Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 199/2021

Αριθμός   199/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 1 του Ν 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού “απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικός ή γεωργικώς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξη αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενόμενης ζημίας”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του ίδιου νόμου “όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τινός, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ή εντύπου τινός κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν  επωνυμίαν ή το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα, άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται, δύναται να υποχρεωθεί υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως…». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει 1) ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό του ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που, κατά τη γενική αντίληψη, σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (ΑΠ Ολ 2/2008) και 2) ότι για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει (ΑΠ 2026/2007, ΑΠ 1123/2002, ΑΠ 1780/1999).  Ειδικότερα, διακριτικό γνώρισμα είναι το μέσο, με το οποίο εξατομικεύεται είτε το πρόσωπο (λ.χ. το όνομά του), είτε η επιχείρηση (λ.χ. διακριτικός τίτλος της), είτε το εμπόρευμα ή οι υπηρεσίες (λ.χ. το σήμα και ο διασχηματισμός). (ΑΠ 606/2005). Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν 146/1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, κατά την έννοια της πρόθεσης των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, στην περίπτωση του άρθρου 13 του ίδιου νόμου αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό. Χρήση, που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, είναι η αυτούσια μίμηση και η παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μικρές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Έτσι, η παραποίηση μπορεί να είναι οπτική, ηχητική, εννοιολογική ή και συνειρμική, τον δε κίνδυνο σύγχυσης μπορεί να δημιουργήσει η ομοιότητα λέξεων ή και αριθμών, που αποτελούν το γνώρισμα, εικόνων, ήχων, σχημάτων, χρωμάτων, σχεδίων, συσκευασιών, διαφημίσεων. Σημασία έχει η γενική εντύπωση, που δημιουργείται, ενώ ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται, όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές (ΑΠ 1409/1980). Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει, όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, μπορεί να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, όσον αφορά στην προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε στην ταυτότητα της επιχείρησης, είτε στην ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι, να αποτρέπονται πεπλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μιας επιχείρησης και εκμετάλλευση της καλής της φήμης από άλλη επιχείρηση. Προϋπόθεση για να δημιουργηθεί σύγχυση από τη χρήση των διακριτικών γνωρισμάτων είναι να έχουν διακριτική δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορούν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Ο βαθμός της διακριτικής δύναμης προσδιορίζει και την έκταση προστασίας. Η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως αποτελεί προϋπόθεση για την προστασία όλων των διακριτικών γνωρισμάτων (ΑΠ 241/1991). Ο παραβάτης των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη χρήσεως του διακριτικού γνωρίσματος, από το οποίο μπορεί να προκληθεί η σύγχυση που προαναφέρθηκε ή και σε αποζημίωση εκείνου που ζημιώθηκε, αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ότι με τη χρήση αυτή μπορούσε να προκληθεί σύγχυση (ΑΠ 711/1988) ως και σε άρση της προσβολής, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην κατάσχεση και καταστροφή. Ειδικότερα, αξίωση αποζημίωσης αναγνωρίζεται στον ζημιωθέντα τόσο στην περίπτωση του άρθρου 1 του Ν 146/1914 γενικά, όσο και στην περίπτωση του άρθρου 13 παρ. 18 του ίδιου νόμου, στη δεύτερη, όμως, περίπτωση μόνο, αν ο παραβάτης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει (δηλαδή από αμέλεια δεν γνώριζε), ότι με τη χρήση του ξένου διακριτικού γνωρίσματος μπορούσε να προκληθεί σύγχυση (ΑΠ 1131/1995, ΑΠ 241/1991). Σε περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού δεν αποκλείεται και επί πλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου, σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914, 932 ΑΚ), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ήτοι όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα. Περαιτέρω, η ως άνω γενική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν 146/1914 εφαρμόζεται, συμπληρωματικά – επικουρικά και επί εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος, εφόσον η προστασία, που παρέχουν οι ειδικές περί σημάτων διατάξεις του Ν 2239/1994 δεν επαρκεί. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν 146/1914 προκύπτει ότι, για να παρασχεθεί στο δικαιούχο σήματος η προβλεπόμενη από το νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό προστασία, απαιτείται, αφενός μεν πράξη, που να έγινε με σκοπό ανταγωνισμού, και αφετέρου με τη χρήση του ξένου σήματος, να υπάρχει δυνατότητα πρόκλησης σύγχυσης στον κοινό καταναλωτή, σχετικά με την προέλευση ομοίων προϊόντων, χωρίς την οποία (σύγχυση) δεν νοείται, όπως αναφέρθηκε, αθέμιτος ανταγωνισμός (ΑΠ 1131/1995, ΑΠ 310/1990). Εάν, όμως, το σήμα έχει επικρατήσει και ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης και λόγω της χρησιμοποίησης του από άλλον υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, τότε το σήμα προστατεύεται και βάσει του άρθρου 13 του Ν 146/1914 “περί αθεμίτου ανταγωνισμού”. Περαιτέρω, προς διάκριση της προέλευσης εμπορεύματος από συγκεκριμένο φορέα, δύναται είτε α) να κατατεθεί και καταχωρισθεί σήμα, είτε β) να χρησιμοποιηθεί στις συναλλαγές ένδειξη, η οποία δεν καταχωρίσθηκε ως σήμα. Στη δεύτερη περίπτωση, η ένδειξη προστατεύεται ως διασχηματισμός υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 13 του Ν 146/1914. Ως προς τον χρόνο έναρξης της προστασίας το σήμα διαφέρει από τον διασχηματισμό. Το μεν σήμα έχει προτεραιότητα από την τυπική πράξη της κατάθεσής του, δηλαδή η αμετάκλητη παραδοχή του σήματος και καταχώρισή του ενεργεί αναδρομικά από την δήλωσή του (άρθρο 19 παρ. 1 του ΑΝ 1998/1939 και. 15 Ν 2239/1994), ο δε διασχηματισμός από το ουσιαστικό γεγονός της καθιερώσεώς του στις συναλλαγές. Σε περίπτωση, κατά την οποία υφίσταται σύγκρουση μεταξύ σήματος αφενός και διακριτικού γνωρίσματος αφετέρου, τότε ισχύει ο κανόνας prior in tempore potior in iure. Ισχύει, δηλαδή, η αρχή της προτεραιότητας, υπό την προφανή έννοια ότι το παλαιότερον κτηθέν διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει του νεοτέρου (ΑΠ 606/2005). Επομένως, σε περίπτωση, κατά την οποία προηγήθηκε η χρησιμοποίηση στις συναλλαγές διακριτικού γνωρίσματος, που έχει τα στοιχεία της ονοματικής λειτουργίας και της διακριτικής δυνάμεως, και στη συνέχεια ακολούθησε κατάθεση και αμετάκλητη παραδοχή σήματος, τότε – σύμφωνα με την προεκτεθείσα αρχή – υπερισχύει το διακριτικό γνώρισμα, οπότε ο δικαιούχος του τελευταίου, επικαλούμενος κατ` ένσταση την προτεραιότητά του, δικαιούται να αποκρούσει την επί παραλείψει αγωγή του δικαιούχου του σήματος, ως κάτοχος υπέρτερου δικαιώματος (ΑΠ 371/2012, ΕφΛαρ 473/2014).

Οι υπό κρίση, από 1-10-2019 (……/2019) και από 18-9-2019 (……../2019), δύο εφέσεις, και ο από 17-9-2020 ……/2020) πρόσθετος λόγος έφεσης, η πρώτη του ενάγοντος  και τα δεύτερα του εναγομένου, κατά της υπ’αριθμόν 2325/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την (νέα) τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495παρ1 και 2, 511, 513παρ1 περ α’, 516παρ1, 517περ α΄, 518παρ1, 520παρ1 και 524παρ1 ΚΠολΔ), ενώ έχουν καταβληθεί τα νόμιμα παράβολα για το παραδεκτό της συζητήσεώς τους (495παρ3Αβ’ ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτά και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Οι εφέσεις αυτές και ο πρόσθετος λόγος της,  κατά της ίδιας εκκαλουμένης οριστικής απόφασης είναι συναφείς, γι’αυτό και πρέπει αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’αρθρον 524παρ1 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους, διότι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-4-2018 (……../2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εκκαλών και εφεσίβλητος, εκθέτει ότι, στις 15-3-2913 υπέβαλε ενώπιον του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά αίτηση εγγραφής ατομικής επιχείρησης στο όνομά του με διακριτικό τίτλο «……..» και αντικείμενο δραστηριότητας αλουμινοκατασκευές– σιδηροκατασκευές. Ότι, το επώνυμο …….. είναι το επώνυμο της συζύγου του, με την οποία διατηρεί την επιχείρηση από κοινού. Ότι, η αίτησή του έγινε δεκτή και καταχωρήθηκε ο ανωτέρω διακριτικός τίτλος. Ότι, στις 18-9-2013 συνήψε με τον εναγόμενο μίσθωση ενός ισογείου καταστήματος επί της οδού …….. αρ….., στον Πειραιά, άνωθεν του οποίου βρίσκεται και η οικία του (εναγομένου), το οποίο έκτοτε χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της επιχείρησής του και ο εναγόμενος εισπράττει ανελλιπώς τα μισθώματα, και στο οποίο (συμφωνητικό) υπέγραψε υπό την επωνυμία «……..» ………..  διεύθυνση κλπ, χωρίς ο εναγόμενος να εναντιωθεί. Η δε προϋπάρχουσα εταιρεία «………..», λύθηκε στις 24-1-2014 και διαγράφηκε από το ΓΕΜΗ στις 6-3-2014. Ότι, εντελώς αιφνιδιαστικά, στις 10-9-2014, έλαβε την από 5-9-2014 εξώδικη δήλωση του εναγομένου που τον καλούσε να σταματήσει να χρησιμοποιεί το διακριτικό τίτλο «……..», ενόψει του ότι προέβαινε στην έναρξη λειτουργίας ομοειδούς επιχείρησης σε κοντινή απόσταση από τη δική του με τον ίδιο διακριτικό τίτλο, τον οποίο  είχε κατοχυρώσει νομίμως. Ότι, δυνάμει της 141/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ο ενάγων αναγνωρίσθηκε προσωρινώς ως νόμιμος κάτοχος με χρονική προτεραιότητα του διακριτικού γνωρίσματος «……..», στον Πειραιά. Ότι ο εναγόμενος τελικώς προέβη σε έναρξη ομοειδούς επιχείρησης με την επωνυμία «…….. .  ., επί της οδού …….. αρ. . και εκθεσιακό χώρο επί της οδού …. αρ. …, δηλαδή λίγα μέτρα από την επιχείρηση του ενάγοντα. Επικαλούμενος, ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου είναι καταχρηστική, ενάντια στα χρηστά ήθη, αδικοπρακτική και προσβλητική για την προσωπικότητά του και ανταγωνιστική για την επιχείρησή του, η οποία έχει κατοχυρώσει με βάση τον κανόνα της χρονικής προτεραιότητας το δικαίωμα στη χρήση του ανωτέρω διακριτικού γνωρίσματος – τίτλου, ο ενάγων ζητεί να αναγνωρισθεί – μετά τη νομότυπη μετατροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό – ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να του καταβάλει το ποσό των 230.000€ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητά του και του διακριτικού τίτλου και της φήμης της επιχειρήσεώς του, νομιμοτόκως κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε μερικώς την αγωγή ως ουσιαστικώς βάσιμη και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.000€, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, ως αποκατάστασης της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη συμπεριφορά του εναγομένου. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι διάδικοι με τις ένδικες εφέσεις τους, αιτιώμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνισή της, με σκοπό, ο μεν ενάγων να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του, ο δε εναγόμενος, να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή.

Από την επανεκτίμηση των νομίμως και εμπροθέσμως ληφθεισών, προς χρήση ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ενόρκων βεβαιώσεων, με αριθμούς ……../22-5-2018, ενώπιον της συμ/φου Πειραιά …., των …………, επιμελεία του ενάγοντος και με αριθμούς .…..22-5-2018, ενώπιον της συμ/φου Αθηνών ……, του ….. . και με αριθμούς .. και …/19-10-2020, ενώπιον της συμ/φου Πειραιά ….., των ….. …….. και ….., επιμελεία του εναγομένου (οι οποίες προσκομίζονται παραδεκτώς κατ’αρθρον 529παρ1 ΚΠολΔ), από την επισκόπηση των φωτογραφιών των καταστημάτων και ενός οχήματος των διαδίκων, η γνησιότητα των  οποίων δεν αμφισβητήθηκε και από όλα τα νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα, για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Το έτος 1972, συστάθηκε η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………»,  δηλαδή από τον πεθερό του ενάγοντος και τον πατέρα του εναγομένου, με αντικείμενο την κατασκευή και εμπορία σιδηρών κατασκευών και με διακριτικό τίτλο ……… Το έτος 1979, αποχώρησε από την εταιρεία ο .. …….. και μεταβίβασε το μερίδιό του  στον εναγόμενο υιό του, …….. …….., η δε εταιρία μετονομάσθηκε σε ……….. Ωστόσο, ψυχή της ανωτέρω επιχείρησης υπήρξε εξ’αρχής ο .  …….., πεθερός του ενάγοντος, ο οποίος ουσιαστικά με την εργασία του και τις προσπάθειες ετών, δημιούργησε, καθιέρωσε και εδραίωσε τη φήμη του ονόματος «……..» στην αγορά των σιδηροκατασκευών και αργότερα των αλουμινοκατασκευών, ήταν δε διαχειριστής της όλα  τα χρόνια, έως την αποχώρησή του από αυτήν, το έτος 2010, λόγω συνταξιοδοτήσεως. Ο ενάγων εργαζόταν σε ομοειδή επιχείρηση, ως τεχνίτης και από το έτος 2009 προσελήφθη στην ανωτέρω εταιρεία, ενώ ήδη από το έτος 2007, είχε νυμφευθεί την κόρη του .. …….., …. …….., η οποία εργαζόταν σε αυτή ήδη από το έτος 2000, ως υπεύθυνη παραγωγής και δημοσίων σχέσεων, ενώ από την κατά το έτος 2010 συνταξιοδότηση του πατρός της, …… …….., υπεισήλθε ως εταίρος και η εταιρεία μετονομάσθηκε εκ νέου σε «…….», με διαχειριστή έκτοτε τον εναγόμενο. Να σημειωθεί, ότι ο σκοπός της εταιρείας τροποποιήθηκε δυνάμει του από 4-1-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού (με το οποίο εξήλθε ο .. …….. και υπεισήλθε η κόρη του) ως εξής «Σκοπός της εταιρείας είναι η κατασκευή και εμπορία κουφωμάτων αλουμινίου και πάσης φύσεως μεταλλικών κατασκευών και συναφών εξαρτημάτων και υλικών συντήρησης αυτών». Ωστόσο, παρά την τυπική ύπαρξη της εταιρείας ως νομικού προσώπου, αυτή υπολειτουργούσε λόγω οικονομικών προβλημάτων, όπως αναφέρει ο ίδιος ο εναγόμενος τόσο στις προτάσεις του αλλά και στην από 20-12-2017 αντίθετη αγωγή του κατά του ενάγοντος, έχοντας «πάψει τη λειτουργία του εργαστηριακού της χώρου στην οδό …….. αρ. .», «συνέχιζε όμως να υφίσταται και μάλιστα οι εταίροι ήταν σε διαπραγμάτευση για την πορεία της εταιρείας και τις οφειλές». Εν τω μεταξύ, ο ενάγων αποφάσισε να προχωρήσει στην ίδρυση της ατομικής του επιχείρησης, με τη βοήθεια του πεθερού του,  … …….., αξιοποιώντας την πλούσια εμπειρία του  και κυρίως τις γνωριμίες του στο χώρο, καθώς και αυτές της συζύγου του, . ……… Ακολούθως, στις 15-3-2013, ο ενάγων προέβη στην εγγραφή της ατομικής επιχείρησής του στο Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά με το διακριτικό τίτλο «……..» και με αντικείμενο «αλουμινοκατασκευές – σιδηροκατασκευές», ενώ προέβη σε έναρξη εργασιών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. με τον ανωτέρω τίτλο, στις 19-3-2013, με έδρα της επιχείρησής του επί της οδού .. …….. αρ. ., στο …….., και ως κύρια δραστηριότητα την κατασκευή μεταλλικών σκελετών και μερών μεταλλικών σκελετών και ως δευτερεύουσα την κατασκευή μεταλλικών πορτών και παραθύρων, κατασκευή πορτών, παραθύρων και των πλαισίων τους καθώς και κατωφλίων για πόρτες από μέταλλο και επισκευή μεταλλικών προϊόντων. Ακολούθως, δυνάμει του από 18-9-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, ο εναγόμενος εκμίσθωσε στον ενάγοντα ένα ισόγειο κατάστημα επί της οδού …….. αρ. ., επιφανείας 30,85τμ, για χρονικό διάστημα έξι ετών και με μηνιαίο μίσθωμα 250€, για να το χρησιμοποιήσει ως εκθεσιακό χώρο της επιχείρησής του, συνενώνοντάς το με διπλανό κατάστημα ιδιοκτησίας του . …….. (πεθερού του) και ήδη της συζύγου του . ……… Να σημειωθεί, ότι ο ανωτέρω χώρος χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και δη από το 1996 (βλ σχετική τροποποίηση του καταστατικού της) ως υποκατάστημα –  εκθεσιακός χώρος, της ήδη ευρισκομένης από το έτος 2012  σε αδράνεια εταιρείας «……….». Ειδικότερα, από  το 1998 ως έδρα της εταιρείας, ενώ από το έτος 1999, η έδρα της μεταφέρθηκε εκ νέου επί της οδού ….. αρ. ….., σε μισθωμένο κατάστημα και εκεί παρέμεινε εκθεσιακός χώρος. Στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό, ο ενάγων υπέγραψε θέτοντας τη σφραγίδα της εταιρείας του με το διακριτικό τίτλο «……..» … …….. (διευθ, ΑΦΜ κλπ), χωρίς ο εναγόμενος να διατυπώσει κάποια αντίρρηση. Άλλωστε, η κατοικία του τελευταίου βρίσκεται σε όροφο άνωθεν του μισθωμένου καταστήματος και καθημερινώς έβλεπε το αντικείμενο της δραστηριότητας του ενάγοντος, που αναγράφηκε και στο μισθωτήριο. Ωστόσο, στο μίσθιο κατάστημα ουδέποτε αναρτήθηκε επιγραφή με τον διακριτικό τίτλο …….., παρά μόνο με την επωνυμία γνωστής φίρμας αλουμινίων (………..), που εμπορευόταν ο ενάγων καθώς και τα τηλέφωνα  της εκθέσεως και του εργαστηρίου του. Η μίσθωση αυτή, λύθηκε ήδη δυνάμει του από 3-12-2019 νεώτερου μεταξύ των διαδίκων ιδιωτικού συμφωνητικού, στο οποίο ο ενάγων έθεσε τη σφραγίδα με τον διακριτικό τίτλο αυτή φορά «…..», τον οποίο ήδη χρησιμοποιεί, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, από το έτος 2015. Επίσης, όσον αφορά την ανωτέρω εταιρεία, «……..», αυτή λύθηκε δυνάμει του από 24-1-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού των εταίρων της δηλαδή του εναγομένου και της συζύγου του ενάγοντος, η δε λύση της καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ και στο Μητρώο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά, στις 6-3-2014. Παράλληλα,  δυνάμει των  …/15-4-2013, ../7-10-2013 και …/7-10-2013 τιμολογίων πώλησης, η ανωτέρω εταιρεία επώλησε προς τον ενάγοντα όλα τα πάγια περιουσιακά της στοιχεία ήτοι τα υπάρχοντα στα γραφεία της αλλά και στο εργαστήριό της όπως  ενδεικτικά πάγκος κατασκευής, πριόνι αλουμινίου, πριόνι σιδήρου, τροχούς, δράπανα, ηλεκτροσυγκόλληση, δείγματα κάγκελων, λαβές αλουμινίου, χρωματολόγιο, εκθετήρια παραθύρων, εκθετήρια για μπαλκονόπορτες κλπ, τα οποία ο ενάγων αγόρασε με προφανή σκοπό τη δημιουργία ομοειδούς επιχείρησης. Επίσης, του μεταβίβασε και το με αριθμό κυκλοφορίας ……… επαγγελματικό ΙΧΦ αυτοκίνητο, Fiat Ducato, με το ……/13-4-2013 τιμολόγιο πώλησης και ……../13-4-2013 δελτίο αποστολής, αντιστοίχως. Τα ανωτέρω τιμολόγια συνοδεύονταν από δελτία αποστολής από τα οποία προκύπτει,  ότι τα υλικά και τα εργαλεία απεστάλησαν στην έδρα της εταιρείας επί της ….. αρ. ……., ενώ τα γραφεία και λοιπά σχετικά είδη, στην έκθεση επί της οδού ….. αρ. …… Να σημειωθεί, ότι σε δύο δελτία αποστολής και δη στα με αριθμούς ……./23-3-2013 και ………/26-3-2013, που αφορούσαν τη μεταφορά  εργαλείων και 450 κιλών αλουμινίου, ο αγοραστής – ενάγων αναφέρεται ως ……… …….. και εντός παρενθέσεως αναγράφεται ο διακριτικός τίτλος (……..), χωρίς και πάλι ο εναγόμενος να διατυπώσει οποιαδήποτε αντίρρηση. Τέλος, όσον αφορά το σήμα της εταιρείας «……….», δηλαδή ο διακριτικός τίτλος …….., που είχε κατοχυρωθεί στο Υπουργείο Εμπορίου με αριθμό ……., για τις κλάσεις 6, 37 και 42, συμφωνήθηκε μεταξύ των εταίρων, μετά τη λύση της, ότι θα επιτρεπόταν η χρήση του αποκλειστικά από επιχείρηση ή εταιρεία στην οποία θα μετείχε κάποιος από τους εταίρους. Κατ’εξαίρεση θα επιτρεπόταν η χρήση του και από τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μετά από προηγούμενη έγγραφη συναίνεση των δύο πρώην συνεταίρων. Σε κάθε περίπτωση, θα λαμβάνεται κάθε δυνατή επιμέλεια από το χρήστη του σήματος ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, ως προς την ταυτότητά του.  Τέλος,  στη νεοσύστατη εταιρεία  του ενάγοντος προσελήφθη και ο πρώην εργαζόμενος  της ανωτέρω λυθείσας Ο.Ε., ………., με έναρξη χρόνου απασχόλησης την 5-6-2013, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του τεχνίτη, ο οποίος μεταφέρθηκε από την ανωτέρω ΟΕ διατηρώντας και τα ασφαλιστικά του δικαιώματα από την αρχική του πρόσληψη σε  αυτήν, δηλαδή από 3-2-1992. Η εταιρεία του ενάγοντος άρχισε τη λειτουργία της, με τη συμβολή και του πεθερού του . …….., που είχε δημιουργήσει ουσιαστικά με τη μακρόχρονη παρουσία του και την εργασία του στην αντίστοιχη αγορά το «όνομα» …….. και που ο ενάγων χρησιμοποίησε ως διακριτικό τίτλο, καθώς ήταν και το επίθετο της συζύγου του, που επίσης απασχολείται στην επιχείρηση, ως υπεύθυνη παραγωγής, έχοντας και τη δική τους συναίνεση. Ωστόσο, μετά την πάροδο ενάμιση περίπου έτους και ενώ ο εναγόμενος γνώριζε τις παραπάνω ενέργειες του ενάγοντος και οπωσδήποτε είχε λάβει γνώση της λειτουργίας της επιχείρησης και του ανωτέρω διακριτικού της τίτλου, από τη χρησιμοποίησή του στα προαναφερθέντα δύο δελτία αποστολής, τον 4ο/2013 και οπωσδήποτε από την υπογραφή του μισθωτηρίου συμφωνητικού, δηλαδή τον 9ο/2013, του απέστειλε αιφνιδιαστικά την από 5-9-2014 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – πρόσκλησή του, με την οποία του δήλωνε ότι δήθεν πληροφορήθηκε από πελάτες του τη χρήση του ονόματος …….. ως διακριτικού τίτλου της επιχείρησής του και του ζητούσε να παύσει να τον χρησιμοποιεί, καθώς ουδέποτε συνήνεσε στη χρήση του,  ότι δεν σχετιζόταν με το οικογενειακό του επίθετο, ότι δήθεν του είχε υποσχεθεί σε σχετικές διαμαρτυρίες του ότι θα πάψει να το χρησιμοποιεί αλλά δεν το έπραξε και ότι, η χρήση του δημιουργούσε σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό σχετικά με τις δύο επιχειρήσεις, αφού και ο ίδιος είχε πρόσφατα ξεκινήσει τη λειτουργία ομοειδούς επιχείρησης. Σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι το πρώτον έμαθε για τη χρήση του διακριτικού τίτλου του ενάγοντος δήθεν από πελάτες της επιχειρήσεώς του, χωρίς να προσδιορίζει το ακριβές χρονικό σημείο αλλά σίγουρα πλησιόχρονα με το ανωτέρω εξώδικο, κρίνεται αβάσιμος από το Δικαστήριο ενόψει των εξής αποδειχθέντων: α) στο από 18-9-2013  μισθωτήριο συμβόλαιο του ισογείου καταστήματος, που ο ενάγων χρησιμοποίησε ως εκθεσιακό χώρο της επιχειρήσεώς του, ο τελευταίος, δίπλα από την υπογραφή του έθεσε τη σφραγίδα της ατομικής του επιχείρησης με τα στοιχεία «……..» ………. …….. (διευθ, ΑΦΜ κλπ). Αλλά, ακόμη και αν υποτεθεί ως βάσιμος, ο μη αποδειχθείς ισχυρισμός του εναγομένου (αφού η μόνη που τον επιβεβαιώνει ενόρκως είναι η σύζυγός του ……….), ότι δηλαδή οι δύο υπογραφές  εκμισθωτή – μισθωτή τέθηκαν σε διαφορετικό χρόνο και επομένως δεν έλαβε γνώση της τεθείσας σφραγίδας, διότι τελικώς δεν ήταν εκείνος που προσκόμισε το μισθωτήριο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., αλλά ο λογιστής του, η γνώση του εναγομένου επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα γεγονότα.  Β) Στο ……… ΙΧΦ αυτοκίνητο της προηγούμενης ΟΕ, που μεταβίβασε ο εναγόμενος στον ενάγοντα, υπήρχαν εμφανείς πινακίδες με το διακριτικό τίτλο …….. (βλ σχετικές φωτογραφίες του οχήματος), οι οποίες στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από τον τίτλο ……., που δεν είναι δυνατόν να μην υπέπεσαν στην αντίληψη του εναγομένου, κατά τις αναγκαίες μετακινήσεις του οχήματος μεταξύ των εγκαταστάσεων του εργαστηρίου, επί της ………. και της εκθέσεως, όπου είναι και η κατοικία του τελευταίου. Γ) Σε κάποια από τα δελτία αποστολής των πωληθέντων παγίων της επιχείρησης, και συγκεκριμένα σε δύο, από 26-3-2013, όπως προαναφέρθηκε, αναγραφόταν ο διακριτικός τίτλος …….., χωρίς να διαμαρτυρηθεί ο εναγόμενος, για τα οποία ουδέν σχόλιο έκανε με τις προτάσεις του. Και Δ) Στην επιχείρηση του ενάγοντα εργαζόταν ο πρώην εργαζόμενος της παλαιάς Ο.Ε, ……….., ο οποίος, αφού αρχικώς προσελήφθη από τον ενάγοντα διατηρώντας τα ασφαλιστικά του δικαιώματα από την αρχική του πρόσληψη το έτος 1992, στη συνέχεια εγκατέλειψε την εταιρεία του (ενάγοντος) και προσελήφθη από τον εναγόμενο, μετά τη σύσταση της δικής του εταιρείας, καταθέτοντας μάλιστα εναντίον του ενάγοντος, στην ένορκη βεβαίωσή του, η οποία για το λόγο αυτό δεν κρίνεται πειστική. Ωστόσο, όσο διάστημα εργαζόταν στην εταιρία του ενάγοντος, δεν ήταν δυνατόν να μην έχει αντιληφθεί το διακριτικό τίτλο …….. της εταιρείας στις πινακίδες του εργαστηρίου, στο επαγγελματικό όχημα και τα διαφημιστικά έντυπα, ώστε να ενημερώσει εγκαίρως τον εναγόμενο και ήδη σημερινό εργοδότη του. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων, κατά την έναρξη λειτουργίας της επιχείρησής του με το ανωτέρω αντικείμενο, που ήταν εξαρχής γνωστό στον εναγόμενο, αφού ήταν εκείνος που, ως διαχειριστής της,  του μεταβίβασε όλα τα πάγια στοιχεία της εν αδρανεία ευρισκομένης ΟΕ «………..», ενώ όταν έλαβε γνώση του διακριτικού τίτλου της ατομικής του επιχείρησης, ναι μεν δεν έδωσε τη ρητή συγκατάθεσή του, πλην όμως δεν εναντιώθηκε ρητώς αλλά την ανέχθηκε για μεγάλο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, χρονικό διάστημα, παράλληλα με τη ρητή έγκριση της συζύγου του ενάγοντος, αλλά και του πεθερού του …….. …….., στην πολυετή προσπάθεια και εργασία του οποίου, όπως προεκτέθηκε, οφείλεται κυρίως η εδραίωση της φήμης του και της εντεύθεν διακριτικής του δύναμης. Ακόμη, από κανένα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος προέβη σε έγκαιρη διαμαρτυρία, πριν από τον 9ο/2014, για την χρήση του διακριτικού τίτλου …….. από τον ενάγοντα, ούτε ότι υπήρχαν συζητήσεις για το θέμα αυτό μεταξύ τους και δήθεν παραπλανητικές υποσχέσεις του ενάγοντα ότι θα παύσει να χρησιμοποιεί τον ανωτέρω διακριτικό τίτλο, αφού οι μόνοι που το βεβαιώνουν είναι η σύζυγός του και ο πρώην εργαζόμενος του ενάγοντος και ήδη υπάλληλος του εναγομένου, οι οποίοι για το λόγο αυτό κρίνονται μη πειστικοί (συγγενική – υπαλληλική σχέση, αντιστοίχως). Όσον αφορά τον άλλο ισχυρισμό του εναγομένου, ότι δήθεν ο ενάγων χρησιμοποιούσε το διακριτικό τίτλο παράνομα, δηλαδή ενώ βρισκόταν ακόμη σε τυπική λειτουργία η πρώτη δικαιούχος εταιρεία «………….», έως τις 6-3-2014, πρέπει να σημειωθεί ότι αλυσιτελώς προβάλλεται και δεν αναιρεί το γεγονός της πραγματικής χρήσης του διακριτικού τίτλου από τον ενάγοντα στην ατομική του επιχείρηση και την ουσιαστική του καθιέρωση στις συναλλαγές, αφού η ανωτέρω ΟΕ ουσιαστικά δεν λειτουργούσε όπως προαναφέρθηκε, γεγονός που παραδέχεται ο εναγόμενος και στις προτάσεις του και στην από 20-10-2017 αντίθετη αγωγή του, έχοντας σταματήσει τη λειτουργία του εργαστηρίου της και ασχολούμενη με το διακανονισμό των οικονομικών της εκκρεμοτήτων. Δηλαδή, αφενός δεν είχε ενεργή παρουσία στην αγορά και συναλλαγές με το καταναλωτικό κοινό και αφετέρου η προς τα έξω εικόνα της, ήταν περισσότερο αρνητική για το όνομα …….., γεγονός που αποδυναμώνει τους ισχυρισμούς του εναγομένου, παρά τους ενισχύει. Άλλωστε, ο εναγόμενος, για την αντίκρουση της κρινομένης αγωγής, προβάλλει την προσβολή από τον ενάγοντα όχι του σήματος της ανωτέρω ομόρρυθμης εταιρείας αλλά του δικού του κατοχυρωμένου εθνικού σήματος, όπως ζήτησε και με την άσκηση της εναντίον του ενάγοντος, από 20-10-2017, αγωγής του, το οποίο όμως εθνικό κατοχυρώθηκε μεταγενέστερα και έρχεται σε σύγκρουση με το διακριτικό τίτλο του ενάγοντος, που αποκτήθηκε προγενεστέρως, με την καθιέρωσή του στις συναλλαγές, λόγω και της μη έγκαιρης ρητής εναντίωσή του (εναγομένου), αλλά με την ανοχή του. Ο δε ενάγων, ήδη από την συζήτηση των κατ’αυτού ασφαλιστικών μέτρων του εναγομένου και προς αποφυγή της διαιώνισης της έντασης μεταξύ τους, προέβη σε μερική αλλαγή του διακριτικού τίτλου της επιχείρησής του από …….. σε …………., με προφανή αναφορά στο όνομα της συνεργάτιδος συζύγου του, η οποία είναι υπεύθυνη παραγωγής στην ανωτέρω ατομική επιχείρηση. Επίσης, δεν αληθεύει ο ισχυρισμός του εναγομένου, στην από 5-9-2014 εξώδικη δήλωσή του προς τον ενάγοντα, ότι ο τελευταίος δεν σχετίζεται με το οικογενειακό του (εναγομένου) επίθετο, αφού αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν είναι ένας άσχετος προς την οικογένεια …….., που με πρόθεση οικειοποιήθηκε το ανωτέρω όνομα, χρησιμοποιώντας το ως διακριτικό τίτλο της ατομικής του επιχείρησης. Αντιθέτως αποδείχθηκε, ότι είναι το επίθετο της συνεργάτιδάς του (ενάγοντος) συζύγου του και πρώην συνεταίρου του εναγομένου στην ανωτέρω ΟΕ, κατά τη λύση της οποίας έγινε η ανωτέρω συμφωνία ως προς την χρήση του, όπως προαναφέρθηκε, από κάθε συνεταίρο ή από τρίτο πρόσωπο, με τη ρητή συναίνεση των πρώην συνεταίρων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, κατά τη χρήση του ανωτέρω διακριτικού τίτλου στην ατομική του επιχείρηση, είχε τη ρητή συναίνεση της συζύγου του και πρώην εταίρου της ΟΕ και αν όχι τη ρητή συγκατάθεση του εναγομένου, πάντως τη σιωπηρή επί σημαντικό χρονικό διάστημα ανοχή του. Να σημειωθεί, ότι η αντίθεση του εναγομένου στη χρήση του διακριτικού τίτλου, διατυπώθηκε αρχικώς με την από 5-9-2014 εξώδικη δήλωση, η οποία περιορίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, ενώ η πρώτη προσφυγή του στη δικαιοσύνη έγινε έναν χρόνο αργότερα, με την από 23-11-2015 αίτησή του περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, όπως αμέσως κατωτέρω θα αναφερθεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος προέβη σε έναρξη ατομικής επιχείρησης, με έδρα το …….., επί της οδού ……. αρ………, με ομοειδές αντικείμενο, δηλαδή σιδηροκατασκευές και αλουμινοκατασκευές , καταθέτοντας την από 11-11-2014 δήλωσή του εθνικού σήματος, «…….. ………», που έγινε τελικώς δεκτή στις 7-4-2015 και που αφορά προϊόντα και υπηρεσίες της επιχείρησής του των κλάσεων 6, 37 και 42 και αποτελείται από λεκτικό σήμα και απεικόνιση, με ορισμένη έγχρωμη σύνθεση. Παράλληλα αποδείχθηκε, ότι το Βιομηχανικό επιμελητήριο, με το ……../1-10-2014 έγγραφό του προς τον ενάγοντα, ανακάλεσε τη χρήση του διακριτικού τίτλου …….., που είχε χορηγηθεί στην επιχείρησή του από 15-3-2013, επειδή διαπιστώθηκε η ύπαρξη προϋπάρχουσας και ενεργούς επιχείρησης με τη χρήση του ίδιου διακριτικού τίτλου, εννοώντας την υπό αδράνεια ευρισκομένη εταιρεία «……….», η οποία λύθηκε τυπικά στις 6-3-2014 (βλ σχετική καταχώρηση στο ΓΕΜΗ). Ακολούθως, ο ενάγων προσέφυγε κατά της ανωτέρω ανακλητικής πράξεως ενώπιον του ΣτΕ, το οποίο με την 31/2020 απόφασή του απέρριψε την προσφυγή του, για τυπικούς λόγους, δηλαδή μη σχετιζόμενους με τις έννομες συνέπειες της πραγματικής χρήσης του διακριτικού τίτλου αλλά κρίνοντας ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη της ανάκλησης ήταν έγκυρη,  χωρίς όμως αυτό το γεγονός να ασκεί έννομη επιρροή στην ένδικη υπόθεση, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω. Ακόμη αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος ζήτησε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την απαγόρευση στον ενάγοντα της χρήσης του ανωτέρω διακριτικού τίτλου ενόψει της κατοχύρωσης του σήματός του, με την από 23-11-2015 αίτησή του, η οποία όμως απορρίφθηκε δυνάμει της 141/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ενόψει της χρονικής προτεραιότητας στην κατοχύρωση του διακριτικού γνωρίσματος και εν προκειμένω του τίτλου του, με την καθιέρωσή του στις συναλλαγές. Ο δε ενάγων, ήδη από την συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων και προς αποφυγή της διαιώνισης της έντασης μεταξύ των διαδίκων, προέβη σε μερική αλλαγή του διακριτικού τίτλου της επιχείρησής του από …….. σε ………., με προφανή αναφορά στο όνομα της συνεργάτιδος συζύγου του, η οποία είναι υπεύθυνη παραγωγής στην ανωτέρω ατομική επιχείρηση. Το γεγονός όμως ότι παράλληλα έχει συστήσει με την τελευταία την από 7-12-2017 αφανή εταιρεία, με ιδιωτικό συμφωνητικό (βλ σχετ. ΕφΠατρ 307/2018), δεν του δίνει το δικαίωμα να δηλώσει τον ανωτέρω διακριτικό τίτλο στο Βιομηχανικό Επιμελητήριο ή άλλη αρμόδια αρχή, καθ΄ όσον η αφανής εταιρεία είναι εσωτερική, δεν έχει προς τα έξω παρουσία και δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ των εταίρων της, ενώ ευθύνη και υποχρεώσεις προς τους τρίτους έχει μόνον ο εμφανής εταίρος (βλ σχετικά ΑΠ 1234/2015, 116/2013, 227/2012, ΝΟΜΟΣ), χωρίς όμως εξ αυτού του λόγου να στερείται τη νόμιμη, κατά τα αμέσως κατωτέρω, προστασία. Επίσης, αποδείχθηκε, ότι με αυτόν πλέον τον διακριτικό τίτλο έχει αντικαταστήσει τις πινακίδες στην επί της οδού …….. αρ………. έδρα της επιχείρησής του, όπου και το εργαστήριό της, όπως και τα διαφημιστικά έντυπα και κάρτες, και τις πινακίδες επί του ανωτέρω επαγγελματικού οχήματος. Σύμφωνα λοιπόν με όλα τα παραπάνω αποδειχθέντα, η χρήση του ονόματος …….. από τον ενάγοντα ως διακριτικού τίτλου της επιχείρησής του και ήδη ………., όπως διαμορφώθηκε από το έτος 2015 και εφεξής, τον καθιέρωσε στις συναλλαγές, αφού δεν υπήρξε άμεση ρητή εναντίωση του εναγομένου, αλλά το πρώτον με την εξώδικη δήλωση τον 9ο/2014 και δικαστική εναντίωση με τα ασφαλιστικά μέτρα τον 11ο/2015, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ο ενάγων άυλο αποκλειστικό δικαίωμα επί του ανωτέρω διακριτικού τίτλου, σύμφωνα με το ουσιαστικό σύστημα και σε συνδυασμό με όσα εκτέθηκαν στη προηγηθείσα νομική σκέψη, χωρίς αυτό να εξασθενεί από τη μεταγενέστερη κατοχύρωση του σήματος του εναγομένου που διακρίνει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της επιχείρησής του και του οποίου το σχετικό δικαίωμα αποκτήθηκε κατά το τυπικό σύστημα. Περαιτέρω, όσον αφορά την ομοιότητα μεταξύ του διακριτικού τίτλου …….. ή ……. (μετά την διαφοροποίηση στην οποία ήδη προέβη ο ενάγων)  και του σήματος …….. ……, υπάρχει μεν κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ του καταναλωτικού κοινού, κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ν 146/1914, εφόσον πρόκειται για επιχειρήσεις με ομοειδές αντικείμενο δραστηριότητας, που δραστηριοποιούνται στην ίδια ευρύτερη περιοχή. Πλην όμως, η δυνατότητα σύγχυσης κρίνεται οριακά ανεκτή, ενόψει του ότι πρόκειται για ατομικές επιχειρήσεις, οι οποίες βασίζουν το πελατολόγιό τους στον κύκλο του γνωστού τους κοινωνικού περιβάλλοντος και οι απευθυνόμενοι σε αυτούς πελάτες γνωρίζουν και επιθυμούν να απευθυνθούν στον . …….. και το συνεργάτη του … …….. είτε στο … …….., αντιστοίχως. Επίσης, ο πελάτης που θα κατευθυνθεί στη μία ή την άλλη επιχείρηση από την έκθεση ή το  έντυπο διαφημιστικό υλικό, δεν παραπλανάται αλλά απευθύνεται στη συγκεκριμένη κάθε φορά επιχείρηση, ερχόμενος σε επικοινωνία με αυτήν μέσω του διαφημιστικού υλικού ή εισερχόμενος στην έκθεση, οπότε δεν τίθεται θέμα σύγχυσης ή παραπλάνησής του. Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι όσον αφορά το διακριτικό τίτλο του ενάγοντος, και έμπροσθεν του τίτλου …  …, υπάρχει ένα «…..» και πάνω από αυτό δύο γραμμές σε σχήμα «…» που παραπέμπουν συνολικά σε οικία, ενώ στο σήμα του εναγομένου …….. ….. και σε επαφή με το γράμμα «……» υπάρχει ένα περίπου κυκλικό σχήμα, σε αρκετά έντονο μέγεθος, γεγονός που και αυτό συμβάλλει εν μέρει στη σημαντική μείωση του κινδύνου  σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω αποδειχθέντων, η συμπεριφορά του εναγομένου να αξιώνει από τον εναγόμενο, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ανοχής και μη ρητής εναντιώσεώς του, να παύσει να χρησιμοποιεί στην επιχείρησή του το διακριτικό τίτλο …….., τον οποίο άρχισε να χρησιμοποιεί ήδη συστηματικά από τον Μάρτιο του έτους 2013 (και ενώ η ΟΕ που εμφανιζόταν με τον ίδιο διακριτικό τίτλο τελούσε σε αδράνεια δηλαδή δεν είχε καμία εμπορική δραστηριότητα, όπως προεκτέθηκε,  ήδη από το έτος 2012, όπως και ο εναγόμενος παραδέχεται, και από τις αρχές του έτους 2013 μεταβίβασε όλα τα πάγιά της στον ενάγοντα), με τον οποίο καθιερώθηκε στις συναλλαγές και θεμελίωσε άυλο δικαίωμα επ’αυτού (δ.τ.) κατά τα ουσιαστικό σύστημα, μέχρι την εκδήλωση της πρώτης δικαστικής αντίδρασης του εναγομένου, τον 11ο/2015, αφού είχε προηγηθεί η εξώδικη διαμαρτυρία του τον 9ο/2014,  είναι αθέμιτη και αντίθετη στην καθιερούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 13 του Ν 146/1914 γενική ρήτρα, δηλαδή αντίθετη προς τις αρχές της καλής πίστης αλλά και των συναλλακτικών ηθών και καθ’υπέρβαση των ορίων που τάσσει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (που καθ’υποφοράν αναφέρεται στην αγωγή). Με την ανωτέρω συμπεριφορά του, ο εναγόμενος υπαιτίως και παρανόμως προσέβαλε την προσωπικότητα του ενάγοντος, ο οποίος για το λόγο αυτό δικαιούται την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ανωτέρω προσβολή. Ενόψει δε του είδους της προσβολής, των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα, τις ειδικότερες σχέσεις μεταξύ των διαδίκων, το βαθμό υπαιτιότητας του εναγομένου, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, το Δικαστήριο κρίνει, ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος πρέπει να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση, το εύλογο ποσό της οποίας κρίνεται ότι πρέπει να ανέλθει σε αυτό των 4.000€. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και αφενός έκανε δεκτή την αγωγή και επιδίκασε το ανωτέρω χρηματικό ποσό ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος, δεν έσφαλε αλλά ορθώς έκρινε και εκτίμησε τις αποδείξεις απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου αφενός 1ου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και όλων των λόγων της έφεσης και των προσθέτων λόγων του εναγομένου, που κατ’εκτίμηση του δικογράφου τους είναι συναφείς και αφορούν κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Τέλος, όσον αφορά την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς υπολογίσθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο ποσό των 300€ σε βάρος του εναγομένου, με βάση το ποσό που τελικώς επιδικάσθηκε και ειδικότερα, κατ’αθρον 178 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 58παρ5 του Ν 4194/2013, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου 2ου λόγου της έφεσης του ενάγοντος. Ενόψει αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως αβάσιμες στο σύνολό τους, να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο και να επιδικασθεί η δικαστική δαπάνη της κάθε απορριφθείσας εφέσεως σε βάρος του ηττηθέντος εφεσιβλήτου (176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων.

Συνεκδικάζει τις :  από 1-10-2019 (……./2019) και από 18-9-2019 (……/2019) εφέσεις και τον από 17-9-2020 ………/2020) πρόσθετο λόγο έφεσης.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και τον πρόσθετο λόγο και τα απορρίπτει στην ουσία.

Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων των εφέσεων στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα της από 1-10-2019 (…../2019) έφεσης στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των 600€.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα της από 18-9-2019 (……./2019) έφεσης και του από 17-9-2020 …../2020) πρόσθετου λόγου έφεσης, στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των 600€.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ