ενόψει και του ότι όπως, ήδη, προεκτέθηκε, α) η κατά του πρώτου εκκαλούντος αξίωση της εκκαλούσας προς αποζημίωση, εδράζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ν.5960/ 1933 «περί επιταγών, λόγω της παρ’αυτού έκδοσης, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «…………», των επίδικων επιταγών, εν γνώσει του ακάλυπτων, τόσο κατά το χρόνο πραγματικής έκδοσής τους (16-9-2008), όσο και πληρωμής τους (16-12-2008 και 16-1-2009), β) η εκ των άνω επιταγών αποζημίωση της εφεσίβλητης κατά της «…………….» έχει κριθεί, με δύναμη δεδικασμένου, ως βέβαιη και εκκαθαρισμένη και γ) οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων-εναγομένων περί κακής κατασκευής και ελλείψεων του έργου, που είχε αναλάβει η εφεσίβλητη- ενάγουσα από την «…………..», εδράζονται σε δικαίωμα τρίτου, ήτοι, της «………….», μη δυνάμενοι να προταθούν από τους εκκαλούντες.

Πρέπει, επομένως και ο τρίτος λόγος της έφεσης, ως κατ’ουσίαν αβάσιμος, να απορριφθεί, όπως και η υπό  στοιχείο Α’έφεση, στο σύνολό της, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, οι εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α’έφεσης, πρέπει να καταδικασθούν, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό και να εισαχθεί το καταβληθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 ΚΠολΔ έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου και υπάρχει όταν, ο διάδικος που νίκησε, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα, αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι τα στοιχεία διατακτικού (Σαμουήλ, Η έφεση έκδ. Δ αρ. 313, 314, ΑΠ 1307/1990 Δ 22.505, ΑΠ 405/1981 Δ 12.564, ΕφΑΘ 1039/2001 ΕλλΔνη 42, 1388, ΕφΑΘ 8012/1995 ΕλλΔνη 37.1096). Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, καθόσον το κρίσιμο της απόφασης είναι όχι οι αιτιολογίες αλλά οι διατάξεις αυτής (ΑΠ 556/1976 ΝοΒ 24.1071, ΕφΑΘ 1039/2001 ό.π., ΕφΑΘ 1362/1996 ΕλλΔνη 38.680, ΕφΑΘ 3506/1991 ΝοΒ 40.84). Η οριστική κρίση συνήθως διατυπώνεται στο διατακτικό της αποφάσεως, δεν αποκλείεται όμως να διαλαμβάνεται και στο αιτιολογικό της, αλλά ρητώς και σαφώς (ΑΠ 300/1981 ΝοΒ 29. 1502, ΑΠ 674/1974 ΕΕΝ 1975. 307). Το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ενδίκων μέσων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης που η ανάγκη του συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ. δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ενδίκου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει το άνω άρθρο. Η παραπάνω προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου (άρθρα 68, 73, 532 ΚΠολΔ). Εξάλλου, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη βλάβης από τις αιτιολογίες της απόφασης γίνεται σύγκριση των αιτημάτων που προέβαλε στην προηγούμενη δίκη ο ενδιαφερόμενος διάδικος (πρβλ. άρθρα 106 και 108 ΚΠολΔ) και της κύριας συνέπειας της προσβαλλόμενης απόφασης που είναι το δεδικασμένο.

Η διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 939 επ.ΑΚ, επέρχεται μόνο κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, η, δε, εξεύρεση του μέρους αυτού εξαρτάται από τη σχέση του ποσού της απαίτησής του προς το ποσό της αξίας του περιουσιακού στοιχείου, που απαλλοτριώθηκε (ΑΠ 1623/2018 δημ/ση ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν του ότι η εμπορική αξία ενός ακινήτου είναι συνήθως μεγαλύτερη από την αντικειμενική του αξία και ότι το απαλλοτριωθέν ακίνητο βρισκόταν σε καλή κατάσταση, έκανε δεκτό ότι η αγοραία αξία του, κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής, ανερχόταν σε 80.000,00 ευρώ.

Με την υπό στοιχείο Β’ έφεση και με τον πρώτο λόγο αυτής, η εκκαλούσα- νικήσασα ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρεία ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση προσδιόρισε την αγοραία αξία του ως άνω, απαλλοτριωθέντος ακινήτου, στο ποσό των 80.000 ευρώ, αντί του ορθού και στην αγωγή της αναφερόμενου ποσού των 48.289,19 ευρώ, όποια και η αντικειμενική αξία αυτού, τόσο κατά τον τίτλο κτήσης, όσο και κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, ενώ, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα προσδιόρισε την αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου στο ως άνω ποσό, χωρίς να προβληθεί τοιούτο αίτημα από τους εφεσίβλητους με τις κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προτάσεις τους. Για να δικαιολογήσει το έννομο συμφέρον της για την άσκηση της ένδικης, υπό στοιχείο Β’ έφεσης, η εκκαλούσα, νικήτρια διάδικος ισχυρίζεται ότι η απαίτησή της, ύψους 125.078 ευρώ, θα ικανοποιηθεί από την απαγγελθείσα με την εκκαλούμενη διάρρηξη, κατά το ποσό των 48.289,19 ευρώ και το υπόλοιπο της απαίτησής της, θα ικανοποιηθεί από την ισόποση διάρρηξη άλλων ακινήτων του πρώτου από τους εφεσίβλητους. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, της εκκαλούσας δεν δικαιολογεί το έννομο συμφέρον της για την άσκηση της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, ως διαδίκου που νίκησε, καθώς το ύψος της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου δεν επιδρά στην επίδικη απαίτησή της, που θα ικανοποιηθεί αναλόγως με το τίμημα που θα επιτευχθεί από την εκποίησή του, που ουδαμώς δύναται να καλύψει ολόκληρη την απαίτησή της. Είτε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όριζε ως αξία του επιδίκου ακινήτου το ποσό των 48.289,19 ευρώ, είτε το ποσό των 80.000 ευρώ, είτε οποιοδήποτε άλλο ποσό, χαμηλότερο, πάντως από την απαίτηση της εκκαλούσας, αυτή η αξία δεν θα επιδρούσε στην αξίωση της εκκαλούσας, αφού αυτή υπερβαίνει την αξία του ακινήτου. Σημασία θα είχε μόνο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καθόριζε την εν λόγω αξία υπέρτερη της απαίτησης της εκκαλούσας-ενάγουσας, οπότε θα όφειλε να προσδιορίσει και το μέρος, κατά το οποίο θα απήγγειλε τη διάρρηξη της απαλλοτριωθείσας ακίνητης περιουσίας. Συνεπώς, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον, που να δικαιολογεί την άσκηση της ένδικης, υπό στοιχείο Β’έφεσης εκ μέρους της εκκαλούσας, νικήτριας διαδίκου και πρέπει, γι’αυτό να απορριφθεί η εν λόγω έφεσή της, ως απαράδεκτη και να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων, να διαταχθεί, δε, η εισαγωγή του καταβληθέντος από την εκκαλούσα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ Α) την από 16-3-2015 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……/18-3-2015) έφεση και Β) την από 16-3-2015 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……/19-3-2015) έφεση, εφέσεις, οι οποίες, αμφότερες, στρέφονται κατά της υπ’αριθμ. 2423/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν, την υπό στοιχεία Α’, από 16-3-2015 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……../18-3-2015) έφεση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600 €).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του καταβληθέντος παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη, την υπό στοιχείο Β’, από 16-3-2015 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………/19-3-2015) έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600€).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του καταβληθέντος από την εκκαλούσα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 12η Δεκεμβρίου 2019  και δημοσιεύθηκε την 1η Ιουνίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ