Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 642/2020

Αριθμός απόφασης:

642/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο Προεδρεύοντα Εφέτη (κωλυόμενων των Προέδρων Εφετών και της αρχαιοτέρας Εφέτη), Αικατερίνη Κοκόλη Εφέτη, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ως άνω διάταξη με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατ’ απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος και είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271, 272 § 1 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς, να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 1906/2008, ΕφΠειρ 449/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 67/2016, ΕφΑνατΚρητ 61/2015, ΕφΠειρ 336/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπαλογιάννη σε Απαλαγάκη ΕρμΚΠολΔ άρθρο 528 αρ.3 σ.1468, Πανταζόπολος σε Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα άρθρο 528 αρ.2-3).

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται στο παρόν Δικαστήριο η από 09.10.2018 και με αριθ. καταθ. ………/2018 έφεση του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, κατά της με αρ. 4125/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην του εναγόμενου, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 12-10-2018 (βλ. την σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………… στο αντίγραφο της απόφασης που επιδόθηκε], η δε κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 12.11.2018 (άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ) κι επιπλέον έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αρ. …………. e – παράβολο, το οποίο πληρώθηκε). Ο εκκαλών εξάλλου, αρνείται την αγωγή και πλήττει την εκκαλούμενη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, με βάση τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και να ερευνηθεί η αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα. Λόγω και της ουσιαστικής παραδοχής της έφεσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στον καταθέσαντα εκκαλούντα (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 § VI εδ. α ΑΚ. σαφώς συνάγεται ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογραφεί απ’ αυτόν. Ο νόμος απαίτησε την καθ’ ολοκληρία γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης του διαθέτη, μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σ’ αυτήν, και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ’ αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη (ΑΠ 463/2019, ΑΠ 579/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, οι κληρονόμοι του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, αφού αποκτούν εμμέσως την περιουσία του διαθέτη (ΑΠ 1063/2006 ΕλΔ 47.1417 και ΕφΑΘ 4896/2003 ΕλΔ 45.498). Περαιτέρω, από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις προκύπτει ότι αυτός που ζητεί τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης, αρκεί να επικαλεστεί την έλλειψη κάποιου από τα παραπάνω ουσιώδη στοιχεία του κύρους εκείνης ή ότι ο φερόμενος ως συντάκτης αυτής, δεν ήταν ικανός να διαβάζει χειρόγραφα (άρθρο 1723 ΑΚ). Προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν γράφηκε από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη, οπότε χωρίς να είναι πλαστή, είναι άκυρη (ΤρΕφΔωδ 84/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ’ αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλόμενου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη από το διαθέτη γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 453/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΠατρών 208/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγουσες εξέθεταν στην από 18-07-2017, και με αρ. καταθ. ………./2017 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι την 12η Νοεμβρίου 2016, απεβίωσε στον Αγ. I. Ρέντη Αττικής, η θεία τους, …………, κάτοικος εν ζωή Αγ. I. Ρέντη Αττικής, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας μοναδικούς επιζώντες πλησιέστερους συγγενείς και νόμιμους εξ αδιαθέτου κληρονόμους τις ίδιες (ενάγουσες), τέκνα του προαποβιώσαντος στις 31-05-1996 αδελφού της, ………. Ότι η αποβιώσασα θεία τους φέρεται να άφησε την από 14-2-2014 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. 209/2017 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, δυνάμει της οποίας εγκατέστησε ως κληρονόμο της τον εναγόμενο, και του κατέλιπε τα περιγραφόμενα στο δικόγραφο ακίνητα, συνολικής αξίας 163.000 ευρώ. Ότι η επίδικη ως άνω διαθήκη δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από την θανούσα ιδιοχείρως, αλλά από τον εναγόμενο, με συνέπεια να είναι αυτή άκυρη. Ότι οι ενάγουσες ως μόνες πλησιέστερες συγγενείς της αποβιώσασας, τυγχάνουν μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου αυτής, ο δε εναγόμενος κατέχει και κατακρατεί τα κληρονομιαία ως άνω ακίνητα ως κληρονόμος της ανωτέρω αποβιώσασας, αντιποιούμενος το κληρονομικό δικαίωμα των ίδιων (εναγουσών). Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζήτησαν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 14-2-2014 φερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης, να αναγνωριστεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό τους δικαίωμα και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδώσει τα κληρονομιαία ακίνητα. Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού διατάχθηκε ο χωρισμός της σωρευόμενης στο δικόγραφο περί κλήρου αγωγής και παραπέμφθηκε αυτή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, έγινε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η σωρευόμενη στο δικόγραφο αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας της διαθήκης, λόγω του τεκμηρίου ερημοδικίας του εναγόμενου. Επισημαίνεται ότι η παραπεμπτική διάταξη της απόφασης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς δεν εκκαλείται με την έφεση. Η αγωγή αυτή ως προς το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της διαθήκης είναι νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και σ’αυτές των άρθρων 1710, 1712, 1716 και 70 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι, και μεταξύ αυτών η από 17.07.2017 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης των Ειδικών Δικαστικών Γραφολόγων, ……. και …….., των με αρ. …/26.10.2017, …/26.10.2017 ενόρκων βεβαιώσεων των τρίτων ……… και ………., που ελήφθησαν με την επιμέλεια των εναγουσών ενώπιον της Ειρηνοδίκου Νίκαιας, κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την με αρ. με αριθμό …/06-09- 2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …………), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Την 12-11-2016, απεβίωσε στη Δημοτική Ενότητα Νίκαιας Δήμου Νίκαιας – Αγ. I. Ρέντη Αττικής η, …….., κάτοικος εν ζωή Αγ. I. Ρέντη, (βλ. την με αρ. …. Τόμος …./2016 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δήμου Νίκαιας – Αγ. I. Ρέντη), καταλείποντας μοναδικούς επιζώντες πλησιέστερους συγγενείς αυτής τις ενάγουσες, τέκνα του ετεροθαλή αδελφού της ……….. που είχε προαποβιώσει αυτής στις 31.5.1996, όπως αναφέρεται στην με αρ. …./2017 διάταξη του Ειρηνοδίκη Νίκαιας τμήματος Εκούσιας δικαιοδοσίας, που εκδόθηκε με βάση τα με αρ. πρωτ. …/29.11.2016 και …./10.02.2017 πιστοποιητικά πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Αγίου Νίκαιας – Αγ. Ιωάννη Ρέντη ως προς τους . … και …….. Με το με το υπ’ αριθ. 209/2017 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, δημοσιεύθηκε η από 14-2-2014 ιδιόγραφη διαθήκη, που φέρεται ότι έχει συνταχθεί από την θανούσα, με την οποία εγκαθίσταται ως μοναδικός κληρονόμος, ο εναγόμενος, στον οποίο φέρεται ότι η θανούσα κατέλιπε το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας αυτής. Το περιεχόμενο της επίδικης διαθήκης είναι το εξής : «Εγώ η …..  γράφω όλη την περιουσία μου μετά το θάνατο μου κινητά και ακίνητα ό,τι έχω στο όνομά μου τα αφήνω όλα στον……….., τον οποίο μεγάλωσα από  7 ημερών και το έχω σαν παιδί μου.». Όμως σύμφωνα με την από 5.5.2017 γραφολογική γνωμοδότηση των γραφολόγων ……. και ………., η άνω διαθήκη δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από το χέρι της διαθέτιδας, αλλά από τρίτο πρόσωπο, η δε γραφή αυτής προέρχεται από τον εναγόμενο, ώστε η επίδικη διαθήκη να είναι πλαστή. Η παραδοχή αυτή δεν ανατρέπεται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο και ενισχύεται από τα αναφερόμενα στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις. Οι ενάγουσες, εξάλλου, σε βάρος του εναγόμενου έχουν υποβάλλει την από 21.7.2017 μήνυσή τους για τις πράξεις της πλαστογραφίας και απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο. Ο ίδιος ο εκκαλών – εναγόμενος με την έφεσή του παραδέχεται ότι αυτός έγραψε την επίδικη διαθήκη, ισχυρίζεται όμως ότι έγινε καθ’ υπαγόρευση της θανούσας, ώστε να αποτυπώνεται σ’ αυτή η αληθινή βούληση αυτής. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν ασκεί επιρροή, αφού η ακυρότητα της διαθήκης λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, επέρχεται ακόμη κι αν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της βούλησης του διαθέτη (ΤρΕφΠατρ. 208/2019 οπ., ΣΕΑΚ άρθρο 1721 αριθ. 1 ΑΚ). Συνεπώς η επίδικη διαθήκη, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, είναι άκυρη, αφού δεν έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από τη διαθέτρια, αλλά από τρίτο πρόσωπο, τον εναγόμενο. Οι ενάγουσες, εξάλλου ως μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της θανούσας δικαιολογούν έννομο συμφέρον για την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης. Κατόπιν αυτών, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρη η επίδικη από 14-2-2014 ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύθηκε με το με αρ. 209/2017 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, η οποία φέρεται ότι συντάχθηκε από τη θανούσα ………….. που απεβίωσε στις 12-11-2016 στον Αγ. I. Ρέντη. Τέλος, σε βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος λόγω της ήττας του, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών – εφεσιβλήτων, των δύο βαθμών δικαιοδοσίας,  (άρθρα 106, 179, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015, «Το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχονται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκόψει από τη δίκη που έγινε, ότι αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διάταξης, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ο ισχυρισμός που προτάθηκε ήταν αναληθής. Η απόρριψη της αίτησης παροχής προστασίας ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμης δεν υποδηλώνει και παράβαση της διάταξης αυτής. Πρέπει η αίτηση να μην έχει κανένα νομικό έρεισμα, τα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά να είναι αναληθή και τα ως άνω πρόσωπα να τελούν εν γνώσει της αναλήθειας, με υπαιτιότητα με τη μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 602/2016, ΑΠ 1443/2014, ΑΠ 738/2012, ΤρΕφΑΘ 2103/2019, ΜΕφΑΟ 3978/2018, ΜΕφΠειρ 677/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Διαμαντόπουλος Οι ποινές τάξης των άρθρων 205-207 του ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2007, σελ. 16-28). Στην προκειμένη περίπτωση η επίδικη έφεση δεν είναι προφανώς αβάσιμη, αφού για την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, όπως προαναφέρθηκε, δεν απαιτείται η βασιμότητα κάποιου λόγου της εφέσεως. Επιπλέον δεν μπορεί να γίνει λόγος για παρέλκυση της δίκης, καθώς ο εκκαλών για πρώτη φορά διατύπωσε τους ισχυρισμούς του στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (είχε δικασθεί ερήμην στον πρώτο βαθμό) στο δε δικόγραφο της εφέσεώς του, εξέθεσε την αλήθεια παραδεχόμενος ότι αυτός συνέταξε την επίδικη διαθήκη. Κατόπιν αυτών το σχετικό αίτημα των εφεσιβλήτων, περί επιβολής στον εκκαλούντα της χρηματικής ποινής του άρθρου 205 ΚΠολΔ, θα πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν, την έφεση κατά της με αριθμό 4125/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου, που αναφέρθηκε στο σκεπτικό της παρούσας, στον καταθέσαντα – εκκαλούντα.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 18-07-2017, και με αρ. καταθ. ………./2017 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η από 14-2-2014 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε με το με αρ. 209/2017 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, η οποία φέρεται ότι συντάχθηκε από τη ………., που απεβίωσε στις 12-11-2016 στον Αγ. I. Ρέντη Αττικής, κατοίκου εν ζωή ομοίως, είναι άκυρη.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος, τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών – εφεσιβλήτων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) €.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 3-9-2020 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις 29-10-2020.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ