Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 445/2020

Αριθμός    445 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως.». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην του εκκαλούντος αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (πρβλ. ΑΠ 1906/2008, ΕφΛαμ 94/2011) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η δυνατότητα, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που η απουσία του, ενδεχομένως, επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (πρβλ. ΑΠ 476/2017, ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 1858/2014, ΑΠ 1546/2013, ΑΠ 280/2012, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 884/2007, ΑΠ 1015/2005, ΕφΑθ 33/2018, ΕφΠειρ 619/2017, ΕφΠειρ 95/2017, ΕφΠειρ 92/2013, ΕφΑθ 2142/2011). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ΄ αρ. 2720/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην αυτής (εναγομένης), επί της από 25-9-2017 (αρ. καταθ. ……./2017) αγωγής της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, και την αποδοχή αυτής (αγωγής), λόγω της ερημοδικίας της (εναγομένης), και όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου της εκκαλούσας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού που καταχωρήθηκε νόμιμα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, και εφόσον για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) κατατέθηκε, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, από την εκκαλούσα παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το υπ΄ αρ. παραβόλου: …………../2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-παράβολο), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.

Η έφεση κατά το μέρος που η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και των πραγματικών περιστατικών δέχθηκε την αγωγή, είναι απορριπτέα, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε η ενάγουσα, αλλά δέχθηκε την ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν, δεχόμενο ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας, που δεν αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία απαγορεύεται η ομολογία, τεκμαίρονται ομολογημένοι, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, εναντίον της οποίας δεν υπάρχει κάποια ένσταση εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως και ότι επομένως, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν. Ακολούθως, ενόψει του ότι η ανωτέρω εναγομένη με την ένδικη έφεσή της προβάλλει αιτιάσεις και επί της ουσίας της αγωγής, αρνητικές της βασιμότητάς της, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, να γίνει δεκτή και στην ουσία και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής. Στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί, κατά την τακτική διαδικασία, η ένδικη αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα. Τέλος, λόγω του ότι η από 25-7-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε, για το παραδεκτό αυτής [έφεσης, (βλ. το υπ΄ αρ. παραβόλου: ………../2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-παράβολο)], στην εκκαλούσα.

Με την από 25-9-2017 (αρ. καταθ. …/2017) αγωγή της, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 1-3-2018, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι την 27-8-2009, δυνάμει συμβολαιογραφικού εγγράφου νόμιμα μεταγεγραμμένου, η ίδια, με τον εν διαστάσει πλέον σύζυγό της, προέβησαν στην αγορά ενός ακινήτου (διαμερίσματος – οριζόντιας ιδιοκτησίας), που βρίσκεται στη ….. Αττικής, όπως λεπτομερώς περιγράφεται σ΄ αυτή (αγωγή). Ότι το τίμημα για την αγορά του καταβλήθηκε από την ίδια (ενάγουσα) και τον εν διαστάσει σύζυγό της και συγκεκριμένα σε ποσοστό 1/2 από τον καθένα, πλην όμως, για φορολογικούς λόγους, το ακίνητο μεταβιβάστηκε στη μητέρα του εν διαστάσει συζύγου της (εναγομένη), η οποία, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ενεργούσε, κατά την κατάρτιση του ως άνω συμβολαιογραφικού εγγράφου, τυπικά μεν στο δικό της όνομα (εναγομένης), στην πραγματικότητα, όμως, ως εντολοδόχος και έμμεση αντιπρόσωπος της ίδιας (ενάγουσας) και του ήδη εν διαστάσει συζύγου της (ενάγουσας-τέκνο της εναγομένης) και για λογαριασμό τους σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου. Επιπροσθέτως, ιστορούσε ότι συμφωνήθηκε προφορικά με την εναγομένη ότι, όταν ζητείτο, αυτή (εναγομένη) θα μεταβίβαζε τα αντίστοιχα ποσοστά τους στο όνομα ενός εκάστου από αυτούς (ενάγουσας και ήδη εν διαστάσει συζύγου της). Ότι μετά την αγορά του ακινήτου, προέβη, με τον εν διαστάσει σύζυγό της και με τη συνδρομή συγγενικών προσώπων, στην ανακαίνιση του διαμερίσματος με αποτέλεσμα την αντίστοιχη αύξηση της αξίας του η οποία ανήλθε στο ποσό των 85.000 ευρώ. Ότι η εναγομένη, αν και κατέστη τυπικά κυρία με δικαίωμα πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας του ως άνω διαμερίσματος, αρνείται υπαίτια και παρά τα ατύπως συμφωνηθέντα και την ύπαρξη σχετικού αιτήματός της (ενάγουσας), ήδη από τον Ιούνιο 2017, προς αυτήν (εναγομένη), να της μεταβιβάσει το αναλογούν σε αυτήν (ενάγουσα) ποσοστό κυριότητας. Επικουρικά και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι δεν υποχρεούται η εναγομένη να μεταβιβάσει σε αυτήν (ενάγουσα) το ανωτέρω ποσοστό εξ αδιαιρέτου του ένδικου διαμερίσματος, η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι η εναγομένη έχει, χωρίς νόμιμη αιτία, καταστεί πλουσιότερη κατά 42.500 ευρώ, με άμεση ζημία της περιουσίας της, του πλουτισμού της σωζόμενου εισέτι, πλουτισμό τον οποίο αρνείται να της αποδώσει. Ζήτησε δε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να αναγνωριστεί ότι, στην ένδικη περίπτωση, η εναγομένη ενέργησε, κατά την κατάρτιση του ως ανωτέρω συμβολαιογραφικού εγγράφου και την αγορά του ένδικου ακινήτου, ως έμμεση αντιπρόσωπος – εντολοδόχος της (ενάγουσας). Επιπροσθέτως, δε, και κατά το κύριο αίτημα της αγωγής, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη σε καταδίκη δήλωσης βούλησης και, ειδικότερα, να υποχρεωθεί να δηλώσει τη βούλησή της να μεταβιβασθεί σε αυτήν (ενάγουσα) το ½ εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος). Επικουρικά δε ζήτησε να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 42.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης, καθώς και να καταδικαστεί (η εναγομένη) στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του που εκδόθηκε την 13-6-2018, δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή παραδεκτά εισήχθη για να συζητηθεί ενώπιόν του (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), κατά την τακτική διαδικασία, καθώς επίσης ότι ως προς την κύρια βάση της, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, εκτός από το παρεπόμενο αυτής αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής, ενώ ως προς την επικουρική βάση της είναι απορριπτέα ως αόριστη. Κατά το μέρος δε που κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, ερεύνησε αυτήν περαιτέρω κατ΄ ουσίαν. Ακολούθως, δε, αφού έκρινε ότι η ενάγουσα κατέβαλε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου (με το υπ΄ αρ. ……… ηλεκτρονικό παράβολο, καθώς επίσης και το από 22-12-2017 γραμμάτιο κατάθεσης της Εθνικής Τράπεζας), έκρινε ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας, που δεν αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία απαγορεύεται η ομολογία, τεκμαίρονται ομολογημένοι, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, εναντίον της οποίας δεν υπάρχει κάποια ένσταση εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως. Κατόπιν τούτων δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν και αναγνώρισε ότι η εναγομένη, συμβαλλόμενη, ως αγοράστρια, στο υπ΄ αρ. …./27-8-2009 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, ενήργησε ως έμμεση αντιπρόσωπος και εντολοδόχος της ενάγουσας, κατά την αγορά του 1/2 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας της αναφερόμενης σ΄ αυτήν (απόφαση) οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) και υποχρέωσε την εναγομένη να δηλώσει τη βούλησή της να μεταβιβασθεί στην ενάγουσα το 1/2 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθώς επίσης, επέβαλε σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των 1.850 ευρώ.

Από τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. του ΑΚ και, ειδικότερα, τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ που ορίζει ότι: «ο εντολοδόχος έχει την υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της» με σαφήνεια προκύπτει ότι αν ο εντολοδόχος αγόρασε σε εκτέλεση εντολής ακίνητο, κατά τους κανόνες της έμμεσης αντιπροσώπευσης, δηλαδή στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του εντολέα (για την εντολή αυτή δεν είναι αναγκαία η τήρηση συμβολαιογραφικού τύπου), όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της σύμβασης παράγονται προσωπικά γι΄ αυτόν και αυτός (εντολοδόχος) γίνεται κύριος των πραγμάτων, αλλά είναι υποχρεωμένος να μεταβιβάσει (αναμεταβιβάσει) την κυριότητα του ακινήτου που αγόρασε με ιδιαίτερη δικαιοπραξία κατά τους κανόνες του εμπράγματου δικαίου για τον εντολέα του. Αν ο εντολοδόχος αρνηθεί, δικαιούται ο εντολέας να ασκήσει σχετική αγωγή, που έχει έρεισμα στις ως άνω διατάξεις και σ΄ αυτή του άρθρου 949 του ΚΠολΔ, με την οποία θα επιδιώκει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος εντολοδόχος να μεταβιβάσει (αναμεταβιβάσει) σ΄ αυτόν (ενάγοντα εντολέα), κατά κυριότητα, το ακίνητο που απέκτησε (ο εντολοδόχος) σε εκτέλεση της ως άνω εντολής και συγκεκριμένα το ακίνητο που αγόρασε για λογαριασμό του ενάγοντος εντολέα, στο δικό του, όμως, όνομα (ΟλΑΠ 1041/1975 ΝοΒ 23.653, ΑΠ 637/2012,  ΑΠ 1025/2009 ΕλλΔνη 2010.73, ΑΠ 240/1996 ΕλλΔνη 37.1570, ΑΠ 403/1995 ΕλλΔνη 38.1091, ΑΠ 1364/1994 ΝοΒ 44.426, ΑΠ 454/1994 ΕλλΔνη 36.315, ΕφΑθ 1278/2011, ΕφΑθ 2317/2009 ΕλλΔνη 2010.799, ΕφΠειρ 110/2005 ΕλλΔνη 2006.241). Η εξώδικη εντολή με αντικείμενο την αγορά ακινήτου, για λογαριασμό μεν του εντολέα, αλλά στο όνομα του εντολοδόχου, μη υποβαλλόμενη στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου (ΑΠ 240/1996 ο.π., ΕφΑθ 1278/2011 ο.π.), είναι ενοχική σύμβαση, διαφορετική από εκείνη που προβλέπεται από το άρθρο 369 του ΑΚ, έναντι της οποίας διατηρεί την αυτοτέλειά της (ΟλΑΠ 104/1975 ο.π., ΕφΑθ 1278/2011 ο.π.), η δε, κατ΄ άρθρο 719 του ΑΚ, αξίωση του εντολέα για μεταβίβαση κατά κυριότητα, από τον εντολοδόχο, του ακινήτου, που ο τελευταίος απέκτησε σε εκτέλεση σχετικής εντολής, κατά τους κανόνες της έμμεσης αντιπροσωπεύσεως, δηλαδή, στο όνομά του αλλά για λογαριασμό του εντολέα, δεν είναι εμπράγματη (ΕφΑθ 1278/2011 ο.π., ΕφΑθ 9585/1997 ΕλλΔνη 1999.649). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η ένδικη αγωγή (με στοιχεία αλλοδαπότητας), κατά το μέρος που αυτή έγινε δεκτή πρωτοδίκως, αφού, όπως προεκτέθηκε, η υπόθεση ερευνάται στο πλαίσιο που καθορίζεται με την ένδικη έφεση, αρμοδίως και παραδεκτώς εισήχθη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση αυτής, και ήταν καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο και είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει η εκκαλούσα με λόγο της ένδικης εφέσεως, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, ως περιέχουσα (η ένδικη αγωγή) όλα τα απαιτούμενα στοιχεία της παρακάτω αναφερόμενης νομικής βάσης, κατά την οποία αυτή κρίθηκε (και είναι) νόμιμη, [σύμφωνα με το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και σύμφωνα με το άρθρο 25 εδάφιο β΄ του ΑΚ, ως αρμόζον εξ όλων των ειδικών συνθηκών δίκαιο, αφού η επικαλούμενη σύμβαση εντολής, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, καταρτίσθηκε στην Ελλάδα, από τις διαδίκους, από τις οποίες η ενάγουσα δεν είναι υπήκοος της Ελλάδας, κατοικούν όμως στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη …… και συνεπώς η ως άνω σύμβαση συνδέεται στενότερα με την Ελληνική Πολιτεία, οι διάδικοι δε δεν επικαλούνται ότι είχε συνομολογηθεί lex voluntatis, δηλαδή ότι είχαν συμβατικώς υπαγάγει την ως άνω σύμβασή τους στο δίκαιο άλλης Πολιτείας (υπεροχή του συμβατικώς ορισθέντος δικαίου, έναντι του εξ αντικειμένου αρμόζοντος lex proper)], και έγινε δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, και δη των διατάξεων των άρθρων 361 και 719 του ΑΚ, 68, 70, 176 και 949 του ΚΠολΔ, καταβλήθηκε δε, το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ΄ αρ. …………… ηλεκτρονικό παράβολο, καθώς επίσης και το από 22-12-2017 γραμμάτιο κατάθεσης της Εθνικής Τράπεζας). Συνεπώς, πρέπει η αγωγή, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 451 του ΚΠολΔ η επίδειξη εγγράφου μπορεί να ζητηθεί, εφόσον έχει την υποχρέωση αυτή ένας τρίτος με παρεμπίπτουσα αγωγή ενώ αν έχει την υποχρέωση διάδικος και με τις προτάσεις. Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 450 επ. του ΚΠολΔ ρυθμίζουν αποκλειστικά την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο (ΑΠ 1264/1983 Δ. 15.400, ΕφΘεσ 1150/2001, ΕφΘεσ 1939/1998 ΕλλΔνη 40.382, ΕφΘεσ 1783/1993 Αρμ. ΜΗ.590, ΕφΑθ 16072/1988 ΕλλΔνη 34.1366, ΕφΑθ 10381/1988 ΝοΒ 37.747). Οι προϋποθέσεις για την υποχρέωση επίδειξης εγγράφων είναι: α) η ύπαρξη έννομου συμφέροντος εκείνου που ζητεί την επίδειξη αυτών (εγγράφων), β) η κατοχή των εγγράφων από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η σχετική αίτηση κατά το χρόνο της δίκης και γ) τα έγγραφα να είναι πρόσφορα για την άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη λυσιτελών ισχυρισμών (ΑΠ 209/1994, ΑΠ 1023/1992, ΑΠ 1771/1988, ΕφΠατρ 1019/2006, Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας: ΚΠολΔ, εκ. 2000, άρθρο 450, αρ. 3, σελ. 808). Για να είναι, όμως ορισμένη η σχετική αίτηση πρέπει να αναφέρονται σ΄ αυτή τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον για την επίδειξη των εγγράφων, καθώς και το πραγματικό περιστατικό της κατοχής αυτών (εγγράφων) από εκείνον από τον οποίο ζητείται η επίδειξη (Γεωργιάδης- Σταθόπουλος: Αστικός Κώδιξ, άρθρο 902, αρ. 24 σελ. 558) και ακόμη να προσδιορίζεται το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενό του (ΑΠ 1565/1998, ΑΠ 1023/1992, ΕφΘεσ 1939/1998, ΕφΑθ 1741/1994), ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο της απόδειξης (Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας: ό.π. αρθρ. 452, αρ. 4, σελ. 810). Το βάρος της απόδειξης του πραγματικού περιστατικού της κατοχής των εγγράφων από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η σχετική αίτηση φέρει ο αιτών (ΑΠ 1494/1987, ΕφΠατρ 1019/2006, ΕφΘεσ 3796/1990, Κεραμεύς- Κονδύλης-Νίκας: ό.π., άρθρο 450, αρ. 7, σελ. 809).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 409 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, οι μάρτυρες εξετάζονται χωριστά και μόνο αν κριθεί απαραίτητο μπορούν να εξεταστούν σε αντιπαράσταση με άλλους μάρτυρες ή και με τους διαδίκους. Η διάταξη αυτή επιβάλλει μεν τη χωριστή κατ΄ αρχήν εξέταση των μαρτύρων, δεν απαγορεύει, όμως, την παρουσία τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου πριν αυτοί να εξετασθούν και ενώ εξετάζονται εκεί οι λοιποί μάρτυρες. Τέτοια απαγόρευση δεν μπορεί να συναχθεί ότι επιβάλλεται ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με τις οποίες αναγνωρίζεται η ισονομία των πολιτών και το δικαίωμα για δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους σε συνθήκες δίκαιης δίκης, αφού κάθε μάρτυρας υπόκειται κατά την κατάθεσή του στον έλεγχο του Δικαστηρίου και των παραγόντων της δίκης και μπορεί να εξετασθεί και συμπληρωματικά (άρθρο 411 του ΚΠολΔ), η δε κατάθεσή του εκτιμάται τελικά ελεύθερα από το Δικαστήριο (άρθρο 340 του ΚΠολΔ). Έτσι δεν δημιουργούνται συνθήκες ανισότητας για εκείνον τον διάδικο που ο μάρτυράς του εξετάσθηκε πριν από τον μάρτυρα του αντιδίκου του και ενώ ο μάρτυρας αυτός παρευρισκόταν κατά την κατάθεση του δικού του μάρτυρα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου (ΑΠ 791/2012). Συνεπώς δεν συνιστά ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο στην παρούσα υπόθεση η κατωτέρω αναφερόμενη κατάθεση της μάρτυρα της εφεσίβλητης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, μολονότι αυτή ήταν παρούσα στο ακροατήριο κατά την εξέταση της μάρτυρα της εκκαλούσας.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, ………., συζύγου …….., το γένος …. και ………. (της εκκαλούσας) και ………., συζ. …, το γένος … και ……… (της εφεσίβλητης), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, και περιέχονται (οι καταθέσεις)στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, εκτιμώμενες καθεμιά χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους ανάλογα με τον τρόπο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας της κάθε μάρτυρα, καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, [όσα δε έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί και επίσημη μετάφρασή τους επικυρωμένη νομίμως (άρθρο 454 του ΚΠολΔ)], και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,[ανάμεσα στα οποία και αυτά που για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας προσκομίζονται με επίκληση όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ), καθώς επίσης και έγγραφα που παραδεκτώς προσκομίζονται με επίκληση με τη νομίμως κατατεθείσα προσθήκη των προτάσεων κάθε διαδίκου, αντίστοιχα, δηλαδή μετά την κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (ήτοι μετά την 10-10-2019) και εντός της οριζόμενης προθεσμίας για την προσθήκη-αντίκρουση, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, καθόσον προσάγονται για την αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν εκατέρωθεν το πρώτον με τις προτάσεις και κατά τη συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς επίσης για την προσπάθεια ικανοποίησης του αιτήματος επίδειξης εγγράφων που προέβαλαν οι διάδικοι αντίστοιχα], μεταξύ των οποίων και η υπ΄ αρ. ……./19-10-2017 ένορκη βεβαίωση της ………, η υπ΄ αρ. …/19-10-2017 ένορκη βεβαίωση της ……… και η υπ΄ αρ. …./19-10-2017 ένορκη βεβαίωση της ……., το γένος ………., που λήφθηκαν και οι τρεις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης-εκκαλούσας  (βλ. την υπ΄ αρ. …./6-10-2017 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, που έχει την έδρα της στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……….), καθώς επίσης και η υπ΄ αρ. ……/4-10-2019 ένορκη βεβαίωση τoυ ……. …….., που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά από νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας-εφεσίβλητης (βλ. την υπ΄ αρ. …../1-10-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), [σημειώνοντας ότι η εφεσίβλητη στις προτάσεις του παρόντος βαθμού περιλαμβάνει αυτούσιες τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου της και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις (πρβλ. ΑΠ 224/2016)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στη …….. κατά το έτος 2009 η ενάγουσα συμφώνησε, με τον σύζυγό της, με τον οποίο κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής, βρισκόταν σε διάσταση και ήδη ο γάμος τους, ο οποίος τελέστηκε την 14-3-1998, έχει λυθεί, υιό της εναγομένης, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, να αγοράσουν κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας την παρακάτω αναφερόμενη οριζόντια ιδιοκτησία, ήτοι μία οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του πρώτου (Α΄) πάνω από το ισόγειο ορόφου με αριθμό ένα (Α1) υπό στοιχεία ………., επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών 82,62, με επιφάνεια εξωστών μέτρα τετραγωνικά 22,66 της …….. πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών 580,00, που βρίσκεται στο Δήμο ….., εντός του εγκεκριμένου σχεδίου και στην περιφέρεια του Δήμου αυτού στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό Ο.Τ. …, που περιβάλλεται από τις οδούς ……………, το οποίο φέρει τον κτηματολογικό αριθμό (ΚΑΕΚ) ./….. του Εθνικού Κτηματολογίου (Δήμος ….). Κατά τον τίτλο κτήσης, το οικόπεδο στο οποίο είναι κτισμένη η πολυκατοικία, η οποία φέρεται με τον κτηματολογικό αριθμό …… εμφαίνεται στο υπ΄ αρ. …/…. διάγραμμα που θεωρήθηκε από τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας Οικισμού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, που είναι κατατεθειμένο στο Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών έχει έκταση μέτρα τετραγωνικά 580,00 και συνορεύει Βόρεια με την οδό ……… και κοινόχρηστο χώρο επί προσώπου μέτρων 29,30, Νότια με οδό ………. επί προσώπου μέτρων 29,30, Ανατολικά με οδό ………. και κοινόχρηστο χώρο επί προσώπου μέτρων 38,40 και Δυτικά με κοινόχρηστο χώρο και πολυκατοικίες …….. και ………. επί πλευράς μέτρων 38,40 και φέρεται με τον κτηματολογικό αριθμό ………… Το υπό κτηματολογικό αριθμό ……… του πρώτου (Α΄) ορόφου πάνω από το ισόγειο με αριθμό ένα (Α-1) διαμέρισμα έχει εμβαδόν μέτρα τετραγωνικά 82,62 και εμβαδόν εξωστών μέτρα τετραγωνικά 22,66, όγκο ιδιοκτήτων χώρων μέτρα κυβικά 245,301, όγκο εκ της αναλογίας του επί του όγκου των κοινοχρήστων χώρων της πολυκατοικίας μέτρα κυβικά 59,383, ήτοι σύνολο όγκου ιδιόκτητου και κοινοχρήστων χώρων μέτρα κυβικά 304,684, ποσοστό συμμετοχής εξ αδιαιρέτου στην κυριότητα του όλου ως άνω οικοπέδου και των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων και πραγμάτων της πολυκατοικίας 63,656/1000 και ψήφους στη Γενική Συνέλευση των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας 63,656 επί 1.000 ψήφων. Λόγω δε του παραπάνω συγγενικού δεσμού τους και της αμοιβαίας σχέσεως εμπιστοσύνης, με άτυπη σύμβαση εντολής, που συνήφθη στη ……, όπου κατοικούσαν, οι διάδικοι και ο σύζυγος της ενάγουσας-υιός της εναγομένης συμφώνησαν να προβεί η εναγομένη, Ελληνίδα, κατά τον ως άνω χρόνο, σύμφωνα με τα κατωτέρω αναφερόμενα, υπήκοος, που κατείχε δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, εκδοθέν την 11-11-2008, και κατοικούσε στη ……., στην αγορά του παραπάνω ακινήτου, κατά μεν 1/2 εξ αδιαιρέτου για λογαριασμό της ενάγουσας – εντολέα και με χρήματά της (εντολέα), αλλά επ΄ ονόματί της (εναγομένης– εντολοδόχου) και κατά το υπόλοιπο ποσοστό για τον υιό της-σύζυγο της ενάγουσας και με δικά του χρήματα, αλλά, επίσης επ΄ ονόματί της (εναγομένης). Στη συμφωνία αυτή προέβησαν τα μέρη για καθαρά φορολογικούς λόγους, ενόψει των ευεργετικών ρυθμίσεων που ίσχυαν σε σχέση με το φόρο μεταβιβάσεως ακινήτων στην περίπτωση αγοράς πρώτης κατοικίας. Συγκεκριμένα η εναγομένη από την 25-11-1999 κατείχε ειδικό δελτίο ταυτότητας ομογενούς, ως ομογενής Αλβανίας, ήτοι αλβανικής υπηκοότητας, ελληνικής καταγωγής, με ισχύ έως την 25-11-2002, ενώ απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση την 6-6-2008 και κατά την υπογραφή του συμβολαίου κατείχε, κατά τα ως άνω, δελτίο αστυνομικής ταυτότητας. Σε εκτέλεση της ως άνω εντολής η εναγομένη  προχώρησε στην αγορά του εν λόγω ακινήτου, κατά τα συμφωνηθέντα, ήτοι ως έμμεσος αντιπρόσωπος της ενάγουσας, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, για το 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του ως άνω ακινήτου (και του υιού της κατά το υπόλοιπο ποσοστό) και υπέγραψε το υπ΄ αρ. …/27-8-2009 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Για την ως άνω μεταβίβαση δεν καταβλήθηκε φόρος, δεδομένου ότι η εναγομένη ως αγοράστρια απαλλάχθηκε από την καταβολή φόρου μεταβίβασης λόγω αγοράς πρώτης κατοικίας, σύμφωνα με το Ν. 1078/1980, όπως τροποποιηθείς, ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η ως άνω μεταβίβαση, όπως προκύπτει από το ίδιο το ως άνω συμβόλαιο. Κατά τον ως άνω χρόνο (27-8-2009), ο υιός της εναγομένης, ο οποίος ήταν κάτοχος ειδικού δελτίου ταυτότητας ομογενούς από την 3-3-2000 με ισχύ έως την 3-3-2003, καθώς επίσης από την 28-5-2003 έως 3-3-2006, και η ενάγουσα, η οποία κατά τον ίδιο χρόνο (27-8-2009) ήταν αλβανικής υπηκοότητας, είχαν την πεποίθηση ότι δεν δικαιούνταν την ως άνω απαλλαγή (από την καταβολή φόρου μεταβίβασης λόγω αγοράς πρώτης κατοικίας), ανεξαρτήτως του εάν τούτο ίσχυε ή όχι. Για το λόγο δε αυτό, ήτοι επειδή είχαν την πεποίθηση, ανεξαρτήτως του εάν αυτό ίσχυε ή όχι, ότι δεν δικαιούνται απαλλαγή από την καταβολή φόρου και δεδομένου ότι ήθελαν να μειώσουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους, προέβησαν στη σύναψη της ως άνω συμβάσεως εντολής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργαζόταν ως οικιακή βοηθός, αποκερδαίνοντας μηνιαίως περίπου 1.200 ευρώ, και ο σύζυγός της ως οδηγός φορτηγών δημόσιας χρήσεως. Ως τίμημα για την αγορά αυτή συμφωνήθηκε το ποσό των 65.000 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα και ο σύζυγός της κατέβαλαν κατά ½ ο καθένας. Επειδή όμως, δεν διέθεταν το σύνολο του ως άνω ποσού σε μετρητά, μέρος αυτού, ύψους 50.000 ευρώ, η ενάγουσα και ο σύζυγός της κατέθεσαν στο λογαριασμό που τηρούσε η εναγομένη στην «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» την 25-8-2009. Συγκεκριμένα το συνολικό αυτό ποσό (των 50.000 ευρώ) προήλθε από δύο λογαριασμούς προθεσμιακής κατάθεσης, κατόπιν προεξόφλησης, ποσών 30.000 και 20.000 ευρώ  (λήξης 24-12-2009 και 30-12-2009) που τηρούσε η ενάγουσα και ο σύζυγός της (συνδικαιούχοι) και στους οποίους διατηρούσαν τις κοινές αποταμιεύσεις τους, τα ποσά των οποίων με τους αντίστοιχους τόκους είχε αναλάβει αυθημερόν (την 25-8-2009) η ενάγουσα. Εξάλλου, η ενάγουσα και ο σύζυγός της, για την κατωτέρω αναφερόμενη ανακαίνιση του ως άνω διαμερίσματος, δανείστηκαν το ποσό των 10.000 ευρώ από την αδερφή του συζύγου της, ……….., τέκνο της εναγομένης, ποσό το οποίο η ενάγουσα και ο σύζυγός της έχουν ήδη εξοφλήσει, όπως επίσης δανείσθηκαν και το ποσό των 17.000 ευρώ από τους γονείς της (ενάγουσας), από το οποίο επέστρεψαν περίπου το ½. Εκτός των ως άνω, συμφωνήθηκε προφορικά με την εναγομένη ότι όταν ζητείτο, αυτή (εναγομένη) θα μεταβίβαζε τα αντίστοιχα ποσοστά τους στο όνομα ενός εκάστου των συζύγων. Ακολούθως, μετά από νομότυπη διαδικασία η εναγομένη απέκτησε (τυπικά) την κυριότητα επί του ως άνω ακινήτου, ήτοι κατέστη τυπικά κυρία με δικαίωμα πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας του πιο πάνω διαμερίσματος. Μετά την ως άνω αγορά, η ενάγουσα προέβη, με τον τότε σύζυγό της, πλέον πρώην σύζυγό της, και με τη συνδρομή συγγενικών προσώπων στην ανακαίνιση του διαμερίσματος με αποτέλεσμα την αντίστοιχη αύξηση της αξίας του η οποία ανήλθε στο ποσό των 85.000 ευρώ. Το ως άνω ακίνητο αποτέλεσε την οικογενειακή τους οικία, όπου διέμεναν η ενάγουσα με το σύζυγό της, τα δύο τέκνα τους, ….., που γεννήθηκε την 14-2-1997 και ……, που γεννήθηκε την 30-12-2002, και την εναγομένη, μητέρα του συζύγου της. Περί το έτος 2017 επήλθε διάσπαση στην έγγαμη συμβίωση της ενάγουσας με το σύζυγό της, ενώ περί το μήνα Ιούνιο του 2017, όταν η ενάγουσα, μετά την ως άνω διάσπαση, ζήτησε από την εναγομένη να εκτελέσει τα συμφωνηθέντα και να της μεταβιβάσει (το αναλογούν σε αυτήν ποσοστό κυριότητας, ήτοι) το 1/2 εξ αδιαιρέτου του ως άνω ακινήτου, η τελευταία αρνήθηκε υπαίτια και παρά τα ατύπως, πλην όμως ρητά, συμφωνηθέντα. Η δε ενάγουσα, λόγω της συγγενικής τους σχέσεως, πίστευε ότι θα τακτοποιούσε την υποχρέωσή της. Μετά, τη σύμφωνα με τα παραπάνω, ρητή άρνηση της εναγομένης, η ενάγουσα άσκησε την ένδικη αγωγή της. Από κανένα δε στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα παρέβη με τη δικονομική της συμπεριφορά τους κανόνες της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας κατ΄ άρθρο 116 του ΚΠολΔ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εκκαλούσας. Τέλος, η εκκαλούσα υπέβαλε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού έγγραφες προτάσεις της (όπως το δικόγραφο αυτών εκτιμάται), αίτημα επίδειξης από την εφεσίβλητη εγγράφου (συμφωνητικού) που βρίσκεται σε Συμβολαιογράφο Πειραιώς με περιεχόμενο ότι παραχωρεί (μεταβιβάζει) (η εκκαλούσα) την οικία στα δύο της τέκνα, μετά από σχετική συμφωνία τους. Η δε εφεσίβλητη, επίσης, υπέβαλε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, αίτημα να προσκομισθούν από την εκκαλούσα τα έγγραφα που αποδεικνύουν τον χρόνο που λάμβανε σύνταξη, επιδόματα ή οποιοδήποτε άλλο εισόδημα έχει (η εκκαλούσα) από οποιονδήποτε φορέα και τα οποία έχει στη νόμιμη κατοχή της. Τα ως άνω αιτήματα περί επίδειξης εγγράφων, πρέπει, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, να απορριφθούν ως αόριστα, δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν επικαλείται εάν το συγκεκριμένο έγγραφο (συμφωνητικό), το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν προσδιορίζεται επαρκώς ως προς τα στοιχεία που το εξειδικεύουν, βρίσκεται στην κατοχή της εφεσίβλητης, αντιθέτως επικαλείται ότι το συγκεκριμένο έγγραφο βρίσκεται σε Συμβολαιογράφο, παρόλα αυτά η εφεσίβλητη προσπάθησε, πλην όμως ανεπιτυχώς, να λάβει στην κατοχή της αντίγραφο της επικαλούμενης απ΄ αυτήν δημόσιας διαθήκης, θεωρώντας ότι η προταθείσα από αυτήν και εξετασθείσα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού μάρτυρας, αναφερόμενη σε έγγραφο εννοούσε τη δημόσια διαθήκη (βλ. το έγγραφο που παραδεκτώς επικαλείται και προσκομίζει με την προσθήκη των προτάσεών της για την προσπάθεια να της χορηγηθεί αντίγραφο της ως άνω δημόσιας διαθήκης), καθώς επίσης η εφεσίβλητη δεν εξειδικεύει τα έγγραφα αυτά, σε κάθε δε περίπτωση η εκκαλούσα με την προσθήκη των προτάσεών της επικαλείται και προσκομίζει αντίστοιχα έγγραφα [την υπ΄ αρ. ……./6-9-2016 βεβαίωση είδους και ποσού σύνταξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Γενική Διεύθυνση Τιράνων σχετ. 60), καθώς και επιπλέον φορολογικές δηλώσεις ετών 2011 έως 2015 (σχετ. 61, 62, 63, 64 και 65)], ικανοποιώντας κατά τον τρόπο αυτόν εν μέρει και το αίτημα επίδειξης εγγράφων που προέβαλε η εφεσίβλητη. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η εναγομένη πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι, καθώς επίσης, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη (εκτός από τα αιτήματα που απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, ήτοι το παρεπόμενο αίτημα αυτής με το οποίο ζητείται η κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθώς και ως προς την επικουρική της βάση), να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη, συμβαλλόμενη, ως αγοράστρια, στο με αριθμό ../27-8-2009 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά . …., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, ενήργησε ως έμμεση αντιπρόσωπος και εντολοδόχος της ενάγουσας, κατά την αγορά του 1/2 εξ αδιαιρέτου του ως άνω διαμερίσματος. Επίσης, πρέπει να υποχρεωθεί να δηλώσει την βούλησή της να μεταβιβασθεί στην ενάγουσα το 1/2 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας αυτού (ως άνω διαμερίσματος). Κατόπιν τούτων η εναγομένη πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (ενάγουσας), λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ    

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2720/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).     Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. παραβόλου: …………/2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-παράβολο, στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 2720/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, την από 25-9-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη, συμβαλλόμενη ως αγοράστρια στο με αριθμό …/27-8-2009 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……………, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, ενήργησε ως έμμεση αντιπρόσωπος και εντολοδόχος της ενάγουσας, κατά την αγορά του 1/2 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας της πιο κάτω οριζόντιας ιδιοκτησίας, ήτοι μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του πρώτου (Α΄) πάνω από το ισόγειο ορόφου με αριθμό ένα (Α1) υπό στοιχεία ……, επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών 82,62, με επιφάνεια εξωστών μέτρα τετραγωνικά 22,66 της ……. πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών 580,00, που βρίσκεται στο Δήμο Δραπετσώνας, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου και στην περιφέρεια του Δήμου αυτού στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό Ο.Τ. . (….), που περιβάλλεται από τις οδούς ………., το οποίο φέρει τον κτηματολογικό αριθμό (ΚΑΕΚ) ………. του Εθνικού Κτηματολογίου (Δήμος ……..). Κατά τον τίτλο κτήσης, το οικόπεδο στο οποίο είναι κτισμένη η πολυκατοικία, η οποία φέρεται με τον κτηματολογικό αριθμό ……. εμφαίνεται στο υπ΄ αρ. …….. διάγραμμα που θεωρήθηκε από τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας Οικισμού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, που είναι κατατεθειμένο στο Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών έχει έκταση μέτρα τετραγωνικά 580,00 και συνορεύει Βόρεια με την οδό …….. και κοινόχρηστο χώρο επί προσώπου μέτρων 29,30, Νότια με οδό …….. επί προσώπου μέτρων 29,30, Ανατολικά με οδό …….. και κοινόχρηστο χώρο επί προσώπου μέτρων 38,40 και Δυτικά με κοινόχρηστο χώρο και πολυκατοικίες ……. και ……. επί πλευράς μέτρων 38,40 και φέρεται με τον κτηματολογικό αριθμό …… Το υπό κτηματολογικό αριθμό ……… του πρώτου (Α΄) ορόφου πάνω από το ισόγειο με αριθμό ένα (Α-1) διαμέρισμα έχει εμβαδόν μέτρα τετραγωνικά 82,62 και εμβαδόν εξωστών μέτρα τετραγωνικά 22,66, όγκο ιδιοκτήτων χώρων μέτρα κυβικά 245,301, όγκο εκ της αναλογίας του επί του όγκου των κοινοχρήστων χώρων της πολυκατοικίας μέτρα κυβικά 59,383, ήτοι σύνολο όγκου ιδιοκτήτου και κοινοχρήστων χώρων μέτρα κυβικά 304,684, ποσοστό συμμετοχής εξ αδιαιρέτου στην κυριότητα του όλου ως άνω οικοπέδου και των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων και πραγμάτων της πολυκατοικίας 63,656/1000 και ψήφους στη Γενική Συνέλευση των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας 63,656 επί 1.000 ψήφων.

Υποχρεώνει την εναγομένη να δηλώσει τη βούλησή της να μεταβιβασθεί στην ενάγουσα το 1/2 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας της οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) που αναφέρεται στην αμέσως προηγούμενη διάταξη.

Καταδικάζει την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 2.300 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ