Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 442/2020

 Αριθμός     442/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 20-09-2018 (γεν.αριθμ.καταθ………../2018) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου κατά της υπ΄αριθμ.886/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία διαδικασία (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αριθμ. 3056/2018 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός από τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αυτού εξαιρέσεις περί των οποίων δεν πρόκειται, στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την Ελληνική πολιτεία με κάποιο στοιχείο, που θεμελιώνει δωσιδικία και δη αρμοδιότητα κάποιου Ελληνικού Δικαστηρίου (ΑΠ 8/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από 1 Μαρτίου 2002 άρχισε να ισχύει ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, ο οποίος, κατά το άρθρο 76 της τότε ισχύουσας Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος – μέλος. Ο εν λόγω Κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στις αγωγές που ασκούνται κ.λπ. μετά την έναρξη της ισχύος του (άρθ. 66 παρ. 1 αυτού), αντικατέστησε δε την από 27-9-1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών που είχε κυρωθεί με το Ν. 1814/1988, όπως αυτή τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε στην συνέχεια με μεταγενέστερες Συμβάσεις που κυρώθηκαν με το Ν. 2004/1992. Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 59 και 60 παρ. 1 του Κανονισμού αυτού συνάγεται ότι καθιερώνεται ως βάση της διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων ο τόπος της καταστατικής έδρας τους ή της κεντρικής διοίκησης ή της κύριας εγκατάστασης (ουσιαστικά όμοιες ρυθμίσεις περιλαμβάνονταν και στην ως άνω Σύμβαση των Βρυξελλών). Παράλληλα όμως θεσπίζονται κατά το άρθρο 3 παρ. 1 αυτού, κατά τρόπο περιοριστικό, και ειδικές (συντρέχουσες) δικαιοδοσίες. Έτσι, σύμφωνα με το άρθ. 5 παρ. 1α του Κανονισμού πρόσωπο που έχει την κατοικία του (και επί νομικού προσώπου την έδρα του κ.λπ.) στο έδαφος κράτους – μέλους, μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος – μέλος ως προς διαφορές από σύμβαση, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή (ίδια και η ρύθμιση του άρθ. 5 σημ. 1 της Σύμβασης των Βρυξελλών). Κατά το άρθρο 25 του ΑΚ οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται προεχόντως από το δίκαιο της πολιτείας στο οποίο τα μέρη έχουν υποβληθεί και δευτερευόντως, δηλαδή αν δεν υπάρχει σχετική περί τούτου συμφωνία, από εκείνο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν δεν ορίσθηκε από τους συμβαλλομένους το δίκαιο που θα ρυθμίζει την ενοχή από τη σύμβαση, κατά την περί τούτου αναγομένη σε πράγματα και ως εκ τούτου ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις προτεινόμενες από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενες ειδικές συνθήκες. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 2, 3 έως 6 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το Ν. 1792/1988 (ΦΕΚ Α 142) και ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο από 1-4-1991, έχει δε υπερνομοθετική (άρθρο 28 του Σ.) και οικουμενική ισχύ (άρθ. 1 παρ. 1, 2, 3, 4, 8 του Κανονισμού ΕΟΚ 593/2008), η ενοχική σύμβαση διέπεται κατ’ αρχήν από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (άρθρ. 3 παρ. 1 – 4). Με την παρ. 1 του άρθρου 3 θεσπίζεται η ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, η οποία μάλιστα κατά την εν λόγω διάταξη πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή οι συμβαλλόμενοι μπορούν να ορίσουν το εφαρμoστέo δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασής τους. Η αρχή αυτή συμπληρώνεται από την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, η οποία επιτρέπει την τροποποίηση και τον μετασυμβατικό καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, ως και από την παρ. 3 του ίδιου άρθρου που αφορά την έκταση της επιλογής. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν έχει επιλεγεί με συμφωνία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα (άρθρ. 4 παρ. 1). Από την ΑΚ 873 ορίζεται ότι “Η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνωρίσεως που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με τέτοιο σκοπό”. Η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους είναι η ετεροβαρής εκείνη σύμβαση με την οποία ο οφειλέτης υπόσχεται στο δανειστή παροχή ανεξάρτητα από την αιτία της ή αναγνωρίζει ως υφιστάμενο κάποιο χρέος. Αποβλέπει κυρίως στη διευκόλυνση για τον δανειστή της επιδιώξεως των δικαιωμάτων του, στην αποσαφήνιση αμφιβόλων απαιτήσεων και στην ασφάλεια των συναλλαγών. Για τη θεμελίωση της απαιτείται συμφωνία των μερών στην οποία η υπόσχεση ή δήλωση αναγνωρίσεως χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξιώσεως), όπου το θεμελιωτικό της αξιώσεως πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση της παροχής. Η παραδοχή, σε συγκεκριμένη περίπτωση, της υπάρξεως αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους εξαρτάται από το περιεχόμενο της σχετικής δηλώσεως, το σκοπό της συμφωνίας, την κατάσταση συμφερόντων των μερών και άλλα διαγνωστικά περιστατικά (ΑΠ 276/1983 ΕλλΔνη 24. 957, ΕφΠειρ 993/1994 ΕλλΔνη 35. 1724). Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, δεδομένου ότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο εφόσον δεν προκύπτει το αντίθετο (ΕφΑΘ 7603/ 2002 ΕλλΔνη43. 810, ΕφΑΘ 786/1997 ΕλλΔνη 39. 450).

Από την κατά την ΑΚ 873 αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους διαφέρει η επιβεβαιωτική ή διαπιστωτική αναγνώριση στην οποία δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 873. Η εν λόγω αναγνώριση στηρίζεται στην ΑΚ 361 και ο σκοπός της κατευθύνεται στην επιβεβαίωση υπάρχουσας ενοχής, στη διασφάλιση της από υπάρχοντα ελαττώματα και στην αποκοπή από τον οφειλέτη για το μέλλον των ενστάσεων τις οποίες ο οφειλέτης κατά την αναγνώριση γνώριζε ή σε αυτές μπορούσε να υπολογίζει (ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 42. 160, ΕφΑΘ 1531/1988 ΕλλΔνη 1990 143, ΕφΠειρ 786/1997 ΕλλΔνη 1998 450). Η αιτιώδης αναγνώριση είναι άτυπη και έχει ενισχυτική ή επιβεβαιωτική ενέργεια της υπάρχουσας ενοχής. Η αιτιώδης αναγνώριση χρέους δεν γεννά νέα αυτοτελή αξίωση. Θεμέλιο της αξιώσεως παραμένει η αρχική απαίτηση (ΕφΑΘ 1787/1990 ΕλλΔνη 1990 1540).

Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297 εδ. α, 298 του ΑΚ και 1 του ν. 2842/2000 «Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, 974/98 και 2866/98 του Συμβουλίου», όπως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ με το οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή ως εθνικό νόμισμα, προκύπτει ότι κάθε αξίωση για αποζημίωση που διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο, είτε αυτή απορρέει από αθέτηση συμβάσεως, είτε από αδικοπραξία, είτε από το νόμο, πρέπει από 1-1-2002 να ζητείται σε ευρώ, το οποίο και μόνο δικαιούται να ζητήσει αυτός που αξιώνει την αποζημίωση, αφού στη διάταξη του άρθρου 297 εδ.αΑΚ, ορίζεται ρητώς ότι ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Ως «χρήμα», κατά την ίδια διάταξη, νοείται το εθνικό νόμισμα, δηλαδή η δραχμή μέχρι τις 31-12-2001 και από την 1-1-2002 το ευρώ. Με το νόμισμα δε αυτό πρέπει -όχι μόνο να πληρωθεί η αποζημίωση αλλά και να μετρηθεί η θετική ή αποθετική ζημία του αδικηθέντος- ζημιωθέντος και να πληρωθεί η αποζημίωση (βλ. ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 1997,1036, ΟλΑΠ 15-16/1996 ΕΕΝ 1996, σελ.43,45 αντίστοιχα, ΟλΑΠ 9/1995 ΕλλΔνη 1995, 1520, ΑΠ 1203/2010 ΕλλΔνη 2011, 804, ΑΠ 1379/2004,δημ.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ως χρόνος προσδιορισμού της αντικειμενικής αξίας των ζημιών του βλαβέντος πράγματος, προκειμένης αποζημιώσεως, κατ’ άρθρα 297-298 του ΑΚ λόγω αθετήσεως συμβάσεως ή των μη αποκατασταθεισών λόγω αδικοπραξίας (στην τελευταία περίπτωση, αν αποκαταστάθηκαν κρίσιμος είναι ο χρόνος της δαπάνης), λαμβάνεται ο χρόνος έκδοσης της απόφασης και ως τέτοιος θεωρείται, κατά τους δικονομικούς κανόνες, ο χρόνος της πρώτης, ενώπιον του πρωτοβάθμιους δικαστηρίου, συζήτησης (ΟλΑΠ 38/1996, ΑΠ 68/2005, ΟλΑΠ 1/1997,ΟλΑΠ 44/1996, ΑΠ 1050/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την από 25-01-2017 (γεν.αριθμ.καταθ……/2017) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στρεφόμενη κατά του ………………. και ήδη εκκαλούντος εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι γνώρισε τον εναγόμενο τον Απρίλιο του έτους 1997 όταν εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος λογιστηρίου στη θυγατρική της εταιρείας …. στην Ελλάδα. Ότι αυτός (εναγόμενος) την περίοδο εκείνη αντιμετώπιζε δυσκολίες σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, καθόσον αφενός βρισκόταν σε διάσταση με την πρώτη του σύζυγο, αφετέρου αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες, έχοντας αναλώσει ένα σημαντικό μέρος των οικονομιών του που έφερε από τον Καναδά σε μία ανεπιτυχή επιχειρηματική συνεργασία, ενώ είχε ξεκινήσει τις εργασίες ανακαίνισης της υπόγειας οικίας του στην οδό ………….. στον ……… Αττικής, όπου διαμένει σήμερα η ίδια (ενάγουσα). Ότι από τα μέσα του ίδιου έτους, θέλοντας να τον ενισχύσει και να τον στηρίξει προέβη στην κάλυψη σημαντικού μέρους των εξόδων του, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι αρχές Οκτωβρίου του ίδιου έτους αποφάσισαν ότι ο εναγόμενος έπρεπε να επιστρέψει στον Καναδά προκειμένου να αρχίσει εκ νέου την εργασία του, ενώ η ίδια παρέμενε στην Ελλάδα προκειμένου να ξεκαθαρίσει όλες τις υφιστάμενες εκκρεμότητες και στην συνέχεια να τον ακολουθήσει στο εξωτερικό. Ότι στο πλαίσιο της απόφασής τους αυτής, ο εναγόμενος το Νοέμβριο του έτους 1997 προέβη στη σύνταξη τριών πληρεξουσίων εγγράφων, με τα οποία της ανέθετε τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα, την οποία απέκτησε από την κληρονομία του πατέρα του, σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι το Δεκέμβριο του 1998 αναχώρησε και η ίδια οριστικά από την Ελλάδα με σκοπό να συνεχίσει τη ζωή της με τον εναγόμενο στον Καναδά, όπου και δύο χρόνια μετά τέλεσαν γάμο. Ότι άρχισαν να εργάζονται μαζί με αντικείμενο εργασίας την ανακατασκευή σπιτιών, το δε έτος 2003 δημιούργησαν τη δική τους εταιρεία με την επωνυμία «…………..» και τον Φεβρουάριο του έτους 2004 αγόρασαν μία οικία στην περιοχή ……….. της Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά, με ποσοστό συγκυριότητας 90% εξ αδιαιρέτου αυτή (ενάγουσα) και 10% εξ αδιαιρέτου ο εναγόμενος, αντίστοιχα. Ότι το αμέσως επόμενο διάστημα ακολούθησε η αγορά συνολικά επτά-οκτώ ακινήτων. Ότι από τον Οκτώβριο του έτους 2005 επήλθε διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων λόγω παρεμβολής τρίτου προσώπου στη σχέση τους, με υπαιτιότητα του εναγομένου, με αποτέλεσμα την οριστική φυγή της από τον Καναδά και τη μόνιμη εγκατάστασή της στην Ελλάδα από τον Ιούλιο του έτους 2007. Ότι έχοντας ήδη δρομολογήσει την μετακόμισή της στην Ελλάδα, αποφάσισαν με τον εναγόμενο να προβούν στη σύναψη μιας συμφωνίας προκειμένου να ρυθμίσουν τις περιουσιακές τους σχέσεις κατά τη διάρκεια του γάμου τους, για το λόγο δε αυτό συμφώνησαν να εκποιήσουν την κείμενη στην περιοχή …….. της Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά κατοικία, το τίμημα για την πώληση της οποίας ανήλθε σε 705.000,00 δολάρια Καναδά. Ότι βάσει της αρχικής συμφωνίας αυτή (ενάγουσα) θα ελάμβανε το σύνολο των υφιστάμενων οφειλών και θα διατηρούσε ως αποκλειστική δικαιούχος το σύνολο του υπολειπόμενου τιμήματος, χωρίς να εγείρει άλλες αξιώσεις κατά του εναγομένου ως προς την υπόλοιπη αποκτηθείσα περιουσία. Ότι εν τέλει ο εναγόμενος από το προϊόν της πώλησης και αφού εξοφλήθηκαν τα χρέη, παρακράτησε το σύνολο του τιμήματος, αναγνωρίζοντας σε αντιστάθμισμα ότι οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 250.000,00 δολαρίων Καναδά. Ότι για το λόγο αυτό και προς οριστική διευθέτηση των οικονομικών τους εκκρεμοτήτων υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων ενώπιον Συμβολαιογράφου στο Βανκούβερ Καναδά το από 13-7-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο εναγόμενος, μεταξύ άλλων, αναγνώρισε την ύπαρξη οφειλής του προς την ενάγουσα από την παραπάνω αιτία, ποσού 250.000,00 δολαρίων Καναδά, την οποία υποσχέθηκε να αποπληρώσει είτε με αποστολές χρημάτων στην κατοικία της στην Ελλάδα, είτε με καταθέσεις σε τραπεζικό της λογαριασμό. Ότι προς εξασφάλιση της ανωτέρω απαιτήσεώς της ο εναγόμενος της παρέσχε πλήρη διαχειριστική εξουσία του συνόλου της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα δυνάμει του υπ΄αριθμ …………./13-7-2007 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου συνταχθέντος στο Βανκούβερ Καναδά. Ότι ο εναγόμενος δεν της κατέβαλε το ανωτέρω ποσό, αλλά αντιθέτως εκμεταλλευόμενος τη μόνιμη παρουσία της στην Ελλάδα, κατάφερε να την αποκόψει από τα περιουσιακά της στοιχεία, χωρίς να έχει προβεί στην εκπλήρωση της άνω υποχρέωσής του. Ότι, ειδικότερα, στις 14-8-2010 προέβη, ερήμην της, στην έκδοση διαζυγίου, βάσει σχετικής δικαστικής απόφασης του δικαστηρίου της Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά και ακολούθως, στην ανάκληση των πληρεξουσίων που της είχε χορηγήσει στο παρελθόν.

Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 250.000,00 δολαρίων Καναδά, με βάση την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου Καναδά κατά το χρόνο της εξόφλησης- καταβολής, με το νόμιμο τόκο από τις 14-7-2007, άλλως από τις 15-7-2011, άλλως από τις 30-11-2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά δε, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ως άνω ποσό με βάση την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου Καναδά κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης, ήτοι ποσό 173.442,48 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τις 14-7-2007, άλλως από τις 15-7-2011, άλλως από τις 30-11-2012,άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως επικουρικώς να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 250.000,00 δολαρίων Καναδά με βάση την ισοτιμία ευρώ- δολαρίου Καναδά κατά το χρόνο της επίδοσης της εξώδικης δήλωσης προς τον εναγόμενο την 14-7-2011,ήτοι ποσό 183.823,52 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τις 14-7-2007, άλλως από τις 15-7-2011,άλλως από τις 30-11-2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως και όλως επικουρικώς να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 250.000,00 δολαρίων Καναδά, με βάση την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου Καναδά κατά το χρόνο της επίδοσης της τελευταίας εξώδικης δήλωσης προς τον εναγόμενο την 29-11-2012, ήτοι ποσό 194.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τις 14-7-2007, άλλως από τις 15-7-2011, άλλως από τις 30-11-2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος ζήτησε να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα εν γένει δικαστικά της έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 201,207 παρ. 1, 340, 341, 345, 346, 361, 873 επ. ΑΚ καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 907,908 και 176 του ΚΠολΔ, έγινε δεκτή ως και κατ΄ουσία βάσιμη, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής του ποσού των 250.000,00 δολαρίων Καναδά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση και καταδικάστηκε ο εναγόμενος στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 4.500,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – εναγόμενος με την υπό κρίση έφεσή του για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμόδια εισήχθη για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου ως άνω ελληνικού δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3,22,33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ.1α του Κανονισμού (ΕΚ)  44/2001 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και συμπληρωματικά με το άρθρο 321παρ.1 του ΑΚ, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ενόψει δε του ότι μεταξύ Ελλάδας και Καναδά δεν υπάρχει διμερής συναφής σύμβαση για ζητήματα δικονομικού δικαίου, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δίκαιο και συνεπώς τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Επί δε του πεδίου του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, αυτό ρυθμίζεται πρωτίστως από τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το Ν.1792/1988 (ΦΕΚ Α 142) και συμπληρωματικώς όπου προκύπτει κενό νόμου, το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο, δηλαδή εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο (άρθρ.25 ΑΚ επι συμβατικών ενοχών, βλ.σχετ.ΑΠ 803/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί εφόσον υφίσταται τοπική αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων, δηλαδή η εξουσία τους για απονομή της δικαιοσύνης επί διεθνών ιδιωτικών διαφορών υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι υπάρχει στοιχείο θεμελιωτικό της τοπικής αρμοδιότητάς τους. Τέτοιο στοιχείο, εφόσον πρόκειται περί διαφοράς από σύμβαση, είναι κατ΄άρθρο 33 ΚΠολΔ, ο τόπος σύναψης της σύμβασης, είτε ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής. Κατά δε τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 321 ΑΚ «Αν η παροχή είναι χρηματική, σε περίπτωση αμφιβολίας ο οφειλέτης πρέπει να την καταβάλει στον τόπο όπου ο δανειστής έχει την κατοικία του κατά το χρόνο της καταβολής…». Ως προς δε την ερμηνεία του άρθρου 33 ΚΠολΔ πρέπει να σημειωθεί ότι στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις κρίσιμος είναι ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής του εκάστοτε υπόχρεου, δηλαδή εν προκειμένω ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής (ΕφΑθ 6953/1995, βλ.και Ερμηνεία κατ΄αρθρον Κεραμέα- Κονδύλη-Νίκα υπ΄αρθρ.33 σελ.81). Η διάταξη δε του άρθρου 51ΑΚ ορίζει ότι «το πρόσωπο έχει κατοικία τον τόπο της κυρίας και μόνιμης εγκατάστασής του. Κανένας δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από μια κατοικίες. Για τις υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση του επαγγέλματος λογίζεται ως ειδική κατοικία του προσώπου ο τόπος όπου ασκεί το επάγγελμά του». Η θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων ελέγχεται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προς εκδίκαση της αγωγής, το Δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία. Συγκεκριμένα, ως προς την επίδικη ενδοσυμβατική βάση εκτίθεται ότι τόπος σύναψης της σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους ήταν μεν το Βανκούβερ Καναδά, πλην όμως τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής του οφειλέτη-εναγόμενου είναι η κατοικία της ενάγουσας, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Συνεπώς, αρμόδια για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς είναι τα Ελληνικά Δικαστήρια και δη τα Δικαστήρια του Πειραιά, ως δικαστήρια του τόπου εκπλήρωσης της επίδικης χρηματικής παροχής (κατοικία της ενάγουσας), ως αρμόδια δε Δικαστήρια έχουν και διεθνή δικαιοδοσία (άρθρο 3 παρ.1 ΚΠολΔ) προς επίλυση της επίδικης ιδιωτικής διαφοράς από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή με στοιχεία αλλοδαπότητας (ΕφΠειρ 220/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε ως αβάσιμη την προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων προς εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα-εναγόμενο που αποτελούν και τον σχετικό πρώτο λόγο έφεσης απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.

Από τις υπ΄αριθμ……/16-5-2017 και ……/12-11-2015 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας, τις υπ΄αριθμ……./31-5-2017, ……./1-6-2017 και ……./1-6-2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβ/φου Αθηνών ……….., που λήφθηκαν νομότυπα και μετά από νόμιμη κλήτευση του διαμένοντος στο εξωτερικό εναγομένου κατά τις διατάξεις του άρθρου 134 ΚΠολΔ, καθώς επίσης τις υπ΄αριθμ………./24-5-2017 και ………/25-5-2017 ένορκες δηλώσεις ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας που λήφθηκαν νομότυπα και μετά από νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας, την προσκομιζόμενη φωτογραφία η γνησιότητα της οποίας δεν αμφισβητείται (άρθρ.444 παρ.3,448 παρ.2 και 457 παρ.4 του ΚΠολΔ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Οι διάδικοι, εκ των οποίων η μεν ενάγουσα εργαζόταν στην Ελλάδα ως ιδιωτική υπάλληλος σε θυγατρική εταιρεία της εταιρείας ………., ο δε εναγόμενος είχε μεταναστεύσει και εγκατασταθεί από το έτος 1972 στο Βανκούβερ Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά, γνωρίστηκαν το έτος 1977 στην Ελλάδα όταν ο εναγόμενος είχε επιστρέψει στην πατρίδα του για να τακτοποιήσει μεταξύ άλλων, την πατρική κληρονομιά του και να προβεί σε διανομή αυτής με τα αδέλφια του που κατοικούσαν στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα επιχειρούσε να ξεκινήσει νέα συνεργασία με έναν συνέταιρο, η οποία όμως δεν ευοδώθηκε. Οι διάδικοι ανέπτυξαν πολύ στενές σχέσεις μεταξύ τους σε σημείο ώστε η ενάγουσα κατά την επιστροφή του  εναγομένου στον Καναδά κατά τα τέλη του έτους 1997, να εγκατασταθεί στην υπόγεια οικία αυτού που βρίσκεται στον …….. Αττικής και επί της οδού ………… και να αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας του τελευταίου στην Ελλάδα, προβαίνοντας σε αποδοχές κληρονομιάς για λογαριασμό του και εισπράττοντας επίσης για λογαριασμό του εναγομένου τα μισθώματα από τα ακίνητα της πατρικής του περιουσίας, στο πλαίσιο άτυπης διανομής που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των αδελφών και του ιδίου. Για το σκοπό αυτό ο εναγόμενος υπέγραψε τα υπ΄αριθμ. ………/6-11-1997, ……../12-11-1997 και ……../13-11-1997 πληρεξούσια της Συμβ/φου Αθηνών …………, δυνάμει των οποίων διόρισε την ενάγουσα ειδική πληρεξουσία, αντιπρόσωπο και αντίκλητό του, παρέχοντάς της την εντολή να προβαίνει σε μια σειρά νομικών πράξεων και υλικών ενεργειών, που αφορούσαν την κληρονομία του αποβιώσαντος πατέρα του εναγομένου και τη διαχείριση συγκεκριμένων ακινήτων του. Στη συνέχεια, η ενάγουσα το Δεκέμβριο του έτους 1998 αναχώρησε οριστικά από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μαζί με τον εναγόμενο στον Καναδά, όπου και τον Οκτώβριο του έτους 2000 τέλεσαν νόμιμο γάμο από τον οποίο δεν προέκυψε ότι απέκτησαν τέκνα, ο γάμος αυτός ήταν πρώτος για την ενάγουσα και ο δεύτερος για τον εναγόμενο ενώ από τον πρώτο του γάμο αυτός είχε ήδη αποκτήσει παιδιά. Το Δεκέμβριο δε του έτους 2001 μετεγκαταστάθηκε μαζί με τους διαδίκους στον Καναδά και η μητέρα της ενάγουσας ………….. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, ο εναγόμενος ασχολείτο συστηματικά με την κατασκευή σπιτιών και κυρίως με την αγορά και μετατροπή παλαιών κυρίως κτιρίων και την άμεση μεταπώληση αυτών, δραστηριοποιούμενος αρχικά μέσω της εταιρείας με την επωνυμία «…………» και από το έτος 2001 και εφεξής, μέσω της προσωπικής επιχείρησης με την επωνυμία «……………». Η δε ενάγουσα απασχολείτο τα πρωϊνά σε συνεργείο καθαρισμού κτιρίων και τις απογευματινές ώρες συμμετείχε ενεργά στην επαγγελματική δραστηριότητα του εναγομένου-συζύγου της στα πλαίσια των οικογενειακών της υποχρεώσεων, καθόσον με τις παρεχόμενες από την ίδια υπηρεσίες, απέβλεπε να συνδράμει στο μέτρο των δυνάμεών της στην οικονομική ανάπτυξη της επιχείρησης του συζύγου της, αφού οποιαδήποτε δυσμενής εξέλιξη της επιχείρησης θα είχε άμεση επίδραση στο απ΄αυτήν προερχόμενο κοινό οικογενειακό εισόδημα, αλλά και στις συνθήκες διαβίωσης της ίδιας και του συζύγου της. Στην ουσιαστική δε αυτή βοήθεια της ενάγουσας ως μέλους της οικογένειας, απέβλεπε και ο σύζυγός της – εναγόμενος και όχι στην παροχή εργασίας υπαλλήλου ή υπηρεσιών συνεταίρου. Στο πλαίσιο δε της ανωτέρω επιχειρηματικής δραστηριότητας του εναγομένου, τον Φεβρουάριο του έτους 2004 αγοράστηκε μία οικία επί της οδού ……… στην περιοχή ………. της Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά, έναντι τιμήματος 335.000,00 δολαρίων Καναδά, στο όνομα της ενάγουσας κατά ποσοστό 90% εξ αδιαιρέτου και στο όνομα του εναγομένου κατά ποσοστό 10% εξ αδιαιρέτου, επί του οποίου (ακινήτου) ενεγράφη υποθήκη υπέρ της καναδικής τράπεζας «………….» για το δανεισθέν εκ μέρους της ενάγουσας ποσό των 251.250 δολαρίων Καναδά, με εγγυητή τον εναγόμενο. Από το φθινόπωρο όμως του έτους 2005 δημιουργήθηκαν έριδες και προστριβές στη σχέση των διαδίκων οι οποίες οδήγησαν στην οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων –συζύγων κατά το έτος 2007, οπότε η ενάγουσα αποχώρησε από τη συζυγική οικία στον Καναδά και περί το μήνα Ιούλιο του 2007 μαζί με τη μητέρα της εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο δε διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των διαδίκων και ενόψει της μεταβίβασης λόγω πωλήσεως του προαναφερομένου ακινήτου έναντι τιμήματος 705.000,00 δολαρίων Καναδά, οι διάδικοι υπέγραψαν στο Βανκούβερ Καναδά ενώπιον του δικηγόρου – συμβολαιογράφου …………. το από 13-7-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό (προσκομισθέν στην αγγλική γλώσσα και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική) σύμφωνα με το περιεχόμενο του οποίου: «Η …….. και ο ………. συμφώνησαν τα εξής : 1.Να πωλήσουμε την οικία μας στη διεύθυνση ……………….. O τίτλος δείχνει ότι η ……… έχει κυριότητα κατά 90%. Στην πραγματικότητα μας ανήκει εξ ίσου. Η ……. είναι ο θεματοφύλακας για το μερίδιο του …….. στη συγκυριότητα της οικίας. 2. Πωλήσαμε την οικία μας στη διεύθυνση ………… και η ημέρα κλεισίματος είναι περί την 14η Ιουλίου 2007. 3….5.Μετά την ολοκλήρωση της πώλησης η …….. θα πάει στην Ελλάδα για διάλειμμα. 6. Ο ……… θα παραμείνει στον Καναδά και θα συνεχίσει να εργάζεται στην επιχείρησή του. 7. Το προϊόν από την πώληση του ακινήτου στη διεύθυνση ………… θα διατεθεί ως εξής: Πρώτον, θα πληρώσουμε όλους τους φόρους και τέλη ακίνητης περιουσίας, δικηγορικές αμοιβές, τις δύο υποθήκες και οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με την οικία αυτή και την πώλησή της. Δεύτερον, με το υπόλοιπο των χρημάτων αυτών που ανήκουν 50% – 50% στη ………. και τον …….., θα κάνουμε τα εξής:… Α.Θα αγοράσουμε τα δύο αεροπορικά εισιτήρια για την Ελλάδα. Β. Θα καταθέσουμε στο λογαριασμό της ……. στην Τράπεζα ….. το ποσό των $ 5.000,00 πέντε χιλιάδων δολαρίων για την εξόφληση κάποιων από τα χρέη μας κατά τη διάρκεια της παραμονής ή απουσίας της. Γ. Θα πληρώσουμε και θα παραλάβουμε όλα τα ενεχυριασμένα κοσμήματα . Δ. Η ……… θα πάρει μαζί της στην Ελλάδα ένα ακόμη ποσό $ 25.000,00 είκοσι πέντε χιλιάδων δολαρίων. Ε. Το υπόλοιπο θα παραμείνει εδώ στον Καναδά για τον ……. να το χρησιμοποιήσει στην εργασία του. ΣΤ. Η ……. και ο …….. θα αποφασίσουν μαζί για το πώς ο ……. θα λάβει αυτό το υπόλοιπο (το υπόλοιπο των χρημάτων που θα παραμείνουν εδώ στον Καναδά για τον ……..). Ζ. Ο ……. θα συνεχίσει να εργάζεται στην επιχείρησή του και εφόσον θα έχει αρκετά κέρδη ο ………… θα στέλνει στη ……….. χρήματα (ή θα κάνει καταθέσεις στον λογαριασμό της ……….. στην Τράπεζα …) ώστε να τηρήσει την υπόσχεσή του στη ……….. ότι θα της εξασφαλίσει τελικά το ποσό των $ 250.000,00 (διακοσίων πενήντα χιλιάδων δολαρίων). Μέχρις ότου ο ………… θα καταβάλει το συνολικό ποσό των $ 250.000,00 (διακοσίων πενήντα χιλιάδων δολαρίων) στη ……….., η ………. θα τηρεί ως ασφάλεια 100% πληρεξούσιο για όλη την ακίνητη περιουσία του ………….. στην Ελλάδα. Επίσης μέχρι τότε η ……… θα συνεχίσει να εισπράττει όλα τα ενοίκια από όλα τα ακίνητα του ……….. στην Ελλάδα. Η. Ο ……….. θα εκτελέσει και θα παραδώσει 100% πληρεξούσιο στη ……… για όλα τα ακίνητα του ………………. στην Ελλάδα για δύο λόγους. Ο ένας λόγος είναι για την τήρηση του όρου Ζ του Συμφωνητικού και ο άλλος λόγος είναι να μπορεί η ………………. να επιμελείται την περιουσία αυτή όσο ο ……………. κατοικεί στον Καναδά. ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΣΧΟΛΙΑ: Η ……….. έχει συμφωνήσει να διατηρήσει καλή σχέση με τα αδέλφια του ………………. (………………. και ……………….) εκτός εάν τούτο καταστεί αδύνατο.Η ………………. έχει συμφωνήσει να μη πωλήσει οποιοδήποτε από τα ακίνητα του ………………. χωρίς την έγγραφη συναίνεση του ………………., εκτός εάν ο ………………. αθετήσει το παρόν Συμφωνητικό και ειδικότερα την παράγραφο Ζ αυτού…».

Έτσι, με βάση τα όσα ως ανωτέρω αποδείχθηκαν (κατά το άρθρο 361 του ΑΚ και τα αναφερόμενα ειδικότερα στη νομική σκέψη της παρούσας) στις 13-7-2007 (ημερομηνία κατάρτισης του παραπάνω συμφωνητικού) καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων αναιτιώδης σύμβαση αναγνώρισης χρέους, ανεξάρτητη από την παλιά ενοχή και συνεπώς δεν χωρούν εναντίον της ενστάσεις που έχουν ως βάση την κύρια αιτία και ως εκ τούτου ο εναγόμενος κατέστη οφειλέτης της ενάγουσας για το προαναφερόμενο χρέος των $ 250.000,00 δολαρίων Καναδά. Το αναγνωριζόμενο αυτό χρέος δεν αφορούσε αποκλειστικά και μόνο το τίμημα της πώλησης του προαναφερθέντος περιουσιακού στοιχείου των διαδίκων, αλλά ουσιαστικά τον διακανονισμό των περιουσιακών τους σχέσεων και προφανώς της αξίωσης της ενάγουσας προς συμμετοχή στα αποκτήματα του εναγομένου, ενόψει της επελθούσας διάσπασης της μεταξύ των διαδίκων έγγαμης συμβίωσης, αποτελώντας αναγνώριση εκ μέρους του εναγομένου της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας του, η οποία εκδηλώθηκε με τη προσφορά της στο συζυγικό οίκο και κυρίως με την εργασία της για τη λειτουργία της ατομικής του επιχείρησης. Ο ισχυρισμός δε του εναγομένου ότι η ενάγουσα θα έμενε ένα μικρό διάστημα στην Ελλάδα και ακολούθως θα επέστρεφε, καθόσον ουδεμία διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης είχε επέλθει κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα και συνακόλουθα το περιεχόμενο της άνω σύμβασης δεν αφορούσε τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των εν διαστάσει συζύγων, απορριπτέος τυγχάνει ως κατ΄ουσία αβάσιμος, αφού αναιρείται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, οι οποίοι ανήκουν στο στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον της ενάγουσας και γνωρίζουν από δική τους αποκλειστικά γνώση τις οικογενειακές συνθήκες των διαδίκων, σε αντίθεση με τους μάρτυρες ανταπόδειξης, οι οποίοι δεν είχαν άμεση γνώση και αντίληψη της οικογενειακής ζωής των διαδίκων. Εκτός αυτού, εάν ευσταθούσε ο ισχυρισμός του εναγομένου περί ομαλής συμβίωσής του με την ενάγουσα, δεν εξηγείται με την κοινή λογική η αναγκαιότητα κατάρτισης του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού και ρύθμισης της είσπραξης και διάθεσης του τιμήματος της πώλησης κατά τους ειδικότερους όρους αυτού. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι την ίδια ως άνω ημερομηνία με την υπογραφή του ως άνω συμφωνητικού παραδόθηκε στους διαδίκους η από 13-7-2007 επιστολή του νομικού τους συμβούλου και πληρεξουσίου …………. (αντίγραφο της οποίας προσκομίστηκε σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα),με την οποία ο τελευταίος τους ενημερώνει ότι ολοκληρώθηκε αυθημερόν η καταχώριση της εγγραπτέας πράξης – συμβολαίου μεταβίβασης στο αρμόδιο γραφείο τίτλων του Βανκούβερ, ότι ο ίδιος έλαβε το τίμημα της πώλησης εκ ποσού 688.869,99 δολαρίων από τους πληρεξούσιους του αγοραστή, εκ του οποίου μετέφερε ποσό α) 374.033,94 δολαρίων προς εξόφληση δανείου, β) 128.990,47 δολαρίων προς εξόφληση άλλου δανείου, γ) 7.095,41 δολαρίων προς πληρωμή συμβολαιογραφικών υπηρεσιών και δ) 1.190,47 δολαρίων προς εξόφληση της αναφερόμενης στην επιστολή απόφασης και ότι τέλος εσωκλείει επιταγή ποσού 176.351,03 δολαρίων, το οποίο αντιπροσωπεύει το κέρδος της πώλησης πληρωτέο στην ενάγουσα, το οποίο ωστόσο όπως αποδείχθηκε δεν εισέπραξε ποτέ η ενάγουσα αλλά αντιθέτως το ποσό αυτό εισπράχθηκε από τον εναγόμενο, στο πλαίσιο του υπογραφέντος από 13-7-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού και σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους αυτού. Περαιτέρω, όπως προέκυψε, ο παριστάμενος ως μάρτυρας δικηγόρος- συμβολαιογράφος ………….. ήταν και ο νομικός παραστάτης, στον οποίο οι διάδικοι είχαν αναθέσει την διεκπεραίωση της μεταβίβασης του παραπάνω ακινήτου, εκπροσωπώντας τους διαδίκους- πωλητές και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι υπέγραψε το προαναφερόμενο συμφωνητικό αβασάνιστα θεωρώντας ότι δεν παράγει έννομα αποτελέσματα χωρίς παροχή νομικής συμβουλής, απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος, πέραν του ότι λόγω των ανωτέρω εμπορικών του δραστηριοτήτων και κατά την κοινή πείρα και λογική, ο εναγόμενος είχε την κατάλληλη εμπειρία και γνώσεις να αντιληφθεί και μόνος του το περιεχόμενο των συμβάσεων που υπογραφεί καθώς και τις δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτές.

Στη συνέχεια, όσον αφορά στο από 27-7-2007 ιδιόγραφο σημείωμα-δήλωση που φέρεται ότι έχει γραφεί ιδιοχείρως και υπογραφεί από την ενάγουσα και ανεξαρτήτως της υποβληθείσας αορίστως αμφισβητήσεως της γνησιότητάς του εν λόγω εγγράφου εκ μέρους της, από το περιεχόμενο αυτής (δήλωσης) δεν ανατρέπεται η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω αποδειχθέντων, αφού, αφενός μεν, όπως προαναφέρθηκε, η καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων αναιτιώδης σύμβαση αναγνώρισης χρέους είναι ανεξάρτητη από την παλαιά ενοχή και συνεπώς δεν χωρούν εναντίον της ενστάσεις που έχουν ως βάση την κύρια αιτία (η οποία, όπως αποδείχθηκε, σε κάθε περίπτωση δεν αφορούσε αποκλειστικά και μόνο την παραπάνω αγοραπωλησία), αφετέρου δε, με την άνω δήλωσή της η ενάγουσα φέρεται να παραιτείται από το τίμημα της πώλησης του ευρισκόμενου στην ………….. ακινήτου, γεγονός που συνάδει με την προηγηθείσα εκ μέρους του εναγομένου ανάληψη υποχρέωσης καταβολής στην ενάγουσα του ποσού των 250.000,00 δολαρίων Καναδά. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ενάγουσα αποχώρησε από το Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας με τη μητέρα της, στις 24-7-2007 (όπως προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα σχετικά αεροπορικά εισιτήρια) και έτσι δημιουργούνται αμφιβολίες αναφορικά με την χρονολογία υπογραφής του εν λόγω εγγράφου, το οποίο φέρεται να έχει υπογραφεί από την ενάγουσα στις 27-7-2007, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της αποχώρησής της από τον Καναδά. Στη συνέχεια, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν εκπλήρωσε τις ανειλημμένες από την προαναφερόμενη σύμβαση αναγνώρισης χρέους υποχρεώσεις του αφού κανένα ποσό απέστειλε στην ενάγουσα και σε ουδεμία τραπεζική κατάθεση προέβη σε οιονδήποτε τραπεζικό λογαριασμό της προς εξόφληση της ανωτέρω οφειλής του. Αντιθέτως, στις 14-8-2010 προέβη, ερήμην της ενάγουσας, στην έκδοση διαζυγίου, βάσει σχετικής δικαστικής απόφασης του δικαστηρίου της Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά. Επίσης, με τις υπ΄αριθμ. ……/1-11-2010 και ………/6-7-2011 πράξεις ανάκλησης πληρεξουσίων που συντάχθηκαν ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ………. και επιδόθηκαν στην ενάγουσα στις 11-7-2011, ο εναγόμενος προέβη στην ανάκληση των υπ΄αριθμ………/1997 και ……/1997 πληρεξουσίων που είχαν συνταχθεί ενώπιον της ίδιας ως ανω συμβολαιογράφου. Ομοίως, με την υπ΄αριθμ. ……/14-7-2011 πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου που συντάχθηκε ενώπιον της ίδιας συμβολαιογράφου Αθηνών και επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 15-7-2011, ο εναγόμενος προέβη στην ανάκληση και του υπ΄αριθμ. ……./1997 πληρεξουσίου που είχε συνταχθεί ενώπιον της ίδιας επίσης συμβολαιογράφου, αναιρώντας έτσι ουσιαστικά την ασφαλιστική δικλείδα που είχε τεθεί στην επίδικη σύμβαση προς εξασφάλιση της απαίτησης της ενάγουσας σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Σε απάντηση δε της από 25-10-2012 εξώδικης δήλωσης της ενάγουσας, η οποία επιδόθηκε στην πληρεξούσια δικηγόρο του εναγομένου δια θυροκολλήσεως στις 28-11-2012 καθώς και στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για λογαριασμό του εναγομένου (κατ΄άρθρο 134 ΚΠολΔ) στις 29-11-2012 και με την οποία η ενάγουσα καλούσε τον εναγόμενο «να καταλήξουν σε συμφωνία για τις μεταξύ τους εκκρεμότητες» και «να προσέλθει αυτοπροσώπως ή δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του εντός αποκλειστικής προθεσμίας 15 ημερών από την επίδοση αυτής προκειμένου να προβεί σε ολική εξόφληση της οφειλής του», ο εναγόμενος στις 31-01-2013 επέδωσε στην ενάγουσα την από 21-01-2013 εξώδικη δήλωσή του με την οποία αρνήθηκε ρητά οποιαδήποτε ανάληψη οφειλής προς την ενάγουσα. Από όλα δε τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, κατέστη προφανής η εκ μέρους του εναγομένου πρόθεση μη εκπλήρωσης των ανειλημμένων συμβατικών του υποχρεώσεων, η δε αναβλητική αίρεση (άρθρ.201 ΑΚ) που τέθηκε στην επίδικη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, περί εξασφάλισης στην ενάγουσα του συνολικού ποσού των 250.000 δολαρίων Καναδά υπό την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος θα αποκερδαίνει ικανοποιητικά χρήματα από την επιχείρησή του (όρος Ζ), θεωρείται πλασματικά πληρωθείσα κατ΄άρθρο 207 παρ.1 του ΑΚ, δεδομένου ότι ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων προέκυψε ότι ο εναγόμενος εμπόδισε την πλήρωσή της αντίθετα με την καλή πίστη (ΑΚ 207 παρ.1). Η οικονομική δε δυσπραγία που επικαλείται ο εναγόμενος βάσει των προσκομιζόμενων φορολογικών του δηλώσεων των ετών 2001,2003,2005 και 2007, από τις οποίες προκύπτει καθαρό εισόδημα της επιχείρησής του 22.000,00, 20.687,41, 13.784,41 και 13.100,00 δολαρίων Καναδά αντίστοιχα, δεν αναιρεί τα ως άνω περί πλασματικής πληρώσεως της αιρέσεως, καθόσον οι εν λόγω δηλώσεις αφενός δεν αποδεικνύουν μηδενικά εκ μέρους του εναγομένου εισοδήματα που να δικαιολογούν την πλήρη οικονομική του δυσπραγία και δη σε τέτοιο βαθμό που να καθιστά αδύνατη όλα αυτά τα έτη την παραμικρή κατάθεση σε λογαριασμό της ενάγουσας προς εξόφληση του αναγνωρισθέντος εκ μέρους του χρέους, αφετέρου δεν είναι αντιπροσωπευτικές της συνολικής οικονομικής κατάστασης του εναγομένου καθόσον δεν συνοδεύονται από τις αντίστοιχες δηλώσεις που αυτός προφανώς υπέβαλε όλα αυτά τα έτη στις εγχώριες φορολογικές αρχές ενόψει της ακίνητης περιουσίας που έχει και εκμισθώνει. Τέλος, το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα αντίγραφο του από 12-11-2013 πιστοποιητικού του αλλοδαπού συνδίκου περί αποκατάστασης και απαλλαγής του εναγομένου από όλα τα χρέη λόγω πτωχεύσεώς του την 1-11-2011, αναφέρεται σε αυτόματη λήξη της πτώχευσης με την πάροδο 24 μηνών και ως εκ τούτου δεν κρίνεται από μόνο του επαρκές για να υποδηλώσει την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση του εναγομένου, ο οποίος σύμφωνα με την με αριθμό ……./25-5-2017 ένορκη δήλωση ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας του μάρτυρα ανταπόδειξης ………. « ….. μέχρι σήμερα εξακολουθεί να εργάζεται με το ίδιο ως άνω αντικείμενο…».

Κατόπιν των ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο ενάγομενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής του ποσού των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000,00) δολαρίων Καναδά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, αφού δεν αποδείχθηκε είτε ότι υπήρχε συμφωνηθείσα δήλη ημέρα εκπλήρωσης της παροχής ( άρθρ.340 ΑΚ),είτε ότι η ενάγουσα όχλησε εξωδίκως τον εναγόμενο για την καταβολή του συγκεκριμένου ποσού (άρθρ.340 ΑΚ).

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι .

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας  (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 886/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αριθμ.3056/ 2018 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00 ) ευρώ. ΚΑΙ

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό …………/2018 άσκησης έφεσης που κατέθεσε ο εκκαλών, ποσού εκατό (100,00 ) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  23 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ