Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 771/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  771/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η κρινόμενη από 14.2.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../4.3.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./2.7.2019 έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.4158/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε, ως απαράδεκτη, ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας, την από 4-12-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../2014 αγωγή της, σε βάρος της εναγομένης εταιρείας, ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, μήτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της [άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ], αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

II. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα λιβεριανή εταιρεία με εγκατεστημένα γραφεία στον Πειραιά και την Λευκωσία, με την προαναφερθείσα αγωγή της εξέθεσε ότι, δυνάμει της από 31.10.2014 συμβάσεως πωλήσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της μη διαδίκου, εδρεύουσας στο Λας Πάλμας της Ισπανίας εταιρείας με την επωνυμία «…………», με ρητό όρο περί υπαγωγής των εξ αυτής διαφορών στα δικαστήρια του Πειραιώς και εφαρμογής του ελληνικού δικαίου, ανέλαβε την υποχρέωση να εφοδιάσει το υπό σημαία Αντίκουα και Μπαρμπούντα πλοίο «M/V M.», πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, γερμανικής εταιρείας, με τις ποσότητες καυσίμων, που περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή, αντί του αναφερομένου συνομολογηθέντος τιμήματος για κάθε είδος καυσίμου ανά μετρικό τόνο και σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων παρέδωσε τις παραγγελθείσες ποσότητες καυσίμων την 1η-11-2014 στο πλοίο, στον λιμένα Λας Πάλμας, που παρελήφθησαν από τον πλοίαρχο τούτου, ο οποίος υπέγραψε την σχετική απόδειξη παραλαβής, αποδεχόμενος έτσι, τους αναγραφόμενους ρητά σ’αυτήν γενικούς όρους πώλησης, μεταξύ άλλων, περί ευθύνης και των πλοιοκτητών για την πληρωμή των παραδοθέντων καυσίμων και παρακράτησης της κυριότητας τους από την προμηθεύτρια μέχρι την εξόφληση του εκδοθέντος και στο όνομα της πλοιοκτήτριας εναγομένης, οικείου τιμολογίου, ποσού 86.199,68 δολαρίων ΗΠΑ, καταβλητέου την 1η.12.2014, καθώς επίσης περί επίλυσης των αναφυομένων διαφορών από τα ελληνικά Δικαστήρια, συνομολογηθείσης έτσι μεταξύ αυτής και της εναγομένης, αφενός σύμβασης εγγυοδοσίας, με την οποία η τελευταία ανέλαβε την ανεξάρτητη και αυτοτελή υποχρέωση να της καταβάλει το συνομολογηθέν τίμημα της πώλησης, σε περίπτωση που δεν κατέβαλε τούτο ο, ως άνω, ενδιάμεσος έμπορος, το οποίο τελικά δεν εξοφλήθηκε και αφετέρου, συμφωνία παρεκτάσεως αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση των μελλοντικών διαφορών τους από τη συγκεκριμένη σύμβαση. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 86.199,68 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το ισάξιο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως κατά τον χρόνο ασκήσεως και συζητήσεως της αγωγής, με τον νόμιμο τόκο από 2.12.2014, που κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, με βάση την ευθύνη της, ως εγγυοδότρια, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ως αποζημίωση, ένεκα της παρακράτησης από την ενάγουσα της κυριότητας των παραδοθέντων καυσίμων μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, δυνάμει σχετικού όρου, που περιλήφθηκε στην ανωτέρω απόδειξη παραλαβής των καυσίμων και έτι επικουρικότερα με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

III. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε καταρτιστεί μεταξύ των διαδίκων η επικαλούμενη σύμβαση παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων επί των διαφορών που θα απέρρεαν από την ένδικη πετρέλευση, αλλά ούτε και η επικαλούμενη σύμβαση εγγυοδοσίας, ενώ δεν μπορούσε να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία ούτε με βάση τον τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής της εναγομένης, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 321 ΑΚ, διότι το τίμημα της πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και του ενδιάμεσου εμπόρου, ήταν καταβλητέο σε τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας στην Ολλανδία, στην δε απόδειξη παραλαβής των επίδικων καυσίμων αναφέρεται μόνο το γραφείο της στην Λευκωσία και η έδρα της στην Μονρόβια, τόσο δε η ναυλώτρια, όσο και η εναγομένη πλοιοκτήτρια δεν εδρεύουν στην Ελλάδα, καθώς επίσης δεν μπορούσε να θεμελιωθεί δικαιοδοσία, ούτε κατά την επικουρική βάση εξ αδικοπραξίας, διότι το ζημιογόνο γεγονός, ήτοι η πετρέλευση και ανάμιξη-ιδιοποίηση των καυσίμων από την εναγομένη, έλαβε χώρα στο λιμάνι Λας Πάλμας Ισπανίας, ενώ η ζημία της ενάγουσας επήλθε στην Ολλανδία, όπου ορίστηκε να καταβληθεί το τίμημα, αλλά ούτε κατά τη σωρευθείσα δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι τοπική αρμοδιότητα και εντεύθεν διεθνή δικαιοδοσία είχαν τα Δικαστήρια της γενικής δωσιδικίας της έδρας της εναγομένης στην Γερμανία, ακολούθως δέχθηκε, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την σχετική ένσταση της εναγομένης, απορρίπτοντας, ως μη νόμιμη, την αντένσταση της ενάγουσας περί συναγομένης σιωπηρής συμφωνίας παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από την εκ μέρους της εναγομένης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσεπίκληση της ναυλώτριας του πλοίου “…………” σε πρόσθετη παρέμβαση και την σωρευμένη ανακοίνωση δίκης στην “…………….”, για τον λόγο ότι δεν κατέστη δυνατή η επίδοση του εν λόγω δικογράφου σ’αυτές και απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται η εκκαλούσα-ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση της για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, άλλως να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο, ώστε η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν.

IV. Με τις διατάξεις των άρθρων 2 σημείο 1, 4 σημείο 1, 5 σημεία 1 και 3 και 60 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 της 22ας.12.2000 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (Κανονισμός Βρυξέλλες Ι), που εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση λόγω του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής (4.12.2014), καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους και περαιτέρω θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά σ’ αυτόν. Ενόψει όμως του σεβασμού που αποδίδεται από τον Κανονισμό στην αυτονομία των μερών μιας σύμβασης, όσον αφορά τον καθορισμό του αρμόδιου για την εκδίκαση των μεταξύ τους διαφορών Δικαστηρίου (αιτιολογική σκέψη 14 στο Προοίμιό του), προβλέπεται ότι, με την επιφύλαξη των καταναλωτικών, ασφαλιστικών και εργασιακών συμβάσεων, στις οποίες η ασθενέστερη θέση του ενός συμβαλλομένου επιτρέπει περιορισμένη μόνον αυτονομία, η γενική και οι συντρέχουσες ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις που θεσπίζονται, υποχωρούν εφόσον η βούληση των μερών επιλέγει ως αρμόδιο Δικαστήριο άλλο από εκείνο που υποδεικνύεται κατ’ εφαρμογή του (ΑΠ 423/2018 ΧρΙΔ 2019, 204, ΔΕΕ 2019, 405). Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 23 του Κανονισμού και υπό τον όρο (άρθρο 25) ότι δι’ αυτής δεν παρακάμπτεται η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία, που απονέμεται κατά το άρθρο 22 αυτού (Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, § 3, αρ. 108, σελ. 164), η επιλογή Δικαστηρίου μπορεί να γίνει με σύμβαση, καταρτιζόμενη κατά τις σ’αυτό οριζόμενες αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις, δια της οποίας τα μέρη παρεκκλίνουν από τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του και αποφασίζουν έτσι να υποβάλουν τις διαφορές τους στο Δικαστήριο της επιλογής τους, καθιστώντας αυτό με μόνη τη συμφωνία τους φορέα διεθνούς δικαιοδοσίας (ΑΠ 468/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η συμφωνία μπορεί να έχει ως αντικείμενο και μόνο τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας συγκεκριμένων Δικαστηρίων, δηλαδή δεν αφορά μόνο τις θετικές αλλά και τις αρνητικές ρήτρες παρέκτασης (ΔΕΚ 24.6.1986, C – 22/85, …. κατά ………., Συλλογή 1986.1951, σκέψη 13). Η ίδια διάταξη έχει εφαρμογή μόνον υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ότι τουλάχιστον ο ένας από τους συμβαλλομένους έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους και, αφετέρου, ότι η ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζει ως αρμόδιο ένα Δικαστήριο ή Δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους (ΔΕΚ 9.11.2000, C – 387/98, ……… κατά ……. ………, ΕΕμπΔ 2000/813, σκέψη 17, η οποία εφάρμοσε το αντιστοίχου περιεχομένου άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Ν. Νίκας, Ζητήματα παρεκτάσεως, εκκρεμοδικίας και συνάφειας κατά τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ι, σε ΕΠολΔ 2014/465 επομ. [468]), χωρίς να προσαπαιτείται οποιοσδήποτε άλλος σύνδεσμος της παραπεμπόμενης στο επιλεγόμενο Δικαστήριο υπόθεσης με το κράτος στο οποίο αυτό εδρεύει (ΔΕΚ 16.3.1999, C – 159/97, ….. . κατά ………., Συλλογή 1999.1597, σκέψη 50, ΔΕΚ 17.1.1980, C – 56/79,  …….. κατά ……….., Συλλογή 1980.89, σκέψη 4, Ε. Σαχπεκίδου,  Συμφωνίες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, σε LIBER ΑΜΙCΟRUM Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, 2000, σελ. 221). Η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, που έχει άμεσες, αποκλειστικά δικονομικές, συνέπειες, αφού αποκλείει ή θεμελιώνει την τοπική αρμοδιότητα και δι’ αυτής τη διεθνή δικαιοδοσία του επιλεγέντος Δικαστηρίου (ΑΠ 948/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1542/2014 ΧρΙΔ 2015, 205, Ν. Κλαμαρής – Δ. Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, 2012, κεφ. 9, αρ. 32.3, σελ. 130), με αποτέλεσμα κατά τη νομολογία του ΔΕΚ (ΔΕΚ 14.12.1976, C – 24/76, ….. ….. κατά ………, Συλλογή 1976.1851, σκέψη 6, ΔΕΚ 9.11.2000, C – 387/98, ……. κατά ………, ο.π., σκέψη 13), κάθε σχετική ρήτρα να ερμηνεύεται στενά, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να έχει αποτελέσει αντικείμενο συναίνεσης των μερών, η ύπαρξη της οποίας θα πρέπει επιπλέον να εκδηλώνεται με ακρίβεια και σαφήνεια (ΑΠ 468/2016, ο.π.). Η έννοια «συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας», υπό την οποία το ΔΕΚ αντιλαμβάνεται τη ρήτρα παρεκτάσεως, ερμηνεύεται από αυτό αυτόνομα, χωρίς δηλαδή παραπομπή στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κάποιου από τα κράτη της κατοικίας ή της έδρας των συμβαλλομένων αλλά με αναγωγή στο σύστημα και τη γενικότερη τελολογία του Κανονισμού (ΔΕΚ 10.3.1992, C – 214/84, ……… κατά …….., Συλλογή 1992.Ι.1745, σκέψη 13, Αθ. Καΐσης, Ζητήματα από την παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τα άρθρα 25, 29 και 31 σημ. 2 του Κανονισμού 1215/2012, ΕφΑΔΠολΔ 2017/98 επομ.111). Περαιτέρω, ειδικότερη περίπτωση παρεκτάσεως, αναφερόμενη πια όχι στις αξιώσεις, που εμπίπτουν στα αντικειμενικά όρια της συμφωνημένης ρήτρας, αλλά στο σύνολο των αξιώσεων που καθίστανται επίδικες επειδή περιλαμβάνονται σε αγωγή, προβλέπεται στο επόμενο άρθρο 24 του ανωτέρω Κανονισμού, στο οποίο ορίζεται ότι «Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 22». Η διάταξη αυτή επιτρέπει στον εναγόμενο να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία οποιουδήποτε Δικαστηρίου, έστω και αναρμόδιου, ενώπιον του οποίου ενάγεται με την απλή συγκατάθεση του να δικαστεί επί της ουσίας από αυτό (Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 221). Πράγματι, η συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος παριστάμενος ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η σε βάρος του αγωγή (περί του ότι επί ερημοδικίας του δεν μπορεί, βέβαια, να γίνει λόγος για σιωπηρή παρέκταση, Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 9, σελ. 285, σημ. 9, Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 26, αρ. 15, σελ. 430, ΔΕΕ 11.4.2019, C   464/18, … κατά …….., curia.europa.eu, σκέψη 40), παραλείπει να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, δημιουργεί τεκμήριο σιωπηρής παρεκτάσεως αυτής (ΔΕΚ 20.5.2010, C – 111/09, ……. κατά …….., curia.europa.eu, ΕφΑΔ 2010/600 σκέψη 21, ΔΕΚ 7.3.1985, C – 48/84, ……… κατά  . …….., Συλλογή 1985.787, σκέψη 15, ΤριμΕφΔυτΜακ 23/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 357/2008 Αρμ. 2012, 1901, ΕφΠειρ 416/2004 ΠειρΝ 2004, 444, Π. Αρβανιτάκης, Τροποποιήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 στις διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας, σε Αρμ. 2013, 2063 επομ. [2067]). Η σιωπηρή μάλιστα παρέκταση θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία ακόμη και αν προϋπήρξε ρητή παρέκταση κατά τους όρους του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, δηλαδή με συμφωνία υποδεικνύουσα άλλο Δικαστήριο (ΔΕΚ 24.6.1981, C – 150/80, ……… κατά …….., Συλλογή 1981.1671, σκέψη 11, Ν. Νίκας, Οι συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, 1998, σελ. 95). Πάντως, ο εναγόμενος που θέλει να αποκλείσει τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος Δικαστηρίου δε χρειάζεται να περιοριστεί αποκλειστικά και μόνο στην αμφισβήτηση της, αφού, όπως και από το ΔΕΚ έχει κριθεί (ΔΕΚ 14.7.1983, C – 201/82, ……… κατά ………, Συλλογή 1983.2503, σκέψη 21, ΔΕΚ 31.3.1982, C – 25/81, …… κατά ………., Συλλογή 1982.1189, σκέψη 13, ΔΕΚ 24.6.1981, C – 150/80, . . κατά …….., ο.π., σκέψεις 14 – 17, ΔΕΚ 22.10.1981, C – 27/81, ……… κατά ………, Συλλογή 1981.2431, σκέψεις 7 – 8, που εκδόθηκαν όλες υπό την ισχύ του παρομοίου περιεχομένου άρθρου 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών), έχει τη δυνατότητα να προβάλει ισχυρισμούς και επί της ουσίας της υποθέσεως. Ειδικότερα, όταν ο εναγόμενος όχι μόνο εγείρει αντιρρήσεις επί της διεθνούς δικαιοδοσίας αλλά, για την πληρότητα της άμυνας του, προβάλει επικουρικά, δηλαδή για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, επιχειρήματα και ισχυρισμούς για την ουσία της υποθέσεως, ο κανόνας του άρθρου 24 δεν έχει εφαρμογή ούτε αντιφατική συμπεριφορά του υπάρχει, υπό τον όρο, όμως, ότι η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας, εφόσον δεν προηγηθεί οποιασδήποτε πράξεως άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικώς της ενέργειας, με την οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος Δικαστηρίου (ΑΠ 1542/2014 ο.π., ΑΠ 1697/2013 ΧρΙΔ 2014, 371, ΕφΠειρ 546/2006 ΔΕΕ 2007, 338, Αρμ. 2008, 437, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝαυτΔ 2011, 32, με σημ. Α. Μαρκάκη, ΕφΑθ 4467/2010 ΔΕΕ 2011, 218, ΕΠολΔ 2011, 358, ΕΕμπΔ 2011, 829, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2002, σελ. 395, Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 225). Το κριτήριο εφαρμογής ή όχι του κανόνα του άρθρου 24 του Κανονισμού δεν είναι πάντως μόνον το εάν ο εναγόμενος διαρθρώνει τους ισχυρισμούς του σε επικουρική βάση, αμφισβητώντας πρωτίστως τη διεθνή δικαιοδοσία του δικάζοντος Δικαστηρίου, αλλά το εάν από το σύνολο των ισχυρισμών του ο ενάγων και το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο είναι σε θέση να αντιληφθούν, από την πρώτη πράξη άμυνας του εναγομένου, ότι αυτή αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας (ΔΕΕ 27.2.2014, C – 1/13, ……….. κατά ………., curia.europa.eu, σκέψη 37, ΔΕΕ 13.6.2013, C – 144/12, …….. κατά …………, curia.europa.eu, σκέψη 37, ΑΠ 1542/2014, ο.π., με την οποία κρίθηκε ότι κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο [άρθρο 263 εδαφ. α ΚΠολΔ] αρκεί ο σχετικός ισχυρισμός να προταθεί παραδεκτώς κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο).  Όταν ο ισχυρισμός περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας υποβάλλεται μαζί με την παράθεση του ιστορικού της υποθέσεως συνιστά κανονική αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας και όχι σιωπηρή παρέκταση, εφόσον βέβαια δεν προβάλλεται προηγουμένως άλλος ισχυρισμός επί της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 26, αρ. 34, σελ. 435), με τον οποίο ο εναγόμενος να παρέχει την εντύπωση ότι αποβλέπει στο ουσιαστικό δεδικασμένο της απόφασης, που θα εκδώσει το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ενάγεται για την επίλυση της διαφοράς του με τον ενάγοντα, καθόσον τότε είναι πρόδηλο ότι δεν παρίσταται με πρωταρχικό σκοπό να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του forum της εναγωγής του. Έτσι, η άσκηση ανταγωγής ενώπιον διεθνώς αναρμόδιου Δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς του δικαιοδοσίας, εφόσον δεν γίνεται απλώς επικουρικά. Αντιθέτως, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της αγωγής δεν θεμελιώνεται, αν η ανταγωγή ασκηθεί ρητά για την περίπτωση που το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο κρίνει εαυτό αρμόδιο (Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., αρ. 33, σελ. 435, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα [-Ν. Νίκας], Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2000, άρθρο 42 αρ. 4, σελ. 100, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 18, αρ. 5, σελ. 134). Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εναγόμενος αποδέχεται την τοπική αρμοδιότητα και κατ’ επέκταση τη διεθνή δικαιοδοσία του τοπικά και διεθνώς αναρμόδιου Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί προς εκδίκαση η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή, όταν ενώπιον του ιδίου αυτού Δικαστηρίου ασκεί σε χρόνο προγενέστερο ή ταυτόχρονο της συζητήσεως της, εκτός από την ανταγωγή και οποιοδήποτε άλλο ένδικο βοήθημα, με το οποίο σκοπείται κρίση επί της ουσίας της ήδη επίδικης διαφοράς, όπως είναι η ανακοίνωση της κύριας δίκης των άρθρων 91 – 92 ΚΠολΔ σε τρίτον μη διάδικο και η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, δια των οποίων ο εναγόμενος αποβλέπει συνήθως στην παρότρυνση του τρίτου να ασκήσει πρόσθετη υπέρ αυτού (σπανίως δε κύρια) παρέμβαση, εφόσον με την ανακοίνωση αυτή ή/και την προσεπίκληση, δεν αμφισβητείται η αρμοδιότητα και η δικαιοδοσία του ημεδαπού Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται να επιληφθεί αυτών κυρίως και όχι επικουρικώς, όταν δηλαδή δεν ζητείται να επιληφθεί της σκοπουμένης παρεμβάσεως το Δικαστήριο της κύριας δίκης επικουρικώς και συγκεκριμένα, στην περίπτωση που θεωρήσει εαυτό αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής. Κατά το ημεδαπό δικονομικό δίκαιο η ανακοίνωση δίκης, ως διαδικαστική πράξη, δεν περιέχει αίτημα παροχής έννομης προστασίας (ΑΠ 1012/1991 Δ 1992, 459, ΕΕΝ 1992, 611, Δνη 1993, 571, ΑΠ 1667/1980 ΝοΒ 1981, 1079) και δε διευρύνει μόνη αυτή, χωρίς την άσκηση παρέμβασης, τα υποκειμενικά όρια της δίκης (ΕφΠατρ 842/2007 ΑχΝομ 2008, 420, ΕφΑθ 2225/2000 ΕΔΠ 2001, 95), με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται υποχρέωση του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται να ασχοληθεί με αυτήν (ΕφΑθ 11791/1987 ΑρχΝ 1989, 151, ΕΕΝ 1988, 58), αν ο προς ον η ανακοίνωση δεν μετάσχει στη δίκη με την άσκηση παρέμβασης, δια της οποίας αποκτά ιδιότητα διαδίκου (ΕφΑθ 990/1978 ΕλΔνη 1978, 277, Μ.Γεωργιάδου, σε Χ.Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2017, [10] Ανακοίνωση δίκης, αρ. 3 – 4, σελ. 146 – 147, Β.Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Α, 1996, άρθρο 92, αρ. 5, σελ.624). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89 και 277 αριθ. 4 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, εάν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει εκείνον από τον οποίο έχει δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση σε περίπτωση ήττας του να παρέμβει στη δίκη προς υποστήριξή του, ο δε προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής δεν παρεμβαίνει παραδεκτά υπέρ του προσεπικαλούντος, αλλά εμφανίζεται στη δίκη, περιοριζόμενος στην απόκρουση της προσεπίκλησης και στην αμφισβήτηση της βασιμότητας της, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ των αρχικών διαδίκων, ούτε δημιουργείται αναγκαστική ομοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 76 ΚΠολΔ, μεταξύ αυτού (προσεπικαλουμένου) και του προσεπικαλούντος – εναγομένου. Η υποχρέωση του τρίτου να αποζημιώσει τον προσεπικαλέσαντα διάδικο βασίζεται σε μία προϋπάρχουσα έννομη σχέση, η οποία συνδέει τα δύο αυτά πρόσωπα. Η έννομη αυτή σχέση μπορεί να προκύπτει, είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση που θα δεσμεύει διάδικο και τρίτο, είναι δε, τόσο από υποκειμενικής, όσο και από αντικειμενικής άποψης, διαφορετική από την έννομη σχέση που κρίνεται στην κύρια δίκη, ενώ θα πρέπει για το ορισμένο της προσεπίκλησης να αναφέρεται στο δικόγραφο αυτής. Μεταξύ των δύο αυτών εννόμων σχέσεων υπάρχει κοινότητα του ενός υποκειμένου, δηλαδή του προσεπικαλέσαντος. Από την εν λόγω έννομη σχέση, η οποία συνδέει τον διάδικο με τον τρίτο, απορρέει η εξάρτηση της έννομης θέσης του τρίτου από την έννομη σχέση που κρίνεται στην κύρια δίκη. Η ήττα του προσεπικαλέσαντος διαδίκου αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της υποχρέωσης του τρίτου προς αποζημίωση. Έναν όρο που είναι απαραίτητος για τη δημιουργία της εγγυητικής ευθύνης του προσεπικληθέντος (άρθρο 69 παρ. 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ). Στόχος της δημιουργίας της νέας αυτής έννομης σχέσης δίκης είναι η ταυτόχρονη επίλυση δύο ουσιαστικά συνδεόμενων μεταξύ τους διαφορών και συγκεκριμένα, αφενός της διαφοράς μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του, που κρίνεται στην κύρια δίκη και αφετέρου αυτής που υφίσταται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του προσεπικληθέντος. Η ταυτόχρονη επίλυση των δύο αυτών διαφορών επιτυγχάνεται με την υπαγωγή της διαφοράς προσεπικαλέσαντος και προσεπικληθέντος στο Δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επίλυση της διαφοράς, που υφίσταται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου αυτού, κατ’άρθρο 31 παράγραφοι 1 και 2 ΚΠολΔ. Εάν στο δικόγραφο δεν περιέχεται αίτημα για την παροχή δικαστικής προστασίας, δεν θα πρόκειται για προσεπίκληση, αλλά για ανακοίνωση της δίκης στο δικονομικό εγγυητή, κατ` άρθρο 91 ΚΠολΔ. (ΑΠ 43/2020, ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 1010/2017, ΑΠ 1823/2014, ΑΠ 1601/2014, ΑΠ 2077/2013, ΑΠ 1188/2007, ΑΠ 960/1999, ΤΝΠ «Νόμος», ΕφΑθ 658/2018, ΕφΠειρ 185/2016, ΕφΠειρ 351/2015, ΤΝΠ «Νόμος», ΕφΑθ 2416/2010 ΕλΔνη 2011, 850, ΕφΘεσ 203/2011, ΕφΑθ 6465/2009, ΕφΑθ 6841/2008, ΕφΑθ 3321/2005, ΕφΑθ 2775/2003, ΕφΠειρ 1171/2000, ΕφΑθ 570/1997, ΕφΑθ 4803/1996 ΤΝΠ «Νόμος», Κουτσούκο, ό.π., σελ. 186 – 189, 196 σημ. 361, Νίκα σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. I 2000, άρθρο 88. παρ. 1, σελ. 200). Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι δια της ανακοινώσεως της δίκης και της προσεπικλήσεως προετοιμάζεται η ενδεχόμενη συμμετοχή του τρίτου στη δίκη με σκοπό τη δέσμευση αυτού, εφόσον δεν ασκήσει παρέμβαση, από το αποτέλεσμα της κύριας δίκης, υπό την έννοια της αδυναμίας του να αμφισβητήσει μεταγενέστερα την απόφαση που θα εκδοθεί, με την οποία θα επέλθει αναγνώριση ενός νομικού καθεστώτος μεταξύ των κυρίως διαδίκων, καθώς στερείται του δικαιώματος τριτανακοπής κατ’αυτής, δεσμευόμενος κατά τρόπο που προσομοιάζει με την αρνητική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 32, IV, αρ. 6, σελ. 410 επομ., Στ.Πανταζόπουλος, Η προσεπίκληση κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 1995, σελ. 111, Ν. Κουτσούκος, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, 1999, σελ. 32 – 33, Γ. Νικολόπουλος, Αι κατ’ άρθρον 92 του ΚΠολΔικ δικονομικαί συνέπειαι της ανακοινώσεως, Δ1974, 679 – 690), τέτοια δε δέσμευση του τρίτου θα είναι χρήσιμη για τον ανακοινώσαντα σ’ αυτόν τη δίκη εναγόμενο, μόνον αν εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, στην οποία με την ανακοίνωση προσανατολίζει το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο. Ενόψει των ανωτέρω, η άσκηση της μη επικουρικής ανακοινώσεως δίκης ή/και προσεπικλήσεως, συνιστά σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η κύρια αγωγή, δεδομένου ότι τότε η τοπική αρμοδιότητα του θεμελιώνεται κατά νομική αναγκαιότητα στις διατάξεις του άρθρου 31 §§ 1, 3 ΚΠολΔ, με τις οποίες καθιερώνεται στο εσωτερικό δίκαιο αποκλειστική τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της κύριας δίκης και για τις δίκες, που είτε ως παρεπόμενες της συναρτώνται με αυτήν ή, ούσες κύριες, είναι συναφείς προς αυτήν (ΕφΠειρ 61/2020, ΕφΠειρ 436/2018, ΕφΠειρ 437/2018, ΕφΘεσ 68/2015 Αρμ.2015, 1712, ΕφΛαρ 317/2015 Δικογραφία 2016, 92, ΕφΑθ 7371/1979 ΕλΔνη 1979, 683, Φ.Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Η δωσιδικία της συνάφειας κατά τον ΚΠολΔ και η συνάφεια κατά τον Κανονισμό 44/2001, 2008, σελ. 30).

Στην κρινόμενη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η εναγoμένη γερμανική εταιρεία, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ευθύς εξαρχής αρνήθηκε την σε βάρος της αγωγή, ως νόμω και ουσία αβάσιμη και καταχρηστική και γνωστοποίησε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στην ίδια δικάσιμο είχε προσδιοριστεί η συζήτηση της ασκηθείσης εκ μέρους της από 15.10.2015 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/2015 ανακοίνωσης της δίκης και προσεπίκλησης σε πρόσθετη παρέμβαση των αλλοδαπών εταιρειών, που εδρεύουν στο Λας Πάλμας της Ισπανίας, αφενός της ναυλώτριας εταιρείας «………….», που, κατά τους ισχυρισμούς της, έφερε μόνη την ευθύνη της πληρωμής των καυσίμων και αφετέρου της συμβαλλομένης της προμηθεύτριας των καυσίμων «…………….», ως δικαιούχου του τιμήματος, με σκοπό να προκαλέσει τη συμμετοχή τους στη δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, προκειμένου να δεσμευτούν από το δεδικασμένο της απόφασης που επρόκειτο να εκδοθεί, πλην όμως δεν κατέστη δυνατή η επίδοση του εν λόγω δικογράφου στις καθ’ων παραλήπτριες εταιρείες, διότι βρέθηκαν κλειστά τα γραφεία τους, όπως προκύπτει από τις από 28.3.2016 βεβαιώσεις της αρμόδιας για την επίδοση αλλοδαπής αρχής, που απέστειλε στην διαβιβάσασα ημεδαπή Εισαγγελική αρχή, σύμφωνα με τα άρθρα 4, 7 και 10 του Κανονισμού ΕΚ 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, για τις επιδόσεις στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Περαιτέρω, η εναγομένη προέταξε αμυνόμενη κατά της αγωγής σύντομο ιστορικό των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, την παράθεση των οποίων έκρινε σκόπιμη, προκειμένου να αποσαφηνιστεί ευθύς εξ αρχής η θέση της και να καταδείξει ότι δεν φέρει καμιά συμβατική ευθύνη έναντι της αντιδίκου για την πληρωμή των καυσίμων και ότι την σύμβαση αγοράς τους κατήρτισε η ναυλώτρια, που είχε την συμβατική υποχρέωση πληρωμής του εκδοθέντος τιμολογίου, αναφερόμενη προς επίρρωση των αρνητικών της ευθύνης της ισχυρισμών, μεταξύ άλλων, στο περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος της. Έπειτα από τις αναφορές αυτές η εναγομένη προέβαλε ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επικαλούμενη ότι η ρήτρα παρεκτάσεως, που περιελήφθη στις αποδείξεις παραλαβής των επίδικων καυσίμων, δεν την δεσμεύει για διάφορους λόγους αλλά, προεχόντως, επειδή υπογράφηκαν από τον πρώτο μηχανικό του πλοίου, που δεν είχε εξουσιοδότηση να την δεσμεύει με δικονομικές ή άλλες συμβάσεις. Σε κανένα πάντως σημείο των πρωτόδικων προτάσεων της η εναγομένη, αλλά ούτε στο παρεπόμενο, ως άνω, σχετικό δικόγραφο της, δεν διατύπωσε ισχυρισμό περί επικουρικότητας της ανακοινώσεως της δίκης-προσεπικλήσεως, στην οποία προέβη πριν τη συζήτηση της αγωγής, δηλαδή για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, την οποία, αντίθετα, ουδόλως αμφισβήτησε στο δικόγραφο της ανακοίνωσης δίκης. Από την συμπεριφορά της, όπως αυτή συνάγεται από την χρονική αλληλουχία των δικονομικών ενεργειών της και την συστηματική διάρθρωση των αμυντικών ισχυρισμών της στο εν λόγω προγενέστερο, μη τελώντας σε σχέση επικουρικότητας, δικόγραφο της και στις πρωτόδικες προτάσεις της, καταδεικνύεται ότι οι προσπάθειες της απέβλεψαν στην απόρριψη της αγωγής, που ασκήθηκε εναντίον της κυρίως για ουσιαστικούς λόγους και όχι για έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του δικάζοντος Δικαστηρίου. Ενόψει των προαναφερθέντων, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι η εναγομένη με την ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως Δικαστηρίου της κυρίας δίκης, κατ’άρθρο 31 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την διάρθρωση της άμυνας της ενώπιον τούτου με τις κατατεθείσες, κατά την συζήτηση της αγωγής, προτάσεις της, σιωπηρά αποδέχθηκε την κατά τόπον αρμοδιότητα του και κατ’επέκταση, τη διεθνή δικαιοδοσία του προς εκδίκαση της αγωγής, αποβλέποντας στο ουσιαστικό δεδικασμένο της απόφασης, που θα εξέδιδε το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εναγόταν για την επίλυση της διαφοράς της με την ενάγουσα και αποσκοπώντας τούτο να δεσμεύσει και τις καθ’ων η ανακοίνωση της δίκης-προσεπίκληση, ούτως ώστε να καθίσταται πρόδηλο ότι δεν παρέστη με πρωταρχικό σκοπό να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του forum της εναγωγής της. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την μη ολοκλήρωση της επίδοσης του κατατεθειμένου δικογράφου της προσεπίκλησης-ανακοίνωσης δίκης, λόγω μη εύρεσης στην έδρα τους των παραληπτριών εταιρειών του επιδιδόμενου δικογράφου, εφόσον η σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας συναρτάται με τις εκτιθέμενες πράξεις άμυνας της εναγομένης επί της ουσίας, ενώπιον του επιληφθέντος της αγωγής πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που προηγήθηκαν της αμφισβήτησης της και όχι με εξωγενείς παράγοντες, ούτε προϋποθέτει το παραδεκτό της συζήτησης του παρεπόμενου εν λόγω δικογράφου, άλλωστε η σιωπηρά παρέκταση, που επέρχεται με την δικονομική συμπεριφορά του εναγομένου, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ούτε να ανακληθεί εκ των υστέρων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του προς εκδίκαση της, κατά παραδοχή σχετικής ένστασης της εναγομένης και απορρίπτοντας την αντένσταση της ενάγουσας περί συναγομένης σιωπηρής παρέκτασης της, για τους λόγους ότι, αφενός δεν κατέστη δυνατή η επίδοση του δικογράφου της προσεπίκλησης και ανακοίνωσης δίκης και αφετέρου ότι τέτοια συμφωνία τεκμαίρεται μόνον επί ασκήσεως ανταγωγής και όχι ανακοινώσεως δίκης, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, όπως βάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης της, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χωρίς έρευνα των υπολοίπων λόγων της έφεσης, η εξέταση των οποίων πλέον παρέλκει και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να ερευνηθεί η αγωγή από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ).

V. Με το ανωτέρω περιεχόμενο της αγωγής και τα αιτήματα που προαναφέρθηκαν, κατάγεται σε δίκη ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, η οποία πρέπει να ερευνηθεί κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο είναι εφαρμοστέο ως προς όλες τις βάσεις της, λόγω της υπαγωγής σ’ αυτό των διαδίκων, που επικαλούνται τις διατάξεις του. Κατά το δίκαιο λοιπόν αυτό, σύμφωνα με το οποίο επί αδικοπρακτικών αξιώσεων η αποζημίωση της ζημίας, που επήλθε στην αλλοδαπή, είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ κατά την ισοτιμία του με το αλλοδαπό νόμισμα στο χρόνο επαγωγής της (ζημίας) (ΟλΑΠ 14/1997 Δνη 1997, 1036, ΝοΒ 1998, 43, ΑΠ 388/2015 ΧΡΙΔ 2015, 531, ΕφΠειρ 91/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η πρώτη επικουρική αγωγική βάση, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 επομ. ΑΚ, είναι νομικά αβάσιμη και απορριπτέα, αφού ζητείται η καταβολή της αποζημίωσης όχι στο εθνικό νόμισμα, αλλά σε δολάρια και στην επικουρική περίπτωση, όχι με την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας της ενάγουσας, ως έδει, αλλά κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως σύνταξης και συζήτησης της αγωγής. Σημειώνεται ότι δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αίτημα εμπεριέχεται εμμέσως ή σιωπηρώς και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας της ενάγουσας, υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’ άρθρο 223 εδαφ. β ΚΠολΔ, θα υπήρχε μόνον αν ήταν δεδομένο ότι κατά τον χρόνο αυτόν η έναντι του ευρώ αξία του δολαρίου ήταν μικρότερη εκείνης του χρόνου σύνταξης ή συζήτησης της αγωγής ή του χρόνου πληρωμής της αποζημιώσεως, πράγμα όμως αβέβαιο (ΑΠ 1381/1997 Δνη 1998, 326, ΕφΠειρ 436 και 437/2018, ο.π., ΕφΠειρ 89/2017 ΕπισκΕΔ 2018, 611).

VI. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 εδ. β` του ΚΙΝΔ, εκμετάλλευση του πλοίου με την έννοια του εφοπλισμού υπάρχει και στη σύμβαση χρονοναύλωσης όταν στο ναυλωτή ανήκει η εκμετάλλευση και η ναυτική διεύθυνση αυτού. Δηλαδή, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει εφοπλισμός, που συνεπάγεται την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, όταν ο πλοιοκτήτης παραχώρησε τη χρήση του πλοίου του γυμνού, διότι στην τελευταία περίπτωση ο μισθωτής – ναυλωτής του πλοίου εξουσιάζει τούτο, τόσο από την πλευρά της τεχνικής διεύθυνσης, όσο και από αυτή της εμπορικής του διαχείρισης, έχει δε τη βούληση να ασκήσει και ασκεί πράγματι, για ίδιο λογαριασμό, την επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης του (Αντ. Αντάπασης, όπ.π., σελ. 458, Ν. Δελούκας, όπ.π., σελ. 128, Ι.Κοροντζής, όπ.π., σελ. 1102). Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ`άρθρο 106 εδ. β` του ΚΙΝΔ. Αντιθέτως, αν ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή, έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρόνο, πλοίο εξοπλισμένο μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου ή του πληρώματος, διατηρώντας ο ίδιος (χρονοεκναυλωτής) την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου, παρέχοντας δε σε εκείνον (χρονοναυλωτή) τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί, επί ένα χρονικό διάστημα, το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή (Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 2007, τόμος 2ος, παρ. 115, σελ. 20 επ., ΕφΠειρ 874/2013 αδημ., ΕφΠειρ 452/2008 ΕΝΔ 2009, 39, ΕφΠειρ 882/2000 ΕΝΔ 2001, 122, ΕφΠειρ 2/1998 ΕΕμπΔ 1998, 121). Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρούνται από τους αντιπροσώπους του μέσα στα πλαίσια της εκμετάλλευσης του πλοίου. Έτσι, οι συμβάσεις που συνάπτονται από τον χρονοναυλωτή ή τον πλοίαρχο χρονοναυλωμένου πλοίου με τρίτους δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη έστω και αν, σύμφωνα με τους όρους του ναυλοσυμφώνου, έχουν συναφθεί για λογαριασμό του χρονοναυλωτή. Και τούτο, γιατί οι όροι του ναυλοσυμφώνου αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων κατά την κατάρτισή του, δηλαδή τον εκναυλωτή και το χρονοναυλωτή, ενώ για τους τρίτους είναι res inter alios. Ο πλοιοκτήτης δεν ευθύνεται για τις ως άνω δικαιοπραξίες, μόνο στην περίπτωση που γνωστοποιήθηκε στους τρίτους, πριν την κατάρτιση της σύμβασης, αφενός ότι το πλοίο είναι χρονοναυλωμένο και αφετέρου ότι, δυνάμει ειδικού όρου του ναυλοσυμφώνου, για την πληρωμή του συγκεκριμένου χρέους θα ευθύνεται μόνο ο χρονοναυλωτής. (ΑΠ 777/2015, ΕφΠειρ 556/2018, ΕφΠειρ 809/2014, ΕφΠειρ 2/2002).

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ, προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Με τον τρόπο αυτό παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο αλλά ανάληψης του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ) έναντι του δανειστή, που δικαιούται να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ’ επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής είτε από τον οφειλέτη με βάση την μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 230/2014 ΧρΙΔ 2014, 500, ΑΠ 880/2012 ΝοΒ 2013, 373, ΑΠ 306/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ενώ για τις διαφορές μεταξύ της σωρευτικής αναδοχής χρέους και των εγγυοδοτικών συμβάσεων: Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, § 7, αρ. 56 επομ., σελ. 201 επομ., Γ. Καλλιμόπουλου, Σωρευτική αναδοχή χρέους και εγγύηση. Ζητήματα – Κριτήρια της διάκρισης, σε ΝοΒ 1985/1516 επομ. και Ι. Μάρκου, Η αιτία στις εγγυοδοτικές συμβάσεις, σε Δνη 1994/257 επομ.).

VII. Από την υπ’αριθμ……../15-2-2018 ένορκη βεβαίωση της ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, . ….., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, κατ’άρθρο 270 παρ.2 ΚΠολΔ (υπ΄αριθμ……../12-2-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….), την υπ’αριθμ………/1-4-2016 ένορκη βεβαίωση του ………., ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αμβούργο, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, κατ’άρθρο 270 παρ.2 ΚΠολΔ (υπ΄αριθμ………./22-3-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ.γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»),  και σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία «…………..”, με καταστατική έδρα τη Μονρόβια της Λιβερίας και εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα επί της οδού …………. στον Πειραιά, κατά τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, δραστηριοποιείται επιχειρηματικά επί σειρά ετών στον τομέα της εμπορίας καυσίμων για τον ανεφοδιασμό πλοίων, μέσω του δικτύου της σταθμών εφοδιασμού, που διατηρεί σε λιμένες ανά την υφήλιο, δυνάμει συμβάσεων πώλησης, τις οποίες καταρτίζει, είτε απευθείας με τους πλοιοκτήτες ή τους ναυλωτές, ή τους καθ’οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενους πλοία, είτε μέσω ανεξάρτητων ενδιάμεσων εμπόρων. Μεταξύ των ενδιάμεσων εμπόρων, με τους οποίους συνεργαζόταν επί μακρόν χρονικό διάστημα, υπήρξε και ο Όμιλος εταιριών “………….”, στον οποίο ανήκε πλήθος εταιριών, που έδρευαν σε διάφορες πόλεις παγκοσμίως και αναλάμβαναν την υποχρέωση να εφοδιάζουν, σε εκτέλεση συμβάσεων πώλησης, πλοία με καύσιμα, τα οποία είχαν προηγουμένως προμηθευτεί από την ίδια και ήταν παραδοτέα απ’αυτήν σε συγκεκριμένη ημερομηνία και λιμάνι παράδοσης στην πλοιοκτήτρια εταιρεία ή τον τρίτον εκμεταλλευόμενο ή τον ναυλωτή του εκάστοτε εφοδιαζομένου πλοίου, που τα είχαν μεταπωλήσει επί κέρδει.

Η εναγομένη εδρεύουσα στο Αμβούργο Γερμανίας εταιρεία με την επωνυμία «…………” είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αντίγκουα και Μπαρμπούντα φορτηγού πλοίου με την ονομασία “M.”, με αριθμό IMO ………, κ.ο.χ.6149, διαχείρισης της επίσης γερμανικής εταιρείας με την επωνυμία “…………..”, που εδρεύει στην ίδια διεύθυνση, το οποίο δυνάμει του από 8.5.2014 χρονοναυλοσυμφώνου, που συνήφθη στο Λονδίνο, είχε εκναυλωθεί από την εναγομένη πλοιοκτήτρια στην μη διάδικο εδρεύουσα στο Λας Πάλμας εταιρεία «………….» για ελάχιστη χρονική διάρκεια 4 μηνών με ανώτατο όριο τους έξι μήνες, για την διενέργεια έμφορτων ταξιδιών μέσω των λιμένων των Καναρίων Νήσων και της Δυτικής Σαχάρας, Μαυριτανίας και Σενεγάλης. Από την επισκόπηση του περιεχομένου του εν λόγω χρονοναυλοσυμφώνου, κατά τον εγκεκριμένο υπό του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων Νέας Υόρκης (New York Produce Exchange) Κυβερνητικό τύπο και των πρόσθετων ρητρών, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, προέκυψε, ότι η εκναυλώτρια εναγόμενη και η ανωτέρω ναυλώτρια του πλοίου είχαν συμφωνήσει, ότι η εκναυλώτρια θα έθετε στη διάθεση της ναυλώτριας έναντι σταθερού ανταλλάγματος (ημερήσιου ναύλου), το ως άνω πλοίο με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, προκειμένου η τελευταία να το χρησιμοποιεί για τη μεταφορά πραγμάτων. Σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης, η εκναυλώτρια προσέλαβε δια της αντιπροσώπου της, ως άνω, διαχειρίστριας, τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, τους διέτρεφε και τους κατέβαλλε μισθούς και αποζημιώσεις. Συνεπώς, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα συνδέονταν με αυτήν με σχέση εξαρτημένης εργασίας και ήταν βοηθοί εκπληρώσεως αυτής. Επίσης, έφερε τις δαπάνες για τον εξοπλισμό και τη συντήρηση του πλοίου καθώς και την ασφάλιση αυτού. Περαιτέρω, η εναγομένη έθεσε στη διάθεση και υπό τις οδηγίες της ναυλώτριας τον πλοίαρχο και το πλήρωμα, όσον αφορά τη χρησιμοποίηση, την εκπροσώπηση και άλλα θέματα. Η ναυλώτρια βαρυνόταν με τις δαπάνες για τη φόρτωση και την εκφόρτωση του φορτίου, τα λιμενικά και τα τελωνειακά τέλη, τα τέλη πλοηγήσεως και ρυμουλκήσεως, ενώ επιπλέον βαρυνόταν με τη δαπάνη για τα καύσιμα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η μεν εναγομένη διατήρησε τη ναυτική – τεχνική διαχείριση του πλοίου, ενώ στη χρονοναυλώτρια παραχώρησε την εμπορική του διαχείριση. Ενόψει τούτων, η εκναυλώτρια εναγομένη παρέμεινε πλοιοκτήτρια του πλοίου, καθώς αυτή ασκούσε την εκμετάλλευση του.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 31.10.2014 η ενάγουσα εταιρεία έλαβε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο παραγγελία εφοδιασμού του πλοίου της εναγομένης με τα καθοριζόμενα κατωτέρω καύσιμα, από την μη διάδικο στην παρούσα δίκη, εδρεύουσα στο Λας Πάλμας της Ισπανίας εταιρεία με την επωνυμία “…………….”, που είχε αναλάβει τον ρόλο του διαμεσολαβούντα μεταπράτη μεταξύ της προμηθεύτριας των καυσίμων ενάγουσας εταιρείας πετρελαιοειδών με την τελική καταναλώτρια ναυλώτρια εταιρεία (bunker trader) και γι’αυτό προέβη σε αγορά των απαιτούμενων προς ανεφοδιασμό του πλοίου της εναγομένης καυσίμων, με σκοπό την μεταπώληση τους στην ναυλώτρια. Ειδικότερα, η παραγγελία αφορούσε ποσότητα 130 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου IFO 380 CST 3,5%, αντί τιμήματος 510 δολαρίων Η.Π.Α. και ποσότητα 25 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου MARINE CASOIL 0,1%, αντί τιμήματος 790 δολαρίων Η.Π.Α., με ημερομηνία παράδοσης 31.10.2014, στο πλοίο στο λιμάνι Λας Πάλμας, το δε έκαστο τίμημα συμφωνήθηκε καταβλητέο εντός χρονικού διαστήματος τριάντα (30) ημερών από την παράδοση και την έκδοση του τιμολογίου. Σε επιβεβαίωση των συμφωνηθέντων η ενάγουσα εταιρεία ομοίως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που απέστειλε αυθημερόν προς την παραγγέλουσα, ως άνω, εταιρεία, υπέχουσα θέση δήλωσης αποδοχής της ανωτέρω πρότασης της τελευταίας, κατέστησε γνωστό ότι εφαρμόζονται οι γενικοί όροι πωλήσεως της πωλήτριας εταιρείας και ότι εις ολόκληρον υπεύθυνοι με την παραγγέλλουσα για την πληρωμή του τιμολογίου των καυσίμων είναι οι Πλοιοκτήτες / διαχειριστές / εφοπλιστές / ναυλωτές του εν λόγω πλοίου, η δε παραλαβή της επιβεβαίωσης αυτής συνιστά αποδοχή της ευθύνης τους από κοινού και καθενός χωριστά, ενώ ουδεμία σφραγίδα «NO-LIEN” από τον αντιπρόσωπο του πλοίου θα γίνει αποδεκτή επί των αποδείξεων παραλαβής, η δε σύμβαση αυτή διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Πειραιά. Περί τούτων δεν διατυπώθηκε ουδεμία αντίρρηση εκ μέρους της αγοράστριας, που αποδέχθηκε τους εν λόγω όρους και συμφωνίες. Περαιτέρω, την επόμενη ημέρα η τελευταία μεταπώλησε τα αγορασθέντα καύσιμα στην ανωτέρω ναυλώτρια του πλοίου, με χρόνο παράδοσης την 1η.11.2014, αντί τιμήματος για τα καύσιμα τύπου Fueloil 380 CST, ποσού 471 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο και για τα τύπου Casoil, ποσού 686 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, εκδοθέντος του υπ’αριθμ…………/1.11.2014 τιμολογίου συνολικού ποσού, με τα έξοδα της φορτηγίδας, 80.502,35 δολαρίων ΗΠΑ, πληρωτέου στις 22.11.2014. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης της από την, ως άνω, σύμβαση πώλησης, η ενάγουσα παρέδωσε στο ένδικο πλοίο, ενόσω αυτό βρισκόταν στον λιμένα Λας Πάλμας, τις παραγγελθείσες ποσότητες καυσίμων, δια της εδρεύουσας στο Λας Πάλμας εταιρίας με την επωνυμία «……………», η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της, ως βοηθός εκπλήρωσης της αναληφθείσας υποχρέωσης της και συγκεκριμένα 130,120 και 25,112 μετρικούς τόνους αντιστοίχως, με την φορτηγίδα «S.», που παραλήφθηκαν από τον Πλοίαρχο, μέσω του αρμοδίου προς τούτο Α΄ Μηχανικού του πλοίου αυτού, ο οποίος υπέγραψε τις μετ’επικλήσεως προσκομιζόμενες  υπ’αριθμ……. και ……/1.11.2014 Αποδείξεις Παράδοσης Καυσίμων, που περιλαμβάνουν με κεφαλαία γράμματα ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση ότι «οι πλοιοκτήτες και/ή οι διαχειριστές και/ή οι ναυλωτές είναι από κοινού και μεμονωμένα υπεύθυνοι για την πληρωμή των καυσίμων, που παραδόθηκαν με το παρόν και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμολογίου η κυριότητα των καυσίμων παραμένει στους προμηθευτές», θέτοντας επ’ αυτών την έντυπη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του, στην οικεία θέση για λογαριασμό του πλοίου, χωρίς να διατυπώσει οποιαδήποτε επιφύλαξη ή κυρίως δήλωση ότι το πλοίο είναι χρονοναυλωμένο και ότι, ως Α΄ Μηχανικός τούτου, ενεργεί, καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη παραλαβή, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της χρονοναυλώτριας, ως άνω, εταιρείας, την οποία, κατά τους προαναφερθέντες όρους του ναυλοσυμφώνου βάρυνε η σχετική δαπάνη και ως επιπλέον όφειλε τούτο να δηλωθεί, θέτοντας ιδίως επί των επίμαχων αποδείξεων την ένδειξη ότι η παραλαβή αυτή γίνεται “για λογαριασμό της χρονοναυλώτριας” (“FOR CHARTERERS ACC”), το οποίο όμως ουδόλως έπραξε, ενεργώντας έτσι έκδηλα στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης πλοιοκτήτριας, ως άμεσος αντιπρόσωπος της, δεδομένου ότι, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο Πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος του επίδικου πλοίου, μεταξύ των οποίων και ο Α΄ Μηχανικός ήταν, κατά τη διάρκεια της ενδίκου συμβάσεως ναυλώσεως μη γυμνού πλοίου, βοηθοί εκπληρώσεως της εναγομένης πλοιοκτήτριας με την οποία συνδέονταν με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, υποχρεούνταν δε αυτή να πληροφορήσει κάθε τρίτο συμβαλλόμενο,  συμπεριλαμβανομένων και των εφοδιαστών του πλοίου, ότι η χρονοναυλώτρια δεν είναι εξουσιοδοτημένη να δεσμεύει την ίδια και το πλοίο για κάθε υποχρέωση, που προκύπτει στο πλαίσιο της ναυλώσεως, καθώς επίσης, εφόσον η πλοιοκτήτρια διατηρούσε την κατοχή του πλοίου, μέσω του Πλοιάρχου και του πληρώματος, που ήταν υπάλληλοι της και επιθυμούσε να περιορίσει την εξουσία τόσο των τελευταίων όσο και της χρονοναυλώτριας να δεσμεύουν το πλοίο και την ίδια, όφειλε να πληροφορήσει την ενάγουσα προμηθεύτρια, γι’αυτούς τους περιορισμούς, παρέλειψε όμως να το πράξει. Ενόψει λοιπόν της ως άνω ανεπιφύλακτης παραλαβής των ενδίκων καυσίμων από τον Α΄ Μηχανικό του πλοίου και της σφράγισης των προμνημονευθέντων αποδείξεων με τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του ιδίου, η ενάγουσα καλόπιστα υπέλαβε ότι η ως άνω αγοράστρια ετύγχανε πλοιοκτήτρια του εφοδιαζόμενου πλοίου, άλλως αντιπρόσωπος της τελευταίας, αφού καμία απολύτως δήλωση δεν έγινε ότι η ένδικη παραλαβή ενεργείτο για λογαριασμό αυτής, ως χρονοναυλώτριας του πλοίου αυτού, κατά τα προεκτεθέντα. Επί πλέον, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί η άποψη ότι η ενάγουσα δεν επέδειξε την απαιτουμένη κατά τα συναλλακτικά ήθη καλόπιστη εκπλήρωση της παροχής, καθόσον ήταν ιδιαίτερα δυσχερές σ’ αυτήν, όπως άλλωστε και σε κάθε παρόμοια εταιρεία προμήθειας ναυτιλιακών καυσίμων να ερευνήσει και να διαπιστώσει τη σχέση της εμφανισθείσας, ως άνω, καταναλώτριας, με το πλοίο, στο οποίο παραδόθηκαν τα εν λόγω καύσιμα, ήτοι αν αυτή ασκούσε την ναυτική διεύθυνση του ή είχε μόνο την εμπορική του εκμετάλλευση, αφενός λόγω της δεδομένης ταχύτητας, με την οποία πραγματοποιούνται, κατά κανόνα οι σχετικές συναλλαγές, όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η ένδικη συναλλαγή ολοκληρώθηκε εντός συντόμου πράγματι χρονικού διαστήματος, αλλά και του ικανού αριθμού των συναπτομένων και εκτελουμένων ημερησίως παρομοίων συμβάσεων. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι η υπογραφή των επίμαχων αποδείξεων παράδοσης από τον Α΄ μηχανικό δεν την δεσμεύει, υποστηρίζοντας ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς αυτόν, κατά την πάγια εντολή της, περιοριζόταν αποκλειστικά και μόνο στην διαπίστωση της ποσότητας και ποιότητας των καυσίμων, καθόσον τούτο αφορούσε τις εσωτερικές σχέσεις της με τους προστηθέντες της και δεν κατέστη γνωστό στην ενάγουσα, ούτε μπορούσε να διαγνωστεί από τις περιστάσεις, εφόσον ο υπογράφων τα συγκεκριμένα δελτία παράδοσης των καυσίμων Α΄ μηχανικός, εμφανίστηκε, ως αντιπρόσωπος του πλοίου, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης και δεν κατέστησε σαφές, ούτε μπορούσε να συναχθεί τυχόν περιορισμός της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας και παραλαβής των καυσίμων για λογαριασμό της μόνης υπεύθυνης για την πληρωμή τους χρονοναυλώτριας, δεδομένου ότι στην περίπτωση που ο πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος λειτουργούν, ως αντιπρόσωποι του πλοιοκτήτη, η παραλαβή από αυτούς των καυσίμων με ανεπιφύλακτη μάλιστα ρητή δήλωση αποδοχής των όρων πώλησης τους, ιδίως των αναγραφομένων επί των παραδοτέων οικείων παραστατικών, δεσμεύει τον πλοιοκτήτη έναντι του προμηθευτή των καυσίμων. Εξάλλου, κατά την ισχύουσα διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, που τελούσε προφανώς σε γνώση της εναγομένης, όσον αφορά την προμήθεια καυσίμων σε πλοία, οι προμηθευτές για την καταβολή του πιστωθέντος τιμήματος αυτών, αποβλέπουν κυρίως στην υπεγγυότητα του πλοίου, ως του πλέον αξιολόγου περιουσιακού στοιχείου, ενόψει και της συνηθισμένης τακτικής των διαμεσολαβούντων μεταπρατών. Την ίδια πρακτική ακολουθούσε στις συναλλαγές της η ενάγουσα εταιρεία και το είχε καταστήσει ευθύς εξαρχής γνωστό, ήδη κατά την παραγγελία των επίδικων καυσίμων, επισημαίνοντας ότι οι πλοιοκτήτες είναι  συνυπεύθυνοι για την καταβολή του τιμήματος πώλησης τους και το ίδιο διέλαβε και στις επίμαχες αποδείξεις παράδοσης τούτων, παραπέμποντας επιπρόσθετα και στους υπόλοιπους Γενικούς Όρους Πωλήσεως της, που ήταν διαθέσιμοι και διαδικτυακά, ουδεμία δε αντίρρηση διατυπώθηκε από την εναγομένη, δια του προστηθέντος της, κατά την παραλαβή των καυσίμων, στην επίρριψη σ’ αυτήν του κινδύνου της αφερεγγυότητας του αμέσως συμβληθέντος με τη φυσική προμηθεύτρια τούτων, ως άνω διαμεσολαβούντος εμπόρου. Ειδικότερα, προκειμένου να μην δεσμευόταν η εναγομένη πλοιοκτήτρια έναντι της ενάγουσας προμηθεύτριας για την πληρωμή των καυσίμων, έδει, είτε να περιληφθεί ρητά επί των αποδείξεων παράδοσης και παραλαβής τους, ότι παραλαμβάνονται για λογαριασμό της χρονοναυλώτριας, καθιστώντας έτσι γνωστό ότι η τελευταία δεν ήταν εξουσιοδοτημένη να δεσμεύει την ίδια και το πλοίο για την ως άνω υποχρέωση της, που απέρρεε από την προμήθεια καυσίμων, κατά τη διάρκεια της ενδίκου ναυλώσεως μη γυμνού πλοίου, είτε να παραδοθεί στην προμηθεύτρια έγγραφη δήλωση από τον Πλοίαρχο ή τον υπεύθυνο για την παραλαβή των καυσίμων αξιωματικό του πλοίου, περί μη ευθύνης του πλοίου για την πληρωμή των καυσίμων (NO LIEN NOTICE), πλην όμως ουδέν των ανωτέρω έλαβε χώρα.

Εν συνεχεία, η ενάγουσα εξέδωσε προς τον πλοίαρχο, τον πλοιοκτήτη, τον διαχειριστή του ένδικου πλοίου και την μεσολαβούσα εταιρεία “………….”, το υπ’αριθμ……../3.11.2014 τιμολόγιο πώλησης των ανωτέρω ποσοτήτων καυσίμων, με βάση τις συμφωνηθείσες ανωτέρω τιμές, συνολικού ποσού 86.199,68 δολαρίων Η.Π.Α, το οποίο πιστώθηκε για 30 ημέρες. Εντούτοις, το οφειλόμενο αυτό ποσό δεν καταβλήθηκε στην ενάγουσα την ορισμένη ημέρα πληρωμής, ήτοι την 1η.12.2014 και εξακολουθεί να οφείλεται μέχρι σήμερα, για τον λόγο ότι η αρχική αγοράστρια των επίδικων καυσίμων, ως άνω, εταιρεία “………..” και διαμεσολαβούσα στην πώληση τούτων στην ναυλώτρια εταιρεία, δεν το εξόφλησε, αφού η μητρική εταιρεία του Ομίλου εταιρειών “…………”, στις 7.11.2014 υπέβαλε αίτηση πτώχευσης ένεκα παύσης των πληρωμών της και η ίδια ως θυγατρική εταιρεία του υπό πτώχευση Ομίλου ανέστειλε την λειτουργία της. Ομοίως δεν εξοφλήθηκε από την ναυλώτρια το ανωτέρω εκδοθέν από την “…………..” τιμολόγιο προς αυτήν, ως και/ή πλοιοκτήτρια/ναυλώτρια του επίδικου πλοίου.

Ενόψει τούτων, η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει το ποσό αυτό στην ενάγουσα πωλήτρια εταιρεία, καθόσον αυτή διατήρησε και μετά την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης χρονοναύλωσης, την οικονομική εκμετάλλευση και τη ναυτική διεύθυνση του πλοίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Ως εκ τούτου, είχε την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας και εξακολουθούσε να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή, ευθυνόμενη για τις δικαιοπραξίες, που επιχειρήθηκαν από τη χρονοναυλώτρια, τον πλοίαρχο και τον πρώτο μηχανικό, οι οποίοι ενεργούσαν, ως αντιπρόσωποι της, μέσα στα πλαίσια της εκμεταλλεύσεως του πλοίου. Ειδικότερα, η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει το ανωτέρω οφειλόμενο από την “…………….” ποσό στην ενάγουσα προμηθεύτρια εταιρεία, με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας και συνυπεύθυνης για την καταβολή του, συνεπεία συναφθείσης, δια του αντιπροσώπου της, σύμβασης σωρευτικής αναδοχής του εν λόγω χρέους (477 ΑΚ) και όχι εγγυοδοσίας, κατά τον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό της ενάγουσας, η οποία δεν υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο και δυνάμει αυτής ανέλαβε την υποχρέωση πληρωμής στην προμηθεύτρια του τιμήματος των καυσίμων, που παραδόθηκαν για τον ανεφοδιασμό του πλοίου της, παραγομένης αυτοτελούς ενοχής της, πρόσθετης με την αρχική οφειλέτη “…………….” και παθητικής ενοχής εις ολόκληρον των δύο αυτών προσώπων. Επισημαίνεται, ότι η ως άνω σύμβαση πώλησης καυσίμων, που συνήφθη από την διαμεσολαβούσα έμπορο “…………” με την ενάγουσα εταιρεία, δεσμεύει την πλοιοκτήτρια εναγομένη, έστω και αν, σύμφωνα με τον σχετικό όρο του ναυλοσυμφώνου, είχε συναφθεί για λογαριασμό της χρονοναυλώτριας και αυτήν βάρυνε η σχετική υποχρέωση πληρωμής του τιμήματος των καυσίμων. Και τούτο, διότι οι όροι του ναυλοσυμφώνου αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων κατά την κατάρτιση του, δηλαδή την εναγομένη εκναυλώτρια και τη χρονοναυλώτρια, ενώ για τους τρίτους είναι res inter alios. Η πλοιοκτήτρια εναγομένη δεν θα ευθυνόταν για την ως άνω δικαιοπραξία μόνο στην περίπτωση που είχε γνωστοποιήσει στην ενάγουσα, αφενός μεν ότι το πλοίο ήταν χρονοναυλωμένο, αφετέρου δε ότι δυνάμει ειδικού όρου του ναυλοσυμφώνου για την πληρωμή του συγκεκριμένου χρέους ευθυνόταν μόνον η χρονοναυλώτρια εταιρεία, προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Συνεπώς, η εναγομένη πλοιοκτήτρια και ήδη εφεσίβλητη ευθύνεται εις ολόκληρον να καταβάλει στην προμηθεύτρια ενάγουσα το αιτούμενο με την αγωγή αντίτιμο πώλησης και παράδοσης των καυσίμων, τα οποία παραδόθηκαν στο πλοίο της και συγκεκριμένα το ισάξιο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, ποσό των 86.199,68 δολαρίων ΗΠΑ, απορριπτομένου ως μη νόμιμου του αιτήματος καταβολής στο αλλοδαπό νόμισμα, με τον νόμιμο τόκο από την παρέλευση της ταχθείσης προθεσμίας πληρωμής του εκδοθέντος ανωτέρω τιμολογίου, που κατέστη ληξιπρόθεσμη η οφειλή, ήτοι από 2.12.2014, δεκτής γενομένης της αγωγής κατά την κύρια βάση της, ως ουσιαστικά βάσιμης.

VIII. Κατ’ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η έφεση της ενάγουσας, κατά τον προαναφερόμενο λόγο και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαια της (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει δεκτή κατά την κύρια βάση της, ως και ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη εις ολόκληρον να καταβάλει στην ενάγουσα-εκκαλούσα το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, των 86.199,68 δολαρίων ΗΠΑ, νομιμοτόκως από 2.12.2014, τα δε δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εκκαλούσας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθούν και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 § 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται αυτήν τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.4158/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 4.12.2014 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη εις ολόκληρον να καταβάλει στην ενάγουσα – εκκαλούσα το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, του ποσού των ογδόντα έξι χιλιάδων εκατόν ενενήντα εννέα και εξήντα οκτώ (86.199,68) δολαρίων ΗΠΑ, με τον νόμιμο τόκο από 2.12.2014.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του καταβληθέντος για την κατάθεση της έφεσης παραβόλου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 22 Δεκεμβρίου 2020.

  Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ