Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 265/2021

Αριθμός     265/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο, Θωμά Σταμόπουλο     (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………….. ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Βασιλείου Αγιασοφίτη.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……../2018 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2620/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 11.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2019)  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 11-11-2019 και με γεν.αρ.καταθ………/2019 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ΄αριθμ. 2620/ 2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί  νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1 ,511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο  [2] ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (15-11-2017) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά  την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 , 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση  (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εφόσον  για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα παράβολο εκατό (100) ευρώ, που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055 / 2012, με έναρξη ισχύος 2.4.2012 κατ’ άρθρο 113 του ν. 4055/2012 και  αντικαταστάθηκε  το άρθρο 495 ΚΠολΔ: ί] από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα και ii] με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του ν. 4446/2016, με έναρξη ισχύος από 23.1.2017.

Κατά το άρθρο 904 εδ. α` και β` του ΑΚ: «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή δημιουργείται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξιώσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υποχρέου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Επίσης, η κατ’ άρθρο 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού έχει, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα παρεχόμενη στο δικαιούχο μόνο εάν αυτός δεν έχει καμία άλλη αξίωση για την ικανοποίησή του, απορρέουσα από οποιαδήποτε αιτία (όπως π.χ. από την σύμβαση, από την κοινωνία, από τη διοίκηση αλλοτρίων, από την κυριότητα, από την αδικοπραξία), με συνέπεια εάν αυτή (η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) στηρίζεται, στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση, στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η σωρευόμενη αγωγή από οποιαδήποτε άλλη αιτία (από σύμβαση, από αδικοπραξία κ.λπ.), να είναι η πρώτη νομικά αβάσιμη, γιατί αφού συντρέχει ενοχή από άλλη αιτία, ο ενάγων μπορεί ευχερώς να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτή, μη δυνάμενος πλέον να προσφύγει στην επικουρική αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 170/2016, ΑΠ 16/2008, ΕλλΔ/νη 2008/499, ΑΠ 222/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτά γίνονται παγίως δεκτά επί σωρεύσεως αγωγών, εκ των οποίων, η δικονομικά επικουρικώς σωρευομένη είναι αυτή του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η ΑΚ 904 καθιερώνει αυτοτελή, θεμελιώδη και αυτοδύναμη αξίωση και αντίστοιχη υποχρέωση. Κάθε διάταξη Νόμου, αν δεν ορίζεται σαφώς κάποιος περιορισμός στην εφαρμογή της, εφαρμόζεται χωρίς άλλο ευθύς άμα συντρέξουν οι όροι του πραγματικού της. Αν παράλληλα συντρέχουν και οι όροι του πραγματικού άλλης διάταξης, θα υπάρχει κατ’ αρχήν συρροή των διατάξεων αυτών, εκτός αν η μια κριθεί ειδική, οπότε προηγείται η εφαρμογή της λόγω ειδικότητος. Απέναντι στην ΑΚ 904 δεν γεννιέται όμως θέμα ειδικότητος π.χ. της ΑΚ 914 ή της δικαιοπρακτικής αξίωσης. Έτσι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν είναι επικουρική (Στ. Ματθία, Η έννοια της επικουρικότητος, εις ΕλλΔ/νη 1990/497 επ.). Πρακτικά βέβαια η εν λόγω αξίωση, επειδή μ’ αυτήν δεν καλύπτεται όλη η ζημία του ενάγοντος, αλλά μόνον στην έκταση που υπάρχει και πλουτισμός και μάλιστα σωζόμενος (ΑΚ 909), χρησιμοποιείται συνήθως από τον ζημιωθέντα με τη βούλησή του, ως το έσχατο μέσο θεραπείας, δηλαδή επικουρικά από δικονομική άποψη. Όποιος επιθυμεί πάντως μπορεί να προσφύγει κατευθείαν στο ασθενέστερο τούτο βοήθημα, εφόσον βεβαίως συντρέχουν οι όροι του και κυρίως αυτός της έλλειψης νόμιμης αιτίας. Έτσι, το λεγόμενο ότι αν υπάρχει και άλλη αξίωση, κυρίως από σύμβαση, θα έπρεπε πρώτα να ασκηθεί αυτή, για να μπορεί ο εναγόμενος “να προβάλει τας εκ της οικείας εννόμου σχέσεως ενστάσεις του”, δεν μπορεί να θεωρηθεί κρίσιμο. Γιατί, αν μεν οι ενστάσεις αυτές, π.χ. από τη συμβατική σχέση, δικαιολογούν τη διατήρηση, έστω προσωρινά, του πλουτισμού του εναγομένου, όπως συνήθως θα συμβαίνει επί ουσιαστικών ενστάσεων, αυτός δεν θα υπέχει την ευθύνη από την ΑΚ 904 επειδή θα λείπει η προϋπόθεση του αδικαιολογήτου και όχι λόγω επικουρικότητος. Αν δε οι ενστάσεις από την άλλη έννομη σχέση δεν θίγουν τις προϋποθέσεις τη ΑΚ 904, δεν υπάρχει λόγος ο κάτοχος του πλουτισμού, πραγματικά πια αδικαιολόγητου, να απαλλαγεί της ευθύνης του και από αυτόν τον λόγο επειδή θα μπορούσε να αποκρούσει την ευθύνη του από άλλο λόγο (σύμβαση). Άλλωστε ο ενάγων μπορεί ελεύθερα να επιλέξει τη βάση της αγωγής του με βάση και τις δυνατότητες απόδειξης αυτής που έχει (Μ. Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ II σελ. 146, Δεληγιάνης/Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ σελ. 15-21, Απ. Γεωργιάδης, ΕνοχΔ, Γεν. Μέρος, σελ. 536). Κατά το άρθρο 909 ΑΚ η υποχρέωση για απόδοση του πλουτισμού αποσβήνεται, εφόσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά τον χρόνο της επιδόσεως της αγωγής. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση απώλειας ή μειώσεως του πλουτισμού του λήπτη, η ανωτέρω διάταξη προβλέπει ως συνέπεια την αντίστοιχη απόσβεση της υποχρεώσεώς του προς απόδοση της ωφέλειας. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 338 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το γεγονός της απώλειας ή μειώσεως του πλουτισμού συγκροτεί καταχρηστική ένσταση καταλυτική του αγωγικού δικαιώματος προς απόδοση της ωφέλειας και, άρα, το βάρος της επικλήσεως και της αποδείξεως αυτού (γεγονότος) φέρει ο λήπτης, ως εναγόμενος. Για το ορισμένο της ενστάσεως αυτής, ο εναγόμενος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει την απώλεια ή μείωση του πλουτισμού, την έκταση της μειώσεως, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, εξαιτίας των οποίων δεν σώζεται ο πλουτισμός (Ολ. ΑΠ 294/1981, ΑΠ 1484/2008, ΑΠ 432/2013, ΑΠ 577/2013 ΤΝΠ-Νόμος). Κατά τον υπολογισμό του σωζόμενου πλουτισμού λαμβάνονται υπόψη και οι δαπάνες ή ζημιές του λήπτη που συνδέονται με την κτήση ή τη διατήρηση του πλουτισμού. Προϋπόθεση για να εκπέσουν οι δαπάνες ή ζημιές αυτές είναι να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με τον πλουτισμό. Απαιτείται όμως και εσωτερική συνάφειά τους με την πεποίθηση του λήπτη ότι η κτήση του πλουτισμού είναι οριστική και επομένως δεν υπολογίζονται δαπάνες, που συνδέονται με την προσωρινή μόνο κατοχή του πλουτισμού και ζημιές που επήλθαν στην περιουσία του λήπτη τυχαία ή που τις προκάλεσε το ίδιο το αντικείμενο του πλουτισμού (Μ. Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ, άρθ. 909, αριθ. 4, Απ. Γεωργιάδης, ΕνοχΔ, ΓενΜερ, σελ. 571).Εξάλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 387 παρ. 2 και 389 παρ. 2 Α.Κ. η δηλωθείσα υπαναχώρηση, ως διαπλαστικό δικαίωμα, επιφέρει άνευ ετέρου τη λύση της συμβάσεως, την απόσβεση των εξ αυτής υποχρεώσεων και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ. 1421/2000, ΕφΘεσ 765/ 2020 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση με την από 18-12-2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ………./2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ήδη εκκαλών εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι την 01-04-2003 στα πλαίσια εκτέλεσης έγγραφης σύμβασης έργου που κατήρτισε με τον εναγόμενο ήδη εφεσίβλητο, ανέλαβε ως εργολάβος οικοδομών την υποχρέωση να κατασκευάσει τον φέροντα οργανισμό από οπλισμένο σκυρόδεμα μιας υπό ανέγερση οικοδομής ευρισκόμενης σε οικόπεδο κυριότητας του εναγομένου, αντί ειδικότερα συμφωνηθείσας αμοιβής, η οποία με ρητό όρο του σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού, ορίστηκε καταβλητέα σταδιακά, κατόπιν επιμέτρησης από τον επιβλέποντα μηχανικό του μέχρι τότε εκτελεσθέντος μέρους του έργου. Ότι αυτός (ενάγων) εκτέλεσε προσηκόντως τις αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή επιμέρους εργασίες μέχρι και την 04-06-2003 οπότε διέκοψε την εκτέλεση του υπόλοιπου έργου λόγω υπερημερίας του εναγομένου ως προς την καταβολή της αμοιβής του, η οποία αντιστοιχούσε στο αποπερατωθέν τμήμα του έργου, με βάση την προηγηθείσα επιμέτρηση του μηχανικού. Ότι με την από 07-06-2003 εξώδικη δήλωσή του  η οποία κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο στις 11-06-2003, υπαναχώρησε από τη σύμβαση, καλώντας συγχρόνως τον τελευταίο να ανταποκριθεί εντός 2 ημερών στις μέχρι τότε γεννημένες υποχρεώσεις του, πλην όμως ο εναγόμενος αρνείται μέχρι σήμερα να του καταβάλλει ολόκληρη την αναλογούσα στο εκτελεσθέν τμήμα του έργου αμοιβή του.

Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε, μετά από το παραδεκτό με τις προτάσεις του περιορισμό του συνολικού αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρ. 223, 295, 297 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να του καταβάλλει βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των 20.275 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής του για το μέχρι την υπαναχώρησή του εκτελεσθέν τμήμα του έργου κατά τα αναλυτικά στην αγωγή εκτιθέμενα περί του κόστους εκάστης εργασίας, νομιμοτόκως από την 14-06-2003, επομένη της παρέλευσης της χορηγηθείσας στον εναγόμενο προθεσμίας προς αποπληρωμή της οφειλής του δια της ως άνω εξώδικης δήλωσης, άλλως από την επομένη της 01-12-2003,οπότε είχε λάβει χώρα η επίδοση προγενέστερης αγωγής (με αριθμό κατάθεσης ………/2003) η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα ως αόριστη, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος ζήτησε να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 383, 389,390,904 επ.,340, 345 του ΑΚ,70 και 176 του ΚΠολΔ, κατόπιν δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της προβαλλόμενης από τον εναγόμενο ένστασης του άρθρου 909 ΑΚ περί μη σωζόμενου πλουτισμού, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή και καταδικάστηκε ο ενάγων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 450,00 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν και λαμβάνονται υπόψη, τόσο προς άμεση απόδειξη, όσο και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων οι πολιτικές αποφάσεις και τα πρακτικά άλλων δικαστηρίων που αφορούν τους ίδιους διαδίκους, και οι φωτογραφίες που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ.1 περ.γ, 448 παρ.2, 449 παρ.2,453 παρ.1, 457 παρ.4 και 458 ΚΠολΔ), από την από 16-02-2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της πολιτικού μηχανικού, ……….., η οποία διορίστηκε με την υπ΄αριθμ. 485/2008 εν μέρει οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που εκτιμάται ελεύθερα (αρθρ. 387 ΚΠολΔ), από την από Ιανουαρίου 2011 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού ……….., από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ( άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Την 01-04-2003 καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων έγγραφη σύμβαση μίσθωσης έργου δυνάμει της οποίας ο ενάγων ως εργολάβος οικοδομών ανέλαβε να κατασκευάσει τον σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα μιας οικοδομής αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο, που βρίσκεται σε οικόπεδο κυριότητας του εναγομένου –εργοδότη επί της οδού ………… στον Πειραιά, το οποίο (έργο) θα λάμβανε χώρα βάσει της ήδη εκδοθείσας …../2003 οικοδομικής άδειας. Εντός δε του ανεγερθέντος κτιρίου, ο εναγόμενος θα μετέφερε τη λειτουργία της επιχείρησής του – συνεργείο επισκευής και συντήρησης μηχανικών μερών επιβατικών αυτοκινήτων. Επίσης συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι ο ενάγων ήταν υποχρεωμένος να κατασκευάσει το εν λόγω έργο σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και τους ισχύοντες κανονισμούς και έπρεπε να ενημερώνει έγκαιρα τον επιβλέποντα μηχανικό ………….. για τον έλεγχο κάθε επιμέρους σταδίου της οικοδομής, αποδεχόμενος οποιαδήποτε υπόδειξή του για την σωστή και άρτια εκτέλεσή του. Δυνάμει δε του ίδιου ως ανά συμφωνητικού συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η αμοιβή του ενάγοντος για τις εργασίες της υπό ανέγερση οικοδομής θα ανερχόταν : α) στο ποσό των 127 ευρώ ανά κυβικό μέτρο μπετόν, β) στο ποσό των 11 ευρώ ανά σκαλί της σκάλας που επρόκειτο να κατασκευαστεί, γ) στο ποσό των 11 ευρώ ανά τ.μ. εμφανούς μπετόν, δ) στο ποσό των 58 ευρώ ανά κ.μ. μπετόν δαπέδου και μπετόν καθαριότητας με πλέγμα και ε) στο ποσό των 2 ευρώ ανά τρέχον μέτρο για λούκια, ποταμούς και φαλτσογωνίες, ενώ ορίστηκε ότι θα καταβαλλόταν η αμοιβή τμηματικά μετά από κάθε επιμέρους επιμέτρηση του μηχανικού και αφού ο εναγόμενος θα κρατούσε για να αποδώσει στο τέλος του έργου το 10% αυτής ως εγγύηση καλής εκτέλεσης ανά στάδιο εκτέλεσης του έργου. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι από την έναρξη των εργασιών μέχρι και την 04-06-2003 οπότε ο ενάγω διέκοψε τις εργασίες, αυτός κατασκεύασε από οπλισμένο σκυρόδεμα τμήμα του φέροντος οργανισμού της οικοδομής με την εκτέλεση των παρακάτω εργασιών : α) της θεμελίωσης των υποστηλωμάτων, των τοιχίων και της οροφής του υπογείου, των υποστηλωμάτων του ισογείου, καθώς και εκείνων που αφορούσαν στα στηθαία του δώματος, τις μεσοτοιχίες και τα «ντουλάπια», για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν 273 κ.μ. έτοιμο μπετόν C 20/ 25, στην αγορά του οποίου, σύμφωνα με τη σύμβαση, προέβη ο εναγόμενος- εργοδότης, β) του δαπέδου του υπογείου, του ακάλυπτου και του πεζοδρομίου, για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν 38 κ.μ. μπετόν C 16/ 20 Gross Beton, γ) της «καθαριότητας», για την οποία χρησιμοποιήθηκαν 15,23 κ.μ. μπετόν C12/ 15 Beton Καθαριότητας, ενώ επιπλέον χρησιμοποιήθηκαν 47,43 τ.μ. «εμφανούς μπετόν» και 67,50 τρέχοντα μέτρα « ποταμιών» (βλ. σχετ. έγγραφη επιμέτρηση της οικοδομής από τον πολιτικό μηχανικό ………… και την από 16-02-2009 ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης στη σελ.19 αυτής). Με βάση δε τα ανωτέρω συμφωνηθέντα, η αμοιβή του ενάγοντος για τις παραπάνω εργασίες ανέρχεται στο συνολικό ποσό των38.415,07 ευρώ ήτοι [ 34.671 (= 273 κ.μ. Χ 127 ευρώ) + 2.204 (= 38κμ Χ 58 ευρώ) + 521,73 (= 47,43 κ.μ Χ 11 ευρώ) + 883,34 (= 15,23 Χ 58 ευρώ) + 135 (= 67,50 κμ Χ 2 ευρώ)], έναντι του οποίου έχει ήδη λάβει από τον εναγόμενο, όπως ομολογεί στην αγωγή του, το ποσό των 22.500 ευρώ και ως εκ τούτου η αξίωσή του ανέρχεται στο ποσό των 15.915,07 ευρώ (ήτοι 38.415,07 – 22.500). Επειδή δε με την από 07-06-2003 ως άνω εξώδικη δήλωσή του που κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο στις 11-06-2003, ο ενάγων υπαναχώρησε από τη σύμβαση, στηρίζει την ένδικη αξίωσή του στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, αφού η εν λόγω σύμβαση λύθηκε αναδρομικά, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις της παρούσας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην εξώδικη δήλωση ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος του οφείλει ως υπόλοιπο αμοιβής για το εκτελεσθέν μέχρι την υπαναχώρηση έργο το συνολικό ποσό των 17.035 ευρώ και όχι το ποσό των 20.275 ευρώ που αιτείται με την υπο κρίση αγωγή.

Ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι όχι μόνο δεν έχει καταστεί πλουσιότερος, αλλά ουσιαστικά πτωχότερος αφού το καταβαλλόμενο από αυτόν ποσό για την αποκατάσταση των αμέσως κατωτέρω περιγραφομένων κακοτεχνιών και ελαττωμάτων του έργου υπερβαίνει το αιτηθέν από τον ενάγοντα ποσό. Ο ισχυρισμός αυτός ,που συνιστά την καταλυτική ένσταση του αγωγικού δικαιώματος προς απόδοση της ωφέλειας του ενάγοντος, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στο άρθρο 909 του ΑΚ (ένσταση περί μη σωζόμενου πλουτισμού) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά παρέκκλιση της στατικής και αρχιτεκτονικής μελέτης, τα υποστηλώματα Κ12 και Κ13 του υπογείου ορόφου της προαναφερόμενης οικοδομής έχουν μετατεθεί (μετατοπιστεί) κατά 0,25 μ. προς το αριστερό όριο του οικοπέδου, σε σχέση με τα αντίστοιχα υποστηλώματα της θεμελίωσης και προκειμένου ο ενάγων – εργολάβος να διορθώσει τη θέση των δύο αυτών υποστηλωμάτων, έχοντας όμως ήδη ολοκληρώσει τη θεμελίωση, έκοψε τα σίδερα που βρίσκονταν εκτός της προβλεπόμενης θέσης, χωρίς όμως αντίστοιχα να προσθέσει οπλισμό μέσα στα πέδιλα προς τα αριστερά, δηλαδή νότια του οικοπέδο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καθόλου οπλισμός στη νότια πλευρά στη βάση των Κ12 και Κ13 υποστηλωμάτων, δηλαδή διόρθωσε τη θέση των κολωνών από το δάπεδο του υπογείου και επάνω, αφήνοντας όμως μεγάλο μέρος της διατομής της κάθε κολώνας άοπλο. Τα νέα σίδερα στις προσθήκες Κ12 και Κ13 τοποθετήθηκαν από τη στάθμη της οροφής υπογείου και επάνω. Στα επίμαχα δε σημεία που προαναφέρθηκαν, δεν έχει τοποθετηθεί ο οπλισμός που προέβλεπε η μελέτη και έτσι το κομμάτι των μετατοπισμένων υποστηλωμάτων έχει κατασκευαστεί από 50% από άοπλο σκυρόδεμα το οποίο όμως δεν έχει τις ιδιότητες του οπλισμένου σκυροδέματος. Ενόψει δε του ότι η μετατόπιση των υποστηλωμάτων αυτών υπερβαίνει τα 20 εκατοστά και συνοδεύεται από αλλοίωση των οπλισμών τους, η στατικότητα του φέροντος οργανισμού της οικοδομής υπέστη αναμφισβήτητα στατική βλάβη, η οποία μπορεί να αποβεί επικίνδυνη σε συνδυασμούς με άλλους παράγοντες. Επίσης, αποδείχθηκε ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η στατική επάρκεια της μελλοντικά τετραώροφης οικοδομής του εναγομένου απαιτούνται να γίνουν διορθωτικές ενέργειες για να δημιουργηθεί σωστή σύνδεση των υποστηλωμάτων – πεδίλων και συγκεκριμένα να ενισχυθούν τα υποστηλώματα Κ12 και Κ13 από την στάθμη της θεμελίωσης έως και την οροφή του ισογείου, σημερινό δώμα. Ειδικότερα, για την ενίσχυση των υποστηλωμάτων Κ12 και Κ13 πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες εργασίες στη στάθμη του υπογείου: α) καθαρισμός των υποστηλωμάτων αυτών από επιχρίσματα και μπετόν επικάλυψης μέχρι να αποκαλυφθεί ο οπλισμός τους περιμετρικά, β) σκάψιμο στη βάση τους και διάνοιξη οπών στην πεδιλοδοκτό, προκειμένου να τοποθετηθεί νέος οπλισμός, ο οποίος θα ξεκινά από τη θεμελίωση, σκάψιμο στην οροφή του υπογείου προκειμένου να περαστεί ο νέος οπλισμός, γ) στήριξη του σιδερένιου οπλισμού και σύνδεσή του με τον οπλισμό του πέδιλου με χρήση κατάλληλων στερεωτικών ρητινών, δ) τοποθέτηση βλήτρων, μανδύα και λοιπού δευτερεύοντος οπλισμού καθ΄ύψος των υποστηλωμάτων και ε) καλούπωμα- σκυροδέτηση. Η δε συνολική δαπάνη για τις ανωτέρω εργασίες, ανέρχεται, με τιμές Ιουνίου 2003, στο ποσό των 24.000,00 ευρώ. Τα ίδια ως ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν και από την υπ΄αριθμ. 451/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά με την οποία, κατόπιν εκδόσεως από το ίδιο Δικαστήριο της υπ΄αριθμ. 485/2008 εν μέρει οριστικής απόφασης που διέταξε τη διενέργεια της προαναφερόμενης πραγματογνωμοσύνης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη 5154/2006 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία απορρίφθηκαν ως αόριστες η υπ΄αριθμ. καταθ………../2003 αγωγή του εδώ ενάγοντος …………. καθώς και η υπ΄αριθμ.καταθ……. / 2004 αγωγή του εδώ εναγομένου ………….. με την οποία ζητούσε ο τελευταίος να υποχρεωθεί ο εδώ ενάγων να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 24.494 ευρώ που θα δαπανήσει για την πληρωμή αμοιβής τρίτου εργολάβου ο οποίος θα αναλάβει τη διόρθωση των περιγραφομένων στην αγωγή ελαττωμάτων και κακοτεχνιών του εκτελεσθέντος τμήματος του έργου, και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή του, υποχρεώνοντας τον ………….. να του καταβάλει το ποσό των 9.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ποσό το οποίο και αιτήθηκε με την αγωγή του για την ενίσχυση των υποστηλωμάτων Κ-12 και Κ-13 και όχι των 24.000,00 ευρώ.

Πρέπει δε να σημειωθεί ότι και ο διορισθείς από τον ενάγοντα τεχνικός σύμβουλος ………. πολιτικός μηχανικός, στην από Ιανουαρίου 2011 τεχνική έκθεσή του αναφέρει ότι η παραπάνω πραγματογνωμοσύνη της πολιτικού μηχανικού ………… είναι ορθή, ενώ και αυτός συνομολογεί ότι υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης και αποκατάστασης των Κ12 και Κ13 υποστηλωμάτων, πλην όμως εκτίμησε τη σχετική δαπάνη στο ποσό των 6.420 ευρώ και όχι στο ποσό των 24.000,00 ευρώ κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην πραγματογνωμοσύνη.

Επομένως αφού ο πλουτισμός του εναγομένου αναλώνεται στην αποκατάσταση της προπεριγραφόμενης κακοτεχνίας, την οποία ο ενάγων λόγω και της υπαναχώρησής του από την ένδικη σύμβαση έργου δεν έχει διορθώσει, η εν λόγω ένσταση του εναγομένου εκ του άρθρου 909 ΑΚ περί μη σωζόμενου πλουτισμού, πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και ως εκ τούτου κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας εφόσον η υποχρέωση του εναγομένου για απόδοση του πλουτισμού του ενάγοντος έχει αποσβεστεί, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια, αν και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του ενάγοντος που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 2620/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e-παραβόλου με κωδικό  ……………/2019 άσκησης έφεσης που κατέθεσε ο εκκαλών, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  17 Μαΐου  2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ