Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 214/2021

Αριθμός    214/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

A. EKKAΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……… και 2) ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ιωάννη Γεωργακαράκο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ………… εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Νάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ……… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Νάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ………..η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) ……. και 2) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ιωάννη Γεωργακαράκο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Οι υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β καθ΄ων η πρόσθετη παρέμβαση άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 25.9.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2014) ανακοπή επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3202/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β καθ΄ων η πρόσθετη παρέμβαση με την από 27.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……./2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ήδη προσθέτως παρεμβαίνουσα  κατέθεσε την από  2.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2020) πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Ι. Η από 27-12-2019 (αρ. έκθ. καταθ. ……../2019) ένδικη έφεση κατά της με αριθμό 3202/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  (αρ. 511, 513 § 1 Κ.Πολ.Δ.), που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία  με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495 § 1 Κ.Πολ.Δ.) στις 27-12-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στην αντίκλητο των ανακοπτόντων εκκαλούντων στις 3-12-2019 (βλ. τη με αριθμό …../3-12-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ……….), ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με ………./2019 e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και  να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την τακτική διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1ΚΠολΔ). Επιπλέον, ενώπιον του Δικαστηρίου εκκρεμεί  η από  2-10-2020 (αρ. εκθ. καταθ. ………/2020) αυτοτελής πρόσθετη υπέρ της εφεσίβλητης παρέμβαση, που άσκησε  η εταιρία με την επωνυμία «…………..», με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της επίδικης απαιτήσεως κατ’άρθρο 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, δυνάμει της με αριθμό 18-6-2019 σύμβασης διαχείρισης, που δημοσιεύθηκε νομίμως σε περίληψη  με αριθμό πρωτ. ……./18-6-2019  στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε νόμιμα στην υπερ’ ης αυτή, εφεσίβλητη (βλ. τη με αριθμό …… /30-10-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …… .), καθώς και στους  εκκαλούντες ((βλ. τις με αριθμούς  .. . /30-10-2020 και …. /30-10-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………), παραδεκτά ασκείται εν προκειμένω,  σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 80, 81 και 83 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 2 παρ.4 ν. 4354/2015, καθόσον η προσθέτως παρεμβαίνουσα διατηρεί άμεσο έννομο συμφέρον (άρθρο 68ΚΠολΔ) να αποβεί υπέρ της προαναφερθείσας διαδίκου η ανοιγείσα δίκη, δηλαδή να απορριφθεί κατ’ουσίαν  η  έφεση των αντιδίκων της,  ώστε να προχωρήσει  η εκτελεστική διαδικασία προς ικανοποίηση των υπό διαχείριση της απαιτήσεων. Συνεπώς, αυτή  πρέπει,  να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της ερήμην της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη  παρέμβαση, που, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παρασταθεί κατά την εκδίκαση αυτής, δεν εμφανίστηκε, αλλά ούτε και εκπροσωπήθηκε από  πληρεξούσιο δικηγόρο, συνεκδικαζόμενη λόγω συνάφειας της με την ένδικη  έφεση (άρθρα 524 παρ. 1 και 246ΚΠολΔ).

ΙΙ.Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 37900/5929/ 2014 ανακοπή  τους οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες ζητούν για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της με αριθμό ………/2014 διαταγής πληρωμής  του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 30-7-2014 επιταγής προς εκτέλεση παραπόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της, με την οποία διατάχθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη το ποσό των 80.998,50  ευρώ, εντόκως, πλέον εξόδων, από απαίτηση προερχόμενη από την αναφερόμενη σε αυτήν σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου για κάλυψη προσωπικών αναγκών\ και τις πρόσθετες σ’ αυτήν πράξεις. Επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που την  απέρριψε στο σύνολο της. Ήδη οι εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεση τους παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή  τους να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.

IΙΙ. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης  οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο προέβαλαν  την αιτίαση, ότι  η καθής ουδέποτε τους ενημέρωσε για την εκάστοτε μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου του δάνειου τους. Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ……… σύμβαση δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ της καθής η ανακοπή, Τράπεζας, και του πρώτου των ανακοπτόντων, ως πρωτοφειλέτη, και της δεύτερης ανακόπτουσας, ως εγγυήτριας, προκύπτει ότι η δανείστρια τράπεζα χορήγησε στον πρώτο εξ αυτών τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ποσού 80.180 ευρώ, με κυμαινόμενο  επιτόκιο  με εξασφάλιση 6,40% κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, για την  εκάστοτε μεταβολή του οποίου συμφωνήθηκε, ότι ο οφειλέτης θα ενημερώνεται από τον τύπο, είτε από τις ανακοινώσεις της τράπεζας είτε από σχετικά δημοσιεύματα, που οφείλει να παρακολουθεί (βλ. σχετικά τον υπ’αρίθμ. 4.4 -μέρος Β’ της Σύμβασης), ενώ επιπλέον η Τράπεζα δύναται να ενημερώνει τον δανειολήπτη σχετικά, αποστέλλοντας σε αυτόν τους προβλεπόμενους στον όρο του άρθρου 7 της ίδιας σύμβασης πίνακες  μελλοντικών δόσεων δανείου, με φάξ ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, εφόσον  ο τελευταίος έχει δηλώσει σχετικό αριθμό ή  ηλεκτρονική διεύθυνση (στοιχεία,  που ωστόσο εν προκειμένω δεν προέκυψε ότι έχουν δοθεί σε αυτήν -δανείστρια Τράπεζα). Σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν συντρέχει  περίπτωση παράλειψης εκ μέρους της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης υποχρέωσης της προς ενημέρωση των καθών η ανακοπή και ήδη εκκαλούντων αναφορικά με την μεταβολή του επιτοκίου  του ληφθέντος δανείου τους, που ορίστηκε εξ αρχής κυμαινόμενο με συγκεκριμένο ποσοστό εξασφάλισης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς  απέρριψε τον λόγο αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμο  με αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα, και ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί αντιστοίχως.

IV. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο προέβαλαν την αιτίαση ότι η καθ΄ης η ανακοπή στην αίτηση της για έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής δεν ανέφερε τα ποσά, που αυτοί έχουν καταβάλει έναντι της οφειλής τους, τα οποία, ομοίως, δεν αναφέρονται στο προσβαλλόμενο τίτλο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν με συγκεκριμένο τρόπο τις καταβολές στις οποίες, όπως ισχυρίζονται, προέβαιναν  κατά καιρούς έναντι της επίδικης οφειλής τους, και δη κατά χρόνο και ποσό, ενώ η αοριστία αυτή δεν δύναται να θεραπευθεί με την αναφορά των στοιχείων αυτών το πρώτον με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Αξίζει δε να σημειωθεί τέλος, ότι τα ανωτέρω στοιχεία δεν αναφέρονται ούτε στον εξεταζόμενο λόγο της έφεσης. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τον λόγο αυτό της ανακοπής και ο σχετικός άνω δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί αντιστοίχως.

V. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του τρίτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο προέβαλαν την αιτίαση ότι αυτοί υπέγραψαν τη σύμβαση δανείου και τις πρόσθετες αυτής πράξεις δίχως να γνωρίζουν επακριβώς το περιεχόμενο των όρων τους, και δη αυτών αναφορικά με την καθυστέρηση και την καταγγελία του δανείου, επειδή ο υπάλληλος της καθής ουδέποτε τους ενημέρωσε σχετικά, ενώ δεν τους χορηγήθηκαν αντίγραφα. Ωστόσο, όπως προκύπτει από σχετική μνεία που γίνεται στο τέλος της σύμβασης δανείου οι όροι αυτής διαβάστηκαν και έγιναν πλήρως κατανοητοί και αμοιβαία αποδεκτοί, πριν την υπογραφή τους από τους συμβαλλομένους  ανακόπτοντες, ενώ ουδέν  περί του αντίθετου  προέκυψε. Κατά συνέπεια,   και ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει αβάσιμος και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς τον απέρριψε με αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα, του ερευνώμενου λόγου της έφεσης απορριπτομένου   αντιστοίχως.

VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 854 και 857 ΑΚ προκύπτει ότι ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από την ένσταση της διζήσεως και συνεπώς η σχετική συμφωνία μεταξύ αυτού και της τράπεζας είναι έγκυρη στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Εξάλλου, ο σχετικός όρος της δανειακής σύμβασης δεν είναι αδιαφανής, ώστε να αντίκειται στις διατάξεις του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή, καθώς ο τελευταίος, με την αποδοχή του όρου αυτού, είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι παραιτείται από ένα ευεργέτημα που του παρέχει ο νόμος, ήτοι αυτό της ένστασης διζήσεως. Και μπορεί μεν η έννοια «ένσταση της διζήσεως» να είναι νομική, ο καταναλωτής όμως, έχει όλη τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τη σημασία της από το νομικό του παραστάτη. Επιπλέον, και ο όρος με τον οποίο προβλέπεται ότι ο εγγυητής θα ευθύνεται απέναντι στην τράπεζα ως πρωτοφειλέτης δε διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία προμηθευτή και εγγυητή σε βάρος του τελευταίου, καθόσον η συνομολόγηση του καμιά δυσμενή συνέπεια δεν έχει εις βάρος του εγγυητή, αφού αυτός έχει ήδη παραιτηθεί από την ένσταση της διζήσεως και δεν έχει έτσι τη δυνατότητα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής του προς την τράπεζα, ακόμα και αν η τελευταία δεν έχει στραφεί προηγουμένως εναντίον του οφειλέτη της για την ικανοποίηση της απαίτησης της. Συνεπώς, δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα του εγγυητή προς όφελος της τράπεζας, ώστε να διαταράσσονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών εις βάρος του πρώτου (ΑΠ 1886/2014 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑΘ 563/2016, ΠΠρΑΘ 1119/2002, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με την υπ’ αρ. Ζ1 798/2008 υπουργική απόφαση, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αρ. Ζ1-74/17.01.2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ορίστηκε ρητά, ότι σε συμβάσεις στεγαστικών δανείων απαγορεύεται, μεταξύ άλλων, η αναγραφή όρου που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862 – 868 ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν. Εν προκειμένω, οι εκκαλούντες με το τέταρτο λόγο της έφεσης τους παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του τέταρτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο προέβαλαν την αιτίαση ότιείναι ακυρωτέα η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εξ αυτών, εγγυήτριας, διότι η εκ μέρους της παραίτηση από την ένσταση δίζησης αποτελεί καταχρηστικό όρο της δανειακής σύμβασης και προαπαιτούμενο που έθεσε η καθ’ ης για την χορήγηση του δανείου, (που αφορά σε κάλυψη προσωπικών αναγκών), και ως εκ τούτου αντιβαίνει στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη που πρέπει να διέπει τις συναλλαγές. Ωστόσο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η δεύτερη ανακόπτουσα εγκύρως παραιτήθηκε από την ένσταση δίζησης, ενώ αναφορικά  με την γνωστοποίηση σε αυτήν του περιεχομένου του σχετικού όρου από την καθής η ανακοπή, τράπεζα, ισχύουν όσα αναφέρονται στο υπό στοιχείο V της απόφασης αυτής. Επομένως,  ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε και τον λόγο αυτό, σε αντίθεση με όσα προβάλλονται με τον ερευνώμενο λόγο έφεσης, που πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VII. Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες  παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του πέμπτου  και  όγδοου λόγου (κατά το  δεύτερο σκέλος του) της ανακοπής τους,  με τους οποίους προέβαλαν την αιτίαση ότι η καθ’ής η αίτηση υπολόγισε παράνομους τόκους, που υπερβαίνουν τους δικαιοπρακτικούς και ως εκ του λόγου αυτού η απαίτησή της δεν τυγχάνει βέβαιή και εκκαθαρισμένη. Ολόγος αυτός είναι απορριπτέος, προέχοντος, ως αόριστος, διότι οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα, και ποιο τελικά είναι το ποσό που οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (βλ. ΑΠ 199/2019, ΕφΠειρ 282/2020, 266/2020, 401/2015  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που  απέρριψε τους ανωτέρω λόγους με την ίδια αιτιολογία δεν έσφαλε, του ερευνώμενου λόγου της έφεσης απορριπτομένου αντιστοίχως.

VIII. Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν  Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, (περιλαμβανόμενης και της καθής η ανακοπή) υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή, δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του παραπάνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση αυτής (εισφοράς) στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΕφΑθ 1224/2017, ΕφΠειρ 328/2016, 37/2016, 401/2015, 627/2014, ΝΟΜΟΣ). Με τον έκτο  λόγο της έφεσης τους οι εκκαλούντες  παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του πέμπτου  και  όγδοου λόγου (κατά το  πρώτο σκέλος του) της ανακοπής τους,  με τους οποίους προέβαλαν την αιτίαση ότι η καθής μετακύλισε παράνομα την εισφορά του ν. 128/1975 στους ίδιους. Ο λόγος αυτός, ο οποίος βάλλει κατά του κύρους της επίδικης απαίτησης, είναι απορριπτέος, επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση αυτής (εισφοράς) στον δανειοδοτούμενο, όπως εν προκειμένω συμφωνήθηκε με βάση την ως άνω σύμβαση (όρος 12.1 αυτής), είναι νόμιμος. Περαιτέρω, αναφορικά με τον ισχυρισμό των ανακοπτόντων περί παρανόμου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/1985 (άρθρο 1 παρ.3), αυτός τυγχάνει απορριπτέος . πρωτίστως ως αόριστος, διότι οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα, και ποιο τελικά είναι το ποσό που από τα κονδύλια αυτά οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της   προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή (βλ. ΑΠ 199/2019, ΕφΠειρ 282/2020, 266/2020, 401/2015  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Κατά συνέπεια, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε το ίδιο και απέρριψε τον σχετικό λόγο της ανακοπής, δεν έσφαλε και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΧ. Με τον έβδομο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του έβδομου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο προέβαλαν την αιτίαση, ότι  η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε παράνομα και καταχρηστικά εις βάρος τους, διότι: α) δεν αναφέρεται  επακριβώς βάσει ποιας δανειακής σύμβασης εξεδόθη, β) τα αποσπάσματα από τα λογιστικά βιβλία της καθ’ ης δεν αποτελούν προαπόδειξη, γ)  στη δανειακή σύμβαση  δεν αναφέρεται  το επιτόκιο δανεισμού, το ύψος των εξόδων εκτελέσεως της σύμβασης και των λοιπών χρεώσεων, δ)   παραβιάσθηκε το δικαίωμα της ακροάσεως τους, διότι η αρχή που εξέδωσε την διαταγή πληρωμής, όφειλε να τους ακροασθεί, πριν εκδώσει την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, ενώ τέλος, ε) δεν αναφέρεται σε αυτήν  το συνολικό ποσόν που αυτοί έχουν καταβάλλει έναντι της απαιτήσεως. Ο ως άνω  λόγος  πρέπει να απορριφθεί ως προς όλα τα σκέλη του, διότι: στο κείμενο του προσβαλλόμενου τίτλου (2 σελίδα) παρατίθενται αναλυτικά η μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσα σύμβαση δανείου και οι πρόσθετες αυτής πράξεις ,το προσκομισθέν με την  αίτηση για την έκδοση  της διαταγής πληρωμής από 20-6-2014 αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού, που εξυπηρετούσε την επίδικη δανειακή σύμβαση, είχε συμφωνηθεί ρητώς μεταξύ των μερών ότι παράγει πλήρη απόδειξη, επιτρεπομένης της ανταπόδειξης (βλ. σχετικά τον 8.1 όρο της δανειακής σύμβασης),  το ύψος των εξόδων της εκτέλεσης δεν θα μπορούσε να προσδιορισθεί ήδη κατά την κατάρτιση αυτής, ώστε να περιλαμβάνεται στη τελευταία, ενώ αναφορικά με το ποσοστό του επιτοκίου του δανείου και την αναφορά του στη δανειακή σύμβαση ισχύουν όσα αναφέρονται στο υπό στοιχείο ΙΙΙ της απόφασης αυτής. Περαιτέρω, η έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν προϋποθέτει διαγνωστική της επίδικης αξίωσης δίκη, η οποία λαμβάνει χώρα στα πλαίσια τυχόν ανακοπής που θα ασκηθεί κατ’ αυτής, όπου δύναται να αμφισβητηθεί και το ύψος της απαίτησης λόγω καταβολών που έχουν γίνει. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τον λόγο αυτό, του εξεταζόμενου λόγου της έφεσης απορριπτομένου αντιστοίχως ως αβασίμου.

X. Με τον όγδοο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του ένατου και τελευταίου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο προέβαλαν την αιτίαση, ότι δεν έλαβε χώρα κοινοποίηση της διαταγής πληρωμής και στην έδρα του Δικαστηρίου του εκδόσαντος αυτήν Δικαστή. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, εφόσον καμία τέτοια υποχρέωση δεν προβλέπεται από το άρθρο 630Α ΚΠολΔ . Περαιτέρω, ακόμα και η παράλειψη της κατάθεσης από τον δικαστικό επιμελητή αντιγράφου της έκθεσης επίδοσης της διαταγής πληρωμής στη γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου, δεν προβλέπεται με ποινή ακυρότητας της τελευταίας (ενώ επιπλέον, δεν προέκυψε  ότι εν προκειμένω δεν τηρήθηκε η  διαδικασία αυτή). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τον λόγο αυτό, του εξεταζόμενου λόγου της έφεσης απορριπτομένου αντιστοίχως ως αβασίμου.

ΧΙ.Κατά το άρθρο 193 Κ. Πολ. Δ., εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι ορθώς μεν καταλογίστηκαν σε βάρος του, αλλά σε υπέρογκο ποσό. Εν προκειμένω, με τον ένατο και τελευταίο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται  για εσφαλμένο υπολογισμό  των δικαστικών εξόδων σε βάρος τους με την εκκαλουμένη απόφαση. Ο λόγος αυτός παραδεκτά  προβάλλεται κατ` άρθρο 193 Κ. Πολ. Δ., καθόσον προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την βασιμότητα του. Με την εκκαλουμένη απόφαση οι ανακόπτοντες  υποχρεώθηκαν να καταβάλουν  στην ενάγουσα για δικαστικά έξοδά το ποσό των 1.600 ευρώ. Το ποσό αυτό δεν είναι υπερβολικό, καθόσον σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 παρ.1 α’, 65, 66 και 68 παρ.1 ν. 4194/2013,  εν προκειμένω τα δικαστικά έξοδα που πρέπει να επιβληθούν στους ανακόπτοντες ανέρχονται στο ποσό των (80.998,50 ευρώ -ποσό προσβαλλόμενη επιταγής προς πληρωμή- χ 2%)= 1.620 ευρώ. Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν τούτου, επειδή δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της ένδικης έφεσης  προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο  σύνολο της ως ουσιαστικά αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 183 και 176 ΚΠολΔ), ενώ για το παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που αυτοί  προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της εφέσεως τους, πρέπει να διαταχθεί η   εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ). Τέλος, οι εκκαλούντες πρέπει να καταδικασθούν στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 έφεση αντιμολία των διαδίκων και τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της υπερ ης αυτή εφεσίβλητης και αντιμολία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση  κατά της με αριθμό 3202/2019  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό  ………./2019 e-παραβόλου.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα  της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στους εκκαλούντες και τα ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα  της προσθέτως παρεμβαίνουσας  σε βάρος  των εκκαλούντων και τα ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 6 Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ