Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 774/2020

Αριθμός     774/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του  ΚΠολΔ, που σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη, «Στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν με κοινή δήλωση, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους ότι δε θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξουσίους. Η δήλωση αυτή παραδίνεται στην περίπτωση κοινής δήλωσης από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο και στην περίπτωση μονομερούς δήλωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, στον αρμόδιο γραμματέα το  αργότερο  την  παραμονή της  δικασίμου  και σημειώνεται  αμέσως  στο  πινάκιο. Στις παραπάνω περιπτώσεις η συζήτηση περατώνεται με μόνη την εκφώνηση  της υπόθεσης. Μόνο δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης είναι παραδεκτή. Μπορεί όμως το δικαστήριο, αν προβάλλονται άλλοι διαδικαστικοί ισχυρισμοί, να αναβάλει την υπόθεση σε σύντομη δικάσιμο με πρακτικό στο οποίο καταχωρίζονται και οι ισχυρισμοί αυτοί. Στη δικάσιμο αυτή καλούνται όσοι διάδικοι δεν ήταν παρόντες κατά την αναβολή, ενώ οι παρόντες οφείλουν να εμφανιστούν χωρίς κλήτευση και αν δεν παραστούν κατά τη νέα δικάσιμο δικάζονται εξαρχής ερήμην.». Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση η ένδικη από 3-4-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) έφεση του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, ………. …….. κατά 1) του ………. και 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…………» και κατά της υπ΄ αρ. 4989/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε (αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ) την από 14-2-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) αγωγή του εκκαλούντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή και καταδίκασε τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία όρισε στο ποσό των 900 ευρώ. Η ένδικη έφεση προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, με επιμέλεια του εκκαλούντος, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (5-3-2020). Κατά την παρούσα δικάσιμο ο εκκαλών εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο του και η δεύτερη των εφεσιβλήτων, της οποίας οι έγγραφες προτάσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 4-3-2020, εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο της με την, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από 4-3-2020 δήλωση (περί μη παραστάσεως κατά την εκφώνηση της υπόθεσης) αυτής (πληρεξούσιας Δικηγόρου), την οποία παρέδωσε, την παραμονή της δικασίμου αυτής (4-3-2020), στην αρμόδια Γραμματέα. Ο πρώτος των εφεσιβλήτων, όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο [εμφανίστηκε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσια Δικηγόρο, όπως προαναφέρθηκε, μόνο η δεύτερη των εφεσιβλήτων (εταιρεία με την επωνυμία «……………..»), από δε την από 4-3-2020 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που παρέδωσε η πληρεξούσια Δικηγόρος της (δεύτερης των εφεσιβλήτων) στην αρμόδια Γραμματέα την 4-3-2020, δεν προκύπτει ότι παρίσταται και ως πληρεξούσια Δικηγόρος και του πρώτου των εφεσιβλήτων, παρόλο που κατέθεσε κοινές προτάσεις, ήτοι και για τον πρώτο των εφεσιβλήτων (…………..), την 4-3-2020, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η τελική κρίση για την εμφάνιση και εκπροσώπηση των διαδίκων (με βάση το φάκελο της δικογραφίας) ανήκει στο Δικαστήριο και αποτυπώνεται στην απόφασή του (άρθρα 300, 312 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΑθ 1710/2005 ΕλλΔνη 2006.231, ΕφΑθ 2395/2003 ΑρχΝ 2003.729, ΕφΑθ 4658/1999, ΕλλΔνη 2000.191), ανεξαρτήτως της καταχωρήσεως δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ στο σχετικό πινάκιο, η οποία δεν επηρεάζει την πραγματική παράσταση του διαδίκου]. Με μόνη την κατάθεση έγγραφων προτάσεων από τον πρώτο των εφεσιβλήτων, χωρίς να παραστεί στο ακροατήριο και να δηλώσει προφορικά την παράστασή του ή χωρίς να παραδοθεί στη Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου σχετική γραπτή δήλωσή του, όπως ορίζεται από το ως άνω άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δεν υπάρχει προσήκουσα εμφάνιση και συμμετοχή αυτού στην παρούσα συζήτηση. Περαιτέρω, από την υπ΄ αρ. ………/29-1-2020 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, που έχει την έδρα της στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …………, την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση (άρθρο 498 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως, με εκθέσεις καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (5-3-2020), επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στον πρώτο των εφεσιβλήτων. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 1 και 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι ο παριστάμενος εκκαλών προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της εφέσεως, κατ΄ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ του ΚΠολΔ, αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του ως άνω αντιδίκου του (κοινών με την δεύτερη των εφεσιβλήτων), που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών που τηρήθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη.

Η ως άνω κρινόμενη από 3-4-2019 (αρ. καταθ. ………./2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4989/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: …………../2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Με την από 14-2-2018 (αρ. καταθ. ………/2018) αγωγή του, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ισχυρίστηκε ότι την 21-4-2017 και περί ώρα 20:15 στον Κορυδαλλό, ο πρώτος των εναγομένων, οδηγώντας το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ………. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, κυριότητάς του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους ζημίες στην δεύτερη των εναγομένων, ήδη δεύτερη των εφεσιβλήτων, ασφαλιστική εταιρεία, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του (αμέλεια), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή), την επίδικη σύγκρουση, συνεπεία της οποίας η οδηγούμενη από τον ίδιο (ενάγοντα) υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ………… δίκυκλη μοτοσικλέτα, κυριότητάς του, υπέστη τις αναλυτικά αναφερόμενες σ΄ αυτήν (αγωγή) ζημίες και προκλήθηκε στον ίδιο ο αναφερόμενος τραυματισμός του. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον τραυματισμό του δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ανερχόμενη στο ποσό των 40.000 ευρώ, μετά δε από παραδεκτό, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εν μέρει περιορισμό του αιτήματος της αγωγής ως προς την επιδίκαση σ΄ αυτόν (ενάγοντα) χρηματικής ικανοποίησης από καταψηφιστικό σε εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό, παραμένοντας το υπόλοιπο καταψηφιστικό, ο ενάγων ζήτησε 1) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι ο καθένας εις ολόκληρον οφείλουν να του καταβάλουν (από το ποσό των 40.000 ευρώ που δικαιούται να του καταβληθεί ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη) το ποσό των 20.000 ευρώ και 2) το δε υπόλοιπο ποσό των 20.000 ευρώ, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ο καθένας εις ολόκληρον να του καταβάλουν αυτό (το ποσό των 20.000 ευρώ), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς επίσης ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ο καθένας εις ολόκληρον να του καταβάλουν το ποσό των 6.603,14 ευρώ ως αποζημίωση, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και να απαγγελθεί κατά του πρώτου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4989/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήµατος περί κηρύξεως της εκδοθησοµένης αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, ως προς την αναγνωριστική της διάταξη, και του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως, απέρριψε την αγωγή, ελλείψει οιασδήποτε υπαιτιότητας-συνυπαιτιότητας του πρώτου των εναγομένων στην πρόκληση της σύγκρουσης και των απ΄ αυτήν ζημιογόνων συνεπειών. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη ως άνω από 3-4-2019 (αρ. καταθ. ………./2019) έφεση ο ενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με σκοπό να γίνει καθ΄ ολοκληρίαν δεκτή η ένδικη αγωγή του.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ……….. (του ενάγοντος) και ………. (των εναγομένων), αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, εκτιμώμενες καθεμιά χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους ανάλογα με τον τρόπο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι [ανάμεσα στα οποία και αυτά που για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας προσκομίζονται με επίκληση όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1088/2019, ΑΠ 394/2012), μεταξύ των οποίων και η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα-εκκαλούντα υπ΄ αρ. ………/2020 ένορκη βεβαίωση του ………., που, με επιμέλεια αυτού (ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος), λήφθηκε, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά την 24-2-2020, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων, ήδη εφεσιβλήτων, (βλ. τις υπ΄ αρ. …./13-2-2020 και ……../13-2-2020 εκθέσεις επιδόσεως της ιδίας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, που έχει την έδρα της στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………..), καθώς επίσης και αντίγραφα από τη σχηματισθείσα σε σχέση με το ένδικο συμβάν ποινική δικογραφία, τα οποία εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 631/2004, ΑΠ 370/2004), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), [σημειώνοντας ότι οι διάδικοι στις προτάσεις του παρόντος βαθμού περιλαμβάνουν, αυτούσιες, τις προτάσεις (ο δε εκκαλών και την προσθήκη – αντίκρουση αυτών) που κατέθεσαν στον πρώτο βαθμό καλυπτόμενες από την υπογραφή των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους, αντίστοιχα, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις (πρβλ. ΑΠ 224/2016)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στον Κορυδαλλό Αττικής την 21-4-2017 και περί ώρα 20:15 ο ενάγων, ήδη εκκαλών, οδηγούσε την υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ………… δίκυκλη μοτοσικλέτα, εργοστασίου κατασκευής HONDA, τύπου ASTREA SUPRA, κυλινδρισμού 97 κ.ε., ιδιοκτησίας του, με ημερομηνία πρώτης αδείας κυκλοφορίας 6-12-1999, κινούμενος επί της οδού Ποταμού με κατεύθυνση από τη Λεωφόρο Γρηγορίου Λαμπράκη προς την οδό Δερβενακίων. Κατά την ίδια χρονική στιγμή ο πρώτος των εναγομένων, ήδη πρώτος των εφεσιβλήτων, οδηγούσε το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ………. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής SEAT, τύπου IBIZA, ιδιοκτησίας του, το οποίο, κατά τον ως άνω χρόνο, ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από ατυχήματα στην δεύτερη των εναγομένων, ήδη δεύτερη των εφεσιβλήτων, ασφαλιστική εταιρεία, βαίνοντας κανονικά, αρχικά επί της οδού Ποταμού με κατεύθυνση από την οδό Δερβενακίων προς τη Λεωφόρο Γρηγορίου Λαμπράκη. Όταν έφθασε στη διασταύρωση της οδού αυτής με την οδό Βάρναλη [όπου λίγο πριν η ως άνω οδός Ποταμού διαχωρίζεται με δενδροφυτευμένο κήπο από το αντίθετο ρεύμα της ίδιας οδού (Ποταμού) με κατεύθυνση από Λεωφόρο Γρηγορίου Λαμπράκη προς οδό Δερβενακίων] πραγματοποίησε αριστερή (σε σχέση με τη μέχρι τότε πορεία του) στροφή με κατεύθυνση προς τις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού. Φθάνοντας (την 20:15) στη διασταύρωση της ως άνω οδού (Βάρναλη) με την οδό Ποταμού έχοντας πρόθεση να διασχίσει κάθετα την οδό αυτή (αντίθετο ρεύμα της οδού Ποταμού) και να συνεχίσει την πορεία του επί της οδού Βάρναλη με κατεύθυνση προς τις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, διέκοψε προσωρινά την πορεία του οχήματός του προ της εισόδου στον παραπάνω ισόπεδο οδικό κόμβο (διασταύρωση), προκειμένου να ελέγξει την κίνηση των οχημάτων και να παραχωρήσει, ενόψει του ότι δεν υπήρχε σχετική σήμανση, προτεραιότητα στα εκ δεξιών του ερχόμενα οχήματα, στα οποία αυτή (προτεραιότητα) ανήκει. Πλην όμως, ενόψει του ότι ο ενάγων, εν αντιθέσει με τον πρώτο των εναγομένων, δεν είχε ανάψει τα φώτα διασταυρώσεως του οχήματός του, ως είχε υποχρέωση, (ώστε έτσι να γινόταν αντιληπτός τουλάχιστον από απόσταση 40 μέτρων), όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, ούτε άλλα φώτα αυτού (οχήματος), και λόγω ελλείψεως, κατά τον ως άνω χρόνο, τεχνητού φωτισμού, δεν ήταν διακριτή η παρουσία του επί του οδοστρώματος από τους άλλους χρήστες, δηλαδή δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτός από τα άλλα κινούμενα στο οδόστρωμα οχήματα, με αποτέλεσμα να μην γίνει αντιληπτός και από τον πρώτο των εναγομένων, τα δε οχήματά τους, που ήδη είχαν εισέλθει και τα δύο στη διασταύρωση, να συγκρουστούν το μεν όχημα του πρώτου των εναγομένων εμπρόσθια, το δε όχημα του ενάγοντος στην αριστερή πλευρά του. Από τη σύγκρουση τραυματίστηκε ο ενάγων και η δίκυκλη μοτοσικλέτα του υπέστη ζημίες. Στην έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, που συντάχθηκε από τα αστυνομικά όργανα του Τμήματος Τροχαίας Κορυδαλλού που επιλήφθηκαν του τροχαίου ατυχήματος αμέσως μετά, αναφέρεται ότι διαπιστώθηκε, κατά την άφιξή τους στο σημείο, ότι δεν λειτουργούσαν τα φώτα πορείας του οχήματος του ενάγοντος, ενώ ο πρώτος των εναγομένων τους δήλωσε ότι τα φώτα του οχήματος του ενάγοντος δεν ήταν σε λειτουργία κατά την κίνησή του στην οδό Ποταμού. Η ως άνω οδός Ποταμού στο σημείο αυτό (όπου συνέβη η παραπάνω αναφερόμενη σύγκρουση) είναι άσφαλτος, διπλής κατεύθυνσης, ευθεία-ανωφέρεια με μικρή κλίση προς την οδό Δερβενακίων και έχει πλάτος οδοστρώματος 16,60 μέτρα. Η οδός Βάρναλη δε στο ως άνω σημείο είναι άσφαλτος, μονόδρομος και ευθεία – κατωφέρεια με μικρή κλίση προς τις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού. Κατά τον ως άνω χρόνο η κατάσταση και των δύο οδών ήταν ξηρά και η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών ήταν κανονική. Το ανώτατο δε επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ανέρχεται σε 50 χλμ/ώρα, λόγω κατοικημένης περιοχής. Κατά την ως άνω χρονική στιγμή, ήτοι την 20:15 της 21-4-2017, δεδομένου ότι οι συνθήκες φωτισμού δεν ήταν καλές, καθώς είχε παρέλθει διάστημα 9 λεπτών από τη δύση του ηλίου, που έλαβε χώρα στις 20:06 και υπήρχε λυκόφως, ήτοι ήταν σούρουπο, αφού ως νύχτα ορίζεται επακρι­βώς από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας η χρονική περίοδος η οποία αρχίζει μισή ώρα μετά τη δύση του ηλίου και λήγει μισή ώρα πριν από την ανατολή αυτού, επιπλέον δε όπως προκύπτει και από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστήριο, ο οποίος μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι «Επειδή δεν ήμουν ακριβώς την ώρα που έγινε αλλά ήμουν κοντά, ήμουν στο σούπερ μάρκετ και έβγαινα. Άκουσα το μπαμ.. Όταν πήγα εγώ το παίρνανε το παιδί από τον δρόμο και τον βάζανε στην άκρη. …Όταν πήγα εγώ δεν ήταν 100% ας το πούμε νύχτα αλλά ήταν», και ενόψει του ότι δεν είχε αρχίσει τη λειτουργία του ο τεχνητός φωτισμός επί του οδοστρώματος, όπως θα αναφερθεί και κατωτέρω, κατά τη στιγμή της σύγκρουσης η ορατότητα ήταν ανεπαρκής, ενόψει και του ότι ο καιρός ήταν νεφελώδης, επιβαλλόταν δε η χρήση των φώτων στα οχήματα που έκαναν χρήση της οδού, ώστε να γίνεται αναπλήρωση του φυσικού φωτισμού και να είναι πλήρως διακριτά αυτά (οχήματα). Εξάλλου η οδός Ποταμού είναι ευθεία, πλην όμως, κατά τη στιγμή της σύγκρουσης, η ορατότητα δεν εξασφαλιζόταν σε ικανή απόσταση από τεχνητό, στο σημείο εκείνο, φωτισμό, αφού η έναρξη του δημοτικού φωτισμού έλαβε χώρα μετά από αυτήν (ένδικη σύγκρουση). Υπό τις ανωτέρω συνθήκες αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου ατυχήματος και των συνεπειών του είναι ο ίδιος ο ενάγων. Ειδικότερα η αμέλειά του συνίσταται στο ότι από έλλειψη της προσήκουσας επιμέλειας και προσοχής που όφειλε και μπορούσε υπό τις παραπάνω περιστάσεις να καταβάλει, όπως κάθε μέσος συνετός οδηγός ευρισκόμενος υπό παρόμοιες συνθήκες (άρθρο 330 του ΑΚ), αν και ήδη στην περιοχή όπου κινούταν, όπως προαναφέρθηκε, η ορατότητα ήταν ανεπαρκής, δεν είχε θέσει σε λειτουργία τα επιβαλλόμενα φώτα διασταύρωσης, όπως είχε υποχρέωση, κατά τα προαναφερόμενα, ώστε να γίνεται αντιληπτός από τους λοιπούς χρήστες της οδού, [παράβαση άρθρων 2, 36 παρ. 1, 64 και 74 του ΚΟΚ, λαμβανομένου υπόψη ότι οι διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας οι οποίες επιβάλλουν ειδικές υποχρεώσεις κατά τη νύκτα εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ορατότητα είναι ανεπαρκής (άρθρο 2 του ΚΟΚ)], πράξη που τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την επέλευση του ατυχήματος. Εξάλλου, ο ενάγων ενώ έπρεπε να οδηγεί με τεταμένη την προσοχή του και να έχει ταχύτητα μειωμένη, ενόψει του ότι πλησίαζε σε ισόπεδο κόμβο δεν οδηγούσε με τη δέουσα προσοχή, δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, και δεν μείωσε την ταχύτητα του οχήματός του, όπως όφειλε και όπως κάθε μέσος συνετός οδηγός κάτω από τις ίδιες συνθήκες θα έπραττε, για να μην προκαλέσει επί του κόμβου κίνδυνο ή παρακώλυση της κυκλοφορίας συμμορφούμενος προς τις επιταγές των διατάξεων του άρθρου 19 του ΚΟΚ, αλλά έβαινε με ταχύτητα άνω των 30 χλμ/ώρα, ενώ επίσης δεν έλεγξε την κίνηση των άλλων οχημάτων, ήτοι και του πρώτου των εναγομένων, ενόψει της συμβολής των δύο οδών, παρότι είχε ορατότητα από ικανή απόσταση, που του επέτρεπε να αντιληφθεί εγκαίρως το κανονικά κινούμενο όχημα του πρώτου των εναγομένων, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να ενεργήσει αποφευκτικό ελιγμό. Η ενέργειά του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να παρεμβληθεί ανεπίτρεπτα στην πορεία του κανονικά κινούμενου αυτοκινήτου, ο οδηγός του οποίου (πρώτος των εναγομένων) οδηγώντας με σύνεση και έχοντας διαρκώς τεταμένη την προσοχή του δεν κατέστη δυνατό να τροχοπεδήσει ή να προβεί σε οιοδήποτε αποφευκτικό ελιγμό, λόγω του ότι ο ενάγων, κατά τα ανωτέρω, δεν έγινε αντιληπτός από αυτόν, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουσθούν. Αντίθετα, στοιχεία που να θεμελιώνουν οποιαδήποτε συνυπαιτιότητα του πρώτου των εναγομένων στην πρόκληση της σύγκρουσης και των απ΄ αυτήν ζημιογόνων συνεπειών δεν αποδείχθηκαν. Συγκεκριμένα ο πρώτος των εναγομένων έβαινε συννόμως και έχοντας διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και (έχοντας) τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, είχε δε διακόψει την πορεία του για να ελέγξει την κίνηση των οχημάτων, δεν μπορούσε όμως, (λόγω των ανωτέρω), να αντιληφθεί εγκαίρως (και δεν αντιλήφθηκε) τη δίκυκλη μοτοσικλέτα του ενάγοντος παρά την οιανδήποτε καταβαλλόμενη επιμέλεια και προσοχή ώστε εντεύθεν να ενεργήσει αποτελεσματικά. Περαιτέρω το γεγονός ότι υπάρχει κατάστημα στη συμβολή των ως άνω οδών με φωτισμό δεν αναιρεί τα ανωτέρω, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτός ήταν αρκετός ώστε να καθίσταται αντιληπτή στους λοιπούς χρήστες της οδού η ως άνω δίκυκλη μοτοσικλέτα από ικανή απόσταση. Εξάλλου, η χρήση ηχητικών οργάνων προειδοποίησης, δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση για τη χρήση των φώτων του οχήματος, σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε, εν προκειμένω, χρήση ηχητικού οργάνου προειδοποίησης εκ μέρους του ενάγοντος. Επομένως, η επέλευση του επίδικου τροχαίου ατυχήματος δεν συνδέεται αιτιωδώς με κάποια αμελή ενέργεια ή παράλειψη του πρώτου των εναγομένων. Τα προαναφερόμενα περιστατικά που αφορούν τις συνθήκες της σύγκρουσης προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί αποκλειστικής υπαιτιότητας στην πρόκληση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος του πρώτου των εναγομένων που προέβαλε με την αγωγή και πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος και συνεπώς, ελλείψει οιασδήποτε ευθύνης του πρώτου των εναγομένων, η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ο σχετικός πρώτος λόγος της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ η καταψήφιση στα δικαστικά έξοδα του διαδίκου που νικήθηκε είναι συνέπεια της αρχής της ήττας. Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών με τον δεύτερο λόγο της εφέσεως παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως περί επιβολής εις βάρος του των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, ισχυριζόμενος ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και πλημμελή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου επέβαλε σε βάρος του αυτά, ενώ εάν είχε κρίνει ορθά θα είχε επιβάλει αυτά σε βάρος της εναγομένης. Ο λόγος αυτός, ο οποίος παραδεκτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ, ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008), κρίνεται αβάσιμος κατ΄ ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε διότι αφενός συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος επιβολής των δικαστικών εξόδων των εναγομένων σε βάρος του ενάγοντος που ηττήθηκε, λόγω της νίκης τους (εναγομένων), κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων των εναγομένων που νίκησαν (και οι οποίοι πρωτοδίκως είχαν υποβάλει σχετικό αίτημα περί επιδικάσεως σ΄ αυτούς των δικαστικών τους εξόδων) στο ποσό των 900 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων σε βάρος του ενάγοντος και όρισε αυτά στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό δεύτερο λόγο της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Επιπλέον, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: ……………../2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ. Για την περίπτωση δε, που ασκηθεί κατά της παρούσας, από τον πρώτο των εφεσιβλήτων, ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501 παρ. 1, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών, επίσης λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δεύτερης των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Όσον αφορά τον πρώτο των εφεσιβλήτων δεν θα διαληφθεί στην παρούσα, διάταξη περί  δικαστικών εξόδων, καθόσον ο ως άνω απολιπόμενος πρώτος των εφεσιβλήτων που νίκησε, πρωτίστως, δεν υπέβαλε νομίμως σχετικό αίτημα (άρθρα 106, 191 παρ. 2, 176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του πρώτου των εφεσιβλήτων και κατ΄ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον πρώτο των εφεσιβλήτων το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 3-4-2019 (αρ. καταθ. …………./2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4989/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: ……………/2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δεύτερης των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 24 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων των παρισταμένων διαδίκων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ