Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 663/2020

Αριθμός  663/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ζωή Καραχάλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το από 17.5.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 δικογράφου κλήσης προς συζήτηση μετά από παραπομπή φέρονται για να συζητηθούν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./7.9.2010 έφεσης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» και η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./13.9.2010 έφεση του δευτέρου και πέμπτου ενάγοντος ……….. κατά της με αριθμό 3760/21.6.2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το Ν. 4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τις εφέσεις που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου). Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 22α.9.2011 και, μετά από αναβολή, η 22α.3.2012, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση. Με τις από 19.12.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2016 και ………./2016, αντίστοιχα, κλήσεις αυτές (οι εφέσεις) επανεισήχθησαν για να συζητηθούν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά το οποίο με τη με αριθμό 212/2019 απόφαση του κήρυξε εαυτό υλικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Οι κρινόμενες με αριθμούς …/7.9.2010 και …./13.9.2010 εφέσεις των προαναφερόμενων εν μέρει ηττηθέντων διαδίκων κατά της με αριθμό 3760/21.6.2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών  επί της με αριθμό καταθέσεως …./27.4.2009 αγωγής έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση των δικογράφων αυτών στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως, αφού όπως αποδεικνύεται από τη σχετική σημείωση επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή Αθήνας ………. αυτή κοινοποιήθηκε στις 12.7.2010 και οι εφέσεις ασκήθηκαν εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας, δεδομένου ότι το διάστημα 1 με 31.8 δεν υπολογίζεται στις προθεσμίες των ενδίκων μέσων, στις 7.9.2010 και στις 13.9.2010 αντίστοιχα (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν δε περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη, αφού συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), καθώς πλήττουν την ίδια απόφαση.

Με την από 27.4.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2009 αγωγή τους  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι ενάγοντες (και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι), εξέθεσαν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισαν στον Πειραιά µε την εναγόµενη ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη προσελήφθησαν µε την ειδικότητα του λιµενεργάτη τα έτη 1988 (ο 1ος, ο 2ος και ο 3ος), 1987 (ο 4ος) και 1989 (οι 5ος, 6ος και 7ος) στην εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ΄΄ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε’’, ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ), ενώ οι ειδικότεροι όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με τις Ειδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (Ε.Σ.Σ.Ε), που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ. Ειδικότερα ότι αυτοί (ενάγοντες), ως λιμενεργάτες, εκτελούσαν στο λιμάνι του Πειραιά εργασίες εκ περιτροπής που αφορούσαν την φορτοεκφόρτωση φορτίων σε διαφορετικά είδη µεταφερόµενων φορτίων εµπορευµάτων σε σάκους, γενικό φορτίο, γενικά οµοειδές φορτίο µεγάλης απόδοσης, ξυλείας και φορτία σε ψύξη και κατάψυξη και ότι είχαν έτσι τρία βασικά ημερομίσθια εργάτη διότι ο προρρηθείς Κανονισµός Προσωπικού του ΟΛΠ (αρ. 23 παρ. 1) διακρίνει τις εν γένει εργασίες που πραγµατοποιεί έκαστος εξ ηµών σε τρείς (3) επί µέρους κατηγορίες, ως αναφέρεται ακολούθως α) εκφορτώσεις χύδην φορτίου, ήτοι δηµητριακών, γαιανθράκων και άλλων συναφών υλικών (άρθρο 23 παρ. 10), β) φορτοεκφορτώσεις λοιπών εµπορευµάτων επί και εκ του πλοίου και επί παντός τύπου πλωτών ναυπηγηµάτων, καθώς επίσης και λοιπές εργασίες παραλαβής παράδοσης και µεταφοράς εµπορευµάτων στους αποθηκευτικούς χώρους της ΟΛΠ ΑΕ (άρθρο 23 παρ. 1 β) και γ) φορτοεκφορτώσεις εµπορευµατοκιβωτίων (containers) µέσω των γερανογεφυρών της ΟΛΠ ΑΕ (άρθρο 23 παρ. 1γ).  Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ’ αυτού όλα τα επιδόματα, πλην όμως η εναγόμενη, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας τα υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των Ε.Σ.Σ.Ε, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των Ε.Σ.Σ.Ε. και της εργατικής νομοθεσίας. Στη συνέχεια, δε, οι ενάγοντες παρέθεσαν στην αγωγή τους αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β΄ του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο μ` αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορήγησης της άδειας και εξέθεταν ότι ο Κανονισμός, για τον υπολογισμό αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις Ε.Σ.Σ.Ε, αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945 όπως ισχύει, και του Ν. 4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή, που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Ότι η εναγόµενη, αν και υπολόγιζε όλα τα καταβαλλόµενα σε αυτούς επιδόµατα του διαµορφούµενου βασικού ηµεροµισθίου επί τη βάσει της αποδόσεως και της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο τρίµηνο πριν από την άδεια, εσφαλµένως υπολόγιζε τις αποδοχές και το επίδοµα αδείας µόνο επί του ηµεροµισθίου ασφαλείας, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων Πειραιώς, αλλά και του Κανονισµού Εργασίας Εργατών Λιµένος Εργασίας, των Ειδικών Συλλογικών Συµβάσεων των διατάξεων της κειµένης εργατικής νομοθεσίας σύµφωνα µε τα λεπτοµερώς  εκτιθέµενα (στην αγωγή) και ότι ως εκ τούτου, διατηρούν κατά της εναγομένης αξιώσεις. Ακολούθως οι ενάγοντες, παρέθεσαν αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες, όσον αφορά μεν στις αποδοχές αδείας, διαίρεσαν δια του 3 για να βρουν έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, και όσον αφορά το επίδομα αδείας, το μέσο όρο του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν με διαφορετικό διαιρέτη ο καθένας για κάθε έτος το δε πηλίκο αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών. Με τον τρόπο αυτόν προσδιόρισαν τις αναφερόμενες στην αγωγή διαφορές αποδοχών και επιδόματος αδείας που δεν τους είχε ακόμη καταβάλει η εναγομένη εργοδότρια και ακολούθως αιτήθηκαν μετά το περιορισμό μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό με βάση τη σύμβαση εργασίας την επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας για τα έτη 2003, 2004, 2005 και 2006 και επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2005 και 2006. Ειδικότερα αιτήθηκαν για διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόµατος αδείας για τα έτη από Οκτώβριο 2003 έως και το έτος 2006 συνολικού ύψους: 24.285,43 ευρώ ο πρώτος ενάγων, 24.124,17 ευρώ, ο δεύτερος ενάγων, 26.000,75     ευρώ ο τρίτος ενάγων, 17.109,58 ευρώ ο τέταρτος ενάγων, 26.200,51 ευρώ ο πέµπτος ενάγων, 11.674,89 ευρώ ο έκτος ενάγων και 17.517,70 ευρώ ο έβδοµος ενάγων, τα αναλυτικώς υπολογιζόµενα (στην αγωγή) αφενός µεν να αναγνωριστεί, αφετέρου δε να υποχρεωθεί η εναγόµενη να τους καταβάλει µε το νόµιµο τόκο από τότε που κάθε επιµέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από τη επίδοση της αγωγής τις αντίστοιχες µισθολογικές διαφορές των αποδοχών αδείας και του για το ανωτέρω χρονικό διάστηµα και το έτος 2006. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή, κατά την κύρια βάση της, είναι ορισμένη και νόμιμη, έκανε εν μέρει δεκτή αυτήν κι ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα αφενός υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες (διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας), στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 11.841,79 ευρώ, β) στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 11.728,14 ευρώ, γ) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό 11.995,59 ευρώ, δ) στον τέταρτο ενάγοντα το 11.973,23 ευρώ, ε) στον πέµπτο ενάγοντα, το ποσό των 11.967,48 ευρώ, στ) στον έκτο ενάγοντα το ποσό των 11.674,89 ευρώ, και ζ) στον έβδοµο ενάγοντα, το ποσό των 11.502,63 ευρώ, αφετέρου αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει: α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 12.443,64 ευρώ, β) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 7.867,44 ευρώ, γ) στον τρίτο ενάγοντα των 14.005,16 ευρώ, δ) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 5.136,34 ευρώ, ε) στον πέμπτο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των 5.621,47 ευρώ, και στ) στον έβδοµο ενάγοντα, το συνολικό ποσό 6.015,08 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο η εναγομένη ανώνυμη εταιρία, όσο και οι 2ος και 5ος των εναγόντων με τις υπό κρίση εφέσεις τους, για τους αναφερόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν εναγομένη εκκαλούσα να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή, κατά τους δε 2ο κα 5ο των εναγόντων να γίνει δεκτή ως προς αυτούς στο σύνολό της.

Από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (Ολ.ΑΠ 26/2007 ΕλλΔνη 2007.1010, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε, αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση, όμως, περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε.), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο  και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 §§ 1, 2 και 2 §§ 1, 2 του Ν.Δ 3789/1957 (το οποίο δεν κατάργησαν οι Ν. 1876/1990 και 1767/1988, περιόρισαν, όμως, σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του) προκύπτει, ότι οι Κανονισμοί Εργασίας, που καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του ως άνω Ν.Δ, με το οποίο τα θέμα των Κανονισμών Εργασίας ρυθμίζεται με τρόπο ενιαίο για όλες τις επιχειρήσεις κλπ. ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους ή από το σε ποιόν ανήκουν (Δημόσιο, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου κλπ., το δίκαιο δηλαδή που εισάγεται με αυτό είναι γενικό και αποκλειστικό για τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις κλπ. που υπάγονται στις διατάξεις του) έχουν κανονιστική νομική φύση, δηλαδή ισχύ ουσιαστικού (όχι, όμως, και τυπικού) νόμου και η θέσπισή τους αποτελεί άσκηση «νομοθετικής» εξουσίας από την πλευρά του εργοδότη που απορρέει από την εξουσιοδότηση του Ν.Δ 3789/1957. Σκοποί δε του ως άνω Ν.Δ, σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση του, είναι η εξασφάλιση δίκαιων όρων, ομοιομορφίας, ενιαίας κατεύθυνσης, δίκαιης πειθαρχικής εξουσίας και ίσης μεταχείρισης για τους μισθωτούς, οι σκοποί δε αυτοί μπορούν να επιτευχθούν μόνο με γενικές κανονιστικές διατάξεις, η ισχύς των οποίων δεν μπορεί να εξαρτάται από επιμέρους συμβατικούς ορισμούς. Οι αναγκαστικού δικαίου, όμως, διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου, διατάξεων Κανονισμών Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία του Ν.Δ 3789/1957, ανεξάρτητα από την τυχόν πρόβλεψη παλαιοτέρων αυτού νόμων της δυνατότητας της κατ΄εξουσιοδότηση αυτών κατάρτισης τέτοιων κανονισμών. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας (Ολ.ΑΠ 5/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων, πρέπει να αναφερθούν τ΄ακόλουθα : 1) Γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζομένους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ΄ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ΄αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις, που περιλαμβάνει, διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με – την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούτο, εάν απασχολείτο στην «υπόχρεη» (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος «υποκείμενη») επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 4547/1966) στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ.). Επίσης κατά την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, για τον κατ’ αποκοπή ή κατ΄ άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές, τις οποίες δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζόμενων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ημερήσιων αποδοχών του επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών που περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα σ` αυτόν άδεια. Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 «οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ΄ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με-τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 υπ` αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ. 1 Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 Ν. 1082/1980 και 2 των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων «περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων», προκύπτει ότι ως «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις «τακτικές αποδοχές» που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές, που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές μεταξύ άλλων η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου. Ενόψει των ανωτέρω και δη της εννοίας των «τακτικών» ή «συνήθων» αποδοχών (που περιλαμβάνουν, όπως προαναφέρθηκε, τν συμβατικό ή νόμιμο μισθό ή ημερομίσθιο, καθώς και όλες γενικά τις ως άνω προσαυξήσεις, επιδόματα κ.λπ.), με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, για τον προσδιορισμό αυτών λαμβάνονται υπόψη, πέραν του βασικού μισθού ή ημερομισθίου, οι πρόσθετες ως άνω παροχές του χρονικού διαστήματος από τη λήψη της προηγουμένης αδείας (Ολ.ΑΠ 16/2011 ΕλλΔνη 2011.1329, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399, Εφ.Αθ. 702/2008 ΕλλΔνη 2008.555). 2) Με την 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι- εργασίας- και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμου και έκτακτου), που συνδέεται  με τον ΟΛΠ (και ήδη την εταιρεία Ο.Λ.Π. Α.Ε) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθ. 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός αυτός, καταρτισθείς και εγκριθείς υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του Ν.Δ 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με την προαναφερθείσα έννοια, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής και δη σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες Σ.Σ.Ε : (i) Σύμφωνα με το άρθ. 35 παρ. 1 οι αποδοχές αδείας (και κατ` επέκταση και το μαζί μ` αυτές καταβαλλόμενο επίδομα) ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησης του, όπως δε διευκρινίζεται στη συνέχεια ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των (μονίμων) εργατών (με τον αυτό τρόπο υπολογίζονται οι αποδοχές αυτές και για τους εκτάκτους) λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο (και προκειμένου για εργάτες, που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων, το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται, κατά τη διάταξη αυτή, η  επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά την μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη της αδείας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζομένους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους  Απασχολουμένους  στις γερανογέφυρες) ή λόγω  άλλων  προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτόν αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. (ii) To ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών κλπ. αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρων 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ. 1), είναι δε αυτές α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαίθριων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τη φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Η αμοιβή δε για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί (άρθ. 27) και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθ. 12 παρ. 1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθ. 23 παρ. 1 (iii) Κατ΄άρθρο 30 παρ. 1 το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες, για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό, που καταβάλλεται στους μονίμους εργάτες, που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί δηλαδή το «ασφαλιστικό» ημερομίσθιο το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλ΄αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις  κομιστικές εργασίες. Τέλος, με τα άρθρα τέταρτο παράγραφος 3 και πέμπτο εδ. ε΄ του Ν. 2668/1999, με τον οποίο το μέχρι τότε ΝΠΔΔ, με την επωνυμία Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950 κλπ.), μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία» (Ο.Λ.Π Α.Ε), ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά τη μετατροπή αυτή, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/20-6-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ” εξουσιοδότηση των άρθρων τετάρτου, δωδεκάτου και δεκάτου τρίτου του ως άνω Ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της Ο.Λ.Π Α.Ε (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, άρθ. 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ΄ αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της εν λόγω εταιρίας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθ. 5§§1α, 2, 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται δηλαδή παραπομπή και στον Α.Ν. 539/1945), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρία αυτή και τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού (Ολ.ΑΠ 5/2011 ό.π., ΑΠ415/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/2017, ΑΠ 1171/2014, ΑΠ 1172/2014,ΑΠ 1173/2014, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, όμως, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην ως άνω νομική σκέψη, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες (πρώτο) κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, διότι αυτοί, κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου, ζητούν μη νομίμως την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, δηλαδή υπολογίζουν τις αποδοχές αδείας, που ισχυρίζονται ότι τους οφείλονται, με βάση τις πλήρεις αποδοχές τους (ήτοι τις αποδοχές τις προκύπτουσες από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης), αλλά μόνο του τελευταίου τριμήνου πριν από τη λήψη της αδείας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, προβαίνοντας έτσι, κατά τη σύγκριση των αποδοχών αδείας ως μίας ενότητας, σε ανεπίτρεπτη επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή (ήτοι από τη γενική εργατική νομοθεσία και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945) και άλλου τμήματος αποδοχών από διαφορετική πηγή (ήτοι από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 35 αυτού). Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (ως ρυθμιστικών παραγόντων της εργασιακής σχέσης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (και, στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945, ως αναγκαστικού δικαίου διάταξη της κοινής εργατικής νομοθεσίας, είναι ανώτερης βαθμίδας, σε σχέση με την έχουσα ισχύ ουσιαστικού νόμου διάταξη του άρθρου 35 του  Κανονισμού  Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς), οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών.

Νομικά αβάσιμη κρίνεται η αγωγή και ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες (δεύτερο) κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, γιατί, ναι μεν ζητούν να υπολογισθεί αυτό μόνο με βάση τις διατάξεις τις γενικής εργατικής νομοθεσίας (αρθρ. 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966),  όμως, τα ποσά, που αναφέρονται στην αγωγή ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας, και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος, δεν εμπίπτουν στο σύνολό τους στην ως άνω εκτεθείσα έννοια των τακτικών-συνήθων αποδοχών,  καθόσον περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές, ενόψει του ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο ρηθείς Κανονισμός προβλέπει, για την ΄΄επί αποδόσει’’ και ‘’επί ημερομισθίω΄΄ αμοιβή, και έκτακτες αμοιβές, για δε το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» προβλέπει, επίσης, και βασικό ημερομίσθιο για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισθείσας εργασίας (ουδόλως διευκρινίζουν οι ενάγοντες εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους, επί των οποίων υπολογίζουν το ένδικο επίδομα, είναι τακτικές-συνήθεις υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα εάν, προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα, ώστε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Έτσι, δηλαδή, όπως οι αιτούμενες από τους ενάγοντες αξιώσεις των διαφορών επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένες, σύμφωνα με την εργατική μεν νομοθεσία αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προκύπτει “από την απόδοση” και την “επικρατέστερη απασχόληση”, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, προβαίνουν οι ενάγοντες σε σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε. Επιπροσθέτως, η αγωγή είναι απορριπτέα και για τον περαιτέρω λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμειβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, πρέπει πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δύο προαναφερόμενες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Δηλαδή, πρέπει πρώτα να παραθέσουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους, αφενός τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του ρηθέντος Κανονισμού, ήτοι να παραθέσουν τις αξιώσεις τους με βάση το “βασικό ημερομίσθιο, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της “επικρατέστερης απασχόλησης αυτών” κατά το τελευταίο προ της χορήγησης της αδείας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, αφετέρου δε να παραθέσουν τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους, υπό την έννοια που προεκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο) και αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους να ανευρεθεί η ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, που θα ήταν και η εφαρμοστέα (ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416/2017, ΑΠ417/2017, ο.π, Εφ.Πειρ.738/2017, αδημ., Εφ.Πειρ.278,279,280,283,284,286,312,355,356/2016,Εφ.Πειρ.683/201,Εφ. Πειρ. 628/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν ήτοι δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, πρέπει συνεπώς α) να γίνει δεκτή η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../7.9.2010 έφεση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» ως και κατ΄ουσία βάσιμη, κατά το λόγο της περί κακής εφαρμογής του νόμου, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ ουσία (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), να απορριφθεί η αγωγή, ως μη νόμιμη στο σύνολό της και β) να απορριφθεί ως κατ΄ουσία αβάσιμη η από 12-4-2009 και η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../13.9.2010 έφεση του δευτέρου και πέμπτου ενάγοντος. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, διότι κατά την κρίση του δικαστηρίου, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιµωλία των διαδίκων, τις  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./7.9.2010 έφεση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./13.9.2010 έφεση του δευτέρου και πέμπτου ενάγοντος κατά της με αριθμό 3760/21.6.2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών  επί της με αριθμό καταθέσεως …/27.4.2009 αγωγής

Δέχεται τυπικά αυτές.

Απορρίπτει κατ΄ουσία τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./13.9.2010 έφεση του δευτέρου και πέμπτου ενάγοντος

Δέχεται κατ΄ουσία τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./7.9.2010 έφεση

Εξαφανίζει τη με αριθμό 3760/21.6.2010 οριστική απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της ……/27.4.2009 αγωγής

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  5η Νοεμβρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις  9 Νοεμβρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ