Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 640/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως 640/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Μαρία Κωττάκη, προεδρεύουσα Εφέτη, (κωλυομένων των υπηρετούντων Προέδρων Εφετών και των αρχαιότερων Εφετών), Μαρία Δανιήλ, Εφέτη και  Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη-Εισηγητή και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Από τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 1, 3, 271 παρ. 1 & 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης. Έτσι, αν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή αν αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, απορρίπτεται η έφεση του ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υποθέσεως, γιατί με την απουσία του δημιουργείται τεκμήριο παραιτήσεως του απ` αυτή. Προϋπόθεση της ως άνω απορρίψεως είναι ότι ο κατά τη δικάσιμο απολιπόμενος διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως ο ίδιος τη συζήτηση ή είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αντίδικό του (εφεσίβλητο) για να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία ορίσθηκε η συζήτηση της υπόθεσης. Αντίθετα, αν ο απολιπόμενος διάδικος δεν είχε επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και δεν είχε εμφανισθεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο ή είχε εμφανισθεί αλλά δεν είχε λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση (ΑΠ 1578/08, ΑΠ 1147/08, ΑΠ 1439/08,  ΕφΠειρ 43/2014 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, στο άρθρο 74 παρ.2 του ν. 4690/2020, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού COVID-19 κατά το διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 1.7.2020 έως 15.7.2020 ή από 1.9.2020 έως 15.9.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα.» Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση που έφεση κατά απόφασης πολιτικού δικαστηρίου είχε προσδιορισθεί για να συζητηθεί στο Εφετείο σε δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος από 13.3.2020 έως 31.5.2020, οπότε η συζήτηση αυτή ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19, με πράξη του προέδρου του αντίστοιχου πολιτικού τμήματος του Εφετείου ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 1.7.2020 έως 15.7.2020 ή από 1.9.2020 έως 15.9.2020, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 260§1 ΚΠολΔ, η οποία, κατά το άρθρο 524§1 του ίδιου κώδικα εφαρμόζεται και στην κατ` έφεση δίκη, αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 75§1 ΚΠολΔ κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους. Οι πράξεις και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν, ούτε ωφελούν τους άλλους. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αν κατά τη συζήτηση της εφέσεως δεν εμφανισθεί ο εκκαλών, ούτε ο εφεσίβλητος, που τελεί σε απλή ομοδικία με τους λοιπούς εφεσίβλητους που παρίστανται, τότε η συζήτηση της εφέσεως μεταξύ των διαδίκων αυτών που είναι απόντες ματαιώνεται (ΑΠ 866/08 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 348/2011, Δικογραφία 2012, σελ. 72).

Στην προκειμένη περίπτωση, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 23.12.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. ../2020) έφεση της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» κατά α) της εταιρίας με την επωνυμία “………..”, β) της εδρεύουσας στη Μονρόβια Λιβερίας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “………” και γ) του ……….., κατόπιν αυτεπάγγελτου προσδιορισμού της στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ’ αριθ. 56/2020 Πράξη της Προέδρου Εφετών Δήμητρας Τσουτσάνη δυνάμει του άρθρου 74 παρ.2 του ν. 4690/1920, περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-5-2020) σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 37/14-5-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο η εκκαλούσα ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ομοίως δε και οι πρώτη και τρίτος των εφεσίβλητων. Ως εκ τούτου, η συζήτηση της ένδικης εφέσεως μεταξύ των αμέσως παραπάνω διαδίκων πρέπει να κηρυχθεί ματαιωμένη κατ’ άρθρο 260 παρ.1 σε συνδυασμό με το άρθρο 524 παρ.1 του ΚΠολΔ. Σε ό,τι αφορά, όμως, στην έφεση της εκκαλούσας κατά της δεύτερης εφεσίβλητης εταιρίας, απλής ομόδικου των άλλων εφεσίβλητων, η οποία κατά την εκφώνηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αυτή (έφεση) πρέπει να δικασθεί ερήμην της εκκαλούσας, καθώς η τελευταία θεωρείται πλασματικώς κλητευθείσα στην τελευταία ως άνω δικάσιμο, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της στις 7.5.2020 λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και την εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο από τη γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 9.7.2020, κατόπιν της υπ’ αριθ. 56/2020 Πράξης της Προέδρου Εφετών Δήμητρας Τσουτσάνη δυνάμει του άρθρου 74 παρ.2 του ν. 4690/1920, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Ακολούθως και δεδομένου ότι για το παραδεκτό του εν λόγω ένδικου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ. Αγ ΚΠολΔ το με κωδικό …… . e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, ποσού 150 ευρώ, εξοφλημένο [βλ. το συνημμένο στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης αντίγραφο του ως άνω e- παράβολου και την από 27.12.2019 απόδειξη συναλλαγής της Εθνικής Τράπεζας, Κέντρα Αυτόματων Πληρωμών, Κατάστημα Κορίνθου (379)], πρέπει η έφεση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, που δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, ν’ απορριφθεί κατ’ άρθρο 524 παρ.3 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το άρθρο 183 ΚΠολΔ, τα έξοδα που προκάλεσε η άσκηση και εκδίκαση ένδικου μέσου επιβάλλονται σε περίπτωση που απορριφθεί, σε βάρος του διαδίκου που το άσκησε, εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των άρθρων 176 έως 182 του ίδιου Κώδικα. Σχετικά δε με τα έξοδα που αποδίδονται το άρθρο 189 παρ.1 ΚΠολΔ προβλέπει ότι αυτά είναι τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης μεταξύ των οποίων τα τέλη χαρτοσήμου για τη σύνταξη των αποφάσεων, των δικογράφων, των δικαστικών εκθέσεων και των άλλων εγγράφων της δίκης και για τη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων, η αμοιβή των δικηγόρων και τα ποσά που καταβλήθηκαν για την προσαγωγή άλλων αποδεικτικών μέσων, καθώς και τα έξοδα αλληλογραφίας που κατέβαλε ο διάδικος. Επίσης κατ’ άρθρο 190 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ για τον προσδιορισμό και την εκκαθάριση του ποσού των εξόδων που πρέπει να αποδοθούν, κάθε διάδικος πρέπει να επισυνάψει στη δικογραφία, έως τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατάλογο των εξόδων, ο οποίος μπορεί να περιληφθεί και στις προτάσεις που υποβάλλονται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώ κατ’ άρθρο 191 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όταν το δικαστήριο αποφασίζει οριστικά για ολόκληρη την κύρια ή την παρεμπίπτουσα δίκη ή για μέρος της, πρέπει, εφόσον έχει υποβληθεί ο κατάλογος του άρθρου 190, να περιλάβει διάταξη στην απόφαση για την υποχρέωση πληρωμής των εξόδων, καθορίζοντας και το ποσό τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η δεύτερη εφεσίβλητη με τις κατατεθείσες στο ακροατήριο προτάσεις της υπέβαλε αίτημα απόδοσης δικαστικής δαπάνης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, περιλαμβάνοντας κατάλογο εξόδων κατ’ άρθρο 190 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, αιτείται για τα δικαστικά της έξοδα από τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας το συνολικό ποσό των 36.866,98 ευρώ, ήτοι για δικηγορική αμοιβή ποσό 29.676 ευρώ ως εκ του νόμου ποσοστιαία αναλογία επί του αιτούμενου με την αγωγή ποσού των 5.582.728 δολαρίων Η.Π.Α. κατά την ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α.-ευρώ της 9.7.2020, χρόνου συζήτησης της έφεσης, συν Φ.Π.Α. δικηγορικής αμοιβής 23% ποσού 6.825,48 ευρώ, επίσης για προκαταβολή εισφορών- ένσημα για την παράσταση του πληρεξούσιου δικηγόρου της το ποσό των 165,50 ευρώ και για δαπάνη λήψης επικυρωμένων δικογράφων του πρώτου βαθμού (προτάσεις της) και για την έκδοση, χαρτοσήμανση, επικύρωση με Apostille και αποστολή στην Ελλάδα από την Κύπρο πιστοποιητικών που αφορούσαν στην εταιρία και για το συνταχθέν πληρεξούσιο προς τον δικηγόρο της το ποσό των 200 ευρώ. Σχετικά με το αίτημα για την επιδίκαση της δικηγορικής αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου της δεύτερης εφεσίβλητης σημειώνεται ότι  κατ’ άρθρο 63 παρ.1 του νέου Κώδικα Δικηγόρων «1. Η αμοιβή, σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, καθορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης ως εξής:  i. Η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: … ε) 0,3% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 3.000.001 ευρώ μέχρι 6.000.000 ευρώ…». Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 68 παρ.1 του ίδιου Κώδικα «Για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα και του δικηγόρου του ενάγοντος ορίζεται στο μισό της αμοιβής αυτής», ενώ κατ’ άρθρο 69 παρ.1 του αυτού Κώδικα «1. Για τη σύνταξη προτάσεων στην πρώτη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η αμοιβή των δικηγόρων όλων των διαδίκων είναι διπλάσια από την αμοιβή που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 68 του Κώδικα…». Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 9 και 10 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής και μάλιστα για τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της δίκης λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος άσκησης της αγωγής, ήτοι ο χρόνος κατάθεσης του δικογράφου της (βλ. Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ. 42, ΕφΑθ 2396/1989, ΕλλΔνη 1990, σελ. 874). Στην προκειμένη περίπτωση που το κύριο αίτημα της αγωγής αφορούσε στην επιδίκαση ποσού 5.582.728 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως το ισόποσο σε ευρώ, για την εξεύρεση της αξίας του αντικειμένου της δίκης σε ευρώ, λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α.- ευρώ κατά τον χρόνο κατάθεσης της ένδικης αγωγής, ήτοι κατά την 31.3.2015 και όχι ο χρόνος συζήτησης της ένδικης έφεσης στις 9.7.2020. Κατά τον χρόνο, λοιπόν, κατάθεσης της αγωγής της εκκαλούσας 1 ευρώ αντιστοιχούσε σε 1,0742 δολάρια Η.Π.Α. (βλ. σχετική πληροφορία στο gr. exchange- rates.org). Συνακόλουθα, η αξία του αντικειμένου της δίκης αντιστοιχεί σε ευρώ, στο ποσό των 5.197.102,96 ευρώ (=5.582.728 δολάρια Η.Π.Α.: 1,0742 δολάρια Η.Π.Α. ανά ευρώ), οπότε η νόμιμη δικηγορική αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της δεύτερης εφεσίβλητης για κατάθεση προτάσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ανέρχεται στο ποσό των 31.182,62 ευρώ (=5.197.102,96 ευρώ x 0,3% x 2). Ωστόσο, η δεύτερη εφεσίβλητη αιτείται να καταδικασθεί η εκκαλούσα να της καταβάλει για την παραπάνω αιτία το μικρότερο ποσό των 29.676 ευρώ, δεσμεύοντας έτσι το παρόν Δικαστήριο κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ, οπότε θα υποχρεωθεί η εκκαλούσα να της καταβάλει το μικρότερο αυτό ποσό. Περαιτέρω, από την ισχύ του Ν. 3842/2010, την 1-7-2010, καταργήθηκε η απαλλαγή από το φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) των υπηρεσιών των δικηγόρων και υπάγονται αυτές σε Φ.Π.Α. με συντελεστή 23% επί της φορολογητέας αξίας (άρθρ. 62 παρ. 3). Με τον ίδιο ως άνω νόμο οι δικηγόροι πρέπει να εκδίδουν την αντίστοιχη απόδειξη παροχής υπηρεσιών την ημέρα που πραγματοποιήθηκε η δικηγορική υπηρεσία ανεξάρτητα αν και πότε καταβλήθηκε ή  θα καταβληθεί η αμοιβή τους (βλ. ΕφΠατρ 124/2017 στην www.dsanet.gr/Nomologia). Επομένως, στην παραπάνω δικηγορική αμοιβή πρέπει να υπολογισθεί και ο Φ.Π.Α. 23% ποσού 6.825,48 ευρώ (=29.676 x 23%), υπό τον όρο ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δεύτερης εφεσίβλητης θα εκδώσει αντίστοιχη απόδειξη παροχής υπηρεσιών. Εξάλλου, από τα έξοδα για προκαταβολή εισφορών και ενσήμων στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά για την παράσταση του πληρεξούσιου δικηγόρου της δεύτερης εφεσίβλητης ……….. και την κατάθεση προτάσεων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το επισυναπτόμενο στη δικογραφία Νο: ………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων κατά το Παράρτημα Ι και ΙΙΙ του ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α’ 208/27-9-2013) συνολικού ποσού 165,5 ευρώ δεν καλύπτονται τα ποσά που αφορούν στην παρακρατηθείσα από το Δ.Σ.Π. δικηγορική αμοιβή ποσού 17 ευρώ, η οποία περιλαμβάνεται στο συνολικό ποσό που υπολογίσθηκε για τη δικηγορική αμοιβή πιο πάνω, ούτε οι κρατήσεις για Ε.Φ.Κ.Α. ποσού 81,20 ευρώ και για φόρο ποσού 60,90 ευρώ που αποτελούν ατομικές υποχρεώσεις του δικηγόρου και δεν επιβαρύνουν τους διαδίκους. Οφείλεται όμως κατ’ άρθρο 189 παρ.1 στοιχ.α’ του ΚΠολΔ το ποσό των 6 ευρώ που αντιστοιχεί σε ΤΑΧΔΙΚ κατάθεσης προτάσεων και το ποσό των 0,40 ευρώ που αντιστοιχεί σε κράτηση του άρθρου 29 του ν. 4596/2019. Η τελευταία κράτηση προβλέπεται ως συμμετοχή στο Πληροφοριακό Σύστημα «Αλληλεπιδραστικές Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες Προδικασίας – On line Εξυπηρέτηση Δικηγόρων, Δικαστών και Πολιτών» (portal. olomeleia.gr) και καταβάλλεται για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του πληροφοριακού αυτού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων συντήρησής του, οπότε συνδέεται με την απλοποίηση της διαδικασίας για την προσφυγή των διαδίκων στη δικαιοσύνη μέσω της πληροφορικής και άρα αποτελεί αναγκαίο μέρος των δικαστικών εξόδων. Τέλος, πρέπει να συμπεριληφθεί στα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσίβλητης, τα οποία βαρύνουν την εκκαλούσα και συνολική δαπάνη ποσού 180 ευρώ (και όχι 200 ευρώ που αιτείται η δεύτερη εφεσίβλητη, καθώς ζητεί και τα έξοδα για την έκδοση του υπ’ αριθ. πρωτ. …../2020 πιστοποιητικού της Γραμματέως του Πρωτοδικείου της Αθήνας περί πτωχεύσεως της πρώτης εφεσίβλητης και απλής ομοδίκου της, ήτοι πιστοποιητικού που δεν χρειαζόταν για την άμυνα της δεύτερης εφεσίβλητης) για τη λήψη επικυρωμένων δικογράφων του πρώτου βαθμού (των προτάσεών της) και για την έκδοση, χαρτοσήμανση, επικύρωση και αποστολή στην Ελλάδα από την Κύπρο πιστοποιητικών σχετικά με την ίδια την εταιρία (τα από 8.7.2020 τρία πιστοποιητικά του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σχετικά με τα πρόσωπα του διευθυντή και του γραμματέα της εταιρίας, σχετικά με τον αντίκλητο αυτής στην Κύπρο και σχετικά με τη διεύθυνση εργασίας της). Επομένως, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, να καταβάλει στη δεύτερη εφεσίβλητη τα δικαστικά της έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας συνολικού ποσού 36.687,88 ευρώ, όπως αναλύθηκαν παραπάνω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να ορισθεί ως προς την ερημοδικασθείσα εκκαλούσα, το προβλεπόμενο κατ’ άρθρο 505 παρ.2 στοιχ.γ’ ΚΠολΔ παράβολο, για την περίπτωση που αυτή ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας, ομοίως κατά το διατακτικό. Τέλος, δεδομένου ότι το κατατεθέν για την άσκηση της ένδικης έφεσης με κωδικό ………….. e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, ποσού 150 ευρώ αφορά και στους τρεις εφεσίβλητους, η δε από 23.12.2019 έφεση απορρίφθηκε μόνο κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, ενώ η συζήτησή της ματαιώθηκε ως προς τους υπόλοιπους εφεσίβλητους, δεν θα περιληφθεί στην απόφαση αυτή, διάταξη σχετικά με την τύχη του παραπάνω παραβόλου, πριν εκδοθεί οριστική επί της εφέσεως απόφαση και ως προς τους πρώτη και τρίτο εφεσίβλητους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει ματαιωμένη τη συζήτηση της εφέσεως μεταξύ της εκκαλούσας και της πρώτης και του τρίτου των εφεσίβλητων.

Δικάζει την έφεση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης ερήμην της εκκαλούσας.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (36.687,88), εκ των οποίων το ποσό των έξι χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (6.825,48) που αντιστοιχεί στον Φ.Π.Α. θα καταβληθεί εφόσον εκδοθεί η αντίστοιχη απόδειξη παροχής υπηρεσιών από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της δεύτερης εφεσίβλητης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 3.9.2020, δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις   26   Οκτωβρίου 2020.

 Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ