Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 514/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

514/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη  Γραμματέα Κ. Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την προαναφερθείσα κλήση της καλούσας – εκκαλούσας -ενάγουσας, νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η κρινόμενη έφεσή της, κατά της υπ΄αρ.2899/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (και της συνεκκαλουμένης υπ΄αρ. 5555/2013, μη οριστικής, απόφασης του ίδιου δικαστηρίου), που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 17-12-2007, με αριθμό κατάθεσης …., αγωγή της ενάγουσας, μετά την έκδοση της υπ΄αρ. 194/2017 μη οριστικής απόφασης του δικαστηρίου τούτου. Με την τελευταία αυτή  απόφαση, το δικαστήριο, αφού έκανε τυπικά δεκτή την ένδικη έφεση, εν συνεχεία, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, ώστε να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, για τα θέματα που αναφέρονται σε αυτήν, ορίζοντας πραγματογνώμονα τον ……., χειρουργό-οφθαλμίατρο, ………. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, επαναφέρεται προς συζήτηση, όπως προαναφέρθηκε, η εν λόγω έφεση με την ως άνω κλήση και εκδικάζεται από την παρούσα σύνθεση του Δικαστηρίου και όχι από τη σύνθεση που εξέδωσε την ανωτέρω με αριθμό 194/2017 μη οριστική απόφαση (αρ. 254 παρ. 3 ΚΠολΔ), καθότι η Πρόεδρος της τελευταίας σύνθεσης είναι Πρόεδρος του Ειδικού Ναυτικού Τμήματος, η Εισηγήτρια δε έχει προαχθεί και δεν υπηρετεί στο Εφετείο Πειραιά.

Κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον πα­ράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημι­ώσει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να υπάρχει αδικοπραξία και, συνεπώς, υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντος, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά παράνομη συμπεριφορά του δράστη, συ­νισταμένη σε πράξη ή παράλειψή του, που πρέπει να είναι υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλειά του και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της ζημίας, που επήλθε (πε­ριουσιακής ή μη). Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου με­ταξύ ορισμένης ενέργειας ή παράλειψης και ορισμέ­νου επιζήμιου αποτελέσματος, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, εξαρτάται από το αν η πράξη ή παράλειψη, αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσμα­τος, που, αν έλειπε, αυτό δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε, μόνη της και αντικειμενικά λαμβανόμενη, αν ήταν πρόσφορη και ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το πιο πάνω αποτέλεσμα (ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 2/2009, ΑΠ 2104/2009, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 24 του ΑΝ 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, ο ια­τρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και προστασίας των υγιών. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκεί­νες των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού προς αποζημίωση ή και προς ικανοποίηση της ηθικής βλά­βης θεμελιώνεται και εάν ο ιατρός ενεργήσει από αμέλεια, η οποία υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παρά­βαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργειά του δεν ήταν σύμ­φωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρί­ση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλει κάτω από τις ίδιες πραγμα­τικές περιστάσεις με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδε­σμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος (ΑΠ 853/2017, ΑΠ 1693/2013, ΑΠ 1741/2013, ΑΠ 424/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2012 ΕΕμπΔ 2013.316, ΑΠ 154/2011 ΧρΙΔ 2012.591, ΑΠ 1854/2011,ο.π, ΑΠ 2104/2009, ΑΠ 1227/2007, Εφ.Λαρ. 217/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλι­στα η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σ’ αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 «για την προ­στασία των καταναλωτών», το οποίο πριν από την τροποποίησή του με τον Ν. 3587/2007 όριζε, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών» (§ 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρεί­ται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηρι­ότητας» (§ 2 εδ. β`), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (§ 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της από­δειξης της έλλειψης υπαιτιότητας» (§ 4 εδ. α`), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύ­νολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα, μεταξύ άλ­λων, η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, η ελευ­θερία δράσης που αφήνεται στο πλαίσιο της υπηρε­σίας, το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονε­κτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (§ 5). Από τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο πα­ρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 687/2013 ΕΕμπΔ 2014.45, ΑΠ 424/2012, ο.π). Έτσι, αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επι­στήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθή­κοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υπο­χρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει δε της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, που καθιερώνε­ται συναφώς, με την έννοια της αντιστροφής του βά­ρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα, όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βά­ρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκε­κριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογό­νο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 1693/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2012 ΕΕμπΔ 2013.316). Η ρύθμιση αυτή για τα αποδεικτέα θέματα και την κατανομή του σχετικού βάρους απόδειξης ισχύει και στην περίπτωση της εις ολόκληρο ευθύνης περισσότερων ιατρών για την ίδια ζημία, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 και από την αναλογικώς, κατά την § 6 του ίδιου άρθρου, εφαρμοζόμενη και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, διάταξη του άρθρου 6 § 10 του νόμου αυτού, σε συνδυασμό με τις, επίσης αναλογικώς εφαρμοζόμενες, διατάξεις των άρθρων 481 επ., 926 και 927 ΑΚ (ΑΠ 427/2015, ΑΠ 974/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 του ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 247 επ., 251, 268 εδ. α`, 297, 298 και 914 του ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημίωσης εξακολουθητικά, αλλά γενικά η αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, συμπεριλαμβανόμενης και της μέλλουσας, γεννάται εξαρχής, αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες, εφόσον αυτή μπορεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προβλεφθεί. Εφόσον, δε, η ικανοποίηση της αξίωσης αυτής είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη, (πράγμα που πάντοτε συντρέχει, αν δεν παρεμβληθεί νομικό κώλυμα για έγερση της σχετικής αγωγής), αρχίζει αμέσως να τρέχει ο χρόνος της παραγραφής για την όλη ζημία. Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξης, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης. Από τη γνώση αυτή ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει το σύνολο της ζημίας, που έχει επέλθει ή μέλλει να επέλθει, εκτός από τυχόν περαιτέρω κεφάλαια ζημίας, των οποίων η επέλευση δεν ήταν προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, οπότε αρχίζει για την αποκατάσταση τους νέα αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με την ίδια αδικοπραξία του υπαιτίου (Ολ.ΑΠ 24/2003, ΕλλΔνη 44,1262, ΑΠ 666/2010, Εφ.Αθ.4872/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ως υπαιτίου ότι η επακολουθήσασα ζημία ήταν εξαρχής προβλέψιμη αποτελεί μέρος της περί παραγραφής ένστασής του και όχι αντένσταση του ενάγοντος (ΑΠ 21/2012, ΑΠ 2/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης και των ανωµοτi καταθέσεων της ενάγουσας και του δεύτερου των εναγοµένων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα, με την ως άνω υπ΄αρ. 5555/2013 μη οριστική απόφαση , πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκοµiζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, (μη λαμβανομένων, όμως, υπόψη, των ξενόγλωσσων εγγράφων, που προσκομίζει η ενάγουσα, χωρίς νόμιμη μετάφραση), της από 11-6-2014 έκθεσης ιατρικής πραγµατο-γνωµοσύνης του χειρουργού – οφθαλµίατρου, …….., που διορίστηκε δυνάµει της ως άνω απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (όπως αυτή διευκρινίστηκε  με την από 24-6-2014 έγγραφη διευκρίνιση του ίδιου περί της ως άνω έκθεσης), και της από 17-2-2015 ιατρικής έκθεσης του χειρουργού -οφθαλμίατρου, ……., τεχνικού συµβούλου του δεύτερου εναγόμενου, (απορριπτομένου του ισχυρισμού της ενάγουσας, που επαναφέρει και με την ένδικη έφεσή της, περί μη λήψης υπόψη της έκθεσης αυτής, διότι ο συντάκτης της- ιατρός είναι φίλος του ως άνω εναγόμενου, έχει δε, η ίδια, ασκήσει αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά του εν λόγω ιατρού, πέραν του ότι ο τελευταίος δεν γνωρίζει την κατάσταση του οφθαλμού της από το Μάρτιο του 2011 και μετά, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεσή της, δεδομένου ότι τα παραπάνω, επικαλούμενα από την εκκαλούσα -ενάγουσα γεγονότα, δεν αποτελούν λόγο μη λήψης υπόψη της εν λόγω έκθεσης , η οποία ούτως ή άλλως εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο), καθώς επίσης  και της από 19-12-2017 έκθεσης ιατρικής πραγµατογνωµοσύνης του χειρουργού-οφθαλµίατρου, Αντώνιου Χαρακίδα, που διορίστηκε δυνάµει της προαναφερθείσας υπ΄αρ.194/2017 μη οριστικής απόφασης του παρόντος δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Στις 11 Νοεµβρίου του έτους 2002 η ενάγουσα, η οποία, ήταν χρόνια χρήστης φακών επαφής, ενόψει του ότι ο αριστερός οφθαλμός αυτής εμφάνισε ερυθρότητα, αίσθηση ξένου σώματος και δακρύρροια, επισκέφθηκε το ιδιωτικό ιατρείο του πρώτου εναγομένου, χειρουργού- οφθαλμίατρου, ο οποίος, αφού την εξέτασε, διέγνωσε ότι πάσχει από επιπεφυκίτιδα και της χορήγησε κολλύριο αντιβίωσης –κορτικοειδούς. Ενόψει του ότι τα συμπτώματα επέμεναν, η ενάγουσα μετέβη εκ νέου στο ιατρείο του ως άνω εναγομένου, που της συνέστησε, επίσης, να κρατά τον οφθαλμό της κλειστό με επιθέματα οφθαλμικής γάζας, την οποία άλλαζε ο ίδιος όταν επισκεπτόταν το ιατρείο του. Ειδικότερα η τελευταία πραγματοποίησε επισκέψεις στο ιατρείο του στις 13-11-2002, 14-11-2002, 15-11-2002, 18-11-2002, 22-11-2002, χωρίς όμως να βελτιώνεται η κατάστασή της, αλλά αντιθέτως να επιδεινώνεται, και για τελευταία φορά τη Δευτέρα 25-11-2002, την οποία αυτός αρνείται ότι έλαβε χώρα.

Η ενάγουσα, βλέποντας ότι δεν υπάρχει βελτίωση με την αγωγή που της συνέστησε ο πρώτος εναγόμενος, αποφάσισε να αλλάξει ιατρό και στις 26-11-2002 μετέβη στο ιδιωτικό ιατρείο του δεύτερου εναγομένου – οφθαλμίατρου. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ο ισχυρισμός της ότι τελευταία φορά επισκέφθηκε τον πρώτο εναγόμενο στις 25-11-2002, κρίνεται αληθής από το δικαστήριο, καθώς ενισχύεται από το ότι οι επισκέψεις της σε αυτόν ήταν πολύ συχνές, δεν είναι δε λογικό, αφού η κατάστασή της επιδεινωνόταν κι ενώ, μάλιστα, είχε αρχίσει από 16-11-2002 να αισθάνεται ότι μειώνεται η όρασή της, μετά την επικαλούμενη από τον πρώτο εναγόμενο τελευταία επίσκεψη στο ιατρείο του (22-11-2002), να αφήσει τόσες ημέρες να παρέλθουν μέχρι την επίσκεψή της στον δεύτερο εναγόμενο-ιατρό. Ο ως άνω οφθαλμίατρος, της χορήγησε επίσης θεραπευτικό σχήμα από αντιβίωση και κορτικοειδές, το οποίο ενδείκνυνται για επιπεφυκίτιδα, ενώ η ενάγουσα επανέλαβε τις επισκέψεις της στον εν λόγω ιατρό στις 27, 28 και 29-11-2002, χωρίς επίσης να παρατηρήσει βελτίωση. Στις 2-12-2002, που ήταν η τελευταία επίσκεψη της ενάγουσας και στον δεύτερο εναγόμενο, αυτή παρουσίαζε ήδη έντονο πόνο στον οφθαλμό της. Ο δεύτερος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι της συνέστησε τότε ο ίδιος να μεταβεί στο Νοσοκομείο ‘’…..’’ για περαιτέρω εξέταση, ενώ η ενάγουσα αναφέρει ότι με δική της πρωτοβουλία πήγε στο ως άνω νοσοκομείο, ρώτησε μάλιστα σχετικά μια φίλη της που διατηρεί φαρμακείο πλησίον του νοσοκομείου, αν γνωρίζει κάποιο ιατρό σε αυτό. Κατά τη μετάβαση της ενάγουσας στις 2-12-2002 στο εξωτερικά ιατρεία της κρατικής οφθαλµολονικής κλινικής του Γενικού Νοσοκοµείου Αθηνών ‘’……..’’, (όπου παραπέμφθηκε επειγόντος από το ‘’…….’’), κατόπιν λήψης δείγµατος για καλλιέργεια,  διαγνώσθηκε ότι αυτή πάσχει από κερατίτιδα, η οποία προκλήθηκε από το μικρόβιο της ακανθαµοιβάδας. Νοσηλεύτηκε δε στο εν λόγω νοσοκοµείο, λαµβάνοντας θεραπευτική αγωγή µέχρι τις 13-12-2002, οπότε και έλαβε εξιτήριο, ενώ της συστήθηκε τακτική παρακολούθηση από τους ιατρούς της εν λόγω κλινικής λαµβάνοντας και τη σχετική φαρµακευτική αγωγή (call ophtamedine, call neosporin και call ΡΗΜΒ 0,02). Στις 21-3-2003, λόγω αδυναμίας ανάσχεσης της καταστροφής του κερατοειδούς του αριστερού οφθαλμού της ενάγουσας, αυτή εισήλθε επειγόντως στην ως άνω κλινική και υποβλήθηκε στις 22-3-2003 σε χειρουργική επέμβαση διαμπερούς κερατοπλαστικής (μεταμόσχευσης κερατοειδούς), χωρίς ωστόσο βελτίωση της όρασης. Στις 2-4-2013 έγινε πλύση του πρόσθιου θαλάμου, ενώ στις 19-4-2003 διενεργήθηκε στον εν λόγω οφθαλµό υπερηχογραφία, οπότε διαπιστώθηκε αποκόλληση του αµφιβληστροειδούς, για την αντιµετώπιση της οποίας παραπέμφθηκε για χειρουργική αποκατάσταση στο Νοσοκομείο ‘’…….’’, ενώ στις 9-7-2003 χειρουργήθηκε εκ νέου στον αριστερό οφθαλμό, λόγω υποτροπής της αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς. Μετά την παρέλευση τριών ετών, στις 17-5-2006, υποβλήθηκε σε νέα µεταµόσχευση κερατοειδούς λόγω ανεπάρκειας του αρχικού µοσχεύµατος. Τα παραπάνω προκύπτουν από την με αρ. πρωτ. ……. βεβαίωση του ως άνω νοσοκομείου, στο τέλος της οποίας αναφέρεται ότι έκτοτε (δηλ. μετά τις 17-5-2006) παρακολουθείτο στενά και ευρίσκετο υπό θεραπευτική αγωγή, μέχρι που πρότινος διαπιστώθηκε επεισόδιο απόρριψης και βαθμιαίας έκπτωσης του μοσχεύματος. Στην δε από 29-4-2011 ιατρική γνωμάτευση της διευθύντριας της Β’ οφθαλµολογικής κλινικής του Νοσοκομείου ‘’…..’’, ……, αναφέρεται ότι ‘’…διαπιστώθηκε στο μεν δεξιό οφθαλμό της ενάγουσας υψηλή μυωπία, μετεγχειρητική αφακία και ενδοφακός οπισθίου θαλάμου. Η οπτική οξύτητα του δεξιού οφθαλμού είναι 1.5/10 μη βελτιούμενη περαιτέρω (…). Στον δε αριστερό οφθαλμό διαπιστώθηκε παλαιά μεταμόσχευση κεροτοειδούς, θόλωση μοσχεύματος κερατοειδούς, οίδημα- φυσαλιδώδης κερατοπάθεια, εξωτροπία. Η οπτική οξύτητα του αριστερού οφθαλμού είναι δυο προβολές φωτός. Υπερτονία, γλαύκωμα. Δεν ελέγχεται το οπίσθιο ημιμόριο του αριστερού οφθαλμού λόγω θολερότητος του κερατοειδούς. Δεν συνιστάται τρίτη μεταμόσχευση κεροτοειδούς του αριστερού, οφθαλμού‘’. Όπως αναφέρεται δε και στις δύο ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, ήτοι τόσο του Αθανάσιου Καρνέζη, που διατάχθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και στη συμπληρωματική του Αντωνίου Χαρακίδα που διατάχθηκε από το παρόν, η οπτική οξύτητα του επίμαχου για την ένδικη υπόθεση (αριστερού) οφθαλμού της ενάγουσας είναι αντίληψη φωτός (μικρότερη του 1/20) .

Οι εναγόμενοι – ήδη εφεσίβλητοι, οι οποίοι δεν αμφισβητούν την ως άνω κατάσταση του οφθαλμού της ενάγουσας αλλά αρνούνται τη δική τους υπαιτιότητα στην πρόκληση αυτής,  πρότειναν ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, της οποίας το τελευταίο, εφόσον απέρριψε την αγωγή, έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση, και την οποία επαναφέρουν, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι, από τις 2-12-2002 που η ενάγουσα μετέβη στο ως άνω Νοσοκομείο (Τζάνειο), οπότε υποβλήθηκε στις σχετικές εξετάσεις και έμαθε ότι είχε προσβληθεί από το μικρόβιο της ακανθαμοιβάδας και σε κάθε περίπτωση από τις 14-12-2002 που εξήλθε από το εν λόγω νοσοκομείο, γνωρίζοντας την πάθηση του οφθαλμού της και λαμβάνοντας σχετική θεραπευτική αγωγή και συνεπώς και τις τυχόν μελλοντικές επιζήμιες συνέπειες αυτής (πάθησης), έως τις 21-12-2007 που ασκήθηκε (κατατέθηκε και επιδόθηκε) η ένδικη αγωγή, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, που ορίζεται ως χρόνος παραγραφής, από τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ, για την απαίτηση από αδικοπραξία, όπως η ένδικη, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση. Η ως άνω ένσταση, όμως, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα, αρνούμενη αυτήν και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ναι μεν η αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, συμπεριλαμβανόμενης και της μέλλουσας, γεννάται εξαρχής, αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες και επομένως αρχίζει έκτοτε να τρέχει και ο χρόνος παραγραφής για όλη τη ζημία, αλλά μόνο εφόσον αυτή (ζημία) μπορεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προβλεφθεί. Αντίθετα αν η ζημία αυτή και οι συνέπειές της είναι απρόβλεπτη, για την αποκατάστασή της, αρχίζει η παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειας τους με την ίδια αδικοπραξία του υπαιτίου. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προαναφερθέντα προκύπτει, ότι υπήρξε έντονη και ξαφνική επιδείνωση της κατάστασης της ενάγουσας, εξαιτίας της μη έγκαιρης και σωστής διάγνωσης και συνεπώς και θεραπευτικής αντιμετώπισης από τους εναγομένους, (όπως τουλάχιστον υποστηρίζει η ενάγουσα και ερευνάται παρακάτω από το δικαστήριο) στις 21-3-2003, οπότε εισήλθε στο νοσοκομείο εκ νέου εσπευσμένα και υποβλήθηκε την επομένη, ανεπιτυχώς, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, σε επέμβαση μεταμόσχευσης κερατοειδούς, συνέπεια που δεν μπορούσε να προβλεφθεί νωρίτερα ήτοι όταν διαγνώσθηκε η ακανθαμοιβάδα. Οπότε, από την ως άνω ημερομηνία, έως την άσκηση της αγωγής δεν έχει παρέλθει ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής.

Περαιτέρω, όπως επίσης αναφέρεται στις ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, η μόλυνση του κερατοειδούς από την ακανθαμοιβάδα προκαλεί κερατίτιδα σοβαρή και απειλητική για την όραση. Προδιαθεσικοί δε παράγοντες που μπορεί να αλλάξουν τους μηχανισμούς άμυνας του οφθαλμού και να επιτρέψουν την εισβολή των βακτηρίων στον κερατοειδή είναι μεταξύ άλλων (εξωγενών παραγόντων) και – η χρήση φακών επαφής και το τραύμα κερατοειδούς. Η κερατίτιδα από ακανθαμοιβάδα, ειδικά στα αρχικά στάδια, χαρακτηρίζεται από έντονο πόνο δυσανάλογο με τα κλινικά ευρήματα. Μπορεί επίσης να εκδηλωθεί θάμβος όρασης, ερυθρότητα, αίσθηση ξένου σώματος, φωτοφοβία και εκκρίσεις. Δεδομένης της μη-ειδικής κλινικής εικόνας στα αρχικά στάδια της λοίμωξης, η κερατίτιδα από ακανθαμοιβάδα μπορεί να μιμηθεί άλλες ιογενείς, μικροβιακές ή μυκητιασικές κερατίτιδες. Η διαφορική διάγνωση στα πρώιμα κλινικά στάδια περιλαμβάνει την ξηροφθαλμία, την κερατίτιδα από τον ιό του απλού έρπητα, την υποτροπιάζουσα απόπτωση επιθηλίου του κερατοειδούς και την κερατοπάθεια που σχετίζεται με τη χρήση φακών επαφής. Τα θεραπευτικά δε σχήματα για την αντιμετώπιση της κερατίτιδας από ακανθαμοιβάδα είναι ειδικά και στηρίζονται σε συνδυασμό αμινογλυκοσίδης (Neomycine), πολυμιξίνης και προπαμιδίνης (Brolene) ή προπαμιδίνης και διγουανιδίου (ΡΗΜΒ). Για την αντιμετώπιση της φλεγμονής μπορούν να χορηγηθούν τοπικά κυκλοπληγικά (Cyclogyl, Atropine). Η χορήγηση κολλυρίων κορτικοειδών, (όπως αυτά που χορήγησαν στην ενάγουσα οι εναγόμενοι –ιατροί) αν και φαινομενικά ελαττώνει τα συμπτώματα της φλεγμονής, καταστέλλει την τοπική άμυνα με συνέπεια την επιδείνωση της νόσου. Επίσης, φαίνεται ότι η χορήγηση τοπικών κορτικοειδών επηρεάζει τη μορφογένεση της ακανθαμοιβάδας, επιτρέποντας την επιτάχυνση της ανάπτυξης τροφοζωιτών, οι οποίοι, ως η ενεργός μορφή του πρωτοζώου, επάγουν την παθολογία του κερατοειδικού επιθηλίου. Τέλος, η  πρόγνωση της κερατίτιδας από ακανθαµοιβάδα είναι χειρότερη πολλών άλλων µορφών µολυσµατικής κερατίτιδας, οπότε η έγκαιρη διάγνωση παριστά τη µόνη ελπίδα διάσωσης του κερατοειδούς. Εφόσον δεν έχουν εγκατασταθεί ακόµη οι όψιµες εκδηλώσεις της νόσου, τα θεραπευτικά αποτελέσµατα είναι ικανοποιητικά και µπορεί να υπάρξει έως και πλήρης θεραπεία της.

Ακόμη, ο πραγματογνώμονας ….., στη σελ. 14-15 της ως άνω έκθεσής του, αποφαίνεται ότι, σε επίπεδο ιδιωτικού ιατρείου και για λοιµώξεις της οφθαλµικής επιφάνειας (επιπεφυκότα και κερατοειδούς), τα κλινικά ενδεχόµενα είναι: α) η διάγνωση µίας ειδικής κλινικής εικόνας, όπως π.χ του δενδριτικού έλκους του κερατοειδούς, παθογνωµονικού προσβολής του κερατοειδούς από έρπητα, και χορήγηση της ειδικής αγωγής, β) η διαπίστωση µίας µη-ειδικής εικόνας, όπως πχ διάχυτης στικτής επιθηλιοπάθειας του κερατοειδούς, η οποία µπορεί να προέλθει από ένα µακρύ κατάλογο µικροβιακών, φλεγµονωδών ή άλλων αιτίων (πχ ξηροφθαλµία, χρήση φακών επαφής). Στις περιπτώσεις αυτές, δικαιολογείται η χορήγηση εµπειρικής θεραπείας (ήτοι, χωρίς ταυτοποίηση του υποκείµενου αιτίου), όπως των ευρέως φάσµατος αντιβιοτικών κολλυρίων (πχ επί οξείας επιπεφυκίτιδας µε πυώδεις εκκρίσεις ή µονήρους, µικρής έκτασης έλκους κερατοειδούς µικροβιακής µορφολογίας) ή των µεικτών κολλυρίων αντιβιοτικού – κορτικοειδούς (πχ επί οξείας επιπεφυκίτιδας µε θυλακιώδη αντίδραση, ενδεικτική ενδεχόµενης ιογενούς προσβολής). Η εμπειρική αγωγή οφείλει να ανταποκρίνεται στο λεγόμενο θεραπευτικό κριτήριο, δηλαδή να συνεχίζεται για βραχύ χρονικό διάστημα και με την προϋπόθεση ότι διαπιστώνεται σαφής ανταπόκριση της νόσου, κλινική βελτίωση και πορεία προς ίαση. Σε διαφορετική περίπτωση, η εμπειρική θεραπεία διακόπτεται και η οφειλόμενη ενέργεια είναι ο ειδικός διαγνωστικός- εργαστηριακός έλεγχος για την ταυτοποίηση του υπαίτιου μικροοργανισμού.

Από τα παραπάνω, και όσα παρακάτω θα εκτεθούν, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, συνάγεται ότι οι εναγόμενοι οφθαλμίατροι υπέπεσαν σε ιατρικό σφάλµα, ήτοι εξεδήλωσαν συµπεριφορά, αποκλίνουσα σε σχέση µε αυτή την οποία ο µέσος ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας όφειλε και μπορούσε να επιδείξει υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις τηρώντας τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, συμπεριφορά που συνδέεται αιτιωδώς με τη σημαντική επιδείνωση της κατάστασης στον αριστερό οφθαλμό της ενάγουσας, με αποτέλεσμα αυτή να είναι εξαιρετικά δυσχερές να αναστραφεί, πράγμα που τελικά όντως δεν συνέβη, κατά τα προαναφερθέντα. Πιο συγκεκριμένα, κι αν δεχθούμε ως δεδομένο, ότι από τα αρχικά συμπτώματα που εμφάνιζε η ενάγουσα, δεν μπορούσε να διαπιστωθεί από τους εναγόμενους κατά την κλινική εξέτασή της σε επίπεδο ιδιωτικού ιατρείου, ότι επρόκειτο για κερατίτιδα, καθώς, πράγματι, κατά τα προεκτεθέντα, τα συμπτώματα τόσο της επιπεφυκίτιδας και της κερατίτιδας ομοιάζουν στα αρχικά στάδια, όμως, όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο, αφού χορήγησε τη φαρμακευτική αγωγή που προσιδιάζει στα συμπτώματα της επιπεφυκίτιδας και μετά από μερικές ημέρες, (διάστημα μίας εβδομάδας και πλέον) δεν διαπιστώθηκε βελτίωση, αλλά αντίθετα χειροτέρευση στον οφθαλμό της ενάγουσας, θα έπρεπε να υποπτευθεί ότι ενδεχομένως αυτή δεν πάσχει από επιπεφυκίτιδα, αλλά από κερατίτιδα  και να την παραπέμψει για περαιτέρω πιο εξειδικευμένες εξετάσεις. Αυτό μάλιστα ενισχύεται κι από το γεγονός, ότι η ενάγουσα, η οποία είχε μεγάλη μυωπία, φορούσε επί σειρά ετών φακούς επαφής, οπότε είχε αυξημένο κίνδυνο να προσβληθεί από ακανθαμοιβάδα (80% των περιπτώσεων κερατίτιδας από ακανθαμοιβάδα εμφανίζεται στους χρήστες φακών επαφής). Εξάλλου, όπως αναφέρει ο προαναφερθείς πραγματογνώμονας, τα επιθέματα με γάζες, τα οποία εφάρμοσε ο πρώτος εναγόμενος  δεν είναι ενδεδειγμένα  επί οξείας επιπεφυκίτιδας, αλλά επί απόπτωσης επιθηλίου του κερατοειδούς, ενώ επίσης παραμένει αδιευκρίνιστο το είδος της επιπεφυκίτιδας που διέγνωσαν οι εναγόμενοι, (οξεία ή χρόνια, μικροβιακή, ιογενής ή αλλεργική), δεδομένου ότι κάθε μία από αυτές, αντιμετωπίζεται με διαφορετική φαρμακευτική αγωγή, π.χ τα κορτικοειδή (που χορηγήθηκαν από τους εναγόμενους) ενδείκνυται υπό όρους στις ιογενείς επιπεφυκίτιδες, αλλά όχι στις μικροβιακές. Όσον αφορά, ειδικότερα, στον δεύτερο εναγόμενο, στον οποίο απευθύνθηκε η ενάγουσα, έχοντας πολύ έντονα συμπτώματα, και αφού είχε ήδη επισκεφθεί, χωρίς επιτυχία, πολλές φορές τον πρώτο εναγόμενο σε διάστημα 2 και πλέον εβδομάδων, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Πέραν του ότι είναι πιθανό να ήταν πλέον αναγνωρίσιμα τα σημάδια κερατίτιδας στον κερατοειδή της, πράγμα βέβαια που σε αυτήν τη φάση δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε, εφόσον η ενάγουσα, όπως τον ενημέρωσε, παρουσίαζε επί πολλές ημέρες τα συμπτώματα, που αναφέρθηκαν παραπάνω στην απόφαση αυτή,  τα οποία χειροτέρευαν διαρκώς, προστέθηκε δε σε αυτά και οξύς πόνος, και αφού είχε ήδη λάβει από τον προηγούμενο οφθαλμίατρο – πρώτο εναγόμενο, αγωγή για τη θεραπεία της επιπεφυκίτιδας χωρίς αποτέλεσμα, δεν ήταν επιστημονικά ορθό, να της χορηγήσει εκ νέου αγωγή για την ίδια πάθηση, αλλά θα έπρεπε πρώτα να αποκλείσει την ύπαρξη άλλης πάθησης, παραπέμποντάς την άμεσα για εξειδικευμένες εξετάσεις. Ακόμη κι αν δεχθούμε τα υποστηριζόμενα από το δεύτερο εναγόμενο, ότι δηλ. ο ίδιος παρέπεμψε την ενάγουσα στο ‘’Τζάνειο’’ Νοσοκομείο για περαιτέρω εξετάσεις, το οποίο ουδόλως προέκυψε κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα,  αυτό συνέβη αφού είχε περάσει ήδη μία εβδομάδα, μετά την πρώτη επίσκεψη στο ιατρείο του.

Συμπερασματικά, οι lege artis ενέργειες ενός ιδιώτη οφθαλμίατρου και εν προκειμένω των εναγομένων, θα ήταν η επαγρύπνηση για το ενδεχόµενο ανάπτυξης αυτού του είδους κερατίτιδας σε ασθενείς που κάνουν χρήση φακών επαφής και δη της ενάγουσας και η άµεση παραποµπή της σε ειδικό τµήµα κερατοειδούς- προσθίου ηµιµορίου τριτοβάθµιου νοσοκοµείου, µόλις η όποια εµπειρική θεραπεία δείχνει να µην αποδίδει και παρουσιάζει επιδείνωση µετά από ένα εύλογο διάστηµα 1 έως 2 εβδοµάδων, ανεξαρτήτως εάν η κλινική εικόνα προσοµοιάζει µε επιιτεφυκίτιδα, κερατίτιδα ή κερατοπάθεια. Αν είχαν μεριμνήσει δε οι εναγόμενοι, κατά τα προεκτεθέντα, για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου της ενάγουσας  και την παραποµπή της σε εξειδικευµένο οφθαλµολογικό κέντρο, (καθώς η εικόνα κατά την αρχική εξέταση στο Τζάνειο Νοσοκομείο είναι ΄΄απόστημα κερατοειδούς΄΄, που υποδηλώνει ότι το νόσημα είχε ήδη υπεισέλθει σε όψιμο στάδιο), θα είχε πιθανότατα ως αποτέλεσµα την πλήρη θεραπεία της και την αποφυγή της µεταµόσχευσης κερατοειδούς, (ανεξάρτητα αν η τελευταία έγινε ή όχι με τον ενδεδειγμένο ιατρικά τρόπο, ζήτημα που δεν αφορά το αντικείμενο της παρούσας δίκης).

Από τα προαναφερθέντα δε πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση, ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη από την ως αδικοπρακτική συμπεριφορά των δύο εναγομένων – οφθαλμίατρων, για την ανόρθωση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Λαμβανομένων δε υπόψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες επήλθε η ως άνω σωματική βλάβη της ενάγουσας, της γενικότερης κατάστασης των οφθαλμών της, του είδους της αναπηρίας της, της ηλικίας της (53 ετών, όταν υπέστη την ως άνω βλάβη), της ψυχικής της ταλαιπωρίας και της θλίψης που δοκίμασε και θα δοκιμάζει μέχρι το τέλος της ζωής της, του βαθμού του πταίσματος των εναγομένων, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων μερών, το δικαστήριο κρίνει ότι για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, θα πρέπει να της επιδικαστεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση που, κατά την κρίση του, ανέρχεται στο ποσό των 25.000 ευρώ. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση κρίνεται ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και είναι σύμφωνη με το σκοπό και το μέτρο στο οποίο απέβλεψαν οι διατάξεις των άρθρων 914, 932, 297, 298 και 330 Α.Κ., χωρίς να επιφέρει αδικαιολόγητο πλουτισμό στην ενάγουσα (Ολ.ΑΠ 6/2009). Η αγωγή, λοιπόν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς το σχετικό, ως άνω  αίτημά της.

Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ζημιώθηκε κατά τα ποσά που αναφέρει στην αγωγή της και συγκεκριμένα. α) 210 ευρώ, που αφορούν τις 6 επισκέψεις το ιατρείο του πρώτου εναγομένου, για κάθε μία από τις οποίες, υποστηρίζει, ότι κατέβαλε 35 ευρώ, πέραν της νόμιμης αμοιβής του μέσω του ασφαλιστικού της φορέα, (35 χ 6 =210 ευρώ), β) για μετακινήσεις με ταξί συνολικά 4.300 ευρώ, ήτοι από την οικία της προς το Νοσοκομείο ……, μετ΄ επιστροφής, κατά το διάστημα από 2-12-02 έως Ιούνιο 2003, (28 εβδομάδες χ 25 ευρώ την εβδομάδα= 700 ευρώ) και για το μετέπειτα διάστημα έως τον Ιούνιο του 2007 (3 φορές το μήνα χ 48 μήνες = 3.600 ευρώ), γ) 990,8 ευρώ, για ένα φάρμακο που, όπως αναφέρει, μετά από σύσταση ιατρών, παρήγγειλε, δύο φορές, από την Αμερική, καθώς και για λοιπά φάρμακα, που αναγράφονται στην αγωγή, συνολικά το ποσό των 2.650,31 ευρώ και δ) 15.600 ευρώ συνολικά, για την αμοιβή οικιακής βοηθού, που χρειαζόταν λόγω της κατάστασής της, κατά τα έτη 2003-2006 (25 ευρώ  επί 3 φορές την εβδομάδα).  Ειδικότερα, η ενάγουσα δεν προσκομίζει καμία σχετική απόδειξη για τις ως άνω επικαλούμενες από αυτήν δαπάνες (ούτε αναφέρει κάτι σχετικά με αυτές, ο μάρτυράς της, που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), εκτός μόνο από μια ξενόγλωσση απόδειξη, η οποία προσκομίζεται αμετάφραστη από την ενάγουσα, και αφορά το φάρμακο που παρήγγειλε από το εξωτερικό, η οποία ,όμως, κατά τα προαναφερθέντα, δεν λαμβάνεται υπόψη. Πέραν τούτου, όσον αφορά στις επισκέψεις που πραγματοποίησε στον πρώτο εναγόμενο, για τις οποίες, όπως ισχυρίζεται κατέβαλε, χωρίς απόδειξη, το ποσό των 35 ευρώ, έστω κι αν αυτό θεωρηθεί αληθές, δεν αποτελεί ζημία συνδεόμενη αιτιωδώς με το αποτέλεσμα της αμέλειας αυτού, καθώς τις επισκέψεις αυτές θα τις είχε κάνει η ενάγουσα, ακόμη κι αν ο τελευταίος (ιατρός) είχε πράξει σύμφωνα με την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή. Η αγωγή, συνεπώς, είναι απορριπτέα ως προς το αίτημά της περί καταβολής αποζημίωσης  στην ενάγουσα, για τις ως άνω δαπάνες.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε, σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, ως και κατ΄ ουσία βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ ουσία, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, για την ως άνω αιτία, να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 14.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, κατά τα προαναφερθέντα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί ότι αυτοί οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 11.000 ευρώ, με το νόμιμο ως ανωτέρω, τόκο. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 και 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος των εναγομένων – εφεσίβλητων, όπως ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα, παραβόλων, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα, επίσης, εκτιθέμενα στο διατακτικό .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 2899/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 17-12-2007 (υπ’αρ. εκθ. κατάθεσης 11378/2007) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους, να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων (14.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των έντεκα χιλιάδων (11.000) ευρώ, με το νόμιμο, επίσης, τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Καταδικάζει τους εναγόμενους – εφεσίβλητους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας-εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ .

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα, των κατατεθέντων από αυτήν παραβόλων, συνολικού ποσού 200 ευρώ (ΤΑΧ.ΔΙΚ. υπ΄αρ. …………., ποσού 60 ευρώ έκαστο και Δημοσίου υπ΄αρ. 2976856, ………. και …………., ποσού 20 ευρώ έκαστο).

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη στον Πειραιά, στις 18 Ιουλίου 2018  και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά  στις 14 Αυγούστου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

   Η ΠPOEΔPOΣ                                 Η ΓPAMMATEAΣ