Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 184/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  184/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 12-06-2020 και με αριθμ. 51/12-06-2020 πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Μαρίας Κωττάκη, Εφέτη, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 37/14-05-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η από 02-04-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 έφεση.

Η από 02-04-2019 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./02-04-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./02-04-2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 02-04-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, κατά της με αριθμ. 4907/06-11-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 17.10.2017 και με αριθμ. κατάθ. ……../17.10.2017 αγωγής του εκκαλούντος εναντίον των εφεσιβλήτων, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 06-03-2018, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον ηττηθέντα πρωτοδίκως ενάγοντα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο των εφεσιβλήτων, με επιμέλεια του εκκαλούντος, στις 10-04-2019 (βλ. σχετ. με αριθμ. …./10-4-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 02-04-2019, ήτοι προ της επιδόσεως αυτής (εκκαλουμένης). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ και 51 παρ. 6 στοιχ.α’ του ν. 2172/1993, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Με την από 17/10/2017 αγωγή, την οποία ο ενάγων στρέφει κατά της πρώτης εναγόμενης, ως πλοιοκτήτριας του επίδικου υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «Ε», στο οποίο επέβαινε ως επιβάτης και κατά της δεύτερης εναγόμενης κοινοπραξίας, ως αντισυμβαλλόμενής του, κατά την κατάρτιση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, εκδότριας του εισιτηρίου, η οποία είχε αναλάβει την εκμετάλλευση της συγκεκριμένης δρομολογιακής γραμμής, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή τόπο και χρόνο, προτού αποπλεύσει το ως άνω πλοίο, έλαβε χώρα σοβαρός τραυματισμός του (ακρωτηριασμός του παράμεσου του δεξιού χεριού του), κατά την είσοδό του από το 7ο εξωτερικό κατάστρωμα του πλοίου στο σαλόνι αυτού, από ελαττωματικά λειτουργούσα θύρα, υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες. Ότι αποκλειστικά υπαίτιοι για τον αναφερόμενο στην αγωγή σοβαρό τραυματισμό του είναι οι εναγόμενες και οι προστηθέντες τους, Πλοίαρχος, αξιωματικοί και μέλη του πληρώματος του επίδικου πλοίου, οι οποίοι δεν έλαβαν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την ασφαλή λειτουργία της περιγραφόμενης στην αγωγή θύρας, επί της οποίας ήταν τοποθετημένη η ένδειξη «η πόρτα κλείνει αυτόματα». Ότι τα συγκεκριμένα καθήκοντα και υποχρεώσεις του Πλοιάρχου και του Υπάρχου του πλοίου καθορίζονται ειδικά στο Β.Δ. 683/1960, εν προκειμένω δε, τόσο οι κατονομαζόμενοι Πλοίαρχος και Ύπαρχος του επίδικου πλοίου, όσο και το λοιπό προσωπικό καταστρώματος, παρέλειψαν να επιδείξουν την επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές και είτε δεν ρύθμισαν ορθά το μηχανισμό αυτόματης επαναφοράς της συγκεκριμένης θύρας, με αποτέλεσμα αυτή κατά την τελική φάση αυτόματου κλεισίματος να φραγίζει με πολύ μεγάλη ταχύτητα και δύναμη, είτε δεν έλεγξαν και, σε κάθε περίπτωση, δεν έλεγξαν επαρκώς τη λειτουργία της, με αποτέλεσμα να μην εντοπίσουν εγκαίρως την εσφαλμένη και επικίνδυνη λειτουργία της και, κατ’ επέκταση, να μην προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες. ΄Οτι για τις ένδικες αξιώσεις του ευθύνεται απεριόριστα η πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια και πραγματική μεταφορέας, ως παρέχουσα υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών, κατά τρόπο ανεξάρτητο, στον ενάγοντα – καταναλωτή και με βάση τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης, άλλως ως μέλος της δεύτερης των εναγομένων κοινοπραξίας, καθώς και η δεύτερη εναγόμενη κοινοπραξία, η οποία δεν έχει καταχωρηθεί στο Γ.Ε.Μ.Η, ασκεί, όμως, προφανή εμπορική δραστηριότητα, εκμεταλλευόμενη τη συγκεκριμένη δρομολογιακή γραμμή και εμφανίζεται προς τα έξω, και συμβατική μεταφορέας στην επίδικη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, αφενός μεν διότι δεν έλαβαν κάθε αναγκαίο μέτρο για την ασφάλεια των επιβατών, αφετέρου δε διότι ευθύνονται απεριόριστα για τις πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων αυτών. Ότι, τέλος, για τις υπαίτιες και παράνομες τελεσθείσες πράξεις και παραλείψεις αυτών, ο ενάγων δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης 60.044 ευρώ για την ηθική βλάβη, που υπέστη, επιφυλασσόμενος να ζητήσει το ποσό των 44 ευρώ στα πλαίσια ποινικής δίκης, όπου θα παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, καθώς και το εύλογο ποσό των 20.000 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω της αναπηρίας του, κατ’ άρθρο 931 ΑΚ.. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, με τροπή αυτού σε εν μέρει αναγνωριστικό, που έλαβε χώρα με δήλωση στις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προτάσεις του, ο ενάγων ζήτησε: α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν, σε ολόκληρο, το συνολικό ποσό των 40.000 ευρώ, ήτοι το ποσό των 30.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και το ποσό των 10.000 ευρώ ως ειδική χρηματική παροχή κατ’ άρθρο 931 Α.Κ. και β) ν’ αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να του καταβάλουν σε ολόκληρο το συνολικό ποσό των 40.000 ευρώ, ήτοι το ποσό των 30.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και το ποσό των 10.000 ευρώ ως ειδική χρηματική παροχή κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο επιδικίας (άλλως υπερημερίας) από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά του έξοδα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (τμήμα ναυτικών διαφορών), με την εκκαλουμένη με αριθμ. 4907/06-11-2018 οριστική απόφαση του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 6/3/2018, κατά την τακτική διαδικασία, αφού απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας της, ως προς τη δεύτερη εναγόμενη κοινοπραξία, δεκτού γενομένου ως βασίμου του σχετικού ισχυρισμού της τελευταίας, έκρινε αυτήν (αγωγή) αρκούντως ορισμένη, ως προς την πρώτη των εναγομένων, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της τελευταίας, καθόσον οι ειδικότερες συνθήκες, που προκάλεσαν το αιφνίδιο κλείσιμο της θύρας και τον τραυματισμό του ενάγοντος δύνανται ευχερώς να προκύψουν από τις αποδείξεις. Εν συνεχεία, αφού κρίθηκε η αγωγή, ως προς την πρώτη εναγομένη, νόμιμη, στηριζόμενη, στις διατάξεις των άρθρων 8 ν. 2251/1994, 71, 299, 330, 914, 922, 931, 932, 340, 345, 346 Α.Κ. 84 παρ. 2 ΚΙΝΔ και 176 ΚΠολΔ, απορρίφθηκε, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ως προς την πρώτη των εναγομένων, καταδικάστηκε δε ο ενάγων στα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των χιλίων επτακοσίων πενήντα (1.750) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση του εισφερθέντος από τα διάδικα μέρη αποδεικτικού υλικού. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω αγωγή του, όπως το αιτητικό αυτής πρωτοδίκως ετράπη από καταφηφιστικό σε εν μέρει καταψηφιστικό και σε εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν. 3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι, ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό (ΑΠ 689/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 776/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 5/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1549/2006 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 638/2020 Δημ.ΙστοσελΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 636/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 436/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 437/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 479/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 110/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 259/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 114/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 37/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 82/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 1109/2003 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 231/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 740/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 809/2014 Δημ. Νόμος, Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 365 επ., 393 επ.). Επομένως, δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του ιδίου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ., εφοπλιστής είναι αυτός, που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, που ανήκει κατά κυριότητα σε άλλον. Ειδικότερα, ως εκμετάλλευση, η οποία, πάντως, δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση), με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμετάλλευσης) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή (ΤριμΕφΠειρ 436/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012, 39). Η εκμετάλλευση μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κλπ.) είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση ν’ ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση, που συγκροτεί το πλοίο, και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΑΠ 776/2010 ό.π., ΑΠ 5/2009 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 436/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 479/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 82/2006 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 105 ΚΙΝΔ “ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι` εαυτόν”. Εκ της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ` αυτού, που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δηλώσεως) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι` ίδιον λογαριασμό είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος, που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή, είναι αυτός, που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής (ΑΠ 689/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 776/2010 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 740/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 809/2014 ό.π., ΕφΠειρ 82/2006 ό.π., Α. Αντάπαση – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 401 επ.), είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε περίπτωση, ποιος πραγματικά έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλ. ο κύριος αυτού ή τρίτος, οπότε υφίσταται εφοπλισμός (ΑΠ 776/2010 ό.π.). Κατά το άρθρο δε 107 του ΚΙΝΔ, ναύλωση γενικά είναι η σύμβαση που έχει ως αντικείμενο τη χρησιμοποίηση πλοίου με αντάλλαγμα για θαλάσσιες μεταφορές. Η ναύλωση ρυθμίζεται ενιαίως στον έκτο τίτλο του ΚΙΝΔ (άρθρα 107 έως 189), ως μία μορφή αμφοτεροβαρούς σύμβασης, αλλά γίνεται διάκριση αυτής σε τρεις ειδικότερες μορφές: α) στη ναύλωση, με αντικείμενο τη χρησιμοποίηση του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωση) ή εν μέρει (μερική ναύλωση), προς το σκοπό ενέργειας θαλάσσιας μεταφοράς (stricto sensu ναύλωση), β) στη ναύλωση, στην οποία η παροχή του εκναυλωτή συνίσταται στη δια θαλάσσης μεταφορά πραγμάτων χωρίς προσδιορισμό χώρου εναπόθεσης αυτών και γ) στη σύμβαση μεταφοράς δια θαλάσσης επιβατών (ΑΠ 1958/2014 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ).

Η διεθνής μεταφορά επιβατών διέπεται δε στην Ελλάδα από τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους», όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 και το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκαν με τους Ν. 1922/1991 (Φ.Ε.Κ. Α’ 15/15-2.1991) και 4195/2013 (Φ.Ε.Κ. Α’ 211/10-10-2013) αντίστοιχα, καθώς και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων, που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», ο οποίος, με βάση το άρθρο 2, ισχύει από την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι από την 29-5-2009, η δε εφαρμογή του αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης των Αθηνών, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι όμως αργότερα από την 31-12-2012. Ειδικότερα, ο παραπάνω Κανονισμός θεσπίζει – μεταξύ άλλων – το ενωσιακό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις: α) της Σύμβασης των Αθηνών του 1974, σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2002 και β) των επιφυλάξεων και των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, που υιοθέτησε η νομική επιτροπή του ΙΜΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 (άρθρο 1 παρ. 1) (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 Δημ.ΙστοσελΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 636/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 540/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 766 επ.). Ο Κανονισμός [και η με αυτόν διαμορφούμενη Σύμβαση των Αθηνών (εφεξής «Σύμβαση των Αθηνών 2002»)] εφαρμόζεται – μεταξύ άλλων – σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά, κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 9 της άνω Σύμβασης, δηλαδή σε κάθε μεταφορά, της οποίας, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη ή σε ένα μόνο κράτος εάν, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος, εφόσον: α) το πλοίο φέρει σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος ή β) η σύμβαση μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος· ή γ) ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς βρίσκεται σε κράτος μέλος. Κατά ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού, το καθεστώς ευθύνης ως προς τους επιβάτες, τις αποσκευές τους και τα οχήματά τους διέπεται από τον Κανονισμό, καθώς και από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παράγραφος 2, 3 έως 16, 18, 20 και 21 της Σύμβασης, που παρατίθενται στο παράρτημα Ι και τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ (άρθρο 3 παρ. 1) (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, ό.π.). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’ της άνω Σύμβασης, ως «μεταφορέας» ορίζεται το πρόσωπο, το οποίο έχει συνάψει σύμβαση μεταφοράς ή για λογαριασμό του οποίου έχει συναφθεί η σύμβαση μεταφοράς, ανεξαρτήτως του εάν η μεταφορά εκτελείται όντως από το πρόσωπο αυτό ή από πρόσωπο, που ενεργεί για λογαριασμό του. Έκδηλο είναι ότι ο παραπάνω εννοιολογικός προσδιορισμός υπαινίσσεται το συμβατικό μεταφορέα. Συνεπώς, συμβατικός μεταφορέας είναι το πρόσωπο, που καταρτίζει στο όνομά του τη σύμβαση μεταφοράς με τον επιβάτη, χωρίς απαραιτήτως να εκτελεί και ο ίδιος τη μεταφορά. Συνακόλουθα, κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του συμβατικού μεταφορέα αποτελεί η κατάρτιση της σύμβασης με τον επιβάτη· αντίθετα, η ενδεχόμενη εκτέλεση της μεταφοράς απ’ αυτόν δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της έννοιάς του. Από τη διατύπωση της παραπάνω διάταξης συνάγεται ότι για την κατάρτιση της σύμβασης χωρεί και αντιπροσώπευση του συμβατικού μεταφορέα. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της Σύμβασης ορίζονται τα εξής: «Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» σημαίνει το διαφορετικό από το μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ο ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου και το οποίο εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή μέρος της. Ο όρος «performing carrier», τον οποίο χρησιμοποιεί το αυθεντικό αγγλικό κείμενο της Σύμβασης, στο οποίο στηρίχθηκε η ελληνική μετάφραση, αποδίδεται περιφραστικά ως «πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα». Με βάση τα παραπάνω, δύναται να οριστεί ως «πραγματικός μεταφορέας» το διαφορετικό από το συμβατικό μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου, και το οποίο εκτελεί το σύνολο ή μέρος της μεταφοράς για λογαριασμό του συμβατικού μεταφορέα. Συνεπώς, αυτό εκτελεί τη μεταφορά, που συμφώνησε ο συμβατικός μεταφορέας με τον επιβάτη, η οποία (συμβατική μεταφορά) αποδεικνύεται με την έκδοση του εισιτηρίου. Έτσι, καθοριστικό στοιχείο της έννοιας του πραγματικού μεταφορέα αποτελεί το πραγματικό γεγονός της εκτέλεσης της μεταφοράς, ενώ δεν αποκλείεται ο συμβατικός μεταφορέας να φέρει και την ιδιότητα του πραγματικού μεταφορέα, στο μέτρο που αυτός εκτελεί πράγματι τη μεταφορά, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ’ του Πρωτοκόλλου 2002 (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.). Εξάλλου, ο όρος «πλοιοκτήτης», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της άνω Σύμβασης, αποτελεί απόδοση του όρου «owner of a ship», που χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο αυτής (βλ.. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., Αστική Ευθύνη στη Διεθνή Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και Αποσκευών, 2007, σελ. 66 έως 73). Ο όρος δε «ναυλωτής», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται στην παραπάνω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της άνω Σύμβασης, αποτελεί απόδοση του όρου «charterer», ο οποίος χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο αυτής και κατονομάζεται χωρίς περαιτέρω εννοιολογικό προσδιορισμό. Στο εθνικό δίκαιο ναυλωτής γενικώς θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται η χρήση του πλοίου έναντι ανταλλάγματος. Στη σύμβαση ναύλωσης σε στενή έννοια, με βάση το άρθρο 107 Κ.Ι.Ν.Δ, υπάγονται τρεις βασικές μορφές ναύλωσης, ανάλογα με το είδος και τον βαθμό εξουσιών, που παραχωρούνται σχετικά με το πλοίο. Ειδικότερα, όταν το πλοίο παραχωρείται «γυμνό», χωρίς επάνδρωση και εξοπλισμό, πρόκειται για ναύλωση γυμνού σκάφους (bareboat charter ή charter by demise). Με τη ναύλωση γυμνού πλοίου ο «γυμνός» ναυλωτής (disponent owner) αποκτά τον πλήρη έλεγχο της θαλάσσιας αποστολής (ναυτική διεύθυνση και εμπορική διαχείριση), με την πρόσληψη του πλοιάρχου και του πληρώματος. Στη μεν έννοια της ναυτικής διεύθυνσης υπάγεται η διακυβέρνηση του πλοίου δια του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος, τα οποία συνδέονται συμβατικά μαζί του, ενώ στην έννοια της εμπορικής διαχείρισης υπάγεται η οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου, την οποία ο ναυλωτής ασκεί στο δικό του όνομα, επωμιζόμενος τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα αποτελούν βοηθούς εκπλήρωσης και αντίστοιχα προστηθέντες του «γυμνού» ναυλωτή. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, κατά το ημεδαπό δίκαιο, η σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου καθιστά το «γυμνό» ναυλωτή, εφοπλιστή, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ, ευθυνόμενο για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των προστηθέντων του (πλοιάρχου και λοιπών μελών του πληρώματος). Επίσης, όταν το πλοίο παραχωρείται επανδρωμένο και εξοπλισμένο για ορισμένο χρόνο ή ταξίδι, πρόκειται, αντίστοιχα, για ναύλωση κατά χρόνο ή χροναύλωση (time charter) ή ναύλωση κατά ταξίδι ή κατά πλου (voyage charter). Με τη χρονοναύλωση το πλοίο τίθεται στη διάθεση του ναυλωτή, πλήρως εξοπλισμένο, μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, ώστε αυτός να μπορεί να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της εμπορικής του δραστηριότητας για το χρονικό διάστημα, που έχει συμφωνηθεί. Έτσι, στο χρονοναυλωτή παραχωρείται το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται το πλοίο, ως οργανωμένη επιχείρηση, ενώ η ναυτική (τεχνική) διαχείριση του πλοίου παραμένει στον εκναυλωτή, όμως, το γεγονός ότι ο εκναυλωτής παρέχει τον πλοίαρχο και το πλήρωμα δεν αρκεί για την ύπαρξη της ναυτικής διεύθυνσης εκ μέρους του, αφού οι παραπάνω μπορεί να τίθενται υπό τις αποκλειστικές εντολές του ναυλωτή, και αυτό αποτελεί το κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στη «γυμνή» ναύλωση και την εφοπλιστική χρονοναύλωση (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Κιάντου – Παμπούκη Αλ., Ναυτικό Δίκαιο, 2007, Τόμος Δεύτερος, παρ. 114 έως 115, 117 έως 119, Ρόκα Ι./Θεοχαρίδη Γ, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, παρ. 247 έως 251). Με βάση τα παραπάνω, στο πλαίσιο της άνω Σύμβασης των Αθηνών 2002, πραγματικός μεταφορέας είναι και ο χρονοναυλωτής, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι πρόκειται για εφοπλιστική χρονοναύλωση, δηλαδή για ναύλωση στην οποία ο ναυλωτής διατηρεί την εκμετάλλευση και τη ναυτική (τεχνική) διαχείριση του πλοίου, χορηγώντας στον πλοίαρχο και το πλήρωμα τις σχετικές εντολές και οδηγίες (βλ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., ό.α, σελ. 77 – 78, π.ρ.β.λ. ως προς την έννοια της εφοπλιστικής χρονοναύλωσης Α.Π. 777/2015, Εφ.Πειρ. 375/2016, Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 του Ν. 4195/2013 (ΦΕΚ Α 211/10.10.2013), με το οποίο η Χώρα μας κύρωσε το Πρωτόκολλο της 1-11-2002, το οποίο τροποποιεί τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974, σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους (Δ/Σ στο εξής)  όπως είχε τροποποιηθεί  από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 (ν. 1922/1991, ΦΕΚ Α 15), ενώ έχει (το Πρωτόκολλο/2002 όπως και η Δ/Σ) την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, το Άρθρο 3 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Ευθύνη του μεταφορέα:  1. Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη, λόγω ναυτικού συμβάντος, ο μεταφορέας θα ευθύνεται στο μέτρο, που η εν λόγω ζημία σε σχέση με τον εν λόγω επιβάτη, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, δεν υπερβαίνει τις 250.000 λογιστικές μονάδες, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν: (α) υπήρξε αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα, ή (β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη, που έγινε από τρίτο με πρόθεση την πρόκληση του συμβάντος. Αν και στο βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας ευθύνεται περαιτέρω, εκτός αν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα. 2. Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη, που δεν προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν, ο μεταφορέας θα ευθύνεται εφόσον το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία οφειλόταν σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα. Το βάρος της απόδειξης του δόλου ή της αμέλειας φέρει ο ενάγων». Στην παράγραφο δε 5 αναφέρεται: Για τους σκοπούς του παρόντος Άρθρου: (α) ο όρος «ναυτικό συμβάν» σημαίνει το ναυάγιο, την ανατροπή, τη σύγκρουση ή την προσάραξη του πλοίου, την έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο, ή το ελάττωμα του πλοίου, (β) ο όρος «δόλος ή αμέλεια του μεταφορέα» περιλαμβάνει και το δόλο ή την αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του. (γ) ο όρος «ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας σε σχέση με οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών, ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβολιά, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο, ή τον έλεγχο βλάβης μετά από πλημμύρα, ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων, και (δ) ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα (ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 278/2019  Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Περαιτέρω, αναφέρεται στο Άρθρο 4 της Σύμβασης «Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» 1) Εάν η διενέργεια της μεταφοράς ή μέρος αυτής έχει ανατεθεί σε πρόσωπο, που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ο μεταφορέας εξακολουθεί παρά ταύτα να φέρει την ευθύνη για το σύνολο της μεταφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης. Επιπλέον, το πρόσωπο, το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, αλλά και δύναται να τις επικαλεσθεί, για το μέρος της μεταφοράς που έχει ο ίδιος εκτελέσει. 2) Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος, σε σχέση με τη μεταφορά, που έχει εκτελεσθεί από πρόσωπο, το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, για τις πράξεις και παραλείψεις του τελευταίου και των υπαλλήλων και πρακτόρων του, που ενεργούν στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας τους. (3)… (4)— (5)…» (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 Δημ.ΙστοσελΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 636/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Kατά το άρθρο 14 της άνω Σύμβασης, με τίτλο «Βάση απαιτήσεων», «Καμία αγωγή αποζημίωσης για το θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη, ή για την απώλεια ή φθορά αποσκευών δεν εγείρεται κατά μεταφορέα ή προσώπου, το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση» (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 Δημ.ΙστοσελΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 636/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Από τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών 2002 συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Α) Ότι τόσο ο συμβατικός όσο και ο πραγματικός μεταφορέας είναι συνυπεύθυνοι είτε για το σύνολο της μεταφοράς, όταν αυτή διενεργείται στο σύνολό της από τον πραγματικό μεταφορέα, είτε για το τμήμα που διενεργήθηκε από τον τελευταίο· Β) Ότι η ευθύνη του συμβατικού μεταφορέα επεκτείνεται στις πράξεις ή παραλείψεις τόσο του πραγματικού μεταφορέα, στον οποίο ανέθεσε την εκτέλεση του συνόλου της μεταφοράς ή τμήματος αυτής, όσο και των υπαλλήλων ή των πρακτόρων αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί ενήργησαν στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων· Γ) Ότι καλύπτεται η ζημία, που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του επιβάτη, η οποία δεν εξειδικεύεται με τη Σύμβαση [βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π]· Δ) Ότι, εφόσον το άρθρο 14 της Σύμβασης εμποδίζει άλλη βάση των απαιτήσεων, διάκριση σε συμβατική ευθύνη και αδικοπραξία δεν έχει νόημα και Ε) Ότι σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για συμβατική είτε για εξωσυμβατική ευθύνη, οι σχέσεις του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς και του μεταφορέα ρυθμίζονται από τους διεθνείς κανόνες, που περιλαμβάνονται στην άνω Σύμβαση (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 278/2019  ό.π.).

Εξάλλου, η σύμβαση εθνικής θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη εντάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 107 ΚΙΝΔ, στην έννοια της latu sensu ναύλωσης, και ως εκ τούτου, ρυθμίζεται, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 174-189 ΚΙΝΔ, συμπληρωματικά και από όσες διατάξεις των άρθρων 107-173 ΚΙΝΔ προσαρμόζονται στη φύση της σχέσης (I. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 2ος, εκδ. 2005, άρθρο 107, § 4.1, σελ. 100, Ά. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, παρ. 1500, σελ. 768). Ήδη, διέπεται  από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος» [καθώς έχουν παρέλθει αμφότερες οι ημερομηνίες των τεσσάρων ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του για τα πλοία κατηγορίας Α` και της 31ης-12- 2018 για τα πλοία κατηγορίας Β` (άρθρο 11), μέχρι τις οποίες η Ελλάδα είχε διατηρήσει τη δυνατότητα αναβολής της εφαρμογής του], ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, θεσπίζει το ενωσιακό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις: α) της Σύμβασης των Αθηνών του 1974, σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2002 και β) των επιφυλάξεων και των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, που υιοθέτησε η νομική επιτροπή του ΙΜΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 (άρθρο 1 παρ. 1), ενώ επεκτείνει την εφαρμογή αυτών των διατάξεων στις θαλάσσιες μεταφορές εντός ενός και μόνο κράτους μέλους με πλοία κατηγορίας Α` και Β`, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ και θεσπίζει ορισμένες πρόσθετες απαιτήσεις (άρθρα 1 παρ. 2 και 2). Έτσι, το καθεστώς ευθύνης, ως προς τους επιβάτες, διέπεται από τον εν λόγω κανονισμό, καθώς και από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παρ. 2, 3 έως 16, 18, 20 και 21 της Σύμβασης των Αθηνών, που ενσωματώνονται σε αυτόν ως παράρτημα I (άρθρο 3 παρ. 1). Δοθέντος, όμως, ότι η Σύμβαση των Αθηνών δεν αποσκοπεί στη ρύθμιση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς στο σύνολό της, αλλά αποκλειστικό αντικείμενό της είναι η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα επιβατών και αποσκευών, για την πλήρωση των κενών, που ανακύπτουν, εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου και όταν αυτό είναι το ελληνικό, οι διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ (Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο, ό.π.). Στο μέτρο δε, που συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, ο επιβάτης μπορεί να στηρίξει τις αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. και 932 Α.Κ. (βλ. I. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, ό.π., άρθρο 174, παρ. 3, σελ. 471-472, ΜονΕφΠειρ 207/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 53/2012 Δημ. Νόμος). Τούτο συμβαίνει όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο κατά το άρθρο 914 Α.Κ. επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22, 505, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 207/2015 ό.π.), στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 680/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία, όμως, φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 207/2015 ό.π.).

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 84 εδ. β΄ του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 3816/1958, ορίζεται ότι “ο πλοιοκτήτης ευθύνεται ωσαύτως εκ των αδικοπραξιών, τας οποίας διέπραξεν ο πλοίαρχος, το πλήρωμα ή ο πλοηγός κατά την εκτέλεσιν των ανατεθειμένων εις αυτούς καθηκόντων”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 του ΑΚ, συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 360/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1653/2010, ΑΠ 776/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1711/2008 Δημ. Νόμμος, ΑΠ 380/2008, ΑΠ 1549/2006 ό.π., ΑΠ 957/2003, ΑΠ 799/2001, ΜονΕφΠειρ 102/2015 Δημ. Νόμος). Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 104 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΚΔΝΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν.Δ/τος 187/1973, ορίζεται ότι “ο πλοίαρχος έχει την εν γένει διοίκησιν εν τω πλοίω και ασκεί εξουσίαν επί των επιβαινόντων, λαμβάνων παν αναγκαίον μέτρον εντός των υφισταμένων κανονισμών προς τον σκοπόν τηρήσεως της τάξεως, της πειθαρχίας και της υγιεινής και δια την ασφάλειαν του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου” (ΑΠ 360/2020 ό.π.).

Από τις διατάξεις δε των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε, όμως, ότι θα το αποφύγει. Βαριά αμέλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, στοιχεία της σχετικής αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, η πρόκληση ζημίας ή, αναλόγως, ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 2/2020 ό.π.). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται, όμως, στον ενάγοντα, με τις κατατιθέμενες, κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Με το εδ. α` καθιερώνεται η αρχή της απαγόρευσης της μεταβολής, της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγομένου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το δικαστήριο. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015) ή μεταβάλλεται η σειρά των περισσοτέρων βάσεων, που ασκούνται επικουρικώς (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Έτσι, η επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών με τις προτάσεις είναι απαράδεκτη, εφόσον χωρίς αυτή η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Αντιθέτως, είναι επιτρεπτή η με τις προτάσεις εξειδίκευση πραγματικών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται ο νομικός χαρακτηρισμός, καθώς και η επίκληση των πραγματικών γεγονότων, που είναι παραγωγικά ενός δικαιώματος. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής υπάρχει όταν η προσθήκη, που γίνεται, αφορά το αντικείμενο της δίκης, την επίδικη έννομη σχέση, της οποίας η διάγνωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προσθήκη. Η κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ μεταβολή της βάσης της αγωγής ή η ανεπίτρεπτη συμπλήρωση ισχυρισμών, καθιστά απαράδεκτη αυτή (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Δεν συνιστά, όμως, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας και να προσδίδεται σε αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π.).

Περαιτέρω, το άρθρο 922 Α.Κ. προβλέπει την ευθύνη του προστήσαντος για τη ζημία, που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, ενώ το άρθρο 926 Α.Κ. καθορίζει την εις ολόκληρον ενοχή από ζημία, που προκλήθηκε από περισσότερους (ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 ό.π.). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ., που ορίζει ότι: “Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του”, συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει: 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του Α.Κ. και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1359/2019, ΑΠ 1621/2018, ΑΠ 1440/2014, ΑΠ 365/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1711/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ (Μον) 189/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6675/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5632/2010 Δημ. Νόμος). Η επίκληση δε της νομικής έννοιας της προστήσεως εμπεριέχει και πρόταση γεγονότων, που τη συγκροτούν, όπως η διαφύλαξη του δικαιώματος παροχής οδηγιών κλπ, η δε συγκεκριμενοποίηση των αναφερόμενων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας της προστήσεως μπορεί να γίνει με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω κι αν αυτά δεν τα έχει επικαλεστεί ο ενάγων (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 481, 483 – 486, 922 και 926 Α.Κ. συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προστηθέντα, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία, δημιουργούμενης έτσι παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (Α.Π. 181/2011, Α.Π. 72/2007, Α.Π. 160/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 664/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 28/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 207/2015 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 71 AK: “Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον”, ενώ, κατά το άρθρο 330 Α.Κ., ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του, και ότι αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 758/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος). Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ., σε συνδυασμό και με αυτές των διατάξεων των άρθρων 65 παρ.1 και 67 του Α.Κ., σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, “το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα” και “όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου, φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα.,.”, συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούληση τους (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 758/2018 ό.π.) Β) Εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα, παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα, που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται, δηλαδή, η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης. Κατά συνέπεια, τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις υπαίτιες παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ιδίων, όσο και των νομικών προσώπων (ΑΠ 78/2020 ό.π., ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 253/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 641/2011). Γ) Σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσεως εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ` αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρεώσεως προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος. Αν το νομικό πρόσωπο είναι ανώνυμη εταιρία, το όργανο εκπροσώπησης και διοίκησης αυτής, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1 και 22 παρ.1 εδ.α του κώδικα νόμων 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιριών” είναι το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο δρα με συλλογικό τρόπο και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη, που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1/2019 ό.π.).

Από το άρθρο δε 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι, σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μίας δίκαιης και επαρκούς ανακούφισης και παρηγοριάς, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 του Α.Κ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του A.K. και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, που περιέχονται στον Αστικό Κώδικα. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’  αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενού ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Προϋπόθεση για την εφαρμογή της Α.Κ. 932 αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση είτε παράνομης και υπαίτιας πράξης, κατά την Α.Κ. 914, είτε και απλώς παράνομης πράξης, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης (π.χ. περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστικά και ποινικά κολάσιμη (ΜονΕφΠειρ 450/2020 Δημ.Ιστοσελ ΕφΠειρ, Εφ.Αθ. 15/2019, Εφ.Αθ. 29/2019 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ., η αναπηρία ή η παραμόρφωση, που προξενήθηκε στο παθόντα, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι επιδικάζεται σε εκείνον, που έχει υποστεί την αναπηρία ή την παραμόρφωση, ένα εύλογο χρηματικό ποσό χωρίς σύνδεση με περιουσιακή ζημία, το ύψος του οποίου καθορίζεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, την ηλικία, το φύλλο και τις κλίσεις του παθόντος, καθώς και με τη συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ., αξίωσης για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 684/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 398/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 215/2017, ΑΠ 405/2015, ΑΠ 150/2015). Και στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού, που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, η παραβίαση της οποίας ελέγχεται, όπως και στο άρθρο 932 Α.Κ., ως πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΑΠ 684/2020 ό.π., ΑΠ 398/2020 ό.π.), ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο διότι, μία απόφαση με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου ευτελίζει στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο) το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Άλλωστε την αρχή αυτή υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από το θεμελιακό του δικαίωμα, όπως από την ιδιοκτησία του (πρβλ. Ολ.ΑΠ 9/2015) (βλ. σχετ. ΑΠ 684/2020 Δημ. Νόμος). Τέλος, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό των εύλογων αυτών χρηματικών ποσών είναι ο χρόνος της συζήτησης της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οπότε και λαμβάνεται υπόψη η τότε κατάσταση της υγείας του παθόντος (ΑΠ 398/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017).

Σύμφωνα δε με το άρθρο 293 του Ν. 4072/2012, η κοινοπραξία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο ΓΕΜΗ ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα (παρ. 1). Στην κοινοπραξία, που συστήθηκε με σκοπό το συντονισμό της δραστηριότητας των μελών της, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αστική εταιρία (παρ. 2 εδ. α’). Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στις ειδικά ρυθμιζόμενες κοινοπραξίες, εκτός αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στην ειδική ρύθμιση (παρ. 4). Η σύμβαση κοινοπραξίας μπορεί να προβλέπει ότι για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων τα κοινοπρακτούντα μέλη θα ευθύνονται εις ολόκληρο (παρ. 2 εδ. β’). Εφόσον, όμως, η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο ΓΕΜΗ και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία (παρ. 3). Το άρθρο δε 249 του Ν. 4072/2012 ορίζει ότι ομόρρυθμη είναι η εταιρία με νομική προσωπικότητα, που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρο (παρ. 1). Εφόσον δεν υπάρξει ειδική ρύθμιση, εφαρμόζονται στην ομόρρυθμη εταιρία οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρία, με εξαίρεση τις διατάξεις των άρθρων 758 και 761 του Αστικού Κώδικα (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 33/2021 Δημ.ΙστοσελΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 638/2020 Δημ.ΙστοσελΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 636/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 103/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ., ΜονΕφΠειρ 722/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ., Εφ.Ναυπλ. 222/2019 Δημ. Νόμος), ενώ κατά το άρθρο 251 παρ. 1, 2 και 3 εδ. α΄, β΄ του ίδιου νόμου, «1. Η ομόρρυθμη εταιρεία καταχωρίζεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) με τη σύμπραξη όλων των εταίρων. Στοιχεία που καταχωρίζονται είναι, κατ` ελάχιστον, το όνομα και η κατοικία των εταίρων, η εταιρική επωνυμία, η έδρα και ο σκοπός της εταιρείας, καθώς και ο εκπρόσωπος της. Κάθε μεταβολή των στοιχείων αυτών καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ. 2. Από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. η ομόρρυθμη εταιρεία αποκτά νομική προσωπικότητα. 3. Αν η εταιρεία αρχίσει την εμπορική της δραστηριότητα πριν από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ., οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς αυτήν. Η μη καταχωρισθείσα στο Γ.Ε.ΜΗ. εταιρεία, η οποία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, έχει ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα.» και κατά το άρθρο 258 με τίτλο «Ευθύνη εταίρων», «1. Συμφωνία για περιορισμό ή αποκλεισμό της ευθύνης των εταίρων κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 249 δεν ισχύει έναντι των τρίτων. 2. Ο εταίρος που ενάγεται για εκπλήρωση εταιρικής υποχρέωσης, μπορεί να προβάλλει ενστάσεις που δεν θεμελιώνονται στο πρόσωπό του, μόνον εφόσον θα μπορούσαν να προβληθούν από την εταιρεία. 3. Ο εταίρος, που εισέρχεται στην εταιρεία, ευθύνεται απεριόριστα και εις ολόκληρον και για τα υπάρχοντα πριν από την είσοδο του εταιρικά χρέη. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει έναντι των τρίτων (βλ. σχετ. ΑΠ 1183/2019 Δημ. Νόμος, Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, έκδ. 2019 σελ. 124 επ.). Κατά την παρ. 1 δε του άρθρου 294 του Ν. 4072/2012 ορίζει ότι: «Ο παρών νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρείες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση».

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 ν. 3587/2007 ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. Το Κράτος μεριμνά ιδίως για: α) την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, …. 3. … 4. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται: α) Καταναλωτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. …. β) Προμηθευτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή.…”. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του ίδιου νόμου (2251/1994), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α 152/10.7.2007), ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του. Για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που καταλείπεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος αυτήν. 5. Η ύπαρξη ή η δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει χωρίς άλλο λόγο υπαιτιότητα.» (βλ. σχετ. ΑΠ 1295/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1359/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1849/2017 Δημ. Νόμος). Από τη δεύτερη ανωτέρω διάταξη, η οποία αποτελεί εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) Παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. β) Υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται διότι εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη (ολομ.ΑΠ 18/1999, ΑΠ 1849/2017 ό.π.) και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών. γ) Παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του. δ) Ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης. Και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προβλεπόμενες από το άρθρο 8 προϋποθέσεις, ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος ζημία δύναται με αγωγή κατά του παρέχοντος τις υπηρεσίες (η οποία δεν αποκλείει την κοινή αδικοπρακτική ούτε την ενδοσυμβατική ευθύνη κατά τον Α.Κ.) ν’ αξιώσει την αποκατάστασή της (ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 1849/2017 ό.π.). Ειδικότερα, η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος δεν συναρτάται με το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρέωσής του, προς αποφυγή των κινδύνων, αλλά με την έλλειψη ασφάλειας των υπηρεσιών, που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, δηλαδή με την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, που όφειλε κατά το νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής του, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, σε τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, που τελικά είναι το προστατεύσιμο δικαίωμα (ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 1849/2017 ό.π.). Οι προϋποθέσεις εξάλλου εφαρμογής του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 ταυτίζονται με τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης του άρθρου 914 ΑΚ, ώστε να μη μπορεί να γίνει λόγος για αυτοτελή νόμιμο λόγο ευθύνης, αλλά για εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 1849/2017 Δημ. Νόμος), με τη διαφορά ότι με το άρθρο αυτό καθιερώνεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, το κύριο αποδεικτικό βάρος του ενάγοντος ζημιωθέντος δεν συνίσταται στην απόδειξη υπαιτιότητας του εναγομένου, η οποία τεκμαίρεται, αλλά στην απόδειξη παροχής της υπηρεσίας, της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παρέχοντος την υπηρεσία και ζημίας (ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 865/2017). Το περιεχόμενο της συναλλακτικής υποχρέωσης της ασφάλειας, ως αόριστης νομικής έννοιας, προσδιορίζεται στο ναυτικά πεδίο από ένα πλέγμα εθνικών και διεθνών κανόνων, που αφορούν την αξιοπλοϊα του πλοίου, την ικανότητα των προσώπων που χρησιμοποιεί ο μεταφορέας και την ασφαλή διαχείριση της επιχείρησής του. Υπηρεσία που δεν πληροί τους κανόνες αυτούς και, συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται στην ασφάλεια, που ευλόγως δικαιούται να αναμένει ο μέσος ταξιδιώτης – αποδέκτης της υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη και των ειδικότερων συνθηκών, κρίνεται ως υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά και μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του φορέα της. Η πρακτική χρησιμότητα της νομικής αυτής βάσης είναι προφανής, διότι επιτρέπει στον ζημιωθέντα ν’ απαιτήσει την αποκατάσταση «κάθε ζημίας» και, συνεπώς, και της ηθικής βλάβης, χωρίς, όμως, να φέρει το βάρος της απόδειξης της υπαιτιότητας του μεταφορέα, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, τεκμαίρεται (βλ. σχετ. Λ. Αθανασίου, Ευθύνη θαλάσσιου μεταφορέα προς αποζημίωση επιβαινόντων σε περίπτωση ναυαγίου του πλοίου, ΝοΒ 2003.1582 επ., ιδίως §§26-29, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία).

Κατά το άρθρο δε 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 1396/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιορισθεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών, που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα, που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 224/2016 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 526 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΕφΑθ 539/2019 ό.π.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 ΚΠολΔ, συνάγεται, περαιτέρω, ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση, που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (βλ. ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 821/2010, Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 539/2019 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 ό.π., ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, επίσης, ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση  της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). Έτσι, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως για τυπικό λόγο, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία αυτής και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει παραδεκτή και νόμω βάσιμη την αγωγή, μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει την ουσία αυτής και να την απορρίψει ή να την κάνει δεκτή κατ` ουσίαν, ανεξάρτητα αν το πρωτόδικο δικαστήριο ερεύνησε ή όχι την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1065/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 298/2010 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 83/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι το εφετείο μπορεί να απορρίψει την έφεση του ενάγοντος, ως απαράδεκτη, όταν η αγωγή αυτού είχε απορριφθεί πρωτοδίκως για τυπικό λόγο και το ίδιο κρίνει αυτή απορριπτέα για άλλο, τυπικό, επίσης, λόγο, με αντικατάσταση της σχετικής αιτιολογίας, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η νέα αιτιολογία δεν θα επάγεται δυσμενέστερες για τον εκκαλούντα συνέπειες, καθώς και ότι το εφετείο θα έχει εξαφανίσει προηγουμένως την πρωτόδικη απόφαση. Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία με την εφετειακή απόφαση αντικαθίσταται το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης και προκύπτει εντεύθεν δεδικασμένο, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, ενώ πρωτοδίκως η αγωγή είχε κριθεί ως αόριστη και από την κρίση αυτή δεν δημιουργούνταν ουσιαστικό δεδικασμένο, αφού ο ενάγων μπορούσε αζημίως να επανέλθει με νέα αγωγή, που δεν έχει την ίδια ατέλεια, δικαίωμα, που δεν έχει εάν απορριφθεί η αγωγή, ως παθητικά ανομιμοποίητη, το εφετείο δεν μπορεί να αντικαταστήσει απλώς την αιτιολογία και να απορρίψει την έφεση, ως απαράδεκτη, χωρίς προηγουμένως να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, μετά από παραδοχή αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης. Αν, παρά ταύτα, προβεί στην αντικατάσταση της αιτιολογίας με το πιο πάνω περιεχόμενο, καθιστά την απόφαση του αναιρετέα, γιατί παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν είχαν προταθεί και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή λαμβάνει υπόψη λόγο εφέσεως και συνεπώς “πράγμα”, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, που δεν προτάθηκε και έτσι ιδρύεται ο εκ του εδαφίου α’ της τελευταίας αυτής διατάξεως προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος). «Κεφάλαιο» δε θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 2185/2013, ΑΠ 842/2010, ΑΠ 132/2004). Επί αγωγής δε αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 298, 299 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει, όμως, και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, διότι το τελευταίο δεν συνέχεται αναγκαστικώς με τα εν λόγω εκκληθέντα ως άνω κεφάλαια της αποφάσεως. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου του μη εκκληθέντος κεφαλαίου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ` αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 504/2018 Δημ. Νόμος). Η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ` αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Επίσης, δεν δημιουργείται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει εσφαλμένη μνεία άλλης νομικής διατάξεως και όχι της εφαρμοστέας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της έφεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, απέρριψε με την εκκαλούμενη, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, την αγωγή, ως προς τη δεύτερη των εναγομένων, ενώ έπρεπε να κρίνει αυτήν αρκούντως ορισμένη. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, ο ενάγων στρέφεται κατά της πρώτης εναγόμενης, ευθυνομένης απεριόριστα, ως πλοιοκτήτριας του επίδικου πλοίου υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ “Ε”, στο οποίο επέβαινε, και πραγματικής μεταφορέως, ως παρέχουσα υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών, κατά τρόπο ανεξάρτητο, στον ενάγοντα – καταναλωτή και με βάση τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης, και κατά της δεύτερης εναγόμενης κοινοπραξίας, ως αντισυμβαλλόμενης του ενάγοντος (συμβατικής μεταφορέως), κατά την κατάρτιση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, εκδότριας του εισιτηρίου, η οποία είχε αναλάβει την εκμετάλλευση της συγκεκριμένης δρομολογιακής γραμμής και με βάση τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης, αφενός μεν διότι δεν έλαβαν κάθε αναγκαίο μέτρο για την ασφάλεια των επιβατών, αφετέρου δε διότι ευθύνονται απεριόριστα για τις υπαίτιες και παράνομες πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων αυτών. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη και ως προς τη δεύτερη των εναγομένων, καθώς έχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, για τη νομική θεμελίωσή της επί των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Συγκεκριμένα, εκτίθενται με σαφήνεια τα απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωση της ευθύνης της στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις του Κανονισμού 392/2009, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 8 του Ν. 2251/1994, καθώς και τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, την υπαγωγή των οποίων στον οικείο κανόνα δικαίου όφειλε να κάνει αυτεπαγγέλτως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεδομένου ότι ο ενάγων επικαλείται ότι η δεύτερη των εναγομένων είναι ο συμβατικός μεταφορέας, ενώ η πρώτη εναγομένη είναι η πλοιοκτήτρια του πλοίου και πραγματικός μεταφορέας, σύμφωνα δε με τα προαναφερθέντα, τόσο ο συμβατικός όσο και ο πραγματικός μεταφορέας είναι συνυπεύθυνοι, είτε για το σύνολο της μεταφοράς, όταν αυτή διενεργείται στο σύνολό της από τον πραγματικό μεταφορέα, είτε για το τμήμα που διενεργήθηκε από τον τελευταίο και η ευθύνη του συμβατικού μεταφορέα επεκτείνεται στις πράξεις ή παραλείψεις τόσο του πραγματικού μεταφορέα, στον οποίο ανέθεσε την εκτέλεση του συνόλου της μεταφοράς ή τμήματος αυτής, όσο και των υπαλλήλων ή των πρακτόρων αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτoί ενήργησαν στο πλαίσιο των ανατεθειμένων καθηκόντων τους (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 278/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 540/2019 ό.π.). Επίσης, εκθέτει την ηθική βλάβη, που υπέστη, συνεπεία του τραυματισμού του, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων των εναγομένων και ότι ο ίδιος είναι τελικός αποδέκτης των υπηρεσιών, που παρείχουν οι εναγόμενες, κατά τρόπο ανεξάρτητο. Η επίκληση δε της νομικής έννοιας της προστήσεως εμπεριέχει και πρόταση γεγονότων, που τη συγκροτούν, όπως η διαφύλαξη του δικαιώματος παροχής οδηγιών κλπ, η συγκεκριμενοποίηση δε των αναφερόμενων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας της προστήσεως μπορεί να γίνει με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω κι αν αυτά δεν τα έχει επικαλεστεί ο ενάγων (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Συνεπώς, εφόσον δεν προεβλήθη πρόσθετη ιστορική βάση της αγωγής, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην εκκαλουμένη, αλλά έγινε παραδεκτή διευκρίνιση αυτής περί της υπαγωγής της και στις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του νόμου 2251/1994, που, κατά τα ανωτέρω, αποτελεί εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης, τα στοιχεία των οποίων επαρκώς περιγράφονται στην αγωγή και ως προς τη δεύτερη των εναγομένων (βλ. σχετ. ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 1849/2017 ό.π.), η εκκαλουμένη, η οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ως προς τη δεύτερη των εναγομένων, ως πάροχο υπηρεσιών, κατά το μέρος, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί προστασίας του καταναλωτή διατάξεις του ν. 2251/1994 και καθ’ ο μέρος επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις και το βασιζόμενο σ’ αυτές αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης του ενάγοντος, απαίτησε περισσότερα στοιχεία, από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, κηρύσσοντας παρά το νόμο απαράδεκτο και απορρίπτοντας την αγωγή, ως προς τη δεύτερη των εναγομένων, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Κατόπιν των ανωτέρω, δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσία βάσιμου του πρώτου λόγου της έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, η από 2-4-2019 έφεση, ως προς τη δεύτερη των εφεσιβλήτων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως άνω με αριθμ. 4907/06-11-2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ως προς τη δεύτερη των εφεσιβλήτων και να διαταχθεί η απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από αυτόν για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.), να κρατηθεί δε η αγωγή ως προς τη δεύτερη των εναγομένων και να εκδικαστεί περαιτέρω η ως άνω αγωγή, η οποία είναι αρκούντως ορισμένη, να ερευνηθεί δε ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο αυτής και ως προς αυτήν (δεύτερη των εναγομένων). Συντρέχουν δε, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού 392/2009, ενόψει του ότι, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους: α) το πλοίο, Α΄ κατηγορίας, φέρει τη σημαία κράτους μέλους (Ελλάδας) και είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος (Ελλάδα), β) η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος (Ελλάδα), και γ) ο τόπος αναχώρησης (Πειραιάς) και ο τόπος προορισμού (Χανιά Κρήτης), σύμφωνα με τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, βρίσκονται εντός του ίδιου Κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση δε το εφαρμοστέο δίκαιο, ήτοι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, του οποίου τις διατάξεις επικαλείται ο ενάγων και δεν αντιλέγουν οι εναγόμενες, ως το πλέον αρμόζον και από τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αφού στην ημεδαπή έχουν την έδρα τους οι εναγόμενες και στην ημεδαπή έλαβε χώρα και η αδικοπραξία, που ο ενάγων επικαλείται ότι τελέστηκε σε βάρος του από τις εναγόμενες και τους προστηθέντες αυτών, μέλη του πληρώματος του πλοίου της πρώτης των εναγομένων, αναφορικά με την επικαλούμενη ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης ως συμβατικής μεταφορέα και παρόχου υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς και κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 3 του άνω Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», που τυγχάνει εφαρμογής στην ένδικη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ, 1 και 1α, 2 παρ. 2, 3 παρ. 2, 6, 4 παρ. 1, 2, 4 της σύμβασης των Αθηνών, που παρατίθενται στο παράρτημα Ι, άρθρα 2 εα), 3 παρ. 1α,  4 παρ. 1,4, 5, 6 του π. δ/τος 103/1999, βάσει της περιοχής, που το πλοίο της πρώτης των εναγομένων εκτελούσε πλόες, όπως οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν με το π.δ/μα 95/2019 (ΦΕΚ τ. Α΄ 158/14.10.2019), σε συνδυασμό με τα άρθρα 84, 107 ΚΙΝΔ, 104 Κ.Δ.Ν.Δ, 293 του Ν. 4072/2012, 1, 8 ν. 2251/1994, 281, 288, 299, 330, 345, 346, 481 επ., 914, 922, 932 ΑΚ, 70, 176 Κ.Πολ.Δ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση των με αριθμ. ………/23.1.2018 ενόρκων βεβαιώσεων των ………… αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ……., κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ. την υπ’ αριθ. ………/17.1.2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Κρήτης, με έδρα το Πρωτοδικείο Χανιών ……. και τις υπ’ αριθ. …….. και ………/18.1.2018 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), των υπ’ αριθ. … και …/24-1-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των ……. και ……….. αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγόμενων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……., κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ……/18.1.2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ………. – άρθρα 143 και 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις φωτογραφίες, που προσκομίζονται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, από τα έγγραφα της ποινικής προδικασίας, που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 15.1.2016 ο ενάγων προμηθεύτηκε από το πρακτορείο εκδόσεως εισιτηρίων πλοίων «………», στη Θεσσαλονίκη, το υπ’ αριθ. A ……. εισιτήριο επιβίβασης στο F/B «BG», στις 18.1.2016 και ώρα 21.00, προκειμένου να μεταβεί από τον Πειραιά στα Χανιά Κρήτης. Μαζί του θα συνταξίδευαν οι  ….. και ……, οι οποίοι, επίσης, προμηθεύτηκαν τα υπ’ αριθ. A …….. και A ……… αντίστοιχα εισιτήρια επιβιβάσεως πλοίων. ΄Οταν οι ανωτέρω έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά, πληροφορήθηκαν ότι το δρομολόγιο θα εκτελούσε τελικά το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ Ro-Ro Passenger Ship «Ε», IMO …….., κ.ο.χ. 17.613,51, υπ’ αριθ. νηολογίου Χανιών …….., πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας. Σημειώνεται ότι, δυνάμει του από 24.5.2011 συμφωνητικού κοινοπρακτικής εκμετάλλευσης πλοίων, μεταξύ της πρώτης εναγόμενης εταιρίας και των εταιριών «………», «……….» και «………….», εκ των οποίων η δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη των συμβαλλομένων είναι θυγατρικές εταιρίες σε ποσοστό 100% της εταιρίας …….. (……..), όπως το συμφωνητικό αυτό τροποποιήθηκε στις 2.4.2013, με την αποχώρηση της δεύτερης των ως άνω συμβαλλομένων εταιριών και τη συμμετοχή ως πέμπτης συμβαλλόμενης της -επίσης θυγατρικής της ……….- εταιρίας «………», συνεστήθη η δεύτερη εναγόμενη κοινοπραξία για την από κοινού εκμετάλλευση των πλοίων και την εκτέλεση συνδυασμένων δρομολογίων στις διεθνείς γραμμές της Αδριατικής θάλασσας και στις ακτοπλοϊκές γραμμές της Κρήτης, την από κοινού έκδοση εισιτηρίων και φορτωτικών, τη διάθεση των εισιτηρίων των πλοίων, τη δημιουργία εσόδων και την κατανομή τους στους κοινοπρακτούντες, με διάρκεια έως τις 31.5.2017. Εφόσον δεν έχουν τηρηθεί δε οι διατυπώσεις δημοσιότητας, που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρεία είναι άκυρη και θεωρείται ως “εν τοις πράγμασι” ομόρρυθμη εταιρεία, οι δε εταίροι των εταιρειών αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012. Η άνω κοινοπραξία ήταν η συμβατική μεταφορέας, κατά την έννοια του Κανονισμού 392/2009, στην παραπάνω σύμβαση εθνικής θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη, καθώς στο όνομά της καταρτίσθηκε η σύμβαση με τον ενάγοντα (βλ. το με στοιχεία A ……. εισιτήριό του), πραγματική δε μεταφορέας ήταν η πρώτη των εναγομένων. Κατόπιν τούτου, ο ενάγων επιβιβάστηκε με τους ανωτέρω συνταξιδιώτες του στο πλοίο «Ε.», πλοιοκτησίας, όπως προαναφέρθηκε, της πρώτης εναγόμενης, η οποία ήταν, επίσης, μέλος της κοινοπραξίας, όπως και η πέμπτη ως άνω συμβαλλόμενη στην κοινοπραξία και εφοπλίστρια του “B.G.”, για το οποίο η δεύτερη εναγόμενη είχε εκδώσει τα εισιτήρια μεταφοράς επιβατών. Προτού αποπλεύσει το πλοίο από το λιμάνι του Πειραιά, ο ενάγων, εξήλθε από το σαλόνι «……….» του πλοίου, όπου είχε μεταβεί αρχικά, στο κατάστρωμα Νο7 του πλοίου, με τους συνταξιδιώτες του, για να καπνίσει, περνώντας από τη δεξιά μεταλλική πόρτα, που συνδέει τους δύο αυτούς χώρους. Μετά την πάροδο είκοσι περίπου λεπτών στο κατάστρωμα και ενώ ακόμη δεν είχε αποπλεύσει το πλοίο, ο ενάγων, περί ώρα 20.30, κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Πρώτος άνοιξε τη μεταλλική πόρτα και πέρασε έτερος επιβάτης του πλοίου, ακολούθησε δε ο ενάγων. Προτού o ενάγων, όμως, ολοκληρώσει τη διέλευσή του από την πόρτα, αυτή έκλεισε, πιάνοντας τον παράμεσο από τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, από το ύψος του νυχιού και κάτω. Ο ενάγων μεταφέρθηκε αμέσως στο ιατρείο του πλοίου για την παροχή των πρώτων βοηθειών, στη συνέχεια δε στο Γ.Ν.Α. «ΚΑΤ-ΕΚΑ», όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί συνθλιπτική κάκωση ονυχοφόρου φάλαγγος παράμεσου (ΔΕ), με έλλειμμα δέρματος παλαμιαίας επιφάνειας της ίδιας φάλαγγας. Επειδή κρίθηκε δε απαραίτητη η συνδρομή πλαστικού χειρουργού για την αντιμετώπιση του τραύματος, μεταφέρθηκε, ακολούθως, με ιδιωτικό μέσο στο ΓΝΑ «Γεώργιος Γεννηματάς» για τη διαμόρφωση του κολοβώματος, ενώ εδόθησαν και οδηγίες. Ο ενάγων αποδίδει τον τραυματισμό του σε κακή λειτουργία του συστήματος επαναφοράς της θύρας, με συνέπεια, ενώ μέχρι κάποιο σημείο έκλεινε ομαλά, εν συνεχεία έκλεινε απότομα και με δύναμη. Η ως άνω θύρα έχει 2,05 μ. και πλάτος 1,05 μ.. Είναι κατασκευασμένη εξωτερικά από ανοξείδωτο μέταλλο με ένα γυάλινο πυρίμαχο παράθυρο, στην κάθετη δε ακμή της κάσας, όπου εφάπτεται με την πόρτα κατά το κλείσιμο, υφίσταται λαστιχένια επένδυση. Η πόρτα είναι μονή, ανοιγόμενη (όχι συρόμενη), έχει μηχανισμό αυτόματης επαναφοράς και κλεισίματος και είναι πυρίμαχη, σύμφωνα με την ένδειξη «Fire Door Α6ο Poki». Επί της πόρτας έχει τοποθετηθεί αυτοκόλλητη σήμανση, που αναπαριστά και επισημαίνει τον τρόπο ανοίγματος, με την ένδειξη στην ελληνική και αγγλική γλώσσα «Α’ τάξη – πόρτα πυρκαϊάς που κλείνει μόνη της». Επομένως, ως θύρα πυρασφαλείας τύπου Α6ο, πρέπει εκ της ιδιότητάς της αυτής να κλείνει ασφαλώς και ερμητικά. Ο μηχανισμός επαναφοράς της πόρτας, που βρίσκεται στην κορυφή της, είναι μάρκας Dorma μοντέλο TS 83 βαρέος τύπου, με ενσωματωμένο αυτορρυθμιζόμενο οπίσθιο έλεγχο για την επιβράδυνση της ταλάντευσης κλεισίματος, καθώς και ρυθμιζόμενη ταχύτητα κλεισίματος και ταχύτητα μανδάλωσης, φέρει δε, όπως αποδεικνύεται από το εγχειρίδιό της, τη σήμανση CE, από την οποία προκύπτει ότι έχει ελεγχθεί και πληροί όλες τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές ως προς την ασφάλεια και την προστασία της υγείας, και είναι σύμφωνος με το πρότυπο BS ΕΝ 1154:1996, που ελέγχει την απόδοση μηχανικής πρόσδεσης στην πόρτα. Το κλείσιμό της, ως θύρας πυρασφάλειας, πρέπει, σύμφωνα με τους κανόνες ασφαλείας στη θάλασσα (SOLAS – Part C – Regulation 9) να ολοκληρώνεται ανάμεσα σε 10 έως 40 δευτερόλεπτα συνολικά. Η επίδικη θύρα, που τοποθετήθηκε στο πλοίο κατά την πλήρη μετασκευή του το έτος 2008, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της κατασκευάστριας εταιρίας, ανοίγει 180 μοίρες και κλείνει σε συνολικά 20 δευτερόλεπτα, ήτοι τα πρώτα 15” φτάνει στις 15 μοίρες και τα τελευταία 5” ασφαλίζει. Τούτο διαπιστώθηκε και κατά τις δοκιμές ανοίγματος και κλεισίματος της θύρας, που έγιναν στα πλαίσια της από 20.1.2016 αυτοψίας από το Κ.Λ.Π./Α Λ.Τ., η οποία διενεργήθηκε δύο μέρες από το επίδικο συμβάν και συγκεκριμένα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «…΄Εγιναν δοκιμές ανοίγματος και κλεισίματος της θύρας, κατά τις οποίες διαπιστώθηκε ότι το αυτόματο κλείσιμο λειτουργούσε κανονικά. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι το κλείσιμο της πόρτας πραγματοποιείται αρχικά αργά, ενώ στο τελικό στάδιο, ήτοι λίγα εκατοστά πριν κλείσει εντελώς, το κλείσιμο επιταχύνεται…». Εξάλλου, ουδέποτε έγινε αντιληπτή, ούτε, άλλωστε, κατεγράφη κακή λειτουργία της θύρας αυτής κατά τις τακτικές και έκτακτες επιθεωρήσεις του πλοίου από τους επιθεωρητές του ιταλικού νηογνώμονα RINA, οι οποίοι έχουν επικολλήσει στην πόρτα το εικονίδιο «τιμονάκι», που καταδεικνύει την υφιστάμενη πιστοποίηση, τις λιμενικές αρχές και τα όργανα αυτών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Οδηγία 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 1999, σχετικά με ένα σύστημα υποχρεωτικών επιθεωρήσεων για την ασφαλή εκτέλεση τακτικών δρομολογίων από οχηματαγωγά ro-ro και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη, στο Παράρτημα III της οποίας προβλέπονται διαδικασίες για ειδικές επιθεωρήσεις του προγραμματισμένου συστήματος συντήρησης επί του πλοίου, μεταξύ άλλων και των θυρών πυρασφαλείας, το Νοέμβριο του έτους 2015 είχε γίνει γρασάρισμα όλων των κινητών μερών και σημείων τριβής (κλείστρα – μεντεσέδες), καθώς και αποσκωρίαση, μινιάρισμα, βάψιμο και αντικατάσταση του ελαστικού στεγανότητας, όπως προέβλεπε το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του έτους 2015 για το Ε/Γ-Ο/Γ «Ε», που αφορούσε στην επιστασία καταστρώματος του πλοίου, αναφορικά με τις μεταλλικές στεγανές θύρες και τις εξωτερικές θύρες (πυρασφάλειας), ενώ δεν προβλέπεται, ούτε και είναι δυνατή, οποιαδήποτε άλλη εργασία (λχ. συντήρησης, προσθήκης εξαρτήματος) από τα -μη εξειδικευμένα- μέλη του πληρώματος. Τελευταία -πριν το ένδικο μη ναυτικό συμβάν- επιθεώρηση πραγματοποιήθηκε στις 4.12.2015 από την Επιθεώρηση Πλοίων, σύμφωνα με την ως άνω Οδηγία 1999/35/ΕΚ, χωρίς να υπάρξει καμία παρατήρηση. Άλλωστε, την ημέρα του ατυχήματος και πριν την έναρξη επιβίβασης είχε γίνει επιθεώρηση, μεταξύ άλλων, των εξωτερικών θυρών του πλοίου, από μέλη του πληρώματος με επικεφαλής τον Ύπαρχο, σύμφωνα και με τα άρθρα 27 και 31 του Β.Δ. 683/1960», χωρίς να διαπιστωθεί κάποιο πρόβλημα στη λειτουργία τους. Η αναφορά δε, τόσο από τον ίδιο τον ενάγοντα, όσο και από τους συνταξιδιώτες του, ότι, κατά τη διάρκεια παραμονής του στο ιατρείο του πλοίου, μέλη του πληρώματος έλεγαν ότι γίνονταν διαρκώς ατυχήματα με τις πόρτες, είναι αόριστη και δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο αποδεικτικό μέσο, αντικρούεται δε από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, που επισημαίνουν αμφότεροι ότι ουδέποτε είχε αναφερθεί περιστατικό τραυματισμού επιβάτη οφειλόμενο στην κακή λειτουργία της εν λόγω θύρας, ούτε κατά τις περιόδους μεγάλης τουριστικής και επιβατικής κίνησης. Άλλωστε, δεν αναφέρθηκε άλλο περιστατικό τραυματισμού επιβάτη, οφειλόμενο στη θύρα αυτή, κατά την ως άνω ημεροχρονολογία, που έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τη δίοδό του από την ως άνω πυροστεγή θύρα και μάλιστα για δεύτερη φορά μέσα σε χρονικό διάστημα 20 περίπου λεπτών, δεν πρόσεξε α) την επί της πόρτας αυτοκόλλητη σήμανση, που αναγράφει στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα «ΠΡΟΣΟΧΗ – Η ΠΟΡΤΑ ΚΛΕΙΝΕΙ ΑΥΤΟΜΑΤΑ – ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ», β) την προαναφερθείσα αυτοκόλλητη σήμανση, που αναπαριστά και επισημαίνει τον τρόπο ανοίγματος, με την ένδειξη στην ελληνική και αγγλική γλώσσα «Α’ τάξη – πόρτα πυρκαϊάς που κλείνει μόνη της» και γ) την αυτοκόλλητη ένδειξη στην κάτω πλευρά της κάσας της πόρτας, που αναγράφει στην αγγλική και την ελληνική γλώσσα «Προσέχετε πού πατάτε», αλλά έσπευσε να προλάβει να περάσει προτού αυτή κλείσει και ενώ είχε ήδη προηγηθεί η διέλευση, μέσω της θύρας αυτή, ετέρου επιβάτη, ο οποίος είχε ανοίξει την πόρτα, αμελώς δε τοποθέτησε το δάκτυλό του επί της κάσας της θύρας λίγα δευτερόλεπτα πριν αυτή ασφαλίσει, αντί να απομακρύνει το χέρι του από το σημείο αυτό και ενώ το σώμα του είχε ήδη διέλθει από αυτήν (βλ. ιδίως την από 22/1/2016 έκθεση ένορκης εξέτασης, ως μάρτυρα, του …….., ενώπιον του Υποπλοιάρχου Λ.Σ. ………, Αξιωματικού Γρ. Ανάκρισης). Δεν αποδείχθηκε δε η ημερομηνία βιντεολήψης του προσκομιζόμενου μετ’ επικλήσεως οπτικοακουστικού υλικού, ώστε να σχηματιστεί πλήρης δικανική πεποίθηση ότι η ταχύτητα κλεισίματος της θύρας σε αυτό το υλικό συμπίπτει με την ταχύτητα κλεισίματος κατά την 18/1/2016, και συγκεκριμένα ότι το υλικό αυτό ελήφθη από τον επιβάτη και συγγενή του, ……., λίγα μόνον λεπτά μετά το επίδικο ατύχημα, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, σύμφωνα με την κατάθεση του συνεπιβάτη και συγγενούς του, καθώς στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρεται ότι ο ανωτέρω, ……., και ο έτερος επιβάτης, ………., μετά το επίδικο ατύχημα, μερίμνησαν για την παροχή ιατρικής βοήθειας στον ενάγοντα, την αναζήτηση των μελών του πληρώματος και τη μεταφορά του ενάγοντος στο ιατρείο του πλοίου. Ειδικότερα, στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «…3.3…ακούγοντας την κραυγή πόνου μου μπήκαν μέσα και με έπιασαν στα χέρια τους καθώς από τον πόνο και τα αίματα ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. ΄Αρχισαν να φωνάζουν στα μέλη του πληρώματος για βοήθεια και σε λίγα λεπτά με μετέφεραν στο ιατρείο του πλοίου για να μου παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Από τα μεγάφωνα άκουσα την έκκληση προς κάθε γιατρό που βρισκόταν στο πλοίο να προσέλθει στο ιατρείο του πλοίου για βοήθεια….3.5. Περί ώρα 21.00 έφτασε και το ασθενοφόρο και αφού αποβιβάστηκα από το πλοίο μεταφέρθηκα στο Γ.Ν.Α. «ΚΑΤ-ΕΚΑ»…». Όπως προκύπτει δε από το από 18/01/2016 Ημερολόγιο Γέφυρας του ως άνω πλοίου, στις 21.08 προσήλθε το ασθενοφόρο και παρέλαβε τον ενάγοντα. Ουδεμία, επίσης, αναφορά γίνεται στην από 19/2/2016 έκθεση ένορκης εξέτασης, ως μάρτυρα, του ……….., ενώπιον του Υποπλοιάρχου Λ.Σ. …………, Αξιωματικού Γρ. Ανάκρισης, περί λήψεως του ως άνω οπτικοακουστικού υλικού από αυτόν, λίγη ώρα μετά το επίδικο συμβάν. Το υλικό δε αυτό, όπως προκύπτει από την από 18/4/2016 έκθεση ένορκης προανάκρισης, τέθηκε στο φάκελο της σχηματισθείσας προανακριτικής δικογραφίας μετά από αποστολή μέσω ΕΛ.ΤΑ.. Συνακόλουθα, αποδείχθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος του τραυματισμού του από έλλειψη προσοχής υπήρξε ο ίδιος ο ενάγων, ο οποίος δεν κατέβαλε την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, δηλαδή την αντικειμενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενη επιμέλεια του μέσου συνετού επιβάτη, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει με βάση τις προσωπικές του ιδιότητες και ικανότητες (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 84/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ). Αντίθετα, οι εναγόμενες, μέσω και των προστηθέντων από την πρώτη εναγομένη, Πλοίαρχου, ΄Υπαρχου, Αξιωματικών και λοιπών μελών του πληρώματος, που απέδειξαν την έλλειψη οποιοσδήποτε υπαιτιότητάς τους, παρείχαν, η μεν πρώτη, ως πραγματικός μεταφορέας, η δε δεύτερη, ως συμβατικός μεταφορέας, την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια στο πλαίσιο άσκησης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, καθώς η εν λόγω θύρα κατά τη στιγμή του τραυματισμού του ενάγοντος πληρούσε, σύμφωνα με τους κανόνες ασφαλείας στη θάλασσα, τις απαιτούμενες προδιαγραφές ασφαλείας. Σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε η υπαιτιότητα των προστηθέντων των εναγομένων για τον τραυματισμό του ενάγοντος, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και δη ότι δεν επέδειξαν την επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, (άρθρο Α.Κ. 330), την καλή πίστη (άρθρο Α.Κ. 288) και τους κανόνες της ναυτιλίας και ευλόγως αναμένουν τα πρόσωπα, που επιβιβάζονται σε πλοίο, ότι πρέπει να επιδεικνύει ο πλοίαρχος του πλοίου μέσα στον κύκλο των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του και τα λοιπά μέλη του πληρώματος και ότι δεν έλαβαν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς διατήρηση της ασφάλειας των επιβατών στο πλοίο, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια του ενάγοντος, που επέβαινε σε αυτό. ΄Αλλωστε δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή να αποκλειστεί το ενδεχόμενο επηρεασμού της ταχύτητας κλεισίματος της πόρτας από εξωτερικούς παράγοντες, ήτοι κάποιος να επηρεάζει την ταχύτητα κλεισίματος στο οπτικοακουστικό υλικό, από την πίσω πλευρά της θύρας, όπως επισημαίνει και ο συντάξας την από 18.4.2016 έκθεση ένορκης προανάκρισης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά – Α’ Λιμενικό Τμήμα – Γραφείο Ανάκρισης, ……..ς, Υπ/χος Λ.Σ.. Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 3 του άνω Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», που τυγχάνει εφαρμογής στην ένδικη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ, 1 και 1α, 2 παρ. 2, 3 παρ. 2, 6, 4 παρ. 1, 2, 4 της σύμβασης των Αθηνών, που παρατίθενται στο παράρτημα Ι, άρθρα 2 εα), 3 παρ. 1α,  4 παρ. 1,4, 5, 6 του π. δ/μα 103/1999, βάσει της περιοχής, που το πλοίο της πρώτης των εναγομένων εκτελούσε πλόες, όπως οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν με το π.δ/μα 95/2019 (ΦΕΚ τ. Α΄ 158/14.10.2019), σε συνδυασμό με τα άρθρα 84, 107 ΚΙΝΔ, 104 Κ.Δ.Ν.Δ, 293 του Ν. 4072/2012, 1, 8 ν. 2251/1994, 281, 288, 299, 330, 345, 346, 481 επ., 914, 922, 932 ΑΚ και 70 Κ.Πολ.Δ, πρέπει ν’ απορριφθεί, ως προς αμφότερες τις βάσεις της, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, για αμφότερες τις εναγόμενες. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε την υπό κρίση αγωγή, ως προς την πρώτη των εναγομένων, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και συνεκτιμώντας και αξιολογώντας επιμελώς όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους αποδεικτικά μέσα, ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει μετά τη συ­μπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι κατά της εκκαλουμένης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ως προς την πρώτη των εφεσιβλήτων, η από 02-04-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 έφεση, κατά της με αριθμ. 4907/06-11-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, διότι η ερμηνεία των διατάξεων, που εφαρμόστηκαν, υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 και 183 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 02-04-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 έφεση, κατά της με αριθμ. 4907/06-11-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν ως προς την πρώτη των εφεσιβλήτων και

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατ’ ουσίαν ως προς τη δεύτερη των εφεσιβλήτων.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμ. 4907/06-11-2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ως προς τη δεύτερη των εφεσιβλήτων και την περί δικαστικών εξόδων διάταξη της εκκαλουμένης.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 17.10.2017  αγωγή ως προς τη δεύτερη των εναγομένων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την δεύτερη των εναγομένων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου σε αυτόν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της, μεταξύ των διαδίκων, τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στις 23/03/2021, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ