Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 595/2020

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ- ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Περίληψη

Διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε όταν τα στοιχεία αυτά αποχωρίζονται να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, που ανήκει κατά κυριότητα σε άλλον. Ευθύνη κυρίου του πλοίου πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή). Προσωπικά Δεδομένα. Επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων(υγείας) μέλος πληρώματος Ε/Γ πλοίου. Απορρίπτει εφέσεις.

Αριθμός Απόφασης:  595/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προς συζήτηση: Α) η από 11/04/2019 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας της από 27.12.2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………/2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………/2017 αγωγής (………), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 08-05-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 19-06-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2019, εναντίον των εναγομένων της αγωγής αυτής και ήδη εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, Β) η από 06/05/2019 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας πρώτης εναγομένης της από 27.12.2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 αγωγής (Eταιρείας, με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στα Χανιά Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 08-05-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 11-07-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2019, εναντίον της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης και Γ) η από 07-05-2019 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας δεύτερης των εναγομένων της από 27.12.2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 αγωγής (Εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 07-05-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 23-07-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. ……/2019, εναντίον της ενάγουσας της αγωγής αυτής και ήδη εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμ. 147/16-01-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 24/05/2018, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 614 παρ. 3ΚΠολΔ) και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246 και 591 παρ. 1ΚΠολΔ).

Α) H υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ από 11/04/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμ.Κατάθ. …/2019, έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας της από 27.12.2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 αγωγής (…….), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 08-05-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 19-06-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2019, εναντίον των εναγομένων της αγωγής αυτής και ήδη εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης [ήτοι των: [: 1) Eταιρείας, με την επωνυμία «…….», η οποία εδρεύει στα Χανιά Κρήτης, έχει νόμιμη εγκατάσταση στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα] κατά της υπ’ αριθμ. 147/16.01.2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 24/05/2018, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 614 παρ. 3ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 08-05-2019, ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης με την επιμέλεια της εκκαλούσας, στις 09-05-2019 και 08-05-2019, στις πρώτη και δεύτερη των εφεσιβλήτων αντίστοιχα (βλ. σχετ. με αριθμ. …/09-05-2019 και …/08-05-2019 εκθέσεις επιδόσεως των Δικαστικών Επιμελητών του Εφετείου Πειραιώς, μ’ έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …….. και ………. αντίστοιχα). Περαιτέρω, με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016 -βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (ΑΠ 319/2017 Δημ. Νόμος), προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον, που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης (και επί περισσοτέρων ομοδίκων ενός παραβόλου), το οποίο ανερχόταν, κατά το χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση εφέσεων, στο ποσό των εκατό (100) ευρώ, για την περίπτωση της έφεσης κατά αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο Γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο. Σύμφωνα, όμως, με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση εφέσεως, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 αριθμ. 3 και 5 (εργατικές διαφορές και διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας αντίστοιχα) και 592 αριθμ. 1 (γαμικές διαφορές) και αριθμ. 3 (διαφορές που αφορούν διατροφή, επιμέλεια, επικοινωνία τέκνων, χρήση οικογενειακής στέγης, κατανομή κινητών μεταξύ συζύγων και κάθε άλλη περιουσιακού δικαίου διαφορά που απορρέει από τη σχέση των συζύγων ή των γονέων και τέκνων). Συνεπώς, λόγω της φύσεως της επίδικης διαφοράς, που υπάγεται στο άρθρο 614αριθμ. 3 του ΚΠολΔ, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο για το παραδεκτό της (βλ. άρθρο 495 § 3 τελ. εδ. Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016). Στη προκειμένη περίπτωση, όμως, κατά την κατάθεση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της ένδικης υπό στοιχείο Α΄ από 11/04/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2019, έφεσης της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, η τελευταία προέβη στην επισύναψη παραβόλου ύψους εκατό (100) ευρώ για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, όπως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ η ως άνω διαφορά, κατά τ’ ανωτέρω, ως εκ του άρθρου 614 αριθμ. 3 ΚΠολΔ, απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης και, κατά συνέπεια, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω έφεσής της (βλ. σχετ. ΑΕΔ 3/3014 Δημ. Νόμος, ΑΕΔ 4/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 319/2017  Δημ. Νόμος). Επομένως, εφόσον δεν απαιτείται η κατάθεση από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016)], η υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και 51 παρ.6 στοιχ.α’ του ν. 2172/1993, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζομένη με τις υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ εφέσεις κατά τα προεκτεθέντα.

Β) Η υπό κρίση υπό στοιχείο Β΄ από 06/05/2019 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας πρώτης εναγομένης της από 27.12.2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 αγωγής (Eταιρείας, με την επωνυμία «… ……….», η οποία εδρεύει στα Χανιά Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα), η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 08-05-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 11-07-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2019, εναντίον της ενάγουσας της αγωγής αυτής και ήδη εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, κατά της υπ’ αριθμ. 147/16.01.2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 24/05/2018, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 614 παρ. 3 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η υπό κρίση υπό στοιχείο Β΄ έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 08-05-2019, ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης με την επιμέλεια της ενάγουσας στις 09-05-2019 και 08-05-2019 στις πρώτη και δεύτερη των εναγομένων αντίστοιχα (βλ. σχετ. με αριθμ. …./09-05-2019 και …./08-05-2019 εκθέσεις επιδόσεως των Δικαστικών Επιμελητών του Εφετείου Πειραιώς, μ’ έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………. και ……… αντίστοιχα). Περαιτέρω, κατά την κατάθεση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της ένδικης υπό στοιχείο Β΄ από 06/05/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2019, έφεσης της ηττηθείσας πρώτης εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, η τελευταία προέβη στην επισύναψη παραβόλου ύψους εκατό (100) ευρώ για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, όπως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ η ως άνω διαφορά, κατά τ’ ανωτέρω, που υπάγεται στο άρθρο 614 αριθμ. 3 ΚΠολΔ, απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης και κατά συνέπεια το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω έφεσής της (βλ. σχετ. ΑΕΔ 3/3014 Δημ. Νόμος, ΑΕΔ 4/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 319/2017  Δημ. Νόμος). Επομένως, εφόσον δεν απαιτείται η κατάθεση από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016)], η υπό κρίση υπό στοιχείο Β΄ έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και 51 παρ.6 στοιχ.α’ του ν. 2172/1993, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζομένη με τις υπό στοιχείο Α΄ και Γ΄ εφέσεις κατά τα προεκτεθέντα.

Γ) Η υπό κρίση υπό στοιχείο Γ΄ από 07-05-2019 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας δεύτερης των εναγομένων της από 27.12.2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./2017 αγωγής (Εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στις 07-05-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ …/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 23-07-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2019, εναντίον της ενάγουσας της αγωγής αυτής και ήδη εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης, κατά της υπ’ αριθμ. 147/16.01.2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 24/05/2018, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 614 παρ. 3ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η υπό κρίση υπό στοιχείο Β΄ έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 08-05-2019, ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης με την επιμέλεια της ενάγουσας στις 09-05-2019 και 08-05-2019 στις πρώτη και δεύτερη των εναγομένων αντίστοιχα (βλ. σχετ. με αριθμ. …./09-05-2019 και …./08-05-2019 εκθέσεις επιδόσεως των Δικαστικών Επιμελητών του Εφετείου Πειραιώς, μ’ έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………. και ….. αντίστοιχα). Επομένως, εφόσον δεν απαιτείται η κατάθεση από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016)], η υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και 51 παρ.6 στοιχ.α’ του ν. 2172/1993, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζομένη με τις υπό στοιχείο Α΄ και Β΄ εφέσεις κατά τα προεκτεθέντα.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 27.12.2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα (…….), ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εφεσίβλητη των υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ εφέσεων, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας, την οποία κατήρτισε με τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα (δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης), στις 04/07/2016, στον Πειραιά, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, με την ειδικότητα της Θαλαμηπόλου, αντί των προβλεπομένων από την ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίων αποδοχών, στο υπό ελληνική σημαία και με αριθμό Νηολογίου Χανίων ….. Ε-Γ/ΟΓ πλοίο «ΚΙ», κ.ο.χ. 27.239, το οποίο ανήκε, κατά κυριότητα, στην πρώτη των εναγομένων εταιρεία, με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στα Χανιά Κρήτης, έχει νόμιμη εγκατάσταση στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα (πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης), κατά δε τον εφοπλισμό αυτού στη δεύτερη εναγομένη. Ότι παρείχε τις υπηρεσίες της στο ως άνω πλοίο μέχρι και τις 20.07.2016, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά, τύποις «αμοιβαία συναινέσει», στην πραγματικότητα, όμως, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της από τον Πλοίαρχο, άνευ δικού της παραπτώματος και κατά τρόπο που συνιστούσε βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς της. Ότι, ειδικότερα, στις 30.06.2016, κατόπιν εντολής του υπεύθυνου πληρωμάτων της πρώτης εναγομένης, παραπέμφθηκε στη Γενική Κλινική «……….», προκειμένου να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες ιατρικές εξετάσεις, ώστε να της χορηγηθεί ιατρικό πιστοποιητικό προς ναυτολόγηση. Ότι, αφού υποβλήθηκε στις εκ του νόμου προβλεπόμενες ιατρικές εξετάσεις, κατόπιν παράνομης εντολής της πρώτης εναγομένης, καθώς αυτή δεν ήταν εργοδότριά της, υποβλήθηκε, επιπλέον, σε εξέταση ανίχνευσης φαρμακευτικών ουσιών (drugtest). Ότι, καθώς η ίδια λάμβανε νομίμως, κατόπιν ιατρικών εντολών και οδηγιών, φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση «αγχώδους αντίδρασης με ψυχοσωματικά, αγχώδη και καταθλιπτικά συμπτώματα», τα αποτελέσματα της ως άνω εξέτασης εμφάνισαν τη χρήση βενζοδιαζεπινών. Ότι τα αποτελέσματα της εν λόγω εξέτασης εστάλησαν από την ως άνω Κλινική, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην πρώτη εναγομένη, η οποία, μόλις έλαβε γνώση αυτών, έδωσε εντολή στη δεύτερη εναγομένη να καταγγείλει άμεσα τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας. Ότι η πρώτη εναγομένη παρανόμως ζήτησε και έλαβε τα αποτελέσματα της εξέτασης ανίχνευσης φαρμακευτικών ουσιών, για τα οποία η ενάγουσα δεν είχε δώσει έγκυρη συναίνεση και συγκατάθεση, εν συνεχεία δε, η πρώτη εναγομένη παρανόμως επεξεργάστηκε και έκανε χρήση αυτών, θέτοντάς τα σε γνώση, μη εξουσιοδοτημένων προς επεξεργασία τους, υπαλλήλων της ιδίας, αλλά και της δεύτερης εναγομένης. Ότι, συνεπεία της ως άνω συμπεριφοράς αμφοτέρων των εναγομένων εταιριών υπέστη βαρύτατη βλάβη της ψυχικής της υγείας, προσεβλήθη δε η προσωπικότητά της, η τιμή και η υπόληψή της, αφού έγιναν γνωστά σε τρίτους ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των ιατρικών της εξετάσεων από το αρχείο, που τηρούσαν οι εναγόμενες, και δη έγινε γνωστό στον εργασιακό της κύκλο ότι απέτυχε να περάσει το τεστ ανίχνευσης φαρμακευτικών ουσιών, δημιουργώντας προς τρίτους την εντύπωση ότι έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα ζητούσε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής της, με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 223ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.07.2015, 295 παρ. 1 ΚΠολΔ) μετά τη μερική τροπή του καταψηφιστικού αιτήματός της σε έντοκο αναγνωριστικό: Α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη, η πρώτη, ως κυρία του πλοίου, και η δεύτερη ως εφοπλίστρια αυτού, να της καταβάλουν, για αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 1.660,94 ευρώ και για αποδοχές 14 ημερών, προς συμπλήρωση των αποδοχών ενός πλήρους μηνός, το ποσό των 1.550,22 ευρώ, νομιμότοκα από την απόλυσή της από το πλοίο, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και Β) να αναγνωριστεί ότι εκάστη των εναγομένων υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 50.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, συνεπεία της καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, η οποία έγινε υπό συνθήκες προσβλητικές της προσωπικότητάς της, προσέτι δε λόγω της παράνομης επεξεργασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της, νομιμότοκα από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση, που θα εκδοθεί, προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 24/05/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1 και 614 παρ. 3ΚΠολΔ), εκδόθηκε η με αριθμ. 147/16.01.2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, η ως άνω αγωγή, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, η πρώτη, όμως, περιορισμένα δια του πλοίου «ΚΙ» και μέχρι της αξίας αυτού, να καταβάλουν στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (2.781,67 ευρώ), νομιμότοκα σύμφωνα με τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το χρηματικό ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ (19.956,00 ευρώ) η πρώτη εναγομένη και το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000,00 ευρώ) η δεύτερη εναγομένη, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, έως την πλήρη εξόφληση, επεβλήθη δε σε βάρος των εναγομένων, ως συνοφειλετών εις ολόκληρον καταδικασθέντων, μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ποσού ογδόντα πέντε ευρώ (85,00 ευρώ), επιπροσθέτως δε σε βάρος της πρώτης εναγομένης το ποσό των εξακοσίων πενήντα ευρώ (650,00 ευρώ) και σε βάρος της δεύτερης εναγομένης το ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00 ευρώ).Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται: Α) Η ενάγουσα της ως άνω αγωγής, με την υπό στοιχείο Α΄ από 11/04/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …../2019, έφεση, την οποία άσκησε εναντίον των εναγομένων της αγωγής αυτής, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της, Β) Η πρώτη εναγομένη της ως άνω αγωγής με την υπό στοιχείο Β΄ από 06/05/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2019, έφεσή της, την οποίαάσκησε εναντίον της ενάγουσας της αγωγής αυτής, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη, με σκοπό ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή αυτή και Γ) Η δεύτερη εναγομένη της ως άνω αγωγής, με την υπό στοιχείο Γ΄ από 07-05-2019 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2019 έφεσης, την οποία άσκησε εναντίον της ενάγουσας της αγωγής αυτής, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη, με σκοπό ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή αυτή, άλλως να περιοριστεί στο αναγκαίο μέτρο.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν. 3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι, ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό (ΑΠ 689/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 776/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 5/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1549/2006 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 436/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 437/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 479/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 110/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 259/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 114/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 37/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 82/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 1109/2003 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 231/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 740/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 809/2014 Δημ. Νόμος, Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 365 επ., 393 επ.). Επομένως, δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του ιδίου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθ. 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ., εφοπλιστής είναι αυτός, που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, που ανήκει κατά κυριότητα σε άλλον. Ειδικότερα, ως εκμετάλλευση, η οποία, πάντως, δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση), με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμετάλλευσης) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή (ΤριμΕφΠειρ 436/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012, 39). Η εκμετάλλευση μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κλπ.) είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση ν’ ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση, που συγκροτεί το πλοίο, και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΑΠ 776/2010 ό.π., ΑΠ 5/2009 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 436/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 479/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 82/2006 ό.π.).Κατά τη διάταξη δε του άρθρο 105 ΚΙΝΔ “ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι` εαυτόν”. Εκ της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ` αυτού, που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δηλώσεως) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι` ίδιον λογαριασμό είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος, που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή, είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής (ΑΠ 689/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 776/2010 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 740/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 82/2006 ό.π., Α. Αντάπαση – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 401επ.), είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε περίπτωση, ποιος πραγματικά έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλ. ο κύριος αυτού ή τρίτος, οπότε υφίσταται εφοπλισμός (ΑΠ 776/2010 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ό.π., ΑΠ 776/2010 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 436/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 740/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 82/2006 ό.π., Α. Αντάπαση – Λ. Αθανασίου, ό.π. σελ. 413). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης, που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου, είναι μόνον ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις, που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ` αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ` αυτού (ΑΠ 776/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ 2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠατρ 114/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002, ΕφΠειρ 19/1998 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 84, 85, 105 παρ. 4 και 106 εδ. α΄ του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι ο εφοπλιστής ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες, που ο πλοίαρχος συνάπτει, στα πλαίσια της εκτελέσεως των καθηκόντων του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις ναυτολογήσεως των μελών του πληρώματος (άρθρο 53  του ΚΙΝΔ), από δε τη διάταξη του άρθρου 106 εδ. β΄ ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι, παράλληλα με εκείνον, ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες αυτές και ο κύριος του πλοίου, αλλά μόνο «με το πλοίο» και μπορεί να εναχθεί γι` αυτές. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84 εδ. β`, 86, 105, 106 του ΚΙΝΔ, 914 και 922 ΑΚ προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνονται για τις αδικοπραξίες, που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα (προστηθέντες), κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που τους έχει ανατεθεί, όταν η αδικοπραξία βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με αυτήν (ΑΠ 776/2010 ό.π., ΑΠ 1549/2006 ό.π., ΜονΕφΠειρ 102/2015 Δημ. Νόμος). Εξάλλου από τις διατάξεις των ων άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνο, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (ΑΠ 689/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, ο ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: “Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων … β) «Ευαίσθητα δεδομένα», τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες (με την παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν 3471/2006 και στη συνέχεια με την παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 3625/2007, ρυθμίστηκαν οι περιπτώσεις, όπου, ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή) καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων, γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών, που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) “Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) …, ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) “Εκτελών την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) “Τρίτος” κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα, που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) “Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) “Συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο “επεξεργασίας” τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων, που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) “Αρχή”, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ` του παρόντος νόμου”. Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: “Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο”. Στη διάταξη δε του άρθρου 4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: “Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) … (παρ.1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας …(παρ.2)”. Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 αυτού, όπως το εδ. γ` της παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 2915/2001, ορίζεται ότι: “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. (παρ.1). Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων…. β) … γ)… δ) … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος, που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων, στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 10, όπως η παρ.3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: “Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα, που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, και μόνο κατ` εντολή του (παρ. 1). Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα, που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας (παρ. 3). Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ` εντολή του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν (παρ. 4)”.Στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 έως 3 αυτού ορίζεται ότι : “Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ.1). Εάν για τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώσει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως και 13 του παρόντος νόμου… (παρ. 2). Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ.3). Με το άρθρο 12 παρ.1 αυτού ορίζεται ότι: “Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που τον αφορούν, αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως”, ενώ στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ότι “Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών. γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων και με τη συνδρομή ειδικού. ε) Κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδίως λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων και στ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης (κλειδώματος), που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε`, εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατο ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (παρ. 2). Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας… (παρ. 3). Με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 εδ. α΄ αυτού, ορίζεται ότι “το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων, που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή…”. Με τις διατάξεις δε των άρθρων 22 και 23 του νόμου αυτού προβλέπονται, για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεών του για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και υπό τις οριζόμενες ειδικότερα προϋποθέσεις, ποινικές κυρώσεις, για όσες συμπεριφορές κρίνονται αξιόποινες και έχουν όλες ως προϋπόθεση την ύπαρξη αρχείου, καθώς και υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, η ευθύνη υπάρχει δε και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον (23 παρ. 1). Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει, ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 Α Συντάγματος) και αφετέρου της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσης τους (άρθρο 5 Α Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός των περιπτώσεων, που, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, εξαιρούνται από την υποχρέωση συγκατάθεσης. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ν. 2472/1997, καθιερώνεται βασική υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, για την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για την επεξεργασία των δεδομένων του, με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα συλλέγονται απευθείας από το υποκείμενο αυτών, γίνεται κατά τη συλλογή τους. Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και μπορεί να περιλαμβάνεται και σε έντυπο αίτησης, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα προσωπικά του δεδομένα, αρκεί να πληροί τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα, η ενημέρωση, αποτελεί και δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων. Το δικαίωμά του αυτό προστατεύεται με το άρθρο 12 του άνω νόμου. Η υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας και το δικαίωμα του υποκειμένου για την ενημέρωση, αποσκοπούν αφενός στη με ελεύθερη, ρητή, ειδική και με πλήρη επίγνωση δήλωση βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκατάθεσής του να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν, όπως αξιώνεται από τα άρθρα 5 παρ. 1 και 2 περ. ια` του ν. 2472/1997, και γι` αυτό, άλλωστε, πρέπει να προηγείται της συγκατάθεσης, αφετέρου για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου α) για πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τις μεταβολές, τις διορθώσεις των δεδομένων, την τυχόν κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, με την ικανοποίηση από την πλευρά του υπεύθυνου επεξεργασίας σχετικής αίτησής του, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή για την ικανοποίηση του αιτήματός του, σύμφωνα με το άρθρο 12 του άνω νόμου και β) για την προβολή αντίρρησης, κατά το άρθρο 13 του νόμου αυτού, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου να προβάλει στον υπεύθυνο επεξεργασίας, οποτεδήποτε, έγγραφες αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικά, τη διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ειδικότερα, δε, ως προς το στοιχείο της ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου έτσι θα προκύπτει η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, οπότε, σ` αυτή την περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του. Πληροί, δε, την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 περ. γ` του ν. 2472/1997, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, προϋπόθεση της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, η αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων, όπως ρητά αναγράφεται στην οικεία διάταξη. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων μεταβιβάσει αυτά στον εκτελούντα την επεξεργασία, ο οποίος υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών, για την οποία έχει γίνει η ενημέρωση, δεν είναι αναγκαίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ανακοινώσει στον εκτελούντα την επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου. Τούτο, μάλιστα, διότι, ο εκτελών την επεξεργασία, ενεργεί την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών και όχι για δικό του λογαριασμό. Η αναφορά στο άρθρο 11 παρ. 1 περ. α` του ν. 2472/1997, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για την ταυτότητά του “και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του”, αφορά τον τυχόν εκπρόσωπο του υπεύθυνου επεξεργασίας, προς τον οποίο το υποκείμενο θα μπορεί να απευθύνεται για την άσκηση των δικαιωμάτων του και όχι τον εκτελούντα την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, Εξάλλου, ο εκτελών την επεξεργασία, δεν ταυτίζεται με τον “τρίτο”, όπως ρητά εξειδικεύεται στο σχετικό ορισμό του άρθρου 2 περ. θ` του άνω νόμου. Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 3 περί υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει το υποκείμενο για την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτο, πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων στον τρίτο, δεν έχει εφαρμογή και για την περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων στον εκτελούντα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η ως άνω κρίση, εκτός της αναφοράς της ενημέρωσης σε “κατηγορίες αποδεκτών”, στηρίζεται και στο ότι η ίδια διατύπωση διαλαμβάνεται και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β` του νόμου αυτού, που ορίζει ότι, μεταξύ των πληροφοριών, τις οποίες το υποκείμενο έχει δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι και “οι κατηγορίες των αποδεκτών” των δεδομένων, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη ταυτότητα του αποδέκτη. Επίσης, στηρίζεται και στο ότι, δεν θεσπίζεται υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, πέραν εκείνης της ενημέρωσης του υποκειμένου κατά τη συλλογή των δεδομένων περί των στοιχείων, που προαναφέρθηκαν, και για τη μεταγενέστερη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, σε κάθε είδους εξέλιξη της επεξεργασίας, χωρίς σχετική αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων, εκτός της περίπτωσης που προαναφέρθηκε, της ενημέρωσης δηλαδή του υποκειμένου πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτον. Προκειμένου, όμως, να εξασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας, της ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και να μπορεί το υποκείμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα της πρόσβασης και των αντιρρήσεων, προβλέπεται με σαφήνεια, ότι το υποκείμενο των δεδομένων, μπορεί να υποβάλει αίτηση στον υπεύθυνο επεξεργασίας και να ζητήσει την αναλυτική ενημέρωση για όλα τα στοιχεία και την εξέλιξη της επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. Μεταξύ δε αυτών των στοιχείων, περιλαμβάνεται ασφαλώς και η πληροφόρησή του για την κοινοποίηση των δεδομένων σε συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αρχή, υπηρεσία ή οργανισμό, που επεξεργάζεται τα δεδομένα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (εκτελούντα την επεξεργασία) και το οποίο θα ανήκει στην κατηγορία αποδεκτών για την οποία έχει ενημερωθεί. Αντίστοιχη αυτοτελής υποχρέωση ενημέρωσης με εκείνη του υπεύθυνου επεξεργασίας δεν βαρύνει τον εκτελούντα την επεξεργασία, ενόψει του ότι αυτός ενεργεί για λογαριασμό και υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν και ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας τα δεδομένα, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους της εκτέλεσης της σχετικής σύμβασης ανάθεσης της επεξεργασίας για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (ΟλΑΠ 3/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 186/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 901/2019 ΠοινΔ/νη 2020 σελ. 743, ΑΠ 1063/2018 Δημ. Νόμος, βλ. &ΔΕΕ (C-210/16 Wirtschaftsakademie, C-25/17 Jehovantodistajat και C-40/17 FashionID), Κατευθυντήριες Γραμμές με αριθμό 7/2020 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων «για τις έννοιες του υπευθύνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία υπό τον ΓΚΠΔ»).Εξάλλου, στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου, όπως τα εδάφια β΄, γ΄ και ε΄ της παρ.2 αυτής τροποποιήθηκαν, αντιστοίχως, με τα άρθρα 22 παρ. 1 του Ν. 3471/2006, 34 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α 109) και 34 παρ.2 του Ν. 2915/2001, όπως η τελευταία συμπληρώθηκε με το άρθρο 26 παρ.4 του Ν.3156/2003 (ΦΕΚ Α 157), ορίζεται ότι «1. Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:α) Το υποκείμενο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του, εκτός εάν η συγκατάθεση έχει αποσπασθεί με τρόπο, που αντίκειται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη ή νόμος ορίζει ότι η συγκατάθεση δεν αίρει την απαγόρευση. β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου ή προβλεπομένου από το νόμο συμφέροντος τρίτου, εάν το υποκείμενο τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεσή του. γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα, που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου. δ) Η επεξεργασία αφορά θέματα υγείας και εκτελείται από πρόσωπο, που ασχολείται κατ’ επάγγελμα με την παροχή υπηρεσιών υγείας και υπόκειται σε καθήκον εχεμύθειας ή σε συναφείς κώδικες δεοντολογίας, υπό τον όρο ότι η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την ιατρική πρόληψη, διάγνωση περίθαλψη ή τη διαχείριση υπηρεσιών υγείας. ε) Η επεξεργασία εκτελείται από Δημόσια Αρχή και είναι αναγκαία είτε αα) για λόγους εθνικής ασφάλειας, είτε ββ) για την εξυπηρέτηση των αναγκών εγκληματολογικής ή σωφρονιστικής πολιτικής και αφορά τη διακρίβωση εγκλημάτων, ποινικές καταδίκες ή μέτρα ασφαλείας, είτε γγ) για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, είτε δδ) για την άσκηση δημόσιου φορολογικού ελέγχου ή δημόσιου ελέγχου κοινωνικών παροχών. στ) Η επεξεργασία πραγματοποιείται για ερευνητικούς και επιστημονικούς αποκλειστικά σκοπούς και υπό τον όρο ότι τηρείται η ανωνυμία και λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων, στα οποία αναφέρονται. ζ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων, και πραγματοποιείται αποκλειστικά για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η άδεια της αρχής χορηγείται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, καθώς και στο πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον δεν παραβιάζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Με τη διάταξη του άρθρου 7 Α παρ.1 του ιδίου νόμου, όπως η τελευταία προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. 2819/2000 (ΦΕΚ Α 84), προβλέφθηκαν περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση της έγγραφης γνωστοποίησης προς την Αρχή της σύστασης και λειτουργίας αρχείου κατά το άρθρο 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας από αυτήν για τη συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων κατά το άρθρο 7 του ανωτέρω νόμου στις ακόλουθες περιπτώσεις: «…α) ΄Οταν η επεξεργασία πραγματοποιείται αποκλειστικά για σκοπούς, που συνδέονται άμεσα με σχέση εργασίας ή έργου ή με παροχή υπηρεσιών στο δημόσιο τομέα και είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρέωσης, που επιβάλλει ο νόμος ή για την εκτέλεση των υποχρεώσεων από τις παραπάνω σχέσεις και το υποκείμενο έχει προηγουμένως ενημερωθεί…., δ)Όταν η επεξεργασία αφορά δεδομένα υγείας και γίνεται από ιατρούς ή άλλα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες υγείας, εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεσμεύεται από το ιατρικό απόρρητο ή άλλο απόρρητο, που προβλέπει νόμος ή κώδικας δεοντολογίας, και τα δεδομένα δεν διαβιβάζονται ούτε κοινοποιούνται σε τρίτους. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης τα δικαστήρια και οι δημόσιες αρχές δεν λογίζονται ως τρίτοι, εφόσον τη διαβίβαση ή κοινοποίηση επιβάλλει νόμος ή δικαστική απόφαση. Δεν εμπίπτουν στην απαλλαγή της παρούσας διάταξης τα νομικά πρόσωπα ή οργανισμοί που παρέχουν υπηρεσίες υγείας, όπως κλινικές, νοσοκομεία, κέντρα υγείας, κέντρα αποθεραπείας και αποτοξίνωσης, ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρίες, καθώς και οι υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όταν η επεξεργασία διεξάγεται στο πλαίσιο προγραμμάτων τηλεϊατρικής ή παροχής ιατρικών υπηρεσιών μέσω δικτύου….  2. Σε όλες τις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας υπόκειται σε όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο παρών νόμος και υποχρεούται να συμμορφώνεται με ειδικούς κανόνες επεξεργασίας που η Αρχή εκδίδει σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 5του παρόντος νόμου.» (ΑΠ ποιν 901/2019 Ποιν/Δνη 2020, σελ. 743, ΑΠ 1079/2018 Δημ. Νόμος). Η συνδρομή εξαιρετικής περίπτωσης, εξ αιτίας της οποίας δεν απαιτείται συναίνεση του υποκειμένου ή χορήγηση αδείας εκ μέρους της Αρχής κατά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, συνιστά ένσταση εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας, εναγομένου σε καταβολή αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος, υποκειμένου των δεδομένων (ΑΠ 1079/2018 ό.π.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου, «Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις», ενώ κατά την παρ. 8 του ίδιου άρθρου «Αν οι πράξεις των παρ. 1 έως 5 του παρόντος άρθρου τελέσθηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή». Από τη διατύπωση δε της παραπάνω διάταξης καθίσταται σαφές ότι το αδίκημα του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν 2472/1997 είναι ένα υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα και μόνο στην πρώτη μορφή τέλεσής του τίθεται ως προϋπόθεση η πράξη της επέμβασης σε αρχείο. Στις υπόλοιπες μορφές τέλεσης δεν τίθεται ως προϋπόθεση να υφίσταται ή να έχει προηγηθεί επέμβαση σε αρχείο χωρίς δικαίωμα (ΑΠ ποιν 901/2019 Ποιν Δ/νη 2020, σελ. 743, ΑΠ 1079/2018 ό.π., ΑΠ 1372/2015, ΑΠ 1110/2013). Περαιτέρω, με το Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων [Κανονισμό 2016/679 (ΕΕ)], που τέθηκε σε εφαρμογή από τις 25.5.2018, καταργήθηκε η γενική υποχρέωση γνωστοποίησης της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις εποπτικές αρχές, την οποία προέβλεπε η Οδηγία 95/46/ΕΚ, η οποία είχε ενσωματωθεί στον ως άνω Ν. 2472/1997. Επιπλέον, παρασχέθηκε με αυτόν στον εθνικό νομοθέτη η εξουσιοδότηση να θεσπίσει ή να διατηρήσει περαιτέρω όρους για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικών κατηγοριών (κατά το προηγούμενο καθεστώς του Ν. 2472/1997 και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, χαρακτηρίζονταν ως “ευαίσθητα” δεδομένα), τα οποία περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 9 αυτού, μεταξύ των οποίων και η υποχρέωση λήψης άδειας από την ως άνω Αρχή. Ήδη, με το άρθρο 84 του ισχύοντος, από την 29η.8.2019, Νόμου 4624/2019 (ΦΕΚ A’ 137/29.8.2019), με το οποίο ορίζεται ότι “Ο ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, με την επιφύλαξη των ορισμών του άρθρου 2, όπου γίνεται ρητή παραπομπή σε αυτούς σε σχετική με τα προσωπικά δεδομένα νομοθεσία, του δεύτερου έως και του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β του άρθρου 2 για την ανακοίνωση και δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του εδαφίου β της παραγράφου 2 του άρθρου 3, μόνο ως προς τα αδικήματα, που περιγράφονται σε αυτό, του τρίτου έως και του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ανωτέρου νόμου για την εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης, του άρθρου 13 παράγραφος 3, της σύστασης της Αρχής με την παράγραφο 1 του άρθρου 15, του άρθρου 18 παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 2,1 που αφορά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του ν. 3471/2006 (Α 133), τα οποία διατηρούνται σε ισχύ, καταργείται”, καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του Ν. 2472/1997, κατά το μέρος που προέβλεπαν τη γνωστοποίηση στην ως άνω Αρχή και τη λήψη άδειας από αυτή για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συνακόλουθα δε και οι αντίστοιχες ποινικές κυρώσεις του άρθρου 22 παρ. 1 και 2 του Ν. 2472/1997, ενώ δεν προβλέφθηκε η υποχρέωση για προηγούμενη γνωστοποίηση ή λήψη άδειας από την ως άνω Αρχή για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικών κατηγοριών κατά το άρθρο 9 παρ. 4 του προαναφερόμενου Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων και ως εκ τούτου οι σχετικές πράξεις κατέστησαν ανέγκλητες (βλ. σχετ. ΑΠ 40/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΑΠ). Εξάλλου, στην παρ. 1του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 με τίτλο “αστική ευθύνη”, ορίζεται, ότι “φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον” (ΑΠ 186/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος). Η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη (παρ. 2)”. Οι διατάξεις αυτές ερμηνεύονται με βάση: α) το σκοπό του Ν. 2472/1997, συνιστάμενο στη διασφάλιση του φιλελεύθερου και δικαιοκρατικού χαρακτήρα της τεχνολογικής ανάπτυξης και στην προστασία του ατόμου από την πληροφορική και ψηφιακή τεχνολογία, η οποία παρέχει θεωρητικώς και πρακτικώς απεριόριστες δυνατότητες συσσώρευσης και συσχετισμού πληροφοριών για όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής του ανθρώπου και επιτρέπει την παραγωγή, με βάση τις ιδιότητές του ως πολίτη, εργαζομένου, ασφαλισμένου, καταναλωτή κλπ, μιας ανάγλυφης εικόνας της προσωπικότητάς του, η οποία τον καθιστά διαφανή και κατά τούτο ελέγξιμο, αν όχι και χειραγωγήσιμο και β) υπό το φως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ως κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, συναγομένων επαγωγικώς εκ των επί μέρους εκδηλώσεων της ζωής, της επιστήμης και της τέχνης και χρησιμοποιουμένων προς εξειδίκευση της αόριστης νομικής εννοίας “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (ΑΠ 186/2020 ό.π.). Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1977 ή (και) των κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφ` ενός των περιστατικών, που συνιστούν την παράβαση, και αφ` ετέρου της πιθανότητος να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητος τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη, από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα και με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας (βλ. ΑΠ 186/2020 ό.π., ΑΠ 79/2020 ό.π.,ΑΠ 171/2019Δημ. Νόμος, ΑΠ 1740/2013, ΑΠ 637/2013Δημ. Νόμος).Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων για να είναι νόμιμη πρέπει να τηρεί συγκεκριμένους κανόνες, που προβλέπονται στο νόμο και ανάγονται σε αρχές επεξεργασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η αρχή της νομιμότητας του σκοπού και του τρόπου επεξεργασίας, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να εξυπηρετεί συγκεκριμένο νόμιμο σκοπό και επιπλέον τα προς επεξεργασία δεδομένα πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα απ` όσα κάθε φορά απαιτούνται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. Περαιτέρω, για να είναι κατά το νόμο επιτρεπτή η επεξεργασία πληροφοριών για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, απαιτείται, με την επιφύλαξη συνδρομής κάποιας εκ των προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ως άνω νόμου εξαιρέσεων, η προηγούμενη παροχή έγγραφης συγκατάθεσης του υποκειμένου της επεξεργασίας, με ελεύθερη, ρητή, ειδική και σε πλήρη επίγνωση σχετική δήλωση βούλησης αυτού προς τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. Εξάλλου, οι ποινικές κυρώσεις του νόμου αυτού δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής, όταν κάποιος κάνει χρήση των πληροφοριών, που περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος, που επενέβη σε αρχείο, διότι εκλείπει η κατά το άρθρο 3 του ως άνω νόμου προϋπόθεση του αρχείου (ΑΠ 186/2020 ό.π., ΑΠ 474/2016, ΑΠ 1372/2015, ΑΠ 2053/2010, ΑΠ 2079/2007 επί ποινικών υποθέσεων). Όμως τα παραπάνω δεν ισχύουν, όταν οι πληροφορίες, οι οποίες περιήλθαν νομίμως σε γνώση του υπευθύνου επεξεργασίας και περιελήφθησαν ή πρόκειται να περιληφθούν σε τηρούμενο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας αρχείο και για συγκεκριμένο σκοπό, έτυχαν περαιτέρω επεξεργασίας και ειδικότερα χρησιμοποιήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο ή διαβιβάσθηκαν σε τρίτο, χωρίς να συντρέχουν οι από το νόμο κατά τα ήδη προεκτεθέντα προϋποθέσεις για την κατά τα ως άνω περαιτέρω επεξεργασία αυτών, οπότε ο υπεύθυνος της επεξεργασίας αυτής ενέχεται, κατά το άρθρο 23 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος, υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον ο τελευταίος από την παράνομη επεξεργασία αυτών υπέστη ηθική βλάβη (βλ. ΑΠ 186/2020 ό.π., ΑΠ 1079/2018, ΑΠ 1520/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 637/2013 ό.π.). Ο καθορισμός βέβαια με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 23 του ως άνω νόμου ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών από ιδιαίτερα έντονες προσβολές της τιμής και της υπολήψεώς τους και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία, υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος υποχρέωσή της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 εδ. δ` του Συντάγματος και τη θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 2.000.000 δραχμών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή έννοια αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, στις οποίες (περιπτώσεις) και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται από το δικαστήριο της ουσίας, με την έννοια του προσδιορισμού στο καθοριζόμενο από αυτήν ποσό χρηματικής ικανοποιήσεως, όχι κρίνοντας αυτήν ως εύλογη, αλλά θεωρώντας ότι δεσμεύεται από την ανωτέρω διάταξη, μολονότι το είδος και η βαρύτητα της προσβολής δε δικαιολογούν τον καθορισμό του εν λόγω ποσού (βλ. Ολ.ΑΠ 6/2011, ΑΠ 252/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, για την ύπαρξη αδικοπραξίας, κατά το άρθρο 914 Α.Κ., απαιτείται, εκτός άλλων όρων, παράνομη συμπεριφορά [θετική πράξη ή παράλειψη], προσώπου. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η προσβολή ορισμένου δικαιώματος άλλου ή απλώς συμφέροντος του, προστατευομένου από τη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάζεται (ΑΠ 105/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 1284/2017, ΑΠ 5/2001, ΑΠ 87/2000 Δημ. Νόμος). Το δικαίωμα της προσωπικότητας, ως πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση ατόμου και είναι με αυτό [άτομο] αναπόσπαστα συνδεδεμένα (άρθρο 2 παρ.1 Συντάγματος), προστατεύεται, σε περίπτωση προσβολής, από τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ. Η προσβολή της προσωπικότητας πρέπει να είναι παράνομη, να γίνεται δηλ., όταν είτε δεν υπάρχει δικαίωμα είτε ασκείται υπάρχον δικαίωμα καταχρηστικώς (άρθρα 281 A.K., 25 παρ.3 Συντάγματος). Αγαθά, που προστατεύονται από την προσωπικότητα είναι και η τιμή και η επαγγελματική αξία του ατόμου. Η τιμή του ατόμου, ειδικότερα, αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση, απέναντι του, των άλλων και προστατεύεται, κυρίως, ως κοινωνικό αγαθό (άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος). Αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας είναι και η αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής βλάβης του προσβαλλόμενου. Για την αξίωση αποζημιώσεως προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης, συνισταμένη και σε πληρωμή εύλογου χρηματικού ποσού, απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας (άρθρα 57 παρ.2, 59, 914, 299, 932, 926, 927, 71 A.K.). Οι όροι δηλ. αυτής της παροχής εξομοιώνονται με εκείνους της αποζημιώσεως [προσβολή, παράνομη συμπεριφορά, που προκάλεσε την προσβολή, αιτιώδης σύνδεσμος της προσβολής με την παράνομη συμπεριφορά και υπαιτιότητα εκείνου, που προσβάλλει] (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 105/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος). Τα έννομα αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι, ώστε, η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη (πρβλ. Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος). Η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, μειωτική προς την προσωπικότητα του εργαζομένου, κατά τις εκφάνσεις της τιμής καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μείωση της επαγγελματικής αξίας του, όπως απόλυση του εργαζομένου από τον εργοδότη, κατά τρόπο, που εκθέτει [μειώνει] τον απολυθέντα στους συναδέλφους του και στο κοινωνικό του περιβάλλον, εν όψει και του είδους της απασχολήσεως και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος του εργαζομένου για πραγματική απασχόληση, δικαιολογεί αξίωση του τελευταίου (εργαζομένου) για αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής του βλάβης. Η αξίωση αυτή στηρίζεται στα άρθρα 914, 57 παρ. 2, 59, 299, 932, 926, 927, 71 A.K. σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 669, 672, 361 A.K.. Στο δικόγραφο της αγωγής, με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη, πρέπει να εκτίθενται ότι ο εργαζόμενος υπέστη ηθική βλάβη για συγκεκριμένους λόγους [ή λόγο], από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, που πρέπει ο εργαζόμενος και να αποδεικνύει (ΑΠ 105/2020 ό.π., ΑΠ 1186/1990 Δημ. Νόμος). Προκειμένου δε, να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό, λαμβάνονται υπ` όψη και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, όπως και η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, χωρίς να αναφέρεται αναγκαίως και σε τι συνίσταται η κατάσταση αυτή, η κοινωνική θέση του διαδίκου, που προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, το είδος και η έκταση της βλάβης (ΑΠ ολ. 13/1999 ΕλλΔ 40. 753, ΑΠ 105/2020 ό.π., ΑΠ 849/2015, ΑΠ 1114/2013 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι, σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό, την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αρ. 1 ή 19, αντίστοιχα και, αν πρόκειται για αποφάσεις των ειρηνοδικείων: άρθρο 560 ΚΠολΔ, από τους αριθμούς 1 ή 6, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Κρίσιμος δε χρόνος για τον υπολογισμό των εύλογων αυτών χρηματικών ποσών είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 142/2019 ό.π., ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017). Περαιτέρω και πλέον των όσων έχουν εκτεθεί, οι ως άνω συνθήκες (βαθμός πταίσματος, μέγεθος προσβολής, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.), λαμβάνονται υπόψη, για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και επομένως δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση κάποιας από αυτές ή των ειδικότερων προσδιοριστικών στοιχείων τους στην απόφαση, να είναι αναγκαία, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας της, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι` αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1572/2018 ό.π., ΑΠ 600/2018, ΑΠ 322/2014, ΑΠ 285/2012).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση  της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή (522 ΚΠολΔ) συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή όσον και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο εναγόμενος με τις προτάσεις του στο Εφετείο κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. Στην αντίστροφη περίπτωση, αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος, με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του, όμως, αυτή να εξετάζει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι, το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές αποφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 892/2013 – 878/2000 – 192/1998 – 1326/1984 ΝοΒ 33, 997). Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι, οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ’ ανάγκη τη βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη, ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι’ αυτό και, σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης, η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου, που επιδικάστηκε, με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34,347). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔικ., για την επαναφορά ισχυρισμών, που προβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση, στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους, με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζητήσεως, που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση, με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων, που τους περιέχουν (ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1346/2012, ΑΠ 446/2011, ΑΠ 1154/2002, πρβλ. Ολομ. ΑΠ, 23/2008, 14/2005, 9/2000). Απαιτείται, δηλαδή, η αναφορά αυτή να είναι σαφής και ορισμένη σε τρόπο ώστε να προκύπτει από αυτή ο εκ νέου επικαλούμενος ισχυρισμός, ο οποίος είχε προβληθεί κατά την προηγούμενη συζήτηση και επαναλαμβάνεται κατά τη νέα, με την αναφορά στις προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως (ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 446/2011). «Κεφάλαιο» θεωρείται δε η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 2185/2013, ΑΠ 842/2010, ΑΠ 132/2004). Επί αγωγής δε αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 298, 299 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει, όμως, και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, διότι το τελευταίο δεν συνέχεται αναγκαστικώς με τα εν λόγω εκκληθέντα ως άνω κεφάλαια της αποφάσεως. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου του μη εκκληθέντος κεφαλαίου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ` αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 504/2018 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος).

Τέλος, για την κατά κανόνα νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Αν, όμως, αποδειχθεί η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού, τότε αυτή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος. Ποιά πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο, που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Συνεπώς, η εκ μέρους του εναγομένου προβαλλόμενη έλλειψης ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής (ΑΠ 1679/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 921/2007, ΑΠ 2102/2007, ΤριμΕφΠειρ 466/2020 ΔημΙστοσελΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 ΔημΙστοσελΕφΠειρ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, μ’ επιμέλεια της δεύτερης των εναγομένων και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκομίζονται νόμιμα μ’ επίκληση από τους διαδίκους, είτε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339, 395, 591 παρ. 1, 3 και 614 παρ. 3ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 του ΚΠολΔ)(ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.), από τις προσκομιζόμενες, μ’ επίκληση, από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. …../23.05.2018 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, και υπ’ αριθμ. ……./23.05.2018 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων …….., οι οποίες δόθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./18.05.2018 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ……… και την υπ’ αριθμ. ………./18.05.2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ………, σε συνδυασμό με την, από 18.05.2018, κλήση προς τις εναγόμενες), από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), την εν γένει αποδεικτική διαδικασία και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όσους νόμιμα και παραδεκτά επανυποβάλλουν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, στις 04.07.2016, στο λιμάνι του Πειραιά, με την ειδικότητα της Θαλαμηπόλου Α΄ τάξης, αντί των προβλεπομένων από την ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίων αποδοχών, στο υπό ελληνική σημαία και με αριθμό Νηολογίου Χανίων …., Ε-Γ/ΟΓ πλοίο «ΚΙ», κ.ο.χ. 27.239 (βλ. σχετ. φωτ/φο Φυλλαδίου Ναυτικού της ενάγουσας με Αριθμό Μητρώου …./21-02-2003), το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στην πρώτη των εναγομένων. Το ως άνω πλοίο ναυλώθηκε από τη δεύτερη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία «………..», για την εκτέλεση του δρομολογίου μεταξύ των λιμένων Πειραιά – Καλύμνου – Κω – Ρόδου, τους οποίους προσέγγιζε έως τότε το πλοίο της ιδίας «Δ». Οι εναγόμενες εταιρίες ισχυρίζονται ότι η πρώτη εξ αυτών, κυρία του ένδικου πλοίου, ήταν και η εργοδότρια της ενάγουσας, αφού είχε διατηρήσει, ως εκναυλώτρια, την εξουσία επάνδρωσης του ένδικου πλοίου. Ωστόσο, δεν προσκομίζεται το συμφωνητικό ναύλωσης του πλοίου, ώστε να προκύπτει εάν προβλέφθηκε η διατήρηση της εκμετάλλευσης του πλοίου από την εκναυλώτρια, ιδίω ονόματι, δια της συνεναγομένης της ναυλώτριας του πλοίου, ούτε, επίσης, προσκομίζεται η έγγραφη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, από την οποία να προκύπτει ποια εκ των δύο εταιριών συμβλήθηκαν μαζί της, ως εργοδότρια. ΄Αλλωστε, μία τέτοια συμφωνία μεταξύ ναυλωτή και εκναυλωτή, θα είχε ισχύ μόνο στις εσωτερικές σχέσεις των μερών, από τη στιγμή, που, εν προκειμένω, έρχεται σε αντίθεση με την καταχωρημένη δήλωση στο αρμόδιο νηολόγιο περί εφοπλισμού του ένδικου πλοίου από τη δεύτερη εναγομένη, από την οποία προκύπτει ότι περιλαμβάνεται και το επίδικο χρονικό διάστημα (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. ………../27.12.2016 έγγραφο του Τμήματος Νηολογίων και Ναυτικών Υποθέσεων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Χανίων, σύμφωνα με το οποίο έχει εγγραφεί στη μερίδα του ένδικου πλοίου πράξη εφοπλισμού του πλοίου, την 01.07.2016, στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία για το χρονικό διάστημα από 01.07.2016 έως την 05.09.2016). Η δήλωση αυτή δεν επιδιώκει να πληροφορήσει τους τρίτους για το δικαιούμενο να εκμεταλλευτεί το πλοίο, αλλά να καταστήσει γνωστό το γεγονός ότι δεν εκμεταλλεύεται το πλοίο ο κύριος, αλλά άλλος (βλ. σχετ. Α. Αντάπαση – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 402, 405). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, η πρώτη των εναγομένων είχε μεν αναλάβει την τεχνική διαχείριση του πλοίου, μεριμνώντας μεταξύ άλλων και για την επάνδρωση αυτού, για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, η οποία είχε τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του ναυλωθέντος πλοίου, καθώς και τη βούληση ν’ ασκήσει, όπως και πράγματι ασκούσε, για ίδιο λογαριασμό, την επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσής του φέροντας απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ενάγουσα, αλλά και ο Προϊστάμενός της Αρχιθαλαμηπόλος, ………….., προέρχονταν από πλοία της δεύτερης εναγομένης και δη η ενάγουσα ναυτολογείτο από το έτος 2008, με αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας, σε πλοία της δεύτερης εναγομένης (ΜΟ, Δ) και ο τελευταίος από το Μάρτιο του 2016, οπότε ξεκίνησε να εργάζεται στην ακτοπλοΐα, ενώ, αντίστοιχα, άλλα μέλη του πληρώματος γενικών υπηρεσιών του πλοίου προέρχονταν από πλοία της πρώτης εναγομένης. Εργοδότρια της ενάγουσας, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ήταν η δεύτερη εναγομένη, με την ιδιότητα της εφοπλίστριας, την οποία, άλλωστε, και συνομολογεί, καθώς εργοδότης του ναυτικού είναι ο κύριος της ναυτικής επιχείρησης, αυτός δηλαδή, που ασκεί την εκμετάλλευση αυτής, που δεν μπορεί να είναι άλλος από τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή. Στην ατομική δε καρτέλλα ναυτικού, την οποία τηρεί η δεύτερη εναγομένη για την υπηρεσία της ενάγουσας στην επιχείρησή της και προσκομίζεται παραδεκτώς από την ενάγουσα το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αναγράφεται, μεταξύ άλλων, στο «Μητρώο Υπηρεσίας στην εταιρεία» (δηλ. στην εταιρία «……….»), ότι η ενάγουσα ναυτολογήθηκε στο πλοίο «KI», από 04.07.16 έως 20.07.16, με «αιτιολογία απολύσεως» «Αμοιβαία Συναινέσει». Το γεγονός δε ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλε τη μισθοδοσία της ενάγουσας (βλ. προσκομιζόμενη αναλυτική απόδειξη μισθοδοσίας του μηνός Ιουλίου 2016 και, από 24.05.2018, επιστολή της AlphaBank (Κατάστημα Χανίων), σύμφωνα με την οποία εκτελέστηκε, την 01.08.2016, εντολή μεταφοράς ποσού 686,83 ευρώ από την πρώτη εναγομένη, προς εξόφληση της μισθοδοσίας του Ιουλίου 2016 προς τον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας], δεν προσδίδει σε αυτήν και την ιδιότητα της εργοδότριας, καθώς οι καταβολές αυτές για τη μισθοδοσία των ναυτικών, ανάγοντα σε συμφωνία μεταξύ ναυλώτριας και εκναυλώτριας εταιρείας, που αφορά στις εσωτερικές τους σχέσεις, ενώ κατά συνήθη πρακτική των εταιρειών επί ναυλώσεως πλοίου, αφαιρούνται, ακολούθως, από τον οφειλόμενο ναύλο. ΄Αλλωστε, κατά το άρθρο 106 παρ. 1 του ΚΙΝΔ, «Ο εφοπλιστής, εκτός εναντίας συμφωνίας, διορίζει τον πλοίαρχον». Όταν ο κύριος του πλοίου επιφυλάξει για τον εαυτό του το δικαίωμα να διορίσει τον πλοίαρχο, δεν το κάνει για να συνομολογήσει την οικεία σύμβαση εργασίας στο όνομά του και για λογαριασμό του, αλλά για να εξυπηρετήσει και το συμφέρον του, επιλέγοντας, απλώς, αυτός το πρόσωπο που θ’ αναλάβει τη διακυβέρνηση του πλοίου. Τη σύμβαση ναυτολόγησης του πλοιάρχου συνάπτει στο όνομα και για λογαριασμό του εφοπλιστή, ο οποίος και είναι ο εργοδότης. Αυτό προκύπτει αν συνδυάσει κανείς τις διατάξεις των άρθρων 37, 84 και 85 και 105 παρ. 4 ΚΙΝΔ. Αλλά και ο πλοίαρχος προσλαμβάνει τα μέλη του πληρώματος στ’ όνομα και για λογαριασμό του εφοπλιστή (ΚΙΝΔ άρθρ. 53, 84, 85 και 105 παρ. 4) (βλ. σχετ. Αντάπαση – Λ. Αθανασίου, ό.π. σελ. 397, 412). Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της, τον οποίο επαναφέρει με την υπό στοιχείο Γ΄ έφεσή της. Επομένως, η εκκαλουμένη, η οποία κατέληξε ομοίως στις ως άνω κρίσεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ως προς την έννοια του εφοπλισμού και την ιδιότητα της δεύτερης εναγομένης ως εφοπλίστριας του ως άνω πλοίου και της πρώτης εναγομένης, ως κυρίας του πλοίου, ευθυνομένης, επομένως, όχι απεριόριστα, όπως η εφοπλίστρια, αλλά περιορισμένα και πραγματοπαγώς με το εν λόγω πλοίο και μέχρι της αξίας του, για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, κατά το αρ. 106 εδ. β` του ΚΙΝΔ, με βάση τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, καθώς την αποκλειστική εκμετάλλευση του ένδικου πλοίου για δικό της λογαριασμό, και τη ναυτική διεύθυνση και διαχείριση αυτού, απολαμβάνοντας τα κέρδη, και επωμιζόμενη παράλληλα τους κινδύνους από την επιχειρηματική της αυτή δραστηριότητα, ασκούσε κατά τον ίδιο χρόνο, η δεύτερη εναγομένη, ως εφοπλίστρια αυτού. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, η επάνδρωση του πλοίου, τουλάχιστον ως προς το προσωπικό του ξενοδοχειακού τμήματος αυτού, γινόταν, για λογαριασμό της δεύτερης των εναγομένων, από την πρώτη εξ αυτών, η οποία υπέβαλε τους υποψήφιους προς πρόσληψη ναυτικούς, κατά πάγια τακτική της, πέραν από τις προβλεπόμενες από το Ν. 4078/2012, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας 2006 της Δ.Ο.Ε., ιατρικές εξετάσεις προς έκδοση του πιστοποιητικού προς ναυτολόγηση, και σε τεστ ανίχνευσης φαρμακευτικών ουσιών (drugtest). Αντιθέτως, η δεύτερη εναγομένη, δεν ακολουθούσε, κατά την πρόσληψη του πληρώματος των πλοίων της, την τακτική υποβολής τους σε αντίστοιχη εξέταση, όπως και η ίδια συνομολογεί. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, καθ’ υπόδειξη της δεύτερης εναγομένης, μετέβη στα γραφεία της πρώτης εναγομένης, στον Πειραιά. Κατόπιν δε συστάσεως του υπεύθυνου πληρωμών της τελευταίας, επισκέφθηκε, στις 30.06.2016, τη Γενική Κλινική «…..», με την οποία συνεργάζεται η πρώτη εναγομένη, όπου υπεβλήθη σε ακτινογραφία θώρακος, παθολογική και οφθαλμολογική εξέταση, προκειμένου να κριθεί η ικανότητά της προς παροχή ναυτικής εργασίας. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ενημέρωσε τους ιατρούς της ως άνω Κλινικής ότι λαμβάνει νομίμως φαρμακευτική αγωγή (Zyprexa,με ημερήσια δόση 5 mg, Xanax με ημερήσια δόση 0,5 mg), αφού έθεσε υπόψιν αυτών την, από 30.06.2016, ιατρική γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού της, Ψυχιάτρου – Ψυχοθεραπευτή … .., σύμφωνα με την οποία «η κ. ……….. παρακολουθείται από τον υπογράφοντα, επειδή πάσχει από Αγχώδη Αντίδραση με ψυχοσωματικά, αγχώδη και καταθλιπτικά συμπτώματα. Εδόθη φαρμακευτική αγωγή Zyprexa 5 mg 1X1 και Xanax 0,5 mg 1X1. Η λειτουργικότητά της δεν έχει επηρεαστεί και μπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της εργασίας της». Ακολούθως, μετά τη διενέργεια των ως άνω αναγκαίων εξετάσεων, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κρίθηκε επαρκής για την άσκηση της ναυτικής εργασίας, χωρίς περιορισμούς, προς τούτο δε εκδόθηκε το, από 30.06.2016, ιατρικό πιστοποιητικό προς ναυτολόγηση, από τον Ειδικό Παθολόγο ……. και το Χειρουργό Οφθαλμίατρο ……… Το γεγονός δε ότι η προμνησθείσα ιατρική γνωμάτευση του Ψυχιάτρου ………, τέθηκε υπόψιν των ιατρών της ως άνω Κλινικής, αποδεικνύεται από τη φερόμενη στο προσκομιζόμενο από την ενάγουσα φωτοαντίγραφο ημερομηνία αποστολής αυτής μέσω τηλεομοιοτυπίας (30.6.2016 και ώρα 09.54΄), προς τον αριθμό φαξ της εν λόγω Κλινικής. Η ενάγουσα υπεβλήθη, όμως, την ίδια μέρα, πέραν των ως άνω ιατρικών εξετάσεων, κατ’ απαίτηση της πρώτης εναγομένης, σε εξέταση ανίχνευσης φαρμακευτικών ουσιών, τα αποτελέσματα της οποίας εκδόθηκαν είκοσι περίπου ημέρες μετά τη διενέργεια της εξέτασης αυτής και απεστάλησαν, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην πρώτη εναγομένη, όπως βεβαιώνεται στο, από 08.09.2017, έγγραφο του γραφείου Κίνησης Ασθενών της Κλινικής, χωρίς προηγουμένως να γνωστοποιηθούν στην ενάγουσα. Λόγω δε της λήψης από την ενάγουσα των ως άνω φαρμακευτικών ουσιών η εν λόγω εξέταση εμφάνισε την ύπαρξη βενζοδιαζεπινών. Η ενάγουσα απολύθηκε άμεσα, για την αιτία αυτή, στις 20.07.2016, καθώς προσχηματικά αναγράφηκε στο ναυτικό της φυλλάδιο η αιτιολογία «αμοιβαία συναινέσει», ενώ πραγματική αιτία της απολύσεώς της ήταν η γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων της ως άνω εξέτασης περί λήψεως από την εργαζόμενη των συγκεκριμένων φαρμάκων(βλ. σχετ. φυλλάδιο Ναυτικού της ενάγουσας). Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, μόλις πληροφορήθηκε τα αποτελέσματα της ως άνω εξέτασης, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της προς επάνδρωση του πλοίου και τήρησης του Κώδικα ασφαλούς διαχείρισης του πλοίου (ISM), έδωσε εντολή προς απόλυση της ενάγουσας, ενεργώντας, στο πλαίσιο αυτό, ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης και δεσμεύοντας άμεσα αυτήν. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι, στις 20.0.2016, ανακοινώθηκε στην ενάγουσα η απόλυσή της, καταρχήν από τον Προϊστάμενό της, Αρχιθαλαμηπόλο ………, εν συνεχεία δε ακολουθήθηκε η διαδικασία της απόλυσης από τον Πλοίαρχο του πλοίου. Η ενάγουσα ναυτολογήθηκε εκ νέου, στις 05/08/2016, στο Ε/Γ-Ο/Γ «Σ», κόρων ολικής χωρητικότητας 6.745,95, ως Θαλαμηπόλος, αντί των προβλεπομένων από την ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίων αποδοχών (βλ. σχετ. φυλλάδιο ναυτικό της ενάγουσας). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη, κυρία και εκναυλώτρια του πλοίου, στο πλαίσιο της τεχνικής διαχείρισης και επάνδρωσης αυτού, υπέβαλε την ενάγουσα σε εξέταση ανίχνευσης φαρμακευτικών ουσιών και, ακολούθως, προέβη σε επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της, ήτοι των αποτελεσμάτων της εν λόγω εξέτασης, αφού έλαβε τα αποτελέσματα αυτά από τη Γενική Κλινική «……..» και τα γνωστοποίησε σε τρίτους, χωρίς προηγουμένως να έχει προβεί στην απαιτούμενη ενημέρωση της ενάγουσας, κυρίως, ως προς τους αποδέκτες των δεδομένων αυτών και χωρίς να έχει εξασφαλίσει συγκεκριμένη και ειδική έγγραφη συγκατάθεση της ενάγουσας προς τούτο, κατά παράβαση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2α του άρθρου 7 του Ν. 2472/1997. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι τούτο συνάδει με την υπαγορευόμενη από το άρθρο 4 στοιχ. β` ν. 2472/1997 αρχή της αναλογικότητας της επεξεργασίας, καθώς η πρώτη εναγομένη δεν αναφέρει το λόγο, για τον οποίο ήταν απολύτως αναγκαία η επεξεργασία, χρησιμοποίηση και περαιτέρω γνωστοποίηση σε τρίτους, εν αγνοία και δη χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση της ενάγουσας, του πορίσματος των ιατρικών εξετάσεών της («drugtest»), τη στιγμή, μάλιστα, που η εν λόγω εξέταση δεν περιλαμβανόταν στις, κατά νόμο, αναγκαίες εξετάσεις για την απόκτηση ιατρικού πιστοποιητικού ικανότητας προς ναυτολόγηση της ενάγουσας, δεν αποδείχθηκε δε ότι στην προκειμένη περίπτωση ότι υφίστατο κάποιος λόγος απαλλαγής, από τους προβλεπόμενους στη διάταξη του άρθρου 7Α του ίδιου νόμου, για την εν λόγω επεξεργασία, οπότε συντρέχει περίπτωση μη νόμιμης επεξεργασίας του ως άνω ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου της (ΑΠ ποιν 901/2019 ό.π.). Σε κάθε δε περίπτωση, εφόσον η ως άνω εξέταση δεν προβλεπόταν, όπως προαναφέρθηκε, στις, κατά νόμο, αναγκαίες εξετάσεις, στις οποίες έπρεπε η ενάγουσα να υποβληθεί για τη ναυτολόγησή της, πολλώ δε μάλλον δεν περιλαμβανόταν η γνωστοποίηση και η λήψη υπόψη για τη ναυτολόγησή της του πορίσματος αυτής, κατόπιν σταθμίσεως των εκατέρωθεν συγκρουόμενων εννόμων αγαθών, ο σκοπός της συλλογής και επεξεργασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας και δη η προστασία των επιβαινόντων στο ως άνω πλοίο, εν προκειμένω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων, συμφερόντων και θεμελιωδών ελευθεριών της θιγομένης από την επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της και δη του απορρήτου της ιδιωτικής της ζωής (βλ. σχετ. ΕφΔωδ 14/2017 ό.π.). Σημειώνεται ότι εάν η επέμβαση στο αρχείο γίνεται νομίμως, ήτοι με τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή με την τήρηση των προβλεπόμενων περιπτώσεων επιτρεπτής επεξεργασίας, τότε η προσβολή της ιδιωτικότητας δικαιολογείται λόγω προστασίας υπέρτερου εννόμου αγαθού: είτε των συμφερόντων, που έλκουν τρίτοι, ιδιωτικοί ή δημόσιοι φορείς, από την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων είτε της ανάπτυξης της προσωπικότητας του ίδιου του υποκειμένου, που χορηγεί τα δεδομένα, που τον αφορούν για να συμμετάσχει στα οικονομικά και κοινωνικά δίκτυα (βλ. σχετ. Γ. Νούσκαλης, Η ποινική προστασία προσωπικών δεδομένων μετά τον Κανονισμό 679/2016 και το σχετικό ελληνικό νομοσχέδιο. Ορισμένες πρώτες σκέψεις και επισημάνσεις, ΠοινΔ/νη 2018, σελ. 270). Επομένως, από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι συντρέχουν, εν προκειμένω, όλες οι προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της αστικής εκ του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 ευθύνης σε βάρος της ενάγουσας. Συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας (από πρόθεση) συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης, ήτοι τη χωρίς δικαίωμα επεξεργασία, μετάδοση και ανακοίνωση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας σε τρίτα πρόσωπα, προσεβλήθη η προσωπικότητα της ενάγουσας, ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και της καταστάσεως της υγείας της και εν γένει της ιδιωτικής της ζωής, που αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητάς της, με αποτέλεσμα να επέλθει διατάραξη της ψυχικής της ηρεμίας, καθώς προκλήθηκε σε αυτήν ψυχική αναστάτωση, στεναχώρια και ψυχική ταλαιπωρία, η οποία δεν θα επέρχονταν εάν δεν ελάμβανε χώρα η ως άνω παράνομη επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών της δεδομένων, που αφορούσαν στη λήψη των ως άνω φαρμακευτικών ουσιών, διότι γνωστοποιήθηκαν, χωρίς τη συγκατάθεση της ενάγουσας, σε προστηθέντες της πρώτης εναγομένης, οι οποίοι παρέλαβαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων και περαιτέρω στα μέλη του πληρώματος, που ενημέρωσαν αυτήν για την απόλυσή της, ήτοι στον ως άνω Προϊστάμενό της και τον Πλοίαρχο του πλοίου, σε πρόσωπα δηλαδή που δεν ήταν εξουσιοδοτημένα προς επεξεργασία τους και δεν δεσμεύονταν από το ιατρικό απόρρητο. Σημειώνεται ότι οι ποινικές κυρώσεις, όπως άλλωστε είναι φυσικό, εν όψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται, όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις (βλ. σχετ. το άρθρο 7 του Ν. 2472/1997, που αφορούν, μεταξύ άλλων, στους όρους και στις προϋποθέσεις για τη συλλογή και την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων (βλ. σχετ. ΑΠ 40/2020 Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠποιν 499/2013 Δημ. Νόμος, Γ. Νούσκαλης, ό.π.). Συνεπώς, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, αφού κατέστη γνωστό στον εργασιακό και κοινωνικό της περίγυρο το γεγονός ότι απέτυχε να περάσει το «drugtest», ενώ η πρώτη εναγομένη γνώριζε, σε κάθε περίπτωση όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης στην ενάγουσα (βλ. σχετ. ΑΠ 186/2020 ό.π.). Επομένως, η ενάγουσα από την ανωτέρω, παράνομη και υπαίτια προσβολή των ευαίσθητων προσωπικών της δεδομένων δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη, ενόψει του ότι συντρέχει, εν προκειμένω, και το στοιχείο του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας ενέργειας και της επελθούσας ηθικής βλάβης. Άλλωστε, για την επιδίκαση της ηθικής βλάβης, κατά τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997, δεν απαιτείται πέραν από την απόδειξη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, να γίνει επίκληση και να αποδειχθεί και περαιτέρω επίπτωση της παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων και σε άλλα επί μέρους στοιχεία είτε στην περιουσία της ενάγουσας είτε και σε άλλες προστατευόμενες εκδηλώσεις της προσωπικότητας, όπως η τιμή και η υπόληψη, κλπ, ενόψει του ότι με την απόδειξη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς ουσιαστικά αποδεικνύεται και η ηθική βλάβη, καθώς η παράνομη συμπεριφορά, που αντιβαίνει στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, συνιστά προσβολή της προσωπικότητας, αφού προσβάλλεται το υποκείμενο ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής του (βλ. σχετ. ΑΠ 252/2018 ό.π.). Προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, για την ανωτέρω αιτία, υποχρεούται η πρώτη εναγομένη, καθώς αυτή, όπως προεκτέθηκε, είχε αναλάβει τη διαδικασία πρόσληψης του πληρώματος του πλοίου, ακολουθώντας την πάγια πρακτική της ως προς αυτή, χωρίς ανάμειξη στη διαδικασία αυτή της δεύτερης εναγομένης. Περαιτέρω, κρίνεται ότι, η απόλυση της ενάγουσας ήταν καταχρηστική, ήτοι η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της υπερέβαινε τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (άρθρα 281A.K., 25 παρ.3 Συντάγματος), αφού είχε ως έρεισμα την παράνομη επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας, η οποία υπέστη συνεπεία τούτης ηθική βλάβη (βλ. σχετ. ΑΠ 105/2020 ό.π.), τα αποτελέσματα δε και οι υποχρεώσεις εκ της ως άνω καταγγελίας, που έγινε κατ’ εντολήν της πρώτης εναγομένης, επέρχονται αμέσως στο πρόσωπο της εργοδότριας εταιρείας και εφοπλίστριας του πλοίου, δεύτερης εναγομένης. Συνεπώς, οι εναγόμενες υποχρεούνται προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, η μεν πρώτη λόγω της παράνομης επεξεργασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της, η δε δεύτερη λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 281 του Α.Κ., καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, η οποία έγινε υπό συνθήκες προσβλητικές της προσωπικότητάς της και δη κατά τρόπο, που τη μείωσε στους συναδέλφους της και το κοινωνικό της περιβάλλον, καθώς δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι δεν είναι ικανή για τη θέση, για την οποία είχε ναυτολογηθεί, γεγονός, που δεν αναιρείται από την ναυτολόγησή της, στις 5 Αυγούστου 2016, σε άλλο πλοίο. Εν όψει όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, του είδους της ευθύνης εκάστης των εναγομένων, του βαθμού του πταίσματος των προστηθέντων και εκπροσώπων τους, αντιστοίχως, της βαρύτητας της προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας, της ηλικίας της (γεννηθείσας το έτος 1975), του είδους της απασχολήσεώς της, της προσφοράς της επί σειρά ετών προσηκόντως και επιμελώς της εργασίας της σε πλοία της δεύτερης εναγομένης, βάσει αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας, σε συνδυασμό με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και λαμβανομένου υπόψιν του γεγονότος ότι η εργασία της ενάγουσας αποτελούσε το μοναδικό βιοποριστικό της μέσο, με το οποίο συνέδραμε οικονομικά και την οικογένεια της αδελφή της, ………, η οποία φιλοξενείται μετά των τέκνων της, που πάσχουν από βαρεία νοητική υστέρηση και κρίσεις επιληψίας, στην οικία της ενάγουσας, το ύψος της δικαιούμενης από την τελευταία χρηματικής ικανοποίησης, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη, πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 20.000 ευρώ, ως προς την πρώτη των εναγομένων και στο ποσό των 10.000,00 ευρώ ως προς τη δεύτερη των εναγομένων, τα οποία κρίνονται εύλογα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με το να επιδικάσει στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που αυτή υπέστη, το ποσό των 20.000 ευρώ, ως προς την πρώτη των εναγομένων, και μετ’ αφαίρεση του ποσού των 44 ευρώ, ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε προκειμένου να παραστεί, ως πολιτικώς ενάγουσα, ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, το χρηματικό ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ (19.956,00 ευρώ) και το ποσό των 10.000,00 ευρώ, ως προς τη δεύτερη των εναγομένων, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, κατά την εφαρμογή του κανόνα, ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 932 ΑΚ, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υστερούν ούτε υπερβαίνουν αντίστοιχα, καταφανώς, εκείνων, που, συνήθως, επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης και προκύπτουν από τις συνθήκες της αδικοπραξίας. Επομένως, οι αντίστοιχοι λόγοι εκάστης έφεσης πρέπει ν’ απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι. Περαιτέρω, η ενάγουσα δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, χωρίς δικό της παράπτωμα (βλ. σχετ. ΑΠ 105/2020 ό.π.), τις τακτικές της αποδοχές δεκαπέντε ημερών και δη το ποσό των [1.157,99 ευρώ (μισθός ενεργείας) + 254,76 ευρώ (επίδομα Κυριακών) + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφής) + 35,22 ευρώ (επίδομα ανθυγιεινής εργασίας) + 417,13 ευρώ (επίδομα αδείας) + 347,78 ευρώ (αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα) + 107,12 ευρώ (αμοιβή για την εργασία κατά τις αργίες) = 2.896,30 ευρώ : 2 = ] 1.448,15 ευρώ. Ο ισχυρισμός δε, κατά τον οποίο, σε κάθε περίπτωση, η απόλυση της ενάγουσας οφείλεται σε συμβατικό της παράπτωμα και δη στη συμπλήρωση του εντύπου «ιατρικής εξέτασης ναυτικού για ναυτολόγηση», που της παραδόθηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο του Τμήματος Πληρωμάτων αυτής, με ψευδή στοιχεία, αφού έδωσε αρνητική απάντηση στο ερώτημα για ύπαρξη ψυχιατρικών διαταραχών και λήψη ηρεμιστικών – υπνωτικών, πρέπει ν’ απορριφθεί, ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, αποκλειστική αιτία της απόλυσης της ενάγουσας υπήρξε η διαπίστωση της εκ μέρους της λήψης φαρμακευτικής αντικαταθλιπτικής αγωγής και όχι η ως άνω επικαλούμενη από την πρώτη εναγομένη αντισυμβατική συμπεριφορά της. Τέλος, η ενάγουσα δικαιούτο για το διάστημα της εργασίας της στο ένδικο πλοίο, ήτοι από 04.07.2016 έως 20.7.2016, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 60 εδ. β΄ του ΚΙΝΔ, τις αποδοχές ενός πλήρους μηνός. Συνεπώς, της οφείλεται ακόμη υπόλοιπο αποδοχών 14 ημερών, ήτοι ποσό [1.157,99 ευρώ (μισθός ενεργείας) + 254,76 ευρώ (επίδομα Κυριακών) + 576,30 ευρώ (αντίτιμο τροφής) + 56,50 ευρώ (επίδομα ιματισμού) + 35,22 ευρώ (επίδομα ανθυγιενής εργασίας) + 417,13 ευρώ (επίδομα αδείας) + 347,78 ευρώ (αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα) + 107,12 ευρώ (αμοιβή για την εργασία κατά τις αργίες) = 2.952,80 ευρώ : 31 Χ 14 = ] 1.333,52 ευρώ. Σημειώνεται ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου, που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου, ο οποίος ευθύνεται παράλληλα με τον πρώτο, αλλά μόνο δια του πλοίου μετά των συστατικών και παραρτημάτων του. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων 105 και 106 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι, για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, ευθύνεται απεριορίστως ο εφοπλιστής, ενώ παράλληλη ευθύνη υπέχει και ο κύριος του πλοίου (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία, όμως, είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για ν’ αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού. Ο δε τελευταίος είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό. Συνεπώς, πρέπει: Α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη, η πρώτη, όμως, περιορισμένα, με την ιδιότητα της κυρίας του πλοίου «ΚΙ» και έως την αξία αυτού και η δεύτερη ως εφοπλίστρια του εν λόγω πλοίου, να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 1.448,15 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, δεδομένου ότι η αποζημίωση απόλυσης δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, ο τόκος δε αρχίζει από την όχληση και σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αγωγής (ΕφΠειρ 53/2013, ΕφΠειρ 501/2012 αδημ.) και το ποσό των 1.333,52 ευρώ, ως υπόλοιπο αποδοχών, νομιμότοκα από την επομένη της απόλυσης της ενάγουσας, ήτοι από 21.07.2016 και συνολικά το ποσό των 2.781,67 ευρώ και Β) ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής της βλάβης, το ποσό των 19.956,00 ευρώ η πρώτη εναγομένη (καθώς το υπόλοιπο ποσό των 44 ευρώ επιφυλάχθηκε η ενάγουσα να διεκδικήσει, ως πολιτική αγωγή, ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων) και το ποσό των 10.000 ευρώ η δεύτερη εναγομένη, νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη με αριθμ. 147/2019 οριστική απόφασή του κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και έκανε δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη την από 27.12.2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 αγωγή, υποχρεώθηκαν δε οι εναγόμενες, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, η πρώτη, όμως, περιορισμένα δια του πλοίου «ΚΙ» και μέχρι της αξίας αυτού, να καταβάλουν στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (2.781,67 ευρώ), νομιμότοκα, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις, και μέχρι την πλήρη εξόφληση και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το χρηματικό ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι ευρώ (19.956,00 ευρώ) η πρώτη εναγομένη και το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000,00 ευρώ) η δεύτερη εναγομένη, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, έως την πλήρη εξόφληση, επεβλήθη δε σε βάρος των εναγομένων, ως συνοφειλετών εις ολόκληρον καταδικασθέντων, μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας ποσού ογδόντα πέντε ευρώ (85,00 ευρώ), επιπροσθέτως δε σε βάρος της πρώτης εναγομένης το ποσό των εξακοσίων πενήντα ευρώ (650,00 ευρώ) και σε βάρος της δεύτερης εναγομένης το ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00 ευρώ),  δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα νόμιμα μ’ επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα (όπως μάρτυρες, έγγραφα, δικαστικά τεκμήρια κ.λ.π.), έστω και με διαφορετική εν μέρει και ελ­λιπή αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συ­μπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι έφεσης των υπό κρίση υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεων, με τους οποίους υποστηρίζονται από τις εκκαλούσες τ’ αντίθετα. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο και το αίτημα της δεύτερης εφεσίβλητης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, λόγω της επικαλούμενης από αυτήν καταβολής στην ενάγουσα του ποσού των 3.246,67 ευρώ, νομιμοτόκως από την 10η/04/2019, σε συμμόρφωση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, οι από 11/04/2019, 06/05/2019 και 07/05/2019 (υπό στοιχεία Α΄, Β΄, και Γ΄ αντίστοιχα)εφέσεις, κατά της με αριθμ. 147/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών(εργατικών) διαφορών. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183, ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 3/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 146/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΕφΠειρ 60/2015 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 11/04/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …./2019, έφεση, Β) την από 06/05/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2019, έφεση και Γ) την από 07-05-2019 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2019 έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ως άνω από 11/04/2019, 06/05/2019 και 07/05/2019 (υπό στοιχεία Α΄, Β΄ και Γ΄ αντίστοιχα)εφέσεις κατά της με αριθμ. 147/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση α) στην εκκαλούσα της από 11/04/2019 έφεσης, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2019 έφεσης του παραβόλου, που κατέθεσε, συνολικού ποσού εκατό (100) ευρώ και β) στην εκκαλούσα της από 06/05/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθ. …/2019, έφεσης του παραβόλου, που κατέθεσε, συνολικού ποσού εκατό (100) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις ως άνω από 11/04/2019, 06/05/2019 και 07/05/2019 (υπό στοιχεία Α΄, Β΄ και Γ΄ αντίστοιχα) εφέσεις κατ’ ουσίαν.

συμψηφιζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 05/10/2020, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ