Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 671/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

671/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρ­θρου 46 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ, σε περίπτωση καθ’ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας, η απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία κηρύσσεται αναρμόδιο και παραπέμπει την εκδίκαση της υπόθεσης στο καθ’ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, όταν καταστεί τελεσίδικη είναι υποχρεωτική τόσον ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσον και ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Από την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία αποσκοπεί προεχόντως στην αποφυγή αρνητικής σύγκρουσης της αρμοδιότητας και έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων στην περίπτω­ση όπου παράλληλα με τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής ασκούσε κάποιος από τους διαδίκους έφεση κατά της απόφασης του παραπέμψαντος δικαστηρίου, συνάγεται ότι εάν η υπόθεση εισαχθεί προς συζήτη­ση ενώπιον του δικαστηρίου παραπομπής πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος, απλώς και μόνο δεν υφίσταται δέσμευση του Δικαστηρίου προς το οποίο γίνεται η παραπομπή, έχοντας τούτο τη δυνατότητα να δικάσει την υπόθεση, ή εφόσον κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, να την αναπέμψει στο δικαστήριο που του την παρέπεμψε, ή και να την παραπέμψει περαιτέρω σε τρίτο δικαστήριο (βλ. σχετ. ΕφΛαρ 92/2016 Δικογραφία 2016.415, ΕφΕυβ 37/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 168/2012 ΕΠΟΛΔ 2012.371, ΕφΑθ 513/1997 ΕλλΔνη 1997.1604, ΕφΚρητ 502/1991 Αρμ.1992.743). Η παραπεμπτική απόφαση είναι οριστική και υπόκειται σε έφεση (άρθρο 513 παρ.1α΄του ΚΠολΔ), πλην όμως, τόσο η προθεσμία, όσο και η άσκηση της έφεσης αναστέλλουν μόνον τη δεσμευτικότητα της διαπλαστικής ενέργειας της εν λόγω απόφασης και όχι τη μετάθεση της εκκρεμοδικίας ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, που γίνεται αυτομάτως με την έκδοση της απόφασης αυτής. Συνεπώς, η δέσμευση του δικαστηρίου, στο οποίο γίνεται η παραπομπή, από την τελεσίδικη απόφαση παραπομπής, δεν αποκλείει, χωρίς να δημιουργεί δικονομικό απαράδεκτο, την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο παραπομπής, στο οποίο αυτοδικαίως έχει μετατεθεί η εκκρεμοδικία, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης παραπομπής (ΕφΠειρ 59/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η κλήση προς συζήτηση, που γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης, δεν είναι απαράδεκτη, αλλ’απλώς το δικαστήριο αυτό δε δεσμεύεται να δεχθεί την ύπαρξη της αρμοδιότητάς του, έχοντας τη δυνατότητα να δικάσει την υπόθεση, ή εφόσον κρίνει ότι είναι αναρμόδιο να την αναπέμψει παραπέρα σε τρίτο δικαστήριο. Η απόφαση παραπομπής μετά την τελεσιδικία της δεσμεύει κατά την παρ.2 της εν λόγω διάταξης το δικαστήριο, στο οποίο παρέπεμψε την υπόθεση, μόνον ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Κατά τα λοιπά όμως, η απόφαση αυτή ουδεμία άλλη δέσμευση δεν παράγει για το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο κρίνει αδέσμευτα επί της αγωγής, και δη ως προς το ορισμένο ή ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο αυτής και κατά την προσήκουσα διαδικασία (ΕφΛαρ 69/2019 δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ.Σ.Α. Ισοκράτης). Στην προκειμένη περίπτωση επί της από από 3.10.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/19.10.2016) αγωγής του ενάγοντος, ασκηθείσας σε βάρος του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος αρχικά ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 7210/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε αυτό λειτουργικά αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής, λόγω της φύσης της επίδικης διαφοράς ως ναυτικής, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 51 παρ.3 περ.Α΄- Β΄εδαφ.β΄του ν.2172/1993, και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατ’ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 46 του ΚΠολΔ, για να συζητηθεί ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως το καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο η αγωγή εισήχθη προς συζήτηση με την από 18.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ…………./24.7.2018) κλήση του ενάγοντος. Το ανωτέρω Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, εξέδωσε, ερήμην του εναγομένου, την υπ’αρθμ.784/2019 οριστική απόφασή του, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, λόγω του συναγομένου εκ της ερημοδικίας του εναγομένου τεκμηρίου ομολογίας των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική της βάση. Σε βάρος της απόφασης αυτής ο εναγόμενος, ως ερήμην δικασθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, άσκησε την κρινόμενη έφεση, ζητώντας, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο εφετήριο λόγους, με τους οποίους. μεταξύ άλλων, προβάλλει αιτιάσεις επί της ουσίας της αγωγής, αρνητικές της βασιμότητάς της, την καθολική εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με σκοπό την αναδίκαση της υπόθεσης και την παραδοχή της αγωγής του, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά κατωτέρω. Και ναι μεν στην κρινόμενη περίπτωση η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση στο ανωτέρω δικαστήριο της παραπομπής με κλήση του ενάγοντος και το εν λόγω δικαστήριο επιλήφθηκε της υπόθεσης προ της τελεσιδικίας της παραπεμπτικής απόφασης, η οποία, όπως αναφέρθηκε, είναι οριστική και υπόκειται σε έφεση (εκ της δικογραφίας δε συνάγεται το αντίθετο, ήτοι ότι έχει επιδοθεί η απόφαση αυτή στον εναγόμενο, ώστε να εκκινήσει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ για την άσκηση έφεσης σε βάρος της παραπεμπτικής απόφασης, και ότι η προθεσμία αυτή έχει παρέλθει άπρακτη, ούτε βέβαια κατά την εισαγωγή της υπόθεσης στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είχε παρέλθει η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ιδίου Κώδικα καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση του ένδικου αυτού μέσου), πλην όμως εξ αυτού του λόγου δε δημιουργείται δικονομικό απαράδεκτο της κλήσης προς εισαγωγή της αγωγής για συζήτηση στο ως άνω δικαστήριο της παραπομπής, αλλ’απλώς το δικαστήριο αυτό δε δεσμευόταν να δεχθεί την ύπαρξη της αρμοδιότητάς του, ως θα συνέβαινε εάν η παραπεμπτική απόφαση είχε ήδη καταστεί τελεσίδικη (όπως έχει ήδη αναφερθεί κατά τα λοιπά η παραπεμπτική απόφαση ουδεμία άλλη δέσμευση παράγει για το δικαστήριο της παραπομπής, ει μη μόνον ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που παρέπεμψε, όσο και ως προς την αρμοδιότητα του ίδιου του δικαστηρίου, στο οποίο γίνεται η παραπομπή), έχοντας σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να δικάσει την υπόθεση, κρίνοντας αδέσμευτα επ’αυτής, και δη ως προς το ορισμένο, και ως προς το νόμω και το ουσία βάσιμο, όπερ και έπραξε, ή εφόσον έκρινε ότι είναι αναρμόδιο να την αναπέμψει στο δικαστήριο που την παρέπεμψε, ή να την παραπέμψει περαιτέρω σε τρίτο δικαστήριο, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Επομένως, ορθά στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιλήφθηκε της εκδίκασης της υπόθεσης πριν ακόμη τελεσιδικήσει η ως άνω παραπεμπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία παραπέμφθηκε στο πρώτο η αγωγή για να συζητηθεί, ως το καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο δικαστήριο, λόγω της φύσης της καταγομένης με αυτήν προς κρίση διαφοράς ως ναυτικής, και ως εκ τούτου τα αντίθετα που υποστηρίζει ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του είναι αβάσιμα και πρέπει ν’απορριφθούν.

Κατά το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011: “Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως”. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μιας και μοναδικής συζήτησης και έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας ανακοπής ερημοδικίας. Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η “τυπική” παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 του ΚΠολΔ, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 546/2014, ΑΠ 1015/2005), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 495/2017). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή τα διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης (ΑΠ 579/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Πλέον ειδικότερα, πό τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 44 του ν.3994/13.7.2011, συνάγεται, ότι και υπό τη νέα της διατύπωση, που αποτελεί ουσιαστικά επαναφορά της διάταξης του ως άνω άρθρου 528, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 16 παρ.4 του ν.2915/2001 (βλ. Εισηγητική έκθεση του ν.3994/2011 σε ΚΝοΒ 59.1723) η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της έφεσης εκ μέρους του διαδίκου που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην, έχει ως συνέπεια την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι η έφεση λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την αναδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά (ΑΠ 907/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), και το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης, χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προβάλλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 907/2014, ΑΠ 1075/2013, Εφ.Αθ. 2120/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 2004.1078, ΕφΑθ 5224/2003 ΕλλΔνη 2004.555, ΕφΔωδ 19/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος) πάντοτε μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (ΜονΕφΑθ 361/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφάνισης της απόφασης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δενερευνά αν ο λόγος της έφεσης είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος [βλ. ΑΠ 1140/2008 Δ 40 (2009). 187, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 866/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 8 (2008).52, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 2005.1100], έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (βλ. ΑΠ 1040/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 394/2011 ΝοΒ 2011.2171, ΑΠ 251/2009 Δ.2009.996, ΑΠ 1906/2008 ΝοΒ 2009.927, ΑΠ 1140/2008 ό.π, ΜονΕφΑθ 236/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω η κρινόμενη έφεση  του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της υπ’αριθμ. 784/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του ανωτέρω εκκαλούντος, επί της στρεφομένης κατ’αυτού από 3.10.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/19.10.2016) αγωγής του εφεσιβλήτου, αρχικά ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο με την υπ’αριθμ.7210/2018 απόφασή του κήρυξε εαυτό λειτουργικά αναρμόδιο προς εκδίκασή της, λόγω της φύσης της με αυτήν καταγομένης προς κρίση διαφοράς ως ναυτικής, και παρέπεμψε την υπόθεση στο προαναφερθέν Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο και εισήχθη για να συζητηθεί με την από 18.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ…………/24.7.2018) κλήση του ενάγοντος κατά τα προεκτεθέντα, διώκουσας (της αγωγής) την αναγνώριση της υποχρέωσης του εναγομένου, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος αυτής στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, προς καταβολή χρηματικής αποζημίωσης, συνολικού ποσού 99.300 ευρώ, για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας, που υπέστη ο ενάγων λόγω της υπαίτιας παράβασης από τον εναγόμενο, ως εργολάβο, της παρεπομένης της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης έργου υποχρέωσής του διαφύλαξης από κινδύνους κλοπής του φουσκωτού σκάφους και των δύο εξωλέμβιων κινητήρων, κυριότητας του ενάγοντος, που περιήλθαν στην κατοχή του επ’ευκαιρία της εκτέλεσης του μεταξύ τους συμφωνηθέντος έργου (επισκευή των κινητήρων και τοποθέτησή τους στο σκάφος), και εκλάπησαν από άγνωστο δράστη από το χώρο του υποκαταστήματος της ατομικής επιχείρησής του (του εναγομένου) στο …. Αττικής, όπου του παραδόθηκαν από τον ενάγοντα προς διενέργεια των εργασιών επισκευής, της αιτουμένης αποζημίωσης ισόποσης με το άθροισμα της εμπορικής αξίας των κλαπέντων κινητών πραγμάτων (σκάφους και κινητήρων), πλέον τόκων, και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, λόγω του συναγομένου εκ της ερημοδικίας του εναγομένου τεκμηρίου ομολογίας των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση αυτού να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό των 99.300 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/ 11.4.2019), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στον εναγόμενο, και ήδη εκκαλούντα, που έλαβε χώρα, με την επιμέλεια του ενάγοντος, στις 12.3.2019, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……/12.3.2019 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας …………., ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο του ενδίκου μέσου, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, παραδεκτά δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος καθ’ύλην και κατά τόπον, αλλά και λειτουργικά αρμοδίου δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή. Λεκτέον στο σημείο αυτό ότι η έφεση κατά το σκέλος του  δευτέρου λόγου της, με το οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις εν γένει αποδείξεις, είναι απορριπτέα, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ανωτέρω Δικαστήριο δεν προέβη σε εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που προσεκόμισε ο ενάγων, για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αλλά δέχθηκε αυτήν και ως κατ’ουσίαν βάσιμη διότι, συνεπεία της ερημοδικίας του εναγομένου, οι πραγµατικοί ισχυρισµοί του ενάγοντος τεκµαίρονται οµολογηµένοι, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ένσταση, που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, κατ’εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 271 παρ.3 και 352 του ΚΠολΔ.  Περαιτέρω, αφού η έφεση ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην, πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, καθώς με την έφεση αυτή, κατ’εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο στο σύνολό τους των προβαλλομένων με το δεύτερο λόγο του εφετηρίου αιτιάσεων, ο εκκαλών/εναγόμενος αρνείται ουσιαστικά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος επί της ουσίας της υπόθεσης, όσον αφορά ειδικότερα την υπαιτιότητά του για την κλοπή από το χώρο της επιχείρησής του των παραδοθέντων σ’αυτόν από τον ενάγοντα φουσκωτού σκάφους μετά των δύο κινητήρων του, προς εκτέλεση του μεταξύ τους συμφωνηθέντος έργου, αλλά και την αξία των κλαπέντων πραγμάτων, και συνακόλουθα το ύψος της προκληθείσης εκ της επισυμβάσας κλοπής περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος, με το οποίο συνέχεται αναγκαστικά το ποσό της αιτουμένης ν’αναγνωρισθεί ότι οφείλεται να του καταβληθεί αποζημίωσης, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το εσφαλμένο διατακτικό της, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και επανεξετασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η αγωγή, πλήττεται δηλαδή, η πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της, και, επομένως, πρέπει να εξαφανισθεί εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ήτοι εν προκειμένω ολοσχερώς, της διάταξης της δικαστικής δαπάνης κατά νομική αναγκαιότητα συμπεριλαμβανομένης. Κατ’ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικασθεί εξαρχής και να διερευνηθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολό της από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας (άρθρα 533 παρ.1 και 535 παρ.1 του ΚΠολΔ). Τέλος, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στο νικήσαντα εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ). Και τούτο διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το  παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ένδικου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’αυτόν (ΑΠ 532/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Από τις διατάξεις των άρθρων 681 επ. του ΑΚ, με τις οποίες ρυθμίζεται η σύμβαση μίσθωσης έργου, απορρέουν για τον εργολάβο, εκτός από την κύρια υποχρέωση της προσήκουσας εκτέλεσης του έργου και παρεπόμενες υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνη της φύλαξης των πραγμάτων του εργοδότη που περιήλθαν στην κατοχή του επ’ευκαιρία της εκτέλεσης του έργου. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 698 του ΑΚ, “ο εργολάβος φέρει τον κίνδυνο του έργου ωσότου γίνει η παράδοσή του”, “ο δε εργοδότης φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής και χειροτέρευσης του υλικού που είχε δώσει”. Κατά τις διατάξεις αυτές, ο κίνδυνος αναφέρεται στην καταστροφή, απώλεια ή χειροτέρευση του έργου ή των πραγμάτων του εργοδότη. Επομένως, εάν πριν παραδοθεί το έργο στον εργοδότη κλαπεί σχετικό με το έργο πράγμα του τελευταίου, συντρέχει περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής εκ μέρους του εργολάβου και δημιουργεί, εφόσον η κλοπή οφείλεται σε υπαιτιότητά του (ΑΚ 330), υποχρέωση αποζημίωσης κατά την ΑΚ 382, η οποία περιλαμβάνει το θετικό διαφέρον για την προκληθείσα σ’αυτόν ζημία. Τέλος, κατά το άρθρο 332 ΑΚ εδαφ. α΄του ΑΚ, “άκυρη είναι κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια”. Από τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι απαλλαγή ή περιορισμός της ευθύνης μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί μόνο για ελαφρά αμέλεια. Η απαλλαγή ή ο περιορισμός γίνεται με σύμβαση. Τούτο διότι ο αντισυμβαλλόμενος του απαλλασσομένου είναι απαραίτητο να γνωρίζει ότι, αφενός συμφωνείται ρήτρα περί απαλλαγής, αφτέρου δε ότι αναλαμβάνει κινδύνους (ΑΠ 491/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Πλέον ειδικότερα από την από τα άρθρα 681 επ. του ΑΚ ρυθμιζόμενη σύμβαση μίσθωσης έργου απορρέουν για τον εργολάβο, πέραν των αμέσως από το νόμο προβλεπομένων κυρίων η παρεπομένων υποχρεώσεων, και παρεπόμενες υποχρεώσεις, οι οποίες απορρέουν και αποτελούν εκδήλωση της διέπουσας ολόκληρο το δίκαιο αρχής της καλής πίστης. Στην τελευταία αυτή κατηγορία παρεπομένων υποχρεώσεων του εργολάβου περιλαμβάνεται και η υποχρέωση αυτού προς διαφύλαξη από κινδύνους κλοπής των κινητών πραγμάτων του εργοδότη, τα οποία περιέρχονται στην κατοχή του επ’ευκαιρία της εκτέλεσης του συμφωνηθέντος έργου. Η εκ μέρους του εργολάβου παράβαση της ανωτέρω παρεπόμενης υποχρέωσής του, εφόσον έχει ως αποτέλεσμα την κλοπή του επισκευαζόμενου πράγματος του εργοδότη, συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της παροχής του και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση κατ’άρθρο 382 του ΑΚ, η οποία περιλαμβάνει το θετικό διαφέρον του εργολάβου για την προσγενομένη σ’αυτόν ζημία. Στην τελευταία περίπτωση η επίκληση εκ μέρους του εναγομένου, προς απαλλαγή του, γεγονότος για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, αποτελεί νόμιμη καταλυτική της αγωγής ένσταση, και γι’αυτό αν προβάλλεται άρνηση αυτής από τον ενάγοντα, υποχρεούται κατά νόμο ο εναγόμενος να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν τη βάση της ένστασης αυτής (ΑΠ 115/1998 ΕΝΔ 27.171, ΕφΠειρ 82/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕΠ 293/2003 ΕΝΔ 31.191, ΕΠ 207/1987 ΕΝΔ 15.247, ΕΠ 703/1982 ΝοΒ 30.1299, ΕΠ 1063/1981 ΕΝΔ 10,42 επ.). Στην ανωτέρω περίπτωση, στην οποία η υποχρέωση διαφύλαξης δεν αποτελεί την κύρια υποχρέωση, απορρέουσα για τον εργολάβο από μία σύμβαση παρακαταθήκης, συναφθείσης μεταξύ αυτού και του εργοδότη, αλλ’απλώς την παρεπόμενη υποχρέωση, την απορρέουσα από μία σύμβαση μίσθωσης έργου, δεν υπάρχει η υπό των άρθρων 822 επ. του ΑΚ ρυθμιζόμενη σύμβαση παρακαταθήκης και δε δύναται να γίνει λόγος περί εφαρμογής των σχετικών διατάξεων, όχι μόνον άμεσα, αλλ’ούτε και κατ’αναλογίαν (ΕφΑθ 200/2008 ΕλλΔνη 2008.929, ΕφΑθ 213/2008 ΕλλΔνη 2008.833, ΕφΑθ 6513/1985 ΝοΒ 1986.226).

Ο ενάγων με την από 3.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./19.10.2016) αγωγή του, επικαλούμενος ότι δυνάμει σύμβασης έργου, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και του εναγομένου, ο τελευταίος ανέλαβε την αντί αμοιβής υποχρέωση επισκευής των δύο εξωλέμβιων κινητήρων του φουσκωτού σκάφους, κυριότητάς του (του ενάγοντος), που αναλυτικά περιγράφονται στο δικόγραφο, ότι τα ανωτέρω σκάφος και κινητήρες, που απέκτησε με αγορά από τους προηγούμενους κυρίους (το σκάφος από τον κατασκευαστή του), παραδόθηκαν προς το σκοπό αυτό στο υποκατάστημα της ατομικής επιχείρησης του εναγομένου στο ……….. Αττικής, καθώς και ότι ο εναγόμενος, εργολάβος ων, υπαιτίως παρέβη την απορρέουσα από την εν λόγω σύμβαση και την καλή πίστη παρεπόμενη υποχρέωσή του διαφύλαξης των ως άνω κινητών πραγμάτων, που περιήλθαν στην κατοχή του για την εκτέλεση του συμφωνηθέντος έργου, από κινδύνους κλοπής, μη λαμβάνοντας από αμέλεια όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα ασφαλείας και προστασίας του χώρου της επιχείρησής του, καθώς αυτά αφαιρέθηκαν από τις εγκαταστάσεις του από άγνωστο δράστη με πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης, και ενώ είχαν ολοκληρωθεί οι συμφωνημένες εργασίες επισκευής των κινητήρων, οι οποίοι είχαν τοιουτοτρόπως καταστεί πλήρως λειτουργικοί, και κατάλληλοι προς χρήση στο σκάφος, και αυτός είχε ήδη εισπράξει την αμοιβή του για τη διενεργηθείσα επισκευή, καθώς και την αξία των χρησιμοποιηθέντων ανταλλακτικών, και δεν έχουν έκτοτε ανευρεθεί παρά τις έρευνες των επιληφθέντων αστυνομικών οργάνων, σύμφωνα με τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα, με αποτέλεσμα να υποστεί, λόγω της πλημμελούς εκπλήρωσης από τον αντισυμβαλλόμενό του της συμβατικής αυτής υποχρέωσής του, θετική περιουσιακή ζημία, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την ως άνω ενδοσυμβατική ευθύνη του αντιδίκου του, ειδικότερα συνιστάμενη (η ζημία αυτή) στο άθροισμα της κατά το χρόνο του συμβάντος πραγματικής εμπορικής (αγοραίας) αξίας απάντων των κλαπέντων περιουσιακών του στοιχείων, το οποίο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 99.300 ευρώ, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αγωγικού αιτήματος στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και διόρθωσης του ως άνω ποσού κατόπιν ορθού μαθηματικού υπολογισμού του (εμφιλοχώρησε λάθος κατά την εξαγωγή του αθροίσματος της αξίας του σκάφους και των δύο κινητήρων), με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό προτάσεις του, ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει το προαναφερθέν ποσό των 99.300 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της προσγενομένης σ’αυτόν περιουσιακής ζημίας από την προεκτεθείσα αντισυμβατική συμπεριφορά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 297, 298, 330, 346, 382, 681 και 698 του ΑΚ, και 70 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ.  Πρέπει, επομένως, ν’ερευνηθεί περαιτέρω από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, μη απαιτουμένης της καταβολής του αναλογούντος στο αντικείμενό της τέλους δικαστικού ενσήμου λόγω τη τροπής του κύριου αγωγικού αιτήματος εν όλω από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρο 33 του ν.4446/2016).

Με το Ν.4335/2015, προστέθηκαν οι νέες διατάξεις των άρθρων 421 έως 424 του ΚΠολΔ, με τις οποίες επιφέρονται εκτε­ταμένες μεταβολές στο δίκαιο των ένορκων βεβαιώσεων. Συγκεκριμένα, οι παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 237 και 591 του ΚΠολΔ, όπως οι τελευταίες τροποποιήθηκαν με τον ίδιο νόμο, προβλέπουν, τους εξής όρους του υποστα­τού – παραδεκτού της ένορκης βεβαίωσης: α) Κλήτευση του αντιδίκου με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύ­δει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, β) τήρηση προθεσμίας κλήτευσης δύο εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορι­σμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης, γ) πλήρες περιεχόμενο κλήσης σύμφωνα με το νέο άρθρο 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, το οποίο να διαλαμβάνει την ημερομηνία και ώρα λήψης, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα, την αγωγή ή ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύ­θυνση της κατοικίας του μάρτυρα, δ) λήψη μέχρι πέντε ένορκων βεβαιώσεων για κάθε διάδικο ενώπιον του λειτουργικά και κατά τόπο αρμόδιου οργάνου, ε) ιδιό­τητα μάρτυρα, τρίτο πρόσωπο ως προς τους διαδίκους, ικανό και μη εξαιρεθέν, στ) ορκοδοσία και ζ) εμπρόθε­σμη υποβολή της ένορκης βεβαίωσης με τις προτάσεις. Αν δεν πληρούται κάποιος από τους ανωτέρω όρους, η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη, στην δε περίπτωση ζ΄ απαράδεκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 του ΚΠολΔ και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Οι νέες διατάξεις για τις ένορκες βεβαιώσεις δεν υπάγονται σε ειδική μεταβατική διάταξη του σχετικού άρθρου 9 Ν. 4335/2015. Επίσης, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν.4335/2015, οι ρυθμίσεις των άρθρων 237 και 238 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται αποκλει­στικά επί αγωγών που ασκήθηκαν μετά την 1η.1.2016, ενώ κατά τη μεταβατική διάταξη της παρ. 4, κατά τα λοιπά οι ρυθμίσεις του νέου νόμου, εφόσον δεν ορίζεται δια­φορετικά σε επιμέρους διατάξεις, εφαρμόζονται από την 1η.1.2016. (βλ. Γιαννόπουλο/Χ.Τριανταφυλλίδη, Οι τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 στον ΚΠολΔ στο πεδίο του δικαίου της απόδειξης, ΕλλΔνη 2016.665, X. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν.4335/2015, σ.34, ΜονΕφΠειρ 185/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 533 παρ.2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει την ορθότητα της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης και όχι τον ισχύοντα κατά την κατ’έφεση δίκη νεώτερο νόμο, εκτός αν με αυτόν ορίζεται διαφορετικά ως προς την αναδρομική έναρξη της ισχύος του. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 422 του ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το Ν. 4335/2015, “Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα”. Εξάλλου από τις μεταβατικές διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο 9 του Ν. 4335/2015, ορίζεται, μεταξύ άλλων ότι:”2. Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές…. 4. Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016″. Από την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι, ως προς τις διατάξεις που διέπουν την αποδεικτική διαδικασία, η έναρξη ισχύος των τροποποιηθεισών διατάξεων είναι η 1.1.2016, αφού δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικότερη διάταξη. Επομένως στην περίπτωση που ερευνάται το παραδεκτό και νόμιμο αποδεικτικού μέσου, και δη ένορκης βεβαίωσης, η οποία προσκομίζεται το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, και ελήφθη μετά την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της θα κριθούν σύμφωνα με τις νεώτερες διατάξεις, δηλαδή σύμφωνα με τα όσα ορίζει η διάταξη του άρθρου 422 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει από 1.1.2016, και όχι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, που ρύθμιζε τις προϋποθέσεις παραδεκτού και νόμιμου των ενόρκων βεβαιώσεων (και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατ’άρθρ. 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προ της ισχύος του Ν.4335/2015, βλ. σχετ. ΑΠ 549/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά (στον πρώτο βαθμό δεν εξετάσθηκαν μάρτυρες, ούτε ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την παραπεμπτική απόφαση, ούτε ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, β) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), μη λαμβανομένης υπόψη, ως ανυπόστατης, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της προσκομιζομένης από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, και εντός της προθεσμίας της προσθήκης – αντίκρουσης, υπ’αριθμ. ……./12.11.2019 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος ……….., …….. (του εναγομένου – εκκαλούντος), ληφθείσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών . – . .., διότι στην προσκομιζόμενη από 7.11.2019 κλήση του ανωτέρω διαδίκου προς τον αντίδικό του να παραστεί κατά την εξέταση της μάρτυρος, που επιδόθηκε στον εφεσίβλητο/ενάγοντα την ίδια ημέρα, όπως προκύπτει από την επίσης προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …./7.11.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …………, δεν αναγράφεται το επάγγελμα της εν λόγω μάρτυρος, όπως απαιτείται από το νόμο για να είναι υποστατή η ένορκη βεβαίωση, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος/ενάγων, και δη από το κείμενο της παραπάνω κλήσης προκύπτει ότι η κλήση δεν έχει το αναγκαίο περιεχόμενο που προβλέπει το άρθρο 422 του ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα δεν αναφέρει το επάγγελμα της μάρτυρος, που επρόκειτο να εξετασθεί, οι δε ελλείψεις αυτές στην κλήτευση παραβιάζουν την σχετική διάταξη του άρθρου 422 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τα επίσης αναφερόμενα στην ανωτέρω  μείζονα σκέψη, και καθιστούν την παραπάνω ένορκη βεβαίωση ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, που δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο αυτό. Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων κατέστη κύριος ενός μεταχειρισμένου ταχύπλοου σκάφους, ελληνικής κατασκευής, τύπου φουσκωτού RIB, μάρκας FOST, μοντέλο RIB MATRIX 32, έτους ναυπήγησης 2014, μονής γάστρας, ανοικτού καταστρώματος, με εξωλέμβιο βενζινοκινητήρα,  υλικού κατασκευής Hypalon Neopren 1670 + F.R.P. πλαστικό, ολικού μήκους 9,8 μ., μέγιστου πλάτους 3,05 μ., ύψους 1,30 μ., και βυθίσματος 0,70 μ., με προβλεπόμενο ανώτατο αριθμό επιβαινόντων τα 10 φυσικά πρόσωπα, και με αναγνωριστικό αριθμό σκάφους …………..,  δυνάμει σύμβασης πώλησης, που συνήψε με τον κατασκευαστή του ………., ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση ναυπηγείου/κατασκευής, εμπορίας, καθαρισμού και φύλαξης φουσκωτών σκαφών στο Κορωπί Αττικής στις 10.1.2014, αντί του συνολικού ποσού των 12.000 ευρώ, του Φ.Π.Α. σε ποσοστό 23% συμπεριλαμβανομένου στο ανωτέρω ποσό του τιμήματος, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’αριθμ………/10.1.2014 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο, έκδοσης του πωλητή. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων είχε σε προγενέστερο  της αγοράς του ανωτέρω φουσκωτού σκάφους χρόνο αγοράσει δύο εξωλέμβιους κινητήρες, εργοστασίου κατασκευής YAMAHA, τύπου F350, ιπποδύναμης 350 ίππων έκαστος, έτους κατασκευής αμφοτέρων 2011, με σειριακό αριθμό …. και ……. αντίστοιχα, κατά μεν ποσοστό 51% εξ αδιαιρέτου από την προηγούμενη συγκυρία των πωληθέντων εταιρία με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην …… της Κύπρου, αντί του ποσού των 5.355 ευρώ, κατά δε το υπόλοιπο ποσοστό του 49% εξ αδιαιρέτου από τον επίσης προηγούμενο συγκύριο των κινητήρων αυτών …………….., Ρώσο υπήκοο, κάτοικο Ζακύνθου, αντί του ποσού των 5.145 ευρώ, δυνάμει των προσκομιζομένων από 24.6.2013 δύο ιδιωτικών συμφωνητικών. Επομένως, κατέβαλε στους προαναφερθέντες πωλητές για την αγορά των ανωτέρω κινητήρων το συνολικό ποσό των 10.500 ευρώ. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στα ανωτέρω ιδιωτικά συμφωνητικά αναφέρεται ότι οι εν λόγω κινητήρες «έχουν πάρει μέσα νερά, δε λειτουργούν, είναι αποσυναρμολογημένοι σε κούτες και χρήζουν επισκευής». Στις 10.1.2014 ο ενάγων μετέφερε το ανωτέρω νεοαποκτηθέν σκάφος και τους δύο εξωλέμβιους κινητήρες, τους οποίους επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει για την κίνηση του σκάφους του αυτού, αλλά δεν ήταν λειτουργικοί στην κατάσταση που τους αγόρασε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στο υποκατάστημα της ατομικής επιχείρησης, που διατηρεί ο εναγόμενος στο …. Αττικής (επί της οδού …………) με αντικείμενο την πώληση, επισκευή και συντήρηση σκαφών αναψυχής, λέμβων και μηχανών θαλάσσης, καθώς και την πώληση ναυτιλιακών ειδών, προκειμένου αυτός να διενεργήσει στους ως άνω κινητήρες, αντί αμοιβής, όλες τις απαραίτητες εργασίες επισκευής και αποκατάστασης, ώστε να καταστούν πλήρως λειτουργικοί και κατάλληλοι για την κατά προορισμό χρήση τους, και συγκεκριμένα να τους συναρμολογήσει, και αφού προβεί σε μηχανικό έλεγχο αυτών και αντικαταστήσει τα βλαβέντα μέρη τους με τα απαιτούμενα καινούρια ανταλλακτικά, να τους τοποθετήσει/προσαρμόσει στη συνέχεια στο σκάφος, ούτως ώστε να καταστεί αυτό ασφαλές και αξιόπλοο, καταρτισθείσης, επομένως, μεταξύ τους σύμβασης έργου με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, σε εκτέλεση της οποίας ο ενάγων παρέδωσε τα εν λόγω κινητά πράγματα, κυριότητάς του, στον εναγόμενο προς εκπλήρωση από τον τελευταίο της ως άνω συμβατικά αναληφθείσας υποχρέωσής του, τα οποία και παραλήφθηκαν απ’αυτόν και εναποτέθηκαν προς τούτο στο χώρο της επιχείρησής του, περιελθόντων, τοιουτοτρόπως, στην κατοχή του, ως εργολάβο, για την εκτέλεση του συμφωνηθέντος έργου. Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι διά της κατάρτισης της ανωτέρω σύμβασης, ο εναγόμενος ανέλαβε ως εργολάβος, πέραν της κύριας υποχρέωσης προσήκουσας εκτέλεσης του συμφωνηθέντος έργου, και την παρεπόμενη και απορρέουσα από τις αρχές της καλής πίστης υποχρέωση διαφύλαξης των εν λόγω κινητών πραγμάτων του ενάγοντος, που περιήλθαν στην κατοχή του επ’ευκαιρία της εκτέλεσης του έργου, από κινδύνους κλοπής, για όσο χρονικό διάστημα βρίσκονταν  στο χώρο της επιχείρησής του και μέχρι την παράδοσή τους στον ενάγοντα μετά τη διενέργεια των αναληφθεισών εργασιών επισκευής τους, καθώς, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ο εργολάβος φέρει τον κίνδυνο του έργου ωσότου γίνει η παράδοσή του, του κινδύνου αυτού ειδικότερα αναφερομένου στην καταστροφή, απώλεια ή χειροτέρευση του έργου ή των πραγμάτων του εργοδότη. Η ως άνω επιχείρηση του εναγομένου λειτουργεί εντός οικοπέδου, κειμένου σε περιοχή με αραιή δόμηση, έκτασης 1.000 τ.μ., περιφραγμένου περιμετρικά με μανδρότοιχο από οπλισμένο σκυρόδεμα, ύψους 1,70 μ., ενώ επί της πλευράς του, που εφάπτεται στην οδό ………., έχει τοποθετηθεί, και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος αυτής, εν είδει διαχωριστικής περίφραξης, κατασκευή με μεταλλικό πλαίσιο και πλέγμα, καθώς και συρόμενη θύρα εισόδου, επίσης μεταλλικής κατασκευής με πλέγμα. Εντός του οικοπέδου υφίσταται κτίριο επιφανείας 200 τ.μ., εν μέρει, περίπου κατά το ήμισυ της επιφανείας του, κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα με ταράτσα, και θύρα εισόδου βαριάς σιδηράς κατασκευής, ενώ κατά το υπόλοιπο ήμισυ της επιφανείας του πρόκειται περί εφαπτομένης στο ως άνω κτίσμα σιδηροκατασκευής περιμετρικά, με υλικό τύπου πάνελ επί της οροφής, όπου ο ενάγων εκτελεί τις εργασίες επισκευής και συντήρησης στα σκάφη αναψυχής και τις μηχανές θαλάσσης, που αναλαμβάνει εργολαβικά. Μετά την παραλαβή του ανωτέρω σκάφους του ενάγοντος μετά των δύο εξωλέμβιων κινητήρων του προς εκτέλεση του συμφωνηθέντος έργου ο εναγόμενος εναπόθεσε αυτά προσωρινά στον εξωτερικό προαύλιο (υπαίθριο και ακάλυπτο) χώρο της επιχείρησής του, όπου επίσης βρίσκονταν και έτερα σκάφη, στα οποία ομοίως επρόκειτο να εκτελεσθούν οι κατά περίπτωση απαιτούμενες εργασίες, αναληφθείσες απ’αυτόν σε προγενέστερο χρόνο, και των οποίων η διενέργεια εκ των πραγμάτων προηγείτο της εκτέλεσης των εργασιών, που του ανατέθηκαν από τον ενάγοντα, μέχρι να επιληφθεί με τη σειρά τους και επ’αυτών. Σημειωτέον ότι ο ενάγων κατά την παράδοση των ανωτέρω κινητών του πραγμάτων στον εναγόμενο για την εκτέλεση του μεταξύ τους συμφωνηθέντος έργου υπέγραψε, όπως και ο εναγόμενος, το προσκομιζόμενο από αμφότερα τα διάδικα μέρη έγγραφο (σχετικό υπ’αριθμ.19 του εναγομένου και υπ’αριθμ.4 της προσθήκης στις προτάσεις του ενάγοντος), στο οποίο, πέραν της αναφοράς των στοιχείων της επιχείρησης του εναγομένου, έχουν χειρόγραφα αναγραφεί το ονοματεπώνυμο του ενάγοντος και ο αριθμός του κινητού του τηλεφώνου, και έχει προστεθεί – επίσης χειρόγραφα ‑ ως παρατήρηση στο οικείο τμήμα του εγγράφου ότι ο εναγόμενος παρέλαβε τις δύο επίμαχες μηχανές θαλάσσης «λυμένες». Στο ανωτέρω έγγραφο, που φέρει τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του ενάγοντος, καθώς και αυτήν του εναγομένου, όπως προεκτέθηκε, έχει περιληφθεί προδιατυπωμένο κείμενο, στο οποίο – μεταξύ άλλων – ορίζεται ότι: «…Η εταιρία (εννοείται η επιχείρηση του εναγομένου) δε φέρει καμία απολύτως ευθύνη για οποιαδήποτε ζημιά – ανεξαρτήτως αιτίας  – που μπορεί να προκληθεί στη μηχανή/σκάφος, που παραδίδεται για επισκευή (συμπεριλαμβανομένης ολικής ή μερικής απώλειας λόγω κλοπής πυρκαγιάς κ.λπ.) εκτός αν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια της εταιρίας», εγκύρως συμφωνηθείσης, τοιουτοτρόπως, μεταξύ τους ρήτρας περί απαλλαγής του εναγομένου από την ευθύνη του σε περίπτωση κλοπής των ως άνω παραδοθέντων σ’αυτόν προς επισκευή κινητών πραγμάτων του ενάγοντος, οφειλόμενη σε ελαφρά του αμέλεια, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά το χρονικό διάστημα από ώρα 01.00 έως ώρα 02.00 της 13ης.1.2014 άγνωστοι δράστες, αφού έθραυσαν την προπεριγραφείσα κεντρική εξωτερική θύρα της περίφραξης της ανωτέρω επιχείρησης του εναγομένου, προφανώς με τη χρήση οχήματος, εισήλθαν εντός του προαύλιου χώρου αυτής, και αφαίρεσαν, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, τρία (3) σκάφη πλήρως εξοπλισμένα, τα οποία βρίσκονταν εκεί προσωρινά εναποτεθημένα επί ρυμουλκούμενων τροχοφόρων (τρέιλερ) μαζί με τις μηχανές τους, μεταξύ των οποίων και το ως άνω φουσκωτό σκάφος του ενάγοντος μετά των δύο εξωλέμβιων κινητήρων του, που ουδέποτε ανευρέθησαν, παρά τις έρευνες των επιληφθέντων αστυνομικών οργάνων, ει μη μόνον (ανευρέθη) ένα εκ των λοιπών κλαπέντων σκαφών στις 19.1.2014 στην Παιανία Αττικής. Εξ όσων προεκτέθηκαν, συνάγεται ότι ο εναγόμενος, υπαιτίως (ΑΚ 330), και  δη από βαριά του αμέλεια, παρέβη την απορρέουσα από την καλή πίστη και παρεπόμενη της κύριας υποχρέωσης, που ανέλαβε με την καταρτισθείσα με τον ενάγοντα σύμβαση έργου, υποχρέωση διαφύλαξης των ανωτέρω κινητών πραγμάτων του αντισυμβαλλομένου του (φουσκωτού σκάφους και δύο εξωλέμβιων κινητήρων), που περιήλθαν στην κατοχή του για την εκτέλεση του συμφωνηθέντος έργου, από κινδύνους κλοπής, διότι, μη καταβάλλοντας την επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, παρέλειψε να λάβει, ως όφειλε και μπορούσε, όλα τα κατάλληλα, προσήκοντα, και απολύτως ενδεδειγμένα μέτρα ασφαλείας για την ορθή και αποτελεσματική φύλαξη και προστασία των εγκαταστάσεων της επιχείρησής του, κειμένης σε ερημική τοποθεσία, όπερ επιβάλλει τη λήψη επιπρόσθετων από τα συνήθη μέτρων λόγω του αυξημένου κινδύνου ενός τέτοιου συμβάντος, όπου προσωρινά εναποθέτει, και δη στον περιβάλλοντα/υπαίθριο χώρο αυτής, προς συντήρηση ή επισκευή, ανάλογα με τις εργασίες, που κατά περίπτωση αναλαμβάνει αντί αμοιβής να διενεργήσει, περιουσιακά στοιχεία άλλων προσώπων, και μάλιστα σημαντικής αξίας, που επίσης επαυξάνει την ευθύνη του, από τέτοιους κινδύνους, παράλειψη, η οποία προκάλεσε αιτιωδώς, και δη αποκλειστικά, ως μόνη ενεργός αιτία, την κλοπή από αγνώστους – μεταξύ άλλων – και των εν λόγω επισκευαζομένων πραγμάτων του ενάγοντος, προ της εκτέλεσης του αναληφθέντος έργου και της παράδοσής τους στον τελευταίο, ήτοι σε χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο ίδιος (ο εναγόμενος) ως εργολάβος έφερε τον κίνδυνο για την περίπτωση της απώλειας των πραγμάτων αυτών, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Εάν είχε εγκαίρως μεριμνήσει ώστε να ληφθούν όλα τα προβλεπόμενα για τη συγκεκριμένη περίπτωση και προσιδιάζοντα μέτρα ασφαλείας, λαμβανομένων υπόψη των επικρατουσών στην επιχείρησή του συνθηκών και των ιδιαιτεροτήτων της ευρύτερης περιοχής, όπου η επιχείρηση αυτή λειτουργεί, το γεγονός της κλοπής, που επέφερε περιουσιακή ζημία στον ενάγοντα, αφού απώλεσε κινητά του πράγματα, σημαντικής αξίας, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Ειδικότερα, για την προστασία του χώρου της επιχείρησής του, παρότι, όπως προεκτέθηκε, αυτή βρίσκεται σε περιοχή ερημική, με αραιή δόμηση, και χωρίς οιαδήποτε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα σε κοντινή απόσταση (κατοικία ή επιχείρηση), ο εναγόμενος δεν είχε επιμεληθεί να προμηθευτεί, εγκαταστήσει και θέσει σε πλήρη λειτουργία σύστημα συναγερμού, καθώς και επαρκή φωτισμό, ούτε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης/σύστημα βιντεοεπιτήρησης/ή και καταγραφής εικόνων με κάμερες, ή άλλον παρεμφερή εξοπλισμό (ενδεικτικά ανιχνευτές κίνησης, σειρήνες), έστω του προαυλίου, όπου εναποθέτει, ως μη έδει, ελλείψει επαρκούς φύλαξης, τα προς επισκευή παραληφθέντα πράγματα τρίτων προσώπων (φουσκωτά σκάφη και μηχανές θαλάσσης), διόλου ευκαταφρόνητης αξίας, ούτε είχε προσλάβει και απασχολούσε κάποιο πρόσωπο με καθήκοντα φύλακα, ούτε, βέβαια, ο χώρος αυτός προστατευόταν, κατά τις ώρες της απουσίας του, από ιδιωτική εταιρία παροχής υπηρεσιών φύλαξης δυνάμει σχετικώς καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης, που να εποπτεύει και να ελέγχει συνεχώς και με περιπολικά οχήματα εκ του σύνεγγυς τις εγκαταστάσεις του, και να επεμβαίνει άμεσα σε περίπτωση συναγερμού, ενημερώνοντας την αστυνομία, όπως ο ίδιος δήλωσε στην ασφαλιστική εταιρία «…….» και αναφέρεται στο προσκομιζόμενο έγγραφο της συνεργαζομένης με την εν λόγω ασφαλιστική εταιρία ανώνυμης εταιρίας πραγματογνωμόνων με την επωνυμία «…………….», που αφορά στο γεγονός της επίμαχης κλοπής, διαφορετικά όφειλε, εφόσον καλώς εγνώριζε, άλλως σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να γνωρίζει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής ως μέσος συνετός άνθρωπος, ότι ο εξωτερικός χώρος της επιχείρησής του δεν προστατευόταν αποτελεσματικά, διά της λήψης των ανωτέρω προσισδιαζόντων σε παρόμοιους χώρους μέτρων, που είθισται να λαμβάνονται σε τέτοιους είδους επιχειρήσεις από τους ιδιοκτήτες τους, κατά τις εκτός λειτουργίας της ώρες, να μην τοποθετεί εκεί τα επισκευαζόμενα πράγματα, εκ των πραγμάτων πλήρως εκτεθειμένα σε κοινή θέα, και, συνεπώς, και στον κίνδυνο κλοπής από επίδοξους δράστες, αλλά να τα εναποθέτει προσωρινά μέχρι να ολοκληρωθούν οι επ’αυτών εργασίες, που κατά περίπτωση είχε αναλάβει να εκτελέσει, στο εσωτερικό του υφισταμένου στο οικόπεδο κτιρίου, ήτοι σε στεγασμένο και, συνακόλουθα, εξ ορισμού ασφαλέστερο χώρο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ύπαρξη περίφραξης γύρωθεν της επιχείρησης του εναγομένου (από οπλισμένο σκυρόδεμα κατά το μεγαλύτερο μέρος της και από κατασκευή με μεταλλικό πλαίσιο και πλέγμα επί της πλευράς του ακινήτου, που έχει πρόσωπο επί της οδού ………..), και συρόμενης κεντρικής θύρας εισόδου μεταλλικής κατασκευής με πλέγμα επί της ιδίας πλευράς, που κλειδώνει με λουκέτο, όταν η επιχείρηση δε λειτουργεί, δε συνιστούν σε καμία περίπτωση τα προσήκοντα και πλέον ενδεδειγμένα μέτρα ασφαλείας για τη διαφύλαξη της επιχείρησης αυτής από τους κινδύνους κλοπής, διότι πρόκειται περί των συνήθων μέτρων προφύλαξης, που αυτονόητα λαμβάνει ο οποιοσδήποτε για την οριοθέτηση, αλλά και τη στοιχειώδη προστασία ενός περιουσιακού του στοιχείου, και όχι τα κατάλληλα για την αποτελεσματική προστασία ενός επαγγελματικού χώρου, ο οποίος βρίσκεται σε περιοχή αραιής δόμησης, με μειωμένη κίνηση, απουσία επιχειρήσεων ή κατοικιών σε κοντινή απόσταση, και ούτως ή άλλως περιορισμένη ανθρώπινη δραστηριότητα, που ουσιαστικά μηδενίζεται κατά τις νυκτερινές ώρες, και στον οποίο παραδίδονται κινητά πράγματα άλλων προσώπων προς εκτέλεση των κατά περίπτωση απαιτουμένων εργασιών, μεγάλης αξίας, με αποτέλεσμα να απαιτούνται επιπρόσθετα των συνήθων μέτρα ασφαλείας για την στο μέτρο του δυνατού επαρκή φύλαξή του. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται πειστικά από τις προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο φωτογραφίες, οι οποίες κατά τους ισχυρισμούς του αποδεικνύουν ότι είχε λάβει άπαντα τα ενδεδειγμένα μέτρα για τη φύλαξη του χώρου της επιχείρησής του, και, επομένως, ότι ουδεμία υπαιτιότητα τον βαρύνει για την κλοπή των ανωτέρω κινητών πραγμάτων του ενάγοντος από τις εγκαταστάσεις του,  διότι σ’αυτές εμφαίνονται, αφενός μεν η βαριάς κατασκευής θύρα εισόδου στον προαύλιο χώρο, ασφαλιζόμενη με δύο (2) λουκέτα αδιάρρηκτων προδιαγραφών, που είχε τοποθετήσει, αφετέρου δε ο σκύλος – φύλακας, που διατηρούσε στον ίδιο χώρο προς επιτήρησή του, καθώς οι εν λόγω φωτογραφίες δε φέρουν ημερομηνία λήψης, με αποτέλεσμα την αδυναμία σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης περί του ότι αμφότερα αυτά (λουκέτα τέτοιου τύπου στη θύρα και σκύλος στον περιβάλλοντα χώρο), πράγματι υφίσταντο ως ληφθέντα μέτρα ασφαλείας και κατά το χρόνο, κατά τον οποίο έλαβε χώρα η κλοπή. Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι η υποχρέωση του εναγομένου ως εργολάβου διαφύλαξης των περιελθόντων στην κατοχή του επ’ευκαιρία της εκτέλεσης του συμφωνηθέντος έργου κινητών πραγμάτων του ενάγοντος είναι παρεπόμενη της κύριας υποχρέωσής του από τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση και απορρέουσα από τις αρχές της καλής πίστης, συνεπώς, η παραβίασή της συνιστά παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης, και, όπως σε κάθε περίπτωση ενδοσυμβατικής ευθύνης, έτσι και στην κρινόμενη περίπτωση το πταίσμα του εναγομένου τεκμαίρεται, και εναπόκειτο στον τελευταίο να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι η πλημμελής εκπλήρωση της παροχής του οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν έχει ευθύνη, φέροντας το σχετικό δικονομικό βάρος, στο οποίο, όμως, δεν ανταποκρίθηκε εν προκειμένω. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, εφόσον πριν παραδοθεί το συμφωνηθέν έργο στον ενάγοντα, εκλάπησαν σχετικά με το έργο κινητά πράγματα του τελευταίου, συντρέχει περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής εκ μέρους του εργολάβου – εναγομένου, όπερ δημιουργεί, καθώς η κλοπή οφείλεται σε υπαιτιότητά του (ΑΚ 330), και  δη σε βαριά αμέλεια, που επέδειξε, διότι η μη λήψη των ειθισμένων και ενδεδειγμένων για τέτοιους είδους επιχειρήσεις μέτρων φύλαξης και ασφαλείας από τους κινδύνους κλοπής, που προσιδιάζουν στις ειδικότερες και ιδιάζουσες συνθήκες του συγκεκριμένου χώρου, της περιοχής, όπου βρίσκεται, αλλά και της επιχειρηματικής δραστηριότητας, που ασκείται σ’αυτόν, τα οποία μπορούσε και όφειλε εκ της καλής πίστης να λάβει, προκειμένου να αναταποκριθεί στην υποχρέωση διαφύλαξης των κινητών πραγμάτων του ενάγοντος, που περιήλθαν στην κατοχή του επ’αφορμή της εκτέλεσης του έργου, ει μη μόνον των συνήθων και στοιχειωδών μέτρων, που αυτονόητα λαμβάνει ο οποιοσδήποτε για την προστασία ενός περιουσιακού του στοιχείου, δε μπορεί να αποδοθεί σε ελαφρά και μόνο αμέλεια αυτού, οπότε και θα συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της συμφωνηθείσας μεταξύ των διαδίκων απαλλακτικής ρήτρας του εναγομένου από την ευθύνη του, υποχρέωση αποζημίωσης κατά την ΑΚ 382, η οποία περιλαμβάνει το θετικό διαφέρον για την προκληθείσα στον ενάγοντα ζημία, που εν προκειμένω ταυτίζεται με την κατά το χρόνο της κλοπής πραγματική, εμπορική (αγοραία) αξία των κλαπέντων φουσκωτού σκάφους και των δύο εξωλέμβιων κινητήρων του, κυριότητάς του. Η αξία αυτή κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ανέρχεται για το κλαπέν φουσκωτό σκάφος στο ποσό των 12.000 ευρώ, το οποίο ο ενάγων κατέβαλε για την αγορά του ως μεταχειρισμένου από τον ίδιο τον κατασκευαστή του και εκ των πραγμάτων άριστο γνώστη της αγοράς τέτοιων σκαφών ………….. στις 10.1.2014, ήτοι τρεις (3) μόνον ημέρες ενωρίτερα της κλοπής του, όπως προκύπτει από το προσκομισθέν τιμολόγιο, που εκδόθηκε επί της συναλλαγής αυτής από τον ανωτέρω πωλητή, με την επισήμανση ότι ουδόλως αποδείχθηκε πως το μεταξύ τους συμφωνηθέν τίμημα υπολείπετο, και δη σημαντικά, για κάποιο λόγο της κατά το χρόνο της πώλησης εμπορικής αξίας του συγκεκριμένου σκάφους. Περαιτέρω, όσον αφορά τους επίσης κλαπέντες δύο (2) εξωλέμβιους κινητήρες, οι οποίοι μετά τη συναρμολόγηση και αποκατάστασή τους, θα τοποθετούντο από τον εναγόμενο στο εν λόγω σκάφος, προκειμένου να καταστεί αξιόπλοο, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι η αγοραία αξία τους κατά το χρόνο της κλοπής ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 10.500 ευρώ, ισόποση του συμφωνηθέντος μεταξύ του ενάγοντος και των προηγούμενων κυρίων τιμήματος της αγοράς τους κατά το έτος 2011 ως μεταχειρισμένους και μη λειτουργικούς, και, συνεπώς, ως χρήζοντες επισκευής. Το ποσό αυτό ανταποκρίνεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου στην πραγματική εμπορική αξία τους κατά τον επίμαχο χρόνο, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας κατάστασης, στην οποία παραδόθηκαν στον εναγόμενο, με την επισήμανση ότι όταν εκλάπησαν δεν είχαν ακόμη επισκευασθεί από τον ανωτέρω εργολάβο, και καταστεί πλήρως λειτουργικοί, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, προσδιορίζοντας για το λόγο αυτό την αξία τους στο συνολικό ποσό των 25.500 ευρώ, και προσκομίζοντας προς επίρρωση του ισχυρισμού του το σχετικό υπ’αριθμ.4 της προσθήκης στις προτάσεις του και αντίστοιχα σχετικό υπ’αριθμ.19 του εναγομένου έγγραφο, υπογεγραμμένο από αμφοτέρους, για το οποίο έχει γίνει ήδη λόγος ανωτέρω, και στο οποίο έχουν ιδιοχείρως αναγραφεί, προφανώς από τον εναγόμενο, όπερ δεν αμφισβητήθηκε από τον τελευταίο, στο οικείο σημείο αυτού, που τιτλοφορείται παρατηρήσεις, πέραν του γεγονότος της παραλαβής των δύο εξωλέμβιων κινητήρων, κατά τα προεκτεθέντα, και τα κάτωθι: “Έλαβα 1000 για μοντάρισμα της μίας, ΟΚ… 400 για ανταλλακτικά ΟΚ”, όπερ καταδεικνύει κατά τον ενάγοντα ότι ο εναγόμενος είχε ήδη λάβει το σύνολο της αμοιβής του, και συνολικά το ποσό των 1.400 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτής, για τις εργασίες επισκευής, τις οποίες, ως εξυπακούεται, είχε ήδη διενεργήσει στους εν λόγω κινητήρες, κατά τα ειωθότα στις συναλλαγές, όπου η συμφωνηθείσα αμοιβή συνήθως εξοφλείται μετά την παροχή της υπηρεσίας, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η προκαταβολή μέρους αυτής. Πλην όμως κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το ανωτέρω έγγραφο δεν αποδεικνύει ότι κατά το χρόνο της κλοπής είχαν επισκευασθεί οι κινητήρες από τον εναγόμενο, ώστε η αξία τους να έχει στο μεσοδιάστημα αυξηθεί σε σχέση με το ποσό, για το οποίο αγοράσθηκαν, διότι δεν προέκυψε ότι το εν λόγω ποσό των 1.400 ευρώ, που αναφέρει ότι εισέπραξε, συνιστούσε το σύνολο της συμφωνηθείσης αμοιβής του για το έργο, που θα εκτελούσε, το ύψος της οποίας, εξάλλου, ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται, ώστε η καταβολή της κατά τα ειωθότα στις συναλλαγές να προϋποθέτει συνήθως διενέργεια των αναληφθεισών εργασιών, μη προσκομιζομένου σε κάθε περίπτωση σχετικώς εκδοθέντος παραστατικού του ανωτέρω για εισπραχθέν ποσό ως αμοιβή του για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες του, αλλά προφανώς αφορούσε στην αμοιβή του για τη συναρμολόγηση της μίας μηχανής, εργασία, που προηγείτο της επισκευής, και στην αξία των ανταλλακτικών, που θα χρησιμοποιούντο κατά τις σχετικές εργασίες, καθώς, όπως ήδη προεκτέθηκε, οι μηχανές του παραδόθηκαν αποσυναρμολογημένες, και αυτός θα τις συναρμολογούσε, και, αφού προέβαινε σε μηχανικό έλεγχο αυτών και αντικατάσταση των βλαβέντων μερών τους με τα απαιτούμενα καινούρια ανταλλακτικά, εν συνεχεία θα τις τοποθετούσε στο σκάφος, επισκευασθείσες και λειτουργικές. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποζημίωση για τη ζημία, που υπέστη λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του, το συνολικό ποσό των 22.500 ευρώ (12.000 ευρώ + 10.500 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ.1 και 183 του ΚΠολΔ), και να επβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, που περιέχεται στις κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σε βάρος του εναγομένου, αφού, παρά την παραδοχή της έφεσης του τελευταίου, η αγωγή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης αναφερόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 5.4.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./11.4.2019 και ……../ 11.4.2019)  έφεση κατά της υπ’αριθμ. 784/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου του ενδίκου μέσου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 3.10.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/19.10.2016) αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων πεντακοσίων (22.500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 11 Νοεμβρίου 2020.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ