Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 103/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Προσβολή προσωπικότητας. Η προσβολή της προσωπικότητας ατόμου μπορεί να συνίσταται και σε ποινικά κολάσιμες πράξεις όπως η συκοφαντική δυσφήμιση. Πολιτική Δικονομία. Για το ορισμένο του λόγου της εφέσεως περί δικαστικής δαπάνης, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφό της το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Σε κάθε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση ολικώς ή μερικώς αποφαινόμενο οριστικώς επί της υποθέσεως, εξαφανίζει και την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της τελευταίας προσδιορίζοντας την καταβλητέα δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον υποβάλλεται σχετικό αίτημα διαδίκου.

Αριθμός  103/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου και τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4530/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 233 επ. του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί των συνεκδικασθεισών α)από 13-10-2017 (υπ’ αριθ. …………/2017 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος και β)από 8-12-2017 (υπ’ αριθ. ……../2017 έκθεσης κατάθεσης) ανταγωγής της αντενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 5-11-2018 (βλ. τη σχετική σημείωση επί του αντιγράφου της ανωτέρω αποφάσεως του δικαστικού επιμελητή …….) και η έφεση υποβλήθηκε στις 5-12-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………./5-12-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το αντίστοιχο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την προαναφερθείσα αγωγή ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθεσε ότι, η εναγομένη στην από 14-10-2012 έγκλησή της, την οποία υπέβαλλε εναντίον του, κατά τη διάρκεια ένορκης εξέτασης της ενώπιον του αρμοδίου αστυνομικού υπαλλήλου του Αστυνομικού Τμήματος Καμινίων Πειραιώς, προέβη εις βάρος του στην περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της, υπό τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, η οποία συνιστά την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, από την οποία προκλήθηκε σ’ αυτόν (ενάγοντα) ηθική βλάβη, καθόσον αυτή (εναγομένη) ισχυρίστηκε εν γνώσει της ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς εις βάρος του, με τους οποίους προσβλήθηκε η τιμή και η υπόληψη του και προκλήθηκε η ποινική του δίωξη. Βάσει των ανωτέρω περιστατικών, ο ενάγων ζήτησε, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης, να του καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ως άνω ηθικής βλάβης του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του.

Με την προαναφερθείσα ανταγωγή, η αντενάγουσα αυτής και ήδη εφεσίβλητη, εξέθεσε ότι, στις 14-10-2012, κατά τη διάρκεια που αυτή (αντενάγουσα) βρίσκονταν στο Αστυνομικό Τμήμα Καμινίων Πειραιώς, για διευθέτηση οικογενειακής της υπόθεσης, ο αντεναγομένος προέβη εις βάρος της στην περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, υπό τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, η οποία συνιστά τις αξιόποινες πράξεις της σωματικής βλάβης και της εξύβρισης, καθόσον αυτός (αντεναγόμενος) απηύθυνε εναντίον της υβριστικούς χαρακτηρισμούς, προσβάλλοντας την τιμή και την υπόληψη της, επιπλέον, την ώθησε βιαίως και την έπληξε στο πρόσωπο με τα χέρια του. Επίσης, ότι ο αντεναγόμενος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εναντίον της την ανωτέρω αναφερόμενη αγωγή, στην οποία συμπεριέλαβε ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς εις βάρος της, αναφορικά με την τέλεση εκ μέρους της των αξιόποινων πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα, της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδούς καταμήνυσης, της εξύβρισης και της απειλής εναντίον του, με τους οποίους προσέβαλλε την τιμή και την υπόληψη της. Βάσει των ανωτέρω περιστατικών, η αντενάγουσα  ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος της από καταψηφιστικό σε εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος να της καταβάλει  το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ανταγωγής της και μέχρι την εξόφληση, και να απαγγελθεί κατά του αντεναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας 6 μηνών και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, καθώς και να καταδικαστεί ο αντεναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της.

Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού συνεκδικάσθηκαν οι προαναφερθείσες αγωγή και ανταγωγή, έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικώς βάσιμη, η ανωτέρω ανταγωγή,και υποχρεώθηκε ο αντεναγόμενος αυτής να καταβάλει στην αντενάγουσα το ποσό των 5.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της ανταγωγής μέχρι την εξόφληση (αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αίτημα περί απαγγελίας κατά του αντεναγομένου προσωπικής κράτησης διάρκειας και χρηματικής ποινής), ενώ, απορρίφθηκε η ανωτέρω αγωγή, ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο προαναφερθείς εκκαλών με την ανωτέρω κρινόμενη έφεση του, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σε αυτή, και ζητεί να εξαφανισθεί (άλλως να μεταρρυθμισθεί) η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του και να απορριφθεί η ως άνω ανταγωγή.

Ι. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται όλα τα ανωτέρω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται ασαφώς ή ελλιπώς, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά το δικόγραφο αυτής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο αυτού. Το  απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και με την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 683/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 577/2013ΝΟΜΟΣ,ΑΠ 187/2006 Δ 2006907, ΑΠ 252/2006 Δ 20061066). Επίσης, κατ’ άρθρο 217 του ΚΠολΔ οι προαναφερθείσες διατάξεις εφαρμόζονται και σε κάθε δικόγραφο εισαγωγικό της δίκης, όπως και στο δικόγραφο της ανταγωγής (άρθρο 268 του ΚΠολΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών, με την έφεσή του, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της ανωτέρω ανταγωγής. Ειδικότερα, ο τελευταίος επικαλείται ότι όλως αορίστως αναφέρει η εφεσίβλητη στην ανταγωγή της ότι δήθεν προσεβλήθη η προσωπικότητα της αναφέροντας επί λέξει: « … α) σκοπούμενη σωματική βλάβη, εξύβριση, β)προσβολή της προσωπικότητας μου με πράξεις ως άνω ιστορούνται, γ)προσβολή της προσωπικότητας μου δια της συκοφαντικής της εγκλήσεως και της αγωγής του …». Περαιτέρω, αυτός ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη  δεν εξειδικεύει στην αγωγή της α)ποια είναι ακριβώς η ζημιά που υπέστη εξ’ αδικοπραξίας, για την ζημιά της οποίας ζητά αποζημίωση, β) ποιο ακριβώς ποσό ζητά ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, γ) ποιο ποσό ζητεί ως χρηματική ικανοποίηση της, λόγω ηθικής βλάβης, αφού, κατά τους ισχυρισμούς του, η εφεσίβλητη ζητούσε με την ανταγωγή της το συνολικό ποσό των 40.000 ευρώ για δυο διαφορετικά κονδύλια (αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), ενώ με τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος σε εν μέρει καταψηφιστικό κατά το ποσό των 20.000 ευρώ και σε εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό για το ποσό των 25.000 ευρώ προκαλείται αοριστία, λόγω του ότι το άθροισμα των δυο αιτημάτων υπερβαίνει το αρχικώς αιτηθέν ποσό, ενώ καθίσταται αδύνατον να διαχωριστεί ποιο ποσό αφορά το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής και ποιο το αναγνωριστικό. Ωστόσο, από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης ανταγωγής, προκύπτει ότι αυτή είναι ορισμένη, ενόψει του ότι αναφέρονται σε αυτήν τα απαραίτητα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό του σχετικού εφαρμοστέου κανόνα  δικαίου. Ειδικότερα, περιγράφεται στην ανταγωγή λεπτομερώς η τελεσθείσα αδικοπραξία του εκκαλούντος, δηλαδή η υβριστική και σωματική επίθεση του εναντίον της, καθώς και ο τραυματισμός που αυτή υπέστη συνεπεία της ανωτέρω πράξης, επιπλέον, αναφέρεται σ’ αυτήν (ανταγωγή) η παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας της και η ηθική βλάβη, που αυτή φέρεται ότι υπέστη δια της υποβολής της από 29-7-2013 μήνυσης του εκκαλούντος εναντίον της για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και δια της από 13-10-2017 ανωτέρω αγωγής του εναντίον της, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, περιέχει ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς. Εξάλλου, όσον αφορά στον ως άνω περιορισμό του αιτήματος της ανταγωγής, από την επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων και συγκεκριμένα των σελίδων 9 και 10 των από 22-1-2018 προτάσεων, που είχε καταθέσει πρωτοδίκως η εφεσίβλητη, προκύπτει, ότι υπήρξε διόρθωση ως προς το ανωτέρω αιτούμενο ποσό, αφού αναγράφεται ότι : «… ετέθη εκ παραδρομής το ποσό των 25.000 ευρώ διορθώνω στο ορθόν 20.000 ευρώ..»  Ως εκ τούτου, παραδεκτώς έγινε διόρθωση ως προς το αιτούμενο ποσό της ανταγωγής και δεν υφίσταται σχετική αοριστία. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι η ανωτέρω ανταγωγή είναι ορισμένη δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου (1ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης  είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 έως 424 του ΚΠολΔ για το παραδεκτό του αποδεικτικού μέσου της ένορκης βεβαίωσης απαιτούνται οι ακολούθως αναφερόμενες προϋποθέσεις: α)κλήτευση του αντιδίκου με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύ­δει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, β)τήρηση προθεσμίας κλήτευσης δύο τουλάχιστον εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορι­σμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης, γ)κλήση, στην οποία να περιλαμβάνεται η ημερομηνία και ώρα λήψης, το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου θα διενεργηθεί, την αγωγή ή ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύ­θυνση της κατοικίας του μάρτυρα, δ) λήψη μέχρι πέντε ένορκων βεβαιώσεων για κάθε διάδικο ενώπιον του λειτουργικά και κατά τόπον αρμόδιου οργάνου, ε) ιδιό­τητα μάρτυρα, ως τρίτου προσώπου ως προς τους διαδίκους, στ) ορκοδοσία και ζ)εμπρόθε­σμη υποβολή της ένορκης βεβαίωσης με τις προτάσεις. Αν δεν πληρείται κάποιες από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΑΠ 275/2013 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 229/2002 ΕλλΔνη 2003 132). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της έφεσης του ο εκκαλών παραπονείται ότι οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε με τις πρωτόδικες προτάσεις της η εφεσίβλητη (υπ’ αριθ. …/28-12-2017, ../28-12-2017 και …./28-12-2017) είναι ανυπόστατες ως ληφθείσες κατά παράβαση του άρθρου 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι, κατά τους ισχυρισμούς του, στη σχετική κλήση 1)δεν αναφέρεται ότι η λήψη τους αφορά στην υπό κρίση ανταγωγή της εφεσίβλητης, 2)δεν προσδιορίζεται ο ακριβής τόπος, όπου θα ληφθούν οι ένορκες βεβαιώσεις, δηλαδή εάν η αναγραφόμενη διεύθυνση (οδός  ……… Πειραιάς)αφορά σε οικία, γραφείο ή κατάστημα και ποιου προσώπου, 3)δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος που θα ληφθεί εκάστη ένορκη βεβαίωση, αλλά αντίθετα αναφέρεται από ώρα 18:00 έως 19:00, αδιακρίτως για όλα τα αναφερόμενα πρόσωπα, 4)δεν αναφέρεται το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας εκάστου μάρτυρα. Ωστόσο από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης ανταγωγής, που προσκομίζει και επικαλείται η εφεσίβλητη, προκύπτει ότι η κλήτευση του εκκαλούντος για τη λήψη των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων είναι νομότυπη. Ειδικότερα, στην σελίδα 23 του ανωτέρω δικογράφου (ανταγωγής), που περιέχεται η εν λόγω κλήση, αντίγραφο του οποίου επιδόθηκε (στις 11-12-2017) νομοτύπως στον εκκαλούντα,  προσδιορίζονται η ημερομηνία και ώρα λήψης των σχετικών ενόρκων βεβαιώσεων, το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση της συμβολαιογράφου που λήφθηκαν αυτές, και τέλος τα ονοματεπώνυμα, το επάγγελμα και η διεύ­θυνση της κατοικίας των προσώπων των μαρτύρων. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη του ως παραδεκτές τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου (2ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

IΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα) τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, εφόσον υπάρχει συγχρόνως σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων, ώστε, να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητά τους (βλ. AΠ 363/2017 ΝΟΜΟΣ). Η επίκληση αυτή μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων σε προηγούμενη συζήτηση, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων (βλ. ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 19/2005, ΑΠ 154/2004 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών με τον τρίτο λόγο της έφεσης του παραπονείται ότι η εφεσίβλητη αναφέρει στις από 22-1-2017 πρωτόδικες προτάσεις της, ότι προσκομίζει τα αναφερόμενα σ’ αυτές σχετικά έγγραφα, χωρίς όμως, κατά τους ισχυρισμούς του, να αναφέρεται στο περιεχόμενο και κυρίως, στην επίδραση που δύναται να έχει το καθένα των σχετικών εγγράφων στην έκβαση της δίκης. Ωστόσο, από την επισκόπηση των ανωτέρω προτάσεων προκύπτει ότι περιγράφονται σ’ αυτές, επαρκώς, όλα τα στοιχεία των αναφερομένων εγγράφων με αποτέλεσμα να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητά τους. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη του τα προσκομισθέντα και επικληθέντα από την εφεσίβλητη έγγραφα, ανεξαρτήτως της εκ νέου προσκόμισης τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου (3ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙV. Κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι, με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (δηλαδή ενώπιον του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (βλ.ΑΠ 224/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1509/2014 ΕΠολΔ 2014 727, ΑΠ 476/2011 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών, με την έφεσή του, ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα απαράδεκτη αλλοίωση του περιεχομένου των πρωτόδικων προτάσεων της εφεσίβλητης επί της ανταγωγής της, καθόσον αυτή έγινε μετά την κατάθεση από αυτόν της προσθήκης – αντίκρουσης του. Συγκεκριμένα, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι επί του σώματος των από 22-1-2018 προτάσεων της εφεσίβλητης και της από 6-2-2018 Α΄ προσθήκης – αντίκρουσης της υπάρχουν χειρόγραφες προσθήκες και αλλοιώσεις οι οποίες τέθηκαν μετά την κατάθεση της από 6-2-2018 προσθήκης του, ενώ γενικά η εφεσίβλητη τροποποίησε το περιεχόμενο των πρωτοδίκως κατατεθειμένων προτάσεων της, προσθέτοντας σε κάθε στάδιο της δίκης χειρόγραφες σημειώσεις (άλλες με σφραγίδα και υπογραφή δικηγόρου και άλλες χωρίς) και διαγράφοντας με διορθωτικό υγρό τμήματα των προτάσεων της, με αποτέλεσμα να αλλοιώνει ανεπίτρεπτα και απαράδεκτα το περιεχόμενο αυτών. Ωστόσο, από την επισκόπηση των προτάσεων (μαζί με την προσθήκη-αντίκρουση), που η εφεσίβλητη είχε καταθέσει στην πρωτοβάθμια δίκη και των προτάσεων που αυτή (εφεσίβλητη) νομοτύπως κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προκύπτει ότι περιλαμβάνεται στο κείμενο των τελευταίων προτάσεων της, οι πρωτόδικες προτάσεις της με όλους τους σχετικώς προβληθέντες ισχυρισμούς της, ως ενιαίο κατά περιεχόμενο κείμενο, καλυπτόμενο από την υπογραφή του πληρεξούσιου δικηγόρου της. Επομένως, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙV), επαναφέρονται παραδεκτώς και επανεξετάζονται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο, όλοι οι ισχυρισμοί και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στον πρώτο βαθμό από την εφεσίβλητη, αλυσιτελώς, ο εκκαλών, με την έφεσή του, παραπονείται περί της ως άνω επικληθείσας αλλοιώσεως του περιεχομένου των πρωτόδικων προτάσεων της εφεσίβλητης, κατά  συνέπεια, ο σχετικός λόγος (3ος) λόγος της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

V. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, και η οποία (προσωπικότητα) αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας αυτής. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της ηθικής αξίας που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της κοινωνικής του αξίας, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Επίσης, προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, α)η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν η σχετική συμπεριφορά αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ) και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Σημειωτέον ότι ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1212/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 97/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 285/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 273/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2008 500, Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου εκδ. 2η τομ. ΙΑ αρθρ. 57 αρ. 139-177 σελ. 811επ., Φουντεδάκη σε ΣΕΑΚ τομ. Ι. αρθρ. 57 αρ. 2-10 σελ. 138).

Β. Εξάλλου, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές, εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, δηλαδή προκαλεί αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του παθόντος, είτε περιφρόνηση γι’ αυτόν από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια ενέργεια του προσβάλλεται η τιμή του άλλου (βλ. ΑΠ 1432/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 686/2017 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το έγκλημα της δυσφήμησης διαπράττει όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Επίσης, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Αντιθέτως, δεν συνιστά γεγονός η έκφραση γνώμης ή συγκεκριμένης αξιολογικής κρίσης ή άλλοι χαρακτηρισμοί, εκτός αν αυτά σχετίζονται και συνδέονται άμεσα με γεγονός που συνιστά το κρίσιμο του αδικήματος στοιχείο, έτσι, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική βαρύτητά του, πράγμα που δεν συμβαίνει, όταν εκφράζονται ή εκδηλώνονται ανεξάρτητα και άσχετα με τον τρόπο αυτό (βλ. ΑΠ 841/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1264/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 611/2015 ΠοινΔνη 2016 583).

VI. Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 932, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου. Επίσης, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ακόμη, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου. Ωστόσο, στη σχετική κρίση του τελευταίου, επιβάλλεται, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την έννοια ότι η κρίση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά στο δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. ΑΠ 1146/2019, ΑΠ 1008/2019, ΑΠ 574/2019, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 65/2019 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νομίμως προσκομισθείσες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται), καθώς και των υπ’ αριθ. …/28-12-2017, …/28-12-2017 και …/28-12-2017 ενόρκων βεβαιώσεων που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., με την επιμέλεια της εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εκκαλούντος (βλ. το δικόγραφο της ένδικης ανταγωγής, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …./11-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …. .), ενώ οι υπ’ αριθ. …/12-7-2013, …/12-7-2013 και …/29-7-2013 ένορκες βεβαιώσεις που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. (οι δύο πρώτες) και της Ειρηνοδίκη Καλλιθέας (η τρίτη), λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ενόψει του ότι συντάχθηκαν για άλλη δίκη (βλ. ΟλΑΠ 8/2016 ΝοΒ 2016 1828, ΑΠ 99/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1988/2008 Δ 2009 532, ΑΠ 722/2004 ΕλλΔνη 47 1012), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το έτος 1992, η εφεσίβλητη και ο ………, ο οποίος είναι αδελφός του εκκαλούντος, τέλεσαν νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν τρία τέκνα, το …, τον …. και την ……., ηλικίας σήμερα 26, 22 και 20 ετών, αντιστοίχως. Κατά το έτος 2009, όμως, επήλθε διάσταση στην έγγαμη σχέση των προαναφερθέντων συζύγων, και η εφεσίβλητη είχε αναλάβει την επιμέλεια των τότε ανηλίκων τέκνων της, δυνάμει της υπ’ αριθ. 483/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Στις 13-10-2012, η εφεσίβλητη και ο εν διαστάσει σύζυγος της είχαν μεταβεί στο Αστυνομικό Τμήμα (Α.Τ.) Καμινίων Πειραιώς, προκειμένου να ρυθμίσουν το ζήτημα της διαμονής του τότε ηλικίας 14 ετών υιού τους ……..,καθόσον ο τελευταίος είχε εγκαταλείψει την οικία, που διέμενε με την μητέρα του (εφεσίβλητη), επιθυμώντας να διαμείνει στην οικία του πατέρα του. Έτσι, οι προαναφερθέντες εν διαστάσει σύζυγοι συμφώνησαν ο προαναφερθείς ανήλικος να παραμείνει με τον πατέρα του, κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, και ακολούθως να επιστρέψει στην οικία της μητέρας του (εφεσίβλητης). Επίσης, την επομένη ημέρα, δηλαδή στις 14-10-2012 και περί ώρα 21:00, οι προαναφερθέντες εν διαστάσει σύζυγοι μετέβησαν εκ νέου στο Α.Τ. Καμινίων Πειραιώς προκειμένου η εφεσίβλητη να παραλάβει από τον ……….. τον ανήλικο υιό τους ….., σύμφωνα με όσα είχαν συμφωνήσει την προηγούμενη ημέρα. Ωστόσο, λόγω της επιμονής του προαναφερθέντος ανηλίκου να εξακολουθήσει να παραμένει με τον πατέρα του, σε αντίθεση με τα όσα ορίζονταν στην ανωτέρω δικαστική απόφαση, με την οποία ανατίθετο η επιμέλεια του ανηλίκου αυτού στην εφεσίβλητη, και προς τον σκοπό διευθέτησης της ανακύψασας μεταξύ των γονέων του σχετικής διαφωνίας ως προς το ζήτημα αυτό, αφού προσήλθαν στο ανωτέρω Α.Τ., κατόπιν σχετικής πρόσκλησης τους οι πληρεξούσιες δικηγόροι τους ………… και ………., στη συνέχεια, προέβησαν στην κατάρτιση ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο οι προαναφερθέντες γονείς συμφώνησαν να εξακολουθήσει να διαμένει ο ανωτέρω ανήλικος υιός τους στην οικία του πατέρα του, για χρονικό διάστημα ενός μηνός, κατά το οποίο ο τελευταίος θα ασκούσε την πλήρη επιμέλεια του ανηλίκου, ενώ η μητέρα του (εφεσίβλητη) θα επικοινωνούσε καθημερινώς μαζί του τηλεφωνικώς στο σταθερό τηλέφωνο της οικίας του πατέρα του. Επίσης, κατά την ίδια ως άνω ημέρα (14-10-2012  περί ώρα 21:00), στο χώρο του ανωτέρω  Α.Τ., ήταν παρόντες αφενός η ……….. η οποία συνόδευε τον ………., αφετέρου ο ………. καθηγητής του ανηλίκου ………., ο οποίος την προηγούμενη ημέρα είχε μεσολαβήσει για την παράδοση του ανήλικου αυτού στον πατέρα του και συνόδευε την εφεσίβλητη. Ακόμη, μετά την πάροδο σύντομου χρόνου, προσήλθε στο Α.Τ. Καμινίων Πειραιώς και ο εκκαλών, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί, τηλεφωνικώς, από τον αδελφό του ………… για να μεταβεί εκεί, καθώς και η ………., φιλικό πρόσωπο του εκκαλούντος, η οποία συνόδευε τον τελευταίο κατά την μετάβαση του στο ανωτέρω Α.Τ. Κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, ο Διοικητής του Α.Τ. αυτού ζήτησε από τον ……. και τον ανήλικο ….. να παραμείνουν στο γραφείο του, ώστε να συζητήσουν προσωπικώς μαζί του προς διευθέτηση της σχετικής διαφοράς, οι δε λοιποί παρευρισκόμενοι αποχώρησαν από το γραφείο του Διοικητή και παρέμειναν στον προθάλαμο του  χώρου του Α.Τ., αναμένοντας τη λήξη της ως άνω συνομιλίας. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής των προαναφερθέντων προσώπων, περί ώρα 21:45, ο εκκαλών πλησίασε την εφεσίβλητη και απευθύνθηκε προς αυτήν με υβριστικές φράσεις, αποκαλώντας την «ανήθικη» και «τσόκαρο», ενώ συγχρόνως απώθησε αυτήν βίαια και την χαστούκισε με το χέρι του στο πρόσωπο της, προκαλώντας της σωματική βλάβη. Τότε, παρενέβησαν, άμεσα, κάποιοι αστυνομικοί υπάλληλοι, οι οποίοι έσπευσαν να προστατεύσουν την εφεσίβλητη από τον εκκαλούντα, ο οποίος αμέσως μετά το ανωτέρω περιστατικό αποχώρησε από το χώρο του ανωτέρω  Α.Τ. . Ακολούθως, περί ώρα 23:15, η εφεσίβλητη προέβη στην υποβολή έγκλησης εναντίον του εκκαλούντος για την τέλεση σε βάρος της των αξιόποινων πράξεων της εξύβρισης και της σωματικής βλάβης, σχετικώς με την ως άνω συμπεριφορά του. Επίσης, την μεθεπόμενη ημέρα (16-10-2012), αυτή (εφεσίβλητη) εξετάσθηκε από τον ιατροδικαστή ……….. και κατά τη σχετική εξέταση διαπιστώθηκε ότι αυτή είχε υποστεί απλή σωματική βλάβη, συμβατή με πρόκληση της δια θλαστικών κακώσεων, καθόσον κατά την εξωτερική της επισκόπηση παρατηρήθηκαν μικρή οιδηματική περιοχή και εκδορά κάτω χείλους στόματος, ενώ η ίδια ανέφερε υποκειμενική συμπτωματολογία συμβατή με θλάση μαλακών μορίων αυχένος και επικαλέσθηκε άλγος σε αμφότερους τους βραχίονες (βλ. την υπ. αρ. πρωτ. …./30-12-2012 ιατροδικαστική έκθεση της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιώς). Στη συνεχεία, στις 21-10-2012,στο Νοσοκομείο «ΤΖΑΝΕΙΟ», η εφεσίβλητη εξετάσθηκε από τον ιατρό – Διευθυντή του Νευροχειρουργικού Τμήματος ……… ο οποίος διαπίστωσε ότι αυτή (εφεσίβλητη) παρουσίαζε θλάση αυχένος από οκταημέρου(βλ. το υπ’ αρ. πρωτ. ………./30-10-2012 πιστοποιητικό του Γ. Ν. Πειραιώς «ΤΖΑΝΕΙΟ»). Τα ανωτέρω περιστατικά, σχετικώς με τη διενέργεια της ως άνω σωματικής βίας και εξύβρισης εις βάρος της εφεσίβλητης από τον εκκαλούντα, επιβεβαίωσαν με τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις τους, τόσο ο προαναφερθείς Ελισσαίος Μπατζάβαλης, ο οποίος κατά τον χρόνο του συμβάντος βρίσκονταν μαζί με την εφεσίβλητη στο χώρο του προθαλάμου του ανωτέρω Α.Τ., όσο και ο υιός της εφεσίβλητης ………, ο οποίος είχε οπτική επαφή προς το χώρο αυτό και αντιλήφθηκε το σχετικό συμβάν. Επιπλέον, οι σωματικές βλάβες της εφεσίβλητης προκύπτουν και από τις ανωτέρω ιατρικές βεβαιώσεις και συγκεκριμένα την υπ’ αριθ. πρωτ. …../30-12-2012 ιατροδικαστική έκθεση της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιώς και το υπ’ αρ. πρωτ. …./30-10-2012 πιστοποιητικό του Γ.Ν. Πειραιώς «ΤΖΑΝΕΙΟ». Εξάλλου, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι ουδέποτε ο ίδιος επιτέθηκε σωματικά ή λεκτικά στην εφεσίβλητη και ότι η τελευταία υποστηρίζοντας τα αντίθετα στην ανωτέρω από 14-10-2012 ένορκη κατάθεση της, με την οποία συγχρόνως υπέβαλλε έγκληση εναντίον του για τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης και της σωματικής βλάβης, τέλεσε εις βάρος του τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης, της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα. Ειδικότερα, ο εκκαλών επικαλείται ότι η εφεσίβλητη χολωθείσα εκ του γεγονότος ότι το προαναφερθέν ανήλικο τέκνο της επιθυμούσε να διαμείνει με τον πατέρα του, βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση εντός του χώρου του ανωτέρω Α.Τ. εξυβρίζοντας και απειλώντας τον ίδιο και τον αδελφό του ……… με τις φράσεις : «τι ήρθες κι εσύ ρε μαλάκα; Να υποστηρίξεις το αρχίδι τον αδερφό σου, με τις γκόμενες σας τις γριές τις μπαρόβιες;» και «θα σας ξεσκίσω. Θα σας κάνω ρεζίλι σε όλο τον Στρατό. Θα σας κάνω ζημιά εγώ», ενώ, αυτοί δεν αντιδρούσαν, τέλος ο εκκαλών διατείνεται ότι η εφεσίβλητη στράφηκε εναντίον του, θέλοντας έτσι να εκδικηθεί εμμέσως τον αδερφό του και εν διαστάσει σύζυγο της ………….., κατά του οποίου δεν μπορούσε να υποβάλει μήνυση, λόγω της προηγηθείσας συνάψεως μεταξύ τους του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού. Επιπλέον, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε εκ μέρους του η ανωτέρω λεκτική και σωματική βία εναντίον της εφεσίβλητης, καθόσον εάν ο ίδιος είχε επιτεθεί σωματικά και φραστικά στην εφεσίβλητη, αφενός το γεγονός αυτό θα είχε καταγραφεί στο σχετικό βιβλίο συμβάντων του ανωτέρω Α.Τ., αφετέρου αυτός θα είχε συλληφθεί άμεσα από αστυνομικούς υπαλλήλους του Α.Τ. αυτού στο πλαίσιο της αυτοφώρου διαδικασίας. Ωστόσο, όσον αφορά στην ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του εκκαλούντος, αυτή συνάδει με το γεγονός της αυτοπρόσωπης παρουσίας του, κατά τη διάρκεια της νύκτας της 14ης-10-2012, στο Αστυνομικό Τμήμα Καμινίων Πειραιώς, και συγκεκριμένα με το ότι αυτός είχε μεταβεί εκεί για μια υπόθεση η οποία δεν τον αφορούσε προσωπικώς, αλλά, κατά τα ως άνω, αποτελούσε οικογενειακή υπόθεση, που αφορούσε αποκλειστικά και μόνον τον αδελφό του ………, δηλαδή την κατάρτιση ιδιωτικού συμφωνητικού με το οποίο θα ρυθμίζονταν προσωρινά ο τόπος διαμονής και η επιμέλεια του τότε ανήλικου υιού του αδελφού του, ……….. Επίσης, δεν δικαιολογείται διαφορετικά η υποβολή από την εφεσίβλητη της εν λόγω εγκλήσεως εναντίον του εκκαλούντος, καθόσον η επίκληση από αυτόν (εκκαλούντα)ότι ο μοναδικός της σκοπός ήταν να βλάψει τον εν διαστάσει σύζυγο της και αδελφό του ……….. δεν συνάδει με την εν γένει στάση της εφεσίβλητης εκείνη την χρονική στιγμή, καθόσον, την προηγούμενη ημέρα, αυτή είχε αποδεχθεί στο να παραμείνει το ανήλικο τέκνο της με τον πατέρα του, μάλιστα, κατά την ημέρα του εν λόγω συμβάντος, η εφεσίβλητη είχε συμφωνήσει να εξακολουθήσει να διαμένει το τέκνο αυτό με τον πατέρα του, για έναν μήνα επιπλέον, παραχωρώντας του για το διάστημα αυτό την επιμέλειά του, παρά το γεγονός ότι η επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους είχε ανατεθεί, ήδη, σε αυτήν, δυνάμει της υπ’ αριθ. 483/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ακόμη, όσον αφορά στον ισχυρισμό του εκκαλούντος περί μη καταχωρήσεως του εν λόγω συμβάντος από τους αρμόδιους αστυνομικούς υπαλλήλους, πρέπει να σημειωθεί ότι τα περιστατικά αυτά έχουν καταγραφεί στο σχετικό βιβλίο συμβάντων του ανωτέρω Α.Τ. στο οποίο αναγράφεται επί λέξει: «… την 21:25 της 14.10.2012 στον Πειραιά και επί της οδού …….. ο ανωτέρω δράστης [εκκαλών] χτύπησε στο πρόσωπο και εξύβρισε την ανωτέρω παθούσα [εφεσίβλητη] με πράξεις και φράσεις που ρητά αναγράφονται στην υποβληθείσα έγκληση της στην Υπηρεσία μας …» (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ………..΄ αντίγραφο ηλεκτρονικής καταγραφής αδικημάτων  – συμβάντων του Α.Τ. Καμινίων). Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι, αμέσως μετά την υποβολή της ανωτέρω εγκλήσεως από την εφεσίβλητη κατά του εκκαλούντος, αυτός αναζητήθηκε από τους αρμοδίους αστυνομικούς υπαλλήλους, στο χρονικό πλαίσιο του αυτοφώρου, αλλά δεν ανευρέθη (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ………… αντίγραφο ηλεκτρονικής καταγραφής αδικημάτων  – συμβάντων του Α.Τ. Καμινίων).Επιπροσθέτως, με την υπ’ αριθ. 5485/2012 απόφαση του Α΄Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της ποινικής υποθέσεως που αφορά στην από 29-7-2013 και με ΑΒΜ ……. μηνύσεως του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, σχετικώς με τους ισχυρισμούς που αυτή συμπεριέλαβε στην ανωτέρω από 14-10-2012 έγκληση της, η τελευταία κηρύχθηκε αθώα των ανωτέρω πράξεων. Επίσης, το Πενταμελές Στρατοδικείο Αθηνών, το οποίο δικάζοντας επί της ανωτέρω εγκλήσεως της εφεσίβλητης για το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, με αφορμή το εν λόγω περιστατικό, με την υπ’ αριθ. 1968/2015 απόφαση του κήρυξε τον εκκαλούντα ένοχο της προαναφερθείσας πράξεως επιβάλλοντας σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης 5 μηνών και 15 ημερών. Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι όσα ισχυρίσθηκε ο εκκαλών, με την ανωτέρω αγωγή του, για την εφεσίβλητη αναφορικά με την υποβολή εκ μέρους της ψευδούς εγκλήσεως εις βάρος του προκειμένου να προκαλέσει την ποινική του δίωξη και να τον συκοφαντήσει, αλλά και την πρόκληση λεκτικής επίθεσης εναντίον του, εντός του χώρου του Α.Τ. Καμινίων Πειραιώς, με τις ως άνω απευθυνόμενες σ’ αυτόν και στον αδελφό του ……….. επικληθείσες εξυβριστικές και απειλητικές εκφράσεις, ήταν ψευδή και συκοφαντικά και συγχρόνως προσέβαλαν την προσωπικότητα της εφεσίβλητης, εφόσον την εμφάνισαν στον κύκλο των προσώπων που έλαβαν γνώση της ανωτέρω αγωγής (Δικαστές, Δικηγόρους, Δικαστικούς υπαλλήλους, Δικαστικούς επιμελητές) ως άτομο χωρίς ηθικούς φραγμούς, που εξυβρίζει και απειλεί δημόσια, ακόμα και ενώπιον αστυνομικών υπαλλήλων, και που προκαλεί την καταδίωξη αθώων πολιτών με ψευδείς κατηγορίες προκειμένου να εκδικηθεί. Επίσης, ο εκκαλών τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των ως άνω ισχυρισμών του, δηλαδή ότι η εφεσίβλητη δεν είχε τελέσει τις ανωτέρω επικληθείσες απ’ αυτόν αξιόποινες πράξεις, εφόσον αυτοί αφορούσαν περιστατικά που συνέβησαν μεταξύ αυτού και της εφεσίβλητης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα προαναφερθέντα περιστατικά που περιέλαβε η εφεσίβλητη στην ανωτέρω από 14-10-2012 ένορκη κατάθεσή της, σχετικώς με την ως άνω εξύβριση και πρόκληση σωματικής βλάβης της από τον εκκαλούντα, είναι αληθή και η εφεσίβλητη υπέβαλε την αντίστοιχη έγκλησή της προκειμένου να προστατευθεί από την ως άνω συμπεριφορά του εκκαλούντος, στο πλαίσιο άσκησης του σχετικού νομίμου δικαιώματός της. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι για την ένδικη αξίωση της εφεσίβλητης περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ως προς το μέρος της που αφορά τα ως άνω περιστατικά της εξύβρισης και της σωματικής βλάβης εις βάρος της, που συνέβησαν εντός του χώρου του Α.Τ. Καμινίων Πειραιώς, ήδη, έχει συμπληρωθεί ο νόμιμος χρόνος παραγραφής (άρθρο 937 ΑΚ), ενόψει του ότι από τις 14-10-2012 που, κατά τα ως άνω τελέσθηκε η αντίστοιχη αδικοπραξία και η εφεσίβλητη έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου έως την άσκηση της ανταγωγής της, στις 11-12-2017, παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της πενταετίας, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό του εκκαλούντος, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δεν προσβάλλεται ως προς το αντίστοιχο μέρος της. Αντιθέτως, όμως, για την ανωτέρω αξίωση της εφεσίβλητης ως προς το μέρος της που αφορά τους ανωτέρω ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς εις βάρος της, οι οποίοι περιλαμβάνονται στην ένδικη αγωγή του εκκαλούντος, δεν έχει συμπληρωθεί ο νόμιμος χρόνος παραγραφής (άρθρο 937 ΑΚ), ενόψει του ότι από τότε που η εφεσίβλητη έλαβε γνώση των εν λόγω ισχυρισμών με την επίδοση της ανωτέρω αγωγής σ’ αυτήν, στις 13-10-2017, έως και την άσκηση της ανωτέρω ανταγωγής, στις 11-12-2017, παρήλθε χρονικό διάστημα μικρότερο της πενταετίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή του εκκαλούντος ως ουσιαστικώς αβάσιμη και δέχθηκε κατά ένα μέρος ως ουσιαστικώς βάσιμη την ανωτέρω ανταγωγή της εφεσίβλητης, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (5ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας της εφεσίβλητης, η οποία αφορά στην ανωτέρω αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, που τέλεσε ο εκκαλών εις βάρος της εφεσίβλητης, κατά την οποία προσέβαλε την προσωπικότητα  της εφεσίβλητης στις ειδικότερες εκφάνσεις της προσωπικής της τιμής, η τελευταία υπέστη αιτιωδώς  ηθική βλάβη. Επίσης, λαμβανομένων υπόψη των εν γένει συνθηκών τελέσεως της ανωτέρω προσβολής, του είδους και της έκτασης αυτής, του βαθμού του πταίσματος του εκκαλούντος, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εφεσίβλητη δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης αυτής, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, σύμφωνα με τις προεκτεθείσεις σκέψεις (υπό στοιχείο VI). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του υποχρέωσε τον εκκαλούντα να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ως άνω αιτία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (6ο) της εφέσεως.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, μάλιστα, η ρύθμιση αυτή ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της εφέσεως το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί της δικαστικής δαπάνης και ειδικότερα το εάν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για τα δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (βλ., ΕφΠειρ 24/2016, ΕφΑθ 3808/2014ΝΟΜΟΣ,Β. Βαθρακοκοίλη Η έφεση»εκδ.2015 σελ.305.) Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών με τον έβδομο λόγο της εφέσεως του, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς το ύψος της επιβληθείσας σε αυτόν δικαστικής δαπάνης η οποία, σε περίπτωση ήττας του, θα πρέπει να μειωθεί. Ο λόγος αυτός της εφέσεως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν προσδιορίζεται στο δικόγραφο της εφέσεως, ο νομικός κανόνας που τυχόν παραβιάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος του εκκαλούντος δικαστική δαπάνη μη νόμιμη και υπερβολική. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση ολικώς ή μερικώς αποφαινόμενο οριστικώς επί της υποθέσεως, εξαφανίζει και την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της τελευταίας προσδιορίζοντας την καταβλητέα δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον υποβάλλεται σχετικό αίτημα διαδίκου (βλ. ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998 825, ΕφΠειρ 550/2000 ΠειρΝ 2000 347, Κ. Παναγόπουλο εις «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου σελ. 359 αρ. 33), όπως στην προκείμενη περίπτωση ακολούθως αναφέρεται.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ως προς τον ανωτέρω βάσιμο λόγο της, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αποκλειστικώς όσον αφορά στην ανωτέρω ανταγωγή, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, ως προς το μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει η προαναφερθείσα ανταγωγή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος – εκκαλών να καταβάλει στην αντενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της αντενάγουσας – εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος του αντεναγομένου – εκκαλούντος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4530/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποκλειστικώς, κατά το μέρος της που αφορά στην από 8-12-2017 (υπ’ αριθ. ………./2017 έκθεσης κατάθεσης) ανταγωγή.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, ως προς το ως άνω μέρος της, που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω ανταγωγή.

Υποχρεώνει τον αντεναγόμενο – εκκαλούντα να καταβάλει στην αντενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της ανταγωγής αυτής μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα – αντεναγόμενο στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης – αντενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των  τετρακοσίων (400) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου (υπ’ αριθ. …………/2019, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 16-2-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ