Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 716/2020

Αριθμός    716/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 18 Δεκεμβρίου 2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στις 18-12-2017, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με γεν. αριθμ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 18-12-2017, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γεν. αριθμ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. …../2017, κατά της με αριθμ. 1773/22-11-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρο 239§4 του Ν. 4364/2016, επί της από 11 Δεκεμβρίου  2012, με αριθμ. καταθ. …./09-01-2013 αγωγής (η οποία αρχικά είχε ασκηθεί κατά την τακτική διαδικασία και, σύμφωνα με το άρθρο 239§4 του Ν. 4364/2016, με την από 03/05/2017, με γεν. αριθμ. καταθ. …/09-05-2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. …./09-05-2017, κλήση της ενάγουσας, εισήχθη προς συζήτηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από την ηττηθείσα ενάγουσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 495§§1 και 2, 511, 513§1 εδ. β΄, 516§1, 517, 518§1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον κανείς δεν επικαλείται ούτε προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή, αφού ναι μεν η διάταξη του άρθρ. 699 ΚΠολΔ απαγορεύει την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, όμως, η απαγόρευση αυτή δεν αφορά τη διαδικασία, δηλαδή την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά τα κατ’ αυτής ένδικα μέσα και άρα δεν ισχύει όταν δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, αλλά για αποφάσεις που λύνουν οριστικά τη διαφορά σε υποθέσεις, που για λόγους ταχύτητας και μόνον παραπέμφθηκαν στη διαδικασία των άρθρ. 686 επ. ΚΠολΔ προς οριστική επίλυση, όπως είναι και η παρούσα υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας, κατ’ άρθρο 239§4 του Ν. 4364/2016, που ορίζει ήδη ως εφαρμοστέα τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, τέμνεται οριστικά, κατά τη διαδικασία αυτή, η διαφορά ως προς την οφειλή και το ποσό της. Βέβαια με ρητή διάταξη μπορεί και στις υποθέσεις αυτές να αποκλεισθεί η άσκηση ένδικων μέσων, με δεδομένο ότι η άσκησή τους δεν έχει συνταγματική κατοχύρωση, αφού ναι μεν το άρθρ. 20§1 του Συντάγματος επιβάλλει στην Πολιτεία την υποχρέωση παροχής στους πολίτες ένδικης έννομης προστασίας προς επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους, αναγνωρίζοντας σ’ αυτούς αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα, όμως, στο νομοθέτη εναπόκειται, κατ’ αρχήν, να κρίνει αν, πόσα και ποια ένδικα μέσα θα χορηγήσει, καθώς και για ποιους λόγους, συνεκτιμώντας ενδεχομένως την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της διαδικασίας με την οποία η υπόθεση δικάζεται, ενώ το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ (κύρωση με το ν.δ/γμα 53/1974), που αναγνωρίζει μεν με το άρθρ. 6§1 το δικαίωμα στα πρόσωπα για δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους σε συνθήκες δίκαιης δίκης, στην έννοια, όμως, αυτής δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη οπωσδήποτε ένδικων μέσων (πρβλ. ΑΠ 579/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1765/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 287/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2019 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΠειρ 328/2019 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΠειρ 483/2018 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ.). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495§3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που εφαρμόσθηκε και στον πρώτο βαθμό, κατ’ άρθρο 239§4 του ν. 4364/2016, σε συνδυασμό με το άρθρο 591§7 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.), για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533§1 ΚΠολ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 297, 298, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: 1)η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, 2)η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, 3)η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας και 4)η ύπαρξη ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, με την έννοια της παράβασης του επιβαλλόμενου από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος), αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 212/2018 ό.π.), δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας (ΑΠ 419/2018 ό.π.). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 325/2018 ό.π., ΑΠ 253/2013 ό.π.). Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (Ολομ. ΑΠ 967/1973, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος). Κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ). Πλην, όμως, μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της συμβάσεως όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτήν το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Όπως δε επικρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μια σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015 Δημ. Νόμος, EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως με βάση τη μια ευθύνη, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση με βάση την άλλη, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημίωσης μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 δημ. Νόμος). Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 297-298 ΑΚ, ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, και το οποίο βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης (ΑΠ 60/2019 δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 4/2015).

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα κάθε τι που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι’ αυτό, σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 Π.Κ. (ΑΠ 2039/2014, ΑΠ 828/2012 Ποιν δημοσίευση Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΑθ 627/2016 δημοσίευση Νόμος), ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία, εξουσία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης. Με την έννοια αυτή, εάν η πράξη τελέσθηκε από εντολή διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 828/2012, ΑΠ 518/2010 δημοσίευση Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.). Χρόνος δε τέλεσης της πράξης της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης, θεωρείται κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενσωματώσει τα χρήματα στην περιουσία του (ΑΠ 464/2017 ό.π., ΑΠ 60/2017 ό.π., ΑΠ 3/2011, ΑΠ 941/2010, ΑΠ 346/2009, ΑΠ 1475/2009 δημοσίευση Νόμος). Δεν συνιστά, όμως, υπεξαίρεση και γενικότερα αδικοπραξία η μη απόδοση χρημάτων, τα οποία δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο και τα οποία ο υπόχρεος όφειλε να τα εισπράξει, ακόμη και αν κατά τη συμφωνία των μερών ενέχεται να καταβάλει τα μη εισπραχθέντα εξ ιδίων, διότι αυτά δεν υπήρξαν “οπωσδήποτε περιελθόντα” σ’ αυτόν και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε (ΑΠ 2039/2014 ό.π.). Πρέπει να σημειωθεί ότι, ναι μεν στο άρθρο 3§1 του Π.Δ. 298/1986 ορίζεται ότι τ’ ασφάλιστρα, που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας, θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα, κατά το χρόνο, που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής επιχείρησης, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας ευθύνης του εντολοδόχου (ΑΠ 867/2014 δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 828/2012 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 394/2018 δημοσίευση Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 1 του Ν. 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κ.λπ.», όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής σύμβασης, τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλων διατάξεων», «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι». O ασφαλιστικός σύμβουλος, που είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά το άρθρο 16 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2170/1993, μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτορείων ή μεσιτών, με βάση σύμβαση, έναντι προμηθείας, για την πρόσκτηση εργασιών. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων. Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή το μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμβαση έργου (ΑΠ 2039/2014, ΑΠ 905/2012, 290/2011, ΜονΕφΑθ 13/2016, ΜονΕφΑθ 6440/2014 δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 822 Α.Κ., σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο όταν του ζητηθεί. Η σύμβαση αυτή συνάπτεται ατύπως για κατ’ είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φύλαξης, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Όπως δε προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. Α.Κ., για την εγκυρότητα της σύμβασης παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος (ΑΠ 173/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΕΑ 1114/2014, ΕΑ 692/2011 δημοσίευση Νόμος). Επομένως, για το ορισμένο της αγωγής του παρακαταθέτη κατά του θεματοφύλακα προς απόδοση των παρακατατεθέντων πραγμάτων δεν απαιτείται να εκτίθενται σε αυτήν τα στοιχεία που καθιστούν τον παρακαταθέτη κύριο των παρακατατεθέντων πραγμάτων (ΑΠ 647/2017 δημοσίευση Νόμος). Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα ή ασφαλιστικού συμβούλου μπορεί να είναι και η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα ή σύμβουλο των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ή σύμβουλος, ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σε αυτή, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου (ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 Ε.Ν., 361, 873, 874 Α.Κ., 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, σαφώς συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοικτός) λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν με σύμβαση να μη επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένως οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένυνται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, που θα γίνεται καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού, που τυχόν θα υπάρξει (ΑΠ 1281/2017, ΑΠ 1437/2014, ΑΠ 248/2014 δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 192/05, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 1524/1991, ΑΠ 1226/1982). Συνεπώς, με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβληθέντων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της προϋποθέτει χρονική διάρκεια. Η σχέση αυτή έχει περιουσιακό χαρακτήρα και ως εκ τούτου καταλογίζεται στο ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας των μερών το ανά πάσα στιγμή περιεχόμενο του λογαριασμού, δηλαδή το από την αντιπαραβολή των κονδυλίων των πιστοχρεώσεων προκύπτον υπόλοιπο (ΑΠ Ολ 31/1997, ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1795/2007). Βασικό στοιχείο της έννοιας του αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η ύπαρξη συμφωνίας υπαγωγής σε κοινό λογαριασμό απαιτήσεων και των δύο μερών, που θα προκύπτουν από τις συναλλαγές τους, και, συνεπώς, δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός αν δεν υπάρχει η δυνατότητα, τουλάχιστον, αποστολών και από τα δυο μέρη. Η ύπαρξη απλώς της δυνατότητας αυτής είναι αρκετή για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός και είναι αδιάφορο αν πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκειά του αποστολές και από τα δυο μέρη ή αν μόνο το ένα από τα μέρη έκανε αποστολές (ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1524/1991 ΕλΔ 34,313). Η ενοχή για το κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προκύπτον κατάλοιπο γεννάται ανεξάρτητα από τα επί μέρους κονδύλια αυτού, όταν ο οφειλέτης του καταλοίπου είτε με τη σύμβαση περί λειτουργίας του λογαριασμού υποσχέθηκε αφηρημένα την εξόφληση του καταλοίπου, είτε μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώρισε την οφειλή του για το κατάλοιπο. Η μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη, γίνεται με δήλωση της βούλησης αυτού προς τον δανειστή και την αποδοχή της από τον τελευταίο, με τις οποίες καταρτίζεται σύμβαση αναγνώρισης του καταλοίπου. Με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση, που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών, με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας που τίθεται στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου (ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1472/2004). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν επιδιώκονται μεμονωμένα, χάνουν την αυτοτέλειά τους με την καταχώριση στο λογαριασμό, και τελικά το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών (ΑΠ 248/2014 ό.π.). Δεν μπορεί να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός, όταν, λόγω της σύμβασης, ο ένας συμβαλλόμενος γίνεται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης και ο άλλος μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δικαιούμενος απλώς να εξοφλεί το χρέος του με τμηματικές καταβολές που γίνονται προς αντίστοιχη απαλλαγή του από το χρέος (ΑΠ 857/2006, ΑΠ 680/1986 Τρ. Νομ. Πληρ. ΝΟΜΟΣ), σε τέτοια δε περίπτωση ο τυχόν τηρούμενος από τον ένα συμβαλλόμενο λογαριασμός έχει το χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και όχι αλληλόχρεου, υπό την έννοια του εμπορικού νόμου, λογαριασμού (ΑΠ 75/1995 ΔΕΕ 1995,527, ΕφΑθ 4753/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011,1156, ΕφΑΘ 8893/1999 ΕΕμπΔ 2003,58, ΕφΠειρ 613/2009 ΔΕΕ 2009,1224, ΕφΠειρ 422/2007 ΔΕΕ 2008,207).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111§2, 118 εδ. 4, 216§1 και 335 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, καθώς και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018, ΑΠ 101/2018, ΑΠ 1152/2017, ΑΠ 1312/2015 δημ. Νόμος). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, συντρέχει αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο κανόνας αυτός προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 101/2018 ό.π., ΑΠ 1424/2017 δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π.). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π.). Τέλος, κατά τις διατάξεις των §§4 και 5 του άρθρου 239 του Ν. 4364/2016, «4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. 5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιουμένου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό.». Ο λόγος της ρύθμισης αυτής, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, έγκειται στην ανάγκη για “συντόμευση των δικαστικών εκκρεμοτήτων και τη διευκόλυνση της περάτωσης της εκκαθάρισης” (ΜονΕφΠειρ 290/2019 δημοσίευση Ιστοσελ.ΕφΠειρ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση από 11 Δεκεμβρίου 2012, με αριθμ. καταθ. …../09-01-2013 αγωγή της, η οποία εισήχθη προς συζήτηση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία «……..», ήδη εκκαλούσα, τεθείσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, εξέθετε ότι στις 21-9-2009, με την υπ’ αριθμόν …../2009 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμόν 11292/21-09-2009 ΦΕΚ τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της, τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 και 12Α του ν.δ/τος 400/1970 και διορίσθηκε σε αυτήν επόπτρια εκκαθάρισης, με αποτέλεσμα, στις 21/09/2009, να διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα και να εισέλθει στο στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με σκοπό την είσπραξη όλων των οφειλόμενων προς το υπό εκκαθάριση νομικό πρόσωπο ποσών και τη ρευστοποίηση όλων των σε ασφαλιστική τοποθέτηση δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων του μετά από σχετική έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ότι, με την από 1 Ιουνίου 1997 έγγραφη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του  εναγομένου (και  εφεσίβλητου), ο τελευταίος ανέλαβε να διαμεσολαβεί αντί προμήθειας για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους, να παραδίδει στους ασφαλιζόμενους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια έκδοσης της ενάγουσας και να εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα των συναπτόμενων συμβάσεων. Ότι, κατά την πιο πάνω σύμβαση, τα ασφάλιστρα που θα εισέπραττε ο εναγόμενος, όσον αφορά τις ασφαλιστικές συμβάσεις που θα καταρτίζονταν με τη διαμεσολάβησή του, θεωρούνταν παρακαταθήκη και ο τελευταίος ευθυνόταν ως θεματοφύλακας, σύμφωνα με το άρθρο 3§1 του π.δ. 298/1986. Ότι, κατά την ίδια σύμβαση, ο  εναγόμενος είχε την υποχρέωση στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μηνός να εξοφλεί την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει, μετ’ αφαίρεση των αναλογουσών προμηθειών. Ότι, μετά την ανάκληση της άδειας σύστασης και λειτουργίας της, διαπιστώθηκε ότι ο εναγόμενος δεν απέδωσε ασφάλιστρα συνολικού ποσού 52.088,72 ευρώ, τα οποία εισέπραξε για λογαριασμό της, το ποσό δε αυτό ο τελευταίος αρνείται έκτοτε να της αποδώσει. Με βάση το πιο πάνω ιστορικό και παραθέτοντας σε καταστάσεις («μεριδολόγιο παραγωγής»), που αποτελούν ενιαίο τμήμα της ένδικης αγωγής, τους αριθμούς των ασφαλιστηρίων που συνάφθηκαν με τη μεσολάβηση του εναγομένου κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Απριλίου 2009 έως την 21η Σεπτεμβρίου 2009, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων του ίδιου διαστήματος, τη χρονική διάρκεια των συγκεκριμένων ασφαλιστικών συμβάσεων και τα εισπραχθέντα από κάθε έναν από τους ασφαλισμένους ποσά ως ασφάλιστρα, ζητούσε, όπως το αίτημα διαμορφώθηκε μετά τον περιορισμό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που έγινε παραδεκτά, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας καταχωρηθείσας στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρα 295§1, 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει το ποσό των 52.088,72 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 31η Δεκεμβρίου  2009, οπότε, σύμφωνα με τους όρους της ένδικης σύμβασης, κατέστη υπερήμερος ως προς την απόδοση των ασφαλίστρων, επικουρικά δε από την επίδοση στον εναγόμενο της από 29 Νοεμβρίου 2011 εξώδικης όχλησης, με την οποία τον καλούσε να της αποδώσει το παραπάνω ποσό και, επικουρικότερα, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, επικαλούμενη κυρίως αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου από την ένδικη σύμβαση και την αδικοπρακτική ευθύνη του λόγω της τελεσθείσας σε βάρος της υπεξαίρεσης, επικουρικά δε τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη, με αριθμ. 1773/22-11-2017 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρο 239§4 του Ν. 4364/2016, μετά από συζήτηση που έγινε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, κατά τις βάσεις της περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης και ως μη νόμιμη κατά την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, συμψηφίζοντας τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεση, για τον αναφερόμενο σ’ αυτή λόγο, ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, με βάση την οποία, κατά την έφεση, οδηγήθηκε στην περί αοριστίας κρίση της. Ζητεί δε να γίνει δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή.

Με το πιο πάνω περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, δεν είναι αρκούντως ορισμένη, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχόμενου του δικογράφου αυτής, δεν περιέχονται όλα τ’ αναγκαία, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη θεμελίωση της ευθύνης του εναγομένου, με βάση τις κύριες βάσεις της αγωγής, περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, με αποτέλεσμα να μη δύναται ο εναγόμενος ν’ αμυνθεί και το Δικαστήριο να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις. Ειδικότερα, ενώ η ενάγουσα ισχυρίζεται, με την υπό κρίση αγωγή της, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του εναγομένου, από τη συνεργασία τους για το χρονικό διάστημα από 1ης Απριλίου 2009 έως 21 Σεπτεμβρίου 2009, ανερχόταν στο ποσό των 52.088,72 ευρώ, όπως το ποσό αυτό διαμορφώθηκε μετά την αφαίρεση των προμηθειών του τελευταίου, των ποσών που κατέβαλε και των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, μνημονεύονται δε στην υπό κρίση αγωγή η κατάρτιση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης και οι ειδικότεροι όροι αυτής, ενσωματώνονται σ’ αυτή (αγωγή) καταστάσεις, στις οποίες αποτυπώνονται η παραγωγή του εναγομένου κατά τη διάρκεια της σύμβασης, ήτοι οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων που εξέδωσε, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης με τ’ αντίστοιχα ασφάλιστρα αυτής, η προμήθεια του εναγομένου και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, οι οποίες (καταστάσεις) αφορούν, όμως, μόνο στο χρονικό διάστημα από 1ης Απριλίου 2009 έως 21 Σεπτεμβρίου 2009, ενώ στο συνημμένο πίνακα της αγωγής, που αποτελεί ενιαίο σώμα με αυτήν, αναφέρεται ότι το αιτούμενο χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 52.088,72 ευρώ, το οποίο αμφισβητεί ο εναγόμενος, ανέρχεται στο ποσό αυτό, μετά από συνυπολογισμό και του κονδυλίου με τίτλο «Υπόλοιπο 3ου/2009», ποσού 58.318,53 ευρώ, το οποίο αποτελεί την πρώτη εγγραφή και το  οποίο, επίσης, αμφισβητεί ο εναγόμενος και των αναφερόμενων στον πίνακα αυτό διαδοχικών χρεωπιστώσεων έως και 21 Σεπτεμβρίου 2009, χωρίς να περιγράφεται αρκούντως και να εξειδικεύεται η παραγωγή του εναγομένου, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης, από την οποία να προκύπτει το υπόλοιπο ποσού 58.318,53 ευρώ κατά το Μάρτιο του έτους 2009 και ειδικότερα οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων που εξέδωσε, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης, τα εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά, η προμήθεια του εναγομένου και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, ούτε ενσωματώνονται στην αγωγή οι σχετικές μηνιαίες καταστάσεις με τα στοιχεία αυτά για το χρονικό διάστημα, που αφορά στο προστιθέμενο αυτό υπόλοιπο ποσό των 58.318,53 ευρώ, παρά μόνο για το χρονικό διάστημα από 1ης Απριλίου 2009 έως 21 Σεπτεμβρίου 2009 (πρβλ. ΜονΕφΠειρ 680/2020 ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 671/2018 ό.π.). Δηλαδή, στο εναπομένον υπόλοιπο, που συνιστά και την, δια της αγωγής, απαίτηση της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας κατά του εναγομένου, έχει υπολογιστεί και το ποσό των 58.318,53 ευρώ, το οποίο αναφέρεται ως υπόλοιπο 3ου/2009, χωρίς να περιγράφεται αρκούντως, κατά τα παραπάνω, και να εξειδικεύεται η παραγωγή του εναγομένου κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης μέχρι και τον Μάρτιο του 2009, η ακριβής χρονική περίοδος, την οποία αφορά και ο τρόπος δημιουργίας του παραπάνω χρεωστικού υπολοίπου. Σημειώνεται ότι, στην προκείμενη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην κρινόμενη αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση, δεν πρόκειται για τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού, ώστε να καθίσταται απαιτητό και ληξιπρόθεσμο το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού, μετά από συνεχείς χρεοπιστώσεις ολόκληρης της περιόδου, αλλά για τήρηση δοσοληπτικού λογαριασμού (πρβλ. ΜονΕφΠειρ 328/2019 ό.π.). Ωστόσο, σύμφωνα με τις επισυναπτόμενες στην αγωγή μηνιαίες καταστάσεις και εκκαθαρίσεις του λογαριασμού του εναγομένου, τις οποίες ο τελευταίος αμφισβητεί, το υπόλοιπο του μηνός Μαρτίου 2009, ποσού 58.318,53 ευρώ, τίθεται ως βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του μηνός Απριλίου 2009 και στη συνέχεια το τελευταίο, κατόπιν διαδοχικών χρεοπιστώσεων, τίθεται ως βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του μηνός Μαΐου 2009, στη συνέχεια το τελευταίο, κατόπιν διαδοχικών χρεοπιστώσεων, τίθεται ως βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του μηνός Ιουνίου 2009, στη συνέχεια το τελευταίο, κατόπιν διαδοχικών χρεοπιστώσεων, τίθεται ως βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του μηνός Ιουλίου 2009, στη συνέχεια το τελευταίο, κατόπιν διαδοχικών χρεοπιστώσεων, τίθεται ως βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του μηνός Αυγούστου 2009 και τέλος, το τελευταίο, κατόπιν διαδοχικών χρεοπιστώσεων, τίθεται ως βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου έως 21/09/2009. Ούτε, άλλωστε, η ενάγουσα επικαλείται αναγνώριση του εναγομένου ως προς το υπόλοιπο ποσό του Μαρτίου του έτους 2009, ύψους 58.318,53 ευρώ, κατ’ άρθρο 873 Α.Κ., ώστε να μην απαιτείται η παράθεση των παραπάνω στοιχείων για το ορισμένο αυτής (βλ. σχετ. ΕφΑθ 1114/2014 δημ. Νόμος). Πρέπει, μάλιστα να σημειωθεί ότι η παραγωγή ασφαλιστηρίων του χρονικού διαστήματος από την 1η Απριλίου 2009 έως την 21η  Σεπτεμβρίου  2009, για την οποία ειπώθηκε ήδη ότι προσδιορίζεται λεπτομερώς με την αγωγή, από το δικόγραφο αυτής προκύπτει ότι ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 93.558,35 (14.929,12 + 16.743 + 15.853,82 + 16.759,99 + 14.382,90 + 14.889,52) ευρώ, από το ποσό δε αυτό, αν υπολογισθούν οι καταβολές του εναγομένου από τον Απρίλιο του έτους 2009 και εφεξής και τα ποσά που αντιστοιχούν στις ακυρώσεις συμβολαίων που έγιναν το Μάρτιο και τον Απρίλιο του έτους 2011, τις οποίες η ενάγουσα προαφαιρεί από το αιτούμενο ποσό, απομένει πιστωτικό υπέρ του εναγομένου υπόλοιπο και όχι χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο σχηματίζεται μόνον αν προστεθεί το επικαλούμενο εκ ποσού 58.318,53 ευρώ ανεξόφλητο υπόλοιπο του προηγούμενου χρονικού διαστήματος. Περαιτέρω, ως προς τη σωρευόμενη αδικοπρακτική κύρια βάση της, η υπό κρίση αγωγή είναι επίσης απορριπτέα, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας διότι, πέραν της μη περιγραφής, κατά τα παραπάνω, αρκούντως, του ύψους της ζημίας της ενάγουσας, δεν προκύπτει σε ποια ασφαλιστήρια αντιστοιχεί το συνολικό ποσό, το οποίο η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος παρακράτησε, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του, επιπλέον, διότι, ενώ εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή ότι, με το άρθρο 10 της ένδικης σύμβασης, ορίσθηκε ότι εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός ο εναγόμενος θα έχει την υποχρέωση να εξοφλεί στην ενάγουσα την παραγωγή, που έχει πραγματοποιήσει, αδιαφόρως αν εισέπραξε ή όχι από τους ασφαλισμένους τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, εκδίδοντας προς τούτο προσωπική επιταγή του εμφάνισης το αργότερο εντός τριών μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορά το σύνολο της παραγωγής του του τελευταίου μηνός, ως προς το συνολικό ποσό των 52.088,72 ευρώ, το οποίο φέρεται να «ιδιοποιήθηκε παρανόμως» ο εναγόμενος, δεν προσδιορίζονται και δεν διαχωρίζονται στο αγωγικό δικόγραφο, από το σύνολο των παρατιθέμενων στα πινάκια ασφαλίστρων, ποια από αυτά πράγματι εισπράχθηκαν και δεν αποδόθηκαν και ποια ο εναγόμενος όφειλε να εισπράξει, αλλά δεν εισέπραξε και τελικά δεν απέδωσε, δεδομένου ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο εναγόμενος δύναται να ενέχεται από αδικοπραξία (στην προκειμένη περίπτωση υπεξαίρεση) μόνο για τα εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα από αυτόν χρηματικά ποσά και όχι για όσα όφειλε να εισπράξει και δεν εισέπραξε. Εξ αιτίας της έλλειψης αυτής το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει ποιες από τις παραγωγές ασφαλίστρων πράγματι εισπράχθηκαν και ποιας παραγωγής το προϊόν (ασφάλιστρα) αποδόθηκε στην ενάγουσα από τον υπόχρεο προς τούτο εναγόμενο, ακόμη περισσότερο, αφού ο τελευταίος ρητά αμφισβητεί τις επισυναπτόμενες στην αγωγή καταστάσεις. Τα παραπάνω ελλείποντα στοιχεία δεν αναπληρώνονται ούτε από τις ενσωματωθείσες στο αγωγικό δικόγραφο μηνιαίες καταστάσεις, για το χρονικό διάστημα από 1ης Απριλίου 2009 έως 21 Σεπτεμβρίου 2009, στις οποίες κατά στήλες διαλαμβάνονται η ημερομηνία, η αιτιολογία κίνησης, η χρέωση, η πίστωση, το προοδευτικό υπόλοιπο και τελικά το χρεωστικό σε βάρος του εναγομένου κατάλοιπο, ύψους 52.088,72 ευρώ. Τούτο, διότι, από τις λογιστικές εγγραφές στις μηνιαίες καταστάσεις, προκύπτουν μεν οι χρεώσεις, που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος του εναγομένου, όμως, λόγω της μη παράθεσης των πράγματι εισπραχθέντων ποσών από τους ασφαλισμένους, δεν είναι δυνατό να διακριβωθεί ποια είναι τα πράγματι εισπραχθέντα ασφάλιστρα από τον εναγόμενο. Συνεπώς, εφόσον, λόγω και των ελλείψεων αυτών, υφίσταται αδυναμία ελέγχου από το Δικαστήριο του μέρους της αγωγής, κατά την κύρια βάση της περί αδικοπραξίας, ως προς το οποίο αυτή είναι νόμιμη, κατ’ αντιδιαστολή ως προς το μέρος αυτής που είναι μη νόμιμη, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή και ως προς την περί αδικοπραξίας κύρια βάση της ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, αφού δεν παρέχεται η δυνατότητα ούτε στον εναγόμενο να αμυνθεί κατά της αγωγής, ούτε στο Δικαστήριο να ερευνήσει, ενόψει μάλιστα της αμφισβήτησης, το κρίσιμο θέμα απόδειξης (βλ. σχετ. ΑΠ 2039/2014 ό.π.). Η αοριστία δε της αγωγής αφορά στη σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που συνιστούν την ιστορική βάση της και στηρίζουν το αίτημά της και δεν εξαρτάται (η αοριστία) από την πιθανολόγηση, εν προκειμένω, ως και ουσιαστικά βάσιμων των αγωγικών ισχυρισμών, που αποτελούν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, και ως προς τις δυο κύριες βάσεις αυτής, δηλαδή περί της ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με ανάλογες σκέψεις, απέρριψε την αγωγή αυτή της εκκαλούσας κατά τις βάσεις της αυτές, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεν έσφαλε, αλλά σωστά ερμήνευσε κι εφάρμοσε το νόμο. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί. Το Δικαστήριο, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της έφεσης, κατ’ άρθρο 495§3 του ΚΠολΔ. Τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα του παρόντος δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, καθόσον η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων είναι ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 183, 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά κι απορρίπτει κατ’ ουσία την από 18 Δεκεμβρίου 2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στις 18-12-2017, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με γεν. αριθμ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. …../2017 κατά της με αριθμ. 1773/22-11-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-παράβολο με κωδικό ……. και εξοφλήθηκε με την από 12 Δεκεμβρίου 2017 με κωδικό αναφοράς ………. πληρωμή της winbank, στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ