Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 284/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:  284/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα TΛ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ………….., 2) ………., 3) ………….., 4) ……………., 5)………………, 6) …………. και ………….., .οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Νικόλαο Κουντούρη.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία …………… και 2) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τhν πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Αρβανίτη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκαν, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών  – εργατικών διαφορών: Α) η από 3.4.2018 και με αριθμ. κατάθ. …………/2018 αγωγή των: .……….. και Β) η από 30.4.2018 και με αριθμ. κατάθ. ………../2018 αγωγή των: ..…………… ζητώντας να γίνουν αυτές δεκτές.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμ. 1269/05-04-2019 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 04/10/2018, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απέρριψε τις αγωγές αυτές.

΄ΗΔΗ οι ενάγοντες με την από 06-05-2019 έφεση, που κατατέθηκε, στις 13-05-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 15-05-2019, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αρ. Κατ. ……./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019, προσδιορίστηκε δε αρχικά για τη δικάσιμο της 21/11/2019 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλαν την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεση κεφάλαια.

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται ανωτέρω και ο μεν πληρεξούσιος Δικηγόρος των εκκαλούντων, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε, η δε πληρεξούσια Δικηγόρος των εφεσιβλήτων, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω, ανέπτυξε τις απόψεις των εφεσιβλήτων, που εκπροσωπούσε, με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 06-05-2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 13-05-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 15-05-2019, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019, κατά της με αριθμ. 1269/05-04-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 04/10/2018, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί των από 3.4.2018 και με αριθμ. κατάθεσης ………../2018 και από 30.4.2018 και με αριθμ. κατάθεσης …………/2018 αγωγών, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, στις 05-04-2019, έως την κατάθεση της έφεσης, στις 13-05-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, εφόσον δεν απαιτείται η κατάθεση από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 3 τελ. εδ. ΚΠολΔ, όπως ισχύει), η υπό κρίση έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011 και 51 παρ. 6 στοιχ. α’ του ν. 2172/1993), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Α) Με την υπό στοιχείο Α΄ από 3.4.2018 και με αριθμ. κατάθ. …………/2018 αγωγή τους, οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες [1) ………..και 2) ……….] εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, την 4.4.2016, ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης αυτών, ………., κάτοικος εν ζωή Στροφής Νομού Ροδόπης, προσελήφθη από την πρώτη των εναγόμενων, ναυτική εταιρεία, υπό την ειδικότητα του Βοηθού Φροντιστού Α1 και ναυτολογήθηκε αυθημερόν από το δεύτερο των εναγόμενων, Πλοίαρχο του πλοίου, στο λιμάνι του Πειραιά, επί του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιά …. Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «SXII», έτους ναυπηγήσεως 2002, χωρητικότητος 6574 τόνων DW, κ.ο.χ. 18236, υπό διεθνούς διακριτικού σήματος ……… και με αριθμό ΙΜΟ ………, το οποίο ανήκει κατά πλοιοκτησία στην πρώτη των εναγόμενων, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού εκ ποσού 3.123,13 ευρώ. Ότι την 4η.10.2016, κατά την εκτέλεση του δρομολογίου από Ρόδο προς Κω, ο ανωτέρω συγγενής τους αποναυτολογήθηκε στο λιμένα της Κω, καθώς υπέστη οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και απεβίωσε την επομένη στο Γενικό Νοσοκομείο Κω. Ότι ο θάνατός του αυτός συνιστά εργατικό ατύχημα, το οποίο οφείλεται αφενός σε υπαιτιότητα του προστηθέντος της πρώτης εναγομένης, δευτέρου εναγόμενου Πλοιάρχου, και αφετέρου στην καθυστερημένη διακομιδή του εν λόγω ασθενούς σε Νοσοκομείο στο απώτερο λιμάνι της Κω και όχι στο πλησιέστερο της Ρόδου, καθώς και σε καθυστερημένη χορήγηση φαρμάκων, κατά παράβαση των ειδικών κανόνων ασφαλείας των ναυτικών, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον: α) στην πρώτη ενάγουσα, ως αποζημίωση κατ’ άρθρο 3 Ν. 551/1915, το ποσό των 57.692,47 ευρώ και β) το ποσό των 500.000 ευρώ σε καθεμία ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν από το θάνατο του συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως και να καταδικασθούν στα δικαστικά τους έξοδα.

Β) Με την υπό στοιχείο Β΄ από 30.4.2018 και υπ’ αριθμ. κατάθ. ………../2018 αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες [1) ……… 2) ……… 3) ……….4) ……….., ενεργούντων, εν προκειμένω, των δύο τελευταίων, ως ασκούντων από κοινού τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους, …………] εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, την 4.4.2016, ο ………., κάτοικος εν ζωή …. Νομού Ροδόπης, προσελήφθη από την πρώτη των εναγόμενων, ναυτική εταιρεία, υπό την ειδικότητα του Βοηθού Φροντιστού Α1 και ναυτολογήθηκε αυθημερόν από το δεύτερο των εναγόμενων, Πλοίαρχο του πλοίου, στο λιμάνι του Πειραιά, επί του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιά …… Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «SXII», έτους ναυπηγήσεως 2002, χωρητικότητος 6574 τόνων DW, κ.ο.χ. 18236, υπό διεθνούς διακριτικού σήματος ….. και με αριθμό ΙΜΟ …….., το οποίο ανήκει κατά πλοιοκτησία στην πρώτη των εναγόμενων, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού εκ ποσού 3.123,13 ευρώ. Ότι την 4η.10.2016, κατά την εκτέλεση του δρομολογίου από Ρόδο προς Κω, ο ανωτέρω συγγενής τους αποναυτολογήθηκε στο λιμένα της Κω, καθώς υπέστη οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και απεβίωσε την επομένη στο Γενικό Νοσοκομείο Κω. Ότι ο θάνατός του αυτός συνιστά εργατικό ατύχημα, το οποίο οφείλεται αφενός σε υπαιτιότητα του προστηθέντος της πρώτης εναγομένης, δευτέρου εναγόμενου Πλοιάρχου, και αφετέρου στην καθυστερημένη διακομιδή του εν λόγω ασθενούς σε Νοσοκομείο στο απώτερο λιμάνι της Κω και όχι στο πλησιέστερο της Ρόδου, καθώς και σε καθυστερημένη χορήγηση φαρμάκων, κατά παράβαση των ειδικών κανόνων ασφαλείας των ναυτικών, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησαν ο πρώτος εξ αυτών, ως υιός του ………….., ο δεύτερος εξ αυτών, ως γαμβρός του, ο τρίτος εξ αυτών, ως πεθερός του και ο τέταρτος εξ αυτών ως εγγονός του, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, από το θάνατο του ανωτέρω συγγενούς τους, το ποσό των 500.000 ευρώ στον πρώτο εξ αυτών, το ποσό των 100.000 ευρώ σε έκαστο των δευτέρου και τρίτου εξ αυτών και το ποσό των 250.000 ευρώ στον τέταρτο εξ αυτών, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως και να καταδικαστούν αυτοί στα δικαστικά τους έξοδα.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 1269/05-04-2019 οριστική απόφασή του, μετά από συνεκδίκαση των ως άνω αγωγών, αντιμωλία των διαδίκων, στις 04/10/2018, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – εργατικών διαφορών, αφού απέρριψε ορθώς ως απαράδεκτη, την πρώτη ως άνω αγωγή, ως προς την αξίωση της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης του άρθρ. 3 Ν. 551/1915, ως προς το δεύτερο των εναγομένων, Πλοίαρχο, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, διότι στην αποζημίωση αυτή υποχρεούται μόνον ο εργοδότης (άρθρο 2 Ν. 551/1915), έκρινε τις ως άνω αγωγές, κατά τα λοιπά, αμφότερες επαρκώς ορισμένες και νόμιμες και απέρριψε αυτές (αγωγές) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, συμψήφισε δε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων σε αμφότερες τις αγωγές. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνουν δεκτές οι ως άνω αγωγές τους.

Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920, διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατ’ άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ και εφαρμόζεται επί ναυτικής εργασίας, κατά τα άρθρα 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β’ του ν. 3816/1958, ΚΙΝΔ), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, θεωρείται κάθε βλάβη, που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό συγκεκριμένες περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986, ΟλΑΠ 965/1985 Δημ. Νόμος, ΑΠ 961/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1072/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1000/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1690/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1616/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ (Μον) 102/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 347/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 672/2010 Δημ. Νόμος). Έτσι, όταν η βλάβη συνίσταται σε εκδήλωση νέας ασθένειας ή επιδείνωση προϋπάρχουσας, που είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συμφωνημένους όρους ή τις συνήθεις περιστάσεις, ακόμη και δυσμενείς, αλλά συναφείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος, δεν μπορεί να γίνει λόγος για βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής και δεν πρόκειται για ναυτεργατικό ατύχημα. Παρά ταύτα, θεωρείται ότι πληρούται η έννοια του βιαίου συμβάντος, όταν μετά την εκδήλωση της ασθένειας του εργαζομένου, η οποία μπορεί και να προϋπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση, ζητείται απ’ αυτόν η εξακολούθηση της παροχής της εργασίας, έστω και υπό κανονικές συνθήκες ή για μικρό ακόμη χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασής του, εφ’ όσον ενόψει της εξασθένησης των δυνάμεών του, του είδους της εργασίας και των εν γένει περιστάσεων η αξίωση του εργοδότη ή των προστηθέντων προς παροχή της εργασίας καθίσταται αντίθετη προς τις αρχές των άρθρων 288 και 662 ΑΚ. Στην τελευταία περίπτωση για να χαρακτηρισθεί μια δυσμενής εξέλιξη ως εργατικό ατύχημα, κατά την προαναφερθείσα έννοια, πρέπει ο εργοδότης αν και έχει λάβει γνώση της ασθένειας του εργαζομένου, που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του, να απαιτεί ή να αποδέχεται την εξακολούθηση της παροχής της. Χωρίς την ύπαρξη βιαίου συμβάντος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη, από τον ως άνω νόμο, προς καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο (ΑΠ 961/2018 ό.π., ΑΠ 1424/2015 ό.π., ΑΠ 1690/2013 ό.π., ΑΠ 1616/2003 ό.π., ΑΠ 1602/2012, ΕφΠειρ 347/2014 ό.π., ΕφΠειρ 672/2010 ό.π.). Βασική πηγή πληροφόρησης αποτελεί ο ίδιος ο πάσχων ναυτικός, αφού αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθενείας και με βάση αυτή την πληροφόρηση ο Πλοίαρχος οφείλει να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως. Εξ άλλου, ο Πλοίαρχος δύναται να έχει άμεση γνώση, όταν τα συμπτώματα αυτά είναι έκδηλα και εμφανή (ΑΠ 1424/2015 ό.π., ΑΠ 1690/2013 ό.π., ΕφΠειρ 347/2014 ό.π.). Σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος οφείλεται, κατ’ αρχήν, η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του ως άνω νόμου αποζημίωση, για την οποία η ευθύνη του εργοδότη (πλοιοκτήτη – εφοπλιστή) είναι αντικειμενική, δηλαδή ευθύνεται σε καταβολή της αποζημίωσης ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματός του ή πταίσματος των προστηθέντων από αυτόν προσώπων (ΑΠ 541/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ (Μον) 102/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 155/2014 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 3 παρ. 1 – 5 του Ν. 551/1915, αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις, στις οποίες χορηγείται αποζημίωση στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, και συγκεκριμένα λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 50/2016 ό.π.). Με τη διάταξη δε του άρθρου 84 εδ. β του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 3816/1958, ορίζεται ότι “ο πλοιοκτήτης ευθύνεται ωσαύτως εκ των αδικοπραξιών, τας οποίας διέπραξεν ο πλοίαρχος, το πλήρωμα ή ο πλοηγός κατά την εκτέλεσιν των ανατεθειμένων εις αυτούς καθηκόντων”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 360/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 776/2010 Δημ. Νόμος). Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 104 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΚΔΝΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν.Δ/τος 187/1973, ορίζεται ότι “ο πλοίαρχος έχει την εν γένει διοίκησιν εν τω πλοίω και ασκεί εξουσίαν επί των επιβαινόντων, λαμβάνων παν αναγκαίον μέτρον εντός των υφισταμένων κανονισμών προς τον σκοπόν τηρήσεως της τάξεως, της πειθαρχίας και της υγιεινής και δια την ασφάλειαν του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου” (ΑΠ 360/2020 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ανωτέρω ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 Α.Κ., πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν αυτό έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, είτε, διαζευκτικώς, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 551/1915, διαφορετικά, εάν, δηλαδή, δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, δηλ. εάν δεν συντρέχει περίπτωση δόλου ή μη τηρήσεως των νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας, μπορεί να ασκήσει σχετική αγωγή για την αξίωση αποζημίωσης μόνον κατ` άρθρον 3 του εν λόγω ν. 551/1915 (ΑΠ 541/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1000/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 459/2015 Δημ. Νόμος). Τέτοιες δε διατάξεις περί των όρων ασφάλειας, η μη τήρηση των οποίων παρέχει στον παθόντα από εργατικό ατύχημα στο πλοίο δικαίωμα αποζημίωσης, είναι εκείνες, οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους, που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Επομένως, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από τη μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται μόνον από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 360/2020 ό.π., ΑΠ 1000/2018 ό.π., ΑΠ 1109/2006, ΑΠ 289/2004, ΕφΠειρ 459/2015 ό.π., ΕφΠειρ (Μον) 102/2015 ό.π., ΕφΠειρ 347/2014 ό.π., ΕφΠειρ 672/2010 ό.π.). Διατάξεις περί των όρων ασφάλειας, η μη τήρηση των οποίων παρέχει στον παθόντα από εργατικό ατύχημα στο πλοίο δικαίωμα αποζημίωσης, περιέχονται στον “Κανονισμό Εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων 500 κ.οχ. και άνω» (ΒΔ 683/1960), σύμφωνα με το άρθρο 10 του οποίου: «1. Ο Πλοίαρχος λαμβάνων γνώσιν ασθενείας ή ατυχήματος τινός των επιβαινόντων μεριμνά ώστε να παρασχεθή αμελλητί εις τον πάσχοντα υπό της υγειονομικής υπηρεσίας, ή ενδεδειγμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψις, εν ελλείψει δε υγειονομικής υπηρεσίας να παρασχεθώσι αμελλητί αι πρώται βοήθειαι αιτούμενος προς τούτον οδηγίας διά του ασυρμάτου. 2. Εν περιπτώσει βαρείας ή παρατεινομένης ασθενείας οφείλει εν συνεννοήσει μετά του ιατρού, εφ’ όσον είναι δυνατόν να καταπλεύση εις τον πλησιέστερον λιμένα και να συννενοηθή μετά της Λιμενικής ή Προξενικής και της Υγειονομικής Αρχής ή εν ελλείψει ταύτης μετά της επιτοπίου Αρχής και Υγειονομικής τοιαύτης, διά την εισαγωγήν του πάσχοντος εις νοσοκομείον ή κλινικήν, εάν δε πρόκειται περί μέλους του πληρώματος δέον να έλθη εις επαφήν και μετά του αντιπροσώπου του πλοίου διά την παροχήν αυτώ των μέσων νοσηλείας, συντηρήσεως μετά την εκ του νοσοκομείου ή κλινικής έξοδον και παλιννοστήσεως κατά τας σχετικάς διατάξεις. 3. Ιδιαίτερα όλως προσοχή καταβάλλεται εάν υπάρχη υπόνοια ή σύμπτωμα μεταδοτικής, επιδημικής ή λοιμώδους νόσου διά την απομόνωσιν του ασθενούς διά την απολύμανσιν των ενδιαιτημάτων, σκευών και ειδών κατακλίσεως, άτινα ούτος εχρησιμοποίησε και εν γένει δια την αυστηράν τήρησιν των υγειονομικών διατάξεων και των διαταγών των αρμοδίων αρχών. 4. Καταχωρεί εν τω ημερολογίω του πλοίου έκθεσιν περί παντός ατυχήματος ή ασθενείας επιβαίνοντος μετά προηγουμένην βεβαίωσιν αυτού κατά τας σχετικάς διατάξεις…». Με τη διάταξη αυτή, θεσμοθετούνται ειδικοί κανόνες ασφαλείας των απασχολουμένων στο πλοίο ναυτικών, η μη τήρηση των οποίων παρέχει σ’ εκείνον, που έγινε ανίκανος προς εργασία από ατύχημα, που συνδέεται αιτιωδώς με τη μη τήρηση τους, ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, στα κατά νόμο (άρθρο 6 του Ν. 551/1915) δικαιούμενα πρόσωπα, αξίωση πλήρους αποζημιώσεως (πρβλ. ΟλΑΠ 965/1985 Δημ. Νόμος ΑΠ 961/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1000/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1690/2013 Δημ. Νόμος). Η λήψη καθενός συγκεκριμένου, των προβλεπομένων ανωτέρω μέτρων, εξαρτάται από την προηγουμένη διάγνωση της καταστάσεως του πάσχοντος. Η ορθή διάγνωση αυτής δεν είναι βεβαίως μεταξύ των υποχρεώσεων του πλοιάρχου, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί έργο (και μάλιστα από τα δυσχερέστερα) των ειδικών ιατρών. Εκείνο, όμως, που επιβάλλεται να πράξει ο πλοίαρχος είναι να διακρίνει ως μέσος συνετός άνθρωπος, αν πρόκειται για συνήθη περίπτωση ή αν επιβάλλεται να ζητήσει, προς αντιμετώπιση αυτής, ιατρική συνδρομή προβαίνοντας στις καθοριζόμενες από την παρ. 1 ή 2 ενέργειες (πρβλ. ΑΠ 1000/2018 ό.π., ΑΠ 1424/2015 ό.π., ΑΠ 1690/2013 ό.π., ΕφΠειρ 347/2014 ό.π., ΕφΠειρ 283/2011 ό.π.). Διατάξεις περί των όρων ασφάλειας, η μη τήρηση των οποίων παρέχει στον παθόντα από εργατικό ατύχημα στο πλοίο δικαίωμα αποζημίωσης, περιέχονται, επίσης, στον με το Β.Δ. 806/1970 εγκριθέντα Κανονισμό «Περί εργασίας επί των Ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω» και στο Π.Δ. 1349/1981 «Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων εις τα πλοία» -άρθρο 10- (ΟλΑΠ 965/1985 Δημ. Νόμος, ΑΠ 961/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1000/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1690/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 274/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 459/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 347/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 283/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 598/2002 ΕΝΔ 30,377). Αντιθέτως τέτοια μέτρα ασφαλείας  δεν περιλαμβάνονται στις διατάξεις του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) και της Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS), όπως και στις διατάξεις των κανόνων του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code), γιατί οι εν λόγω διατάξεις των προαναφερόμενων νομοθετημάτων δεν προβλέπουν ειδικούς όρους ασφαλείας του προσωπικού του πλοίου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 16 παρ.1 του Ν.551/1915, ήτοι δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας του πληρώματος, αλλά θέτουν το κανονιστικό πλαίσιο και τις προδιαγραφές για την καθιέρωση τέτοιων ειδικών κανόνων και πρακτικών, προς συμμόρφωση με τις λειτουργικές και διαχειριστικές απαιτήσεις, που θέτουν, για τη διασφάλιση της ασφάλειας στην θάλασσα και της πρόληψης ανθρώπινου τραυματισμού ή απώλειας ζωής, καθώς και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος (ΜονΕφΠειρ 32/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 360/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 180/2008 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 922 και 932 εδ. α` και γ` ΑΚ, ορίζεται αντιστοίχως: “΄Οποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, “Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του” και “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. … Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης” όρους (ΑΠ 541/2020 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ. β` και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 253/2020 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε του άρθρου 914 Α.Κ., συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 1000/2018 ό.π., ΑΠ 838/2011, ΑΠ 641/2011). Έτσι, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το δικαίωμα να αξιώσει έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση είτε την περιορισμένη κατ` αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1015 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν. 551/1915, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς, ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την μία ή την άλλη αξίωση. Οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 Α.Κ., που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1000/2018 ό.π., ΑΠ 1132/1997). Εκτός της εν λόγω αποζημιώσεως του Ν. 551/1915 ή του ΑΚ, δύναται να επιδικασθεί υπέρ του παθόντος και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ή σε περίπτωση θανάτου λόγω ψυχικής οδύνης, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού υπό μορφή είτε δόλου είτε αμελείας ως προς την τήρηση όρων επιβαλλομένων τόσον από ειδική διάταξη νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, όσον και από την κοινή αντίληψη, την καλή πίστη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτουμένη επιμέλεια κατά τις συναλλαγές (ΑΠ 541/2020 ό.π.), καθόσον η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά τον ΚΝ 551/1915 δεν επεκτείνεται και στην εν λόγω αξίωση (ΑΠ 1424/2015 ό.π., ΑΠ 1690/2013 ό.π.). Κατά το άρθρο δε 932 εδάφ. γ` του Α.Κ., σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος ως ψυχική οδύνη. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου “οικογένεια του θύματος”, προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, λόγω της φύσης του, υφίσταται αναγκαία τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της διάταξης αυτής, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος, ως αόριστης νομικής έννοιας, περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενά συνδεόμενοι συγγενείς του θανόντος, που δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, ανεξάρτητα από το αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά (ΑΠ Ολομ. 16/2011, ΑΠ 253/2020 Δημ. Νόμος). Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων τούτων περιλαμβάνονται ο σύζυγος. οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί του θανόντος, καθώς και οι αγχιστείς πρώτου βαθμού, ήτοι πεθερός, πεθερά, γαμπρός και νύφη (ΑΠ 253/2020 ό.π., ΑΠ 602/2015, ΑΠ 675/2013 ΑΠ 382/2013, ΑΠ 1723/2012, ΑΠ 69/2017), ενώ οι αγχιστείς πέραν του πρώτου βαθμού όπως είναι ο από αδελφή γαμπρός και ανηψιός του, δεν περιλαμβάνονται (ΑΠ 253/2020 ό.π., ΑΠ 382/2013, ΑΠ 675/2013).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία, ορισμένα αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ου­σιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλΔνη 2004. 723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004. 70), από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, καθώς και της υπ’ αριθμ. …………/3.5.2018 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα των εναγουσών της πρώτης κρινόμενης αγωγής ……….., κατοίκου Έβρου, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης ……….. και της υπ’ αριθμ. ………/3.10.2018 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα των εναγόντων αμφοτέρων των κρινόμενων αγωγών …………, κατοίκου Κομοτηνής, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κομοτηνής …………., οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης των εναγομένων (βλ. αντίστοιχα υπ’ αριθμ. …….. και ……../27.4.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………… υπ’ αριθμ. ……….. και …….. /28.9.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………..), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 Κ.Πολ.Δ., όπως προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015, χωρίς να μπορεί να ληφθεί υπόψη η με αριθμ. ……../3.10.2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος, που εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγομένων, ………… ., κατοίκου …….. Λακωνίας, η οποία λήφθηκε, με επιμέλεια των εναγομένων, ενώπιον Συμβολαιογράφου εκτός της έδρας του παρόντος Δικαστηρίου και της κατοικίας αυτού (άρθρα 421 και 424 ΚΠολΔ) και ειδικότερα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών ………, με απουσία των εναγόντων, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. σχετ. ΑΠ 26/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 32/2020 Δημ. Νόμος), από τη με αριθμ. ………./19-02-2020 ένορκη βεβαίωση, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια των εκκαλούντων, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κω, μετά από νομότυπη κλήτευση των εφεσιβλήτων (βλ. σχετ. με αριθμ. …….΄ και ……../14-02-2020 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς . …………..), καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας, η οποία καταρτίσθηκε, την 4/4/2016, στον Πειραιά, μεταξύ του ………., γεννηθέντος στις 1/11/1959, συζύγου της πρώτης και πατέρα της δεύτερης των εναγουσών της υπό στοιχείο Α΄ από 3.4.2018 αγωγής και πατέρα του πρώτου, πεθερού του δεύτερου, γαμβρού του τρίτου και παππού του τετάρτου των εναγόντων της υπό στοιχείο Β΄ από 30.4.2018 αγωγής, όπως ο τελευταίος, ως γεννηθείς στις 8/3/2002, νόμιμα εκπροσωπείται, λόγω της ανηλικότητάς του, από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού, γονείς του, και της πρώτης (σε αμφότερες τις αγωγές) εναγομένης εταιρείας, με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στην …… Νομού Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης, προσελήφθη ο πρώτος (…………), υπό την ειδικότητα του Βοηθού Φροντιστού Α1 και ναυτολογήθηκε, την 4/4/2016, από το δεύτερο των εναγομένων, Πλοίαρχο του πλοίου, στο λιμάνι του Πειραιά, επί του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιά ………. Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «SXII», έτους ναυπηγήσεως 2002 χωρητικότητος 6574 τόνων DW, κ.ο.χ. 18236, υπό του διεθνούς διακριτικού σήματος ……… και με αριθμό ΙΜΟ ……… Το ως άνω πλοίο, το οποίο ήταν πλοιοκτησίας της ως άνω πρώτης των εναγομένων, αμφοτέρων των αγωγών, κατά την επίδικη χρονική περίοδο, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρος – Πάτμος – Λέρος – Κως – Ρόδος, με επιστροφή. Την 4/10/2016 και περί ώρα 17.00 μ.μ., το ως άνω πλοίο απέπλευσε από τον λιμένα της Ρόδου, για τον λιμένα της Κω, με προγραμματισμένη ώρα κατάπλου σε αυτόν περί την 20.00 μ.μ. της ιδίας ημέρας. Περί τις 18.10, ο ανωτέρω ναυτικός, …………, αισθάνθηκε αδιαθεσία, οπότε ο …….., Φροντιστής και Προϊστάμενός του, ενημέρωσε τον Ύπαρχο του επίδικου πλοίου, ………… ., καθώς και το δεύτερο εναγόμενο, Πλοίαρχο, …….. ……….. Ο Ύπαρχος, αφού επισκέφθηκε άμεσα τον ως άνω ναυτικό στην καμπίνα του, ο οποίος παραπονείτο για κράμπες στις γάμπες και εμφάνιζε γενικευμένη δυσφορία, εξέτασε την πίεσή του και τοποθέτησε σε αυτόν οξύμετρο, ενώ διαπίστωσε περαιτέρω και μιας ελαφριάς μορφής αρρυθμία. Κατόπιν αυτών, ο δεύτερος εναγόμενος έδωσε εντολή μεταφοράς του ασθενούς στο νοσοκομείο του πλοίου, ενημέρωσε σχετικά το Λιμεναρχείο και ξεκίνησε, όπως προκύπτει και από το από 5.10.2016 ημερολόγιο καταγραφής ενεργειών, στις 18.10 μ.μ. τη διεξαγωγή τηλεκαρδιογραφημάτων, επικοινωνώντας με εταιρεία παροχής ιατρικών συμβουλών, υπό το διακριτικό τίτλο «…………» και τον Ιατρό – Καρδιολόγο (βάρδιας) …………. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο δεύτερος εναγόμενος (Πλοίαρχος) παρέβη τους προβλεπόμενους από ειδική διάταξη νόμου όρους ασφαλείας, διότι δεν απευθύνθηκε στο Κέντρο Ιατρικών Οδηγιών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ως όφειλε, αλλά ζήτησε την παροχή ιατρικής συνδρομής από την ως άνω εταιρία παροχής ιατρικών και τον Καρδιολόγο βάρδιας της εταιρείας αυτής. Σύμφωνα, όμως, με την παρ. 1 του άρθρου 7 του π.δ. 376/1995 «Προδιαγραφές ιατρικής περίθαλψης επί πλοίων (άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας 92/29/ΕΟΚ), όπου με τίτλο «Ιατρικές συμβουλές μέσω ραδιοτηλεπικοινωνίας», ορίζεται ότι «1. Σε περίπτωση οιασδήποτε φύσεως ανάγκης για ιατρική συνδρομή κάθε πλοίο μπορεί να απευθύνεται μέσω ασυρμάτου ή δορυφόρου (INMARSAT) στο Κέντρο Ιατρικών Οδηγιών (Κ.Ι.Ο) του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (Ε.Ε.Σ.) για παροχή δωρεάν ιατρικής βοήθειας υπό τη μορφή συμβουλών. ΄Εργο του Κέντρου Ιατρικών Οδηγιών του Ε.Ε.Σ, το οποίο είναι κατάλληλα εξοπλισμένο και στελεχωμένο με εκπαιδευμένους ιατρούς, είναι η παροχή τηλεϊατρικής υποστήριξης στα πλοία. Η ανταλλαγή πληροφοριών με τα πλοία πρέπει να γίνεται κατά το δυνατό σύμφωνα με το υπόδειγμα του παραρτήματος VI λαμβανομένης υπόψη της εκάστοτε ισχύουσας κατάστασης φαρμάκων και του υγειονομικού υλικού του παραρτήματος ΙΙ…», δεν στοιχειοθετείται τέτοια υποχρέωση, καθώς προβλέπεται η δυνατότητα κάθε πλοίου, σε περίπτωση οιασδήποτε φύσεως ανάγκης για ιατρική συνδρομή να απευθύνεται μέσω ασυρμάτου ή δορυφόρου (INMARSAT) στο Κέντρο Ιατρικών Οδηγιών (Κ.Ι.Ο) του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (Ε.Ε.Σ.) για παροχή δωρεάν ιατρικής βοήθειας υπό τη μορφή συμβουλών. Περαιτέρω, μετά την ολοκλήρωση των τηλεκαρδιογραφημάτων στις 18.38, ο ως άνω Ιατρός – Kαρδιολόγος διέγνωσε πιθανή «καρδιακή κάμψη» και συνέστησε τη μετάβαση του ασθενούς στο πλησιέστερο νοσοκομείο για περαιτέρω κλινικό έλεγχο, τη χορήγηση ασπιρίνης και την παροχή οξυγόνου. Σημειώνεται ότι στο ημερολόγιο γέφυρας της 4ης.10.2016, αναφέρεται, ότι ο ανωτέρω ασθενής στις 18.10 ένιωσε αδιαθεσία, εδόθησαν οι πρώτες βοήθειες από τον Ύπαρχο και έγινε κλήση στο cardio express με διάγνωση καρδιακής κάμψης και σύσταση διακομιδής στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Ενημερώθηκε δε περί τις 18.15 το Λιμεναρχείο Κω από τον Πλοίαρχο περί της έντονης αδιαθεσίας του ως άνω ναυτικού και ότι έχρηζε περαιτέρω ιατρικού ελέγχου (βλ. Ημερολόγιο Συμβάντων της Λιμενικής Αρχής Κω της 04-10-2016 και της 05-10-2016). Για να λάβουν χώρα, όμως, όλες αυτές οι ενέργειες (κλήση στην εταιρία παροχής ιατρικών συμβουλών, συνεχή λήψη και αποστολή των τηλεκαρδιογραφημάτων), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, απαιτείται ένα εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο δικαιολογημένα, στην προκειμένη περίπτωση, ανήλθε σε μισή ώρα, έστω κι αν δεν καταγράφεται στο ημερολόγιο γέφυρας το ακριβές χρονικό στίγμα κάθε επιμέρους ενέργειας, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόντων. Εξάλλου, το ως άνω πλοίο, το οποίο είχε αποπλεύσει περί ώρα 17.00 μ.μ., από τον λιμένα της Ρόδου, με προγραμματισμένη ώρα κατάπλου στο λιμένα της Κω περί την 20.00 μ.μ. της ιδίας ημέρας, ήτοι επρόκειτο να διανύσει απόσταση 66 ναυτικών μιλίων, στις 18.38, οπότε συνεστήθη από τον ως άνω Ιατρό – Καρδιολόγο η διακομιδή του συγγενούς των εναγόντων στο πλησιέστερο νοσοκομείο, είχε διανύσει 98΄ εκ των 180΄ της προβλεπομένης διάρκειας της διαδρομής, απολειπομένων 82΄ για τον κατάπλου αυτού στο λιμένα της Κω και ειδικότερα, βρισκόταν εκείνη την ώρα σε απόσταση 30 μιλίων περίπου από την λιμένα της Κω και 36 μιλίων από το λιμένα της Ρόδου. Δεδομένων αυτών, πλησιέστερο νοσοκομείο ήταν αυτό της Κω. Σε κάθε δε περίπτωση τυχόν διενέργεια ελιγμού αλλαγής πορείας του πλοίου, κατά τον πλου, ήτοι η αλλαγή κατεύθυνσής του προς τη Ρόδο, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαίας μείωσης της ταχύτητάς του για την αλλαγή πορείας κατά 180ο και του μήκους του πλοίου (200 μ. περίπου), σε συνδυασμό με λιμένα της Ρόδου, ο οποίος είναι περίκλειστος, θα συνέβαλε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην καθυστέρηση, τουλάχιστον κατά 5΄, του κατάπλου του πλοίου στο λιμένα της Ρόδου, σε σχέση με τον κατάπλου του στο λιμένα της Κω και την έγκαιρη αντιμετώπιση του ως άνω ιατρικού περιστατικού από το Νοσοκομείο της Ρόδου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι πλησιέστερο λιμάνι ήταν αυτό της Ρόδου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, μετά τη διάγνωση της καρδιακής κάμψης πραγματοποιούντο, ανά τέταρτο της ώρας, μετρήσεις αρτηριακής πίεσης του ως άνω ναυτικού και αναφέρονταν φυσιολογικές καρδιακές σφύξεις από ώρα 18.45 μ.μ. έως και 19.30 μ.μ., με συνεχή παροχή οξυγόνου, ήτοι παρέμεινε σταθερή η κατάσταση της υγείας του επί περίπου 45 λεπτά. Ωστόσο, στις 19.30 μ.μ. ο ναυτικός απώλεσε τις αισθήσεις του με έκκριση σιέλου/βλέννας από το στόμα, εμφανίζοντας συγχρόνως μελάνωμα κεφαλής. Κατόπιν άμεσης επικοινωνίας του δευτέρου εναγόμενου με τον ανωτέρω Καρδιολόγο, ……….., συνεστήθη η χορήγηση ενδοφλεβίως φουροσεμίδης (furosemide – διουρητικού) και ηπαρίνης (heparine – αντιθρομβωτικού), η οποία πραγματοποιήθηκε από τον Ύπαρχο. Μετά τη χορήγηση των φαρμάκων αυτών, η επικοινωνία με τον εν λόγω Καρδιολόγο ήταν συνεχής και γινόταν – ανά πεντάλεπτο – μέτρηση της αρτηριακής πίεσης του ασθενούς, ο οποίος ανέκτησε τις αισθήσεις του στις 19.55 μ.μ., ήτοι ενώ το πλοίο εισερχόταν στο λιμένα της Κω. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εναγόντων περί καθυστερημένης χορήγησης διουρητικών δεν αποδείχθηκε, αφού (τα φάρμακα αυτά) χορηγήθηκαν, κατόπιν καθοδήγησης από τον ανωτέρω Καρδιολόγο, όταν ο ίδιος έκρινε σκόπιμο ότι έπρεπε να χορηγηθούν. Στις 20.03 μ.μ., μετά τον κατάπλου στο λιμένα της Κω, αφίχθησαν επί του πλοίου διασώστες του ΕΚΑΒ, οι οποίοι είχαν ήδη ειδοποιηθεί και αφού ενημερώθηκαν για όλες τις σχετικές ενέργειες του πληρώματος και τα χορηγούμενα φάρμακα, μετέφεραν, στις 20.15 μ.μ., τον ασθενή – ναυτικό με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο της Κω. Κατά τη μεταφορά δε του ασθενούς ναυτικού στο νοσοκομείο, ο τελευταίος συνοδευόταν από τον ………, ο οποίος μαζί με τον πράκτορα του πλοίου, παρέμειναν στο Γ.Ν. Κω και ενημερώνονταν για την κατάσταση της υγείας του από τους θεράποντες ιατρούς. Εν συνεχεία ο ως άνω ασθενής ναυτικός υπεβλήθη στο Νοσοκομείο, μετά από ανάνηψη, σε αιμοκάθαρση, πλην, όμως, απεβίωσε στις 5.10.2016 και ώρα 01.45 π.μ., λόγω καρδιοαναπνευστικής παύσης, που οφείλεται σε οξύ πρόσθιο έμφραγμα μυοκαρδίου, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, οξεία πνευμονική εμβολή και καρδιογενές σοκ. Ο συγγενής των εναγόντων, ο οποίος διήγε το 57ο έτος της ηλικίας του, ήταν  υπέρβαρος και καπνιστής. Συνεπώς, υπήρχε αυξημένος κίνδυνος για την εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων, που μπορούσαν να οδηγήσουν και σε νεφρικές παθήσεις (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 347/2014 ό.π.). Σημειώνεται ότι από το προσκομιζόμενο νόμιμα με επίκληση ιατρικό πιστοποιητικό ναυτολόγησης της ασφαλιστικής εταιρίας «…………», προκύπτει ότι ο θανών, κατά την εξέτασή του από ιατρούς, στις 26.11.2015, είχε ενεργή κάρτα υγείας και δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα υγείας, πλην, όμως, επρόκειτο για τυπικές εξετάσεις και όχι εξειδικευμένες για τις ως άνω παθήσεις του (βλ. σχετ. ΑΠ 1424/2015 ό.π., ΑΠ 1690/2013 ό.π., ΕφΠειρ 347/2014 ό.π.), ώστε να διαφανεί κάποια καρδιαγγειακή πάθηση ή και νεφρική ανεπάρκεια και να υπάρξει προληπτική αντιμετώπισή τους. Εν όψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει, ως προς την επέλευση του θανάτου του συγγενούς των εναγόντων, τον ως άνω Πλοίαρχο, ο οποίος, έχοντας την άμεση ευθύνη για την εξασφάλιση συνθηκών ασφαλούς παροχής εργασίας στα μέλη του πληρώματος του πλοίου, σε συντονισμένη συνεργασία με τα λοιπά μέλη του πληρώματος και υπό τις εντολές του, ενήργησε, κατά τα προεκτεθέντα, προσηκόντως, σύμφωνα με τους ειδικούς όρους ασφαλείας, καθώς και σύμφωνα με το γενικότερο καθήκον πρόνοιας, παρέχοντας εγκαίρως την προσήκουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη προς τον ως άνω ναυτικό, όπως προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι υπήρξε πρόσκαιρη σταθεροποίηση της υγείας του, καθ’ ο χρόνο βρισκόταν εντός του πλοίου και ανέκτησε τις αισθήσεις του κατά τη διακομιδή του στο Γ.Ν. ΚΩ.. Εξάλλου, ο Πλοίαρχος (δεύτερος εναγόμενος) δεν γνώριζε, ούτε και μπορούσε να γνωρίζει την ακριβή κατάσταση της υγείας του συγγενούς των εναγόντων, η οποία διαπιστώθηκε το πρώτον στο νοσοκομείο της Κω. Η ορθή διάγνωση της κατάστασης του πάσχοντος δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις του πλοιάρχου, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί έργο (και μάλιστα από τα δυσχερέστερα) των ειδικών ιατρών (ΑΠ 1000/2018 ό.π., ΑΠ 1424/2015 ό.π.). Ζήτησε, όμως, ο δεύτερος εναγόμενος άμεσα ιατρική συνδρομή για την αντιμετώπιση του ως άνω περιστατικού από ειδικό Ιατρό. ΄Αλλωστε ο θανών δεν είχε παραπονεθεί στο παρελθόν σε κάποιο μέλος του πληρώματος ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας και εθεωρείτο υγιής και για το λόγο αυτό ο ίδιος ασκούσε το επάγγελμα του ναυτικού. Επιπλέον δεν προέκυψε ότι οι συνθήκες εργασίας του συγκεκριμένου ναυτικού, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ήταν ακραίες και ιδιαίτερα επιβαρυντικές, ούτε οι κλιματολογικές συνθήκες, που παρείχε την εργασία του ήταν άκρως δυσμενείς. Άλλωστε, και την προηγουμένη ημέρα πριν από το ως άνω συμβάν ο εν λόγω ναυτικός εκτέλεσε τα καθήκοντα του, χωρίς να διατυπώσει οποιαδήποτε διαμαρτυρία σχετικά με την κατάσταση της υγείας του. (βλ. σχετ. ΑΠ 1424/2015 ό.π.). Κατόπιν αυτών, ο θάνατος του ως άνω ναυτικού, συγγενούς των εναγόντων, δεν συνιστά (ναυτ)εργατικό ατύχημα, καθόσον η νόσος εκδηλώθηκε μεν κατά την παραμονή του ανωτέρω ναυτικού στο πλοίο και υπό κανονικές συνθήκες, ωστόσο, ο θάνατός του δεν οφείλεται στις αντικειμενικές εγγενείς στο ναυτικό επάγγελμα συνθήκες και συγκεκριμένα σε πλημμέλειες και σε μη ορθή αντιμετώπιση της καταστάσεως της υγείας του από τον πλοίαρχο, αλλά στην ιδιοσυστασία του οργανισμού του, ο οποίος ήταν ήδη επιβαρυμένος, κατά τα ανωτέρω, με συνέπεια τη δυσλειτουργία των ζωτικών του οργάνων. Σημειώνεται ότι, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όταν η βλάβη συνίσταται σε εκδήλωση νέας ασθένειας ή επιδείνωση προϋπάρχουσας, που είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συμφωνημένους όρους ή τις συνήθεις περιστάσεις, ακόμη και δυσμενείς, αλλά συναφείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος, όπως εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει λόγος για βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής και δεν πρόκειται για ναυτεργατικό ατύχημα (βλ. σχετ. ΑΠ 961/2018 ό.π.). Ούτε, άλλωστε, ο Πλοίαρχος (δεύτερος εναγόμενος), μετά την εκδήλωση της ασθένειας του ναυτικού, που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του, η οποία μπορεί και να προϋπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση, απαίτησε από αυτόν την εξακολούθηση της παροχής της εργασίας ή αποδέχθηκε την εξακολούθηση της παροχής της εργασίας, έστω και υπό κανονικές συνθήκες ή για μικρό ακόμη χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασής του, ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι πληρούται η έννοια του βιαίου συμβάντος και να χαρακτηρισθεί η δυσμενής αυτή εξέλιξη, κατά την προαναφερθείσα έννοια, ως εργατικό ατύχημα (βλ. σχετ. ΑΠ 961/2018 ό.π.). Σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι η μη χορήγηση εντολής αλλαγής πορείας, με κατεύθυνση το λιμένα της Ρόδου, επέφερε, ως πρόσφορη αιτία, την επιδείνωση της ασθένειάς του, η οποία είχε ως συνέπεια το θάνατό του, και η οποία, άλλως, δια της αλλαγής πλεύσεως και της παροχής της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως στο Νοσοκομείο της Ρόδου αντί του Νοσοκομείου της Κω, υπό τη μορφή της άμεσης άλλως έγκαιρης ενάρξεως της προσήκουσας θεραπευτικής αγωγής, θα ήταν δυνατόν, ενόψει των σύγχρονων ιατρικών μεθόδων και μέσων, να αποφευχθεί, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας του, σε συνδυασμό με την ως άνω εν γένει κατάσταση της υγείας του. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές κρίνεται ότι ο θάνατος του εν λόγω ναυτικού δεν οφείλεται σε αιφνίδιο και απρόβλεπτο εξωτερικό γεγονός ξένο προς τον οργανισμό του, αλλά σε πάθησή του, η οποία εκδηλώθηκε, κάτω από συνθήκες σύμφυτες και προσιδιάζουσες στη φύση των καθηκόντων του, που ανέλαβε με την ναυτολόγησή του να εκτελέσει, ενώ οι εναγόμενοι δεν παραβίασαν τις προβλεπόμενες εκ των οικείων διατάξεων υποχρεώσεις τους. Επομένως ο θάνατός του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ότι είναι απότοκος (ναυτ)εργατικού ατυχήματος, αφού δεν απεδείχθη κάποιο βίαιο συμβάν ή παροχή εργασίας σε εξαιρετικές έκτακτες και ανώμαλες συνθήκες (υπερωριακή απασχόληση, δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες), που επέφερε βλάβη, δεν είχε δε εκδηλώσει προγενέστερα κανένα σύμπτωμα, ώστε να τύχει ειδικής φροντίδας, ούτε είχε παραπονεθεί σε κάποιο μέλος του πληρώματος ή στον πλοίαρχο (βλ. σχετ. ΑΠ 1424/2015 ό.π., ΑΠ 1690/2013 ό.π.). Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των εναγόντων, προκειμένου να θεμελιώσουν τις αγωγικές αξιώσεις τους, ότι μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων της ασθένειας, από αμέλεια του πλοιάρχου δεν παρασχέθηκε στο θανόντα η προσήκουσα ιατροφαρμακευτική βοήθεια, η παράλειψη δε αυτή ως πρόσφορη αιτία επέφερε το θάνατό του και, ειδικότερα, ότι ο πλοίαρχος δεν μερίμνησε για την άμεση διακομιδή του θανόντος στο νοσοκομείο της Ρόδου και την προσέγγιση στο λιμένα της Ρόδου, ως πλησιέστερου, καθώς, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, από την έναρξη των συμπτωμάτων του θανόντος μέχρι τη διακομιδή του, ο πλοίαρχος και τα λοιπά μέλη του πληρώματος παρείχαν άμεσα σε αυτόν τις πρώτες βοήθειες, με παράλληλη ενημέρωση των αστυνομικών και λιμενικών αρχών και κλήση ειδικού ιατρού για παροχή βοήθειας, μ’ ενημέρωση περί των συμπτωμάτων του, πλην, όμως, απεβίωσε την επόμενη μέρα στο Νοσοκομείο της Κω, καθώς, λόγω της φύσης της ασθένειας που εκδηλώθηκε, δεν κατέστη δυνατό να διασωθεί. Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις (ναυτ)εργατικού ατυχήματος, η πρώτη ενάγουσα της πρώτης κρινόμενης αγωγής δεν δικαιούται την αποζημίωση του άρθρου 3 Ν. 551/1915, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόντων. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδείχτηκε ότι δεν συνέτρεξε υπαίτια και παράνομη εργοδοτική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης και του προστηθέντος της δευτέρου εναγόμενου (Πλοιάρχου), ο οποίος δεν παρέβη τους ειδικούς κανόνες ασφαλείας του άρθρου 10 του ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ και άνω», μη δικαιούμενων των εναγόντων εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 827/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 353/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 393/2015). Η παρεμπίπτουσα εν προκειμένω αίτηση επίδειξης πρέπει, αυτονόητα, να κριθεί πριν από την κύρια αξίωση, επειδή αποτελεί προϋπόθεση έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας του ενδίκου βοηθήματος (ΟλΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος). Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί στην αίτηση για επίδειξη εγγράφων θεμελιώνει τον από τον αριθμό 9γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή ήταν παραδεκτή και σύννομη, δηλαδή να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενο του και να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 827/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 353/2020 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, ο ανωτέρω εκ του αριθμού 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και απέρριψε για οιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, την αίτηση δικαστικής προστασίας (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1586/2008), έστω και εάν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης και ειδικότερα, από το ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ` ουσίαν εκ των πραγμάτων την “αίτηση” αυτή, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που την συγκροτούν ή που αποτελούν προϋπόθεση της έρευνας ή βασιμότητάς της (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 353/2020 ό.π., ΑΠ 323/2017, ΑΠ 761/2017, ΑΠ 1434/2010), ή όταν από τη μη απάντηση στο αίτημα συνάγεται “σιγή” απόρριψη αυτού (ΑΠ 353/2020 ό.π., ΑΠ 143/2017). Στην προκειμένη περίπτωση τo αίτημα περί επιδείξεως επικυρωμένου αντιγράφου του Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης, που επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, δεδομένου ότι η προβολή αυτοτελούς νομικής βάσης σε παραβίαση των κανόνων του Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code), δεν εμπίπτει σε εκείνες τις διατάξεις, που ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας του πληρώματος του πλοίου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915, αφού, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας του πληρώματος, αλλά θέτουν το κανονιστικό πλαίσιο και τις προδιαγραφές για την καθιέρωση τέτοιων ειδικών κανόνων και πρακτικών, προς συμμόρφωση με τις λειτουργικές και διαχειριστικές απαιτήσεις, που θέτουν, για τη διασφάλιση της ασφάλειας στη θάλασσα και της πρόληψης ανθρώπινου τραυματισμού ή απώλειας ζωής, καθώς και την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος (βλ. σχετ. ΑΠ 99/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1008/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 32/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 360/2017 Δημ. Νόμος). Το ανωτέρω δε αιτούμενο προς επίδειξη έγγραφο, δεν ήταν πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη οποιουδήποτε από τους παραδεκτά ανωτέρω αναφερόμενους ισχυρισμούς των εναγόντων ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού των εναγομένων. Συνεπώς, δεν υπήρχε έννομο συμφέρον των εναγόντων προς υποβολή του αιτήματος αυτού, το οποίο ορθώς απορρίφθηκε, έστω και σιγή, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σε κάθε δε περίπτωση δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η αιτουμένη επίδειξη, αφού το Δικαστήριο έχει σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς τα ως άνω γεγονότα, που επρόκειτο να αποδειχθούν με την αιτουμένη επίδειξη, κατά τα προαναφερθέντα, από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (βλ. ΕφΑθ 303/2019 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατόπιν τούτων, εφόσον α) η πάθηση της υγείας του θανόντος ναυτικού δεν οφείλεται σε βίαιο συμβάν, ξένο προς τον οργανισμό του, που επήλθε κατά τη διάρκεια ή με αφορμή την εργασία του, αλλά οφείλεται αποκλειστικά στην ιδιοσυστασία του οργανισμού του, β) οι συνθήκες εργασίας του θανόντος ναυτικού, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δεν ήταν, ούτε διαμορφώθηκαν κατά την εκτέλεσή της σε ιδιαίτερα επιβαρυντικές ή ακραίες και, κυρίως, γ) τόσο η εργοδότρια, πρώτη εναγομένη, όσο και ο δεύτερος εναγόμενος, με πηγή πληροφόρησης τον ίδιο το ναυτικό, δεν γνώριζαν, ούτε και μπορούσαν να γνωρίζουν, ότι, πέραν της καρδιακής κάμψης, την οποία διέγνωσε ο ειδικός Ιατρός – Καρδιολόγος, υπήρχαν στον οργανισμό του αποβιώσαντος ναυτικού και άλλες παθολογικές αιτίες, οι οποίες σωρευτικώς οδήγησαν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, στο θάνατο του συγγενούς των εναγόντων, ούτε ήταν εμφανή στον Πλοίαρχο και Υποπλοίαρχο τα ως άνω προβλήματα υγείας του, ώστε με βάση την πληροφόρηση αυτή να αξιολογήσουν διαφορετικά την κατάσταση της υγείας του, ενεργούντες ως μέσοι συνετοί άνθρωποι και εντεύθεν μη συμμορφούμενοι να παραβιάσουν την τήρηση ισχυόντων νόμων διαταγμάτων και κανονισμών για τους όρους εργασίας των εργαζομένων στα πλοία, αμφότερες οι συνεκδικαζόμενες αγωγές είναι απορριπτέες στο σύνολό τους ως ουσία αβάσιμες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια ως άνω κρίση και απέρριψε τις υπό κρίση αγωγές ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων), διότι, τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ανταποκρίνονται στην έλλειψη των προϋποθέσεων που τάσσονται από τις διατάξεις αυτές και καταφάσκουν την ουσιαστική αβασιμότητα των αγωγών (βλ. σχετ. ΑΠ 1424/2015 ό.π.), ορθά δε εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία. Συνεπώς, μετά τη συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της ως άνω έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 06/5/2019 έφεση, κατά της με αριθμ. 1269/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά τα άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 06/5/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../15-05-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …………/15-05-2019 έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 26/05/2021, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ