Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 779/2020

[print-me}

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης

779 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 539 §1 εδ. α´ του Κ.Πολ.Δ., αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, που περατώνουν τη δίκη και δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ή έφεση, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 544 του ιδίου Κώδικα, αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο για τους επακριβώς καθορισμένους σ’ αυτό λόγους (Α.Π. 1845/2005 και Α.Π. 893/2019 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις των άρθρων 495 §1 και 538 επ. του Κ.Πολ.Δ., το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης αναψηλάφησης ασκείται με δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και εκδικάζεται από το ίδιο δικαστήριο, αφού η άσκηση της αναψηλάφησης δεν έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (Α.Π. 245/2017, Α.Π. 870/2013 και Α.Π. 893/2019 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Η δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της αναψηλάφησης διέρχεται συνολικά τέσσερα στάδια. Στο πρώτο το δικαστήριο εξετάζει το παραδεκτό της (αναψηλάφησης), αν δηλαδή αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. Στο δεύτερο στάδιο εξετάζει το παραδεκτό και νόμιμο καθενός από τους λόγους της, ενώ στο τρίτο εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητα τους. Μετά ταύτα, αν κάποιος λόγος κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, επακολουθεί η εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης και το τελευταίο στάδιο, κατά το οποίο το δικαστήριο εξετάζει την ουσία της υπόθεσης, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την αναψηλάφηση (Α.Π. 893/2019 ό.π.).

II. Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 28.1.2019 αίτηση αναψηλάφησης, που κατατέθηκε στον αρμόδιο γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, ζητείται η εξαφάνιση της οριστικής απόφασης 219/2018 του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο δίκασε κατ’ ουσία την υπόθεση, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 5.11.2017 έφεση του αιτούντος, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους του άρθρου 544 αρ. 7 του Κ.Πολ.Δ. Η αίτηση είναι παραδεκτή, διότι : α) ασκείται κατά της απόφασης 219/2018 του Εφετείου, β) ασκείται από τον εκκαλούντα, του οποίου απορρίφθηκε η έφεση, κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά 3291/2015 και η οποία έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της, καθόσον με αυτή επιδιώκει την κατ’ ουσία παραδοχή της έφεσης και, συνακόλουθα, την απόρριψη της αγωγής της καθ’ ης, η οποία έγινε δεκτή πρωτοδίκως, γ) ασκείται για λόγους από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 544 (αρ. 7) του Κ.Πολ.Δ. και δ) ασκείται εμπρόθεσμα, εφόσον δεν παρήλθαν 60 ημέρες από τότε που επικαλείται ο αιτών ότι έμαθε πως υπάρχουν νέα κρίσιμα έγγραφα (άρθρα 495, 496 και 545 §§1, 3 ε´, 4, 5 του Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του προβαλλόμενου λόγου της (άρθρο 549 §1 του ίδιου Κώδικα), αφού έχει κατατεθεί και το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3 Γ περ. β του ίδιου Κώδικα.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 544 αρ. 7 του Κ.Πολ.Δ., αναψηλάφηση επιτρέπεται αν ο διάδικος, που ζητεί την αναψηλάφηση, βρήκε ή πήρε στην κατοχή του, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, νέα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως από ανωτέρα βία ή γιατί τα κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος, που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το νέο έγγραφο, που βρήκε ή έλαβε στην κατοχή του ο αιτών την αναψηλάφηση, για να μπορεί να στηρίξει την αίτηση, πρέπει: α) να υπήρχε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, β) να είναι κρίσιμο, με την έννοια ότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού, που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του ζητούντος την αναψηλάφηση, αν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου και γ) η μη έγκαιρη προσκομιδή του να οφείλεται σε ανωτέρα βία ή σε παρακράτησή του από τον αντίδικο του αιτούντος ή τρίτο σε συνεννόηση με τον τελευταίο. Ως ανωτέρα βία, από την οποία ήταν αδύνατη η έγκαιρη προσκομιδή των νέων κρίσιμων εγγράφων, συνιστά, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, κάθε γεγονός τυχερό και απρόβλεπτο, το οποίο, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Εξάλλου, για να είναι το έγγραφο «κρίσιμο» με την παραπάνω έννοια, δεν αρκεί το έγγραφο αυτό να παράγει πιθανολόγηση ή απλώς να χρησιμεύει ως αρχή έγγραφης απόδειξης ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ούτε όταν για τη διακρίβωση του αποδεικτέου γεγονότος απαιτείται επιπλέον πραγματογνωμοσύνη ή αυτοψία, αλλά να παρέχεται άμεση και πλήρης απόδειξη για το αποδεικτέο θέμα (Α.Π. 103/2018, Α.Π. 1169/2017, Α.Π. 1685/2014, Α.Π. 830/2014 και Α.Π. 447/2014 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 50 §1 του ν. 2190/1920 «1. Αι κατά νόμο κεκτημέναι δικαίωμα λειτουργίας εν Ελλάδι αλλοδαπαί ανώνυμοι εταιρείαι υποχρεούνται όπως, προ της εγκαταστάσεως εν τη ημεδαπή υποκαταστήματος ή πρακτορείου αυτών, υποβάλλωσι, προς το Υπουργείο του Εμπορίου, κεκυρωμένον υπό της αρμοδίας Ελληνικής Προξενικής Αρχής, αντίγραφον του εγγράφου πληρεξουσιότητας του αντιπροσώπου ή πράκτορος αυτών, περιλαμβάνοντος απαραιτήτως και διορισμόν αντικλήτου και αναφέρωσι το έτος της συστάσεως αυτών και το ονοματεπώνυμο των εκπροσωπούντων την εταιρείαν εν τη έδρα αυτής. Πάσα μεταγενεστέρα της ανωτέρω γνωστοποιήσεως μεταβολή των ως άνω στοιχείων δέον να ανακοινούται αμέσως εις το Υπουργείον του Εμπορίου». Εξάλλου, τα υποκαταστήματα των εμπορικών εταιριών δεν έχουν αυτοτελή νομική προσωπικότητα ανεξάρτητη του νομικού προσώπου και συνεπώς δεν έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι. Επομένως, δεν μπορούν να ασκήσουν αγωγή ούτε να είναι εναγόμενα “ιδίω ονόματι”. Αυτά είναι μεν ειδική εμπορική κατοικία του νομικού προσώπου (άρθρο 51 §3 του Α.Κ.), αλλά ενάγεται το νομικό πρόσωπο στο δικαστήριο του τόπου του υποκαταστήματος (Εφ.Θεσ. 3660/1995, Ελλ.Δ/νη 1996, σελ. 1389).

ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με την απόφαση 3291/2015 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε ερήμην της αιτούσας – εναγομένης, υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλλει στην καθ’ ης – ενάγουσα το ποσό των 24.451,29 ευρώ, ως ποσό οφειλόμενο από τιμολόγιο, πλέον τέλους χαρτοσήμου και Ο.Γ.Α. Το τιμολόγιο αυτό, που εκδόθηκε από την καθ’ ης – αλλοδαπή εταιρία, ενσωμάτωνε τόκους υπερημερίας, που προέρχονταν από την αντικατάσταση επιταγών, ποσού 555.815,99 ευρώ, οι οποίες πληρώθηκαν από την αιτούσα μεταγενέστερα. Η τελευταία προσέβαλε με έφεση την πρωτόδικη απόφαση, αρνούμενη την αγωγή και προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι, μεταξύ του νόμιμου εκπροσώπου της και αυτού της καθ’ ης – Διευθύνοντος Συμβούλου της, …………….., συμφωνήθηκε πως η τελευταία θα συναινούσε στην αντικατάσταση των πιο πάνω επιταγών, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Περαιτέρω, υπέβαλε και την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της αγωγής, με την έννοια της αποδυνάμωσης δικαιώματος, αφού ασκήθηκε μετά τη πάροδο τεσσάρων ετών και παρά των περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεων του νομίμου εκπροσώπου της. Το Δικαστήριο τούτο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του 219/2018, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, κατ’ άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., λόγω της ερημοδικίας της αιτούσας στον πρώτο βαθμό, δίκασε την αγωγή, την οποία και έκανε δεκτή. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της αιτούσας πως, κατά το χρόνο αντικατάστασης των επιταγών, συμφωνήθηκε, μεταξύ των διαδίκων, η χρονική μετάθεση της αποπληρωμής να γίνει άτοκα και χωρίς οποιασδήποτε επιβάρυνσής της, ενώ απορρίφθηκε ως αβάσιμη και η ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της καθ’ ης, με τη μορφή της αποδυνάμωσης. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι συμφωνήθηκε η χρονική μετάθεση της αποπληρωμής να γίνει άτοκα και χωρίς οποιασδήποτε επιβάρυνσή της, η αιτούσα επικαλέστηκε με τις προτάσεις της, κατά τη συζήτηση της έφεσης και προσκόμισε, μεταξύ άλλων και την ένορκη βεβαίωση ……./2017 του …………., για τον οποίο ανέφερε ότι ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της καθ’ ης. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι “η κρίση του αυτή (περί μη απόδειξης ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ώστε η χρονική μετάθεση της αποπληρωμής να γίνει άτοκα και χωρίς οποιασδήποτε επιβάρυνσης της αιτούσας) δεν αναιρείται από την προσκομισθείσα από την αιτούσα ένορκη βεβαίωση του ……………, αφού αυτός, κατά τον κρίσιμο χρόνο (2009) δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος ή διαχειριστής της ενάγουσας αλλοδαπής (ισπανικής) εταιρίας, αλλά ήταν μόνο αντιπρόσωπος του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα (βλ. και το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα ΦΕΚ τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε., με αριθμό ……/2002), χωρίς να έχει εξουσία εκπροσώπησης αυτής (καθ’ ης), με συνέπεια η όλως γενική απ’ αυτόν κατάθεσή του στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση ότι «…αποδεχόμενος την κατάσταση συμφώνησα να αντικατασταθούν οι επιταγές άτοκα…», να μην ασκεί οιαδήποτε έννομη επιρροή στην προκειμένη υπόθεση, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα της κατάθεσής του ως προς το σημείο αυτό. Εξάλλου, ακόμη και ο ίδιος ο ενόρκως βεβαιώσας παραδέχεται σ’ αυτήν ότι τον Νοέμβριο του 2009 η κεντρική διοίκηση της καθ’ ης, στη …… της Ισπανίας, αποφάσισε την έκδοση, από την θυγατρική της στην Ελλάδα, του επίδικου τιμολογίου τόκων υπερημερίας, το οποίο και πράγματι εκδόθηκε, παρά τις ενστάσεις του. Αναφέρει, επίσης, ότι στις αρχές του 2010 εξέθεσε την άποψή του αυτή «στο συμβούλιο της εταιρίας και αυτό αποδέχθηκε την άποψή του», χωρίς, όμως, να αιτιολογεί πειστικά γιατί δεν έγινε ακύρωση του τιμολογίου αυτού ή έκδοση αντίστοιχου «πιστωτικού» τιμολογίου από την καθ’ ης, εφόσον, όπως διατείνεται, υπήρχε σχετική απόφαση του αρμόδιου οργάνου διοίκησής της, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι λήφθηκε τέτοια απόφαση (περί ακύρωσης του επίμαχου τιμολογίου) στις αρχές του 2010 ή έστω μεταγενέστερα, από τα αρμόδια όργανα διοίκησης και εκπροσώπησης της καθ’ ης. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο (2009), ήταν κεντρική και γενική, προς όλους τους πελάτες της, η εμπορική τακτική της τελευταίας να χρεώνει με τόκους υπερημερίας, με την έκδοση των σχετικών τιμολογίων, όσους από αυτούς καθυστερούσαν την αποπληρωμή των οφειλών τους (βλ. και τα προσκομιζόμενα με επίκληση από την ενάγουσα σχετικά τρία τιμολόγια τόκων, που εκδόθηκαν απ’ αυτήν για άλλες οφειλέτριες εταιρίες κατά το έτος 2009).Ήδη, ως νέα κρίσιμα έγγραφα, η ύπαρξη των οποίων θα μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, σε διαφορετική κρίση, αν είχαν τεθεί υπόψη του, προσκομίζονται από την αιτούσα τα ακόλουθα έγγραφα: 1) η πράξη ……/2002 του Συμβολαιογράφου της επαρχίας ……., …………., με την οποία δόθηκε η εξουσιοδότηση από την καθ’ ης προς τον ……………, να την εκπροσωπήσει, ενώπιον του Υπουργείου Οικονομικών της Ελλάδας, καθώς και ενώπιον των υπολοίπων αρχών και τρίτων, ώστε να αναλάβει όλες τις διαδικασίες στην Ελλάδα, σχετικά με την ίδρυση του υποκαταστήματος της καθ’ ης, εκχωρώντας του, προς τούτο, και τις αναφερόμενες σ’ αυτήν εξουσίες, 2) η πράξη ……/2004 του ίδιου ως άνω Ισπανού Συμβολαιογράφου, με την οποία παρέχεται, σύμφωνα με την από 19.1.2004 απόφαση του Δ.Σ. της καθ’ ης, η πληρεξουσιότητα στον ……………. να εκπροσωπεί και να είναι υπεύθυνος της εταιρίας για όλες τις συναλλαγές και σχέσεις με τις ελληνικές τράπεζες και με όλες τις τράπεζες, που διαθέτουν γραφεία και υποκαταστήματα στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και οι ενέργειες που εξειδικεύονταν, 3) συμβάσεις πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, όπου συμβάλλεται ως εκπρόσωπος της καθ’ ης, με τις Τράπεζες Πειραιώς, Εθνική, Κύπρου, Εμπορική, Eurobank, Alpha, Τράπεζα Αττικής, 4) συμβάσεις πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, χορήγησης εγγυητικής επιστολής, όπου συμβάλλεται ως εκπρόσωπος της καθ’ ης, με τις Τράπεζες Κύπρου, Εμπορική, Alpha, 5) τις βεβαιώσεις …./8.3.2006, …../10.7.2007, …../23.2.2009, …../23.4.2010 της Νομαρχίας Πειραιά (Δ/νση Ανωνύμων Εταιριών) και ……./21.2.2011 της Περιφέρειας Αττικής (Δ/νση Ανάπτυξης Π.Ε. Πειραιά – Τμήμα Εμπορίου & Τουρισμού), όπου αναφέρεται ότι ο …………… είναι νόμιμος αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος και αντίκλητος στην Ελλάδα της καθ’ ης – αλλοδαπής εταιρίας, η λειτουργία του υποκαταστήματος της οποίας [(με αριθμό μητρώου …………(2005) και η άδεια εγκατάστασης που εγκρίθηκε με απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ / ΤΑΕ & ΕΠΕ)], δεν είχε διακοπεί (σύμφωνα με απόφαση της αιτούσας), 6) την από 2.5.2007 σύμβαση έμμισθης εντολής, σύμφωνα με την οποία η αιτούσα, εκπροσωπούμενη από τον ……………., προσέλαβε δικηγόρο – νομικό σύμβουλο και 7) την από 24.2.2011 σύμβαση μεταφοράς απαίτησης, όπου συμβάλλονται οι ……….. και ……., ως εκπρόσωποι της καθ’ ης και ο ……………., ως εκπρόσωπος του υποκαταστήματος της τελευταίας στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων συμφωνήθηκε ότι το εναπομένον τίμημα από τη μεταβίβαση μετοχών δύο άλλων εταιριών στη καθ’ ης, που έλαβε χώρα στην Ελλάδα, θα αναληφθεί από την τελευταία και θα μειώσει την απαίτησή της από το υποκατάστημά της στην Ελλάδα. Τα έγγραφα αυτά, προσκομίστηκαν, προκειμένου να αποδειχθεί ο ισχυρισμός της αιτούσας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό αίτηση αναψηλάφησης, ότι ο ……………, ο οποίος έδωσε την παραπάνω ένορκη βεβαίωση, “είχε πλήρη, απεριόριστη και μη περιορίσιμη εξουσία από το ΦΕΚ του διορισμού του, αλλά και τις εσωτερικές του σχέσεις εντολής με την καθ’ ης, να συμφωνήσει νομίμως την απαλλαγή της αιτούσας από την οφειλή τόκων”. Ωστόσο, τα έγγραφα αυτά δεν είναι κρίσιμα, κατά την έννοια του άρθρου 544 αρ. 7 του Κ.Πολ.Δ., διότι δεν αποδεικνύεται ο ως άνω ισχυρισμός της αιτούσας, αλλά, αντίθετα, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι ο ……………. ενεργούσε, σύμφωνα με σχετικές εξουσιοδοτήσεις και πληρεξουσιότητες και στο πλαίσιο των εντολών που λάμβανε από την καθ’ ης (ανάληψη όλων των διαδικασιών στην Ελλάδα, σχετικά με την ίδρυση του υποκαταστήματος της καθ’ ης και εκπροσώπησή της για όλες τις συναλλαγές και σχέσεις με τις ελληνικές ή εδρεύουσες στην Ελλάδα Τράπεζες, όπως η υπογραφή συμβάσεων). Άλλωστε, ο ………….., δεν θα μπορούσε να έχει την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου του υποκαταστήματος της καθ’ ης, όπως η αιτούσα ισχυριζόταν με την έφεσή της, αλλά μόνο αυτή του αντικλήτου – αντιπροσώπου της, διότι το υποκατάστημα της καθ’ ης στην Ελλάδα, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, δεν έχει, κατά νόμο, αυτοτελή νομική προσωπικότητα, ανεξάρτητη του νομικού προσώπου της τελευταίας, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από τις σχετικές βεβαιώσεις της Νομαρχίας Πειραιά και της Περιφέρειας Αττικής. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, με την ένορκη βεβαίωσή του ……./2017, η οποία είχε προσκομισθεί κατά την εκδίκαση της έφεσης, ο …………. δεν ισχυρίστηκε ότι είχε τέτοια εξουσία δέσμευσης της καθ’ ης (για τη μη χρέωση τόκων), αλλά αντίθετα, επιβεβαίωνε και ο ίδιος ότι αρμόδιο προς τούτο ήταν το Δ.Σ., αφού κατέθεσε ότι στις αρχές του 2010 εξέθεσε την άποψή του αυτή (για τη μη χρέωση τόκων) στο συμβούλιο αυτής (καθ’ ης). Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω η πληττόμενη απόφαση δέχθηκε πως, παρά την ως άνω παράσταση του …………. στο συμβούλιο της καθ’ ης, δεν αποδείχθηκε ότι λήφθηκε απόφαση (περί ακύρωσης του επίμαχου τιμολογίου) στις αρχές του 2010, ή έστω μεταγενέστερα, από τα αρμόδια όργανα διοίκησης και εκπροσώπησής της (καθ’ ης). Σημειωτέον ότι η νέα ένορκη βεβαίωση ……/22.9.2020, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, την οποία προσκομίζει η αιτούσα, δεν συνιστά νέο έγγραφο, κατά την έννοια που αναφέρθηκε στην μείζονα σκέψη, εφόσον δεν υπήρχε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν ήταν νέα και κρίσιμα, κατά την έννοια του άρθρου 544 αρ. 7 του Κ.Πολ.Δ., τα έγγραφα που επικαλείται η αιτούσα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναψηλάφησης ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου των πεντακοσίων (500) ευρώ, με αριθμό ………….., που κατατέθηκε από την αιτούσα και να καταδικαστεί η τελευταία, λόγω της ήττας της, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της καθ’ ης, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 28.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2019 αίτηση αναψηλάφησης, κατά της οριστικής απόφασης 219/2018 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που κατέθεσε η αιτούσα εταιρεία με την επωνυμία «………………..».

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από την αιτούσα παραβόλου, ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και

Καταδικάζει την αιτούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης, τα οποία καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ