Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 153/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Ανακοπή του άρθρου 986 του ΚΠολΔ, νέοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, λόγοι δεν είναι επιτρεπτό να προταθούν για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο από τον οριζόμενο στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β του ΚΠολΔ, όπως με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, ή με το δικόγραφο της έφεσης κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής, ή με δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης.

Αριθμός  153/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις υπ’αριθ……./8-2-2019 και ……../28-1-2020εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……., που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση εφέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στη δεύτερη εφεσίβλητη («……»). Η τελευταία όμως, δεν εκπροσωπήθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4926/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 του ΚΠολΔ), επί των συνεκδικασθεισών: Α)από 31-10-2016 (υπ’ αριθ. ………/2-11-2016 έκθεσης κατάθεσης) ανακοπής του εκκαλούντος – ανακόπτοντος κατά της τρίτης εφεσίβλητης – καθης η ανακοπή, Β)από 9-11-2016 (υπ’ αριθ. ………../9-12-2016 έκθεσης κατάθεσης) ανακοπής τουεκκαλούντος – ανακόπτοντος κατά της τρίτης εφεσίβλητης – καθης η ανακοπή και γ)από 28-12-2016 (υπ’ αριθ. ……/28-12-2016 έκθεσης κατάθεσης)ανακοπής τρίτου του εκκαλούντος – ανακόπτοντος κατά των εφεσίβλητων – καθων η ανακοπή αυτή, καθώς και  της από 20-1-2017 (υπ’ αριθ. ………../10-1-2017έκθεσης κατάθεσης) πρόσθετης παρέμβασης του πρώτου εφεσίβλητου υπέρ της τρίτης αυτών,έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 19-12-2018 (βλ. τη με την ίδια ημερομηνία σημείωση επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως του δικαστικού επιμελητή ………….) και η έφεση κατατέθηκε στις 27-12-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. …………/27-12-2018 έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, δεδομένου του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 519 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ακριβές αντίγραφο της έφεσης νομοτύπως έχει επιδοθεί στον Υπουργό Οικονομικών (στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους), στο Διοικητή της «Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» και στο νόμιμο εκπρόσωπο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς (άρθρα 126 παρ. 1 περ. δ του ΚΠολΔ, 85 παρ. 1 ν.δ/τος 356/1974, 5 β.δ/τος της από 26-6/10-7-1944 και 31 παρ. 1 του ν. 4389/2016, βλ. τις υπ’ αριθ. ../4-2-2019, …/4-2-2019 και …/7-2-2019 εκθέσεις  επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………).  Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει, να εξετασθούν ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, τους οποίους ο εκκαλών, παραδεκτώς (άρθρο 591 παρ. 1 εδ. ζ΄ του ΚΠολΔ), άσκησε, με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους εφεσίβλητους (βλ. τις υπ’ αριθ. ../28-1-2020, …./28-1-2020, …/28-1-2020, …/28-1-2020 και …/28-1-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….), ενόψει του ότι αφορούν κεφάλαια της προαναφερθείσας οριστικής αποφάσεως, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και σε κάθε περίπτωση συνέχονται αναγκαστικώς με αυτά (βλ. Χ. Τριανταφυλλίδη σε «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου σελ. 158 επ. ), συνεκδικαζόμενοι με την ανωτέρω έφεση (άρθρα 31 και 246 του ΚΠολΔ). Εξάλλου, ενόψει του ότι με την έφεση δεν προσβάλλεται η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το μέρος της κατά το οποίο απορρίφθηκε η ως άνω υπό στοιχείο Γ΄ ανακοπή (τρίτου), η ένδικη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, κατά το μέρος τους που στρέφονται εναντίον της δεύτερης εφεσίβλητης, εταιρίας με την επωνυμία «……..» (και το διακριτικό τίτλο «…………») ασκήθηκαν απαραδέκτως και πρέπει να απορριφθούν, γιατί η δεύτερη εφεσίβλητη δεν ήταν αντίδικος του εκκαλούντος στην ίδια αυτοτελή δίκη, που αφορά εκάστη των ως άνω  υπό στοιχεία Α ΄και Β΄ συνεκδικασθεισών ανακοπών, δοθέντος ότι  δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί των συνεκδικαζομένων δικών έχει κάθε διάδικος εκάστης από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος, όμως, οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών (βλ. ΑΠ 1355/2004 ΕλλΔνη 2005 1448, ΕφΘεσ 1810/2009 ΕΦΑΔ 2010 718).

Με την προαναφερθείσα ως άνω υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ανακόπτων – εκκαλών εξέθεσε ότι έχει απαίτηση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης («…………»). Επίσης, ότι, βάσει της υπ’ αριθ. 4755/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επιδόθηκε,στις 27-9-2016, στην καθης η ανακοπή – τρίτη εφεσίβλητη, αυτός (ανακόπτων) επέβαλε στα χέρια της καθης η ανακοπή, ως τρίτης,συντηρητική κατάσχεση κάθε απαίτησης της ανωτέρω οφειλέτιδάς του (2ης εφεσίβλητης) έναντι αυτής (της καθης η ανακοπή), υφιστάμενης ή μέλλουσας, μέχρι του ποσού των 25.407,05 ευρώ, η οποία απορρέει από την αναφερόμενη σύμβαση μισθώσεως, που είχε καταρτισθεί, κατά το έτος 2013, εγγράφως, μεταξύ της ανωτέρω οφειλέτιδάς του (2ης εφεσίβλητης) ως εκμισθώτριας και της καθης η ανακοπή, ως μισθώτριας, για τη χρήση του σχετικού μισθίου ακινήτου, αντί μηνιαίου μισθώματος ποσού 3.108 ευρώ. Ακόμη, ότι η καθης η ανακοπή προέβη, εντός της νόμιμης προθεσμίας, στην υπ’ αριθ. …./2016 αρνητική δήλωση ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς,επικαλούμενη την επιβολή από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) αναγκαστικής κατάσχεσης, δυνάμει του υπ’ αριθ. πρωτ. …./26-5-2015 κατασχετηρίου από τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς, για την ίδια ως άνω απαίτηση της ανωτέρω οφειλέτιδάς του (2ης εφεσίβλητης)έναντι αυτής (της καθης η ανακοπή), μέχρι του ποσού του 1.158.008,92 ευρώ, καθώς και την εξόφληση της ως άνω απαίτησής του.Επίσης, με την ως άνω ανακοπή, ο ανακόπτων ζήτησε,για τους λόγους που αναφέρονται σ’αυτήν, 1) να ακυρωθεί η ανωτέρω υπ’ αριθ. …./2016 αρνητική δήλωση της καθης η ανακοπή, λόγω της ανειλικρίνειας και ανακρίβειάς της, 2) να αναγνωρισθεί ότι είναι νόμιμη και ισχυρή η ως άνωσυντηρητική κατάσχεση της απαίτησης της ανωτέρω οφειλέτιδάς του (2ης εφεσίβλητης) έναντι της καθης η ανακοπή,3) να υποχρεωθεί η καθης η ανακοπή, από την επομένη της ως άνω επιβληθείσης εις χείρας της συντηρητικής κατασχέσεως της ανωτέρω απαιτήσεως του μισθώματος (ή αποζημίωσης χρήσης), να καταθέτει δημόσια στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Πειραιώς τα μελλοντικά μηνιαία μισθώματα, που αφορούν τη χρήση του σχετικού μισθίου, έως συμπληρώσεως του ποσού των 150.000 ευρώ, μέχρι την τελεσιδικία αφενός της υπ’ αριθ. 783/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφετέρου της εκδοθησομένης επί της από 22-06-2016 (ΓΑΚ ………./2016) ασκηθείσας αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εις βάρος της οφειλέτιδάς του (2ης εφεσίβλητης) και 4) να αναγνωρισθεί ότι η γενομένη την28-05-2015 δεύτερη αναγκαστική κατάσχεση, παρά του πρώτου εφεσίβλητου (Ελληνικού Δημοσίου), εις χείρας της καθης η ανακοπή, ως τρίτης, είναι ανυπόστατη και απαράδεκτη.

Με την προαναφερθείσα ως άνω υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ανακόπτων – εκκαλών εξέθεσε ότι, έχει απαίτηση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης («……….»). Επίσης, ότι, βάσει της υπ’ αριθ. 783/2016 προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με το από 27-10-2016 κατασχετήριο έγγραφο, που επιδόθηκε, την 1-11-2016, στην καθης η ανακοπή – τρίτη εφεσίβλητη, αυτός (ανακόπτων) επέβαλε στα χέρια της καθης η ανακοπή, ως τρίτης, αναγκαστική κατάσχεση κάθε απαίτησης της δεύτερης εφεσίβλητης οφειλέτιδάς του («…….») έναντι αυτής (της καθης η ανακοπή), υφιστάμενης ή μέλλουσας, μέχρι του ποσού των 25.407,05 ευρώ, η οποία απορρέει από την αναφερομένη σύμβαση μισθώσεως, που είχε καταρτισθεί, κατά το έτος 2013, εγγράφως, μεταξύ της ανωτέρω οφειλέτιδάς του («………….») ως εκμισθώτριας και της καθης η ανακοπή, ως μισθώτριας, για τη χρήση του αναφερομένου μισθίου ακινήτου, αντί μηνιαίου μισθώματος ποσού 3.108 ευρώ. Ακόμη, ότι η καθης η ανακοπή προέβη, εντός της νόμιμης προθεσμίας, στην  υπ’ αριθ. 7…….99/2016 αρνητική δήλωση ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη την επιβολή από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) αναγκαστικής κατάσχεσης, δυνάμει του υπ’ αριθ. πρωτ. ………../26-5-2015 κατασχετηρίου από τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς, για την ίδια ως άνω απαίτηση της ανωτέρω οφειλέτιδάς του (2ης εφεσίβλητης) έναντι αυτής (της καθης η ανακοπή), μέχρι του ποσού του 1.158.008,92 ευρώ, καθώς και την εξόφληση της ως άνω απαίτησής του. Επίσης, με την ως άνω ανακοπή, ο ανακόπτων ζήτησε, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, 1) να ακυρωθεί η ανωτέρω υπ’αριθ………/2016 δήλωση της καθης η ανακοπή, λόγω της ανειλικρίνειας και ανακρίβειάς της, 2) να αναγνωρισθεί ότι είναι νόμιμη και ισχυρή η ως άνω αναγκαστική κατάσχεση της απαίτησης της ανωτέρω οφειλέτιδάς του (2ης εφεσίβλητης) έναντι της καθης η ανακοπή,3) να υποχρεωθεί η καθης η ανακοπή, από την επομένη της ως άνω επιβληθείσης εις χείρας της αναγκαστικής κατασχέσεως της ανωτέρω απαιτήσεως του μισθώματος (ή αποζημίωσης χρήσης), να καταβάλλει σ’ αυτόν (ανακόπτοντα) τα μελλοντικά μηνιαία μισθώματα, (ή αποζημίωση χρήσης),  που αφορούν τη χρήση του σχετικού μισθίου, μέχρι του ποσού των 25.407,05 ευρώ και 4) να αναγνωρισθεί ότι η γενομένη ως άνω αναγκαστική κατάσχεση, παρά του πρώτου εφεσίβλητου (Ελληνικού Δημοσίου), εις χείρας της καθης η ανακοπή, ως τρίτης, είναι ανυπόστατη και απαράδεκτη.

Το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο), με το από 10-1-2017 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ………/2017) δικόγραφο πρόσθετης παρέμβασης, είχε ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθης η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή, στη σχετική δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επικαλούμενο έννομο συμφέρον, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, συνίσταται στο ότι αυτό δικαιούται να εισπράξει από την καθης η ανακοπή την ως άνω αναφερθείσα απαίτηση της ανωτέρω οφειλέτιδάς του (2ης εφεσίβλητης) για το σχετικό μίσθωμα (ή αποζημίωση χρήσης), λόγω αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας αυτής (καθης η ανακοπή), ως τρίτης, δυνάμει του υπ’ αριθ. πρωτ. ………/26-5-2015 κατασχετηρίου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς, και είχε ζητήσει την απόρριψη της ανακοπής αυτής (υπό στοιχείο Α΄).

Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού συνεκδικάσθηκαν οι ανωτέρω ανακοπές και η πρόσθετη παρέμβαση, απορρίφθηκαν οι ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ ανακοπές ως ουσιαστικώς αβάσιμες,πλην του αιτήματος αυτών περί αναγνωρίσεως ως ανυπόστατης και απαράδεκτηςτηςως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης, παρά του πρώτου εφεσίβλητου (Ελληνικού Δημοσίου) εις χείρας της καθης η ανακοπή, ως τρίτης, το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο (με την αιτιολογία ότι δεν είχε γίνει η νόμιμη επίδοση των ανακοπών, κατά το άρθρο 36 του ν. 4389/2016, και προς τον Διοικητή της «Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων», και έγινε δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση. Επίσης, η ως άνω υπό στοιχείο Γ΄ ανακοπή τρίτου, η οποία συνεκδικάσθηκε με τις λοιπές ανακοπές, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (με την ίδια ως άνω αιτιολογία). Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται ο εκκαλών – ανακόπτων με την κρινόμενη έφεσή του και τους πρόσθετους λόγους αυτής, για μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε οι ως άνω υπό στοιχεία Α ΄και Β΄ ανακοπές του να γίνουν δεκτές και να απορριφθεί η πρόσθετη παρέμβαση.

Ι. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 585 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ, και τους λόγους της. Επίσης, νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, το δικόγραφο δε αυτό, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, κοινοποιείται στον αντίδικο, όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Από τις διατάξεις αυτές, που έχουν εφαρμογή και στην ανακοπή του άρθρου 986 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι νέοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, λόγοι δεν είναι επιτρεπτό να προταθούν για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο από τον οριζόμενο στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ.β του ΚΠολΔ, όπως με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, ή με το δικόγραφο της έφεσης κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής, ή με δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης απορριπτικής της ανακοπής χωρίς να έχουν προταθεί νέοι λόγοι κατά την ανωτέρω ειδική διάταξη, η πρόταση τέτοιων λόγων είναι παραδεκτή μόνον αν ανακύψει, ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου, διαδικαστικό στάδιο νέας εκδίκασης της ανακοπής και εφόσον η πρόταση τους γίνει με πρόσθετο δικόγραφο κατατιθέμενο στη γραμματεία του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ήδη η ανακοπή, όπως ορίζει το άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β΄ του ΚΠολΔ. (βλ. ΑΠ 1401/2012 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 169/2012 ΕΠολΔ 2012 774, ΑΠ72/2000 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την έλλειψη εκείνης της ουσιαστικής ή διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία δικαιολογεί την ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξης. Οι λόγοι αυτοί σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας ενώ οριοθετούν δεσμευτικά και το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής, καθόσον η έκταση των λόγων της προσδιορίζει και τον βαθμό ή την έκταση κατά την οποία η υπόθεση θα εκδικαστεί ενώπιον του δικαστηρίου της ανακοπής (βλ. ΑΠ 665/2006 ΝοΒ 2006 1522, ΑΠ 50/2004 ΕλλΔνη 2004 735).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης (κατά ένα μέρος αυτού) και τον πρόσθετο λόγο αυτής προβάλλεται από τον ανακόπτοντα και ήδη εκκαλούντα ο ισχυρισμός ότι οι ανωτέρω αρνητικές δηλώσεις της καθης η ανακοπή και ήδη τρίτης εφεσίβλητης είναι ανακριβείς (ανειλικρινείς), γιατί δεν μπορεί να προβληθεί από την τελευταία, ως τρίτη, η εξόφληση της σχετικής απαίτησης του (ανακόπτοντος), συνυπολογίζοντας και τις αντίστοιχες καταβολές της ετέρας συνοφειλέτιδας («………..») της καθης η εκτέλεση δεύτερης εφεσίβλητης  («………….»), γιατί, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν επιτρέπεται αυτό κατά τα άρθρα 987 και 262 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Επίσης, ο ανακόπτων, με το δεύτερο λόγο της έφεσης, ισχυρίζεται ότι η ανωτέρω κατάσχεση που επιβλήθηκε από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) είναι άκυρη, γιατί το τελευταίο δεν άσκησε ανακοπή κατά της αρνητικής δήλωσης της καθης η ανακοπή επί της κατασχέσεως αυτής, έτσι, κατά τους ισχυρισμούς του, οι ανωτέρω αρνητικές δηλώσεις της καθης η ανακοπή είναι ανακριβείς (ανειλικρινείς). Ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου των ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ ανακοπών, οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί, με τους οποίους προσβάλλεται η ακρίβεια (ειλικρίνεια) των ανωτέρω αρνητικών δηλώσεων της καθης οι ανακοπές, δεν περιλαμβάνονται στους αντίστοιχους λόγους των ανακοπών αυτών. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), οι ισχυρισμοί αυτοί δεν προβάλλονται παραδεκτώς με την έφεση και το δικόγραφο πρόσθετων λόγων αυτής, κατά συνέπεια, οι αντίστοιχοι λόγοι (1οςως προς το αντίστοιχο μέρος του και 2ος της εφέσεως, καθώς και ο πρόσθετος λόγος) είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 983 παρ.1 του ΚΠολΔ η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου, που πρέπει να περιέχει τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή στοιχεία. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνεται και το ποσό το οποίο κατάσχεται και το οποίο καλείται ο τρίτος να παρακρατήσει, προκειμένου να ικανοποιηθεί η απαίτηση του κατάσχοντος, το ποσό αυτό δε αυτό, που πρέπει να καθορίζεται επακριβώς, είναι ανάλογο με την απαίτηση υπέρ της οποίας επιχειρείται η κατάσχεση, συνυπολογιζομένων των τόκων, των δικαστικών εξόδων και των εξόδων της εκτέλεσης (βλ. Ι. Χαμηλοθώρη – Χ. Κλουκίνα – Θ. Κλουκίνα «ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ» εκδ. 2007 τ. 3ος  σελ. 134). Επίσης, στο άρθρο 984 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ του κατασχόντος η διάθεση του κατασχεμένου από εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση, αφότου του επιδοθεί το κατά το άρθρο 983 έγγραφο, έστω και αν το έγγραφο αυτό δεν έχει ακόμη επιδοθεί στον τρίτο …». Ακόμη,στο άρθρο 985 παρ.1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό …».Επιπλέον, στο άρθρο 988 παρ.1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Αν ο τρίτος δηλώσει πως η απαίτηση που κατασχέθηκε υπάρχει και είναι επαρκής για να ικανοποιηθούν εκείνος ή εκείνοι που επέβαλαν την κατάσχεση, ο τρίτος οφείλει, αφού περάσουν οκτώ ημέρες, αφότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν κατοικεί στην Ελλάδα, και αφού περάσουν τριάντα ημέρες, αν κατοικεί στο εξωτερικό ή είναι άγνωστη η διαμονή του, να καταβάλει στον καθέναν από εκείνους που επέβαλαν κατάσχεση το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση. Αν η κατασχεμένη απαίτηση δεν επαρκεί για να ικανοποιηθούν όλοι όσοι επέβαλαν κατάσχεση, ο τρίτος οφείλει να κάνει δημόσια κατάθεση και η διανομή γίνεται από συμβολαιογράφο που ορίζεται, αφού το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, από τον ειρηνοδίκη του τόπου της εκτέλεσης κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. … Η διανομή σε εκείνους που έκαναν την κατάσχεση γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 974 επ. και η προθεσμία του άρθρου 974 παρ. 1 αρχίζει αφότου γνωστοποιηθεί στο συμβολαιογράφο η απόφαση του ειρηνοδίκη που τον διορίζει». Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η αναγκαστική κατάσχεση χρηματικής απαίτησης στα χέρια τρίτου έχει μεν ως έννομη συνέπεια την αποστέρηση του δικαιούχου της κατασχεθείσας απαίτησης από την εξουσία της ελεύθερης διάθεσης του περιουσιακού στοιχείου του που κατασχέθηκε, δεν συνεπάγεται όμως και την αυτοδίκαιη εκ του νόμου εκχώρηση της απαίτησης σε εκείνον που προβαίνει στην κατάσχεση. Τέτοια εκχώρηση επέρχεται μετά την τυχόν καταφατική δήλωση του τρίτου, που προϋποθέτει τήρηση της οκταήμερης προθεσμίας του άρθρου 985 παρ.1 του ΚΠολΔ και την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 988 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ. Εξάλλου, εφόσον ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δεν τοποθετείται με σαφήνεια σχετικά με το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να επιβληθούν οι περισσότερες κατασχέσεις ώστε να συνυπολογισθούν προκειμένου να εξακριβωθεί η επάρκεια ή όχι του κατασχεθέντος ποσού, ως χρόνος συμπλήρωσης του διαστήματος αυτού θα ληφθεί εκείνος της συμπλήρωσης της προθεσμίας του άρθρου 988 παρ.1 του ΚΠολΔ, οπότε και γεννάται η υποχρέωση του τρίτου προς καταβολή, δηλαδή η πάροδος οκτώ ημερών, αφότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν κατοικεί στην Ελλάδα, και η πάροδος τριάντα ημερών, αν κατοικεί στο εξωτερικό ή είναι άγνωστη η διαμονή του.Συνεπώς, στην περίπτωση της ως άνω καταφατικής δηλώσεως του τρίτου, οι μεν κατασχέσεις που επιβλήθηκαν μέσα στην ανωτέρω προθεσμία συνυπολογίζονται, εκείνες δε που επιβλήθηκαν μετά τη συμπλήρωση της προθεσμίας αυτής δεν λαμβάνονται υπόψη, ως επιβληθείσες σε αντικείμενο που δεν ανήκει πλέον στον καθου η κατάσχεση (βλ. ΟλΑΠ 3/1993 ΕλλΔνη 1993 1459, ΑΠ 1764/2014 ΧρΙΔ 2015 288, ΑΠ 688/2010 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όσον αφορά στην περίπτωση της ως άνω αρνητικής δηλώσεως του τρίτου, η οποία ακυρώθηκεκατόπιν ανακοπής του άρθρου 986 του ΚΠολΔ, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατ’ άρθρον  990 του ΚΠολΔ, με την τελεσιδικία της απόφασης που έκανε δεκτή την ανακοπή αυτή επέρχεται αυτοδικαίως εκ του νόμου εκχώρηση της απαίτησης στον κατάσχοντα και ανατρέχει στο χρόνο της υποχρέωσης του τρίτου να προβεί σε θετική δήλωση. Ως εκ τούτου, στην τελευταία περίπτωση συνυπολογίζονται οι κατασχέσεις εκείνες, που επιχειρήθηκαν στην προθεσμία του άρθρου 988 εδ. α του ΚΠολΔ, όπως θα συνέβαινε αν ο τρίτος είχε προβεί σε καταφατική δήλωση (βλ. Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «Ερμηνεία ΚΠολΔ» εκδ. 2η τ. ΙΙ αρθρ. 990 σελ. 724, Χαμηλοθώρη – Χ. Κλουκίνα – Θ. Κλουκίνα ο.π.  σελ. 198, Ι. Μπρίνια «Αναγκαστική Εκτέλεσις» εκδ. Β΄ τ. 3ος  αρθρ. 990 σελ. 1469). Πάντως, οι μεταγενέστερες κατασχέσεις θα ληφθούν υπόψη, στην περίπτωση που το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η αρχική υπολείπεται αυτού της κατασχεθείσας απαιτήσεως (βλ. Ι. Μπρίνια ο.π. αρθρ. 988 παρ. 477 αρ. 4 σελ. 1441). Τέλος, στην περίπτωση της συντηρητικής κατάσχεσης (άρθρα 707 επ. του ΚΠολΔ), στην οποία εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών σε χέρια τρίτου (άρθρο 712 παρ. 1 του ΚΠολΔ), μπορεί στα αντικείμενα που έχουν ήδη κατασχεθεί να επιβληθεί συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση (άρθρο 721 του ΚΠολΔ, βλ. ΕφΑθΜον 266/2017 ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, στη συντηρητική κατάσχεση απαίτησης η ως άνω εκχώρηση  επέρχεται  όταν υπάρξει  συρροή  της  καταφατικής  ως  άνω  δηλώσεως (ή της τελεσίδικης αποφάσεως επί της ανακοπής που προαναφέρθηκε), με τελεσίδικη δικαστική απόφαση παραδοχής αγωγής εκείνου που κατέσχε, κατά του φερομένου ως οφειλέτη,  περί  της κυρίας  απαιτήσεως, ή  σε  περίπτωση  εκδόσεως γι’ αυτή  διαταγής πληρωμής  (βλ. ΟλΑΠ 3/1993 ο.π.).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 985 και 986 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο τρίτος, στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση οφείλει, μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο έγγραφο, να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση. Στην περίπτωση που ο τρίτος με την κατά το άρθρο 985 παρ. 1 του ΚΠολΔ δήλωσή του αποδεχθεί την ύπαρξη της απαίτησης, όπως προσδιορίζεται στο κατασχετήριο έγγραφο, η δήλωσή του αυτή είναι καταφατική, διαφορετικά, σε περίπτωση που αρνηθεί την ύπαρξή της, η δήλωση αυτή είναι αρνητική, ενώ, εάν εφησυχάσει και παρέλθει η υπό του ως άνω άρθρου προθεσμία, θεωρείται, κατά νομικό πλάσμα, η παράλειψη αυτή ως αρνητική δήλωση. Επίσης, η ως άνω δήλωση του τρίτου πρέπει να είναι ακριβής (ειλικρινής). Η δήλωση αυτή είναι ανακριβής όταν δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθεια, που αφορά στην κατασχεθείσα απαίτηση και γενικώς στις σχέσεις μεταξύ του τρίτου και του καθου η κατάσχεση (εκτέλεση). Γενικώς, η ανακρίβεια μπορεί να συνίσταται είτε στην απόκρυψη της ύπαρξης της απαίτησης, είτε σε παράλειψη ή εσφαλμένη έκθεση ορισμένου περιστατικού. Επίσης, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ως άνω δήλωση, όποιος επέβαλε την κατάσχεση έχει δικαίωμα να ασκήσει σχετική ανακοπή, ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. του ΚΠολΔ αρμόδιου δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη για την αρμοδιότητα αυτού και της φύσεως της αντίστοιχης απαιτήσεως. Ειδικότερα, από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι στον προαναφερθέντα κατάσχοντα παρέχεται ειδικό ένδικο βοήθημα, με το οποίο αυτός μπορεί να αμφισβητήσει την τυχόν αρνητική δήλωση του τρίτου, και να επιδιώξει την αναγνώριση της κατασχεθείσας απαιτήσεως και την καταδίκη του τρίτου σε καταβολή του ποσού της κατασχεθείσας απαιτήσεως, θεωρώντας αυτόν ως οφειλέτη του κατασχεμένου (άρθρο 990 του ΚΠολΔ), ενώ η αναγνώριση της ανειλικρίνειας της αρνητικής δήλωσης ή της προς αυτήν εξομοιούμενης παράλειψης του τρίτου αποτελεί αυτόθροη συνέπεια του αναγνωριστικού χαρακτήρα της ανακοπής και της επ’ αυτής εκδιδόμενης αποφάσεως. Έτσι, μεταξύ του κατάσχοντος και του τρίτου δημιουργείται δίκη, στην οποία κατ’ ουσίαν εισάγεται προς εκδίκαση η υπόθεση που αφορά στην έναντι του τρίτου απαίτηση του καθου η κατάσχεση (εκτέλεση), που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της δίκης, δηλαδή με την ανακοπή ασκεί ο ανακόπτων πλαγιαστικώς (άρθρο 72 ΚΠολΔ) τα δικαιώματα του καθου η κατάσχεση (εκτέλεση) (βλ. ΑΠ 287/2020 ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 1242/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 480/2012 ΝοΒ 2012 2021, ΕφΑθ 736/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1022/2008 ΕΦΑΔ 2009 228). Εξάλλου, κατά το άρθρο 987 του ΚΠολΔ, που αποτελεί ειδικότερη μορφή του άρθρου 262 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και το οποίο έχει εφαρμογή και επί κατασχέσεως στα χέρια τρίτου των παρ’ αυτού οφειλομένων στον οφειλέτη του Δημοσίου κατά το άρθρο 30 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), ο τρίτος δικαιούται να προσβάλει την κατάσχεση μόνον αν το κατασχετήριο δεν περιέχει τα κατά το άρθρο 983 του ΚΠολΔ στοιχεία ή δεν κοινοποιήθηκε στον καθου. Επομένως, ο τρίτος δεν δύναται να προσβάλει την κατάσχεση για άλλους λόγους και μάλιστα για ουσιαστική ακυρότητα αυτής, εκτός αν ο νόμος χορηγεί τέτοιο δικαίωμα και στον τρίτο ή η ακυρότητα τέθηκε προς το συμφέρον του ή και το συμφέρον αυτού ή τέθηκε χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όπως η ακυρότητα της επιδόσεως του κατασχετηρίου προς τον τρίτο (βλ. ΑΠ 1162/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 161/2011 ΝοΒ 2011 1253, ΑΠ 117/2011 ΕλλΔνη 2011 762).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:Ο ανακόπτων δια του από 25-11-2014 κατασχετηρίου,το οποίο επιδόθηκε στην καθης οι ανωτέρω ανακοπές, στις 28-11-2014, προέβη στην αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της τελευταίας, ως τρίτης, της χρηματικής απαίτησης, που αφορά σε κάθε ληξιπρόθεσμο ή μελλοντικά οφειλόμενο ποσό, το οποίο επέχει θέση μισθώματος ή αποζημίωσης χρήσης, από τη χρήση των αναφερομένων σ’ αυτό οριζοντίων ιδιοκτησιών, τις οποίες είχε εκμισθώσει η οφειλέτιδά του (καθης η εκτέλεση) δεύτερη εφεσίβλητη, εταιρία με την επωνυμία «………..» (και τον διακριτικό τίτλο «…………») προς την καθης οι ανακοπές, άλλως στο απορρέον εξ οιασδήποτε εννόμου σχέσεως χρηματικό ποσό, που η τελευταία (καθης οι ανακοπές) οφείλει στην οφειλέτιδά του δεύτερη εφεσίβλητη, μέχρι του ποσού των 122.455,14 ευρώ. Το τελευταίο ποσό αντιστοιχεί στην απαίτηση του ανακόπτοντος κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, βάσει των σχετικών εκτελεστών τίτλων, δηλαδή των υπ’ αριθ. …/2010 και …./2010 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και των υπ’ αριθ. …/2010, …/2010, …/2010, …/2011 και …./2011 διαταγών πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών. Επί της ως άνω κατασχέσεως η καθης οι ανακοπές κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατ’ άρθρον 985 του ΚΠολΔ, την υπ’ αριθ. ……/5-12-2014 αρνητική δήλωση τρίτου, με την οποία δήλωσε ότι η  προαναφερθείσα οφειλέτιδα του ανακόπτοντος (2η εφεσίβλητη) της είχε γνωστοποιήσει, σε προγενέστερο της ως άνω κατάσχεσης χρόνο, σύμβαση εκχώρησης απαίτησης, σύμφωνα με την οποία είχε εκχωρήσει σε τρίτο (………..) το σύνολο των μισθωμάτων που απορρέουν από την μεταξύ αυτής (καθης οι ανακοπές) και της δεύτερης εφεσίβλητης σύμβασης μίσθωσης. Στη συνέχεια, ο ανακόπτων άσκησε,ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της ανωτέρω (υπ’ αριθ. …/2014) αρνητικής δήλωσης την από 30-12-2014 (υπ’ αριθ…../2014 κατάθεσης) ανακοπή του. Επί της ανακοπής αυτής, των από 17-2-2015 πρόσθετων λόγων ανακοπής, της από 6-2-2015 προσεπίκλησης σε πρόσθετη παρέμβαση της καθης οι ανακοπές (3ης εφεσίβλητης) και της από 16-2-2015 πρόσθετης παρέμβασης της δεύτερης εφεσίβλητης και της ………., που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1480/2015 απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ακυρώθηκε η ανωτέρω (υπ’ αριθ. ……./2014) αρνητική δήλωση, αναγνωρίσθηκε ως ισχυρή η σχετική κατάσχεση (δια του από 25-11-2014 κατασχετηρίου) και υποχρεώθηκε η καθης οι ανακοπές (3η εφεσίβλητη) να καταβάλλει στον ανακόπτοντα τα αντίστοιχα μηνιαία μισθώματα μέχρι του ποσού των 122.455,14 ευρώ, ενώ απορρίφθηκαν οι συνεκδικασθείσες προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση της καθης οι ανακοπές (3ης εφεσίβλητης) και η πρόσθετη παρέμβαση της δεύτερης εφεσίβλητης και της ………… Κατόπιν, κατά της πρωτόδικης απόφασης αυτής, η δεύτερη εφεσίβλητη και η ………, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς την από 22 Ιουνίου 2015 (υπ’ αριθ. …./2015) έφεσή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 189/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που δημοσιεύθηκε στις 15-3-2018, με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η έφεση αυτή.

Επίσης, στις 28-5-2015 επιδόθηκε στην καθης οι ανακοπές (3η εφεσίβλητη) το υπ’ αριθ.πρωτ. ……../26-05-2015 κατασχετήριο του πρώτου εφεσίβλητου (Ελληνικού Δημοσίου), δια του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς, βάσει του οποίου το τελευταίο προέβη στην αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της καθης οι ανακοπές, ως τρίτης,της χρηματικής απαίτησης, που αφορά σε κάθε οφειλή της προς την οφειλέτιδά της δεύτερη εφεσίβλητη, μέχρι του συνολικού ποσού του 1.158.008,92 ευρώ.Επί της ως άνω κατασχέσεως η καθης οι ανακοπές υπέβαλε, κατ’ άρθρον 32 του ΚΕΔΕ, την από 4 Ιουνίου 2015 δήλωση, η οποία επιδόθηκε στο προαναφερθέν κατάσχον (1ο εφεσίβλητο) στις 4-6-2015 (βλ. την υπ’ αριθ. ……../4-6-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………). Με τη δήλωση αυτή η καθης οι ανακοπές (3η εφεσίβλητη)ανέφερε ότι, κατά τον ως άνω χρόνο της προαναφερθείσας κατάσχεσης, δεν μπορούσε να καταβάλλει στο κατάσχον πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) το χρηματικό ποσό της κατασχεθείσας απαιτήσεως, λόγω της προγενέστερης ως άνω από 25-11-2014 κατάσχεσης του ανακόπτοντος, για το ποσό των 122.455,14 ευρώ, καθώς και ότι,μέχρι να καταστεί τελεσίδικη η ανωτέρω υπ’ αριθ. 1480/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, θα κατέθετε το ποσό των σχετικών μισθωμάτων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (κατάστημα Πειραιώς), με την πρώτη παρακατάθεση διενεργηθείσα στις 28-5-2015. Σημειωτέον ότι ο ανακόπτων, με την ως άνω υπό στοιχείο Γ΄ από 28-12-2016 (υπ’ αριθ. ……./28-12-2016 έκθεσης κατάθεσης) ανακοπή τρίτου, είχε ζητήσει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ανωτέρω κατάσχεσης του πρώτου εφεσίβλητου (Ελληνικού Δημοσίου), όμως, όπως προαναφέρθηκε, η ανακοπή αυτή με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Επίσης, με τις ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ ανακοπές ο ανακόπτων είχε ζητήσει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ανωτέρω κατάσχεσης του πρώτου εφεσίβλητου (Ελληνικού Δημοσίου), όμως, όπως προαναφέρθηκε, οι ανακοπές αυτές (υπό στοιχεία Α΄ και Β΄) με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκαν, κατά το αντίστοιχο μέρος τους, ως απαράδεκτες, χωρίς να προσβάλλεται ως προς τούτο η εκκαλούμενη απόφαση.

Περαιτέρω, στις 27 Σεπτεμβρίου 2016, με επιμέλεια του ανακόπτοντος, επιδόθηκε στην καθης οι ανακοπές (3η εφεσίβλητη) αντίγραφο της υπ’ αριθ. 4755/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την από 27-9-2016 επιταγή περί επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως εις χείρας της καθης οι ανακοπές, ως τρίτης, της χρηματικής απαίτησης των ανωτέρω μισθωμάτων,που η τελευταία όφειλε στην οφειλέτιδά του δεύτερη εφεσίβλητη, μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ. Επί της ως άνω συντηρητικής κατασχέσεως η καθης οι ανακοπές κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατ’ άρθρον 985 του ΚΠολΔ, την υπ’ αριθ. …../5-10-2016 αρνητική δήλωση τρίτου, με την οποία δήλωσε ότι, λόγω της επιβολής της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) και της εξόφλησης της απαίτησης του ανακόπτοντος, για την οποία είχε επιβληθεί η προγενέστερη ως άνω από 25-11-2014 κατάσχεση του, για το ποσό των 122.455,14 ευρώ, κατά το χρόνο εκείνο δεν δύναται αυτή (καθης οι ανακοπές) να καταβάλλει στον ανακόπτοντα το χρηματικό ποσό της συντηρητικώς κατασχεθείσας απαίτησης, γιατί οφείλει να καταβάλλει αυτό στο πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο), όμως, μετά την εξόφληση της σχετικής απαίτησης του τελευταίου, θα αρχίσει να καταβάλλει σ’ αυτόν (ανακόπτοντα) το αντίστοιχο ποσό. Στη συνέχεια, ο ανακόπτων άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της ανωτέρω (υπ’ αριθ. …../2016) αρνητικής δήλωσης την ως άνω υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή του.

Επιπροσθέτως, ο ανακόπτων, δια του από 27-10-2016 κατασχετηρίου,το οποίο επιδόθηκε στην καθης οι ανωτέρω ανακοπές, την1η  Νοεμβρίου 2016, προέβη στην αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της τελευταίας, ως τρίτης, της χρηματικής απαίτησης, που αφορά σε κάθε ληξιπρόθεσμο ή μελλοντικά οφειλόμενο ποσό, το οποίο επέχει θέση μισθώματος ή αποζημίωσης χρήσης, από την χρήση της αναφερομένης σ΄ αυτό οριζόντιας ιδιοκτησίας, την οποία είχε εκμισθώσει η οφειλέτιδα του (καθης η εκτέλεση) δεύτερη εφεσίβλητη προς την καθης οι ανακοπές, άλλως στο απορρέον εξ οιασδήποτε εννόμου σχέσεως χρηματικό ποσό, που η τελευταία (καθης οι ανακοπές) οφείλει στην οφειλέτιδά του δεύτερη εφεσίβλητη, μέχρι του ποσού των 25.407,05 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στην απαίτηση του ανακόπτοντος κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, βάσει του σχετικού εκτελεστού τίτλου, δηλαδή της υπ’ αριθ.783/2016 προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της ως άνω κατασχέσεως η καθης οι ανακοπές κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατ’ άρθρον 985 του ΚΠολΔ, την υπ’ αριθ. …./9-11-2016 αρνητική δήλωση τρίτου, με στην οποία ανέφερε ότι λόγω της επιβολής της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) και της  προγενέστερης ως άνω από 27-9-2016 συντηρητικής κατάσχεσης του ανακόπτοντος, για το ποσό των 150.000 ευρώ, στην οποία ο τελευταίος έχει ήδη συμπεριλάβει το ανωτέρω ποσό (των 25.407,05 ευρώ), το οποίο κατάσχει εκ νέου αναγκαστικώς εις χείρας αυτής (καθης οι ανακοπές), κατά το χρόνο εκείνο, δεν δύναται αυτή (καθης οι ανακοπές) να καταβάλλει στον ανακόπτοντα το χρηματικό ποσό της συντηρητικώς κατασχεθείσας απαίτησης.Επί της ανωτέρω (υπ’ αριθ. …../2016) αρνητικής δήλωσης, ο ανακόπτων άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή του.

Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων, ήδη,έχει αναλάβει από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.) το συνολικό ποσό των 52.571,36 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στα ανωτέρω μισθώματα του χρονικού διαστήματος από το Μάιο 2015 έως το Σεπτέμβριο 2016, τα οποία η καθης οι ανακοπές είχε καταθέσει στο Τ.Π.Δ. . Επίσης, όσον αφορά στο χρηματικό ποσό των ανωτέρω μισθωμάτων, για το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο 2016 έως το Δεκέμβριο 2018, τα οποία η καθης οι ανακοπές είχε καταθέσει στο Τ.Π.Δ., κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ανακόπτοντος, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 31/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς δυνάμει της οποίας, κατ’ άρθρον 988 του ΚΠολΔ, διορίσθηκε η συμβολαιογράφος Πειραιώς – Σαλαμίνας Ευαγγελία Καραθάνου, προκειμένου να προβεί στη διανομή του ποσού των ως άνω κατασχεθέντων και παρακαταθέντων μισθωμάτων, με την αιτιολογία ότι υφίστανται κατασχέσεις διαφόρων δανειστών της δεύτερης εφεσίβλητης (ανακόπτοντος και πρώτου εφεσίβλητου), ενώ η κατασχεθείσα χρηματική απαίτηση δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων των κατασχόντων. Τέλος, το σχετικό μίσθιο κατακυρώθηκε με πλειστηριασμό σε νέο κύριο, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …/13.02.2019 κατακυρωτική έκθεση της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., ο οποίος(νέος κύριος) κατήγγειλε την υφιστάμενη μίσθωση και η καθης οι ανακοπές, ήδη, αποχώρησε από το μίσθιο.

Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο των ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ ανακοπών ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι οι ανωτέρω υπ’ αριθ. ../5-10-2016 και …./9-11-2016 αρνητικές δηλώσεις της καθης οι ανακοπές περί του ότι δεν δύναται να του καταβάλλει το χρηματικό ποσό της σχετικώς κατασχεθείσας απαίτησης, λόγω της επιβολής της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης (υπ’ αριθ. πρωτ. …./26-5-2015 κατασχετηρίου) από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο), είναι ανακριβείς, γιατί, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε προηγηθεί της κατάσχεσης αυτής (του πρώτου εφεσίβλητου) η ως άνω από 25-11-2014 κατάσχεσή του (ανακόπτοντος), για το ποσό των 122.455,14 ευρώ, και είχε εκδοθεί η υπ’ αριθ. 1480/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της σχετικής (υπ’ αριθ. …/2014) αρνητικής δήλωσης της καθης οι ανακοπές, έτσι, είχε εκχωρηθεί σ’ αυτόν (ανακόπτοντα) η κατασχεθείσα απαίτηση. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, κατά το χρόνο που υποβλήθηκαν οι προσβληθείσες με τις ανωτέρω ανακοπές (υπό στοιχεία Α΄ και Β΄)  δηλώσεις (υπ’ αριθ. …/5-10-2016 και …./9-11-2016) της καθης οι ανακοπές, δεν είχε ακόμη εκδοθεί η υπ’ αριθ. 189/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (που δημοσιεύθηκε στις 15-3-2018), με την οποία απορρίφθηκε η έφεση κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης (υπ’ αριθ. 1480/2015), με την οποία αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της σχετικής (υπ’ αριθ. …../2014) αρνητικής δήλωσης της καθης οι ανακοπές, δηλαδή η τελευταία απόφαση δεν είχε καταστεί τελεσίδικη. Ως εκ τούτου, κατά το χρόνο υποβολής των δηλώσεων αυτών (υπ’ αριθ. …/5-10-2016 και …./9-11-2016) της καθης οι ανακοπές, δεν είχε εκχωρηθεί στον ανακόπτοντα η κατασχεθείσα απαίτηση και η επιβολή της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης (υπ’ αριθ. πρωτ. …/26-05-2015 κατασχετηρίου) από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) κώλυε την καθης οι ανακοπές να καταβάλλει στον ανακόπτοντα το χρηματικό ποσό της σχετικώς κατασχεθείσας απαίτησης. Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, η ως άνω αναγκαστική κατάσχεση (υπ’ αριθ. πρωτ. …./26-05-2015 κατασχετηρίου) από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο), σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ),θα έπρεπε ληφθεί υπόψη από την καθης οι ανακοπές, έστω και αν ήταν μεταγενέστερη της ως άνω από 25-11-2014 αναγκαστικής κατάσχεσης του ανακόπτοντος, για το ποσό των 122.455,14 ευρώ, ενόψει του ότι το σχετικό ποσό, υπολείπεται αυτού της κατασχεθείσας απαιτήσεως, δοθέντος ότι αμφότερες οι κατασχέσεις αυτές αφορούσαν όλα τα μελλοντικώς οφειλόμενα μηνιαία μισθώματα (εκάστου ποσού 3.108 ευρώ). Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι με την τελεσιδικία της ανωτέρω υπ’ αριθ. 1480/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς επήλθε αυτοδικαίως εκ του νόμου εκχώρηση της ως άνω κατασχεθείσας απαίτησης στον ανακόπτοντα, η οποία, σύμφωνα με τις προεκετεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ) ανατρέχει στο χρόνο της υποχρέωσης της καθης οι ανακοπές να προβεί στη σχετική θετική δήλωση. Ωστόσο, το Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να αποφανθεί περί της τυχόν μη ισχύος (ακυρότητας) της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης (υπ’ αριθ. πρωτ. …./26-05-2015 κατασχετηρίου),που επιβλήθηκε από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο), για τον ως άνω λόγο, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η περί τούτου ως άνω υπό στοιχείο Γ΄ ανακοπή (τρίτου) του ανακόπτοντος – εκκαλούντος, καθώς και το αντίστοιχο αίτημα των ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ ανακοπών απορρίφθηκαν με την εκκαλούμενη απόφαση ως απαράδεκτα, χωρίς να προσβάλλεται κατά το μέρος αυτό η  εκκαλούμενη απόφαση. Ως εκ τούτου, δεν μεταβιβάσθηκε στο Δικαστήριο αυτό το αντίστοιχο μέρος της εν λόγω υποθέσεως (περί της τυχόν ακυρότητας της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης του1ου εφεσίβλητου), ως προς το οποίο η εκκαλούμενη απόφαση, ήδη, έχει καταστεί τελεσίδικη (άρθρο 522 του ΚΠολΔ, βλ. Κ. Παναγόπουλο σε «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου σελ. 180), έτσι, ο σχετικός λόγος των ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ ανακοπών είναι απορριπτέος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι οι ως άνω αρνητικές δηλώσεις της καθης ανακοπές δεν ήταν ανακριβείς ως προς τα ανωτέρω και απέρριψε τον προεκτεθέντα  πρώτο λόγο των ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ ανακοπών δεν έσφαλε, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος (4ος ) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Επιπροσθέτως, με το δεύτερο λόγο των ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ ανακοπών ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι οι ανωτέρω υπ’ αριθ. …./2016 και …../2016 αρνητικές δηλώσεις της καθης οι ανακοπές περί του ότι δεν δύναται να του καταβάλλει το χρηματικό ποσό της σχετικώς κατασχεθείσας απαίτησης, λόγω εξοφλήσεως της απαίτησής του, βάσει της οποίας επιβλήθηκαν οι ανωτέρω κατασχέσεις, μετά τη δημόσια παρακατάθεση από αυτήν των ως άνω μισθωμάτων, συνολικού ποσού 52.571,36 ευρώ είναι ανακριβείς, γιατί, κατά τους ισχυρισμούς του, οι σχετικές καταβολές δεν ήταν προσήκουσες, αφού δεν έτυχαν προγενέστερα της αποδοχής του, ούτε αυτός (ανακόπτων) τελούσε σε υπερημερία κατά το χρόνο που έγιναν αυτές, επιπλέον η σχετική απαίτησή του ανήρχετο στο συνολικό ποσό των 145.240,48 ευρώ. Από τα ως άνω στοιχεία προέκυψε, όμως, ότι η καθης οι ανακοπές ανέφερε, στις ανωτέρω αρνητικές δηλώσεις της, ότι δεν δύναται να καταβάλλει στον ανακόπτοντα το χρηματικό ποσό της σχετικώς κατασχεθείσας απαίτησης, λόγω της επιβολής της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης (υπ’ αριθ. πρωτ. ……/26-05-2015 κατασχετηρίου) από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο), έτσι, η επικληθείσα από την καθης οι ανακοπές εξόφληση της σχετικής απαίτησης του ανακόπτοντος, ανεξαρτήτως της μη νομικής δυνατότητας προβολής της (κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις υπό στοιχείο ΙΙΙ), δεν είχε επιρροή στη δυνατότητα της καταβολής του χρηματικού ποσού της κατασχεθείσας απαίτησης στον ανακόπτοντα. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, κατά το χρόνο υποβολής των δηλώσεων αυτών (υπ’ αριθ. …./2016 και 799…2016) της καθης οι ανακοπές, η επιβολή της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης (υπ’ αριθ. πρωτ. …./26-05-2015 κατασχετηρίου) από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) κώλυε την καθης οι ανακοπές να καταβάλλει στον ανακόπτοντα το χρηματικό ποσό της σχετικώς κατασχεθείσας απαίτησης,ανεξαρτήτως της τυχόν εξόφλησης της ανωτέρω απαίτησής του, έτσι, ο σχετικός λόγος των ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ ανακοπών είναι απορριπτέος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι οι ως άνω αρνητικές δηλώσεις της καθης ανακοπές δεν ήταν ανακριβείς ως προς τα ανωτέρω και απέρριψε τον προεκτεθέντα  δεύτερο λόγο των ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ ανακοπών δεν έσφαλε, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος της εφέσεως (1οςως προς το αντίστοιχο μέρος του) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.Επίσης, με τον τρίτο λόγο της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ανωτέρω υπ’ αριθ. …./2016 αρνητική δήλωση της καθης οι ανακοπές περί του ότι δεν δύναται να του καταβάλλει το χρηματικό ποσό της σχετικώς κατασχεθείσας απαίτησης, η οποία αφορά στην ανωτέρω από 27-10-2016 αναγκαστική κατάσχεση, λόγω της επιβολής από αυτόν (ανακόπτοντα) της προγενέστερης από 27-9-2016 συντηρητικής κατάσχεσης είναι ανακριβής, γιατί, κατά τους ισχυρισμούς του, είναι δυνατή η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης σε απαιτήσεις, όπως η ανωτέρω, που έχουν κατασχεθεί συντηρητικώς. Ωστόσο, για τους ίδιους ως άνω λόγους, ο προαναφερθείς λόγοςτης ως άνω υπό στοιχείο Β΄ ανακοπής είναι απορριπτέος, δοθέντος ότι, όπως προεκτέθηκε, κατά το χρόνο υποβολής της δηλώσεως αυτής (υπ’ αριθ. …./9-11-2016) της καθης οι ανακοπές, η επιβολή της ως άνω αναγκαστικής κατάσχεσης (υπ’ αριθ. πρωτ. …../26-05-2015 κατασχετηρίου) από το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) κώλυε την καθης οι ανακοπές να καταβάλλει στον ανακόπτοντα το χρηματικό ποσό της σχετικώς κατασχεθείσας απαίτησης, ανεξαρτήτως του ότι η προγενέστερη συντηρητική κατάσχεση δεν στερούσε από τον ανακόπτοντα τη δυνατότητα να επιβάλει την ανωτέρω αναγκαστική κατάσχεση (άρθρο 721 του ΚΠολΔ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η ανωτέρω αρνητική δήλωση της καθης οι ανακοπές δεν ήταν ανακριβής ως προς τα ανωτέρω και απέρριψε τον προεκτεθέντα  τρίτο λόγο της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ ανακοπής δεν έσφαλε, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος της εφέσεως (3ος) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος, όσον αφορά στην ως άνω πρόσθετη παρέμβαση του πρώτου εφεσίβλητου (Ελληνικού Δημοσίου) υπέρ της καθης η ανακοπή (ως άνω υπό στοιχείο Α΄), αυτή ασκήθηκε παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δοθέντος ότι υφίσταται σχετικό έννομο συμφέρον αυτού (Ελληνικού Δημοσίου), το οποίο, συνίσταται στο ότι, στην περίπτωση απόρριψης των ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ ανακοπών, αυτό θα δικαιούται να εισπράξει (τουλάχιστον κατά ένα μέρος) το χρηματικό ποσό της σχετικώς κατασχεθείσας απαίτησης(μισθώματος ή αποζημίωσης χρήσης)της ανωτέρω οφειλέτιδάς της («……») από την καθης η ανακοπή, λόγω της ανωτέρω αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας αυτής (καθης η ανακοπή) ως τρίτης, δυνάμει του υπ’ αριθ. πρωτ. …../26-5-2015 κατασχετηρίου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς. Μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, ήδη, δυνάμει της υπ’ αριθ. 31/2019 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατ’ άρθρον 988 του ΚΠολΔ, διορίσθηκε η συμβολαιογράφος Πειραιώς – Σαλαμίνας Ευαγγελία Καραθάνου, προκειμένου να προβεί στη διανομή των ως άνω κατασχεθέντων και παρακαταθέντων μισθωμάτων, λόγω της ύπαρξης κατασχέσεων διαφόρων δανειστών της δεύτερης εφεσίβλητης, δηλαδή του ανακόπτοντος και του πρώτου εφεσίβλητου, αφού, η κατασχεθείσα χρηματική απαίτηση δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων των κατασχόντων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι την ανωτέρω πρόσθετη παρέμβαση δεν έσφαλε, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος της εφέσεως (5ος ) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της εκκαλούμενης αποφάσεως με αυτήν της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 ΚΠολΔ), η ένδικη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να απορριφθούν στο σύνολο τους ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι. Επιπροσθέτως, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι ο εκκαλών παρέβη τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται η τρίτη εφεσίβλητη, κατά συνέπεια δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής τους άρθρου αυτού, δοθέντος ότι για την επιβολή της σχετικής ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαριά αμέλεια, μάλιστα,η απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμου δεν υποδηλώνει και παράβαση της  ως άνω διατάξεως (βλ. ΑΠ 738/2012 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των σχετικών κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ).Ακόμη, για την περίπτωση που θα ασκηθεί το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, πρέπει να ορισθεί το σχετικό παράβολο για τη δεύτερη εφεσίβλητη (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι δεν πρόκειται για δίκη περί την εκτέλεση (βλ. ΑΠ 448/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητηςκαι αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Ορίζει το παράβολο στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής ως απαράδεκτους ως προς τη δεύτερη των εφεσίβλητων.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής ως προς τους λοιπούς διαδίκους.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου (με αριθμό ………./2019), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 11-3-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των εκπροσωπηθέντων διαδίκων, καθώς και τη δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ..

  Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ