Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 437/2020

Αριθμός     437/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη,   η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα,  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Η από 6.7.2018  και με αριθμό κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/9.7.2018  έφεση  των ηττηθέντων εναγόντων κατά της με αριθμό 1210/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  που εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών(άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015), ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση   δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 663 ΚΠολΔ και ήδη 614 παρ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ), ως η προκείμενη,  πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 28.12.2015 και με αριθμό καταθέσεως ………../29.12.2015 αγωγή τους που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος του εναγόμενου ισχυρίσθηκαν ότι κατήρτισαν με τον τελευταίο, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση βιοτεχνίας επίπλων, στα ……. Αττικής, προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στις αρχές του έτους 1994 η πρώτη και του έτους 2002 ο δεύτερος,  δυνάμει της οποίας απασχολήθηκαν στην ως άνω επιχείρηση με την ειδικότητα της υπαλλήλου γραφείου και του τεχνίτη επεξεργασίας ξύλου αντίστοιχα έως τις 30.4.2014, οπότε λύθηκε κοινή συναινέσει  η σύμβαση εργασίας τους. Ότι ο εναγόμενος τους κατέβαλλε για την εργασία τους αποδοχές που υπολείπονταν των νομίμων, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, προσέτι δε υποχρέωνε αυτούς να εργάζονται πέραν του συμβατικού ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως, χωρίς να τους καταβάλει την αντίστοιχη αμοιβή για την υπερεργασία τους και για την υπερωριακή τους απασχόληση. Ότι, επιπλέον, απασχολούσε αυτούς και ορισμένα Σάββατα, καθ’ υπέρβαση της πενθήμερης εργάσιμης εβδομάδος, αλλά και κάποιες Κυριακές, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή, χωρίς παράλληλα να τους χορηγεί αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης για την εργασία τους την Κυριακή. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούσαν, επικαλούμενοι κυρίως τις  συμβάσεις εργασίας τους και επικουρικά, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει, για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2010 έως και τον Απρίλιο ταυ 2014,  για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών το  ποσό των 18.501,806 στην πρώτη και το  ποσό των 24.064,02€ στον δεύτερο, για αμοιβή υπερεργασίας και για αποζημίωση λόγω υπερωριακής απασχόλησης κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημέρες Σαββάτου και Κυριακής το  ποσό των 18.724,68 ευρώ στην πρώτη και των 20.884,006 στον δεύτερο, για δώρα εορτών το ποσό των 4.281,796 στην πρώτη και των 5.143,556 στον δεύτερο και για αποδοχές και επιδόματα αδείας το  ποσό των 4.856,046 στην πρώτη και των 5.524,916 στον δεύτερο, ήτοι συνολικά, για τις αναφερόμενες ως άνω αιτίες, το ποσό των 46.364,31 ευρώ στην πρώτη και 55.616,48 ευρώ στο δεύτερο, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από το χρόνο που έκαστη επιμέρους απαίτησή τους κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, έως την πλήρη εξόφληση. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1210/2018  οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού  απορρίφθηκε η αγωγή, ως αόριστη ως προς το κονδύλιό της περί αποζημίωσης λόγω εργασίας των εναγόντων τα Σάββατα και τις Κυριακές και  ως μη νόμιμη ως προς την ως άνω επικουρική της βάση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, για τους αναφερόμενους στην εκκαλουμένη λόγους  ( κρίση της που δεν προσβάλλεται με την ένδικη έφεση), κρίθηκε αυτή, κατά τα λοιπά,  καθ όλα ορισμένη και νόμιμη, ως προς την κύρια βάση της, απορρίφθηκε, όμως, ως προς αυτήν, κατ ουσίαν, αφού δέχτηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι δεν υφίστατο σχέση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων. Οι εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους προσβάλλουν την απόφαση αυτή και παραπονούνται για  τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, που συνίστανται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που απέρριψε, για τον προαναφερόμενο λόγο, την ένδικη αγωγή τους.    Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, ο οποίος κυρώθηκε με την 324/30-5-1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές, για τον εργαζόμενο, εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο, για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις, που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω π.χ. των τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη [βλ. σχετικώς ΑΠ 541/2010, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΑΠ 33/2007 ΕλλΔνη 48 (2007).1065, ΑΠ 459/2004 ΕλλΔνη  47(2006).139]. Τέτοια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συναφθεί και μεταξύ συζύγων ή συγγενών ή φίλων ή συνεταίρων αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι όροι της συμβάσεως αυτής, μεταξύ των οποίων και η νομική εξάρτηση του μισθωτού από τον εργοδότη  (ΑΠ 180/2000, ΑΠ 1356/1992, δημοσιευμένες στη Νόμος). Ο χαρακτηρισμός δε της συμβατικής σχέσης, που συνδέει τους συμβαλλομένους γίνεται από το Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, προκειμένου να κριθεί, με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του και ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση [ΟλΑΠ 18/2006 ΕλλΔνη 47(2006).1606, ΑΠ 1618/2003 ΕλλΔνη 45(2004).753, ΕφΘεσ 2835/2017, ΕφΛαρ 9/2017, δημοσιευμένες στη Νόμος).      Στην προκειμένη περίπτωση,  από την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους ενάγοντες-εκκαλούντες  με αριθμούς αριθ. …………/19.05.2017 ένορκες βεβαιώσεις  των  …………… αντίστοιχα, που  λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, στα πλαίσια της πρωτόδικης δίκης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη  κλήτευση του εναγόμενου-εφεσιβλήτου να παραστεί σ’ αυτές (βλ. την με αριθμό ……/16.5.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……….), από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον εναγόμενο-εφεσίβλητο με αριθμούς … και …/17.2.2017 ένορκες βεβαιώσεις των ……. και ………., που λήφθηκαν πρωτόδικα, επιμελεία του, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Νίκαιας, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης εκάστου των εναγόντων να παραστούν σ αυτές  (βλ. τις υπ’ αριθ. … και ../14.02.2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών,  ……………) , από  όλα τα έγγραφα, τα οποία νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, κατ άρθρο 240 ΚΠολΔ, ήτοι και από τον εφεσίβλητο,  παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες,  τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ), για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων (τεκμηρίων) περιλαμβάνονται και επικαλούμενες από τους ενάγοντες-εκκαλούντες  με αριθμούς …./2016 και  …./2017 ένορκες βεβαιώσεις των ………. και ………., ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, …./2017 και  …./2017 ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ……….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Μεγάρων καθώς και την με αριθμό …../2017 ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., που λήφθηκαν νομότυπα, στα πλαίσια άλλων μεταξύ των διαδίκων δικών,  χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΕφΠειρ 2/2017, ΕφΘεσ 531/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ)  αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι αδέλφια,  τρία από τα έξι τέκνα του αποβιώσαντος, ………., ο οποίος απεβίωσε στις 18.4.2015. Ο τελευταίος ήταν κύριος ενός οικοπέδου, έκτασης 1500 τμ  περίπου, κείμενου  στα .. Αττικής (Θέση …………), στο …..χιλιόμετρο εθνικής οδού …….., επί του οποίου ευρίσκεται εγκατεστημένη  μία επιχείρηση κατασκευής επίπλων-ξυλουργικών εργασιών. Η επιχείρηση αυτή συστήθηκε το έτος 1970 από τον ως άνω πατέρα των διαδίκων και τον αδελφό του …….,  ενώ από το έτος 1994 λειτουργεί  στο όνομα του εναγόμενου, …………, έχοντας ως κύρια δραστηριότητα το χονδρικό εμπόριο επίπλων γραφείου, στο οποίο προστέθηκε, από το έτος 2008, επίσης ως κύρια δραστηριότητα, το χονδρικό εμπόριο οικιακών επίπλων, ενώ μέσα στα χρόνια αυτά προστέθηκαν κατά καιρούς και δευτερεύουσες δραστηριότητες. Η εν λόγω βιοτεχνία αποτελεί τυπικά μεν ατομική επιχείρηση, στο όνομα του εναγόμενου, κατ’ ουσίαν όμως πρόκειται για οικογενειακή επιχείρηση, ήτοι η διοίκηση αυτής ανήκε στους διαδίκους, οι οποίοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους προς όφελος της οικογενειακής επιχείρησης και περιουσίας τους και για τον πορισμό οικογενειακού εισοδήματος, η λειτουργία της δε στο όνομα του εναγόμενου γινόταν για φορολογικούς λόγους, αλλά και διότι υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των διαδίκων, ώστε η μετατροπή σε προσωπική εταιρεία και η δαπάνη αυτής να θεωρείται από τους ενάγοντες περιττή. Ειδικότερα, η πρώτη ενάγουσα, η οποία απασχολούνταν στην οικογενειακή επιχείρηση ήδη από το 1990, πριν δηλαδή, λειτουργήσει στο όνομα του εναγόμενου, ασχολούνταν, ιδίως, με τα λογιστικά και οικονομικά της επιχείρησης,  έχοντας αναλάβει την ασφάλιση και τη μισθοδοσία του προσωπικού, τηρούσε ημερολόγιο παρουσιών των εργαζομένων στην επιχείρηση, ενεργούσε πληρωμές προς υπηρεσίες και προέβαινε σε διακανονισμούς για λογαριασμό της επιχείρησης, εισέπραττε χρήματα και αξιόγραφα, εμφάνιζε επιταγές προς πληρωμή, συμπλήρωνε τιμολόγια και δελτία αποστολής προς πελάτες της επιχείρησης κ.α., ενώ τα έτερα αδέλφια της, ήτοι ο δεύτερος ενάγων, ο οποίος, απασχολήθηκε σ αυτή από τις αρχές του έτους  2002 και έκτοτε,  ασχολούνταν, ιδίως,  με την  παραγωγή και κατασκευή του επίπλου. Δηλαδή, όλοι οι διάδικοι απασχολούνταν στην ως άνω βιοτεχνία, αποβλέποντας στην απόκτηση κοινού οικογενειακού εισοδήματος, χωρίς εξάρτηση του ενός από τον άλλο, δεν υπήρχε, δηλαδή,  μεταξύ τους  σχέση εργαζομένου και εργοδότη αλλά όλοι εργάζονταν από κοινού στην εν λόγω επιχείρηση, αποβλέποντας στην αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος και στην επακολουθούσα διανομή και απόλαυσή του. Οι ενάγοντες λάμβαναν από το ταμείο της επιχείρησης κυμαινόμενα και όχι σταθερά χρηματικά ποσά, με γνώμονα τις οικονομικές ανάγκες και δαπάνες εκάστου εξ αυτών, ο τρόπος δε της διανομής των κερδών της επιχείρησης γινόταν με κοινή συναίνεση των διαδίκων και χωρίς ουδέποτε οι ενάγοντες όλο το χρονικό διάστημα απασχόλησής τους στην επιχείρηση έως τα τέλη Απριλίου 2014, που λόγω διαφωνιών τους με τον εναγόμενο ως προς τον τρόπο διαχείρισης αυτής, απεχώρησαν, ήτοι επί 20 και πλέον χρόνια η πρώτη απ αυτούς και 12 και πλέον έτη ο δεύτερος απ αυτούς,   να έχουν αξιώσει από τον εναγόμενο  την καταβολή συγκεκριμένων χρηματικών ποσών ως  μισθό ή να έχουν διαμαρτυρηθεί σ αυτόν για υποτιμημένη αμοιβή των υπηρεσιών τους ή για την οφειλή σε αυτούς δώρων εορτών και λοιπών επιδομάτων, υπερωρίας και υπερεργασίας, που προβλέπονται επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, ως ζητούν με την ένδικη αγωγή τους, ενώ ουδέποτε ζήτησαν την ασφάλισή τους στο ΙΚΑ, ως μισθωτοί της επιχείρησης, αφού δεν είχαν αυτή την ιδιότητα. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, όλα τα  ως άνω χρόνια της  απασχόλησής τους στην οικογενειακή επιχείρηση, που από το έτος 1994 και έκτοτε λειτουργούσε στο όνομα του εναγόμενου, κατά τα προαναφερόμενα, δεν περιλαμβάνονταν στις καταστάσεις μισθοδοσίας ή  στο ειδικό βιβλίο καταχώρησης  προσωπικού του τελευταίου. Ολόκληρο, δηλαδή, το χρονικό διάστημα απασχόλησης των εναγόντων στην κατ  όνομα και μόνο «ατομική» επιχείρηση του εναγόμενου οι ενάγοντες δεν τελούσαν σε νομική εξάρτηση από τον εναγόμενο, δε δεχόταν οδηγίες από αυτόν ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών τους σ αυτήν αλλά μαζί με αυτόν ρύθμιζαν τα ζητήματα της οικογενειακής επιχείρησης, αποβλέποντας στην αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος.  Τα ανωτέρω ομολογούν οι ίδιοι οι ενάγοντες στην αποσταλείσα στον εναγόμενο από   19.6.2014 εξώδικη  όχληση-διαμαρτυρία-δήλωσή τους που συντάχθηκε απ αυτούς, σε ανύποπτο χρόνο,   ήτοι ένα και πλέον έτος πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής (που επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 30.12.2015) , στην οποία οι ίδιοι κάνουν λόγο για κοινή οικογενειακή επιχείρηση, η οποία τυπικά και μόνο λειτουργούσε στο όνομα του εναγόμενου αναφέροντας χαρακτηριστικά επί λέξει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «… Όπως πολύ καλά γνωρίζετε ο πατέρας μας, …… … μαζί με τον αδελφό του και θείο μας, ………, είχαν συστήσει τον Ιανουάριο του 1970 ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «……..» και έδρα την ….., με κύρια δραστηριότητα το λιανικό εμπόριο επίπλων, φωτιστικών και ειδών νοικοκυριού….. Το 1994 ήσασταν 23 ετών και ο μεγαλύτερος από όλα τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειάς μας, συνολικά τα άλλα 6 σας αδέλφια. Η βούληση των γονέων μας ήταν ρητά και κατηγορηματικά η επιχείρηση να συνεχιστεί απ όλα τα αγόρια της οικογενείας μας, που βέβαια τα άλλα δύο τότε ήταν ανήλικα, ήτοι εγώ ο δεύτερος ήμουν τότε μόλις δέκα ετών και ο έτερος αδελφός μας ….. ήταν μόλις έξι ετών. Όπως όλοι μας μάθαμε στην πορεία η επιθυμία τους ήταν μετά την ενηλικίωση ημών των υπολοίπων αδερφών σας να μπούμε και εμείς στην επιχείρηση αυτή και να την λειτουργούμε από κοινού. Αυτό δεν έγινε ποτέ για φορολογικούς και μόνο λόγους διότι ήταν μεγάλο το κόστος μετατροπής σε ομόρρυθμη αλλά και γιατί οι σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ μας θεωρούσαμε πως θα ήταν ακλόνητες. Τον Μάρτη λοιπόν του 1994 ξεκίνησε να λειτουργεί στο όνομά σας η ατομική  επιχείρηση με την επωνυμία σας και κύρια δραστηριότητα το χονδρικό εμπόριο επίπλων γραφείου και στη συνέχεια το 2008 ως κύρια δραστηριότητα προστέθηκε και το χονδρικό εμπόριο επίπλων οικιακών ………………μέσα σε αυτά τα έτη επίσης δημιουργήθηκαν υποκαταστήματα και εκθεσιακοί χώροι, μεταφέρθηκε η έδρα της επιχείρησης …….σε όλα αυτά συνδράμαμε άπαντες. Σε όλα αυτά βοηθήσαμε και εμείς με το παραπάνω. Με το προσωπικό μας έργο, με τις γνώσεις του ο καθένας, χωρίς να είμαστε ασφαλισμένοι, ούτε να φαινόμαστε κάπου. Εγώ η πρώτη εξωδίκως δηλούσα  από την στιγμή που ενηλικιώθηκα, όπως και ο δεύτερος σταθήκαμε πλάι σας σε όλα. Η πρώτη κρατούσα τα λογιστικά και οικονομικά της επιχείρησης, ασχολήθηκα με την πώληση και τις δημόσιες σχέσεις, υπήρξα γραμματέας και γενικότερα οργάνωνα τα πάντα. Ο δεύτερος έβαλα την προσωπική μου εργασία, πολλές φορές απασχολούμενος νυχθημερόν, έβαφα έπιπλα, κατασκεύαζα και έκανα όλες τις εργασίες που απαιτούνταν για να λειτουργεί η επιχείρηση σχετικά με όλα τα αντικείμενα της. Περάσαμε πολλές δυσκολίες και τις περάσαμε όλοι μαζί, ενωμένοι για το κοινό μας καλό. Σας στηρίξαμε στα δύσκολα όταν προμηθευτές μας κορόιδεψαν, ή όταν μεγάλες δουλειές που αναλάβαμε ναυάγησαν για λόγους που δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε ή που έγιναν από πλευράς σας αν και εμπειρότερος λάθος χειρισμοί. Δεν τα παρατήσαμε όμως ούτε σας παρατήσαμε και αντίθετα διευρύναμε το πελατολόγιό μας με δική μας προσπάθεια και δη του δεύτερου καθώς και με πολύ προσωπική εργασία για να μην απασχολούμε προσωπικό. Στο πλαίσιο όλης αυτής της προσπάθειας και με γνώμονα ότι η επιχείρηση είναι ΚΟΙΝΗ, δανειστήκαμε αμφότεροι χρήματα για λογαριασμό σας, για αγορά μηχανημάτων εξελιγμένων και εξειδικευμένων τα οποία θα ήταν χρήσιμα για την επιχείρηση και το αντικείμενό της.». Στην ίδια δε ως άνω εξώδικη δήλωσή τους που απέστειλαν στον εναγόμενο,  οι ενάγοντες αναφέρουν  επί λέξει «σας καθιστούμε σαφές ότι έχουμε μεγάλο μερίδιο συμμετοχής στην ατομική σας επιχείρηση και τα κέρδη, μηχανήματα, εργαλεία αυτής γιατί όλα αυτά τα χρόνια μαζί σας συμπορευόμασταν χωρίς να ασχολούμαστε με τίποτε άλλο», ήτοι προέβαλαν αξιώσεις από τη συμμετοχή τους στην ως άνω κοινή οικογενειακή επιχείρηση και όχι  αξιώσεις από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως επικαλούνται  στην ένδικη αγωγή τους. Περαιτέρω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό προέκυψε  ότι τον Σεπτέμβριο του έτους 2009 οι ενάγοντες είχαν συστήσει, από κοινού με τον αδελφό τους, ………., την εταιρεία με την επωνυμία «…………..», με αντικείμενο την εκμετάλλευση και εμπορία επίπλων, ξυλείας, υλικών επιπλοποιίας, χρωμάτων κλπ, συναρμολόγηση και τοποθέτηση επίπλων, πορτών, κουζινών, εισαγωγές και αντιπροσωπείες επί των ανωτέρω ειδών και εμπορευμάτων, η οποία λειτούργησε στον ίδιο χώρο με την ως άνω βιοτεχνία και εξακολουθεί να λειτουργεί έως σήμερα. Μάλιστα, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1615/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εκούσιας Δικαιοδοσίας), οι ενάγοντες πέτυχαν τον αποκλεισμό του …….. από την ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία, της οποίας, όπως οι ίδιοι χαρακτηριστικά επί λέξει  αναφέρουν στην, από 30.12.2015, εξώδικη δήλωσή τους προς τον τελευταίο « …από τότε που συστήθηκε η άνω εταιρία ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ μόνο εμείς είμαστε οι πραγματικοί εταίροι σ αυτή, καθότι εμείς ουσιαστικά τη λειτουργούμε, εμείς συμμετέχουμε σ αυτή, εμείς εργαζόμαστε γι αυτή, εμείς διαφυλάττομε τα συμφέροντα αυτής, εμείς παλεύουμε για την επίτευξη του σκοπού της, εμείς την ιδρύσαμε και εμείς μέχρι σήμερα τη συντηρούμε με τις δυνάμεις μας, η δική σας συμμετοχή είναι καθαρά τυπική……», ομολογίες τους που καταρρίπτουν τους αγωγικούς τους ισχυρισμούς περί  απάσχολησής τους κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, ήτοι  των ετών 2010 έως και 30-4-2014, για το οποίο εγείρουν αξιώσεις σε βάρος του εναγόμενου, επικαλούμενοι προφορική σύμβαση   εξαρτημένης εργασίας που συνήψαν  μαζί του, αφού  προσκρούει στους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής αφ ενός μεν να  απασχολούνται με όλες τους τις δυνάμεις, ως οι ίδιοι δηλώνουν, στην ως άνω ο.ε και από την άλλη να εργάζονται καθημερινά, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή τους,  τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας ( Δευτέρα έως και Παρασκευή) από τις 0.7.00 το πρωί μέχρι τις 15.00 το απόγευμα, στην «ατομική» επιχείρηση του εργοδότη τους-εναγόμενου, υποκείμενοι  σε νομική και προσωπική εξάρτηση από  αυτόν. Σημειωτέον ότι με αφορμή, μεταξύ άλλων,  και   την κρινόμενη αγωγή των εναγόντων σε βάρος του ενάγοντος ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη για παράβαση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας της σχετικής με την καταβολή αμοιβής και δεδουλευμένων ( άρθρο 28 παρ.1α του Ν.3996/2011), το Μονομελές δε  Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την με αριθμό ΑΜ 3346/2018 αμετάκλητη απόφασή του, αφού ουδόλως προέκυψε η άσκηση ενδίκων μέσων κατ αυτής, έκρινε αθώο τον εναγόμενο τελέσεως της εν λόγω παραβάσεως. Όλα τα ως άνω αποδειχθέντα, ως αυτά προέκυψαν από τη συνεκτίμηση όλων των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρί­ου, καταδεικνύουν την μη ύπαρξη μεταξύ των διαδίκων σχέσης εξαρτημένης εργα­σίας, όπως αυτή νοείται, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας,  εφόσον δεν υπήρχε μεταξύ των εναγόντων και του εναγόμενου εξάρτηση και δέσμευ­ση, σχέση εργαζόμενου και εργοδότη αλλά αντιθέτως οι ενάγοντες παρείχαν την προσωπική τους εργασία από κοινού με τον εναγόμενο στην κατ επίφαση και μόνο ατομική επιχείρηση του τελευταίου, που κατά τα προεκτεθέντα, ήταν οικογενειακή επιχείρηση, συνεργαζόμενοι όλοι προς επιδίωξη κοινού σκοπού και δη την ευόδωση των επιδιώξεων της τελευταίας και του προερχόμενου εξ αυτής εισοδήματος  με σκοπό την επακολουθούσα διανομή και απόλαυσή του. Επομένως, η εκκαλουμένη, η οποία δέ­χθηκε τα ανωτέρω έστω και με εν μέρει  διαφορετική  αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα  (άρθρο 534 ΚΠολΔ),  δεν έσφαλε, αλλά ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις,  απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την κρινόμενη αγωγή, κατά την κριθείσα απ αυτή,  κατά τα ανωτέρω,  ως παραδεκτή και νόμιμη κύρια βάση της και οι περί του αντιθέτου σχετικοί λόγοι της εφέσεως, καθώς και η έφεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν ως  αβάσιμοι. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου,  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων,  λόγω της ήττας τους στη δίκη(άρθρα 106,176, 183,191 παρ.2  ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμό 1210/2018  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου,  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει σε πεντακόσια  (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις 23-6-2020,  απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

   Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ