Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 460/2020

Περίληψη

Ανακοπή κατά της εκτέλεσης. Εκτελεστότητα συμβολαιογραφικού εγγράφου. Έννοια απαίτησης βέβαιης και εκκαθαρισμένης. Η εκτελούμενη απαίτηση είναι α) βέβαιη, αφού δεν τελεί υπό οιαδήποτε αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και β) εκκαθαρισμένη, αφού, από το ίδιο το εκτελούμενο συμβολαιογραφικό έγγραφο, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της οφειλόμενης παροχής που αυτό ενσωματώνει (ήτοι χρηματικό ποσό ως υπόλοιπο τιμήματος πώλησης), χωρίς να χρειάζεται να συνεκτιμηθούν και άλλα έγγραφα, δημόσια ή ιδιωτικά, με αποδεικτική δύναμη. Δέχεται έφεση και απορρίπτει ανακοπή

 

Αριθμός  460/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 7.3.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2.3.2018) έφεση του ηττηθέντος καθ’ ου η ανακοπή κατά της υπ’ αριθ. 411/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ) και δέχθηκε εν μέρει την από 4.7.2016 ανακοπή κατά της εκτέλεσης (άρθρο 933 ΚΠολΔ) της ………. (ήδη εφεσίβλητης) έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 2.3.2018 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει, στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση.

ΙΙ. Με την από 4.7.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/4.7.2016) ανακοπή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ανακόπτουσα ………. (ήδη εφεσίβλητη) ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η από 22.6.2016 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το επικυρωμένο αντίγραφο του υπ’ αριθ. …/4.3.2016 πρώτου απογράφου εκτελεστού του υπ’ αριθ. ……/7.7.2011 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………., με βάση το οποίο (συμβόλαιο) επισπεύδεται σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση από τον καθ’ ου η ανακοπή, …………… (ήδη εκκαλούντα). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω ανακοπή ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις των άρθρων 933 και 934 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ και αφού απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμο, το δεύτερο λόγο της ανακοπής (περί ακυρότητας της ανωτέρω επιταγής προς πληρωμή ως προς το κονδύλιο των τόκων κατά το ποσό αυτών που υπερβαίνει το ποσό των 6.311,22 ευρώ), δέχθηκε εν μέρει αυτήν (ανακοπή), κατά μερική παραδοχή του πρώτου λόγου της, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και ακύρωσε μερικώς την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο καθ’ ου η ανακοπή, ………….., με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί, στο σύνολό της, η ως άνω ανακοπή.

III. Από τις διατάξεις των άρθρων 904 παρ. 2 εδάφιο δ΄, 918 παρ. 1, 2 περ. γ΄, 4, 915 και 916 ΚΠολΔ συνάγονται τα εξής: Τα ελληνικά συμβολαιογραφικά έγγραφα αποτελούν τίτλους εκτελεστούς, χωρίς να απαιτείται η έκδοση προηγούμενης δικαστικής απόφασης ή η ύπαρξη κάποιας προηγούμενης συμφωνίας ή δήλωση του οφειλέτη ή η ύπαρξη στο κείμενό τους ρήτρας που να τους προσδίδει εκτελεστήρια δύναμη. Βάση εκτελεστότητας των ελληνικών συμβολαιογραφικών εγγράφων είναι απευθείας ο νόμος, κατ` άρθρο 904 παρ. 2 εδ. δ΄ ΚΠολΔ. Προϋπόθεση, όμως, της εκτελεστότητας των συμβολαιογραφικών εγγράφων είναι η ύπαρξη απαίτησης βέβαιης, εκκαθαρισμένης και δεκτικής εκτέλεσης. Η εν λόγω απαίτηση μπορεί να απορρέει από σύμβαση (π.χ. πώληση, δάνειο, μίσθωση κλπ.) ή, όταν επιτρέπεται από το νόμο, από μονομερή δικαιοπραξία (π.χ. διαθήκη, προκήρυξη κλπ.). Οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο όροι γέννησης της εκτελούμενης αξίωσης, πρέπει να προκύπτουν από το εκτελούμενο συμβόλαιο. «Βέβαιη» είναι η απαίτηση που δεν τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, ανεξάρτητα από την πηγή από την οποία προέρχεται η αίρεση ή η προθεσμία, δηλαδή αν είναι από το νόμο ή από ρήτρα που περιέχει η συμβολαιογραφική πράξη ή από δικαστική απόφαση. Αν, λοιπόν, η απαίτηση εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, για να γίνει η εκτέλεση θα πρέπει να πληρωθεί η αίρεση ή να παρέλθει η προθεσμία. Η πλήρωση της αίρεσης ή η πάροδος (λήξη) της προθεσμίας, όταν η τελευταία δεν προκύπτει με ημερολογιακό υπολογισμό από τον εκτελεστό τίτλο, πρέπει να αποδεικνύεται με τον τρόπο που ορίζει το εδάφιο β΄ της διάταξης του άρθρου 915 ΚΠολΔ, δηλαδή στην περίπτωση αυτή το βέβαιο της απαίτησης αποδεικνύεται από τον συνδυασμό του τίτλου με άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο που έχει δεσμευτική αποδεικτική δύναμη. «Εκκαθαρισμένη» είναι η απαίτηση, όταν από το ίδιο το συμβολαιογραφικό έγγραφο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της οφειλόμενης παροχής, χωρίς να χρειάζεται να συνεκτιμηθούν και άλλα έγγραφα, δημόσια ή ιδιωτικά, με αποδεικτική δύναμη, σύμφωνα με το άρθρο 916 του ίδιου Κώδικα, κατ’ απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 915 ΚΠολΔ που προπαρατέθηκε για το χαρακτηρισμό της εκτελούμενης απαίτησης ως βέβαιης, δηλαδή για το εκκαθαρισμένο της απαίτησης αποκλείεται οποιαδήποτε συμπλήρωση από στοιχεία που βρίσκονται εκτός του τίτλου και, συνεπώς, κατ’ αντίθεση προς το άρθρο 915 ΚΠολΔ, δεν μπορεί η αοριστία να συμπληρωθεί με την επίδοση άλλου εγγράφου που αποδεικνύει το εκκαθαρισμένο της απαίτησης. Απαίτηση, τέλος, δεκτική εκτέλεσης είναι η απαίτηση που μπορεί από τη φύση της να εκτελεστεί. Τα συμβολαιογραφικά έγγραφα είναι εκτελεστά όχι μόνο για χρηματικές αλλά και για μη χρηματικές απαιτήσεις, όπως οι αξιώσεις για παράδοση ή απόδοση του πράγματος π.χ. μίσθωση, πώληση κλπ. Διαφορετικά, αν δηλαδή η εκτελούμενη αξίωση δεν είναι βέβαιη, εκκαθαρισμένη και δεκτική εκτέλεσης, ο εκτελεστός τίτλος (δηλαδή, στην προκείμενη περίπτωση, το συμβολαιογραφικό έγγραφο) δεν είναι νόμιμος και θεωρείται ως ανύπαρκτος, με επακόλουθο την ακυρότητα της στηριζόμενης σ` αυτόν επιταγής και γενικά της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με βάση το εν λόγω τίτλο, χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης βλάβης, κατ` άρθρα 159 αριθ. 1, 915 και 916 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, για την έγκυρη επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης δεν αρκεί η κατ` άρθρο 904 ΚΠολΔ ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, αλλά είναι αναγκαίο να έχει περιβληθεί ο εκτελεστός τίτλος με τον εκτελεστήριο τύπο (που τίθεται στο πρωτότυπο του εκτελεστού τίτλου), δηλαδή με την εντολή-διαταγή προς τα όργανα της εκτέλεσης να προβούν με βάση αυτόν σε εκτέλεση. Αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται με βάση αντίγραφο του τίτλου που έχει περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο και που καλείται απόγραφο. Για τη χορήγηση αυτού από το αρμόδιο όργανο πρέπει, κατά τη ρύθμιση του άρθρου 918 ΚΠολΔ, να συντρέχουν οι εξής, συμπλεκτικά αναφερόμενες, προϋποθέσεις: α) εκτελεστός τίτλος και περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, β) έννομο συμφέρον εκείνου που το ζητεί, όταν δηλαδή νομιμοποιείται ενεργητικά να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση και γ) απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, υπό την έννοια που προεκτέθηκε. Ο έλεγχος που γίνεται για την εξακρίβωση του βέβαιου και του εκκαθαρισμένου της απαίτησης, πρόβλημα, το οποίο, συνήθως, ανακύπτει, όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι συμβολαιογραφικό έγγραφο, πρέπει να είναι ουσιαστικός. Για το λόγο αυτόν, η ευθύνη του ελέγχου αυτού ανήκει στο όργανο που είναι επιφορτισμένο με την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, δηλαδή αν πρόκειται για συμβολαιογραφικό έγγραφο, από τον ίδιο το συμβολαιογράφο που το συνέταξε (ή από εκείνον που κατέχει το αρχείο του συμβολαιογράφου αυτού ή, σε περίπτωση προσωρινού κωλύματος, από τον αναπληρωτή του, κατά τις οικείες διατάξεις του Κώδικα των Συμβολαιογράφων). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 159 και 933 επ. ΚΠολΔ προκύπτει, μεταξύ των άλλων, ότι πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης που έγιναν χωρίς να τηρηθούν οι απαιτούμενες από το νόμο διατυπώσεις δεν είναι αυτοδίκαια άκυρες, έστω και αν η τήρηση των διατυπώσεων αυτών επιβάλλεται με την ποινή της ακυρότητας, αλλά παράγουν όλες τις έννομες συνέπειες τους μέχρις ότου απαγγελθεί η ακυρότητα από το δικαστήριο, κατόπιν άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η ακυρότητα, μάλιστα, των εν λόγω πράξεων πρέπει να προταθεί έγκαιρα, μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, γιατί, διαφορετικά, η άπρακτη πάροδος των προθεσμιών αυτών θεραπεύει την ακυρότητα, με την έννοια ότι κάνει τις άκυρες πράξεις απρόσβλητες. Με το ως άνω άρθρο 934 ΚΠολΔ καθιερώνεται το σύστημα της κατά στάδια προσβολής, με ανακοπή του άρθρου 933 του ίδιου Κώδικα, των επιμέρους πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, ενώ η ακυρότητα μιας προηγούμενης πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την επόμενη πράξη, μόνο εφόσον και η επόμενη πράξη προσβληθεί με ανακοπή και κηρυχθεί από το δικαστήριο η ακυρότητά της (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 205/2014, ΑΠ 905/2011, ΕφΛαρ 325/2004 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 768/2009 ΕλλΔνη 2011.203, ΕφΑθ 849/2009 ΕλλΔνη 2010.177, ΕφΑθ 3678/2007 ΕφΑΔ 2008.1118, βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. ΙΙ, έκδ. 2018, αρ. 13-16, σελ. 452, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμ. Ι, Γενικό Μέρος, έκδ. 2017, παρ. 20, σελ. 346-349, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, τόμος 1ος, έκδ. β΄, άρθ. 904, παρ. 24, σελ. 76-79).

IV. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα …………., που εξετάσθηκε με επιμέλεια της ανακόπτουσας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ο καθ’ ου δεν πρότεινε μάρτυρα προς εξέταση), η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, καθώς και από τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ’ αριθ. ……/7.7.2011 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., και μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, ο καθ’ ου η ανακοπή, ………, μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στην ανακόπτουσα, ……….., κατά πλήρη κυριότητα, το με στοιχεία Β2 διαμέρισμα του δευτέρου (Β΄) πάνω από το ισόγειο ορόφου, εμβαδού 116 τμ., πολυκατοικίας επί οικοπέδου, που βρίσκεται στο Δήμο Αθηναίων (εντός του σχεδίου της πόλης Αθηνών, της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων, ήδη της Περιφερειακής Ενότητας Κεντρικού Τομέα Αθηνών), στη θέση …. στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, επί της οδού ……….. (πρώην 50). Κατά τα αναγραφόμενα στο ανωτέρω συμβόλαιο, το διαμέρισμα αυτό, που αποτελείται από τραπεζαρία, λίβινγκ ρουμ, δύο κοιτώνες, αποθήκη, κουζίνα, λουτρό, γκαρνταρόμπα, αποχωρητήριο, χωλλ και είσοδο, πωλήθηκε, μεταβιβάσθηκε και παραδόθηκε από τον καθ’ ου η ανακοπή (πωλητή) στην ανακόπτουσα (αγοράστρια), κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, αντί τιμήματος 100.000 ευρώ, από το οποίο, όπως αναγράφεται στο συμβόλαιο, το ποσό των 70.000 ευρώ καταβλήθηκε σε μετρητά ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου και το υπόλοιπο ποσό των 30.000 ευρώ πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε 50 συνεχείς ισόποσες άτοκες μηνιαίες δόσεις, εκάστης ποσού 600 ευρώ, από τις οποίες η πρώτη ήταν καταβλητέα την 5.10.2011 και οι υπόλοιπες 49 δόσεις ήταν καταβλητέες την 5η ημέρα εκάστου από τους επόμενους 49, κατά συνέχεια, μήνες μέχρι την εξόφληση, ενώ ρητώς συμφωνήθηκε ότι η αγοράστρια (ήδη ανακόπτουσα) είχε το δικαίωμα να καταβάλει και νωρίτερα το ποσό των 30.000 ευρώ ή μέρος αυτού. Ακόμη, με το ίδιο ως άνω συμβόλαιο, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής από την αγοράστρια τριών (3) εκ των ανωτέρω δόσεων του οφειλομένου τιμήματος και μετά την παρέλευση τριών (3) ημερών από την ημέρα της καταβολής, «θα καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το υπόλοιπο οφειλόμενο τίμημα, και ο πωλητής δικαιούται να το εισπράξει από την υπερήμερη αγοράστρια με τους τόκους υπερημερίας και τα έξοδα εκτέλεσης επισπεύδοντας αναγκαστική εκτέλεση με το συμβόλαιο αυτό, το οποίο και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη το κηρύσσουν τίτλο εκτελεστό και εκκαθαρισμένο». Επίσης, με το ως άνω συμβόλαιο, η αγοράστρια (ήδη ανακόπτουσα) «δήλωσε ότι αποδέχεται την πώληση και μεταβίβαση της παραπάνω οριζόντιας ιδιοκτησίας, η οποία γίνεται με το συμβόλαιο αυτό και με το προαναφερόμενο τίμημα, αφού την εξέτασε λεπτομερώς στην κατάσταση που είναι και την βρήκε της απολύτου αρεσκείας της και κατάλληλη για την χρήση που την προορίζει, την παρέλαβε σήμερα στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή της, και έλαβε γνώση της παραπάνω αναφερόμενης πράξης σύστασης οριζόντιας την οποία αποδέχεται και στην οποία προσχωρεί ανεπιφύλακτα και συμφώνησε και αποδέχθηκε όλα όσα προαναφέρθηκαν». Στη συνέχεια, η ανακόπτουσα αγοράστρια, επικαλούμενη ότι στο πωληθέν σ’ αυτήν διαμέρισμα, όπως η ίδια διαπίστωσε, μετά την υπογραφή του ως άνω συμβολαίου, με την παραλαβή των κλειδιών και την επίσκεψή της για πρώτη φορά σ’ αυτό, υπήρχαν πολλά πραγματικά ελαττώματα (όπως υγρασία στην κουζίνα, στο μπάνιο και στα υπνοδωμάτια, κατεστραμμένα δάπεδα και μωσαϊκά, είδη υγιεινής, υδραυλικά κλπ), διαμαρτυρήθηκε προς τον καθ’ ου-πωλητή, με την από 18.8.2011 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε σ’ αυτόν την 22.8.2011 (βλ. την υπ’ αριθ. ……./22.8.2011 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, …… .). Ο τελευταίος, με την από 7.9.2011 εξώδική απάντησή του προς την ανακόπτουσα, αρνήθηκε τους ισχυρισμούς αυτής περί πραγματικών ελαττωμάτων του πωληθέντος διαμερίσματος. Για το λόγο αυτό, η ανακόπτουσα άσκησε εναντίον του την από 29.12.2011 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ./…../2012) αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να μειωθεί το τίμημα της ως άνω αγοραπωλησίας και να προσδιορισθεί αυτό στο ποσό των 60.000 ευρώ καθώς και να αναγνωρισθεί ότι αυτή δεν έχει υποχρέωση καταβολής του απομένοντος ποσού (30.000 ευρώ) του συμφωνηθέντος τιμήματος. Σημειώνεται, ότι επί της αγωγής αυτής, που εκδικάσθηκε την 23.3.2017, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3862/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτό κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στο οποίο προσδιορίσθηκε να συζητηθεί την 24.10.2019, κατόπιν της από 13.11.2017 κλήσης της ανακόπτουσας. Αφού, λοιπόν, η ανακόπτουσα-αγοράστρια δεν κατέβαλε στον καθ’ ου-πωλητή τις συμφωνηθείσες 50 μηνιαίες δόσεις εκ ποσού 600 ευρώ εκάστη και συνολικά εκ ποσού 30.000 ευρώ, ο τελευταίος ζήτησε από την προαναφερθείσα συμβολαιογράφο Αθηνών ….. ……., που είχε συντάξει το υπ’ αριθ. ……../7.7.2011 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, να εκδώσει και να της χορηγήσει πρώτο απόγραφο εκτελεστό του ανωτέρω συμβολαίου της, προκειμένου να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά της αγοράστριας-ανακόπτουσας για την μη πληρωμή απ’ αυτήν του υπολοίπου του συμφωνηθέντος τιμήματος. Πράγματι, η ως άνω συμβολαιογράφος χορήγησε στον καθ` ου η ανακοπή το υπ’ αριθ. …/4.3.2016 πρώτο απόγραφο εκτελεστό του προαναφερόμενου υπ’ αριθ. ………./7.7.2011 συμβολαίου της. Ακολούθως, με βάση το απόγραφο αυτό, επισπεύστηκε από τον καθ` ου η ανακοπή, αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας, στην οποία επιδόθηκε, την 29.6.2016 (βλ. την σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …………., επί του συμβολαίου), η από 22.6.2016 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο του ως άνω …/4.3.2016 πρώτου απογράφου εκτελεστού του υπ’ αριθ. ……./7.7.2011 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., με την οποία επιτάχθηκε η ανακόπτουσα να του καταβάλει: α) 30.000 ευρώ για οφειλόμενο κεφάλαιο, β) 10.499 ευρώ για τους μέχρι τότε νόμιμους τόκους του ως άνω κεφαλαίου, γ) 361,81 ευρώ για τέλη απογράφου, δ) 49,20 ευρώ για έκδοση απογράφου μετά του αναλογούντος ΦΠΑ και 50 ευρώ για έκδοση αντιγράφου αυτού, ε) 450 ευρώ για έκδοση της επιταγής και στ) 90 ευρώ για επίδοση της επιταγής, δηλαδή το συνολικό ποσό των 41.500,01 ευρώ. Κατά της επιταγής αυτής η αγοράστρια ……….. άσκησε την από 4.7.2016 ανακοπή της εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με τον πρώτο λόγο της οποίας ισχυρίσθηκε ότι μη νομίμως και ακύρως ο καθ’ ου η ανακοπή επισπεύδει σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση «με τίτλο που περιέχει απαίτηση μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη» λόγω της προαναφερόμενης εκκρεμούς αγωγής της, με την οποία ζήτησε αφενός να αναγνωρισθεί το δικαίωμά της περί μείωσης του τιμήματος της αγοραπωλησίας του εν λόγω διαμερίσματος, λόγω ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων, στο ποσό των 60.000 ευρώ και αφετέρου την απαλλαγή της από την καταβολή του πιστωθέντος με το υπ’ αριθ. …………../2011 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, υπολοίπου τιμήματος εκ ποσού 30.000 ευρώ. Όμως η αναγκαστική αυτή εκτέλεση, που επισπεύστηκε από τον καθ’ ου η ανακοπή, είναι έγκυρη, καθόσον ο εκτελεστός τίτλος (ήτοι το υπ’ αριθ. ……………/2011 συμβόλαιο), με βάση τον οποίο αυτή έγινε, είναι νόμιμος, δεδομένου ότι ενσαρκώνει απαίτηση του καθ` ου η ανακοπή σε βάρος της ανακόπτουσας και μάλιστα απαίτηση βέβαιη, εκκαθαρισμένη και δεκτική εκτέλεσης κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση, από τον ως άνω εκτελεστό τίτλο προκύπτει, κατ’ αρχήν, ότι υπάρχει χρηματική απαίτηση του καθ’ ου η ανακοπή κατά της αντιδίκου του (ανακόπτουσας) και αντίστοιχη υποχρέωση της τελευταίας, που απορρέει από ουσιαστικού δικαίου διάταξη (συγκεκριμένα από τις διατάξεις του ΑΚ περί σύμβασης πώλησης), για πληρωμή της απαίτησης αυτής (ήτοι καταβολή του οφειλόμενου υπολοίπου του συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης). Επίσης, όπως προκύπτει από το εκτελούμενο συμβόλαιο, η ενσωματωμένη σ’ αυτό απαίτηση του καθ’ ου η ανακοπή είναι: α) βέβαιη, αφού δεν τελεί υπό οιαδήποτε αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, β) εκκαθαρισμένη, αφού, από το ίδιο το ως άνω συμβολαιογραφικό έγγραφο, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της οφειλόμενης παροχής που αυτό ενσωματώνει (ήτοι χρηματικό ποσό 30.000 ευρώ ως υπόλοιπο τιμήματος πώλησης), χωρίς να χρειάζεται να συνεκτιμηθούν και άλλα έγγραφα, δημόσια ή ιδιωτικά, με αποδεικτική δύναμη και γ) δεκτική εκτέλεσης, αφού είναι χρηματική απαίτηση που μπορεί από τη φύση της να εκτελεστεί. Συνεπώς, όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα προαναφέρθηκαν, ο ανωτέρω εκτελεστός τίτλος (ήτοι το υπ’ αριθ. ………../2011 συμβόλαιο) είναι έγκυρος και νόμιμος, με επακόλουθο και την εγκυρότητα της στηριζόμενης σ` αυτόν επιταγής προς πληρωμή και γενικά της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύστηκε από τον καθ’ ου η ανακοπή, με βάση τον τίτλο αυτόν. Έπρεπε, επομένως, να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της από 4.7.2016 ανακοπής και, συνακόλουθα, να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της (αφού με την εκκαλούμενη απόφαση, απορρίφθηκε και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής). Έσφαλε, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την ως άνω ανακοπή, κατόπιν μερικής παραδοχής του πρώτου λόγου της, και ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή ως προς το ποσό των 20.294 ευρώ που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο, δεχόμενο ότι από το πιστωθέν τίμημα των 30.000 ευρώ, που αναγράφεται στο …………./2011 συμβόλαιο, οφείλεται μόνο το ποσό των 9.706 ευρώ, λόγω της ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων στο πωληθέν διαμέρισμα που μειώνουν την αξία αυτού. Σημειώνεται, ότι η άσκηση της από 29.12.2011 αγωγής της ανακόπτουσας περί μείωσης του τιμήματος της αγοραπωλησίας του διαμερίσματος στο ποσό των 60.000 ευρώ καθώς και περί αναγνώρισης ότι αυτή δεν έχει υποχρέωση καταβολής του απομένοντος ποσού του συμφωνηθέντος τιμήματος (ύψους 30.000 ευρώ), δεν επηρεάζει την εκτελεστότητα του ανωτέρω αγοραπωλητήριου συμβολαίου ως τίτλου, ούτε καθιστά την απορρέουσα απ’ αυτό απαίτηση του καθ’ ου η ανακοπή, μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη, δεδομένου ότι, στην προκείμενη περίπτωση, από το ίδιο το ανωτέρω συμβόλαιο προκύπτει ότι η εκτελούμενη απαίτηση είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη κατά τα προεκτεθέντα. Εξάλλου, η ανακόπτουσα δεν πρότεινε, με την ως άνω ανακοπή της, οιαδήποτε ένσταση απόσβεσης της εν λόγω απαίτησης (όπως π.χ. ένσταση συμψηφισμού με δική της απαίτηση, ομοειδή και ληξιπρόθεσμη, σε βάρος του καθ’ ου), όπως εσφαλμένα υπέλαβε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

V. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που δέχθηκε εν μέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 4.7.2016 ανακοπή ως προς τον πρώτο λόγο της, πρέπει, αφού ο λόγος αυτός απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος κατά τα προεκτεθέντα, να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της. Σημειώνεται, ότι η διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε ο δεύτερος λόγος της ως άνω ανακοπής, δεν μεταβιβάσθηκε στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αφού δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Επίσης, λόγω της νίκης του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτόν του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτόν με το με αριθμό κωδικού …. ./2018 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 2.3.2018 απόδειξη εξόφλησης ηλεκτρονικού παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος-καθ’ ου η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης-ανακόπτουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 7.3.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/2018) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 411/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά το μέρος που έκρινε επί του πρώτου λόγου της από 4.7.2016 ανακοπής της ………. και ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 4.7.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2016) ανακοπής ως προς το ανωτέρω μέρος της.

Απορρίπτει αυτήν.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει την εφεσίβλητη-ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος-καθ’ ου η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, που ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  30  Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

        Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ