Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 259/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 259/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………….. για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ των κάτωθι αναφερομένων:

Ι. Του εκκαλούντος ενάγοντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Γκιούλου με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης εναγομένης: Της ……….. ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα – Κωνσταντίνο Τζήμα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

ΙΙ. Της εκκαλούσας εναγομένης: Της ………. ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα – Κωνσταντίνο Τζήμα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Του εφεσιβλήτου ενάγοντος: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Γκιούλου με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 24.7.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/25.7.2018) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.2999/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 19.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../20.11.2019 και ………/20.11.2019), ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσής του κεφάλαια αυτής, που τον βλάπτουν.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη με την από 28.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ ……../29.11.2019 και ……/24.1.2020), ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επίσης προσβάλλει την ως άνω πρωτόδικη απόφαση κατά τα ωσαύτως αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια αυτής, που την βλάπτουν.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου των ανωτέρω δικογράφων, τα οποία συνεκφωνήθηκαν με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, στις οποίες ανέπτυξαν τις απόψεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: α) Η από 19.11.2019  (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………./20.11.2019 και ………./20.11.2019) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της ασκηθείσας ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 24.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./25.7.2018) αγωγής σε βάρος της εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας, και β) η από 28.11.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ. ……./29.11.2019 και ………./24.1.2020) έφεση της ομοίως εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγομένης της ανωτέρω αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής υπ’αριθμ. 2999/2019 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 19.11.2019  (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ……../20.11.2019 και ………/20.11.2019) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 2999/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της ασκηθείσας κατά της εφεσίβλητης, ναυτικής εταιρείας, από 24.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./25.7.2018) αγωγής του ανωτέρω εκκαλούντος, διώκοντος με την ιδιότητα του επιβάτη πλοίου, πλοιοκτησίας της εναγομένης, την επιδίκαση αξιώσεών του σε βάρος της, ως θαλάσσιου μεταφορέα, για αποζημίωση προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, και για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, συνεπεία τραυματισμού του, προκληθέντος από την πτώση του σε εξωτερική κλίμακα του εν λόγω πλοίου, του ατυχήματός του αυτού φερομένου ως οφειλομένου σε υπαιτιότητα (αμέλεια) των μελών του πληρώματος του πλοίου, και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η ως άνω αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 10.976.35 ευρώ, πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 20.11.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………./20.11.2019), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην εναγόμενη, που συντελέσθηκε, με την επιμέλεια του ενάγοντος, στις 13.11.2019, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον τελευταίο υπ’αριθμ. ………/13.11.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικού επιμελητή …………., της προθεσμίας προς άσκηση έφεσης κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αρξαμένης έκτοτε και για τον ίδιο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), και με την οποία πλήττονται τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που βλάπτουν τον εκκαλούντα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 28.11.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ. ………./29.11.2019 και ………/24.1.2020) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της ανωτέρω αγωγής κατά της αυτής πρωτόδικης απόφασης έχει επίσης ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 29.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/ 29.11.2019), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση σ’αυτήν της πρωτόδικης απόφασης, με την επιμέλεια του ενάγοντος, που έλαβε χώρα στις 13.11.2019 κατά τα προεκτεθέντα, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), και με την οποία ομοίως πλήττονται τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που βλάπτουν την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

O ενάγων με την από 24.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../25.7.2018) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι από πταίσμα (αμέλεια) των μελών του πληρώματος του αναφερομένου στο δικόγραφο πλοίου, πλοιοκτησίας της εναγομένης,  στο οποίο επιβιβάσθηκε για την πραγματοποίηση προγραμματισμένου τακτικού ακτοπλοϊκού δρομολογίου, με λιμένα αφετηρίας τη νήσο Άνδρο και προορισμού τη Ραφήνα Αττικής, δυνάμει σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, που συνήψε με την ανωτέρω, αντί καταβληθέντος αντιτίμου, έχοντας παραλάβει το σχετικώς εκδοθέν από την αντισυμβαλλομένη του για το συγκεκριμένο δρομολόγιο εισιτήριο, τραυματίσθηκε στο δεξί κάτω άκρο εξαιτίας της απώλειας της ισορροπίας του κατά τη διέλευσή του από εξωτερική κλίμακα του πλοίου και της επακολουθήσασας πτώσης του στο σημείο, λόγω χυμένων εκεί ολισθηρών υγρών, που δεν είχαν καθαρισθεί, σε συνδυασμό με το φθαρμένο και μη εγκαίρως αντικατασταθέν αντιολισθητικό επίστρωμα της κλίμακας, σύμφωνα με τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα περί των συνθηκών του τραυματισμού του, ζήτησε, αφενός μεν να υποχρεωθεί η αντίδικός του να του καταβάλει, λόγω συρροής εν προκειμένω ενδοσυμβατικής, αλλά και αδικοπρακτικής της ευθύνης, ως προστήσασας τα αδικοπραγήσαντα μέλη του πληρώματος του πλοίου της, εκ των επικαλουμένων παρανόμων και υπαιτίων παραλείψεων των οποίων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προκλήθηκε η σωματική του βλάβη, και τα οποία επιπροσθέτως η ανωτέρω χρησιμοποίησε για την εκπλήρωση της συμβατικής της υποχρέωσης έναντι του ιδίου ως θαλάσσια μεταφορέας, που, όμως, εκτελέσθηκε πλημμελώς, το συνολικό ποσό των 21.297,21 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 11.297,21 ευρώ ισχυρίζεται ότι δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας (θετικής και αποθετικής) εκάστου των επιμέρους κονδυλίων, που συνθέτουν το ως άνω ποσό (δαπάνες μετάβασης του ιδίου από την Άνδρο, όπου κατοικεί, στην Αθήνα, ακτοπλοϊκώς και εντός των Αθηνών με ταξί για επισκέψεις του σε ιατρούς προς παρακολούθηση της κατάστασης της υγείας του, ενίοτε και του συνοδού του, μετ’επιστροφής, δαπάνες αγοράς φαρμάκων και λοιπών φαρμακευτικών υλικών, δαπάνες για την απασχόληση αποκλειστικής νοσοκόμας κατά το χρονικό διάστημα της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, και οικιακής βοηθού κατά το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα της αποθεραπείας του στην οικία του, που θα κατέβαλλε, καθώς αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, εφόσον προσελάμβανε και απασχολούσε άλλα πρόσωπα για την παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών, και δεν τον συνέδραμαν αφιλοκερδώς η μητέρα του και ο υιός του με υπερένταση και εντατικοποίηση των προσπαθειών τους, για την αντιμετώπιση των καθημερινών αναγκών διαβίωσής του, και απολεσθέντα εισοδήματα του χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο λόγω του τραυματισμού του κατέστη ανίκανος προς εργασία), αναλυτικά παρατιθεμένου στο δικόγραφο, και ποσό 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, αφετέρου δε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ ομοίως ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, κατόπιν παραδεκτής μερικής τροπής με τις προτάσεις του και με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, του ως άνω αγωγικού αιτήματος, συνολικού ποσού 30.040 ευρώ (για το ποσό των 40 ευρώ επιφυλάχθηκε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κατά την εκδίκαση της σε βάρος του τελεσθείσας αξιόποινης πράξης) κατά το ποσό των 20.000 ευρώ από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, των υπολοίπου ποσού των 10.000 ευρώ από το ίδιο κονδύλιο και των λοιπών κονδυλίων παραμενόντων καταψηφιστικών, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.2999/2019 οριστική απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η αγωγή είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη και ως προς το επιμέρους κονδύλιο των δαπανών μετάβασης του ενάγοντος από τον τόπο κατοικίας του στην Άνδρο σε επισκέψεις σε ιατρούς για την αποκατάσταση της υγείας του στην Αθήνα και επιστροφής του στην Άνδρο, και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου προβληθείσες αιτιάσεις της εναγομένης, και νόμιμη, και έγινε δεκτό κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της υπόθεσης ότι ο τραυματισμός του ενάγοντος στην εξωτερική κλίμακα του πλοίου της εναγομένης οφείλεται σε πταίσμα των μελών του πληρώματος της τελευταίας, βοηθών εκπλήρωσης της συμβατικής της υποχρέωσης στο πλαίσιο της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη, αλλά και προστηθέντων της, όπερ αυτή αρνήθηκε, καθώς και ότι η διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η έγκληση του ενάγοντος για το συμβάν κατ’άρθρο 47 του ΚΠΔ, εκτιμάται ελεύθερα, ακολούθως έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, λόγω συρροής εν προκειμένω ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής της ευθύνης στην πρόκληση της σωματικής του βλάβης, το συνολικό ποσό των 10.976,35 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 3.000 ευρώ κρίθηκε ότι του οφείλεται ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, και το υπόλοιπο ποσό ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας (θετικής και αποθετικής), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο αιτιολογικό της αναφερόμενα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και επιπροσθέτως καταδικάσθηκε η εναγόμενη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το ύψος της οποίας ορίσθηκε σε 400 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν: 1) Η από 19.11.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../20.11.2019 και ………./20.11.2019) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος, με την οποία ο τελευταίος παραπονείται κατά της κρίσης της εκκαλουμένης απόφασης, που αφορά μόνον στα κονδύλια της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης, και της δαπάνης, στην οποία θα υποβαλλόταν για την απασχόληση αποκλειστικής νοσοκόμας και οικιακής βοηθού κατά τα χρονικά διαστήματα της νοσηλείας του στο νοσοκομείο και της αποθεραπείας του από τον τραυματισμό του στην οικία του αντίστοιχα, εφόσον τις υπηρεσίες αυτές δεν του παρείχαν δωρεάν η μητέρα του και ο υιός του, ως προς τα οποία η αγωγή του έγινε εν μέρει δεκτή, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση καθ’ό μέρος πλήττεται, να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο και να αναδικασθεί η αγωγή ως προς τα συγκεκριμένα κονδύλια, η οποία και να γίνει δεκτή στο σύνολό της, ούτως ώστε να του επιδικασθούν ολόκληρα τα αιτούμενα για τις ανωτέρω αιτίες ποσά, και να καταδικασθεί η εναγόμενη/εφεσίβλητη στη δικαστική του δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. 2) Η από 28.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/29.11.2019 και …./24.1.2020) έφεση της ομοίως εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγομένης της αγωγής, με την οποία πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο του ασκηθέντος ένδικου μέσου λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του επί του ορισμένου του αγωγικού κονδυλίου των δαπανών μετακίνησης του ενάγοντος, ως προς το οποίο εκτίθεται στο εφετήριο ότι θα έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστο, αφετέρου δε σε μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με  τις παραδοχές της εκκαλουμένης επί της ουσίας της υπόθεσης, και συγκεκριμένα επί της υπαιτιότητας των μελών του πληρώματος του πλοίου της ανωτέρω εκκαλούσας στην πρόκληση του τραυματισμού του ενάγοντος, με την ειδικότερη επισήμανση ότι η σχετική δικαστική κρίση επιπροσθέτως παρείδε την εκδοθείσα επί της έγκλησης του ενάγοντος ήδη αμετάκλητη Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η έγκλησή του, κατ’άρθρο 47 του ΚΠΔ, παραβιάζοντας έτσι το απορρέον από το άρθρο 6 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α. τεκμήριο αθωότητας, καθώς και επί των αγωγικών κονδυλίων της πλασματικής δαπάνης απασχόλησης οικιακής βοηθού για το χρονικό διάστημα αποθεραπείας στην οικία του, των απολεσθεισών αποδοχών του και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που έγιναν εν μέρει δεκτά ως κατ’ουσίαν βάσιμα, και ζητείται να γίνει δεκτή η έφεση, ούτως ώστε να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, ν’απορριφθεί η αγωγή καθ’ολοκληρίαν, άλλως επικουρικώς να γίνει εν μέρει δεκτή και να περιορισθεί το ποσό, που θα κριθεί ότι δικαιούται να λάβει ο ενάγων στο «ελάχιστο δυνατό και προσήκον μέτρο», καθώς και να καταδικασθεί ο ενάγων/εφεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

O ενάγων με την αγωγή του αιτήθηκε  – μεταξύ άλλων – να του καταβληθεί από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 493,34 ευρώ, το οποίο ισχυρίζεται ότι δαπάνησε για τις αναγκαίες μετακινήσεις του ιδίου και του συνοδού του (καθώς αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και έχρηζε της αρωγής άλλου προσώπου), κατά το διάστημα της αποθεραπείας του, και συγκεκριμένα για τη μετάβασή του ακτοπλοϊκώς από τη νήσο Άνδρο, όπου κατοικεί μόνιμα, στο λιμένα της Ραφήνας, και την επιστροφή του στην Άνδρο, αλλά και με ταξί εντός της Αττικής, από τη Ραφήνα, για τις απαραίτητες επισκέψεις του σε ιατρούς στο νοσοκομείο ΚΑΤ, προς παρακολούθηση της κατάστασης της υγείας του, κατόπιν του τραυματισμού του, συνεπεία της πτώσης του σε εξωτερική κλίμακα του πλοίου της αντιδίκου του, και την εν συνεχεία επιστροφή του στη Ραφήνα για την επιβίβασή του στο πλοίο με προορισμό την Άνδρο, που έλαβαν χώρα κατά τις επίσης αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο ημερομηνίες, παραθέτοντας επίσης σ’αυτό τη δαπάνη εκάστης μετακίνησης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αγωγή, όσον αφορά το συγκεκριμένο κονδύλιο, είναι επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της και τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος, καθώς εκτίθενται αναλυτικά σ’αυτό οι μετακινήσεις (με πλοίο και με ταξί), που φέρεται ότι πραγματοποίησε ο ενάγων (η κάθε φορά αφετηρία και ο προορισμός του), οι ημερομηνίες, κατά τις οποίες έλαβαν χώρα οι επικαλούμενες μετακινήσεις, και η δαπάνη εκάστης μετακίνησης (το αντίτιμο του ακτοπλοϊκού εισιτηρίου, και το κόμιστρο της μεταφοράς του με ταξί), με αποτέλεσμα να τεκμηριώνεται τοιουτοτρόπως η ιστορική βάση της αγωγής με όλα τα ουσιώδη γεγονότα της επίδικης έννομης σχέσης, δηλαδή με εκείνες τις προϋποθέσεις, από τις οποίες απορρέει η αιτούμενη έννομη συνέπεια, χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο του δικογράφου, ως αναγκαίο περιεχόμενο αυτού, η αναφορά του προσώπου, στο οποίο καταβλήθηκε κάθε φορά το ποσό της αξίας εκάστης μετακίνησης, καθώς, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, το συγκεκριμένο στοιχείο, που μπορεί να προκύψει και από τις αποδείξεις, δε θεμελιώνει το αγωγικό αίτημα, η αναφορά του δεν αποτελεί στοιχείο της επίδικης αξίωσης, δεν ανήκει στην ιστορική βάση της αγωγής, και, επομένως, ο ενάγων δε φέρει το βάρος της επίκλησής του, και η απουσία του δε συνεπάγεται την αοριστία του αγωγικού δικογράφου. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, ότι δηλαδή η αγωγή κατά το εν λόγω κονδύλιο είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη, ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Η σύμβαση εθνικής θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη εντάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 107 του ΚΙΝΔ, στην έννοια της latu sensu ναύλωσης, και ως εκ τούτου, ρυθμίζεται, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 174-189 του ΚΙΝΔ, συμπληρωματικά και από όσες διατάξεις των άρθρων 107-173 του ΚΙΝΔ προσαρμόζονται στη φύση της σχέσης (I. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τομ. 2ος, εκδ. 2005, άρθρο 107, § 4.1, σελ. 100, Ά. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2020, παρ. 1500, σελ. 768). Ήδη, διέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος» [καθώς έχουν παρέλθει αμφότερες οι ημερομηνίες των τεσσάρων (4) ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του για τα πλοία κατηγορίας Α΄, και της 31ης.12.2018 για τα πλοία κατηγορίας Β΄(άρθρο 11), στην οποία εντάσσεται και το πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από την τελευταία με αριθμ. σχετ.6, με αριθμ.66/6.4.2017 πιστοποιητικό ασφαλείας επιβατηγού πλοίου του Κλάδου Ελέγχου Πλοίων του Αρχηγείου του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, ανάλογα με τη θαλάσσια περιοχή στην οποία επιτρέπεται να δρομολογηθεί, μέχρι τις οποίες η Ελλάδα είχε διατηρήσει τη δυνατότητα αναβολής της εφαρμογής του], ο οποίος θεσπίζει το ενωσιακό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις: α) Της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2002 και β) των επιφυλάξεων και των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, που υιοθέτησε η νομική επιτροπή του ΙΜΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 (άρθρο 1 παρ. 1), ενώ επεκτείνει την εφαρμογή αυτών των διατάξεων στις θαλάσσιες μεταφορές εντός ενός και μόνο κράτους μέλους με πλοία κατηγορίας Α΄ και Β΄, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ και θεσπίζει ορισμένες πρόσθετες απαιτήσεις (άρθρα 1 παρ. 2 και 2) .Έτσι, το καθεστώς ευθύνης ως  προς του επιβάτες διέπεται από τον εν λόγω κανονισμό, καθώς και από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παρ. 2, 3 έως 16, 18 , 20 και 21 της Σύμβασης των Αθηνών, που  ενσωματώνονται σε αυτόν ως παράρτημα I (άρθρο 3 παρ. 1). Δοθέντος, όμως, ότι η Σύμβαση των Αθηνών δεν αποσκοπεί στη ρύθμιση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς στο σύνολό της, αλλά αποκλειστικό αντικείμενό της είναι η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα επιβατών και αποσκευών, για την πλήρωση των κενών που ανακύπτουν, εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου και όταν αυτό είναι το ελληνικό, οι διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ (Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο, ό.π.). Στο μέτρο δε που συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ο επιβάτης μπορεί να στηρίξει τις αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. και 932 του ΑΚ (βλ. I. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, ό.π., άρθρο 174, παρ. 3, σελ. 471-472). Τούτο συμβαίνει όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505), οπότε υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης και ο δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 1024/2010, ΑΠ 347/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1734/2009 ΧρΙΔδ 2011.100). Σε κάθε περίπτωση, από τη διατύπωση των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 9, 2, 3 παρ. 1, 7 παρ. 1, 8 παρ. 1-3, 12 παρ. 1, 13, 14, 16 παρ. 1, 2α και 3 της Σύμβασης (όπως οι διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 και 8 έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο II του Πρωτοκόλλου), σε συνδυασμό με το σκοπό της, που είναι η ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικών με την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα για τη διεθνή μεταφορά των επιβατών και των αποσκευών τους, συνάγεται ότι είτε πρόκειται για συμβατική είτε για εξωσυμβατική ευθύνη, οι σχέσεις του μεταφορέα και του επιβάτη θαλάσσιας μεταφοράς ρυθμίζονται αποκλειστικά από τους πιο πάνω διεθνείς κανόνες και τα αναφερόμενα στη Σύμβαση όρια ευθύνης ισχύουν για κάθε προβλεπόμενη από αυτήν αξίωση κατά του μεταφορέα, είτε η αξίωση θεμελιώνεται σε συμβατική, είτε σε εξωσυμβατική ευθύνη (ΕφΠειρ 12/2003 ΕΝΔ 2003.141, ΕφΠειρ 181/2001 ΔΕΕ 2001.898, ΑΠ 1002/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 330 και 914 του ΑΚ προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που έχει επέλθει. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Μάλιστα, τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 του ΑΚ. Ειδικότερα, αυτός που προκαλεί εν γένει επικίνδυνες καταστάσεις, οφείλει, κατά την καλή πίστη, να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών τρίτων, έστω και αν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι αν προβλέπεται, η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη το παράνομο (βλ. ΑΠ 838/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012.114). Δηλαδή, όταν η ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε υπαίτια παράλειψη, αμέλεια και εντεύθεν υποχρέωση αποζημίωσης υφίσταται, μόνον όταν υπήρχε υποχρέωση του υπαίτιου, προς ενέργεια της παραλειφθείσας πράξης, από το νόμο ή δικαιοπραξία ή την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και ιδίως προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε κατάσταση, που επιβάλλει λήψη μέτρων προς αποτροπή του απειλούμενου κινδύνου (ΑΠ 1167/2004 ΕλλΔνη 2005.77, ΑΠ 820/2002 ΕλλΔνη 2003.967, ΑΠ 906/2001 ΕλλΔνη 2003.122, ΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 2001.671). Επίσης, αμέλεια, κατ’άρθρο 330 του ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Ακόμη, προϋπόθεση της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της επελθούσας ζημίας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να επιφέρει και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση ζημία. Ειδικότερα από τη διάταξη δε του άρθρου 298 εδαφ.β΄ του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ): α) Η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και β) επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1396/2010, ΑΠ 605/2009, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει: 1) Σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί, ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, η επ’ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (βλ. ΑΠ 838/2011 ΧρΙΔ 2012.114, ΑΠ 1198/2009 ΕΕμπΔ 2010.419, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006.94). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), 914 και 922 του ΑΚ προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνονται για αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος), όταν η αδικοπραξία δεν είναι άσχετη με την υπηρεσία αυτή, δηλαδή όταν η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για τη τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 181/2011 ΧρΙΔ 2011.664, ΑΠ 72/2007 ΧρΙΔ 2007.411, ΑΠ 160/2001 ΑρχΝ 2001.868). Περαιτέρω, με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως………2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 του Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το οποίο “οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας” με το νόμο 4596/2019. Και τούτο ανεξαρτήτως της πλημμέλειας της εν λόγω ενσωμάτωσης, συνισταμένης στο ότι, καίτοι: α) στη σκέψη 16 του Προοιμίου της ως άνω Οδηγίας ορίζεται ότι “Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος…” και β) στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής προβλέπεται ότι “Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών, καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο”, στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου: Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)] που ορίζει το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξ αιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της αποφάσεως σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της υπόθεσης, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις μόνον για την περίπτωση παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας από τις δηλώσεις δημόσιων αρχών, ενώ έχει εκλείψει η αναφορά της οδηγίας και στις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, πριν από το νόμο 4596/2019 η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα (6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 2 Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) επέκτεινε τη ρυθμιστική εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξης δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ένωσης. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, καταρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π.Κ.). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχείρισης που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας διάταξης και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υπόθεσης σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσης, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγύησης που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υπόθεσης και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω έλλειψης στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης, ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ., η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. του ΑΚ), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδίκασης αποζημίωσης είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93-96 του Συντάγματος, αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ’αντιστοιχία των προβλεπομένων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων, και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διακρίσεως των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας όμως την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα 321 επ. του ΚΠολΔ, 57 του ΚΠΔ, 197 του ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ’αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.). Η συνταγματική, άλλωστε, πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξης, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού δικαστηρίου, και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, και, κατ’επέκταση, να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος – ενάγοντος, καθ` όσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξεως. Η συνεπής εφαρμογή του ως άνω κριτηρίου (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξης) θα έπρεπε να οδηγεί στο συμπέρασμα της δέσμευσης και του ποινικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη προγενέστερη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή όταν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδεται σε πρώτο χρόνο και έπεται η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη, αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αδικοπραξία του εναγομένου, όμως αυτός κηρύσσεται αθώος της ίδιας αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, πράγμα, όμως, που δε συμβαίνει, καθόσον η τοιαύτη απόφαση (του πολιτικού δικαστηρίου) εκτιμάται ελεύθερα, με βάση τον κανόνα της ηθικής απόδειξης, αλλά και κατά το άρθρο 62 του ΚΠΔ, λαμβανομένου υπόψη ότι η ενότητα της έννομης τάξης δεν είναι δυνατό να ισχύει μόνον προς τη μία κατεύθυνση, εξαρτώμενη από το τυχαίο γεγονός ότι έχει εκδοθεί πρώτα η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ούτε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι πρέπει να αναστέλλεται η διαδικασία κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ και συνακόλουθα η έκδοση της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, διότι έτσι η αναστολή αυτή θα κατέληγε να είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, ενώ ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος έφεσης ή αναίρεσης επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, ενώ επί πλέον το πολιτικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά την παρέλκυση που θα προκαλέσει η αναστολή της δίκης, ώστε να χορηγεί αυτήν με σύνεση. Τούτο, ανεξάρτητα από το ότι δε μπορεί να καθίσταται εκ των προτέρων γνωστή η έκβαση της ποινικής δίκης, διότι είναι δυνατόν το ποινικό δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση για τον εναγόμενο, οπότε το τεκμήριο αθωότητας δεν θα ισχύει, και ο διαδραμών χρόνος της αναστολής θα καθίσταται εκ του αποτελέσματος ατελέσφορος, συμβάλλοντας έτσι στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το ίδιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν και οι καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, πράγμα, όμως, που επίσης δεν συμβαίνει, καθόσον αυτές εκτιμώνται ελεύθερα, ως τεκμήρια, με αποτέλεσμα, υπό την εκδοχή αυτή (της διατάραξης της ενιαίας έννομης τάξης) θα δημιουργούνταν δύο κατηγορίες διαδίκων, τους οποίους τα πολιτικά δικαστήρια θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Στη μία κατηγορία (της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης) το δικαστήριο θα έπρεπε να συμμορφωθεί με την ποινική απόφαση και στη δεύτερη κατηγορία (της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής απόφασης), τούτο (το δικαστήριο) θα την εκτιμούσε ελεύθερα, αν και πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση από όμοιο (ποινικό) δικαστήριο. Η μη ύπαρξη, άλλωστε, ενιαίας έννομης τάξης ενισχύεται περαιτέρω και από τα ακόλουθα: α) από τη διαφορετική φύση της διαδικασίας και της ευθύνης. Συγκεκριμένα το μέτρο της επιμέλειας δεν είναι το ίδιο στο αστικό και ποινικό δίκαιο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την ερμηνεία της αμέλειας, στο ποινικό δίκαιο, για την διάγνωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το στοιχείο του “όφειλε”, αλλά και το στοιχείο του “ηδύνατο” (το ατομικό “δύνασθαι” του δράστη), η ερμηνεία της αμέλειας στο αστικό δίκαιο [άρθρο 330 Α.Κ., “(……) η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές] διαφέρει. Η τοιαύτη αντικειμενικοποίηση της αμέλειας είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόσωπο να απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη, επειδή απουσιάζει το στοιχείο του ατομικού “δύνασθαι”, και να καταγνωστεί η ευθύνη του από το πολιτικό δικαστήριο, διότι λ.χ. τα μέτρα ασφαλείας που έλαβε ήταν ανύπαρκτα ή ελλιπή, κρινόμενα με βάση την αντικειμενική αμέλεια και β) από τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους απόδειξης. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διάθεσης και συζήτησης της πολιτικής δίκης και του βάρους επίκλησης και προσκόμιζσης των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη, της αθωωτικής απόφασης του εναγομένου ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, θα αρκούσε για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκόμισης και επίκλησης των αποδεικτικών μέσων, κατ’άρθρο 237 του Κ.Πολ.Δικ., θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνον όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ.2 του Κ.Π.Δ. ορίζει ότι οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και, μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 με το ν. 4596/2019, δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης (άρθρο 104 παρ.1 του Κ.Π.Δ.), τα οποία (δικαιώματα) δε μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 του Κ.Π.Δ.), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 του Κ.Πολ.Δικ.). Εξάλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δικ., σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχοποίησή του, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ’άρθρο 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δικ., και να την δεχθεί κατ` ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ομοίως, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί στην πολιτική δίκη, ενώ έχει αθωωθεί στην ποινική δίκη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 271 του Κ.Πολ.Δικ. και να δεχθεί την αγωγή ως και κατ’ουσίαν βάσιμη και δεν μπορεί να ανακύψει ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, εφόσον ο δικονομικός νομοθέτης αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δικ., ακόμη δηλ. και δίχως τη συνδρομή λόγων ανακοπής ερημοδικίας, ότι ο εναγόμενος και αθωωθείς έχει δικαίωμα να μην εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά να εισάγει την υπόθεση με την άσκηση εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με μόνη συνέπεια την απώλεια ενός δικαιοδοτικού βαθμού. Υπάρχει, επίσης, διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη, με το σύστημα της νόμιμης και της ηθικής απόδειξης, αντίστοιχα, με τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες, καθώς και τον απαιτούμενο διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποίθησης του καθενός δικαστηρίου. Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποίθησης για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέσθηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ’εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει, επί πλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής απόφασης δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθώωσης, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθώωσης, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποίθησης. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δε δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής απόφασης, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δέσμευσης”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834 που στο άρθρο 12 όριζε: “αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος” ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή, αν η “δέσμευση” αυτή ήθελε νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, ανακύπτει συνταγματικό κώλυμα από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος “δέσμευσης” μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δύναμης των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δέσμευσης απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής πρόβλεψης (όπως στο άρθρο 5 του Κ.Δ.Δ.), η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίσταται. Αν, τέλος, με την δέσμευση αυτή νοηθεί ότι καθιερώνεται μία ουσιαστικού δικαίου ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος, τότε, κατ’ ανάγκην, προστίθεται ερμηνευτικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του Α.Κ. ότι η αξίωση αποζημίωσης καταλύεται, αν ο ζημιώσας αθωωθεί για την ταυτιζόμενη με το ποινικό αδίκημα αδικοπρακτική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση πάντως εφόσον ήθελε γίνει δεκτή η “δέσμευση” του πολιτικού δικαστηρίου να οδηγηθεί σε αποδεικτικό πόρισμα “συμβατό με την αθωωτική απόφαση”, και, επομένως, “να αποκλείσει την αστική αδικοπρακτική ευθύνη του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου”, διότι διαφορετικά “η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορουμένου και την αποδυναμώνει, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”, δεν έχει, κατ’αποτέλεσμα, καμιά διαφοροποίηση από το δεδικασμένο, καθόσον, άπαξ και ο κατηγορούμενος αθωωθεί αμετάκλητα στην ποινική δίκη, το πολιτικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για το ίδιο ακριβώς βιοτικό συμβάν, δεσμεύεται από την κρίση αυτή και είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την εναντίον του αγωγή αποζημίωσης, χωρίς να έχει την ευχέρεια να επανεξετάσει την υπόθεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και υπό προϋποθέσεις δεδικασμένου. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξίωσης για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δε μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημίωσης των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος απόδειξης”. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος και αποδίδει στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο για λόγους που δεν αφορούν τον ίδιο (π.χ. επί μη νόμιμης κλήτευσης), η δικαστική του ακρόαση παραγκωνίζεται, με συνέπεια και στην περίπτωση αυτή να αποδίδεται στο πρόσωπο που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής απόφασης, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής απόφασης ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά. Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της απόφασής του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι` αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο. Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου διατύπωσης των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας (ΟλΑΠ 4/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 929 εδαφ.α΄του ΑΚ, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που ήδη έχει επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Ως νοσήλια νοούνται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, εκτός των άλλων, και η δαπάνη για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του είτε στο νοσοκομείο, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ.3 του ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε και η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεών του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού ή αποκλειστικής νοσοκόμου, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλα ή άλλοι στενοί συγγενείς, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα προσλάμβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα ποσό στους ως άνω οικείους του, οι οποίοι με υπερένταση των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 553/2019, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 833/2005, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, με τη διάταξη αυτή του άρθρου 930 παρ.3 του ΑΚ ο νομοθέτης για να αποτρέψει την ανεπιεική λύση της απαλλαγής (ολικής ή μερικής) του ζημιώσαντος εισάγει ειδικά για τις περιπτώσεις υποχρέωσης αποζημιώσεως ένεκα θανάτωσης ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου των άρθρων 928 και 929 ΑΚ εξαίρεση από την αρχή του καταλογισμού των ωφελειών ή συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους (ΟλΑΠ 807/1973). Η ΑΚ 930 παρ.3 αποτελεί έκφραση μιας γενικότερης αρχής ότι σε περίπτωση προσβολής της ζωής, του σώματος ή της υγείας προσώπου με αδικοπραξία ο υπεύθυνος δεν απαλλάσσεται της αστικής ευθύνης από το ότι τρίτος υποχρεούται από σύμβαση ή από το νόμο σε ορισμένη παροχή προς τον παθόντα ή τους οικείους του. Η παροχή αυτή σκοπό έχει την εξασφάλιση και ανακούφιση του ζημιωθέντος και όχι την απαλλαγή του ζημιώσαντος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται γενικότερη αρχή, σύμφωνα με την οποία η αξίωση για αποζημίωση, που έχει ο παθών εναντίον αυτού που τον ζημίωσε, με συνέπεια, εκτός άλλων, να αδυνατεί να εργασθεί, δεν μπορεί να αποκρουσθεί απ’αυτόν για το λόγο ότι άλλος, που ήταν υποχρεωμένος από το νόμο, κατέβαλε στον παθόντα τις αποδοχές του, που αντιστοιχούν στο διάστημα της αναγκαστικής αποχής του από την εργασία του, αφού κατά τη βούληση του νομοθέτη δεν πρέπει να αποβαίνει προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι τρίτος είναι υπόχρεος από το νόμο ή για άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Ο παραπάνω σκοπός της ΑΚ 930 παρ.3 επιβάλλει την όσο το δυνατόν ευρεία ερμηνεία αυτής. Σύμφωνα έτσι με την παραπάνω γενική αρχή, η διάταξη του άρθρου 930 παρ.3 του ΑΚ, παρά το ότι από τη γραμματική διατύπωσή της φαίνεται να αφορά στις περιπτώσεις που κάποιος άλλος έχει υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που ζημιώθηκε, αυτή εφαρμόζεται σε κάθε παροχή τρίτου, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, είτε στηρίζεται σε σύμβαση, είτε στο νόμο, είτε γίνεται εκουσίως χωρίς νομική υποχρέωση, και αποβλέπει στην άρση ή μείωση των συνεπειών της προσβολής κατά της ζωής, του σώματος ή της υγείας προσώπου και όχι να ωφελήσει το βλάψαντα, του οποίου αφήνεται άθικτη η υποχρέωση αποζημίωσης. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι “άλλος” με την έννοια της ΑΚ 930 παρ.3 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε τρίτος (Δημόσιο, ασφαλιστικοί οργανισμοί, πλην του Ι.Κ.Α., ασφαλιστικές εταιρίες, ιδιώτης, συγγενείς, εργοδότης κ.λπ.). Επομένως, κατ’εφαρμογήν της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 930 παρ.3 του ΑΚ, ο παθών από αδικοπραξία δικαιούται σε σωρευτική απόληψη, πέραν των παροχών τρίτου, και της οφειλομένης από τον αδικοπραγήσαντα αποζημίωσης (ΑΠ 152/2017, ΑΠ 1488/2014, ΑΠ 1361/2013, ΑΠ 384/2013, ΑΠ 347/2009, ΑΠ 1127/2002, ΑΠ 1213/2001, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Ενόψει όλων αυτών, η αξίωση του παθόντος κατά του ζημιώσαντος προς αποζημίωση αυτού δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να αποκρουσθεί από τον ζημιώσαντα εκ του λόγου ότι άλλος, και ειδικότερα ο εργοδότης υποχρεούμενος εκ του νόμου, κατέβαλε ήδη στον αποσχόντα αναιτίως απο την εργασία του, λογω του τραυματισμού του, το μισθό του (ΑΠ 1488/2014 ό.π.).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: (α) Τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μαρτύρων του ……….. και ……., οι οποίες δόθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ………./16.10.2018 και ……/5.10.2018 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …….., και περιέχονται στις υπ’αριθμ……./22.10.2018 και ……./24.10.2018 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και του Ειρηνοδίκη Άνδρου αντίστοιχα, β) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία της εναγομένης, μαρτύρων της ………. και …………, οι οποίες δόθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……../28.11.2018 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………, και περιέχονται στις υπ’αριθμ. …../3.12.2018 και ……./3.12.2018 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται i) το με αριθμ.σχετ.7 προσκομιζόμενο από την ενάγουσα ξενόγλωσσο έγγραφο, συνταχθέν στην αγγλική γλώσσα (υπ’αριθμ. …… – V001 – 001 «Certificate of class»), χωρίς τη δέουσα, επίσημη και επικυρωμένη μετάφραση, το οποίο ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο, εκτιμάται ελεύθερα, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 454 του ΚΠολΔ, εφόσον το έγγραφο, που προσάγεται ως αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο, έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί με επίσημη μετάφρασή του, επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών, ή άλλο αρμόδιο κατά νόμο πρόσωπο, όπερ συνεπάγεται ότι, εφόσον προσαχθεί στο δικαστήριο ξενόγλωσσο έγγραφο, χωρίς να συνοδεύεται από επίσημη μετάφραση, το ξενόγλωσσο έγγραφο θεωρείται ότι δεν πληροί τους όρους του νόμου ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1627/2010, ΕφΔωδ(Μον) 17/2017, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), εντούτοις, μετά την τροποποίηση του άρθρου 340 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την 1η.1.2016 (και την κατάργηση με τον ν. 4335/2015 του άρθρου 270 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, εάν δε συντρέχουν οι προβλεπόμενοι από τις διατάξεις των άρθρων 393 και 394 του ΚΠολΔ περιορισμοί του εμμάρτυρου μέσου, και προσαχθεί στο δικαστήριο ξενόγλωσσο έγγραφο χωρίς να συνοδεύεται από επίσημη μετάφραση, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα το εν λόγω έγγραφο μετά των πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων, και αποφασίζει ελεύθερα κατά συνείδηση, ii) τα εν γένει έγγραφα της σχηματισθείσας επί του επισυμβάντος επί του πλοίου της εναγομένης ένδικου ατυχήματος του ενάγοντος ποινικής δικογραφίας υπό τα στοιχεία ……, με ΕΓ ………., των ληφθεισών στο πλαίσιο αυτής ενόρκων καταθέσεων μαρτύρων συμπεριλαμβανομένων, και iii) των φωτογραφιών της επίμαχης κλίμακας του πλοίου της εναγομένης, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η εναγόμενη, ναυτική εταιρεία του ν.959/1979, είναι πλοιοκτήτρια του επιβατηγού/ οχηματαγωγού κλειστού τύπου πλοίου με την ονομασία «SΙΙ» (ΣΙΙ), νηολογίου Πειραιώς με αριθμ……., και αριθμό ΙΜΟ …….., μήκους 111,715 μέτρων, ολικής χωριτικότητας 8765, κατηγορίας, με βάση τη θαλάσσια περιοχή στην οποία επιτρέπεται να δρομολογηθεί, Β΄, το οποίο εκτελεί καθημερινά τακτικά κυκλικά δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, και συγκεκριμένα πραγματοποιεί κατά κύριο λόγο το αυτό δρομολόγιο κάθε ημέρα, που συνήθως περιλαμβάνει αναχώρησή του από το λιμένα της Ραφήνας με προορισμό το λιμένα της Μυκόνου, και επιστροφή του αυθημερόν στο λιμένα αφετηρίας, με ενδιάμεσους λιμένες αυτούς της Άνδρου και της Τήνου, τους οποίους προσεγγίζει διαδοχικά, τόσο κατά τη μετάβασή του στο λιμένα προορισμού, όσο και κατά την επιστροφή του (με αντίστροφη σειρά) στο λιμένα της αφετηρίας. Στις 19.9.2017 ο ενάγων, κάτοικος της νήσου Άνδρου, σε εκτέλεση σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη, που κατήρτισε με την εναγόμενη, επιβιβάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο της, όταν αυτό κατέπλευσε στο λιμένα της Άνδρου, με προορισμό το λιμένα της Ραφήνας, καταβάλλοντας το αναλογούν αντίτιμο και παραλαμβάνοντας το σχετικώς εκδοθέν από την αντισυμβαλλομένη του εισιτήριο. Το εν λόγω πλοίο απέπλευσε από το λιμένα της Άνδρου περί ώρα 16.30. Περί ώρα 18.30 περίπου της ίδιας ημέρας, κατά τη διαδικασία κατάπλου του πλοίου στο λιμένα της Ραφήνας, ο ενάγων κατευθυνόμενος προς αποβίβαση από τον πρυμναίο καταπέλτη του, και ενώ βρισκόταν στην κορυφή της αριστερής εξωτερικής πρυμναίας κλίμακας, η οποία συνδέει το κατάστρωμα Νο 7 με το κατάστρωμα Νο 6, και τότε διέθετε μόνον χειρολαβές από τη δεξιά και την αριστερή της πλευρά για την ασφάλεια και προστασία των επιβατών/χρηστών της, πλην όμως όχι μεταλλικό κιγκλίδωμα στο μέσον, αλλά ούτε και αντίστοιχο κιγκλίδωμα κατά μήκος της δεξιάς και της αριστερής πλευράς της, προτιθέμενος να κατέλθει, και ξεκινώντας να εκτελεί την σκοπούμενη κίνησή του, γλίστρησε, λόγω της ύπαρξης στο σημείο ολισθηρών υγρών και ουσιών, που δεν είχαν, ως θα έδει, γίνει έγκαιρα αντιληπτά και καθαρισθεί/απομακρυνθεί από τα επιφορτισμένα με το συγκεκριμένο καθήκον μέλη του πληρώματος, σε συνδυασμό με το φθαρμένο και μη αντικατασταθέν έως τότε αντιολισθητικό επίστρωμα της κλίμακας, και απώλεσε την ισορροπία του, με αποτέλεσμα την πτώση του στην κλίμακα και τον τραυματισμό του στο δεξί κάτω άκρο, για τον οποίο θα γίνει εκτενώς λόγος κατωτέρω. Έτερος επιβάτης αντιλήφθηκε το γεγονός και ενημέρωσε σχετικώς τα μέλη του πληρώματος, ουδείς εκ των οποίων ήταν παρών, αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας στο συμβάν, που άμεσα προσέτρεξαν στο σημείο, και με τη χρήση αναπηρικού αμαξιδίου συνόδευσαν τον ενάγοντα στο κατάστρωμα Νο 5, όπου βρίσκεται η υποδοχή/ρεσεψιόν (reception) του πλοίου, εν αναμονή της άφιξης του στο μεσοδιάστημα κληθέντος ασθενοφόρου του ΕΚΑΒ. Περί ώρα 19.20, και ενώ το πλοίο είχε προσδέσει στο λιμένα της Ραφήνας, εισήλθε στο πλοίο το ανωτέρω ασθενοφόρο, παρέλαβε τον ασθενή, και τον διακόμισε σε εφημερεύον νοσοκομείο. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων διακομίσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής ΚΑΤ, και εισήχθη στη Β΄ Ορθοπεδική Κλινική του οποίου, όπου διαγνώσθηκε ότι είχε υποστεί εξάρθρημα, διάστρεμμα και διάταση των αρθρώσεων και συνδέσμων του δεξιού γόνατος, για την αντιμετώπιση των οποίων υποβλήθηκε στη συνέχεια σε χειρουργική επέμβαση, και δη σε συρραφή του επιγονατιδικού τένοντα, απαιτήθηκε δε να νοσηλευθεί εκεί κατά το χρονικό διάστημα από 19.9.2017 έως την 1η.10.2017, ήτοι για 12 ημέρες, όταν και εξήλθε με βελτιωμένη την κατάσταση της υγείας του και με συσταθείσα από τους ιατρούς του θεραπεία, συνιστάμενη σε βάδιση με βακτηρίες ή βοήθημα/περιπατητήρα τύπου Π (Πι), μερική φόρτιση του πάσχοντος σκέλους, αλλαγή τραύματος κάθε 3 ημέρες, αφαίρεση των ραμμάτων σε 15 μέρες από το χειρουργείο, αντιθρομβωτικές κάλτσες, επανεξέταση στα εξωτερικά ιατρεία σε 30 μέρες από το χειρουργείο με ραντεβού, ενώ επιπροσθέτως του συνταγογραφήθηκε η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή για 1 μήνα (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα εξιτήριο του ανωτέρω νοσηλευτικού ιδρύματος). Αποδείχθηκε επίσης ότι κατόπιν της εξόδου του από το νοσοκομείο, επειδή αδυνατούσε να μετακινηθεί με οποιοδήποτε άλλο ιδιωτικό μεταφορικό μέσο, κλήθηκε προς τούτο ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, με το οποίο διακομίσθηκε στο λιμένα της Ραφήνας, όπου επιβιβάσθηκε με αναπηρικό αμαξίδιο στο πλοίο «Θ», προκειμένου να μεταβεί στην κατοικία του στην Άνδρο, προς συνέχιση της νοσηλείας του, κατ’οίκον πλέον. Στις 3.11.2017 επισκέφθηκε εκ νέου τα εξωτερικά ιατρεία του ιδίου νοσοκομείου για παρακολούθηση της κατάστασης της υγείας του, όπου και εξετάσθηκε από το διευθυντή του Ε΄ Ορθοπεδικού Τμήματος Ιατρό …………., ο οποίος του συνέστησε τη διενέργεια 10 συνεδριών φυσικοθεραπείας, και του χορήγησε αναρρωτική άδεια από την εργασία του, με ημερομηνία έναρξης αυτής την 1η.10.2017 (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα από 3.11.2017 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ανωτέρω ιατρού, σε συνδυασμό με το από 3.11.2011 παραπεμπτικό έγγραφο του ιδίου, που αφορά στις συσταθείσες στον ενάγοντα φυσικοθεραπείες). Στις 22.11.2017 λόγω έντονου άλγους στο χειρουργηθέν άκρο του και εκροής πυοαιματηρού υγρού, φέροντας μεταλλικό μηροκνημικό αρθρωτό νάρθηκα 4 σημείων, κλειδωμένο σε μηδέν (0) μοίρες, αποτάνθηκε στον Ιατρό Χειρουργό – Ορθοπεδικό ………., ο οποίος, αφού τον εξήτασε και διεπίστωσε ότι στο δεξί του γόνατο είχε τομή μέση και στο κάτω πέρας της τομής συρίγγιο,  που παροχέτευε πυοαιματηρό υγρό, προέβη ακολούθως σε διάνοιξη – λήψη καλλιεργειών τραύματος, και παροχέτευση – έκπλυση του τραύματος, του χορήγησε αντιβιοτική αγωγή, και επιπλέον του συνέστησε τη διατήρηση του νάρθηκα τεσσάρων σημείων, τη χρήση βακτηριών, και την αποφυγή σωματικής δραστηριότητας. Την 1η.12.2017 ο ενάγων επισκέφθηκε και πάλι προς επανεξέταση τον αυτό ως άνω ιατρό ………., ο οποίος διεπίστωσε μικρή βελτίωση της κλινικής εικόνας του, και αφού προέβη σε έκπλυση και αλλαγή του τραύματος, του συνέστησε επανεξέταση σε 15 μέρες. Πράγματι στις 15.12.2017 ο ενάγων μετέβη ξανά στον εν λόγω ιατρό, ο οποίος, κατόπιν εξέτασής του, διεπίστωσε σαφή βελτίωση της κατάστασης της υγείας του, με μικρή εκροή υγρού του συριγγίου και του συνέστησε τη διατήρηση του νάρθηκα, αλλά σε εύρος κίνησης 0-90 μοίρες, ασκήσεις τετρακεφάλου και φόρτιση του σκέλους του κατά βούληση. Τέλος, στις 4.1.2018 ο ενάγων επισκέφθηκε και πάλι τον ως άνω ιατρό, ο οποίος διέγνωσε εικόνα σύγκλισης του συριγγίου και υποχώρηση της φλεγμονής, και του συνέστησε διατήρηση του νάρθηκα για έναν (1) ακόμη μήνα, αύξηση του εύρους κίνησης, και έναρξη εντατικής φυσικοθεραπείας (βλ. σχετ. περί απάντων των προεκτεθέντων την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα από 28.8.2018 ιατρική γνωμάτευση του ανωτέρω ιατρού, στην οποία επιπροσθέτως αναφέρεται ότι ο ενάγων για χρονικό διάστημα 2 μηνών από της εξόδου του από το νοσοκομείο έπρεπε να αποφεύγει κάθε σωματική δραστηριότητα με το σκέλος σε αποφόρτιση και ακινησία, ότι κατά την περίοδο της παρακολούθησής του από τον εν λόγω ιατρό και επί 1 μήνα ήταν ανίκανος για κάθε εργασία, αφού έφερε το μεταλλικό μηροκνημιδικό νάρθηκα στο δεξί κάτω άκρο του μέχρι τα τέλη του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2018, καθώς και ότι ο ενάγων σαφώς αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στην αυτοεξυπηρέτηση και στη διεκπεραίωση των καθημερινών αναγκών του). Την ίδια δε ημέρα (στις 4.1.2018) ο ενάγων μετέβη επίσης και στα εξωτερικά ιατρεία του Νοσοκομείου ΚΑΤ, όπου και εξετάσθηκε από τον θεράποντα ιατρό του ………….., ο οποίος του χορήγησε περαιτέρω αναρρωτική άδεια από την εργασία του, σε συνέχεια της προηγουμένης, διαρκείας δύο (2) μηνών, ήτοι μέχρι τα τέλη του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2018 (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα από 4.1.2018 ιατρική βεβαίωση του ως άνω ιατρού, όπου ως πάθηση του ενάγοντος αναφέρεται «ρήξη επιγονατιδίου τένοντα ΔΕ, συρραφείσα»). Πέραν όσων έχουν ήδη αναφερθεί, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα με αριθμ.πρωτ……./6.6.2018 έγγραφο της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.ΚΑ. Κορωπίου, η τελευταία γνωμάτευσε ότι αυτός, λόγω της κατάστασης της υγείας του, κατόπιν του προκληθέντος από την πτώση του στην εξωτερική κλίμακα του πλοίου της εναγομένης τραυματισμού του, κατέστη ανίκανος προς εργασία για το χρονικό διάστημα από 1.10.2017 έως 25.2.2018, ήτοι για σχεδόν πέντε (5) μήνες, για το οποίο μάλιστα δεν του χορηγήθηκε σχετικό επίδομα ανικανότητας, του επί τούτου υποβληθέντος αιτήματός του απορριφθέντος με την επίσης προσκομιζόμενη από τον ίδιο υπ’αριθμ………/6.6.2018 απόφαση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α. – Οργανική Μονάδα Ραφήνας) με το αιτιολογικό ότι «δεν έχει τις απαιτούμενες ημέρες εργασίας», και, επιπροσθέτως ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 20.11.2017 έως και τα τέλη του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2018, (ο ενάγων) υποβλήθηκε, κατόπιν σύστασης των θεραπόντων ιατρών του, σε είκοσι (20) συνεδρίες φυσικοθεραπείας προς αποκατάσταση της κινητικότητας στο δεξί κάτω άκρο του και αποθεραπεία του, το κόστος διενέργειας των οποίων κατέβαλε εξ ολοκλήρου ο ασφαλιστικός του φορέας, όπως ο ίδιος μνημονεύει στο δικόγραφο της αγωγής του. Κατά την κρίση και του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ο ανωτέρω τραυματισμός του ενάγοντος στην εξωτερική κλίμακα του προαναφερθέντος πλοίου, πλοιοκτησίας της εναγομένης, οφείλεται αποκλειστικά σε υπαιτιότητα των αδικοπραγησάντων μελών του πληρώματος του πλοίου αυτού, προστηθέντων της και βοηθών της στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, που απορρέουν από τις μεταξύ της ιδίας και των επιβατών του πλοίου καταρτιζόμενες κάθε φορά συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς, όπως άλλωστε συνέβη εν προκειμένω και στην περίπτωση του ενάγοντος, που επίσης με τη σειρά του συνήψε τέτοια σύμβαση με την αντίδικό του για τη μεταφορά του με το πλοίο της από τη νήσο Άνδρο στη Ραφήνα Αττικής, καταβάλλοντας το αναλογούν αντίτιμο και παραλαμβάνοντας το αντίστοιχο της συναλλαγής παραστατικό, οι οποίοι, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους και την εκτέλεση της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί στον επίδικο χρόνο, επέδειξαν αμέλεια, διότι δεν κατέβαλλαν την απαιτούμενη στις οικείες συναλλαγές και επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις επιμέλεια και προσοχή, που όφειλαν κατά τη συναλλακτική πίστη στον οικείο κύκλο των αρμοδιοτήτων του επαγγέλματός τους,  και μπορούσαν να επιδείξουν, με βάση τους κανόνες της ναυτιλίας και της ναυτικής τέχνης, και εκείνους της κοινής πείρας και λογικής, δηλαδή την αφηρημένως λαμβανομένη επιμέλεια του μέσου συνετού εργαζόμενου σε ένα τέτοιο πλοίο, που, εάν είχε καταβληθεί, υπό παρόμοιες συνθήκες, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του επισυμβάντος ατυχήματος του ενάγοντος Και δη, ως υπεύθυνοι από την υπηρεσία τους και επιφορτισμένοι πρωτίστως με την ασφάλεια των επιβατών του πλοίου, στο οποίο είχαν ναυτολογηθεί, δεν έλαβαν όλα τα προσήκοντα, και ενδεδειγμένα μέτρα για την προστασία της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας αυτών, με τη διατήρηση του προβλεπομένου στις οικείες διατάξεις και απαιτουμένου επιπέδου ασφαλείας σε όλους τους χώρους του πλοίου, που εκ της κατασκευής του προορίζονται για την κοινή χρήση των επιβατών, και την αποτροπή της πρόκλησης στους τελευταίους ζημίας από τους κινδύνους, που εκ των πραγμάτων εγκυμονεί η μη τήρηση των προβλεπομένων μέτρων ασφαλείας, και συγκεκριμένα δεν φρόντισαν ώστε η επίμαχη εξωτερική κλίμακα, που συνδέει δύο καταστρώματα του πλοίου και χρησιμοποιείται καθημερινά από μεγάλο αριθμό προσώπων κατά την εκτέλεση των προγραμματισμένων δρομολογίων του πλοίου, να παραμένει στεγνή και καθαρή από πάσης φύσης ολισθηρά υγρά και ουσίες και να διατηρείται σε αυτήν την κατάσταση συνεχώς καθόλη τη διάρκεια του εκάστοτε τακτικού ημερησίου δρομολογίου του και μέχρι την αποβίβαση όλων των επιβατών, επιτηρώντας, ελέγχοντας και επιβλέποντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα όλους τους κοινόχρηστους χώρους, ώστε να εντοπίζονται τυχόν ανακύψασες εστίες κινδύνου, ούτε μερίμνησαν για τον έγκαιρο και αποτελεσματικό καθαρισμό της από τέτοια υγρά, που είχαν χυθεί και εξακολουθούσαν να υπάρχουν στην κορυφή της κατά τη χρονική στιγμή της διέλευσης του ενάγοντος από το συγκεκριμένο σημείο, κατόπιν αποκλεισμού της πρόσβασης σ’αυτό των επιβατών, ως θα συνέβαινε εάν είχε υποπέσει το γεγονός στην αντίληψή τους, ούτε, όμως, και για την τοποθέτηση του κατάλληλου και ασφαλούς αντιολισθητικού επιστρώματος στην κλίμακα, σε αντικατάσταση του ήδη φθαρμένου, ως είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να πράξουν εκ της καταρτισθείσας σύμβασης της εναγομένης  με έκαστο των κάθε φορά μεταφερομένων με το πλοίο της προσώπων, και εν προκειμένω με τον ενάγοντα, εκ του γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως, και εκ της αρχής της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κατά τον επίδικο χρόνο δεν είχε τοποθετηθεί κουπαστή ή μεταλλικό κιγκλίδωμα στο μέσον της ως άνω κλίμακας για μεγαλύτερη προστασία των χρηστών της ούτε στις δύο πλευρές της, ει μη μόνον υφίσταντο χειρολαβές κατά μήκος της αριστερής και της δεξιάς πλευράς της, όπως έχει ήδη αναφερθεί, με αποτέλεσμα την απώλεια της ισορροπίας και την πτώση του ενάγοντος στην κλίμακα, όταν, αυτός, προτιθέμενος να την κατέλθει για να μεταβεί στο κατώτερο κατάστρωμα και να αποβιβασθεί από το πλοίο, που επρόκειτο εντός ολίγου να καταπλεύσει στο λιμένα προορισμού, πάτησε τα εν λόγω υγρά και γλίστρησε, υποστάς σωματική βλάβη στο δεξί κάτω άκρο του, παραλείψεις, οι οποίες κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν επαρκώς ικανές και πρόσφορες να επιφέρουν το ως άνω επιζήμιο αποτέλεσμα, και πράγματι επέφεραν τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση, υφισταμένης μεταξύ αυτών της απαιτουμένης για τη στοιχειοθέτηση της προς αποζημίωση του ενάγοντος ευθύνης της εναγομένης αιτιώδους συνάφειας. Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί των ειδικότερων συνθηκών του τραυματισμού του ενάγοντος στην κλίμακα του εν λόγω πλοίου, που έγιναν δεκτές ανωτέρω ως αποδειχθείσες, ενόψει και της προβληθείσας άρνησης της εναγομένης στα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής του, η οποία συγκεκριμένα ισχυρίσθηκε ότι αυτός υπήρξε αποκλειστικά υπαίτιος του τραυματισμού του, διότι δεν επέδειξε την απαιτούμενη προσοχή κατά τη διέλευσή του από την  κλίμακα του πλοίου της, με αποτέλεσμα να παραπατήσει και να πέσει, επιρρωνύεται ιδίως από τα κάτωθι: Την από 11.10.2017 ένορκη κατάθεση του ιδίου του ενάγοντος ενώπιον των αρμόδιων προανακριτικών λιμενικών υπαλλήλων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ραφήνας, που διερεύνησαν το ένδικο συμβάν στο πλαίσιο διενέργειας της διαταχθείσας επί υποβληθείσας έγκλησής του προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία (κατάθεση) αποτελεί μέρος της σχηματισθείσας με στοιχεία …….. με ………. ποινικής δικογραφίας, και στην οποία ο ανωτέρω από την πρώτη στιγμή αναφέρει ακριβώς ό,τι εκθέτει και στην αγωγή του περί του επίμαχου τραυματισμού του, και συγκεκριμένα ότι, προτιθέμενος να αποβιβαστεί από το πλοίο, και ξεκινώντας να κατέβει μία εκ των εξωτερικών κλιμάκων του, που βρίσκονται στην πρύμνη του, λόγω ολισθηρών υγρών και ουσιών, που υπήρχαν στην κορυφή της, σε συνδυασμό με το υπάρχον μεν, αλλά φθαρμένο, και, συνεπώς κακής ποιότητας, αντιολισθητικό επίστρωμα της κλίμακας, γλίστρησε, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο σημείο, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί στο δεξί του γόνατο, όπως έχει ήδη εκτεθεί, και επιπροσθέτως αποδεικνύεται από τις προσκομισθείσες από τον ίδιο ιατρικές γνωματεύσεις. Τον ισχυρισμό του ενάγοντος περί φθαρμένου αντιολισθητικού επιστρώματος στην επίμαχη κλίμακα και τοποθέτησης καινούργιου, όπως και μεταλλικού κιγκλιδώματος στο μέσον αυτής για να μπορούν να κρατιούνται οι επιβάτες, που τη χρησιμοποιούν, αλλά και κατά μήκος των πλευρών της, το πρώτον μετά τον τραυματισμό του, αλλά και περί της συχνής διαπίστωσης εκ μέρους τους της ύπαρξης ολισθηρών υγρών και ουσιών στο συγκεκριμένο σημείο, που δεν καθαρίζονταν το συντομότερο δυνατόν από το πλήρωμα, ως θα έδει, όπερ εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλεια των επιβατών, επιβεβαίωσαν αμφότεροι οι μάρτυρες απόδειξης, στις ένορκες βεβαιώσεις τους, οι οποίες κρίνονται πειστικές, καθώς οι ανωτέρω καταθέτουν εξ ιδίας αντίληψης, εφόσον αμφότεροι, μόνιμοι κάτοικοι Άνδρου, χρησιμοποιούν συχνά το συγκεκριμένο πλοίο για τις ακτοπλοϊκές μετακινήσεις τους προς την Αττική. Ειδικότερα η μάρτυρας απόδειξης και φίλη του ενάγοντος …….. ανέφερε στην υπ’αριθμ……../22.10.2018 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς ότι πάντοτε σχεδόν υπήρχαν χυμένα υγρά στις σκάλες του πλοίου της εναγομένης, και μάλιστα ότι είχε γλιστρήσει κι η ίδια τον Αύγουστο του 2017, αλλά δεν είχε τραυματισθεί σοβαρά, καθώς και ότι μετά το ατύχημα του ενάγοντος που ξαναταξίδεψε, είχε τοποθετηθεί μεταλλικό κιγκλίδωμα στο μέσον της σκάλας και καινούργιο αντιολισθητικό επίστρωμα χρώματος μπλε και κίτρινου. Την μεταγενέστερη του επιδίκου ατυχήματος τοποθέτηση κεντρικού κιγκλιδώματος στην επίμαχη κλίμακα, που εμφαίνεται και στις προσκομισθείσες από τους διαδίκους φωτογραφίες, οι οποίες ελήφθησαν μετά το ατύχημα, και δεν απεικονίζουν την πραγματική κατάσταση στο σημείο κατά τον επίδικο χρόνο, και κατά τον χρόνο του τραυματισμού του ενάγοντος δεν υπήρχε προς διευκόλυνση των επιβατών, αλλά κατασκευάστηκε εκ των υστέρων, επιβεβαίωσε και ο έτερος μάρτυρας απόδειξης στην υπ’αριθμ. ……../24.10.2018 ένορκη βεβαίωσή του, ήτοι ο εξάδερφος του ενάγοντος ……………., ο οποίος επίσης ανέφερε ότι, και ο ίδιος, εξ αφορμής των συχνών μετακινήσεών του με το εν λόγω πλοίο ως επαγγελματίας οδηγός φορτηγού οχήματος, είχε διαπιστώσει πολλές φορές να είναι βρεγμένες οι σκάλες του πλοίου και να γλιστρούν επικίνδυνα, με αποτέλεσμα οι επιβάτες να πρέπει να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή όταν τις κατέβαιναν, καθώς και ότι το αντιολισθητικό επίστρωμά τους ήταν πολύ φθαρμένο («σχεδόν ανύπαρκτο» το χαρακτηρίζει), αλλά και ότι μετά το ατύχημα του ενάγοντος λήφθηκαν στο σημείο επιπρόσθετα μέτρα για την ασφάλεια των επιβατών, και δη τοποθετήθηκε από την πλοιοκτήτρια μεταλλικό κιγκλίδωμα στο μέσον της σκάλας, και καινούργιο αντιολισθητικό επίστρωμα χρώματος μπλε και κίτρινου χρώματος. Εξάλλου και η ίδια η εναγόμενη συνομολογεί ότι κατά τη μέρα του ατυχήματος υπήρχαν δεξιά και αριστερά στην επίμαχη κλίμακα μόνον χειρολαβές, καθώς και ότι μεταγενέστερα, όπως εμφαίνεται και στις φωτογραφίες που προσκομίζει, προστέθηκε κουπαστή, τόσο δεξιά και αριστερά, όσο και στο μέσον αυτής, γεγονός που καταδεικνύει ότι προηγουμένως δεν είχαν ληφθεί στο σημείο όλα τα προσήκοντα και ενδεδειγμένα μέτρα ασφαλείας των επιβατών, που πράγματι λήφθηκαν στη συνέχεια, προφανώς διότι κρίθηκαν από την εναγόμενη απαραίτητα, όπερ από μόνο του καθιστούσε την κλίμακα στο παρελθόν δυνητικά επικίνδυνη. Αντίθετη κρίση για τις συνθήκες τέλεσης και την αιτία πρόκλησης του ένδικου ατυχήματος του ενάγοντος δε μπορεί να προκύψει από τα όσα κατέθεσε στην από 8.1.2018 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα ο ……….. ενώπιον της Σημαιοφόρου του Λ.Σ. ……….., αξιωματικού φυλακής του Κ.Λ. Ραφήνας, Ύπαρχος του πλοίου της εναγομένης, στο πλαίσιο της διενεργηθείσας κατόπιν της υποβολής έγκλησης του ενάγοντος για το συμβάν του τραυματισμού του προκαταρκτικής εξέτασης, ο οποίος μεταξύ άλλων ανέφερε ότι ο ενάγων του είπε ότι «…ούτε που κατάλαβα πώς έπεσα», καθώς και ότι πιθανολογεί ότι το ένδικο ατύχημα θα πρέπει να αποδοθεί σε απροσεξία του ίδιου του ενάγοντος. Αορίστως δε ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε, χωρίς να αναφέρει τον ακριβή χρόνο, ότι μετέβη στο σημείο πτώσης του ενάγοντος,  όπου και διεπίστωσε ότι ήταν στεγνά και δεν υπήρχε κάποιο εμπόδιο, ενώ ο ισχυρισμός του ότι όλες οι κλίμακες ήταν καλυμμένες με αντιολισθητικό υπόστρωμα, και αληθής υποτιθέμενος, δεν αντικρούει όσα διατείνεται ο ενάγων και οι μάρτυρες απόδειξης, ότι δηλαδή αυτό ήταν «σχεδόν ανύπαρκτο» λόγω της φθοράς του. Επίσης, τα απ’αυτόν κατατεθέντα, που αφορούν σε επαρκή σήμανση σε όλες τις κλίμακες του πλοίου, δεν αναιρούν τις προεκτεθείσες παραδοχές περί του πταίσματος των μελών του πληρώματος της εναγομένης στην πρόκληση του τραυματισμού του ενάγοντος, αφού η αιτία της πτώσης του τελευταίου στην επίμαχη εξωτερική κλίμακα ήταν η ύπαρξη και ο μη έγκαιρος καθαρισμός των υπαρχόντων στο σημείο ολισθηρών υγρών και ουσιών, σε συνδυασμό με την επίστρωση της εν λόγω κλίμακας με φθαρμένο και κακής ποιότητας αντιολισθητικό δάπεδο, και όχι η έλλειψη σήμανσης στους χώρους του πλοίου. Ούτε βέβαια η υπαιτιότητα των μελών του πληρώματος του πλοίου της εναγομένης στον τραυματισμό του ενάγοντος, όπως αναλύθηκε διεξοδικά ανωτέρω, ενός και μόνου δηλαδή προσώπου, αναιρείται εκ του γεγονότος ότι την ίδια ημέρα το πλοίο μετέφερε συνολικά 611 επιβάτες, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη μηχανογραφικές καταστάσεις καταγραφής επιβατών της συγκεκριμένης ημέρας και εισιτηρίων, ενώ επιπροσθέτως επέβαιναν σε αυτό και 50 μέλη του πληρώματος, χωρίς να σημειωθεί έτερο συμβάν, διότι, όπως ισχυρίζεται η ανωτέρω, εάν υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα, είτε λόγω ελαττωματικής αντιολισθιτικής επικάλυψης των βαθμίδων της εν λόγω κλίμακας, είτε λόγω της ύπαρξης στο σημείο ολισθηρών υλικών, τούτο θα είχε εντοπισθεί και επισημανθεί και από έτερα πρόσωπα, ή χειρότερα, θα είχε τραυματισθεί και άλλος, καθώς πρόκειται περί υποθετικού ισχυρισμού, που προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι το ανωτέρω γεγονός, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί αληθές, ουδόλως αποτελεί απόδειξη περί της μη ύπαρξης ολισθηρών υγρών και ουσιών στην κλίμακα, σε κάθε δε περίπτωση η όποια κακοτεχνία ή ολισθηρότητα μίας κλίμακας είναι προφανές ότι δεν συναπάγεται κατά λογική αναγκαιότητα την πτώση και, συνακόλουθα, τον τραυματισμό, όλων αυτών που θα τη χρησιμοποιήσουν, αφού ένα τέτοιο ατύχημα αυτονόητα αποτελεί συνάρτηση πολλών παραγόντων. Όσον αφορά τα όσα κατέθεσαν στις υπ’αριθμ…… και …./3.12.2018  ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς οι μάρτυρες ανταπόδειξης, ο μεν …….., εργαζόμενος από 1.7.2011 στο ναυτιλιακό τμήμα της εναγομένης με καθήκοντα, που αφορούν στην παρακολούθηση της λειτουργίας και της κατάστασης του πλοίου της, ο δε ………, ναυτολογημένος και εργαζόμενος ως αρχιθαλαμηπόλος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στο εν λόγω πλοίο, ήτοι – μεταξύ άλλων – ότι η επίδικη κλίμακα ήταν απολύτως ασφαλής, με το δάπεδο αυτής ειδικά κατασκευασμένο από ανάγλυφο αντιολισθητικό μεταλλικό υλικό, και ότι λόγω της μεταλλικής κατασκευής του το επίστρωμα δεν φθείρεται, αντικρούονται ως αβάσιμα από την τοποθέτηση καινούργιου επιστρώματος μετά το ένδικο ατύχημα, σε αντικατατάσταση του προηγούμενου, και μεταλλικού κιγκλιδώματος στο μέσον αυτής, αλλά και κατά μήκος των πλευρών της, όπου μέχρι το ατύχημα είχαν τοποθετηθεί μόνον χειρολαβές, όπως συνομολογούν αμφότεροι οι διάδικοι και προκύπτει από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, με την επισήμανση ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται η ύπαρξη αντιολισθητικής επίστρωσης στην κλίμακα, αλλά η καταλληλότητα και η επαρκής ασφάλεια της ήδη τοποθετηθείσας, σύμφωνα με τον προορισμό της, και ο έγκαιρος καθαρισμός της κλίμακας αυτής κατά το χρόνο, που επισυνέβη το κρινόμενο ατύχημα, από ολισθηρά υγρά και ουσίες, και όχι από θαλάσσια ή μη ύδατα, που δε γλιστρούν, καθώς είναι προφανές ότι οι εξωτερικοί χώροι του πλοίου βρέχονται συχνά και εμφανίζουν υγρασία λόγω της πλεύσης του στη θάλασσα, λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη και του ότι ο εκ των ανωτέρω μαρτύρων της εναγομένης ………, τότε αρχιθαλαμηπόλος του πλοίου, καταθέτει μεν ότι όταν το πλοίο προσεγγίζει τον τελευταίο λιμένα του ημερησίου δρομολογίου του όλοι οι θαλαμηπόλοι του απασχολούνται στους χώρους ενδιαίτησης των επιβατών, ώστε να είναι καθαροί κατά την αποχώρησή τους μετά τον κατάπλου, και ότι εάν είχε χυθεί κάτι στο συγκεκριμένο σημείο θα είχε γίνει αντιληπτό και θα είχε αποκλεισθεί η πρόσβαση σ’αυτό των επιβατών, προσθέτοντας όμως ότι «βέβαια λογικό είναι να μην μπορώ να αποκλείσω να είχε πέσει κάτι εκείνη τη στιγμή…δε μπορούμε να είμαστε συνεχώς και πανταχού παρόντες πάνω στο πλοίο». Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί της αποκλειστικής υπαιτιότητας των μελών του πληρώματος του πλοίου της εναγομένης, προστηθέντων της και βοηθών της στην εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων έναντι των επιβατών του πλοίου της από τις μεταξύ τους καταρτισθείσες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς, στην πρόκληση της σωματικής βλάβης του ενάγοντος, δεν αναιρείται ούτε από την προσκομιζόμενη από την εναγόμενη από 3.9.2018 με αριθμό …../7.9.2018 Διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η από 11.10.2017 έγκληση του ενάγοντος για το συμβάν του τραυματισμού του, κατά το άρθρο 47 του ΚΠΔ, με το σκεπτικό ότι «…δεν πιθανολογήθηκε ο ισχυρισμός του περί κακής ποιότητας αντιολισθητικού δαπέδου…ούτε και η ύπαρξη υγρής ουσίας στην σκάλα…δεδομένου ότι ουδόλως μπορεί να προσδιορισθεί ο χρόνος ρίψης της ουσίας αυτής και η αμέλεια του προσωπικού να προβεί στον καθαρισμό», η οποία εκτιμάται ελεύθερα και η περιληφθείσα στην οποία δικανική κρίση δεν αποτελεί δεδικασμένο για την πολιτική δίκη, με την επιπρόσθετη επισήμανση ότι το εξ αυτής τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του παρόντος Δικαστηρίου, που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την ανωτέρω Διάταξη, και κατ’ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής ευθύνης της εναγομένης και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της κρινόμενης αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Παρά ταύτα το εξ αυτής απορρέον τεκμήριο αθωότητας σημαίνει ότι και το παρόν πολιτικό Δικαστήριο δε μπορεί να αδιαφορήσει για την ανωτέρω απαλλακτική κρίση, ούτε, όμως, επιτρέπεται να την χρησιμοποιήσει για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα περί του αντιθέτου, δηλαδή οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της απόφασής του, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν θα πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της ως άνω ποινικής κρίσης, διά της αναγραφής στο αιτιολογικό της απόφασης ότι η κρίση του ποινικού σκέλους της υπόθεσης είναι εσφαλμένη, ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, χωρίς να εξετάζεται η ως άνω κρίση, ούτε τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Το παρόν, δηλαδή, πολιτικό δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται, όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της απαλλακτικής ποινικής κρίσης. Τελικά, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου διατύπωσης των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της ποινικής κρίσης, κατά τρόπον ώστε να υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας. Η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν εναρμόνισε τις πραγματικές παραδοχές της με τις (αθωωτικές) παραδοχές της ανωτέρω Εισαγγελικής Διάταξης, αποκλείοντας, ως εκ τούτου, την αστική της ευθύνη, αλλά αντίθετα έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, δεχόμενη την αστική της ευθύνη, με αποτέλεσμα να παραβιάσει ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, συνακόλουθα δε ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, παραβιάζοντας το εκ της εν λόγω Διάταξης απορρέον τεκμήριο αθωότητας. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο λόγος αυτός απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μη εναρμονίζοντας τις πραγματικές παραδοχές του με τις παραδοχές της προαναφερθείσας Διάταξης, δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει την έννοια ότι τα πολιτικά δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού, που εξετάζουν το ίδιο βιοτικό συμβάν, και εν προκειμένω του ατυχήματος του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, κωλύονται να καταλήξουν – μετά από αποδείξεις και αιτιολογημένα – σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενα να αποδεχθούν τη συγκεκριμένη εισαγγελική κρίση και να την θέσουν ως βάση στις αποφάσεις τους. Και ναι μεν τα πολιτικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση συνεκτίμησης της ανωτέρω κρίσης χάριν σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, όμως, η υποχρέωση αυτή δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με δέσμευση του πολιτικού δικαστή από την εν λόγω Διάταξη, καθόσον ειδικότερα από τις παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση της αστικής ευθύνης της εναγομένης για τον τραυματισμό του ενάγοντος, προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως, άλλωστε, και το παρόν, έλαβαν υπόψη τους και συνεκτίμησαν την ως άνω Διάταξη, χωρίς να προβούν σε οποιαδήποτε ερμηνεία της, ούτε, βέβαια, αποφάνθηκαν άμεσα ή έμμεσα για τυχόν ποινική ενοχή φυσικού προσώπου για τη σωματική βλάβη, που υπέστη ο ενάγων, και χωρίς να διαλάβουν οποιεσδήποτε δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του εκ της Διάταξης αυτής παραγομένου τεκμηρίου αθωότητας. Λεκτέον επίσης ότι όσα προεκτέθηκαν περί της υπαιτιότητας των μελών του πληρώματος του πλοίου της εναγομένης στην πρόκληση της σωματικής βλάβης του ενάγοντος, δεν αντικρούονται από τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη, η οποία αρνείται την ύπαρξη κάθε υπαιτιότητάς της ως προς το ένδικο ατύχημα, πιστοποιητικά ασφαλείας του πλοίου της, και την επίκληση της τήρησης εκ μέρους της όλων των κανονισμών και προδιαγραφών ασφαλείας, καθώς και της απουσίας οιασδήποτε παρατήρησης από το Νηογνώμονα του πλοίου (τον Ιταλικό Νηογνώμονα ……..), κατά την τελευταία επιθεώρηση αυτού, που έλαβε χώρα κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2017, με την επισήμανση ότι ειδικά από το προσκομιζόμενο από την ανωτέρω διάδικο με αριθμ……../6.4.2017 πιστοποιητικό ασφαλείας επιβατηγού πλοίου του Κλάδου Ελέγχου Πλοίων της Ελληνικής Ακτοφυλακής του Αρχηγείου του Λιμενικού Σώματος  του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής σαφώς προκύπτει ότι επιθεωρήθηκαν γενικά τα σωστικά μέσα, οι εγκαταστάσεις ραδιοεπικοινωνίας και το σύστημα εξοπλισμού ναυσιοπλοΐας του πλοίου, χωρίς να γίνεται ειδική αναφορά στο ότι επιθεωρήθηκαν οι κλίμακες του πλοίου, και οι λοιποί χώροι εν γένει, που χρησιμοποιούνται από τους επιβάτες, ενώ η ικανοποίηση του αιτήματος του ενάγοντος, που επανυποβλήθηκε με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις του, να προσκομίσει η εναγόμενη έγγραφο του επιθεωρητή του πλοίου, στο οποίο να καταγράφονται λεπτομερώς όλα τα σημεία και τα μέρη του πλοίου, που επιθεωρήθηκαν, και οι αντίστοιχες παρατηρήσεις του επιθεωρητή, ώστε να προκύψει εάν πράγματι η επίδικη κλίμακα πληρούσε κατά το χρόνο του ατυχήματος τις απαιτούμενες προδιαγραφές ασφαλείας για τη χρήση της από τους επιβαίνοντες, ή όχι, με αποτέλεσμα να πρέπει να επισκευασθεί, και εξαιτίας τούτου η εναγόμενη μετά το ατύχημα προέβη στην επισκευή της με την κατασκευή μεταλλικής κουπαστής στο κέντρο της, καθώς και κατά μήκος των πλευρών της, και την επίστρωσή της με ειδικό αντιολισθητικό υλικό, δεν κρίνεται ότι θα συνεισέφερε αποδεικτικά στο σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης επί της ουσίας της υπόθεσης, όπερ είναι δυνατόν να επιτευχθεί εκ των ήδη προσκομιζομένων από τους διαδίκους λοιπών αποδεικτικών μέσων. Εκ των ανωτέρω, σαφώς συνάγεται ότι η εναγόμενη, διά των προαναφερθεισών παραλείψεων των μελών του πληρώματός της, κατέστη αποκλειστικά υπαίτια του τραυματισμού του  ενάγοντος στο πλοίο της, με αποτέλεσμα λόγω της εν προκειμένω συρροής συμβατικής (ως θαλάσσιος μεταφορέας) και αδικοπρακτικής της ευθύνης (ως προστήσασας των αδικοπραγησάντων ναυτικών της) στην πρόκληση του συγκεκριμένου ζημιογόνου αποτελέσματος, να υποχρεούται σε αποζημίωσή του για την αποκατάσταση της ζημίας (περιουσιακής και μη) που αυτός υπέστη, όπως επίσης ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων υπέστη λόγω του τραυματισμού του κατά την πτώση του στην εξωτερική κλίμακα του πλοίου της εναγομένης ζημία, περιουσιακή (θετική και αποθετική) ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται: 1) Για δαπάνες μετακινήσεων από τον τόπο κατοικίας του στη νήσο Άνδρο στην Αθήνα προς παρακολούθηση της κατάστασης της υγείας του από τους θεράποντες ιατρούς του, και συγκεκριμένα για τις μετακινήσεις του από την Άνδρο στη Ραφήνα μετ’επιστροφής με τα πλοία της γραμμής, καθώς και για τη μίσθωση ταξί για τις μετακινήσεις του από τη Ραφήνα προς το ΚΑΤ, αλλά και για τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια του συνοδού και του αυτοκινήτου του, το συνολικό ποσό των 388,76 ευρώ. Σημειωτέον ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της ουσιαστικής βασιμότητας του συγκεκριμένου κονδυλίου, αναφορικά με το οποίο η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, δεν πλήττεται ειδικά από τα διάδικα μέρη με τις ασκηθείσες σε βάρος της εκκαλουμένης εφέσεις τους, καθώς η μεν εναγόμενη παραπονέθηκε με το δεύτερο λόγο της έφεσής της μόνον για τις παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης, που αφορούσαν στο ορισμένο του κονδυλίου αυτού, πλην όμως αβάσιμα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ενώ στο δικόγραφο της έφεσης του ενάγοντος δεν έχουν περιληφθεί ειδικά αιτιάσεις για το ως άνω κονδύλιο. 2) Το συνολικό ποσό των 30,80 ευρώ, που κατέβαλε για δαπάνες αγοράς φαρμάκων και λοιπών φαρμακευτικών υλικών για την αποκατάσταση της υγείας του μετά τον τραυματισμό του και την αποθερεπεία του, με την επισήμανση ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της ουσιαστικής βασιμότητας του ανωτέρω κονδυλίου, ως προς το οποίο η αγωγή έγινε εν όλω δεκτή, δεν πλήττεται από την εναγόμενη ειδικά με την έφεσή της. 3) Το συνολικό ποσό των 3.506,79 ευρώ, που αφορά στις πάσης φύσης αποδοχές, που θα αποκέρδαινε από την εργασία του ως υπαλλήλου γραφείου στη μονοπρόσωπη εταιρεία με την επωνυμία «………………» κατά το χρονικό διάστημα από 20.9.2017 έως 25.2.2018, κατά το οποίο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κρίθηκε προσωρινά ανίκανος να εργασθεί λόγω του τραυματισμού του στο πλοίο της εναγομένης (οι μηνιαίες αποδοχές του, πλέον του αναλογούντος στο διάστημα αυτό επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2017), χωρίς να λάβει  όμως για το ανωτέρω χρονικό διάστημα σχετική επιδότηση από τον ασφαλιστικό του φορέα κατά τα προεκτεθέντα, διότι έγινε δεκτό ότι δεν την εδικαιούτο με βάση τον έως τότε χρόνο διάρκειας της εργασιακής του σχέσης. Σημειωτέον επίσης ότι στην προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα με αριθμ.σχετ.47 βεβαίωση του εργοδότη του, αναφέρεται ότι διακόπηκε η σύμβαση εργασίας του στην ανωτέρω επιχείρηση λόγω του επισυμβάντος ατυχήματος στις 21.9.2017, ενώ, και αληθούς υποτιθεμένου του ισχυρισμού της εναγομένης, ότι ο ενάγων κατά το διάστημα αυτό τελούσε σε αναρρωτική άδεια, και, συνεπώς, ελάμβανε στο ακέραιο τις αποδοχές από την εργασία του, τις οποίες ο εργοδότης του συνέχιζε να του καταβάλει κανονικά (όπερ βέβαια ουδόλως αποδεικνύεται εν προκειμένω, αντίθετα αντικρούεται από το ανωτέρω έγγραφο), τούτο σε κάθε περίπτωση δεν απαλλάσσει την εναγόμενη από τη δική της υποχρέωση να του καταβάλει και τη σχετική αποζημίωση, όπως αβάσιμα αυτή διατείνεται, διότι ο ενάγων δικαιούται σε σωρευτική απόληψη αμφοτέρων των εν λόγω ποσών, των αποδοχών από τον εργοδότη του και της αντίστοιχης αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ως άνω ζημίας του, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 930 παρ.3 του ΑΚ και αναλυτικά αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Πρέπει, επίσης, να λεχθεί ότι, πέραν των προβληθεισών αιτιάσεων, για τις οποίες έγινε ήδη λόγος ανωτέρω, η εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της δεν πλήττει κατά τα λοιπά τις παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που αφορούν στο εν λόγω κονδύλιο, και ειδικότερα στον τρόπο υπολογισμού του ποσού, που έγινε δεκτό ότι δικαιούται να λάβει ο ενάγων για την αιτία αυτή, ενώ ο τελευταίος με τη δική του έφεση δεν προσβάλλει ειδικά την κρίση της πρωτόδικης απόφασης επί του συγκεκριμένου κονδυλίου. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, ότι δηλαδή ο ενάγων δικαιούται της ανωτέρω αποζημίωσης από την εναγόμενη, ακόμη και εάν κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο κατέστη λόγω του τραυματισμού του ανίκανος προς εργασία, ελάμβανε κανονικά τις αποδοχές του από τον εργοδότη του, ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. 4) Το συνολικό ποσό των 5.250 ευρώ, που θα δαπανούσε (ο ενάγων) για την πρόσληψη και απασχόληση αποκλειστικής νοσοκόμας, και οικιακής βοηθού – περιποιήτριας, για το διάστημα της νοσηλείας του αφενός, και το διάστημα, που επακολούθησε της εξόδου του από το νοσοκομείο, κατά το οποίο οικουρούσε στην Άνδρο, προκειμένου να αναρρώσει αφετέρου, όπως αυτά προσδιορίζονται αναλυτικά κατωτέρω, κατά τα οποία τον συνέδραμαν η μητέρα του και ο υιός του χωρίς αντάλλαγμα, με εντατικοποίηση και υπερένταση των προσπαθειών τους, και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, παρέχοντάς του τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες τους προς αποκατάσταση της υγείας του, καθώς εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του προκληθέντος εκ του ατυχήματος τραυματισμού του, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, έχοντας την ανάγκη τέτοιων υπηρεσιών άλλου προσώπου για την ικανοποίηση των καθημερινών ατομικών του αναγκών, μέχρι και την 1η.2.2018, ως αιτείται, και το οποίο δικαιούται να λάβει από την εναγόμενη, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, ουδέν ποσό κατέβαλε στους ως άνω οικείους του, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και συγκεκριμένα: α) Το συνολικό ποσό των 1.560 ευρώ, το οποίο του οφείλεται ως πλασματική δαπάνη, που θα κατέβαλε διαφορετικά για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου κατά το χρονικό διάστημα από 19.9.2017 μέχρι 30.9.2017, ήτοι για 12 ημέρες, όταν και νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο ΚΑΤ, την οποία και θα απαιτείτο να απασχολεί καθόλη τη διάρκεια του 24ώρου, και όχι μόνον κατά τις νυκτερινές ώρες, εφόσον τις αντίστοιχες υπηρεσίες δεν του παρείχαν η μητέρα του και ο υιός του, καθώς λόγω του τραυματισμού του στο δεξί κάτω άκρο του για την αντιμετώπιση του οποίου υποβλήθηκε και σε χειρουργική επέμβαση κατά τα προεκτεθέντα, έπρεπε να παραμένει κλινήρης και σε ακινησία κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, με αποτέλεσμα να χρήζει διαρκώς και ανά πάσα στιγμή της συνεχούς παρουσίας άλλου προσώπου πλησίον του για την φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, σε συνδυασμό με το γεγονός της έλλειψης επαρκούς νοσηλευτικού προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία για την έγκαιρη και αποτελεσματική κάλυψη των αναγκών όλων των ασθενών, που νοσηλεύονται σ’αυτά  (30 ευρώ για την πρωϊνή βάρδια, 30 ευρώ για την απογευματινή βάρδια και 70 ευρώ για την νυκτερινή βάρδια, ήτοι συνολικά το ποσό των 130 ευρώ ημερησίως Χ 12 ημέρες). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι ο ενάγων για την αιτία αυτή δικαιούται μόνον το ποσό των 360 ευρώ, δεχθέν ότι έχρηζε των υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμου μόνον κατά τις νυκτερινές ώρες της ημέρας, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με το αντίστοιχο σκέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσής του, με την επισήμανση ότι το σχετικό κονδύλιο δεν πλήττεται ειδικά από την εναγόμενη με τη δική της έφεση. β) Το συνολικό ποσό των 3.690 ευρώ, που δικαιούται να λάβει ως αμοιβή, την οποία θα κατέβαλε διαφορετικά για την απασχόληση οικιακής βοηθού – περιποιήτριας κατά το χρονικό διάστημα μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, και συγκεκριμένα από 1.10.2017 έως 1.2.2018, ήτοι επί 123 ημέρες, και επί 6 ώρες ημερησίως, εάν δεν τον συνέδραμαν αμισθί τα ανωτέρω πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος για την αποκατάσταση της υγείας του, με τις φροντίδες και τις περιποιήσεις που του παρείχαν, με την επισήμανση ότι το γεγονός ότι εξήλθε από το νοσκοκομείο με την κατάστασή του να παρουσιάζει βελτίωση, και με συσταθείσα θεραπεία τη βάδιση με βακτηρίες ή περιπατητήρα τύπου Π, και τη μερική φόρτιση του πάσχοντος σκέλους, αποδεικνύει μεν ότι δεν του συστάθηκε από τους θεράποντες ιατρούς του να παραμείνει κλινήρης, πλην όμως ουδόλως αναιρεί τη χρεία του για τις υπηρεσίες καθημερινά τρίτου προσώπου, αν και όχι σε 24ωρη βάση, προκειμένου να μπορεί να αυτοεξυπηρετείται και να ικανοποιεί τις καθημερινές του ανάγκες, και συγκεκριμένα για να τον συνδράµει στη µετακίνησή του εντός της οικίας του, στην έγερση και βάδισή του, στην ατοµική του υγιεινή, στην παρασκευή και στη λήψη της τροφής και της φαρμακευτικής αγωγής του, στην καθαριότητα της οικίας του, στις επισκέψεις του στους ιατρούς κλπ., αφού έφερε εξωτερικό νάρθηκα στο δεξί κάτω άκρο του και εκινείτο με τη χρήση βακτηριών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσής του, ο οποίος ζήτησε να του επιδικασθεί ολόκληρο το αιτούμενο με την αγωγή του για την αιτία αυτή ποσό, και από την εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της δικής της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο ο ενάγων μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο δεν έχρηζε των υπηρεσιών οικιακής βοηθού, άλλως ότι το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό ήταν υπέρογκο, απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων υπέστη από το ως άνω ατύχημα, πέραν της ανωτέρω περιουσιακής ζημίας, ταλαιπωρία και θλίψη λόγω του τραυματισμού του, εξαιτίας του οποίου νοσηλεύθηκε, αλλά και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, και κατέστη ανίκανος προς εργασία για χρονικό διάστημα 5 μηνών, για την οποία η εύλογη (άρθρο 932 του ΑΚ) χρηματική ικανοποίηση που πρέπει να του επιδικασθεί, αποτιμάται, ενόψει της αποκλειστικής υπαιτιότητας των μελών του πληρώματος του πλοίου της εναγομένης  στην πρόκληση του τραυματισμού του, του βαθμού του πταίσματος αυτών (αμέλεια), του είδους, της έκτασης, και της σοβαρότητας του τραυματισμού του, του σωματικού και ψυχικού άλγους, που δοκίμασε κατά τη νοσηλεία του, αλλά και στη συνέχεια κατά το διάστημα της ανάρρωσης στην οικία του μέχρι την αποκατάσταση της υγείας του, της ηλικίας του (48 ετών, υγιής και αρτιμελής), των επιπτώσεων του τραυματισμού του στην προσωπική και κοινωνική του ζωή μέχρι την αποθεραπεία του, των ειδικότερων συνθηκών του ατυχήματος, και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών (ο ενάγων μισθωτός ιδιωτικός υπάλληλος, η εναγόμενη μία εύρωστη ναυτική εταιρεία), και των εν γένει περιστάσεων, απάντων των παραμέτρων αυτών εκτιμωμένων με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση, και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, στο ποσό των 10.000 ευρώ. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, προσδιόρισε την εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που δικαιούται ο ενάγων, στο μικρότερο ποσό των 3.000 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε αυτός με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, των υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της δικής της έφεσης, με τον οποίο ζητήθηκε η απόρριψη της σχετικής αγωγικής αξίωσης, άλλως ο περιορισμός έτι περαιτέρω του επιδικασθέντος ποσού, απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η από 28.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/29.11.2019 και ……../24.1.2020) έφεση της εναγομένης ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν η από 19.11.2019  (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………/20.11.2019 και ………/20.11.2019) έφεση του ενάγοντος, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελές Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, ως προς όλες δηλαδή τις διατάξεις της, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση επί της από 24.7.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./25.7.2018) αγωγής, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή αυτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 19.176,35 ευρώ (388,76 ευρώ + 3.506,79 ευρώ + 30,80 ευρώ + 5.250 ευρώ +10.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση (το κεφάλαιο των τόκων δεν πλήττεται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους). Το καταβληθέν από τα διάδικα μέρη παράβολο των ένδικων μέσων, που άσκησαν, θα πρέπει, όσον αφορά μεν την εναγόμενη, της οποίας η έφεση απορρίφθηκε, να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, όσον αφορά δε τον ενάγοντα, να του επιστραφεί, καθώς η έφεσή του έγινε δεκτή (άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Γ, εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας ο ανωτέρω, που νίκησε εν μέρει, υπέβαλε σχετικό αίτημα με την έφεσή του, καθώς και τις προτάσεις, που κατέθεσε επί της αντίθετης έφεσης της εναγομένης, ανάλογο με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων της αγωγής (άρθρα 176, 178 παρ.1, 183, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), θα επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, η οποία ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 19.11.2019  (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………/20.11.2019 και ………/20.11.2019) έφεση, και β) την από 28.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../29.11.2019 και ……../24.1.2020 έφεση,  αμφότερες κατά της υπ’αριθμ. 2999/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού).

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν την από 28.11.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………./29.11.2019 και ………/24.1.2020 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ουσίαν την από 19.11.2019  (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………./20.11.2019 και ………/20.11.2019) έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στον καταθέσαντα αυτό ενάγοντα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 24.7.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/25.7.2018) αγωγής,

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών του ευρώ (19.176,35) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνη του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14 Μαΐου 2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ