Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 202/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:       202/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………………., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Νικόλαο Μακρή.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας ……………. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

Ο καλών – εκκαλών άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, την από 8-9-2016 και με αρ. καταθ. ………/14-9-2016 αγωγή του, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3417/14-07-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, στις ………, αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή.

Εν συνεχεία ο εκκαλών, με την από 28-02-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 05-03-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 27-03-2018, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 18-10-2018, οπότε η συζήτηση αυτής ανεβλήθη για τη δικάσιμο της ………, προσέβαλε την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή του κεφάλαια.

Επί της ως άνω εφέσεως, μετά από συζήτηση, που έγινε στις 7-2-2019, ερήμην της εφεσίβλητης εταιρίας, εκδόθηκε αρχικά η με αριθμ. 650/5-11-2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης.

΄ΗΔΗ, με την από 19-11-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./20-11-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./20-11-2019 κλήση του εκκαλούντος, φέρεται προς συζήτηση η ως άνω έφεση, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, παραστάθηκε μόνον ο εκκαλών, όπως σημειώνεται παραπάνω και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του, αφού έλαβε το λόγο  από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, με την από 19-11-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../20-11-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../20-11-2019 κλήση του εκκαλούντος, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η από 28-02-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 έφεσή του, καθώς, όπως προκύπτει από τις με αριθμ. …/20-12-2019 και …./20-12-2019 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………., μετά των 20/12/2019 αποδείξεων παράδοσης και παραλαβής εγγράφων του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Μοσχάτου Αττικής, …….., Αστυφύλακος και του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Καλλιθέας Αττικής, ……., Υπαρχιφύλακα (Α.Υ.) αντίστοιχα και των από 20/12/2019 βεβαιώσεων του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, σε συνδυασμό με τις με Α.Π. 2212.3-1/4677/20/83856/20-11-2019 και Α.Π. 2212.3-1/4677/21/10003/2020 βεβαιώσεις του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιριών της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών και το από 23/5/2017 «Πρακτικό ΄Εκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «……….» Ναυτική Εταιρεία», που καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ναυτικών Εταιριών στις 19/06/2017, σχετικά με την τροποποίηση του άρθρου 2.2 της εταιρικής σύμβασης, ως προς την έδρα της διαχειρίστριας εταιρείας «………» (αγγλιστί «…………») του πλοίου της εφεσίβλητης και ορισμού ως έδρας αυτής το Δήμο ……., επί της οδού ………. και νομίμου εκπροσώπου αυτής του ………. ., που προσκομίζει νόμιμα με επίκληση ο εκκαλών, ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα της από 28-02-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 -Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 στο παρόν Δικαστήριο- έφεσης και της από 19-11-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../20-11-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../20-11-2019 κλήσης του εκκαλούντος προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Η τελευταία, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 153/2011 Δημ. Νόμος).

Η υπό κρίση από 28-02-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 έφεση, κατά της με αριθμ. 3417/14-07-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 06/12/2016 αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 8-9-2016 και με αρ. καταθ. ……../14-9-2016 αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον δεν προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 05-03-2018, ήτοι προ της παρελεύσεως διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 14-07-2017. Επομένως, εφόσον δεν απαιτείται η κατάθεση από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 4 τελ. εδ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015-], η υπό κρίση έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011 και 51 παρ. 6 στοιχ. α’ του ν. 2172/1993), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 8-9-2016 και με αρ. καταθ. ………./14-9-2016 αγωγή του, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, κατ’ ορθή εκτίμηση, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, η οποία τυγχάνει αλλοδαπή εταιρεία, εκπροσωπούμενη νόμιμα στην Ελλάδα από την εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρεία, με την επωνυμία «…………», υπό την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Κύπρου επιβατηγού οχηματαγωγού ακτοπλοϊκού πλοίου με το όνομα «V.», να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 24-5-2016, κατά το οποίο αυτός υπηρέτησε επί του ως άνω πλοίου υπό την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκε, στις 29-5-2014, στον Πειραιά και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει, για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 18.033,53 ευρώ, καθώς και το ποσά των 7.662,33 ευρώ ως αντίτιμο τροφής, για το ίδιο χρονικό διάστημα, το ποσό των 3.674,34 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης και το ποσό των 36.354,71 ευρώ, ως ασφαλιστικές εισφορές για εξαγορά υπηρεσίας στο ΝΑΤ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα, που το κάθε επιμέρους κονδύλιο οφειλομένων αποδοχών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την απόλυσή του (24-5-2016) ή από την επίδοση της αγωγής, καταδικαζομένης αυτής στη δικαστική του δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3417/14-07-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 06/12/2016, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614, 621 Κ.Πολ.Δ.), αφού έκρινε, ορθώς, ότι ήταν καθ` ύλην και κατά τόπο αρμόδιο και είχε διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς (3 παρ. 1, 4, 7, 9, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 22, 25 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Α Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), καθώς και ότι για την ένδικη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, ως προς την εναγόμενη εταιρεία, θα εφαρμοστεί ο κανόνας του άρθρου 25 εδ. β’ Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο εφαρμοστέο είναι το Ελληνικό δίκαιο, που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ειδικότερα από το ότι ο ενάγων τυγχάνει Έλληνας υπήκοος, υπάρχει εκπροσώπηση στην Ελλάδα της εναγομένης εργοδότριας εταιρίας από εταιρεία με εγκατάσταση στην Ελλάδα, τόπος κατάρτισης και εκπλήρωσης της σύμβασης είναι η Ελλάδα, όπου μάλιστα ναυλοχούσε το ένδικο πλοίο, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της ένδικης σύμβασης, ενώ η σημαία, που φέρει το πλοίο (Κυπριακή) στη συγκεκριμένη περίπτωση δε συνδέεται στενά με το πλοίο (ΑΠ 356/2002, ΕΕργΔ 2003, 1174, ΑΠ 6/1998, ΝοΒ 1999, 389, ΑΠ 1023/1996, ΕλλΔνη 1998, 840). Εν συνεχεία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346, 361, 648 επ. του ΑΚ, 1 επ. του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις της ΣΣΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, 1 του Ν. 762/1978, έκανε αυτή δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ καθαρά, με το νόμιμο τόκο από τις 25-5-2016 και έως εξοφλήσεως, κήρυξε την απόφαση, ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη της προσωρινά εκτελεστή, για το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό είκοσι χιλιάδων εκατόν είκοσι ευρώ και είκοσι λεπτών (20.120,20 €) καθαρά και το ποσό των έξι χιλιάδων εκατόν εβδομήντα τριών ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (6.173,89 €) μεικτά, με το νόμιμο τόκο από τις 25-5-2016 και έως εξοφλήσεως. Τέλος, καταδίκασε την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τ’ αναφερόμενα στην έφεσή του κεφάλαια και να γίνει δεκτή, ως προς αυτά, η ως άνω αγωγή του.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 3Α του Ν. 2172/1993, ναυτικές διαφορές είναι οι ιδιωτικές διαφορές, που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ` αυτό (ΑΠ 1602/2012 ό.π., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 456/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 743/2014 Δημ. Νόμος). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δεν είναι ναυτική η διαφορά, που πηγάζει από την παροχή χερσαίας και όχι ναυτικής εργασίας σε πλοίο (ΑΠ 1602/2012 ό.π., ΑΠ 1285/2006, ό.π., ΕφΠειρ 499/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 289/2011 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 456/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 743/2014 ό.π.), ενώ, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 37 επ. και 53 επ. του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), προκύπτει ότι, ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας, είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου. Δεν είναι, όμως, απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίων κινδύνων. Έτσι, η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτικής, ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο, για οποιοδήποτε λόγο, παραμένει αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει, όμως, συγκροτημένο πλήρωμα και βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να εργασθεί στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβαση του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας. Όταν, όμως, η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι για επισκευή, συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες του πλοίου, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας (ΑΠ 1602/2012 ό.π., ΑΠ 1285/2006 ό.π., ΑΠ 1643/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1252/2002 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 545/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 499/2011 ό.π., ΕφΠειρ 289/2011 ό.π., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 86/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 456/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 743/2014 ό.π.), επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι οι ειδικότερες διατάξεις του ναυτεργατικού δικαίου, συγκεκριμένα δε ούτε οι διατάξεις των άρθρων 39 – 83 του ΚΙΝΔ, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του πληρώματος με την ευρεία έννοια του όρου, ούτε οι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ), που ρυθμίζουν τους όρους και τις αμοιβές της παροχής ναυτικής εργασίας (ΑΠ 1285/2006, Δημ. Νόμος, ΔΕΕ 2007/978, ΕφΠειρ. 545/2012, ΕΝαυτΔ 2012/388 = Δνη 2013/1651, ΕφΠειρ 545/2012 ό.π., ΜονΕφΠειρ 86/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 456/2015 ό.π.). Με βάση τα ανωτέρω δεν θεωρείται ναυτική αλλά χερσαία η εργασία, που παρέχει το πρόσωπο, που αναλαμβάνει με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή τη φύλαξη ή τη συντήρηση παροπλισμένου πλοίου (ΑΠ 1285/2006 ό.π., ΑΠ 271/2006, Δημ. Νόμος, ΑΠ 55/2004, ΧρΙΔ 2004/440, ΑΠ 904/1987, ΕΝαυτΔ 1987/445, ΕφΠειρ. 929/2001, ΠειρΝομ 2002/36, ΕφΠειρ 545/2012 ό.π., ΕφΑθ 3630/1988, ΑρχΝ 1988/726, ΜονΕφΠειρ 86/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 456/2015 ό.π., Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 53, αρ. 4.2.1., σελ. 300, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 120 και 122, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 2, σελ. 6, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 2007/449 επομ. [457]). Το ίδιο ισχύει ακόμη και αν το πρόσωπο αυτό απασχολούταν προηγουμένως στο πλοίο ως ναυτικός και ανέλαβε τη φύλαξή του μετά τον παροπλισμό του, εφόσον από το χρονικό εκείνο σημείο και εφεξής δεν υπάρχει πλήρωμα ούτε ναυτική αποστολή του πλοίου (ΑΠ 1400/1986, ΕΕΔ 1987/634, ΑΠ 224/1975, ΕΕΔ 1975/809, ΕφΠειρ 545/2012 ό.π., ΕφΠειρ. 361/1998, αδημ., ΜονΕφΠειρ 86/2017 ό.π., Β. Σαξώνης, Η διάκριση της ναυτικής από τη χερσαία εργασία κατά την απασχόληση σε πλοίο, σε ΝαυτΔνη 1/5 επομ. [11]). Ο νομικός χαρακτηρισμός, εξάλλου, της σχέσης ως ναυτικής ή ως χερσαίας, στην οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την ορθή νομική υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 1261/1993 ΕλλΔνη 1995.131, ΑΠ 991/1983 ΕλλΔνη 1984.346, ΕφΠειρ 545/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 446/2009 ΕΝΔ 37.281, ΕφΠειρ 869/2007 ΕΝΔ 35.387, ΕφΠειρ 973/2005 ΕΝΔ 33.432, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 86/2017 ό.π.) και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, με βάση το εισαγωγικό δικόγραφο και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του (Ν. Νίκας, ο.π., § 20, αρ. 1,2, σελ. 280, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.). Εξάλλου, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 Α.Κ.), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106, ΜονΕφΠειρ 50/2016 Δημ. Νόμος). Η έννοια του «κλειστού» μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ το τυχόν καταβαλλόμενο επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό (ΕφΠειρ 500/2011 αδημ., ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). ΄Αλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 1988.114, ΕφΠειρ 500/2011 αδημ., ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010.39, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές, που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός, και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ., δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010 ΕΦΑΔ 2010.1322, ΑΠ 1746/2009 ΝοΒ 58.729, ΑΠ 142/2003 ΕλλΔνη 44.1305, ΑΠ 737/2001 ΕλλΔνη 43.723, ΑΠ 1700/1998 ΕΝΔ 1999.465, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 670/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000.895, ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). Ειδικότερα, οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 Α.Κ., με τους οποίους ορίζεται αφενός ότι, κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης αναζητείται η αληθινή βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και αφετέρου ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στην δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βούλησης. Μέσα από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μίας δικαιοπραξίας, κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων. Η προσφυγή δε στις διατάξεις αυτές προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο, έστω και έμμεσα (ΑΠ 1483/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 518/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 354/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 115/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 355/2011, ΑΠ 604/2011). Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βούλησης, παραλείπει να προσφύγει σ’ αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε (το δικαστήριο), δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (Ολ.ΑΠ 26/2004). Οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., αποσκοπούν στην ερμηνεία της δήλωσης βούλησης και κάθε μια από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, η δε δεύτερη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά, που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένες, στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνήθειες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων, καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βούλησης θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια, που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βούλησης και από τον τρίτο (ΑΠ 518/2018 ό.π., ΑΠ 788/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2018 ό.π.). Από τη διάταξη δε του άρθρου 60 ΚΙΝΔ προκύπτει ότι, εάν ο μισθός της συμβάσεως ναυτολογήσεως έχει συνομολογηθεί κατά μήνα, ο ναυτικός δικαιούται του μισθού των μηνών και ημερών, κατά τους οποίους διήρκεσε η ναυτολόγηση, εάν, όμως, η ναυτολόγηση διήρκεσε έλασσον του μηνός, ο ναυτικός δικαιούται πλήρους μηνιαίου μισθού, εκτός εάν η λύση της συμβάσεως προήλθε εξ υπαιτιότητας ή εκ της αποκλειστικής βουλήσεως του Ιδίου, οπότε δεν δικαιούται πλήρους μισθού, ισχυρισμός, ο οποίος αποτελεί ένσταση κατά της σχετικής αξιώσεως του ναυτικού (ΑΠ 1224/2019 Δημ. Νόμος). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 416 και 422 εδ α΄ του ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή και η δεύτερη ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά τη καταβολή το χρέος, που θέλει να εξοφληθεί, προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής, που επάγεται την απόσβεση της οφειλής του, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον αυτό εξυπακούεται, αφού γι’ αυτό μόνον είναι η διαφορά. Κατά συνέπεια δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής και τα ποσά, που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα μισθωτό από τον εναγόμενο εργοδότη του και μάλιστα χωριστά για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (αποδοχές, επιδόματα, προσαυξήσεις για παροχή υπερεργασιακής εργασίας κλπ), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 του ΑΚ ένσταση εξόφλησης εκ μέρους του εναγομένου εργοδότη. Αν παρά ταύτα στο δικόγραφο της αγωγής διαλαμβάνεται συνολικά και το ποσό, που για τις αιτίες αυτές καταβλήθηκε στον ενάγοντα, η ως άνω αναφορά ενέχει καθ’ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή, κατά τα ως άνω κεφάλαια, αφού οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίες, που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος, που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό, που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν. Κατά συνέπεια η παράλειψη της μνείας του ύψους των εν λόγω καταβολών χωριστά για κάθε κονδύλιο, δεν επάγεται αδυναμία άμυνας του εναγομένου εργοδότη, αφού οι καταβολές αυτές στηρίζουν ισχυρισμό αυτού περί ολικής ή μερικής εξόφλησης (άρθ. 416 και 422 εδ.α του ΑΚ) και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος, ούτε καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του είδους και ποσού της διαφοράς, που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου σε τυχόν νέα δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, που προφανώς αφορά τις αυτές κατ’ είδος αξιώσεις της ιδίας χρονικής περιόδου, αφού το δεδικασμένο καλύπτει και την ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος, που καταλύθηκε με την καταβολή, οπότε η σχετική σύγκριση θα γίνει με βάση το είδος και το ύψος των επί μέρους απαιτήσεων, πριν την πιο πάνω αφαίρεση. Η ως άνω αναφορά, όμως, στο συνολικώς καταβληθέν ποσό καθιστά αόριστο το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επί μέρους οφειλή κατέστη απαιτητή κατ’ άρθρο 341 του ΑΚ, αφού μετά την αφαίρεση του συνολικά καταβληθέντος ποσού από το άθροισμα των επί μέρους διαφορετικών αξιώσεων του μισθωτού, δεν είναι πλέον εφικτός ο προσδιορισμός του ύψους της κάθε επί μέρους οφειλής κατά κεφάλαιο, αναλόγως της αιτίας αυτής, επί της οποίας γεννώνται τόκοι από τότε που αυτή κατέστη απαιτητή, χωρίς βεβαίως τούτο να αποκλείει την σε κάθε περίπτωση εμπεριεχομένη στο ως άνω παρεπόμενο αίτημα επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής (άρθ. 346 του ΑΚ) ή από την τυχόν προηγηθείσα αυτής όχληση για την καταβολή των διαφορών (άρθ. 340 του ΑΚ) ή από το τέλος κάποιου χρονικού σημείου (πχ. από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν οι διαφορές αποδοχών), εφόσον τούτο καθίσταται εφικτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1004/2017 Δημ. Νόμος). Εξ άλλου κατά το άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1591/2017 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη δε του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθ. 262§1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης) είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του μισθωτού, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά, που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων, που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3, 174, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 8§4 ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθ.18§1 ν.1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας, που θ` απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 602/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1591/2017 ό.π., ΑΠ 1775/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 447/2015, 1069/2014, 1322/2010, ΑΠ 1688/2012 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1011/2017 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 424 του Α.Κ. και 671 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται, ότι ο εργοδότης, κατά την πληρωμή του μισθού και την χορήγηση του εκκαθαριστικού σημειώματος, έχει το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη. Η εν λόγω απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, ήτοι να αναφέρει τα επιμέρους χρηματικά ποσά, που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, την αιτία καταβολής ενός εκάστου, το χρονικό διάστημα, στο οποίο αντιστοιχεί η καταβολή και τον χρόνο καταβολής. Η εξοφλητική απόδειξη, που δεν είναι αναλυτική, κατά την ως άνω έννοια, θεωρείται αόριστη και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο. Και στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν αποκλείεται στον εργοδότη η δυνατότητα να αποδείξει ένσταση εξοφλήσεως των αποδοχών του εργαζομένου με άλλα αποδεικτικά μέσα, εφόσον, μάλιστα, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 και επόμ. του Κ.Πολ.Δ.) επιτρέπονται και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1385/2015,  ΑΠ 24/2000 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1011/2017 ό.π.).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια της εναγομένης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και η κατάθεσή του περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τη με αριθμ. ……../19-10-2016 ένορκη βεβαίωση του …., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης …….. και τη με αριθμ. ……./2-12-2016 ένορκη βεβαίωση του ……….., ενώπιον του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ……….., οι οποίες ελήφθησαν μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ……../14-10-2016 και ………/29-11-2016 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………, σε συνδυασμό με τις από 13-10-2016 και 28-11-2016 γνωστοποιήσεις λήψης ένορκης βεβαίωσης), από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται νόμιμα μ’ επίκληση, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά, κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ακόμη και αν δεν μνημονεύεται ρητά παρακάτω, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, την οποία συνήψε ο ενάγων, απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, κάτοχος πτυχίου Α΄ Μηχανικού και του υπ’ αριθμ. …….. ναυτικού φυλλαδίου, στις 29-5-2014, μετά του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης πλοιοκτήτριας του επιβατηγού οχηματαγωγού ακτοπλοϊκού πλοίου «V………..», υπό σημαία Κύπρου, νηολογίου Λεμεσού, ολικής χωρητικότητας κόρων 19.413, με διεθνές διακριτικό σήμα ……. και με αριθμό διεθνούς ναυτιλιακού οργανισμού ………., συμφωνήθηκε, μεταξύ των διαδίκων, η ναυτολόγηση του ενάγοντος, Έλληνα ναυτικού, έχοντος την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού, επί του ανωτέρω πλοίου, για το χρονικό διάστημα από 29-5-2014 έως 17-9-2014, δυνάμενη να παραταθεί κατ’ επιλογή της πλοιοκτήτριας. Στην ως άνω σύμβαση ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ρητά ότι στο πλοίο γίνονται διάφορες εργασίες τροποποιήσεων, δεξαμενισμού, συντήρησης κλπ. στο Πέραμα Ελλάδας. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι ο ενάγων θα λαμβάνει κλειστό μηνιαίο μισθό, ύψους 8.500 ευρώ, υπολογιζομένου σύμφωνα με την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014 -αποτελούμενο από το μισθό ενεργείας, αμοιβή για την εργασία τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας, καθώς και το επίδομα αδείας- (βλ. και από 27/04/2016 καταχώρηση στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος), πλέον των ασφαλιστικών εισφορών για την εξαγορά της υπηρεσίας του από το ΝΑΤ (βλ. 2ο όρο της από 29/5/2014 συμβάσεως). Στις 4-6-2014 ο ενάγων έλαβε από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς την υπ’ αριθμ. ……../4-6-2014 άδεια ναυτολογήσεως του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς προς ναυτολόγησή του στο ανωτέρω πλοίο με αόριστη διάρκεια. Η εργασιακή σχέση των διαδίκων συνεχίσθηκε και μετά τις 17-9-2014, καθισταμένη αορίστου χρόνου, υπό τους ίδιους όρους εργασίας και αμοιβής με αυτούς της από 29-5-2014 συμβάσεως. Στις 1-5-2015 ο ενάγων και η διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου εταιρεία «………….», ενεργούσα, εν προκειμένω, για λογαριασμό της εναγομένης, συμφώνησαν ότι ο ενάγων θα συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο πλοίο, στο οποίο εκτελούνταν εργασίες ανακαίνισης, δεξαμενισμού, συντήρησης κλπ, στην Κυνοσούρα Σαλαμίνας, έως 7/5/2015, με τροποποίηση των όρων αμοιβής, λόγω του παροπλισμού του, ήτοι με ημερήσια αμοιβή 100 ευρώ. Με τις μεταγενέστερες δε από 8-5-2015 και 18-5-2015 συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου παρατάθηκε η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, αρχικώς με την από 8-5-2015 σύμβαση έως την 17-5-2015 και, εν συνεχεία, με την από 18-5-2015 σύμβαση έως την 31η-5-2015, υπό τους ίδιους όρους και την ίδια αμοιβή, που είχαν συμφωνήσει με την από 1-5­-2015 σύμβαση (ήτοι με αμοιβή ύψους 100 ευρώ ημερησίως). Ωστόσο, στις 04-08-2015, με σύμβαση, η οποία συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και της ως άνω διαχειρίστριας του πλοίου, τροποποιήθηκαν οι όροι των με ημερομηνία Μαΐου 2015 ως άνω συμβάσεων και ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος έως την έναρξη δρομολογίων του πλοίου ορίσθηκε στο ποσό των 6.500 ευρώ, ενώ συμφωνήθηκε ότι κάθε άλλη υπογραφείσα σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με ημερήσια αμοιβή 100 ευρώ ή άλλους όρους είναι εικονική. Η από 4/8/2015 σύμβαση, όμως, δεν αποτελεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας, με νέους όρους, όπως εσφαλμένα κρίθηκε με την εκκαλουμένη, αλλά μόνον τροποποίηση της αρχικής από 29/5/2014 συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων σύμβασης αορίστου χρόνου, ως προς το ύψος των αποδοχών του ενάγοντος και, ειδικότερα, συμφωνήθηκε η μείωση αναδρομικά από 1/5/2015 των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος στο ποσό των 6.500 ευρώ, αντί των 8.500 ευρώ, έως την έναρξη δρομολογίων του πλοίου. Στην κρίση αυτή καταλήγει το Δικαστήριο λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τους όρους του από 4/8/2015 συμφωνητικού, στους οποίους ουδεμία αναφορά γίνεται σε πρόσληψη του ενάγοντος από την εφεσίβλητη για εργασία επί του πλοίου ή στο είδος και το αντικείμενο της εργασίας αυτής για την οποία προσελήφθη. Αντιθέτως, στο προοίμιο του εν λόγω συμφωνητικού ρητώς αναφέρεται ο ενάγων, ως ήδη εργαζόμενος στο πλοίο «V.» ως Α’ Μηχανικός. Με μεταγενέστερη δε σύμβαση, που καταρτίσθηκε, στις 16-9-2015, μεταξύ του ενάγοντος και της ως άνω διαχειρίστριας του πλοίου, ενεργούσας για λογαριασμό της εναγομένης, και με διάρκεια ισχύος από 16-09-2015 έως την έκδοση των επίσημων πιστοποιητικών προστασίας περιβάλλοντος από τον Ιταλό νηογνώμονα ……, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι συμφωνήθηκε ότι το ύψος του μηνιαίου μισθού του ενάγοντος θα ανέρχεται, ομοίως, στο ποσό των 6.500 ευρώ και δεν προσβάλλεται ως προς αυτό η εκκαλουμένη. Με την από 29/3/2016, επίσης, νέα σύμβαση, συμφωνήθηκε ότι το ύψος του μηνιαίου μισθού του ενάγοντος θα ανέρχεται στο ποσό των 6.500 ευρώ. Στις ως άνω δε από 16/9/2015 και 29/3/2016 Συμβάσεις Ναυτολόγησης Ναυτικού, οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ των διαδίκων, περιλαμβάνεται συμβατικός όρος, ο οποίος, στην μεν σελ. 4 της από 16/9/2015 συμβάσεως, υπό τον τίτλο «Συμπληρωματικοί ΄Οροι από τον Πλοιοκτήτη», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «΄Ολες οι κρατήσεις του Ασφαλιστικού Φορέα ΝΑΤ θα καταβάλλονται στο Ναυτικό προκειμένου ο ίδιος να μπορεί να προβεί στην ασφάλισή του», στη δε σελ. 6 της από 29/3/2016 συμβάσεως, υπό τον τίτλο «Συμπληρωματικοί ΄Οροι από τη Διαχειρίστρια Εταιρία», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «΄Ολες οι κρατήσεις…του ασφαλιστικού φορέα ΝΑΤ…θα καταβάλλονται στο ναυτικό προκειμένου ο ίδιος να προβεί…Β) στην εξαγορά της υπηρεσίας του…». Συνεπώς, συμφωνήθηκε, μεταξύ των διαδίκων, μεταξύ άλλων, ότι πλέον των μηνιαίων αποδοχών του, θα καταβάλλονται στον ενάγοντα μηνιαίως οι ασφαλιστικές εισφορές για την εξαγορά της υπηρεσίας του από το ΝΑΤ. Σημειώνεται ότι ο όρος αυτός, αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, η εναγομένη δε, προκειμένου να πείσει τον ενάγοντα, αλλά και άλλα μέλη του πληρώματος, να εργασθούν για αυτή, δεδομένου ότι το ένδικο πλοίο ήταν κατά το διάστημα, που παρέμενε παροπλισμένο, ανασφάλιστο, τους υποσχέθηκε ότι θα τους καταβάλει τις κρατήσεις, που ορίζονται από το ΝΑΤ για την ασφάλισή τους. Αυτό αποτέλεσε επιπλέον κίνητρο για τον ενάγοντα, προκειμένου να δεχθεί να υπηρετήσει στο πλοίο της εναγομένης, τη στιγμή, μάλιστα, που ο ενάγων έχει γεννηθεί το έτος 1955 (βλ. από 14/4/1976 Φυλλάδιο Ναυτικού του ενάγοντος). Συμφωνία δε αντίστοιχη με την ανωτέρω, ως προς την καταβολή στον ενάγοντα των ασφαλιστικών εισφορών, πλέον των μηνιαίων αποδοχών, είχε συναφθεί, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και με λοιπά μέλη του πληρώματος του ως άνω πλοίου (βλ. σχετ. τις προσκομιζόμενες νόμιμα με επίκληση από τον ενάγοντα με αριθμ. ……../2-12-2016 και ……../19-10-2015 ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, σε συνδυασμό με τη με αριθμ. 3658/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, μεταξύ άλλων μελών του πληρώματος και της εναγομένης πλοιοκτήτριας). Παρόλα αυτά, η εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα το ανάλογο ποσό, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ούτε σε άλλα μέλη του πληρώματος, ισχυριζόμενη ότι δεν επιτρέπεται η εξαγορά της υπηρεσίας των ναυτικών όσο το πλοίο ήταν παροπλισμένο, σύμφωνα με το άρθρο 33 Ν. 1085/1980. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 33§2 Ν. 1085/1980, «υπηρεσία ναυτικών εις πλοία υπό ξένην σημαίαν ευρισκόμενα εις παροπλισμόν δεν αναγνωρίζεται». Από τα ανωτέρω εκτεθέντα αποδεικνύεται ότι δεν θα καταστεί δυνατόν ο ενάγων να εξαγοράσει την υπηρεσία του επί του ανωτέρω πλοίου, αφού, κατά τα χρονικά διαστήματα, που υπηρέτησε σε αυτό, ήταν παροπλισμένο. Παρόλα αυτά, δεδομένου ότι η καταβολή των κρατήσεων του ΝΑΤ αποτέλεσε ειδικό και ρητό όρο της συμβάσεως του ενάγοντος, η σπουδαιότητα δε αυτού για τα συμβαλλόμενα μέρη αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι αυτός έχει αναγραφεί με κεφαλαία γράμματα, ο ενάγων δικαιούται να λάβει τα χρήματα, που αντιστοιχούν στις κρατήσεις αυτές κατά το άρθρο 361 ΑΚ. Άλλως δεν υπήρχε λόγος να περιληφθεί ο όρος αυτός στη σύμβαση του ενάγοντος, αφού ήταν εκ των προτέρων γνωστό, ότι δεν θα υπήρχε δυνατότητα εξαγοράς της υπηρεσίας του, καθώς η σύμβασή του θα διαρκούσε για όσο διάστημα το πλοίο δεν είχε λάβει πιστοποιητικά και συνεπώς δεν θα ήταν εν ενεργεία. Σημειωτέον ότι ο ναυτικός θα μπορούσε να επιλέξει να ασφαλιστεί και σε ιδιωτική εταιρεία με τα χρήματα αυτά. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά την ερμηνεία των ως άνω συμβάσεων, οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ των διαδίκων, κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ., δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, συμφωνήθηκε, μεταξύ των διαδίκων, μεταξύ άλλων, ότι πλέον των μηνιαίων αποδοχών του, θα καταβάλλονται στον ενάγοντα μηνιαίως οι ασφαλιστικές εισφορές για την εξαγορά της υπηρεσίας του από το ΝΑΤ. Σημειώνεται ότι, αν και το εν λόγω πλοίο παρέμεινε παροπλισμένο κατά τα διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, σε αυτό διατηρείτο, κατά τα διαστήματα αυτά, συγκροτημένο πλήρωμα (βλ. ιδίως τη με αριθμ. 3658/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), προκειμένου να συμπληρώνεται ο ελάχιστος αριθμός μελών πληρώματος του πλοίου, όταν αυτό δεν έχει επιβάτες, ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή εφικτή η διεύθυνση του πλοίου και η ασφαλής ναυσιπλοΐα του, αλλά και αξιωματικοί των υπολοίπων επιστασιών, οι ειδικότητες των οποίων δεν συνάδουν με την εκτέλεση χερσαίας εργασίας. ΄Αλλωστε στον ενάγοντα χορηγήθηκε άδεια ναυτολόγησης από το Λιμεναρχείο Πειραιώς, προκειμένου να ναυτολογηθεί στο ανωτέρω πλοίο. Τέλος, στις έγγραφες συμβάσεις, που συνήφθησαν μεταξύ των μερών αναγράφεται ρητά ότι πρόκειται για συμβάσεις ναυτολόγησης ναυτικού με εφαρμοστέα την ΣΣΕ Π.Ν.Ο., η οποία τέθηκε σε εφαρμογή το έτος 2014, εννοώντας προφανώς την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014. Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, ο ενάγων, ο οποίος προσελήφθη για να εργασθεί ως μέλος πληρώματος, έστω και αν δεν παρείχε, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα, που το πλοίο παρέμεινε παροπλισμένο, αμιγή ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και οι συμβάσεις του έχουν ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας, αφού αυτός, σύμφωνα με τα παραπάνω, παρέμεινε, κατά τις επίδικες χρονικές περιόδους στο πλοίο ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος (του ελάχιστου απαιτουμένου), λόγω της ακινητοποιήσεώς του για επισκευές, και ασκούσε τα παραπάνω καθήκοντά του σ’ αυτό, αναμένοντας, μετά το πέρας των επισκευών, την έναρξη των πλόων του, η οποία δηλωνόταν από την εναγομένη προς τα μέλη του πληρώματος ότι θα γίνει εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Το γεγονός δε ότι οι συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος είχαν συναφθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα, ήτοι έως την έκδοση επίσημων πιστοποιητικών ……., δεν μπορεί να οδηγήσει από μόνο του το Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι περισσότεροι από τους ναυτικούς, που υπηρετούσαν στο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα, που ήταν παροπλισμένο, αποτέλεσαν και μέλη του πληρώματος αυτού, όταν ξεκίνησε να εκτελεί τους πλόες του (βλ. ιδίως τη με αριθμ. 3658/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες νόμιμα με επίκληση από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, στις 27-4-2016, με την έναρξη της εκτέλεσης δρομολογίων από το πλοίο στην τακτική γραμμή Ηγουμενίτσα – Μπρίντιζι Ιταλίας – Ηγουμενίτσα – Κέρκυρα – Μπρίντιζι, Ζάκυνθος – Κεφαλονιά – Ηγουμενίτσα – Μπρίντιζι, Μπρίντιζι – Ηγουμενίτσα, Μπρίντιζι – Κέρκυρα – Ηγουμενίτσα, Μπρίντιζι – Ηγουμενίτσα – Κεφαλονιά – Ζάκυνθος (ορ. υπ’ αρ. …./21-4-2016 πιστοποιητικό τακτικής γραμμής θαλάσσιων μεταφορών και πίνακα δρομολογίων, από 11-4-2016 πιστοποιητικό νηολόγησης της Κυπριακής Δημοκρατίας) και της ασφάλισης του πλοίου στο ΝΑΤ (ως συμβεβλημένου), καταρτίσθηκε νέα ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, μεταξύ του ενάγοντος και της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας, με την επωνυμία «…………», για λογαριασμό της εναγομένης, με διάρκεια έως 31-5-2016, με κλειστό μηνιαίο μισθό, ύψους 7.348,68 ευρώ, αποτελούμενο από το μισθό της ΣΣΕ (ήτοι μισθό ενεργείας, αμοιβή για την εργασία τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας, καθώς και το επίδομα αδείας) (βλ. και από 27/04/2016 καταχώρηση στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος), συμπεριλαμβανομένων των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών εισφορών ύψους 848,68 ευρώ και, επομένως, καταβαλλομένου μηνιαίως του ποσού των 6.500 ευρώ καθαρά (βλ. σχετ. 2η σελίδα της από 27/4/2016 συμβάσεως). Συνεπώς, εφόσον με την ως άνω από 29/5/2014 σύμβαση των διαδίκων είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει ο ενάγων κλειστό μηνιαίο μισθό, ύψους 8.500 ευρώ, υπολογιζομένου σύμφωνα με την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014, πλέον των ασφαλιστικών εισφορών για την εξαγορά της υπηρεσίας του από το ΝΑΤ, διότι το ως άνω πλοίο δεν ήταν συμβεβλημένο με το ΝΑΤ και τροποποιήθηκε αυτή με την από 4/8/2015 σύμβαση μόνον ως προς το ύψος των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, ανερχομένου από 1/5/2015 στο καθαρό ποσό των 6.500 ευρώ, όπως συμφωνήθηκε και με τη μεταγενέστερη από 16/9/2015 σύμβαση, η εναγομένη όφειλε, πλέον του καθαρού μηνιαίου μισθού του, ύψους 6.500 ευρώ από 1/5/2015, να καταβάλει σε αυτόν και ασφαλιστικές εισφορές για την εξαγορά της υπηρεσίας του από το ΝΑΤ, ύψους 2.382,26 ευρώ μηνιαίως. Το ύψος των ασφαλιστικών αυτών εισφορών, για ανασφάλιστα επιβατηγά πλοία υπό ξένη σημαία, για το έτος 2015, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο νόμιμα με επίκληση από τον ενάγοντα με αριθμ. πρωτ. ……./15-11-2016 έγγραφο του ΝΑΤ, ανέρχεται στο ποσό των 2.382,26 ευρώ μηνιαίως. Ωστόσο, ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, αφενός μεν ισχυρίζεται ότι το προβλεπόμενο από το ασφαλιστικό ταμείο ποσό ανέρχεται σε 2.286,46 ευρώ, αφετέρου δε αιτείται την επιδίκαση του ποσού των 2.286,46 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1/1/2015 έως 27/4/2016 και συνολικά του ποσού των 36.354,71 ευρώ (βλ. σχετ. σελ. 3, 6 και 7 της υπό κρίση αγωγής). Σημειώνεται ότι απαραδέκτως διορθώθηκε το περιεχόμενο της αγωγής, κατ’ άρθρο 224 του ΚΠολΔ, με δήλωση του πληρεξούσιου του δικηγόρου του ενάγοντος, που καταχωρήθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περί του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών σε 2.382,26, αντί του αναγραφομένου στην αγωγή ποσού των 2.286,46 ευρώ, καθώς το συνολικά αιτούμενο για το χρονικό αυτό διάστημα για την αιτία αυτή ποσό των 36.354,71 ευρώ, υπολογίζεται στην αγωγή με βάση το ποσό των 2.286,46 ευρώ μηνιαίως, απαραδέκτως δε αυξάνεται με την ως άνω διόρθωση και ζητείται το ποσό των 37.877,93 ευρώ, αναπροσαρμοζομένου και του φερομένου συνολικού ποσού της οφειλής. Επομένως, εφόσον πλέον του αιτηθέντος δεν μπορεί να επιδικαστεί και με την έναρξη των δρομολογίων στις 27-4­-2016, με την με ίδια ημερομηνία σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος, προβλέφθηκε ότι από το ποσό των 7.348,68 ευρώ μεικτών αποδοχών του ενάγοντα θα γίνονται κρατήσεις ύψους 848,68 ευρώ, θα καταβάλλεται δε σε αυτόν το λοιπό καθαρό ποσό των 6.500 ευρώ, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, για το χρονικό διάστημα από 1/1/2015 έως 27/4/2016, το συνολικό ποσό των 36.354,71 ευρώ (ήτοι προς 2.286,46 ευρώ μηνιαίως), το οποίο δεν του κατέβαλε, δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσία βασίμου του σχετικού κονδυλίου και όχι μόνον το ποσό των 9.145,84 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1/1/2015 έως 30/4/2015, όπως εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις η εκκαλουμένη. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός και ως κατ’ ουσία βάσιμος ο τέταρτος λόγος της έφεσης και να επιδικαστεί στον ενάγοντα, για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 36.354,71 ευρώ, όπως αιτήθηκε με την υπό κρίση αγωγή. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 31-7-2015, όταν εκτελούνταν στο πλοίο εργασίες μετασκευής, ο ενάγων, και εν γένει το πλήρωμα, δεν απασχολούνταν και λόγω των εργασιών στο πλοίο δεν λειτουργούσε η κουζίνα του. Στον κλειστό μισθό, όμως, που είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει ο ενάγων, δεν περιλαμβανόταν το αντίτιμο τροφοδοσίας, ύψους 15,93 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3 της ως άνω Σ.Σ.Ε.), όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες νόμιμα με επίκληση αναλύσεις του μισθού του, καθώς αναγράφεται στις ως άνω συμβάσεις ότι σε αυτόν συμπεριλαμβάνονται ο μισθός ενεργείας, η αμοιβή για την εργασία τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας, καθώς και το επίδομα αδείας. Για το μεταγενέστερο, ωστόσο, επίδικο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο είχε περατωθεί ο κύριος όγκος των εργασιών μετασκευής και αναμένονταν οι αναγκαίες εγκρίσεις για την έναρξη των δρομολογίων του πλοίου, υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος, όπως, άλλωστε, είχε υποχρέωση, κατ’ άρθρο 101 ΚΔΝΔ, η εναγομένη (βλ. ιδίως τις ως άνω προσκομιζόμενες νόμιμα με επίκληση από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις). Άλλωστε ο ενάγων, ο οποίος φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε ότι για το διάστημα από 1/8/2015 έως 24/05/2016, αναγκαζόταν να αγοράζει εξ ιδίων ή να παραγγέλνει έτοιμο φαγητό. Συνεπώς, οφείλεται στον ενάγοντα αντίτιμο τροφής μόνο για το χρονικό διάστημα από 1/1/2015 έως και τον Ιούλιο του έτους 2015, ήτοι για 212 ημέρες, συνολικού ύψους 3.377,16 ευρώ (ήτοι 15,93 ευρώ Χ 212 ημέρες). Επομένως, το αίτημα του ενάγοντος περί καταβολής σε αυτόν αντιτίμου τροφής πρέπει να γίνει δεκτό εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμο, μόνο για το χρονικό διάστημα από 1/1/2015 έως και τον Ιούλιο του έτους 2015, δεκτού γενομένου εν μέρει ως κατ’ ουσία βασίμου του δεύτερου λόγου έφεσης, καθώς εσφαλμένα η εκκαλουμένη εκτίμησε τις αποδείξεις και επιδίκασε μόνο για το χρονικό διάστημα από Μάιο έως και Ιούλιο του έτους 2015, ήτοι για 92 ημέρες, αντίτιμο τροφής συνολικού ύψους 1.455,56 ευρώ (15,93 ευρώ Χ 92 ημέρες). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η από 27-04-2016 σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, ως Μηχανικού Α΄, στο ως άνω πλοίο, λύθηκε στην Ηγουμενίτσα, στις 24-5-2016, κοινή συναινέσει, σύμφωνα και με την από 24-05-2016 αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, μετά από αίτημα του ενάγοντος, λόγω έκτακτων και σοβαρών οικογενειακών θεμάτων υγείας, όπως επικαλέσθηκε στην από 22-5-2016 επιστολή του, με θέμα «Αντικατάσταση Α’ Μηχανικού», την οποία απηύθυνε προς τη διαχειρίστρια εταιρεία «…………..» και προς τον Πλοίαρχο του πλοίου (βλ. και από 09/05/2016 αίτηση λύσης σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, στις 17/05/2016, όπου δεν γίνεται καμία αναφορά από τον ενάγοντα στους λόγους αυτής). Η ύπαρξη τυχόν συντρέχοντος λόγου συνιστάμενου στη μη εμπρόθεσμη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του (δια της φράσεως «και», εννοώντας την ύπαρξη και άλλου λόγου, τον οποίο, ωστόσο, ο ενάγων δεν ανέφερε στην επιστολή του), δεν καθιστά αυτόν κύριο λόγο της αποχώρησής του, αφού τη δεδομένη στιγμή ο επικαλούμενος από τον ενάγοντα λόγος ήταν προβλήματα υγείας ανακύψαντα στο οικογενειακό του περιβάλλον, που τον υποχρέωναν, όπως αναφέρει στην από 22/05/2016 επιστολή του, να αποβιβασθεί επειγόντως, το αργότερο στις 24/05/2016, κατά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα της Ηγουμενίτσας. Άλλωστε, προ ολίγων ημερών, ήτοι στις 27-4-2016, είχε υπογράψει νέα σύμβαση εργασίας, την όγδοη κατά σειρά με την εναγομένη, εκφράζοντας την επιθυμία του για τη συνέχιση της εργασίας του στο εν λόγω πλοίο, λαμβάνοντας υπόψη ότι τους τελευταίους οχτώ μήνες, ήτοι από Σεπτέμβριο του έτους 2015 έως και Απρίλιο του έτους 2016, δεν είχε λάβει δεδουλευμένες αποδοχές, καθώς και τα ως άνω ποσά για τις ασφαλιστικές εισφορές του. Μετά δε την προσκομιζόμενη νόμιμα με επίκληση από τον ενάγοντα από 22/07/2015 καταγγελία της συμβάσεως, λόγω μη πληρωμής δεδουλευμένων, έλαβαν χώρα οι ως άνω από 4/8/2015 και 16/9/2015 Συμβάσεις Ναυτολόγησης Ναυτικού, μετά δε τις από 22/12/2015 και 12/01/2016 Αιτήσεις / Διαμαρτυρίες του προς τον Πλοίαρχο του ως άνω πλοίου, με θέμα, επίσης, την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, έλαβαν χώρα οι ως άνω από 29/3/2016 Συμβάσεις και 27/4/2016 Συμβάσεις Ναυτολόγησης Ναυτικού. Επομένως, εκτιμάται ότι ο λόγος λύσης της σύμβασής του δεν ήταν η μη καταβολή στο σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του, εφόσον, ακόμη και εάν αυτές είχαν καταβληθεί στον ενάγοντα, θα αποναυτολογείτο λόγω των οικογενειακών προβλημάτων υγείας, που επικαλέσθηκε. Επομένως, το αίτημά του, για καταβολή ποσού 3.674,34 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης, ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως ουσιαστικά αβάσιμο, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβασίμου του τρίτου λόγου έφεσης. Με βάση τις ανωτέρω συμφωνίες και την απασχόληση του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο, οφείλονταν στον ενάγοντα τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: α) Για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του έτους 2015 μηνιαίες αποδοχές ύψους 8.500 ευρώ καθαρά, δυνάμει της από 29-5-2014 συμβάσεως εργασίας, η διάρκεια της οποίας παρατάθηκε έως τη σύναψη της επόμενης, στις 1-5-2015, και συνολικά για τους μήνες αυτούς (καθαρό) ποσό (8.500 ευρώ x 4 μήνες =) 34.000 ευρώ, β) Για το χρονικό διάστημα από 1/5/2015 έως 27/4/2016, συνολικά καθαρές αποδοχές 77.350 ευρώ,  γ) Για το χρονικό διάστημα από 1/1/2015 έως 27/4/2016, το συνολικό ποσό των 36.354,71 ευρώ, για την εξαγορά των ασφαλιστικών του εισφορών από το ΝΑΤ, δ) για το χρονικό διάστημα από 1/1/2015 έως και τον Ιούλιο του έτους 2015, ήτοι για 212 ημέρες, οφείλεται στον ενάγοντα αντίτιμο τροφής συνολικού ύψους 3.377,16 ευρώ και ε) Για το χρονικό διάστημα από 28-4-2016 έως 24-5-2016, μηνιαίες μικτές αποδοχές 7.348,68 ευρώ, κατ’ άρθρο 60 του ΚΙΝΔ, δεκτού γενομένου εν μέρει ως βασίμου του πρώτου λόγου έφεσης, καθώς η εκκαλουμένη, ενώ ορθώς δέχθηκε ότι, στις 27/04/2016, καταρτίσθηκε νέα ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, μεταξύ του ενάγοντος και της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας, με την επωνυμία «…………», για λογαριασμό της εναγομένης και ότι αυτή λύθηκε, στις 24/05/2016, εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ και επεδίκασε στον ενάγοντα μόνο το ποσό των 6.172,89 ευρώ μικτά. Επομένως, για το χρονικό διάστημα από την ανωτέρω ημερομηνία (27-4-2016) έως τη λύση της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος (24-5-2016), η εναγόμενη οφείλει να παρακρατήσει από τις οφειλόμενες αποδοχές στον ενάγοντα, οι οποίες κρίθηκαν ανωτέρω ότι ανέρχονται σε 7.348,68 ευρώ μεικτά, τις αντίστοιχες κρατήσεις και να τις καταβάλει υπέρ του στο ΝΑΤ. Η εναγομένη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν πρότεινε προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρισμό ότι η λύση της σύμβασης εργασίας προήλθε από βούληση του ενάγοντος ή από υπαιτιότητά του ή έστω ότι έγινε εκ μέρους του πλοιάρχου καταγγελία οφειλόμενη σε υπαίτιο παράπτωμα του ενάγοντος, το οποίο δικαιολογεί την καταγγελία και δεν έγινε σχετική καταχώριση στα πρακτικά. Έτσι με βάση τα προαναφερόμενα, ο εν λόγω ισχυρισμός (άρθρο 60 του ΚΙΝΔ), ο οποίος αποτελεί ένσταση, τυχόν προτεινόμενος  μόνο με τις προτάσεις, που κατατέθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος, ενώ η καταχωρηθείσα στα πρακτικά απλή παραπομπή σε όσα στις προτάσεις αναφέρονται δεν μπορεί να καταστήσει παραδεκτή την προβολή του εν λόγω αυτοτελώς ισχυρισμού (ΑΠ 1224/2019 Δημ. Νόμος, Εφ Πειρ 353/2015, ΕφΠειρ 37/2014, ΕφΠειρ 288/2011 Δημ. Νόμος). Επομένως, για όλες τις ανωτέρω επιμέρους αιτίες, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό καθαρό ποσό των 151.081,87 (ήτοι 34.000 ευρώ + 77.350 + 36.354,71 + 3.377,16) και όχι μόνον το καθαρό ποσό των 111.350 ευρώ, όπως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη. ΄Εναντι του ποσού των 151.081,87 ευρώ ο ενάγων έχει λάβει, κατά το μη εκκληθέν κεφάλαιο της εκκαλουμένης, ποσό 81.841,20 ευρώ (1.132,66 € προκαταβολή μισθού 1/2015 από το έτος 2014 + 8.500 ευρώ στις 8.4.2016 + 8.500 € στις 8.5.2016 + 500 € στις 17.6.2016 + 6.500 € στις 2.9.2015 για 6/2015 + 5.634 € στις 9.11.2015 + 1.000 € στις 15.12.2015 + 5.200 € στις 9.2.2016 + 5.290,40 € στις 29.2.2016 + 7.401,11 € στις 2.3.2016 + 6.500 στις 1.4.2016 + 6.500 στις 15.4.2016 + 19.183,03 στις 10-6-2016 δια λήψεως της υπ’ αριθμ. ……….. δίγραμμης επιταγής της Τράπεζας Πειραιώς = 81.841,20) και επομένως του οφείλεται η διαφορά του καθαρού ποσού των 69.240,67 ευρώ (ήτοι 151.081,87 ευρώ μείον 81.841,20), πλέον, κατά τα ανωτέρω, του ποσού των 7.348,68 ευρώ μεικτά και όχι μόνον το ποσό των 29.508,80 ευρώ, πλέον του ποσού 6.172,89 ευρώ μεικτά, όπως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη. Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη μόνο για το συνολικά οφειλόμενο ποσό των (29.508,80 + 1.465,56 + 9.145,84 =) 40.120.20 ευρώ, πλέον ποσού 6.172,89 ευρώ μεικτά και εξ αυτού του συνολικού ποσού υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ καθαρά, με το νόμιμο τόκο από τις 25-5-2016 και έως εξοφλήσεως και αναγνώρισε την υποχρέωση αυτής να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό είκοσι χιλιάδων εκατόν είκοσι ευρώ και είκοσι λεπτών (20.120,20 €) καθαρά και το ποσό των έξι χιλιάδων εκατόν εβδομήντα δύο ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (6.173,89 €) μεικτά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του κατ’ άρθρο 655 εδ. β’ Αστικού Κώδικα, ήτοι από τις 25-5-2016 και έως εξοφλήσεως, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνακόλουθα, δεκτής γενομένης και της κρινόμενης έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμης, θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 3417/14-07-2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, στο σύνολό της, ώστε να εκδοθεί μια απόφαση, για το ενιαίο του τίτλου εκτελέσεως, η οποία να περιλαμβάνει τόσο τα κεφάλαια της εκκαλουμένης, που με την παρούσα παραμένουν αλώβητα, όσον και εκείνα, που μεταρρυθμίζονται (βλ. σχετ. ΑΠ 873/2013 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 279/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 126/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 356/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 112/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 155/2014 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1759/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 141/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 580/2012 Δημ. Νόμος), καθώς και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 Ε.Δ 39.825, ΜονΕφΠατρ 279/2018 ό.π., Εφ.Π 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012.107). Στη συνέχεια, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και δικάσει την υπό κρίση από 8-9-2016 αγωγή (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), η οποία είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη κατά την κύρια βάση της, στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655 ΑΚ, 68, 176, 191 § 2 ΚΠολΔ, άρθρα 1, 53, 54, 60, 82, 84, Κ.Ι.Ν.Δ. και της από 8-04-2014 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων για το έτος 2014 (ΥΑ 3525.1.10/01/2014 ΦΕΚ Β’ 1665/24.06.2014), 1 του Ν. 762/1978 άρθρο 8 παρ.2,3 και 4 του Κανονισμού 593/2008 (ΡΩΜΗ I) «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», πρέπει να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει και ως κατ’ ουσία βάσιμη και εκ του συνολικά οφειλομένου καθαρού ποσού των 69.240,67 ευρώ, πλέον ποσού 7.348,68 ευρώ μεικτών, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το καθαρό ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τις 25-5-2016 και έως εξοφλήσεως και ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλει στον ενάγοντα το υπόλοιπο καθαρό ποσό των σαράντα εννέα χιλιάδων διακοσίων σαράντα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (49.240,67 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τις 25-5-2016 και το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (7.348,68 ευρώ) μεικτά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του κατ’ άρθρο 655 εδ. β’ Αστικού Κώδικα, ήτοι από τις 25-5-2016 και έως εξοφλήσεως. Επίσης, πρέπει να επιβληθούν, σε βάρος της εναγομένης, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εφεσίβλητη, πρέπει, να ορισθεί προκαταβλητέο παράβολο (άρθρα 501,  502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 περ. γ΄ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ ης η κλήση – εφεσίβλητης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 28-02-2018 έφεση, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 έφεση κατά της με αριθμ. 3417/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμ. 3417/14-07-2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 8-9-2016 αγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό της απόφασης.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 8-9-2016 αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό καθαρό ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από τις 25-5-2016 και έως εξοφλήσεως.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το καθαρό ποσό των σαράντα εννέα χιλιάδων διακοσίων σαράντα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (49.240,67 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τις 25-5-2016 και το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (7.348,68 ευρώ) μεικτά, με το νόμιμο τόκο από τις 25-5-2016 και έως εξοφλήσεως.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (4.500,00 ευρώ).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 01η/04/2021, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου Δικηγόρου του εκκαλούντος.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ