Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 196/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:  196/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η από 15.12.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) έφεση του πρωτοδίκως εναγόμενου ……… κατά της πρωτοδίκως ενάγουσας ………. και ………, καθώς και οι 10.4.2020 (κατατεθέντες στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) πρόσθετοι λόγοι έφεσης προς εξαφάνιση της 3600/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση) το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 3.7.2018 (με αριθμό κατάθεσης ……./2018) αγωγή της εφεσίβλητης κατά του εκκαλούντος για επιδίκαση μεταγαμιαίας διατροφής, δέχθηκε εν μέρει αυτή, αφορούν στα ίδια προσβαλλόμενα κεφάλαια της εκκαλούμενης απόφασης και σε αναγκαστικώς συνεχόμενα με αυτά και γι’ αυτό πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω συνάφειας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 520 παρ.2 ΚΠολΔ, από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ Δικαστήριο, κατά την ίδια πιο πάνω ειδική διαδικασία κατ’ άρθρο 591 παρ.7 του ΚΠολΔ. Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε την 1.11.2019, η δε κρινόμενη από 15.12.2019 έφεση ασκήθηκε νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 23.12.2019 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, ήτοι πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι προηγήθηκε της ασκήσεως της έφεσης, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον ένα διάδικο στον άλλο. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Επίσης, οι από 10.4.2020 πρόσθετοι λόγοι έφεσης έχουν ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 25.5.2020 και κοινοποίηση στην εφεσίβλητη τουλάχιστον τριάντα μέρες πριν τη συζήτηση της υπόθεσης στην πιο πάνω ορισθείσα δικάσιμο (βλ. την υπ’ αριθ. ……./29.5.2020 έκθεση επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ……… προς την εφεσίβλητη, λόγω απουσίας της οποίας παρέλαβε ο σύνοικος υιός της κατ’ άρθρο 128 παρ.1 ΚΠολΔ). Συνεπώς και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να εξετασθούν ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό του ασκηθέντος ενδίκου μέσου ο εκκαλών κατέθεσε το με κωδικό ……….. e- παράβολο ποσού 100 ευρώ του Υπουργείου Οικονομικών, εξοφλημένο σύμφωνα με το από 20.12.2019 γραμμάτιο είσπραξης της attica bank, αν και πρόκειται για διαφορά του άρθρου 592 αρ.3 του ΚΠολΔ.

Με την από 3.7.2018 αγωγή της η ενάγουσα υποστήριζε ότι με τον εναγόμενο τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 10.12.1977, ο οποίος λύθηκε με την 2511/2015 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ζητούσε δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, πρώην σύζυγός της, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλλει νομιμότοκα μηνιαία διατροφή 550 ευρώ, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής και με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης, επειδή η ίδια δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της από εισοδήματα ή την περιουσία της και αδυνατεί να ασκήσει κατάλληλο επάγγελμα, λόγω της ηλικίας της και των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, ώστε να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της, άλλως ζητούσε την επιδίκαση της παραπάνω διατροφής για λόγους επιείκειας. Ο εναγόμενος αρνήθηκε την αγωγή και προέβαλε ισχυρισμούς περί αοριστίας αυτής, την ένσταση του άρθρου 1442 ΑΚ περί μη υποχρεώσεως καταβολής διατροφής λόγω μη πρότερης εκ μέρους της ενάγουσας ρευστοποιήσεως της ακίνητης περιουσίας της, ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματός της και επικουρικά ισχυρισμό περί συνυπολογισμού της μισθωτικής αξίας της αποκλειστικής χρήσης της τέως συζυγικής στέγης από την ενάγουσα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του εναγόμενου, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ως μεταγαμιαία διατροφή, μέσα στις πρώτες πέντε μέρες κάθε μήνα, το ποσό των 300 ευρώ για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε δόσης. Ήδη με την υπό κρίση έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να κρατηθεί η αγωγή της εφεσίβλητης από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί στο σύνολό της, καταδικαζόμενης αυτής στα δικαστικά του έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την υποβληθείσα ενώπιον του ένσταση αοριστίας της αγωγής. Ότι η ένδικη αγωγή είναι αόριστη κατά το ιστορικό της, αφού σε αυτό εκτίθεται ότι δήθεν ο εναγόμενος εργάζεται αφανώς χωρίς να διευκρινίζεται καν: 1) οποιοδήποτε στοιχείο φερόμενης προσλήψεως του εναγόμενου, 2) ο τόπος φερόμενης παροχής της εργασίας του, 3) ο χρόνος της φερόμενης παροχής εργασίας, 4) η φερόμενη αντιμισθία του, ούτε 5) το φερόμενο πρόσωπο του εργοδότη του. Ότι ακόμη, όλως αόριστα τίθεται και το αγωγικό αίτημα για καταβολή μηνιαίας διατροφής, χωρίς στο αίτημα αυτό να εξειδικεύεται κάθε επιμέρους κονδύλιο της διατροφής, δηλαδή ποιες οι ανάγκες της ενάγουσας, πώς προκύπτουν, τι ύψους είναι εκάστη και πώς πρέπει να καλυφθούν. Σχετικά με τον ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής αναφορικά με τα αφανή εισοδήματα του ενάγοντος, αυτός τυγχάνει βάσιμος, καθώς το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ως βάση για την ευπορία του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή πρώην συζύγου τα προσδιοριζόμενα κατά ποσό στην αγωγή εισοδήματά του σε συνδυασμό με την περιγραφόμενη περιουσία του και ως τέτοια εν προκειμένω εκτίθενται μόνο τα ποσά της σύνταξης του, καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία του. Αντίθετα, η ενάγουσα δεν προσδιόρισε για το επίδικο χρονικό διάστημα ποια ήταν κατά ποσό τα εισοδήματα του εναγόμενου από την αφανή εργασία του σε ποντοπόρα πλοία και ποια ποσά έλαβε ως μερίσματα από μετοχές που διατηρούσε. Η δε γενική αναφορά στο πρόσωπο του εναγόμενου ότι «επί μακρά σειρά ετών και τουλάχιστον μέχρι το έτος 2014 εργαζόταν και σε ποντοπόρα πλοία, προσαυξάνοντας σημαντικά τα εισοδήματά του από την εργασία του αυτή, ενώ επιπλέον διατηρούσε και μετοχές στην εταιρία (με τα πλοία) όπου εργαζόταν, αποκομίζοντας επιπλέον έσοδα από μερίσματα ετησίως. Ήδη μπορεί εμφανώς μεν να έχει διακόψει την εν λόγω εργασία του όχι όμως και αφανώς, αφού είναι προφανές ότι τα εισοδήματά του δεν περιορίζονται στη μηνιαία σύνταξη που λαμβάνει…» δεν επιτρέπει το Δικαστήριο να τάξει αποδείξεις σχετικά με συγκεκριμένα εισοδήματα του εναγόμενου, οπότε δεν λαμβάνεται υπόψη ως ισχυρισμός περί πρόσθετων εισοδημάτων του για τη στοιχειοθέτηση της επικαλούμενης ευπορίας του. Ωστόσο, η αόριστη αυτή αναφορά σε πρόσθετα εισοδήματα του εναγόμενου από αφανή εργασία σε ποντοπόρα πλοία και από μερίσματα μετοχών σε ναυτική εταιρία δεν καθιστούν στο σύνολό της αόριστη την αγωγή, αφ’ ης στιγμής η ενάγουσα προσδιορίζει το ποσό της μηνιαίας σύνταξης που λαμβάνει ο εναγόμενος ως συνταξιούχος του πολεμικού ναυτικού και το σύνολο της περιουσίας του. Σε ό,τι δε αφορά την αιτίαση περί αοριστίας της αγωγής επειδή δεν εξειδικεύεται κατά ποσό κάθε επιμέρους διατροφική αξίωση της ενάγουσας, αυτή τυγχάνει νόμω αβάσιμη. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1442 και 1443 ΑΚ προς εκείνες των άρθρων 1487 και 1493 του ίδιου Κώδικα, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 1443, όπως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του ν. 1329/1983, συνάγεται ότι γενική προϋπόθεση για τη γένεση αξίωσης διατροφής πρώην συζύγου, όταν ο γάμος λύθηκε με διαζύγιο μετά την ισχύ του ν. 1329/1983, είναι η απορία του δικαιούχου πρώην συζύγου και η ευπορία του υπόχρεου, επί πλέον δε από την πλευρά του δικαιούχου πρέπει να συντρέχει και μια από τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1442 ΑΚ (βλ. ΕφΑθ 5956/2003, ΕλλΔνη 2004, σελ. 520). Για το ορισμένο της αγωγής διατροφής μετά τη λύση του γάμου, ο ενάγων πρώην σύζυγος που αιτείται διατροφή, ως προς το αξιούμενο ποσό διατροφής αρκεί να επικαλείται τις προσδιοριστικές του ύψους της διατροφής ανάγκες του χωρίς να είναι αναγκαίο να εξειδικεύει αυτές, αναφέροντας και την απαιτούμενη για κάθε μία δαπάνη, αρκεί μόνο να αναφέρει το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του αυτών (πρβλ. ΜονΕφΠειρ 442/2016 στην ΤΝΠ Νόμος). Στο δικονομικό αυτό βάρος ανταποκρίθηκε η ενάγουσα-εφεσίβλητη με την αγωγή της, ορθά δε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε αυτή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1442, 1443, 1486, 1487, 1493, 1496, 1498, 340, 341, 345 και 346 του ΑΚ. Πιο κάτω, σχετικά με το παραδεκτό προβολής οψιγενών ισχυρισμών των διαδίκων που προβάλλονται μετά την έγερση της αγωγής και ήδη στην κατ’ έφεση δίκη και επηρεάζουν τη γένεση, τη μείωση ή την παύση του τυχόν δικαιώματος διατροφής του πρώην συζύγου κατά του άλλου και δεδομένου ότι οι νυν διάδικοι επικαλούνται τόσο με την υπό κρίση έφεση, όσο και με τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οψιγενή πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου αυτού αναφορικά με την ένδικη αξίωση διατροφής, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 1442, 1443, 1487, 1493 και 1498 ΑΚ και των άρθρων 223, 224, 334, 525, 526 και 527 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις επιδίκασης μεταγαμιαίας διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και του ύψους αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της, το σχετικό πάντως δικαίωμα πρέπει να έχει γεννηθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Επομένως τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή, τα οποία πρέπει να έχουν συντελεσθεί έως τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, είναι απαράδεκτα προτεινόμενα με τις πρωτόδικες προτάσεις, την έφεση ή τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο εφετείο. Αντιθέτως τα καταλυτικά του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή γεγονότα και οι αντενστάσεις που δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, που μεταβάλλουν τη βάση της αγωγής, μπορούν να προταθούν έως την τελευταία επί της ουσίας της υπόθεσης συζήτηση, στο πρωτοδικείο, στο δε εφετείο με το εφετήριο ή με τους πρόσθετους λόγους έφεσης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο εναγόμενος ως εκκαλών μπορεί να προτείνει παραδεκτώς το πρώτο στην κατ’ έφεση δίκη οψιγενή ισχυρισμό (ένσταση), στηριζόμενο στην επελθούσα μεταβολή των προσδιοριστικών του ύψους της διατροφής στοιχείων, η οποία θα μπορούσε να έχει ως επακόλουθο την παύση ή τη μείωση του ποσού της διατροφής (βλ. ΟλΑΠ 2/1994 στην ΤΝΠ Νόμος). Η προβολή της εν λόγω οψιγενούς ενστάσεως μπορεί να γίνει μόνο με το εφετήριο ή το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων. Υπό το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς, παγίως γινόταν δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία ότι οι ενστάσεις που για πρώτη φορά προβάλλονταν από τον εκκαλούντα-εναγόμενο, στον δεύτερο βαθμό με σκοπό την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, παραδεκτά προβάλλονταν με τις προτάσεις, σε όσες ειδικές διαδικασίες οι προτάσεις αποτελούσαν νόμιμο τρόπο ασκήσεως των πρόσθετων λόγων έφεσης, όπως στην εργατική διαδικασία του άρθρου 681ΒΚΠολΔ, κατά την οποία εκδικάζονταν οι διαφορές, που αναφέρονται στη διατροφή συζύγων και τέκνων και με τις προτάσεις (ΑΠ 2070/2007 ΕλλΔνη 49.424,  ΕφΛαμ 44/2013 στην ΤΝΠ Νόμος). Ήδη ο ν. 4335/2015 εισήγαγε το νέο άρθρο 591 παρ.1 εδ. ζ’ του ΚΠολΔ, το οποίο προβλέπει ομοιόμορφα για όλες τις ειδικές διαδικασίες την υποχρεωτική άσκηση των πρόσθετων λόγων έφεσης με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ ημέρες, πριν συζητηθεί η έφεση. Επομένως, δεν μπορεί να έχει πλέον εφαρμογή η προηγούμενη νομολογιακή θέση και όλοι οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί του εκκαλούντος στον δεύτερο βαθμό που τείνουν σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης προβάλλονται στο εξής παραδεκτά μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο της έφεσης, αντέφεσης ή πρόσθετων λόγων εφέσεως, διαφορετικά απορρίπτονται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, λόγω παραβίασης της αρχής τηρήσεως προδικασίας κατ’ άρθρο 111 παρ.2 ΚΠολΔ (βλ. Καλλιόπη Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το Ν. 4335/2015, έκδοση 2017, σελ. 77, 78). Περαιτέρω και πριν το Δικαστήριο αυτό προχωρήσει στην εκτίμηση των αποδείξεων, σημειώνεται ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν πρωτοδίκως και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η με επιμέλεια της ενάγουσας ληφθείσα κατάθεση της κόρης των διαδίκων, ………….. Τούτο καθώς η από 4.7.2018 αγωγή της εφεσίβλητης ασκήθηκε μετά την 1.1.2016 και ορθά εφαρμόσθηκε, κατά τη συζήτησή της, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών, ήτοι οι διατάξεις των άρθρων 591, 592 επ. του ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του ν. 4335/2015, με το άρθρο 597 παρ.2 αριθ. 2 να ορίζει ότι «Στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 δεν επιτρέπεται:…2) να εξεταστούν ως μάρτυρες τα τέκνα τους, γνήσια, νομιμοποιημένα, θετά και αναγνωρισμένα, τα τέκνα της γυναίκας που γεννήθηκαν χωρίς γάμο, καθώς και οι σύζυγοι και οι κατιόντες τους», στις δε διαφορές του άρθρου 592 ΚΠολΔ περιλαμβάνονται κατά την παράγραφο 3 στοιχ.α’ και οι οικογενειακές διαφορές που αφορούν τη διατροφή που οφείλεται λόγω διαζυγίου (βλ. σχετικά Καλλιόπη Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το Ν. 4335/2015, ό.π., σελ. 121, 122). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιτρέποντας την κατάθεση του ως άνω γνήσιου τέκνου των διαδίκων και λαμβάνοντάς την υπόψη εφάρμοσε εσφαλμένα το προγενέστερο δίκαιο που επέτρεπε την εξέταση των τέκνων των διαδίκων σε διαφορές διατροφής, μεταγαμιαίας ή μη. Παρακάτω, λοιπόν, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του εναγόμενου και αδελφού του, ……….., όπως αυτή περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων αυτών που το πρώτον προσάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη από τα όσα συνομολογούν οι διάδικοι και για τα οποία θα γίνει λόγος παρακάτω και όπως οι ομολογίες τους αυτές λαμβάνονται υπόψη κατ’ άρθρο 597 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις άλλες αποδείξεις κι εκτιμώνται ελεύθερα, τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 10.12.1977 στην Αθήνα, από τον οποίο απέκτησαν δύο ενήλικα ήδη τέκνα, τον … και την ….. (ηλικίας 42 και 38 ετών αντίστοιχα). Ο γάμος τους λύθηκε με την ήδη αμετάκλητη 2511/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, λόγω διετούς διάστασης. Περαιτέρω, η ενάγουσα-εφεσίβλητη, όπως συνομολογεί ο εναγόμενος-εκκαλών, τουλάχιστον κατά την περίοδο 1980-1982 δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά με την κοπτική-ραπτική. Ωστόσο, στη συνέχεια σταμάτησε να εργάζεται, προκειμένου να αφιερωθεί στις οικιακές εργασίες, στην ανατροφή των τέκνων της και στη διαχείριση υποθέσεων που αφορούσαν τον κοινό οίκο, δυνάμει πληρεξουσίων που της είχε χορηγήσει ο εναγόμενος, δεδομένου ότι ο σύζυγός της έλειπε συχνά σε ταξίδια όσο υπηρετούσε στο Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και στη συνέχεια μετά τη συνταξιοδότησή του τον Ιούνιο του 1992, άρχισε να ναυτολογείται σε ποντοπόρα πλοία για να έχει η οικογένεια αυξημένο εισόδημα. Η πολυετής αυτή αποχή της ενάγουσας από ορισμένη επαγγελματική απασχόληση, σε συνδυασμό με την ηλικία της (κατά το επίδικο διάστημα διένυε το 61ο έως το 63ο έτος της ηλικίας της) και την επιβαρυμένη υγεία της, ως πάσχουσα από αρτηριακή υπέρταση και υπερλιπιδαιμία, καθώς και από αγχώδη καταθλιπτική διαταραχή, καθιστούν ιδιαίτερα δυσχερή γι’ αυτήν την ανεύρεση σταθερής εργασιακής απασχόλησης, ικανής να της αποφέρει ένα αξιοπρεπές για τη διαβίωση της μηνιαίο εισόδημα, τα όσα δε υποστηρίζει με τον υπό στοιχεία Α2 πρόσθετο λόγο έφεσής του ο εναγόμενος ότι θα μπορούσε να αναλάβει τη φύλαξη παιδιών και να εξασφαλίσει μηνιαίο εισόδημα 350 ευρώ κρίνονται αβάσιμα στην ουσία τους, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ψυχολογικών της προβλημάτων. Τα ως άνω προβλήματα υγείας της εφεσίβλητης-ενάγουσας προκύπτουν η μεν αγχώδης καταθλιπτική διαταραχή από τις από 7.3.2019 και από 4.7.2018 ιατρικές γνωματεύσεις του ψυχίατρου …………, ο οποίος μάλιστα στην πιο πρόσφατη γνωμάτευση βεβαιώνει για την ενάγουσα ότι «Στην παρούσα φάση θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο να μπει σε διαδικασία ανεύρεσης εργασίας κ’ να ανταπεξέλθει», η δε αρτηριακή υπέρταση και υπερλιπιδαιμία από την από 23.5.2017 ιατρική γνωμάτευση του ειδικού καρδιολόγου …………. Οι παραπάνω βεβαιώσεις αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, χωρίς να στερούνται αποδεικτικής αξίας, επειδή έχουν εκδοθεί από ιδιώτες ιατρούς, παρά τα όσα αντίθετα, αβασίμως, υποστηρίζει ο εκκαλών με τον υπό στοιχεία Β1 πρόσθετο λόγο έφεσης ότι για να είναι αξιόπιστες οι σχετικές γνωματεύσεις θα έπρεπε να έχουν εκδοθεί από ιατρούς δημόσιων νοσοκομείων. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος με τον υπό στοιχεία Β2 πρόσθετο λόγο έφεσης του εκκαλούντος-εναγόμενου ισχυρισμός ότι η διαγνωσθείσα στην εφεσίβλητη-ενάγουσα αρτηριακή υπέρταση και η υπερλιπιδαιμία δεν είναι δυσίατα νοσήματα, ώστε να συνιστούν σοβαρό πρόβλημα υγείας, όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη, που να την εμποδίζουν να εργαστεί, αλλά αντιμετωπίζονται με δίαιτα και φαρμακευτική αγωγή και ότι άρα και για τον λόγο αυτό μπορεί με κατάλληλη εργασία η ενάγουσα να αυτοδιατραφεί, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του. Η ενάγουσα έχοντας γεννηθεί το έτος 1957, αντιμετωπίζει ταυτόχρονα αρτηριακή υπέρταση και η υπερλιπιδαιμία μαζί με αγχώδη καταθλιπτική διαταραχή, δηλαδή έχει να αντιμετωπίσει παράλληλα περισσότερα προβλήματα υγείας, έτσι ώστε ο συνδυασμός των παραπάνω ασθενειών να συνιστά σοβαρό πρόβλημα υγείας που την εμποδίζει να εργαστεί. Ιδίως επισημαίνεται ότι στην από 7.3.2019 ιατρική του γνωμάτευση ο ψυχίατρος ……… σχετικά με την αγχώδη καταθλιπτική διαταραχή αναφέρει ότι η ενάγουσα, έχοντας εμφανίσει το πρόβλημα αυτό για πρώτη φορά πριν από δέκα χρόνια, δεν ανταποκρίνεται σε φαρμακευτική αγωγή, παρουσιάζει διαταραχές συμπεριφοράς και κατά την αξιολόγησή του στην παρούσα φάση είναι εξαιρετικά δύσκολο αυτή να μπει σε διαδικασία ανεύρεσης εργασίας και να ανταπεξέλθει. Αντίστοιχα, ο καρδιολόγος ………. στην από 23.5.2017 γνωμάτευσή του αναφέρει σχετικά με την αρτηριακή υπέρταση και την υπερλιπιδιαιμία ότι συνιστάται η αποφυγή άρσης βαρών και η αποφυγή συναισθηματικών καταστάσεων που να επιβαρύνουν την υγεία της ενάγουσας. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα λαμβάνει ένα μηνιαίο επίδομα 100 ευρώ από την Πρόνοια, ενώ τα υποστηριζόμενα το πρώτον με τις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις του εκκαλούντος-εναγόμενου ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα, κατά το άρθρο 2 της Απόφασης Δ13/οικ./33475/1935 (ΦΕΚ β’ 2281/15-6-2018) των Υπουργών Εσωτερικών-Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων- Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης- Οικονομικών λαμβάνει ως εγγυημένο ποσό εισοδηματικής ενίσχυσης, ως μονοπρόσωπο νοικοκυριό, συνολικά το ποσό των 200 ευρώ, εκ των οποίων τα 100 ευρώ δαπανώνται αποκλειστικά μέσω προπληρωμένης τραπεζικής κάρτας της δικαιούχου, οπότε αυτή επιμελώς απέκρυψε στην αγωγή της το ποσοστό του Κ.Ε.Α. που δεν φαίνεται, ήτοι το πρόσθετο ποσό των 100 ευρώ που ενσωματώνεται στην παραπάνω κάρτα, επιπλέον δε ότι απέκρυψε τις παροχές που δικαιούται από τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.4 και 1 παρ.2 της ανωτέρω Απόφασης, δηλαδή Α) δωρεάν Ιατροφαρμακευτική Περίθαλψη, Β) Κοινωνικό Τιμολόγιο Παροχών α) ηλεκτρικής ενέργειας, β) ύδρευσης, γ) Δήμων και Δημοτικών Επιχειρήσεων δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, καθώς δεν εκτίθενται στο εφετήριο, ούτε στους πρόσθετους λόγους έφεσης και απαραδέκτως κατ’ άρθρο 111 παρ.2 ΚΠολΔ εισάγονται προς κρίση για πρώτη φορά με τις προτάσεις ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πιο πάνω μείζονα σκέψη). Η ενάγουσα διαμένει με τον άνεργο υιό της σε ιδιόκτητη κατοικία, εμβαδού 66,50 τ.μ. (δυομισάρι), η οποία αποτελούσε και τη συζυγική κατοικία και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται με έξοδα στέγασης. Πρόκειται για διαμέρισμα, που βρίσκεται σε οικοδομή επί της οδού ……, στην …….., δηλαδή σε μια λαϊκή συνοικία του Πειραιά και αγοράσθηκε από την ενάγουσα-εφεσίβλητη το έτος 1980, με χρήματα που της έδωσαν οι γονείς της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα είναι συγκυρία σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, ενός γεωτεμαχίου επιφάνειας 780 τ.μ. περίπου στην τέως Κοινότητα ….. Αυλίδος, στον Ωρωπό, επί του οποίου είναι κτισμένη διώροφη εξοχική οικία που έχει αποπερατωθεί το έτος 2000, εκ της οποίας τυγχάνει κατοικήσιμος μόνο ο πρώτος υπέρ το ισόγειο όροφος επιφάνειας 110 τ.μ., ενώ ο ισόγειος όροφος, ομοίως επιφάνειας 110 τ.μ., έχει απομείνει στο στάδιο των οπτοπλινθοδομών. Στο έτερο 50% είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριος ο εναγόμενος. Το συγκεκριμένο ακίνητο δεν αποφέρει έσοδα στην ενάγουσα, ενώ η ίδια μετά τη διάσταση που επήλθε μεταξύ αυτής και του εναγόμενου έπαψε να το χρησιμοποιεί για αναψυχή. Κατά τα λοιπά, η ίδια δεν είναι επιβαρυμένη με άλλα έξοδα, πλην των συνηθισμένων καθημερινών δαπανών και των δαπανών συντήρησης της ακίνητης περιουσίας της. Τα τέκνα της είναι ενήλικα και ως εκ τούτου δεν είναι επιφορτισμένη με τη διατροφή τους. Εξάλλου, ο εναγόμενος, ο οποίος εργαζόταν στο πολεμικό ναυτικό ως μηχανικός, είναι συνταξιούχος και λαμβάνει σύνταξη, ποσού 1.150 ευρώ μηνιαίως, μη δυναμένου του Δικαστηρίου αυτού να δεχθεί τη μεταβολή στο ποσό της μηνιαίας σύνταξης του εναγόμενου που επιχείρησε η ενάγουσα με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της στον πρώτο βαθμό καθώς τα στοιχεία της ευπορίας του εναγόμενου κατά τα ανωτέρω προσδιορίζονται κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής και δεν μπορούν να μεταβληθούν προς τα άνω με την προσθήκη-αντίκρουση των πρωτόδικων προτάσεων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα πιο πάνω στη μείζονα σκέψη, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε δεχόμενο μεγαλύτερο ποσό συνολικής συντάξεως (κύριας και επικουρικής) ύψους 1.377 ευρώ μηνιαίως σε σχέση με το ποσό που η ίδια η ενάγουσα υποστήριζε στην αγωγή της. Επίσης έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο για το επίδικο διάστημα που είναι η διετία από την επίδοση στον εναγόμενο της από 3.7.2018 ένδικης αγωγής ότι τα εισοδήματα του τελευταίου δεν περιορίζονται στη σύνταξη που λαμβάνει μηνιαίως, αλλά συνυπολόγισε τα δηλωθέντα ετήσια εισοδήματα του εναγόμενου για το οικονομικό έτος 2013 ύψους 71.515,01 ευρώ, δεδομένου ότι επί μακρά σειρά ετών και τουλάχιστον μέχρι το έτος 2014 ο εναγόμενος εργαζόταν και σε ποντοπόρα πλοία προσαυξάνοντας σημαντικά το εισόδημά του, καθώς και ότι διατηρούσε μετοχές στην εταιρία με τα πλοία όπου εργαζόταν, αποκομίζοντας έσοδα από μερίσματα ετησίως, ενώ τα ανωτέρω παντελώς αόριστα αναφέρονται στην αγωγή, χωρίς μάλιστα να διαλαμβάνεται σε αυτή προκειμένου περί παλαιών εισοδημάτων, εάν διατηρήθηκε ολόκληρο ή μέρος των ποσών που μέχρι το έτος 2014 είχε κερδίσει ο εναγόμενος ως μηχανικός σε ποντοπόρα πλοία καθώς και ποιο ήταν το ποσό των μερισμάτων από μετοχές που έλαβε αυτός κατά το επίδικο διάστημα, χωρίς να χρειάζεται το Δικαστήριο να εξετάσει κι επί της ουσίας την ανυπαρξία τέτοιων εισοδημάτων, όπως ζητάει ο εκκαλών με τους υπό στοιχεία Ε, Ε1 και Ε2 πρόσθετους λόγους έφεσης. Περαιτέρω, ο εναγόμενος διαμένει σε μίσθια οικία και δη σε μεζονέτα τριών επιπέδων στη Χαλκίδα (περιοχή «….»), εμβαδού 141 τ.μ., για την οποία καταβάλλει μηνιαίο μίσθωμα 250 ευρώ, κατόπιν συμφωνηθείσας μείωσης του αρχικού μισθώματος των 500 ευρώ με τον εκμισθωτή και διαθέτει ένα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής OPEL, τύπου ANTARA (4 x 4 τζιπ), 2.405 κ. εκ., με αριθμό κυκλοφορίας …….., για τα τέλη κυκλοφορίας του οποίου για το έτος 2020, κατέβαλε το ποσό των 920 ευρώ. Είναι συγκύριος, όπως προαναφέρθηκε, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εξοχικής κατοικίας στον Ωρωπό και αποκλειστικός κύριος παλαιάς απρόσοδης οικίας στο ….. Εύβοιας, όπου διέμενε η μητέρα του όσο ζούσε. Ο ίδιος έχει τα συνήθεις δαπάνες διαβίωσης και συντήρησης ενός μέσου ανθρώπου της ηλικίας του, ήτοι των 65 ετών, αντιμετωπίζει πρόβλημα βαρηκοϊας και πάσχει κατά διαστήματα από εξάρσεις και υφέσεις αστάθειας και εμβοών, λόγω μακρόχρονης έκθεσής του σε συνθήκες αυξημένης πίεσης σε πολεμικά υποβρύχια, υποβληθείς μάλιστα σε ενδοκρανιακή χειρουργική επέμβαση αποκαταστάσεως ωτοσκληρύνσεως. Περαιτέρω, αυτός βαρύνεται με τη συνεισφορά του στα έξοδα για την κάλυψη των μηνιαίων αναγκών της νέας του συζύγου, ……., την οποία παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο στις 8.5.2019 (βλ. προσκομιζόμενο Απόσπασμα Ληξιαρχικής Πράξης Γάμου του Ληξίαρχου του Δήμου Χαλκιδέων ……..) και η οποία δεν εργάζεται και όπως τα στοιχεία αυτά παραδεκτά προβλήθηκαν από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, το πρώτον, με το εφετήριο. Ως προς την επικαλούμενη με τον υπό στοιχεία Ε1 πρόσθετο λόγο έφεσης λήψη δανείου ποσού 15.000 ευρώ από την Εθνική Τράπεζα, με αποτέλεσμα ο εκκαλών να βαρύνεται με μηνιαία δόση αποπληρωμής 139,21 ευρώ, αυτή δεν αποδείχθηκε από κάποιο έγγραφο. Σχετικά με το επικαλούμενο δικαίωμα μεταγαμιαίας διατροφής της ενάγουσας κατά του εναγόμενου λόγω απορίας της, ζήτημα γεννάται ως προς την υποχρέωσή της να ρευστοποιήσει πρώτα την ακίνητη περιουσία της και δη αφενός το διαμέρισμα που αποτελεί την κύρια κατοικία της στην οδό … αρ…… στην ……., αφετέρου το 1/2 εξ αδιαιρέτου μερίδιο κυριότητάς της στην εξοχική κατοικία που έχει από κοινού με τον εναγόμενο στον Ωρωπό, ώστε σε περίπτωση που δεν καλύψει από το ποσό του τιμήματος τις διατροφικές της ανάγκες, να κριθεί ότι τότε μόνο έχει αξίωση να λάβει συμπληρωματική διατροφή από τον πρώην σύζυγό της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική ένσταση που είχε προβάλει ο εναγόμενος με την αιτιολογία: Α) Σε ό,τι αφορά την κύρια και μοναδική κατοικία της εμβαδού 66,5 τ.μ. ότι αυτή δεν είναι δυνατόν να εκποιηθεί, καθόσον εκεί η ενάγουσα εξασφαλίζει τη στέγη της, φιλοξενώντας μάλιστα τον άνεργο υιό της, τέκνο των διαδίκων, ενώ δεν κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναγκαίο να διαμείνει σε μικρότερο σπίτι λόγω των ανωτέρω περιστάσεων αλλά και των γενικότερων αναγκών της κοινωνικής ζωής, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της σύγχρονης κοινωνίας. Ότι σε κάθε περίπτωση, δεν προέκυψε η δυνατότητα ρευστοποίησης του περιουσιακού αυτού στοιχείου, ώστε στη συνέχεια η ενάγουσα να εκμισθώσει μια οικία (γκαρσονιέρα) μικρότερης έκτασης και έτσι να εξοικονομήσει χρήματα για τη διατροφή της, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Β) Σε ό,τι αφορά το ιδανικό μερίδιο ½ εξ αδιαιρέτου κυριότητας της ενάγουσας στην εξοχική οικία των διαδίκων στον Ωρωπό, γιατί ουδόλως αποδείχθηκε η αξία και η δυνατότητα ρευστοποίησης του παραπάνω περιουσιακού στοιχείου και ότι εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα ουδόλως υποχρεούται να εκποιήσει το μερίδιό της καθόσον είναι ενδεχόμενο στο μέλλον να ανακύψει (ιδίως λόγω προβλημάτων υγείας της) έκτακτη οικονομική ανάγκη, η οποία να επιβάλλει την εκποίηση, δεδομένου ότι, με βάση τη διέπουσα τον θεσμό, αρχή της επιείκειας, δεν δύναται να αξιωθεί η εκποίηση μικρής εκτάσεως απρόσοδων περιουσιακών στοιχείων, οσάκις η διατήρησή τους επιβάλλεται από λόγους πρόνοιας, προς εξασφάλιση του ιδιοκτήτη, τέως συζύγου, στο μέλλον για αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης. Με τον υπό στοιχείο Γ’ λόγο της έφεσής του ο εκκαλών-εναγόμενος παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του υποβληθείσα ένσταση μη υποχρεώσεως καταβολής διατροφής, λόγω μη πρότερης εκ μέρους της ενάγουσας ρευστοποίησης της περιουσίας της κατ’ άρθρο 1442 ΑΚ. Ότι ειδικότερα η ενάγουσα δεν διαθέτει αγώγιμη αξίωση διατροφής φερόμενη προς διάγνωση καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1442 ΑΚ μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της από την εκποίηση της περιουσίας της και δη της ιδιόκτητης κύριας κατοικίας της στην οδό … αρ. ….., άριστης κατασκευής και ανακαινισμένης πρόσφατα, αξίας περίπου 170.000 ευρώ, που χρησίμευε ως κατοικία τετραμελούς οικογένειας  και θα μπορούσε να εκποιηθεί και να μισθώσει στη συνέχεια γκαρσονιέρα αντί μισθώματος 180 ευρώ τον μήνα, οπότε με την εκποίηση της κατοικίας της και το παραπάνω τίμημα που θα λάβει η ενάγουσα να καλύψει εφ’ όρου ζωής τις διατροφικές της ανάγκες και να μη χρειάζεται να αιτείται διατροφή από τον πρώην σύζυγό της. Σχετικά με τον λόγο αυτό έφεσης με τον οποίο επαναφέρεται η προβληθείσα πρωτοδίκως από τον εναγόμενο, αναφορικά με την πρώτη κατοικία της ενάγουσας ένσταση ρευστοποίησης της περιουσίας της, επισημαίνεται ότι  οι  περιπτώσεις  κατά  τις  οποίες  ο  δικαιούχος  διατροφής,  ο  οποίος έχει ανεπαρκή εισοδήματα, επιβάλλεται να εκποιήσει την  περιουσία  του  ή  μέρος  αυτής  για  να καλύψει τις ανάγκες της διατροφής του, εξαρτώνται από το μέγεθος της περιουσίας του. Εφόσον ο δικαιούχος διατροφής  έχει  μεγάλη  περιουσία επιβάλλεται αναμφίβολα να εκποιήσει ένα μέρος της για να καλύψει μετά τη λύση του  γάμου  του  τις  ανάγκες  διατροφής  του,  το  μέτρο  και περιεχόμενο  της  οποίας κρίνονται κατά τα ισχύοντα για τη διατροφή εκ του νόμου (άρθρο 1443 ΑΚ), λαμβανομένου υπόψη  του  χρόνου κατά τον οποίο έγινε αμετάκλητη η απόφαση περί διαζυγίου. Αντίθετα, εάν εκείνος ο οποίος δικαιούται διατροφή έχει μικρής εκτάσεως περιουσία δεν είναι υποχρεωμένος να την εκποιήσει για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες του και τούτο γιατί είναι ενδεχόμενο να του παρουσιασθεί  στο  μέλλον  μία έκτακτη οικονομική ανάγκη όπως π.χ. ασθένεια, η οποία να επιβάλλει την εκποίηση  της περιουσίας αυτής (βλ. ΕφΑθ 11488/1988, ΝοΒ 1989, σελ. 755, Σταθέα Το διαζύγιο κατά τον Αστικό Κώδικα, έκδ. 1985, σελ. 283). Έτσι αποκλείεται η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων, αν μοναδικό περιουσιακό στοιχείο έχει ο δικαιούχος διατροφής την αναγκαία, για την εξασφάλιση της στέγης του, οικία, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι η βούληση του νομοθέτη δεν είναι η εξάντληση αυτού του περιουσιακού στοιχείου (βλ. Βασ. Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, β’ έκδοση, σελ. 532). Σε περίπτωση δε που τίθεται ζήτημα ρευστοποίησης μεταξύ κύριας και εξοχικής κατοικίας προστατεύεται η κύρια κατοικία, η οποία καλύπτει τις βασικές στεγαστικές ανάγκες του δικαιούχου πρώην συζύγου, καθώς ο κανόνας είναι να εξασφαλίζονται σ’ αυτόν συνθήκες διαβίωσης με αξιοπρέπεια (πρβλ. άρθρο 21 παρ.4 του Συντάγματος που ορίζει ότι «η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που την στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους»). Εάν πάντως η κύρια ιδιόκτητη κατοικία του αιτούντος διατροφή πρώην συζύγου είναι μεγάλης αξίας και αυτός από την εκποίησή της μπορεί με μέρος του τιμήματος να αποκτήσει κεφάλαιο για την κάλυψη των αναγκών διατροφής του και με το υπόλοιπο να αποκτήσει μικρότερης αξίας οικία, η οποία και πάλι θα καλύπτει αξιοπρεπώς τις στεγαστικές του ανάγκες, μπορεί αμυνόμενος ο φερόμενος ως υπόχρεος πρώην σύζυγος να προβάλει κατ’ ένσταση την υποχρέωση ρευστοποίησης της κύριας οικίας από τον φερόμενο δικαιούχο. Εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι η κύρια κατοικία της ενάγουσας- εφεσίβλητης είναι διαμέρισμα επιφάνειας 66,5 τ.μ. μεγάλης παλαιότητας, σαράντα ετών περίπου και βρίσκεται σε μη προνομιούχο περιοχή (…………), έτσι ώστε η τυχόν πώλησή του σε καμία περίπτωση δεν θα απέφερε το ποσό που υπολογίζει ο εκκαλών-εναγόμενος των 170.000 ευρώ ως τίμημα, ούτε το ποσό των 120.000 ευρώ που υπολογίζει στον υπό στοιχεία Στ2 πρόσθετο λόγο έφεσης, αλλά περίπου 80.000-90.000 ευρώ, ενώ επιπλέον η πώληση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να μείνει η ενάγουσα χωρίς δική της στέγη και να αυξηθούν οι μηνιαίες δαπάνες της, προκειμένου να καλύπτει και τα έξοδα ενοικίου από τη μίσθωση άλλης οικίας, τα οποία (έξοδα) σήμερα δεν υφίστανται. Επιπλέον λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, η επιφάνεια του διαμερίσματος αυτού είναι περίπου 15 τ.μ. παραπάνω, από αυτή την οποία υπό παρόμοιες συνθήκες χρειάζεται για τη διαβίωσή της μια γυναίκα στην ηλικία της ενάγουσας, έτσι ώστε και για τον λόγο αυτό να κρίνεται ασύμφορη η εκποίηση της κύριας κατοικίας της ενάγουσας και η οποία σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζει πολυτελή διαβίωση σε αυτή. Ομοίως κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η εν λόγω οικία δεν δύναται να εκποιηθεί γιατί εξασφαλίζει τη στέγη της ενάγουσας, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και τον νόμο εφάρμοσε, οπότε απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος τυγχάνει ο παραπάνω λόγος έφεσης. Με τον υπό στοιχείο Γ’ πρόσθετο λόγο έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν του ότι ο άνεργος ενήλικος υιός των διαδίκων διαμένει- φιλοξενείται από την εφεσίβλητη-ενάγουσα, λαμβάνοντας σιωπηρά υπόψιν ότι η ενάγουσα διατρέφει και τον υιό τους ……., ηλικίας 42 ετών. Επίσης με τον υπό στοιχείο Γ1 πρόσθετο λόγο έφεσης ο εκκαλών υποστηρίζει ότι σε προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα επικαλείτο ότι μαζί της κατοικεί, εκτός από την ενήλικο υιό τους και η ενήλικη κόρη τους, στην οποία όμως ο ίδιος με τα κέρδη του από τα υπερατλαντικά ταξίδια, αγόρασε οροφοδιαμέρισμα, τούτο δε προέβαλε για να δημιουργήσει η ενάγουσα εσφαλμένη εντύπωση στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι η ίδια και τα τέκνα τους είναι παντελώς άποροι, ότι κατοικούν και οι τρεις στο ίδιο σπίτι και ότι μοναδικό εισόδημα για τη διατροφή τους είναι η σύνταξή του, το οποίο είναι αναληθές και δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψιν κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επιπλέον ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του υιού του οι κατ’ άρθρο 1486 ΑΚ προϋποθέσεις για την επιδίκαση σε αυτόν διατροφής, καθώς δεν σπουδάζει, ούτε διαβάζει, ούτε έχει κάποιο πρόβλημα υγείας και ότι συνεπώς, εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση κάνει μνεία και πιθανώς λαμβάνει σιωπηρά τούτο υπόψιν της. Ομοίως με τον υπό στοιχείο Α’ λόγο έφεσης, ο εκκαλών-εναγόμενος παραπονείται ότι επί της ουσίας η εφεσίβλητη-ενάγουσα ζητεί διατροφή όχι μόνο για τον εαυτό της, αλλά και για τα δύο ενήλικα τέκνα των διαδίκων, με την αιτιολογία ότι αμφότερα είναι άνεργα. Οι παραπάνω κύριοι και πρόσθετοι λόγοι έφεσης τυγχάνουν αβάσιμοι στην ουσία τους. Από την επισκόπηση της απόφασης και από μόνο το γεγονός ότι διαλαμβάνεται σε αυτή ότι η ενάγουσα διαμένει με τον άνεργο ενήλικο υιό της σε ιδιόκτητη κατοικία και ότι τον φιλοξενεί δεν συνάγεται ότι με την εκκαλουμένη επιδικάστηκε μεγαλύτερο ποσό διατροφής στην ενάγουσα, για να καλυφθούν και οι διατροφικές ανάγκες του ενήλικου υιού των διαδίκων, ενώ σε κάθε περίπτωση κρίνεται εκ περισσού διαληφθείσα η παραδοχή ότι η ενάγουσα φιλοξενεί στην οικία της και τον άνεργο υιό της, δεδομένου ότι η παραπάνω οικία των 66,5 τ.μ., όντας παλαιά, περίπου σαράντα ετών, κρίνεται κατά τα ανωτέρω ότι καλύπτει επαρκώς τις στεγαστικές ανάγκες της ενάγουσας, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικά μεγάλη για ένα άτομο, ανεξαρτήτως του εάν η ενάγουσα φιλοξενεί ή όχι τον υιό της, η δε εκποίησή της κατά τα ανωτέρω θα στερούσε την ενάγουσα από τη μοναδική στέγη που έχει αυτή στην αποκλειστική κυριότητά της. Επίσης, καμία παραδοχή δεν περιέχεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι πρέπει να επιδικασθεί διατροφή στην ενάγουσα για να καλυφθεί και η διατροφή των ενήλικων τέκνων των διαδίκων. Περαιτέρω, σχετικά με το ποσοστό συγκυριότητας της ενάγουσας 50% εξ αδιαιρέτου, σε εξοχική κατοικία στην τέως Κοινότητα …. Αυλίδος, στον Ωρωπό, πρωτοδίκως ο εναγόμενος είχε προβάλει και ως προς το περιουσιακό αυτό στοιχείο, ένσταση ρευστοποίησης της αξίας του κατ’ άρθρο 1442 ΑΚ προκειμένου να καλύψει η ενάγουσα τις δαπάνες διατροφής της από το μέρος του τιμήματος που θα προκύψει από την πώλησή του και που αντιστοιχεί στην εξ αδιαιρέτου μερίδα της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την ένσταση κατά τα ανωτέρω. Με τον υπό στοιχείο Γ’ λόγο έφεσης και όπως τον ίδιο ισχυρισμό περαιτέρω αναπτύσσει με τους Στ και Στ1 πρόσθετους λόγους έφεσης, ο εκκαλών-εναγόμενος επαναφέρει τον ισχυρισμό του ότι ακόμα και αν είχε η ενάγουσα την ελάχιστη αντίρρηση περί εκποιήσεως της τέως συζυγικής στέγης, μολαταύτα δεν μπορεί να προβάλει το παραμικρό έναντι της υποχρεώσεως ρευστοποιήσεως της εξοχικής οικίας, την οποία μάλιστα υποστηρίζει ότι δεν επισκέπτεται. Ότι πρόκειται για οικία άριστης κατασκευής και εμφανίσεως, με διαμορφωμένο κήπο και προκήπιο με δέντρα, φροντισμένο γρασίδι, διάδρομο με λίθινη επένδυση, πλινθόκτιστες μάντρες, ψησταριά τύπου BBQ, ηλιακό θερμοσίφωνα, στεγασμένο χώρο στάθμευσης οχημάτων, σε ειδυλλιακό περιβάλλον και ότι με εξώδικη πρόσκληση που επέδωσε ο εκκαλών στην εφεσίβλητη στις 30.10.2017 της δήλωσε ότι συγκατατίθεται και ως προς το δικό του μερίδιο, στην πώληση του όλου ακινήτου έναντι ελάχιστου τιμήματος 128.000 ευρώ, χωρίς η εφεσίβλητη να του απαντήσει, καίτοι με την αναλογία που της αντιστοιχεί στο παραπάνω ελάχιστο τίμημα, ήτοι ποσό 64.000 ευρώ η ενάγουσα θα λάβει το ισοδύναμο 214 μηνιαίων διατροφών προκαταβολικά, που αντιστοιχούν σε 18 χρόνια διατροφής, ενώ σε περίπτωση έκτακτης οικονομικής ανάγκης της, λόγος για τον οποίο η εκκαλούμενη δέχεται ότι πρέπει να μην εκποιηθεί το παραπάνω περιουσιακό στοιχείο, θα είναι δύσκολο να πωληθεί εκτάκτως το μερίδιο της, με κίνδυνο τότε να εκποιηθεί λόγω αδήριτης ανάγκης έναντι πινακίου φακής. Πράγματι, αποδεικνύεται ότι το παραπάνω ακίνητο δεν είναι μικρής έκτασης περιουσιακό στοιχείο, που δεν αξίζει να εκποιηθεί, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Η ίδια η εφεσίβλητη με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ομολογεί ότι της επιδόθηκε το παραπάνω από 17.10.2017 εξώδικο του εκκαλούντος με το οποίο της ζητούσε να πωλήσουν την κοινή αυτών εξοχική κατοικία, υποστηρίζει όμως ότι του απέστειλε την από 19.3.2018 εξώδικη απάντηση, με τις προτάσεις που του ενεχείρισε και ότι ο εκκαλών επιθυμεί μεν την πώληση της εξοχικής αυτής κατοικίας, πλην όμως μόνο με τους όρους που θέτει εκείνος, εκβιάζοντάς την ουσιαστικά να συμφωνήσει σε μια σύμβαση προσχωρήσεως. Η προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη από 19.3.2018 εξώδικος απάντησις, δήλωσις και πρόσκλησις δεν φέρει αποδεικτικό επιδόσεως προς τον εκκαλούντα και με αυτή ζητείται η συναίνεση του εκκαλούντος για ανεύρεση αγοραστή της εξοχικής κατοικίας με ελάχιστο τίμημα το ποσό των 145.000 ευρώ. Λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών, τις οποίες η ίδια η εφεσίβλητη επικαλείται στις προτάσεις της και της πτώσης της αξίας των ακινήτων τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύεται κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου ότι η αξία του ως άνω ακινήτου, κατά τον επίδικο χρόνο, ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των 128.000 ευρώ, οπότε με την εκποίηση του εξ αδιαιρέτου μεριδίου κυριότητας της εφεσίβλητης μαζί με αντίστοιχο μερίδιο του εκκαλούντος και δεδομένου ότι στην πώληση του ακινήτου συγκατατίθεται και αυτός, η εφεσίβλητη-ενάγουσα θα μπορούσε να λάβει τουλάχιστον το ποσό των 64.000 ευρώ. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε η αδυναμία ρευστοποίησης του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, εκ του παραπάνω δε ποσού η ενάγουσα-εφεσίβλητη θα μπορούσε να αποταμιεύσει περί τις 40.000 ευρώ, ποσό επαρκές για την αντιμετώπιση τυχόν έκτακτης οικονομικής της ανάγκης στο μέλλον, π.χ. προς αντιμετώπιση κάποιου σοβαρού προβλήματος υγείας, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 24.000 ευρώ θα μπορούσε να καλύψει τουλάχιστον για τα επόμενα 25 χρόνια του βίου της, λαμβανομένου υπόψη του μέσου όρου ζωής της μέσης Ελληνίδας, διατροφικές της ανάγκες ύψους 80 ευρώ τον μήνα. Λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση της ενάγουσας να ρευστοποιήσει το παραπάνω περιουσιακό της στοιχείο για να καλύψει εν μέρει τις ανάγκες διατροφής της από το τίμημα της πώλησής του, όπως βάσιμα προέβαλε πρωτοδίκως ο εναγόμενος και εσφαλμένα απέρριψε στο σύνολό της τη σχετική ένσταση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καίτοι όφειλε να την κάνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της και με βάση των σύνολο των ως άνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο αυτό κρίνει ότι η ενάγουσα, ήδη κατά τον χρόνο που κατέστη αμετάκλητη η απόφαση λύσης του γάμου της με τον εναγόμενο-εκκαλούντα, δηλαδή από τον Σεπτέμβριο του 2017 δεν μπορούσε συνδυαστικά για λόγους υγείας (αγχώδη καταθλιπτική διαταραχή, αρτηριακή υπέρταση και υπερλιπιδαιμία) και ηλικίας ( 60 ½ ετών τότε) να αναγκαστεί να αρχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, όπως η δυσμενής γι’ αυτήν κατάσταση συνεχιζόταν και κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της καθ’ ολοκληρίαν εξ ιδίων μέσων, μη αρκούντος του επιδόματος των 100 ευρώ που λαμβάνει από την Πρόνοια και τελεί γι’ αυτό σε μερική απορία, έχοντας προς τούτο αξίωση συμπληρωματικής διατροφής έναντι του εναγόμενου πρώην συζύγου της. Η ικανοποίηση δε της διατροφικής της αξίωσης επιβάλλεται τόσο από λόγους αδυναμίας της να εργασθεί, όπως προεκτέθηκε, όσο και από λόγους επιείκειας προς την ίδια, λαμβανομένης υπόψη της μακρόχρονης έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο (40 ετών περίπου), αλλά και του γεγονότος ότι διέκοψε την εργασία της στην κοπτική- ραπτική (από το έτος 1982), προκειμένου να φροντίσει την οικογένειά της και την ανατροφή των τέκνων, λόγω και της συχνής απουσίας του πρώην συζύγου της σε ταξίδια εξαιτίας της άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος, απορριπτόμενου ως ουσία αβάσιμου του ισχυρισμού του εκκαλούντος με τον υπό στοιχείο Α1 πρόσθετο λόγο έφεσης ότι με δική της πρωτοβουλία η εφεσίβλητη σταμάτησε την εργασία της. Ενόψει δε των αναγκών της, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής της, μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο και για τις οποίες ανάγκες κρίνεται ότι απαιτείται σε χρήμα το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως και δεδομένου ότι η ενάγουσα έχει ιδιόκτητη κύρια κατοικία, η συμπληρωματική διατροφή, την οποία ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλλει, γενομένης εν μέρει δεκτής στην ουσία της, της ενστάσεώς του περί μη υποχρέωσης καταβολής πλήρους διατροφής λόγω μη ρευστοποίησης εκ μέρους της ενάγουσας του ποσοστού συγκυριότητάς της επί της εξοχικής κατοικίας στον Ωρωπό κατ’ άρθρο 1442 ΑΚ, ανέρχεται στο ποσό των 220 ευρώ μηνιαίως. Η ως άνω αξίωση συμπληρωματικής διατροφής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης δεν συνδέεται με τυχόν υπαιτιότητα του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος ως προς τη λύση του γάμου τους, παρά τα όσα υποστηρίζει αυτός με τους υπό στοιχεία Δ1 και Δ2 πρόσθετους λόγους έφεσης. Για τους λόγους που εκτίθενται πιο πάνω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδικάζοντας στην ενάγουσα μηνιαία διατροφή ύψους 300 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και γι’ αυτό, γενομένης δεκτής στην ουσία της της έφεσης και ων πρόσθετων λόγων αυτής κατά τις διακρίσεις που γίνονται στην παρούσα, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί και δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο η από 3.7.2018 αγωγή της εφεσίβλητης, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, μέσα στις πρώτες πέντε ημέρες κάθε μήνα, ως διατροφή της το ποσό των 220 ευρώ για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε δόσης. Μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης-ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης της κατά την έκβαση της δίκης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος-εναγόμενου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 178 παρ.1 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, από τα οποία θα αφαιρεθούν τα ήδη προκαταβληθέντα έξοδα στον πρώτο βαθμό. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.4 σε συνδυασμό με το άρθρο 592 παρ.3 του ΚΠολΔ, η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της ένδικης έφεσης e- παραβόλου, στον εκκαλούντα, ομοίως κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 15.12.2019 έφεση και τους από 10.4.2020 πρόσθετους λόγους έφεσης.

Εξαφανίζει την 3600/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση).

Κρατεί και δικάζει την από 3.7.2018 (με Γ.Α.Κ. ../2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενάγουσα μέσα στις πρώτες πέντε ημέρες κάθε μήνα, ως διατροφή της το ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε δόσης μέχρις εξοφλήσεως.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα-εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης-ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, από το οποίο θα αφαιρεθεί το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ που αντιστοιχεί σε προκαταβληθέντα από τον εναγόμενο δικαστικά έξοδα για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του με κωδικό ……….. e- παράβολου ποσού εκατό (100) ευρώ του Υπουργείου Οικονομικών.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 30.3.2021.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ