Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 267/2021


ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ       

Αριθμός απόφασης   267/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων : 1) Της εδρεύουσας ……….εταιρίας, ………… 2) ……….. οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Ευστράτιου Βαλτούδη, με δήλωση κατ’άρθρο 242 § 2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης, …………….η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Γεωργίου Μιχαηλίδη, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 § 2 του ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23-5-2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./24-5-2017) αγωγή τους, η οποία  ζήτησαν να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 2504/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε στο σύνολό της.

Οι ενάγοντες με την από 14-10-2019 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../23-10-2019) έφεσή τους, που προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλουν την παραπάνω απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου)  η από 14-10-2019 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../23-10-2019) έφεση των εναγόντων, ως ολικώς ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 2504/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών- διαφορών, και απέρριψε την από 23-5-2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/24-5-2017) αγωγή τους εναντίον της εναγομένης, περί απόδοσης δαπανών που έγιναν στο μίσθιο και τροποποίησης συμβατικού όρου. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ), δηλαδή εντός διετίας  από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, εφόσον δεν αποδεικνύεται επίδοσή της από ή προς τους εκκαλούντες, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. ………. e-παράβολο και από 23-10-2019 αποδεικτικό πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς). Τυγχάνει, ωστόσο, αόριστη και, συνεπώς, απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται από τον δεύτερο ενάγοντα, δεδομένου ότι ουδένα λόγο διαλαμβάνει ως προς αυτόν (ως επιτάσσει η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ) (Σ. Σαμουήλ «Η Έφεση» εκδ. ΣΤ, παρ. 541 και 549 επ. όπου και σχετ. παραπομπές στη νομολογία, ΕφΔωδ 12/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

Με την αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει της από 1-5-2015 έγγραφης σύμβασης μισθώσεως που συνήψε η πρώτη από αυτούς με την εναγομένη, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής ο δεύτερος ενάγων, όπως αυτή στη συνέχεια τροποποιήθηκε, η τελευταία της εκμίσθωσε το ειδικότερα περιγραφόμενο μίσθιο ακίνητο (πολυκατοικία), προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την εντός αυτού άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητάς της, ως εταιρία παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με τη λειτουργία μονάδας ημερήσιας νοσηλείας, ή λειτουργίας πολυϊατρείων, πολυοδοντϊατρείων, ιατρικών εργαστηρίων, εργαστηρίων φυσικής αποκατάστασης και άλλων μονάδων υγείας, αντί του μηνιαίου μισθώματος των 9.000 ευρώ μηνιαίως, προκαταβλητέου ετησίως, τη δεύτερη ημέρα του Ιανουαρίου κάθε έτους. Ότι στο μίσθιο υπήρχαν, κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης και κατά την παράδοσή του, τα ειδικότερα μνημονευόμενα πραγματικά ελαττώματα, τα οποία οι ίδιοι δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιληφθούν προηγουμένως και καθιστούσαν αδύνατη τη χρήση του, για τον σκοπό που συμφωνήθηκε. Ότι η εναγομένη, ως εκμισθώτρια, αν και τα γνώριζε, δολίως, άλλως από βαριά αμέλειά της τους απέκρυψε τα ελαττώματα αυτά, διαβεβαιώνοντας τους αντιθέτως για την καλή κατάσταση του μισθίου και αρνούμενη να προβεί στην αποκατάστασή τους. Ότι εξαιτίας της αρνήσεώς της αυτής και προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση εντός του μισθίου της δραστηριότητας η οποία συμφωνήθηκε, προέβησαν οι ίδιοι στις αναλυτικά εκτιθέμενες εργασίες αποκατάστασής τους, επιβαρυνόμενοι με τις σχετικές δαπάνες, οι οποίες ήταν αναγκαίες και επιπλέον, άμεσες και επείγουσες, ύψους 73.119,69 ευρώ, όπως αυτές αναλυτικά παρατίθενται στα ενσωματωμένα στην αγωγή τιμολόγια, η δε εναγομένη αρνήθηκε να τους τις αποδώσει. Ότι εξαιτίας έκτακτης και απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, στις οποίες τα μέρη, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη στήριξαν τη σύναψη της σύμβασης, και δη εξαιτίας των πρωτοφανών και δυσμενών σε χρόνο και έκταση συνεπειών της οικονομικής κρίσης τα δύο τελευταία έτη, προ της ασκήσεως της αγωγής, που οδήγησε σε πτώση της εμπορικής κίνησης των καταστημάτων και των επιχειρήσεων και συνακόλουθα τη μείωση της πελατείας αυτών, έχει καταστεί ιδιαίτερα επαχθής η προκαταβολή ολόκληρου του ετησίου μισθώματος. Ακολούθως, μετά την τροπή του αιτήματός της επιτρεπτώς από καταψηφιστικό εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό, ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 73.119,69 ευρώ, με βάση τη σύμβαση, επικουρικά, αν κριθεί ότι οι δαπάνες αυτές δεν ήταν άμεσες και αναγκαίες ούτε η εκμισθώτρια εναγομένη περιήλθε σε υπερημερία,  τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων και επικουρικότερα εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, από την ημερομηνία εκδόσεως του αντίστοιχου τιμολογίου και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά δε, ζήτησαν να συμψηφιστεί το προαναφερθέν ποσό με ισόποσα μελλοντικά μισθώματα, των μηνών Ιανουαρίου 2018 έως και Αύγουστου 2018, απομένοντος υπολοίπου ύψους 1.119,69 ευρώ, και επικουρικά να συμψηφιστεί αυτό με μελλοντικά μισθώματα, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του έτους 2018 και στο εξής, καθώς και να τροποποιηθεί ο σχετικός όρος της σύμβασης, ώστε το συμφωνηθέν μίσθωμα να επιμεριστεί και να προκαταβάλλεται κατά μήνα, και να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά τους έξοδα.

Επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, η αγωγή απορρίφθηκε  : α/ ως απαράδεκτη, ως προς τον δεύτερο ενάγοντα, 2/ ως αόριστη ως προς το αίτημα περί τροποποίησης του συμβατικού όρου που αφορά στον χρόνο καταβολής του μισθώματος, καθόσον τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά δεν ήταν έκτακτα και απρόβλεπτα, ούτε γινόταν μνεία περί μόνιμης μεταβολής των συνθηκών από τον χρόνο σύναψης της σύμβασης έως εκείνον της άσκησης της αγωγής, 3/ ως μη νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση περί διοίκησης αλλοτρίων και δη εντολής, εφόσον κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η εναγομένη είχε δηλώσει ότι δεν προτίθετο να συμμετάσχει στις δαπάνες αποκατάστασης του μισθίου και η πρώτη ενάγουσα ενήργησε παρά την αντίθετη, ρητώς εκφρασθείσα θέλησή της, ακόμη και αν οι επιχειρούμενες πράξεις έγιναν προς το συμφέρον της, εν τέλει δε ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά το μέρος που είχε κριθεί ορισμένη και νόμιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η πρώτη ενάγουσα-εκκαλούσα, με τους λόγους της έφεσής της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό, μετά την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και ακολούθως να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της, και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574 επ,  584 επ. και 591 § 1 εδ. α` του ΑΚ-που εφαρμόζονται και επί εμπορικών μισθώσεων κατ’άρθρο 44 του πδ 34/1995- προκύπτει ότι ο εκμισθωτής έχει την υποχρέωση να παραδώσει στο μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης (ΑΠ 509/2020, ΑΠ 269/2019, ΑΠ 1222/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, αν κατά τον χρόνο της παράδοσης του μισθίου στον μισθωτή το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα), ο μισθω­τής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος, κατ’άρθρο 576 του ΑΚ (ΑΠ 1011/2018, ΑΠ 28/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 398/2014, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.440). Ως συμφωνημένη χρήση νοείται εκείνη που ανταποκρίνεται στις ειδικότερες συμφωνίες και στους συγκεκριμένους σκοπούς των συμβαλλομένων, το είδος και τον προορισμό του μίσθιου πράγματος και, συμπληρωματικά, στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Η έννοια αυτή είναι ευρύτερη από την απλώς συνηθισμένη χρήση, η οποία ισχύει αν δεν υπάρχει ιδιαίτερη συμφωνία, η οποία επιτρέπεται, κατ` άρθρ. 361 του ΑΚ, λόγω του ότι οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 591, 592 και 599 § 1 του ίδιου Κώδικα είναι ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 529/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 2826/2008, ΕλλΔνη 2009.595). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 576 επ. του ΑΚ συνάγεται ότι, αν, κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης, λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγματικό ελάττωμα, που υπήρχε στο μίσθιο κατά τη συνομολόγησή της, ή αν από υπαιτιότητά του έλειψε η συμφωνημένη ιδιότητα ή εμφανίσθηκε το ελάττωμα του μισθίου, μετά τη συνομολόγηση της μίσθωσης, ή αν αυτός κατέστη υπερήμερος ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, ο μισθωτής, αντί της μείωσης ή της μη καταβολής του μισθώματος, δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Έτσι, αποκαθίσταται η ζημία που υπέστη ο μισθωτής για τις δαπάνες του στο μίσθιο, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει κατά τα συμπεφωνημένα, καθώς και το διαφυγόν κέρδος του από τη μη χρησιμοποίηση του μισθίου, λόγω του ελαττώματος και μέχρι την άρση του ή τη λύση ή λήξη της μίσθωσης [ΕφΠατρ(Μον) 33/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] .

Η αναζήτηση των δαπανών, θεμελιώνεται και στη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ του ΑΚ που έχει ομοίως εφαρμογή και στις εμπορικές μισθώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 44 του π.δ 34/1995  [ΕφΛαρ 398/2014, ό.π, ΕφΑθ 4340/1998, ΕΔΙΚΠΟΛ 2000.165, ΕφΠειρ (Μον) 562/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»,] και αφορά μόνο σε όσες κρίνονται αναγκαίες [ΑΠ 65/2008, ό.π, ΕφΠατρ 153/2011, αΧΑΝΟΜ 2012.91, ΕφΠειρ (Μον) 562/2014, ό.π, Α.γεωργιαδησ-Μ.σταθοπολοσ τόμος ΙΙΙ, σελ.313-314, αρ.5), δηλαδή εκείνες που γίνονται για τη διατήρηση και εξασφάλιση του πράγματος, προκειμένου αυτό να είναι κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση (ΑΠ 65/2008 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 153/2011, ΕφΘεσ 2446/2006 Αρμ 2007.866, ΕφΑθ 389/2006 ΕλλΔνη 2007.917 Κατράς  «Πανδεκτησ μισθωσεων και οροφοκτησιασ», εκδ. 1999, σελ. 113, παρ.30). Ενδεικτικά τέτοιες δαπάνες αποτελούν εκείνες για αποκατάσταση σωλήνων νερού αποχέτευση, θυρών, στέγης, ηλεκτρικής εγκατάστασης, κεντρικής θέρμανσης, ανελκυστήρα, θερμοσίφωνα, Κατράς ό.π, ΕφΑθ 7389/2006 ό.π). Δεν απαιτείται δε συναίνεση του εκμισθωτή για τη διενέργειά τους [ΕφΠειρ (Μον) 562/2014, ό.π, ΕφΔωδ (Μον) 219/2015, ΕλλΔνη 2017.864, Κατράς, ό.π. σελ114, παρ.30]. Αν δεν είναι άμεσες και επείγουσες, μπορούν να αναζητηθούν μόνον κατ’άρθρο 578 § 2 του ΑΚ, εάν ο εκμισθωτής περιήλθε σε υπερημερία, που προϋποθέτει σχετική ειδοποίηση [Κατράς «ΠΑΝΔΕΚΤησ μισθωσεων και οροφοκτησιασ», ό.π, σελ. 113-114, παρ.30, ΕφΔωδ (Μον) 219/2015, ΕλλΔνη 2017.864, ΕφΘεσ 34/2012, ΕλλΔνη 2012.1389, ΕΠΟΛΔ 2012.385, ΕφΑθ 7389/2006, ΕλλΔνη 2007.917, ΕφΠειρ (Μον) 562/2014 ό.π]. Εξάλλου, οι επωφελείς δαπάνες, δηλαδή εκείνες που αύξησαν την αξία του μισθίου [ΑΠ 96/2014 ΧΡΙΔ 2014. 424, ΕφΔωδ 233/2007, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ (Μον) 562/2014 ό.π], αποδίδονται με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων (ΕφΠατρ 153/2011, ό.π, ΕφΘεσ 2446/2006, ΕφΑθ 4340/1998, ό.π). Η παραπάνω διάταξη (άρθρο 591 του ΑΚ), όμως, είναι ενδοτικού δικαίου και ισχύει αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία (ΑΠ 529/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 153/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.91, ΕφΑθ 2826/2008, ΕλλΔνη 2009.595, ΕφΘεσ 2446/2006, ΕφΑθ 4340/1998,ό.π). Πλέον αυτών, για τη συγκρότηση του ελαττώματος δεν αρκεί οποιαδήποτε δυσμενής κατάσταση της υλικής υπόστασης του μισθίου, αλλά απαιτείται κατάσταση τέτοια που επηρεάζει την προσφορότητα για λειτουργική χρήση αυτού, όπως για παράδειγμα η αδυναμία χρήσης του μισθίου, όπως συμφωνήθηκε, λόγω απαγόρευσης της χρήσης από δημόσια αρχή ή λόγω αδυναμίας χορήγησης της απαιτούμενης άδειας δημόσιας αρχής (ΑΠ 269/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και κάθε απόκλιση από την, κατά τη σύμβαση, προσδοκώμενη κατάστασή του, που εμποδίζει ολικά ή μερικά τη συμφωνημένη (ή τη συνηθισμένη) χρήση του. Κατά συνέπεια, πραγματικό ελάττωμα του μισθίου αποτελούν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, τα οικοδομικά ελαττώματα, δηλαδή εκείνα που αναφέρονται στη φυσική ιδιοσυστασία αυτού ως πράγματος, όπως λ.χ. πλημμελείς κατασκευές τοίχων ή μονώσεων αυτών, λόγω των οποίων το μίσθιο εμφανίζει υγρασία ή διαρροή νερού, τοποθέτηση υλικών πλησίον του μισθίου από τρίτους ή από τον ίδιο τον εκμισθωτή και γενικά κάθε κατάσταση του μισθίου που έχει σχέση με τη λειτουργικότητα του πράγματος για τη συγκεκριμένη χρήση (ΑΠ 1469/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 579, 581 του ΑΚ,  οι οποίες πραγματεύονται την απαλλαγή του εκμισθωτού από την ευθύνη για πραγματικά ελαττώματα ή έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων του μισθίου, συνάγεται ότι ο εκμισθωτής δεν ευθύνεται και απαλλάσσεται της ευθύνης για πραγματικά ελαττώματα ή την έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων, κατά τη σύνταξη της συμβάσεως, αν ο μισθωτής γνώριζε τα πραγματικά ελαττώματα ή την έλλειψη των συμφωνημένων ιδιοτήτων ή εάν παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο, γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη, ή εάν από βαριά αμέλεια αγνοούσε, κατά τη σύναψη της συμβάσεως το πραγματικό ελάττωμα. Επομένως, αν συντρέχουν οι ανωτέρω όροι, ο μισθωτής χάνει τα δικαιώματα εκ των άρθρων 576 – 578 του ΑΚ (μειώσεως ή μη καταβολής του μισθώματος, αποζημιώσεως). Το δικαίωμά του δε αυτό αποκλείεται έστω και αν ο εκμισθωτής δολίως αποσιώπησε το ελάττωμα, αφού η γνώση του μισθωτή ενέχει σιωπηρή παραίτηση από το σχετικό δικαίωμά του (ΑΠ 622/2019, ΑΠ 27/2014, ΑΠ 1463/2013, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην περίπτωση αυτή ο εκμισθωτής εναγόμενος (για αποζημίωση), μπορεί κατ` ένσταση να προβάλει τον ισχυρισμό ότι ο μισθωτής κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης γνώριζε το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας (ΑΠ 622/2019 ό.π, ΑΠ 35/2015 ΧΡΙΔ 2015.429, ΑΠ 27/2014 ό.π) ή ότι παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη, γεγονός που αποκλείει την ευθύνη του για την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας (ΑΠ 269/2019, ό.π, ΑΠ 325/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).Οι παραπάνω διατάξεις, με τις οποίες ρυθμίζεται η ευθύνη του εκμισθωτή για κάθε είδους ελαττώματα του μισθίου, είναι ενδοτικού δικαίου, με την έννοια ότι επιτρέπεται, με τους όρους πάντοτε των γενικών διατάξεων των άρθρων 332 επ. του ΑΚ, να συμφωνηθεί ο αποκλεισμός ή ο περιορισμός της ειδικής αυτής ευθύνης του εκμισθωτή (ΑΠ 1291/2014, ΑΠ 1469/2013 αδημ). Η συμφωνία αυτή, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 του ΑΚ), με την οποία ο εκμισθωτής δεν φέρει καμία ευθύνη για φθορές ή βλάβες του μισθίου που θα προκύψουν κατά την πορεία της μίσθωσης από οποιαδήποτε αιτία ακόμη και για τα τυχερά ή την ανώτερη βία, είναι άκυρη αν τα ελαττώματα αποσιωπήθηκαν από δόλο ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 171/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 325/2013, ό.π, ΑΠ 1474/2004, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εφόσον συντρέχει η άνω προϋπόθεση, επέρχεται ακυρότητα της απαλλακτικής ρήτρας, πράγμα που σημαίνει, ότι δεν λαμβάνεται υπόψη αυτή και, επομένως, ο εκμισθωτής φέρει πλήρως την από το νόμο ευθύνη του. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή δεν συντρέχει η άνω προϋπόθεση, η συμφωνία μη ευθύνης είναι έγκυρη (άρθρο 361 σε συνδ. με 332 § 1 του ΚΠολΔ) και επιφέρει τα αποτελέσματά της, ήτοι απαλλάσσεται ο εκμισθωτής για την ευθύνη του από την ύπαρξη των πραγματικών ή νομικών ελαττωμάτων, μέσα στα πλαίσια και το εύρος της συγκεκριμένης κάθε φορά συμφωνίας (ΑΠ 1469/2013, ό.π).Πλέον αυτών, οι διατάξεις των άρθρων 730-740 του ΑΚ, διακρίνουν μεταξύ γνήσιας και μη γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων, ενώ και η γνήσια διοίκηση αλλοτρίων διακρίνεται περαιτέρω σε θεμιτή και αθέμιτη, η δε μη γνήσια σε αυτή που διεξάγεται εν γνώσει του διοικητή ότι αφορά ξένη υπόθεση και σε αυτή που γίνεται εν αγνοία του, οπότε πρόκειται για ιδιοτελή κατά πλάνη διοίκηση αλλοτρίων. Εφ` όσον ο διοικητής ανέλαβε τη διοίκηση της ξένης υποθέσεως και την διεξάγει ως ξένη, προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, πρόκειται για γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής έχει κατά το άρθρο 736 του ΑΚ το δικαίωμα να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες της διοικήσεως και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως, άλλως πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής δικαιούται, κατά το άρθρο 737 του ΑΚ, να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών του, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, πραγματική βούληση υπάρχει, όταν ο κύριος της υποθέσεως έχει εκφραστεί περί της ανάγκης της ενεργείας των πράξεων, ενώ εικαζόμενη βούληση είναι, όχι εκείνη την οποία μπορεί να εικάσει ο διοικητής, αλλά η βούληση που μπορεί να θεωρηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις, αντικειμενικά ερευνώμενες, ως τέτοια του κυρίου της υποθέσεως, άλλως πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλότριων (ΑΠ 855/2019 ΧΡΙΔ 2019. 737, ΑΠ 784/2005, ΕλλΔνη 2005.585, ΕφΘεσ 739/2011 Αρμ 2012.1839). Αν ο διοικητής αλλοτρίων ενεργεί παρά την αντίθετη, ρητώς εκφρασθείσα βούληση του κυρίου, η ενέργεια του αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται προς την εικαζόμενη θέληση του κυρίου για τη διοίκηση της υποθέσεως, έστω και αν η επιχειρούμενη πράξη γίνεται προς το συμφέρον του τελευταίου. Έτσι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αθέμιτης ή μη γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων πρέπει να ερευνάται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση της αξιώσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με την ΑΚ 904 § 1 εδ. α΄  (ΑΠ 855/2019 ΧΡΙΔ 2019. 737, ΑΠ ΕφΘεσ 739/2011 Αρμ 2012.1839). Ακόμη, με βάση τη σαφή έννοια του άρθρου 388 του ΑΚ, η οποία, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 7 § 4 του ΠΔ/τος 34/1995, εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις, ορίζοντας τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, για να είναι ορισμένος και νόμιμος ο ισχυρισμός που στηρίζεται στην προεκτιθέμενη διάταξη, είτε αυτός προβάλλεται με αγωγή, είτε με ανταγωγή, είτε με ένσταση, για να αποκρουσθεί η αγωγή εκτέλεσης της σύμβασης, πρέπει να έχει σαφή και ευσύνοπτη ιστορική βάση, να περιέχει δηλαδή, αναφορά όλων των στοιχείων, που απαιτεί ο νόμος (ΑΠ 53/2019, ΑΠ 566/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ), ήτοι να γίνεται μνεία : α) της μεταβολής των περιστατικών στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) ότι η μεταβολή είναι μεταγενέστερη από την κατάρτιση της σύμβασης και οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν καθώς και γ) ότι από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, καθίσταται υπέρμετρα επαχθής (ΑΠ 62/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 53/2019 ο.π) άλλως τυγχάνει αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Απρόοπτη μεταβολή των περιστατικών, στα οποία στηρίχθηκαν τα μέρη μπορεί να αποτελέσει και η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, όταν είναι έκτακτης φύσης και τόσο μεγάλη, ώστε να υπερβαίνει τις συνήθεις ή λογικά προβλεπόμενες διακυμάνσεις της σταθερότητας και να ανατρέπει τους υπολογισμούς των μερών κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Για να στοιχειοθετηθεί, όμως, περίπτωση εφαρμογής του προαναφερόμενου άρθρου, δεν αρκεί μόνη η κατά τα άνω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, αλλά θα πρέπει να κριθεί σε σχέση και με τις υπόλοιπες συνθήκες και ιδίως, το αναμενόμενο κέρδος από τη σύμβαση, την οικονομική κατάσταση των μερών, την εξυπηρετούμενη ανάγκη αυτών με τη σύμβαση και τις υποχρεώσεις προς τρίτους, που εξαρτώνται από τη σύμβαση, έτσι ώστε οι συνέπειες από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας να έγιναν δυσβάστακτες για το ένα των συμβληθέντων μερών και να υπερβαίνουν τον κίνδυνο, που, κατά τις συνηθισμένες συνθήκες, αναλαμβάνει κάθε συμβαλλόμενος, όταν μάλιστα αποφασίζει σύναψη σύμβασης, που πρόκειται να εκτελεσθεί στο μέλλον (ΑΠ 53/2019, ΑΠ 566/2018 ο.π, ΑΠ 1592/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).  Γενικής φύσεως περιστατικά και, ιδίως, τυχαία, που συμβαίνουν, όμως, συνήθως, όπως είναι η αυξομείωση των εισπράξεων μιας επιχείρησης, η αύξηση (ή μείωση) της αξίας του ακινήτου λόγω αύξησης (ή μείωση) της ζήτησης για μίσθωση ανάλογων ακινήτων, η αύξηση του κόστους ζωής κ.λπ., ούτε έκτακτα ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηριστούν (ΑΠ 844/2018, ΑΠ 155/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από τον νόμο, εκτός αν προβλέπει άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης (ΟλΑΠ 9/1997, ΕλλΔνη 1997.767, ΑΠ 73/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για τη νομιμότητα και το ορισμένο της αγωγής αναπροσαρμογής μισθώματος ακινήτου, στηριζομένης στη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, να αναφέρονται σ’ αυτήν τα εξής: 1) έγκυρη σύμβαση εμπορικής μισθώσεως, 2) μόνιμη μεταβολή των συνθηκών, κατά το διάστημα από τη σύναψη της μισθώσεως ή από τον χρόνο της τυχόν προγενέστερης συμβατικής ή νόμιμης αναπροσαρμογής μέχρι τον χρόνο της πρώτης, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, συζητήσεως της αγωγής, ανεξάρτητα από το υπαίτιο, το έκτακτο και απρόβλεπτο των λόγων, που προξένησαν την εν λόγω μεταβολή, 3) ουσιώδης απόκλιση (αύξηση ή μείωση) κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής ανάμεσα στο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβαλλόμενο αφενός και στο αρχικά συνομολογημένο ή το μετά την αναπροσαρμογή καταβαλλόμενο μίσθωμα αφετέρου, σε τρόπο ώστε η διατήρηση τούτου να επιφέρει ζημία στον ενάγοντα, η οποία υπερβαίνει τον αναλαμβανόμενο με τον αρχικό ή μετά την αναπροσαρμογή ορισμό του μισθώματος κίνδυνο  (ΑΠ 339/2020, ΑΠ 765/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η διορθωτική δε επέμβαση στην παροχή, με βάση τις επιταγές της καλής πίστης, μπορεί να αφορά και στις περιστάσεις εκπλήρωσής της, όπως είναι ο χρόνος αυτής (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ, κατ’άρθρο ερμηνεία» τόμος ΙΙ, σελ. 36, αρ. 44).

Περαιτέρω, ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να αναφέρει τους νομικούς κανόνες, επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή του ούτε να κάνει τον νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης που τον συνδέει με τον εναγόμενο (ΑΠ 988/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), τυχόν δε μνεία στην αγωγή της υπαγωγής των επικαλούμενων περιστατικών σε νομική διάταξη δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο εξ επαγγέλματος εφαρμόζει τον νόμο και προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής, και από το περιεχόμενό της προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτή έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων (ΑΠ 315/2016, ΑΠ 172/2014  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από τον διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό χαρακτηρισμό τους (ΑΠ 1181/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 534 και 535 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν η εκκαλουμένη απόφαση, εκτιμώντας τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, έκανε λανθασμένο νομικό χαρακτηρισμό και υπαγωγή τους όχι στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, δεν εξαφανίζεται από το Εφετείο, αφού στο στάδιο αυτό δεν έχει διαπιστωθεί αν το διατακτικό της είναι ορθό (ΚΠολΔ 534), και επομένως σφάλμα της σχετικά με την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αλλά θα κριθεί μέσα στα πλαίσια της νομικής βάσης, τα στοιχεία της οποίας και περιέχει [ΕφΘεσ 2019/2012, Αρμ 2013.486, ΕφΔυτΜακ 44/2011, Αρμ 2012.1274, ΕφΠατρ (Μον) 276/2016, ΕλλΔνη 2017.512, ΕφΛαρ (Μον) 303/2015, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.760, ΕφΠειρ (Μον) 662/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012.413]. Έτσι, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης παρά τον λανθασμένο νομικό χαρακτηρισμό είναι ορθό, το Εφετείο αντικαθιστά τις αιτιολογίες, ως προς τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που στηρίζει το ίδιο διατακτικό της απόφασης και απορρίπτει την έφεση [ΕφΠατρ (Μον) 276/2016, ΕφΛαρ (Μον) 303/2015 ό.π].

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, κατά τον χρόνο που συνομολογήθηκε η ένδικη σύμβαση μισθώσεως, υπήρχαν στο μίσθιο τα ειδικότερα μνημονευόμενα πραγματικά ελαττώματα, τα οποία η εκμισθώτρια γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, και καθιστούσαν αδύνατη τη συμφωνημένη χρήση του, και η πρώτη ενάγουσα προέβη στις δαπάνες που ήταν αναγκαίες για την αποκατάστασή τους, στην οποία η εναγομένη αρνήθηκε να προβεί, και ακολούθως, ζητούσε την απόδοση των δαπανών αυτών. Από το παρατιθέμενο περιεχόμενο της αγωγής,  το παρόν Δικαστήριο κρίνει, έχοντας την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως το νόμιμο της αγωγής, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και χωρίς προβολή ειδικού παραπόνου, σύμφωνα με την οικεία σκέψη, ότι αυτή θεμελιώνεται κατ’αρχήν στις διατάξεις των άρθρων 577 επ. του ΑΚ περί πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου και όχι μόνον στη διάταξη του άρθρου 591 του ΑΚ, όπως κατ’εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό έκρινε η εκκαλουμένη. Επομένως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προεκτεθείσα συναφή σκέψη, πρέπει η ένδικη αγωγή να κριθεί μέσα στα πλαίσια της παραπάνω ορθής νομικής βάσης, τα στοιχεία της οποίας και περιέχει, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχει σφάλμα ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Εξάλλου, με δεδομένο ότι οι πράξεις που επιχειρήθηκαν από την πρώτη ενάγουσα έγιναν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, με τη συγκατάθεση της εναγομένης, η οποία αναγνώρισε τα αντίστοιχα κατασκευαστικά ελαττώματα του μισθίου, που καθιστούσαν αδύνατη τη χρήση του, και, επομένως, και την αναγκαιότητα αποκατάστασής τους, και η ρητώς εκφρασθείσα αντίθετη βούλησή της αφορούσε στη συμμετοχή της στις σχετικές δαπάνες και μόνο, αντιθέτως προς ότι, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου δέχθηκε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η αναζήτηση των δαπανών αυτών, εφόσον κριθούν ως επωφελείς, θα γίνει με βάση τις διατάξεις περί γνήσιας θεμιτής διοίκησης αλλοτρίων, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, και πρέπει να γίνει δεκτός ο συναφής τρίτος λόγος της έφεσης και, εφόσον δεν χωρεί απλή αντικατάσταση της αιτιολογίας, καθώς η συγκεκριμένη κρίση οδηγεί σε διαφορετικής έκτασης δεδικασμένο και δεν επιφέρει χειροτέρευση της θέσης της πρώτης εκκαλούσας, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το αντίστοιχο μέρος της, και να ερευνηθεί και κατ’ουσίαν η αγωγή, και ως προς την άνω επικουρική βάση της. Σημειώνεται, επίσης, ότι εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ως ορισμένη, αναφορικά με τις εργασίες συντήρησης και επιδιόρθωσης των μηχανισμών των κουφωμάτων αλουμινίου του κτιρίου, εφόσον δεν εκτίθενται στοιχεία επαρκή για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης της πρώτης των εναγόντων, και συγκεκριμένα ο αριθμός των κουφωμάτων και οι βλάβες που είχαν τυχόν υποστεί, ώστε να μπορεί η εναγομένη να αμυνθεί αλλά και το Δικαστήριο να αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία. Συνεπώς, εφόσον η πρώτη εκκαλούσα παραπονείται για την κατ` ουσίαν απόρριψη της αγωγής και το Δικαστήριο τούτο έχει την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου το ορισμένο και νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ 121/2019 ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τη σχετική διάταξή της, και εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ και δικαστεί η αγωγή, να απορριφθεί ως αόριστη, ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για την εκκαλούσα από την εκκληθείσα (ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015, ό.π, ΑΠ 173/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και η αντικατάσταση των αιτιολογιών δεν αρκεί κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ,  διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό κατά το αποτέλεσμα διατακτικό (ΑΠ 92/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 963/1999, ΕλλΔνη 2000.52, ΕφΠειρ 351/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»,  ΕφΠατρ 577/2008, ΑΧΑΝΟΜ 2009.346). Επίσης, εσφαλμένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα περί τροποποίησης του συμβατικού όρου που αφορούσε τον χρόνο καταβολής τους μισθώματος : α/ κατά το μέρος που επιχειρείτο να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 388 του ΑΚ, ως αόριστο, με το σκεπτικό ότι τα πραγματικά περιστατικά που η πρώτη ενάγουσα επικαλέστηκε, ήτοι η συνέχιση της οικονομικής κρίσης και μετά το έτος 2015 που συνήφθη η μίσθωση, δεν αποτελεί έκτακτο και απρόβλεπτο γεγονός, ούτε γινόταν μνεία σε αυτήν περιστατικών αναγόμενων στην οικονομική κατάσταση των μερών, τις τυχόν υποχρεώσεις τους προς τρίτους, ώστε να κριθεί η επέλευση ή μη της επικαλούμενης μεταβολής και να συγκριθούν στο σύνολό τους η παροχή και η αντιπαροχή και να κριθεί έτσι εάν οι συνέπειες για την ενάγουσα μισθώτρια έγιναν πράγματι δυσβάστακτες και υπερβαίνουν τον κίνδυνο που κατά τις συνηθισμένες συνθήκες αυτή ανέλαβε κατά τη σύναψη της σύμβασης, ενώ έπρεπε να το απορρίψει ως μη νόμιμο, εφόσον εκτίθενται, κατά τα στην οικεία σκέψη αναφερόμενα, όλα τα κατά νόμον στοιχεία για τη θεμελίωσή του. Τούτο, όμως, θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης της πρώτης εκκαλούσας [Σαμουήλ «Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2009, σελ. 444, αρ.1137 περ. ε)] β/ κατά το μέρος που επιχειρείτο να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, ομοίως ως αόριστο, με το σκεπτικό ότι δεν αναφέρονταν στην αγωγή περιστατικά μόνιμης μεταβολής των συνθηκών, κατά το διάστημα από τη σύναψη της μίσθωσης μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής, ενώ ήταν και αυτό επαρκώς ορισμένο, κατά τα συναφώς προεκτεθέντα. Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η πρώτη εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος, ελέγχεται ως αβάσιμος ως προς το υπό στοιχ. α) μέρος της εκκαλουμένης και βάσιμος, ως προς το υπό στοιχ. β) μέρος  της και, πρέπει να εξαφανιστεί αυτή, κατά το μέρος αυτό, και να ερευνηθεί η αγωγή ως προς την παραπάνω βάση της και κατ’ουσίαν.

Από την εκτίμηση των ένορκων ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι, πέραν των ενσωματωμένων στην αγωγή, προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες σε φωτοτυπίες -11 συνολικά-φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, τις υπ’αριθμ. …./20-9-2017 και …./18-9-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……….. και ……., που δόθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά και Αθηνών, ………. και ……….., αντίστοιχα, με επιμέλεια των εναγόντων και της εναγομένης, αντίστοιχα, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευσης των αντιδίκων τους (άρθρο 422 του ΚΠολΔ, σχετ. οι υπ’αριθμ. ……../14-9-2017 και ……../13-9-2017 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Εφετείο Πειραιά, ……. και ………., αντίστοιχα), και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει του από 1-5-2015 έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως επαγγελματικής στέγης, που συνυπέγραψε η εναγομένη και η πρώτη ενάγουσα, υπό την τότε επωνυμία της («………….»), η πρώτη εκμίσθωσε στην τελευταία, τις ακόλουθες οριζόντιες ιδιοκτησίες πολυκατοικίας που βρίσκεται στην οδό ……….. στον Πειραιά, και, συγκεκριμένα, τις υπό στοιχεία Υ-1 και Υ-2 αποθήκες του υπογείου, επιφάνειας 61 τμ η καθεμία, τα υπό στοιχεία Ι-1 και Ι-2 καταστήματα του ισογείου, επιφάνειας 52 τμ το καθένα, μετά WC και παταριού, την υπό στοιχεία Α-1 οριζόντια ιδιοκτησία του 1ου ορόφου, επιφάνειας 127 τμ, την υπό στοιχεία Β-1 οριζόντια ιδιοκτησία του 2ου ορόφου, επιφάνειας 79 τμ και τις υπό στοιχεία Γ-1, Δ-1 και Ε-1 οριζόντιες ιδιοκτησίες του 3ου, 4ου και 5ου ορόφου, αντίστοιχα, επιφάνειας 70 τμ η καθεμία, για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών, με αφετηρία την 1-5-2015, προκειμένου η μισθώτρια να το χρησιμοποιήσει αποκλειστικά ως Μονάδα Ημερήσιας Νοσηλείας, αντί του μηνιαίου μισθώματος των 9.000 ευρώ για τα πέντε πρώτα έτη της μισθώσεως, αναπροσαρμοζόμενο έκτοτε κατά τα ειδικώς προβλεπόμενα και προκαταβλητέο στο σύνολό του για κάθε έτος, από την 1-1-2016 και εφεξής, τη δεύτερη ημέρα του Ιανουαρίου κάθε έτους. Μεταξύ των άνω συμβαλλομένων καταρτίστηκε στη συνέχεια η από 22-10-2015 έγγραφη τροποποιητική σύμβαση, με την οποία τροποποιήθηκε η αρχική σύμβαση μόνον ως προς την επωνυμία της μισθώτριας («…………..»), ενσωματούμενων σε αυτήν όλων των όρων της αρχικής σύμβασης. Σύμφωνα με τον 2ο όρο αυτής, η μισθώτρια είχε το δικαίωμα να προβεί κατά την κρίση της σε οποιαδήποτε αλλαγή χρήσης των προαναφερθέντων οριζοντίων ιδιοκτησιών και έκδοσης αδειών δόμησης, επ’ονόματι της εκμισθώτριας, όπου απαιτείτο, τα έξοδα των οποίων ανέλαβε να καταβάλει η μισθώτρια (πχ.έξοδα μηχανικού, πολεοδομικά κλπ.). Η εκμισθώτρια, υπείχε υποχρέωση να συναινέσει σε οποιαδήποτε αλλαγή χρήσης και έκδοσης αδειών δόμησης. Ακολούθως, γινόταν μνεία στις διαπιστωθείσες πολεοδομικές παραβάσεις που τακτοποιήθηκαν, των σχετικών δαπανών βαρυνουσών τη μισθώτρια και αφαιρουμένων από τα μισθώματα, που επρόκειτο να καταβληθούν την 1-6-2015 (όρος 3). Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι, αναφορικά με την προοριζόμενη χρήση του μισθίου, η μισθώτρια είχε δικαίωμα να προβεί στις απαραίτητες αλλαγές χρήσης και επισκευές-ανακαινίσεις (εξωτερικά και εσωτερικά του μισθίου) με δικά της έξοδα, για την επίτευξη της λειτουργίας της, με την επισήμανση ότι οι όροφοι παραδίδονται προς χρήση, χωρίς να έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, και η μισθώτρια δήλωσε ότι το παρέλαβε σε καλή κατάσταση (όρος 5). Η εκμισθώτρια δεν θα είχε ουδεμία ανάμιξη και ευθύνη για την έκδοση ή μη άδειας καταλληλότητας του μισθίου για την επιχείρηση της μισθώτριας, καθώς και για τις τυχόν διαδικασίες έκδοσης, ανανέωσης, τροποποίησης και διατήρησης των σχετικών αδειών εγκατάστασης και λειτουργίας της επιχείρησής της, τις οποίες η τελευταία ανέλαβε αποκλειστικά και υπ’ευθύνη της. Ακόμη, η μισθώτρια ανέλαβε έναντι της εκμισθώτριας την υποχρέωση να συντηρεί με κάθε δυνατή επιμέλεια το μίσθιο και τα συστατικά, παρακολουθήματα και παραρτήματά του, ευθυνόμενη για οποιεσδήποτε φθορές και ζημίες, από οποιονδήποτε λόγο και αιτία και αν επέρχονταν αυτές (όρος 5). Επίσης, απαγορεύθηκε ρητά στη μισθώτρια να κάνει οποιαδήποτε επισκευή, τροποποίηση, προσθήκη η μεταρρύθμιση στο μίσθιο, τα συστατικά, παρακολουθήματα και παραρτήματά του, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση της εκμισθώτριας, πλην των όσων είχε ήδη συμφωνήσει (αλλαγή χρήσης) και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα δημιουργείτο κίνδυνος από δομική ή στατική άποψη για το μίσθιο και δεν θα παραβλάπτετο η αισθητική του (όρος 7). Επιτρεπόταν επίσης στη μισθώτρια να διενεργήσει στο μίσθιο, για την άρτια και αισθητική της Μονάδας Ημερήσιας Νοσηλείας, οποιαδήποτε τροποποίηση ή κατασκευή (πχ. επέκταση WC για ασθενείς ΑΜΕΑ, αλλαγή χωρισμάτων τοιχοποιϊας κλπ), με έξοδά της (πχ πολεοδομική άδεια, αμοιβή μηχανικού κλπ) καθώς και οτιδήποτε έκρινε αναγκαίο. Κάθε προσθήκη, τροποποίηση ή μεταρρύθμιση αναγκαία, επωφελής ή πολυτελής, που θα γινόταν στο μίσθιο χωρίς αυτή τη συναίνεση, ανεξάρτητα από άλλες έννομες συνέπειες, θα παρέμενε προς όφελος του μισθίου, χωρίς να γεννά κανένα απολύτως δικαίωμα αφαίρεσης ή αποζημίωσης της μισθώτριας. Σε κάθε περίπτωση, η εκμισθώτρια διατηρούσε το δικαίωμα να απαιτήσει από τη μισθώτρια, κατά τη λήξη της μίσθωσης, την αποκατάσταση με δικά της έξοδα των τυχόν φθορών ή κατασκευών μη επωφελών για το μίσθιο. Όπως σαφώς προκύπτει από το κείμενο της σύμβασης, που συνυπέγραψαν τα συμβαλλόμενα μέρη, όλες οι μετατροπές και επισκευές αλλά και εργασίες ανακαίνισης, εξωτερικά και εσωτερικά, οι οποίες ήταν απαραίτητες για την αλλαγή χρήσης του μισθίου, προκειμένου αυτό να καταστεί κατάλληλο για τη χρήση που συμφωνήθηκε, θα γίνονταν υπ’ευθύνη και με έξοδα της μισθώτριας εταιρείας, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση της εκμισθώτριας, η οποία ήταν υποχρεωμένη να συμπράξει με τη χορήγηση των απαραίτητων εγγράφων. Αντιθέτως, για λοιπές προσθήκες, τροποποιήσεις και μεταρρυθμίσεις στο μίσθιο, δηλαδή εργασίες που γίνονταν κατ’επιλογή της μισθώτριας, στο πλαίσιο των αισθητικών παρεμβάσεων που επιθυμούσε στο μίσθιο, όπως και για τις επισκευές, υφίστατο πρόβλεψη στον όρο 7, με το προαναφερθέν περιεχόμενο, δηλαδή και αυτές θα γίνονταν με δαπάνες της μισθώτριας, αλλά θα έπρεπε να προηγηθεί και έγγραφη συναίνεση της εκμισθώτριας, άλλως δεν θα υπήρχε δικαίωμα αφαιρέσεώς τους και αποζημιώσεως έναντι της τελευταίας, αντιθέτως η εκμισθώτρια θα μπορούσε να ζητήσει την αποκατάσταση των μη επωφελών κατασκευών. Τα μέρη δηλαδή, χρησιμοποιώντας τον όρο επισκευή, στον όρο 5 του μισθωτηρίου, ήθελαν στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τις διαγραφόμενες στα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς άγονη προσήλωση στις λέξεις, να συμπεριλάβουν κάθε εργασία αναγκαία για την αλλαγή χρήσης-γι’αυτό χρησιμοποιείται η φράση επισκευές-ανακαινίσεις- και όχι, όπως υποδηλώνει η ίδια η σημασία της λέξης, την οποιαδήποτε επιδιόρθωση, αποκατάσταση βλάβης και επαναφορά του πράγματος στην προηγούμενη καλή κατάσταση, διότι αυτή κρίνεται με αντικειμενικά δεδομένα και δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται από την αλλαγή της χρήσης του μισθίου ή όχι. Αντίστοιχα, με τη χρήση του όρου επισκευή, στον όρο 7, όπου γίνεται αναφορά στις λοιπές παρεμβάσεις, πλην εκείνων που αφορούσαν στην αλλαγή χρήσης, οι συμβαλλόμενοι δεν ακριβολογούν και η πραγματική βούλησή τους, με τα ίδια ερμηνευτικά κριτήρια, ήταν η αναφορά στις επεμβάσεις εν γένει για λόγους λειτουργικότητας και αισθητικής. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι δεν προβλέπονται, όπως για τις λοιπές εργασίες, οι συνέπειες της διενέργειας επισκευών, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση της εκμισθώτριας. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι τα υφιστάμενα δύο πατάρια, που υπήρχαν πάνω από τα καταστήματα του ισογείου, δεν πληρούσαν τις απαιτούμενες προδιαγραφές για την εγκατάσταση του διοικητικού τμήματος της πρώτης εκκαλούσας. Ειδικότερα, δεν ήταν ικανά να αντέξουν τα φορτία μίας τέτοιας εγκατάστασης, παρουσίαζαν ακαμψία, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται σημαντικές ταλαντώσεις και κραδασμοί, κατά τη χρήση τους, ενώ υπήρχε σε κάποια σημεία της επιφάνειάς τους ανομοιομορφία στη στάθμη τους, σε σχέση και με τη στάθμη της εισόδου. Όπως, όμως, χαρακτηριστικά αναφέρει ο εξετασθείς πρωτοδίκως ενώπιον του ακροατηρίου, μάρτυρας αποδείξεως, ….. ., μηχανολόγος-μηχανικός της εταιρίες ……… που ανέλαβε τις εργασίες ανακαίνισης στο μίσθιο, κατ’εντολήν της πρώτης ενάγουσας, δεν τίθετο ζήτημα στατικότητας για όλο το κτίριο, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι η ενίσχυση και αναμόρφωση των παταριών υπαγορεύθηκε από τη συγκεκριμένη χρήση, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο συμφωνίας των μερών ούτε αποδεικνύεται ότι γνωστοποιήθηκε στην εναγομένη εκμισθώτρια. Άλλωστε, όσο οι ισόγειες ιδιοκτησίες είχαν εκμισθωθεί με τα πατάρια αυτά σε τρίτους και λειτουργούσαν ως εμπορικά καταστήματα, δεν είχε ανακύψει οποιοδήποτε πρόβλημα ούτε είχε τεθεί ζήτημα ανακατασκευής τους για λόγους ασφαλείας. Επιπλέον, όπως είναι κοινώς γνωστό από τα διδάγματα της κοινής πείρας, το πατάρι αποτελεί βοηθητικό χώρο και δεν αποτελεί, σύμφωνα με τον προορισμό του, χώρο κύριας χρήσης, ώστε ο μισθωτής να προσδοκά εύλογα, την πλήρη λειτουργικότητά του. Επομένως, δεν υπήρχε αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα απόκλιση από την, κατά τη σύμβαση, προσδοκώμενη κατάσταση του μισθίου, που εμπόδιζε  ολικά ή μερικά τη συμφωνημένη χρήση του. Έτσι, αποκλείεται το δικαίωμα της μισθώτριας να αναζητήσει τις σχετικές δαπάνες στις οποίες προέβη, με βάση τις διατάξεις περί πραγματικού ελαττώματος. Ούτε, όμως, μπορεί να θεμελιωθεί τέτοιο δικαίωμά της στη διάταξη του άρθρου 591 § 2 του ΑΚ και παρεπομένως εκείνες περί διοίκησης αλλοτρίων, εφόσον, ακόμη και αν κριθούν οι δαπάνες αυτές ως επωφελείς, αφορούν σε εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της αλλαγής χρήσης του μισθίου, και, επομένως, με βάση τη σχετική συμφωνία των μερών, βαρύνουν τη μισθώτρια ενάγουσα, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εφεσίβλητης (άρθρο 527 περ.1 του ΚΠολΔ).

Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ορισμένοι υαλοπίνακες εντός του μισθίου είχαν θαμπώσει από υγρασία και ήταν αναγκαία η αντικατάστασή τους, στην οποία και προέβη η πρώτη ενάγουσα. Συγκεκριμένα, αντικαταστάθηκαν : α/ υαλοπίνακας με τζάμι τρίπλεχ, επιφάνειας 2,71 τμ με τιμή μονάδας 110 ευρώ/τμ, και τέσσερα (4) διπλά τζάμια, επιφάνειας 0,53 τμ, 0,26 τμ, 1,06 τμ, 0,95 τμ και 0,64 τμ, και η πρώτη ενάγουσα, η οποία ανέθεσε την εκτέλεση όλων των εργασιών ανακαίνισης στην προαναφερθείσα εταιρεία, στο όνομα της οποίας εκδόθηκαν τα αντίστοιχα τιμολόγια, που επισυνάπτονται και στην αγωγή, επιβαρύνθηκε με τη σχετική δαπάνη, αγοράς και τοποθέτησής τους, ανερχόμενη στο ποσό των 558,54 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (23 %) και συνολικά των 687 (558,54 + 128,46) ευρώ (σχετ. υπ’αριθμ. 7 εργασία στον πίνακα εργασιών ενίσχυσης των παταριών και αποκατάστασης επιφάνειας δαπέδων, σε συνδυασμό με το υπ’αριθμ. ………/25-4-2016 τιμολόγιο εταιρείας της οποίας τα στοιχεία δεν είναι ευδιάκριτα). Η κατάσταση αυτή των υαλοπινάκων, αποτελεί απόκλιση από την προσδοκώμενη κατάστασή τους για τη χρήση που συμφωνήθηκε, και, επομένως, συνιστά πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης, που η εναγομένη-εκμισθώτρια γνώριζε, όπως είναι ευνόητο. Συνακόλουθα και η άρση του δεν υπαγορεύθηκε απλώς από την αλλαγή χρήσης του μισθίου ή τις αισθητικές επιλογές της πρώτης εκκαλούσας, ώστε να συντρέχει λόγος άρσης της ευθύνης της εκμισθώτριας-εφεσίβλητης, με βάση τα συμφωνηθέντα, όπως η ίδια αβασίμως ισχυρίστηκε με τις προτάσεις της. Την κατάσταση αυτή, όμως, γνώριζε και η ενάγουσα, καθώς αυτή ήταν εμφανής με απλή επίσκεψη στο μίσθιο και εξέταση των χώρων του, χωρίς να απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις και δεν αντέχει στη λογική να μην προέβη σε έναν στοιχειώδη έστω έλεγχο αυτών, οπότε και θα της ήταν ευχερές να την διαγνώσει. Επομένως, ακόμη και αν την αγνοούσε, αυτό οφείλεται σε βαρεία αμέλειά της, η οποία ελλείψει ορισμού της έννοιάς της στον ΑΚ, με κριτήριο τη βαρύτητα της αμελούς συμπεριφοράς, θεωρείται ότι υπάρχει, όταν η απόκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθιστα μεγάλη και ιδιαίτερα σοβαρή (ΑΠ 1431/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη της το απέκρυψε με δόλο ούτε θα μπορούσε άλλωστε, εφόσον επρόκειτο για ζήτημα τόσο ευχερώς διαπιστώσιμο. Συνεπώς, πρέπει, απορριπτομένης της προταθείσας από την πρώτη εκκαλούσα αντένστασης (ΑΠ 1291/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») περί δόλιας απόκρυψης του ελαττώματος, που διατυπώνεται καθ’υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης, να γίνει δεκτή η προταθείσα από την εφεσίβλητη ένσταση περί άγνοιας του πραγματικού αυτού ελαττώματος από βαρειά αμέλεια της πρώτης ενάγουσας, που προβάλλεται παραδεκτώς με τις προτάσεις της (άρθρο 527 § 1 του ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα η εκμισθώτρια να απαλλάσσεται της σχετικής ευθύνης προς αποζημίωσή της για τις συγκεκριμένες δαπάνες, ακόμη και αν αυτές ήθελαν χαρακτηριστούν ως επωφελείς.

Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η υφιστάμενη παροχή ηλεκτροδότησης του μισθίου δεν επαρκούσε για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας της πρώτης ενάγουσας, για την οποία συνήφθη η μίσθωση. Ειδικότερα, απαιτείτο επαύξηση της παροχής από 15 ΚVA σε 250 KVA, η οποία είναι η μεγαλύτερη στη χαμηλή τάση, δηλαδή ενίσχυση της υπάρχουσας ηλεκτρολογικής εγκατάστασης, λόγω των αυξημένων αναγκών της επιχείρησης της πρώτης ενάγουσας σε ηλεκτρικά φορτία. Η έλλειψη αυτή, αποκλίνει από την προσδοκώμενη κατάσταση του μισθίου, κατά τη σύμβαση, εφόσον οι αυξημένες ανάγκες ηλεκτροδότησής του ήταν συνυφασμένες με τη χρήση του ως κλινικής, η οποία απαιτούσε εγκατάσταση και χρήση κλιματισμού σε όλους τους χώρους του, που είναι ενεργοβόρα, καθώς και πληθώρα ιατρικών μηχανημάτων και λοιπού εξοπλισμού. Επομένως, συνιστά πραγματικό ελάττωμα, το οποίο, όμως, δεν αποδείχθηκε ότι το γνώριζε η εναγομένη-εφεσίβλητη, ούτε όφειλε να το γνωρίζει αφού αποτελεί ειδικό τεχνικό ζήτημα, συνδεόμενο με την ειδική χρήση για την οποία προοριζόταν το μίσθιο. Ούτε αποδείχθηκε ότι τέθηκε υπόψη της προς άρση του και η τελευταία αρνήθηκε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, με αποτέλεσμα να αίρεται η οποιαδήποτε ευθύνη της προς αποζημίωση της πρώτης ενάγουσας. Σε κάθε περίπτωση, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως της εφεσίβλητης, υπήρχε συμφωνία των μερών, η μισθώτρια εκκαλούσα να αναλάβει πλήρως με δικά της έξοδα κάθε αναγκαία εργασία για την αλλαγή της χρήσης, με αποτέλεσμα να μην ασκεί οποιαδήποτε επιρροή και ο τυχόν χαρακτηρισμός της σχετικής δαπάνης ως επωφελούς ή μη. Η συμφωνία αυτή είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντιτάχθηκε από την πλευρά της πρώτης εκκαλούσας τυχόν ακυρότητά της, για τον λόγο ότι η εφεσίβλητη αποσιώπησε με δόλο ή από βαριά της αμέλεια το ελάττωμα, που αποτελεί περιεχόμενο αντενστάσεως (ΑΠ 325/2013, ΑΠ 235/2012 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι μετά από αυτοψία που πραγματοποιήθηκε στο μίσθιο, διαπιστώθηκε ότι τμήμα του δικτύου ομβρίων υδάτων του κτιρίου ήταν κοινό με το δίκτυο της αποχέτευσης λυμάτων, κατά παράβαση του πολεοδομικού κανονισμού, όπως παραδέχεται και ο εξετασθείς πρωτοδίκως ενώπιον του ακροατηρίου, μάρτυρας ανταπόδειξης, ……….., πολιτικός μηχανικός, ο οποίος είχε αναλάβει το έργο της ανέγερσης της πολυκατοικίας επί του ήδη υπάρχοντος διώροφου κτίσματος. Ειδικότερα, τα όμβρια του δώματος στον 8ο όροφο και του υπερδώματος, ήτοι της οροφής του κλιμακοστασίου, κατέληγαν στο φρεάτιο ομβρίων, που βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο. Από εκεί, τα όμβρια οδηγούνταν μέσω μηχανοσίφωνα στο φρεάτιο αποχέτευσης, που βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο και από εκεί στη συνέχεια στο δίκτυο αποχέτευσης. Στο υπόγειο, επίσης του κτιρίου, υπήρχε ένα φρεάτιο ομβρίων υδάτων, το οποίο συγκέντρωνε τα ύδατα του υπογείου, χωρίς να υπάρχει αντλητικό συγκρότημα για την ανύψωσή τους στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Αντίθετα τα όμβρια ύδατα από τις κεραμοσκεπές, μέσω κατακόρυφων στηλών στην όψη απέρρεαν με φυσική ροή  κατευθείαν στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Η απόκλιση αυτή δεν αφορούσε τη φυσική ιδιοσυστασία του μισθίου, ούτε συνιστούσε δυσμενή κατάσταση της υλικής του υπόστασης, ενώ δεν αποτελούσε εμπόδιο για την λήψης της απαιτούμενης άδειας λειτουργίας της επιχείρησης της μισθώτριας εταιρείας. Συνιστούσε, ωστόσο, πραγματικό ελάττωμα, κατά την έννοια των διατάξεων 576 επ. του ΑΚ, καθώς επηρέαζε την προσφορότητα για λειτουργική χρήση αυτού, με την έννοια ότι αποτελούσε μια διαρκή εκκρεμότητα που καθιστούσε τη λειτουργία του κτιρίου παράνομη, με ενδεχόμενο τον κίνδυνο, αν γινόταν αντιληπτή από την αρμόδια διοικητική αρχή, να υφίστατο, εκτός από την ιδιοκτήτρια, και η ίδια τις συνέπειες αυτής, που μπορούσαν να φθάσουν ενδεχομένως και στη διακοπή της λειτουργίας της. Το ελάττωμα αυτό η εκμισθώτρια το γνώριζε, διότι προϋπήρχε ήδη από την εποχή που δεν είχε γίνει προσθήκη ορόφων στο μίσθιο, και είχε διαπιστωθεί και από τον πολιτικό μηχανικό που είχε αναλάβει την ανέγερσή του, ο οποίος όπως ήταν λογικό την είχε ενημερώσει αλλά δεν έκρινε αναγκαίο να το γνωστοποιήσει και στην πρώτη ενάγουσα, θεωρώντας ότι δεν χρειάζεται να γίνει κάποια αλλαγή, η οποία δεν είχε κριθεί αναγκαία ούτε και κατά την ανοικοδόμηση των λοιπών ορόφων. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται ότι το είχε υποδείξει ο παραπάνω πολιτικός μηχανικός. Αντιθέτως, η πρώτη ενάγουσα δεν το γνώριζε, καθώς δεν ήταν εμφανές και απαιτούσε αυτοψία από εξειδικευμένο επαγγελματία, όπως πολιτικό μηχανικό, ενώ δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει, κατά την εξέτασή του, οποιαδήποτε σχετική υπόνοια, εφόσον οι δύο πρώτοι όροφοί του προϋπήρχαν και υπήρχε ήδη σύνδεση με το δίκτυο της αποχέτευσης και των ομβρίων υδάτων. Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να της αποδοθεί ούτε και βαρεία αμέλεια για την άγνοιά του, απορριπτομένης, επομένως, της σχετικής ένστασης, που η εφεσίβλητη παραδεκτώς πρότεινε κατά τα άνω. Κατά συνέπεια, δεν αίρεται η ευθύνη της τελευταίας ως εκμισθώτριας και αυτή υποχρεούται να αποζημιώσει την πρώτη ενάγουσα για τις δαπάνες στις οποίες προέβη, και συνδέονται αιτιωδώς με το συγκεκριμένο ελάττωμα. Άλλωστε, και οι εργασίες που έγιναν προς άρση του δεν υπαγορεύθηκαν ούτε από αισθητικούς λόγους αλλά ούτε και από την αλλαγή χρήσης του μισθίου αυτή καθεαυτή, ώστε να συντρέχει λόγος άρσης της ευθύνης της εκμισθώτριας-εφεσίβλητης, με βάση τα συμφωνηθέντα, όπως η ίδια αβασίμως ισχυρίστηκε με τις προτάσεις της. Περαιτέρω, με βάση μελέτη εφαρμογής, η μισθώτρια εταιρεία προέβη στην κατασκευή νέου δικτύου ομβρίων από τα δώματα του κτιρίου και τον ακάλυπτο χώρο στο ρείθρο του πεζοδρομίου, που περιελάμβανε, δίδυμο αντλητικό συγκρότημα εντός πλαστικής δεξαμενής και πίνακα αυτοματισμού για τη λειτουργία του αντλητικού συγκροτήματος, ώστε τα όμβρια ύδατα όλων των πίσω επιφανειών (υπερδώματος, δώματος 8ου επιπέδου, 4ου επιπέδου, ακαλύπτου στο ισόγειο) να οδηγούνται μέσω κατακόρυφων στηλών σε φρεάτιο άντλησης στο επίπεδο του ακαλύπτου, απ’όπου μέσω δύο αντλιών και καταθλιπτικού αγωγού οδηγούνται απευθείας στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Τα ακάθαρτα επίσης ύδατα όπως και τα λύματα από το WC του υπογείου οδηγούνταν μέσω τριών αντλητικών συγκροτημάτων στο δίκτυο αποχέτευσης διότι δεν αποτελούσαν όμβρια. Για την ολοκλήρωση των εργασιών αυτών, πραγματοποιήθηκε εκσκαφή στον ακάλυπτο χώρο για την τοποθέτηση του αντλητικού συγκροτήματος, έγινε κατασκευή υδραυλικού δικτύου από γαλβανισμένο σιδηροσωλήνα από το αντλητικό συγκρότημα έως το ρείθρο του πεζοδρομίου, εκσκαφή και αποκατάσταση του πεζοδρομίου για την τοποθέτηση του σιδηροσωλήνα εντός του εδάφους καθώς και ηλεκτρολογικές εργασίες για τη σύνδεση και θέση σε λειτουργία του αντλητικού συγκροτήματος. Το συνολικό κόστος ανήλθε σε 8.193,42 ευρώ πλέον ΦΠΑ (23 %) και οι σχετικές εργασίες ανατέθηκαν και αυτές, με εντολή της μισθώτρια εταιρείας στην προαναφερθείσα εταιρεία. Συγκεκριμένα : Α/ Για αγορά υλικών απαιτήθηκαν τα κάτωθι ποσά, ήτοι : 1/ για αγορά δίδυμου αντλητικού [WS 500 δοχείο Drainlift, 2 αντλίες λυμάτων ΤΡ50Ε101/5,5 (400 V)], το ποσό των 3.248 ευρώ και με τον αναλογούντα ΦΠΑ (23 %), των 3.995 ευρώ (σχετ. το υπ’αριθμ. ……. τιμολόγιο πώλησης της εταιρείας ………),  2/ για αγορά χαλυβδοσωλήνων (34 γαλβανισμένων σιδηροσωλήνων 2, 12 γωνιών γαλβανισμένων, 10 στηριγμάτων με λάστιχο 2, 3 ταφ γαλβανισμένων 2, καμπύλης 45ο  2, 2 καμπυλών 45ο  2, μηχανοσίφωνα Θ.Θ Φ 125, βαλβίδας αντεπιστροφής με κλαπέτο Φ125, αναγόμωσης οξυγόνου, μαστού αρσενικού 54 2, αντεπίστροφου 2) το ποσό των 365,30 ευρώ, και με τον αναλογούντα ΦΠΑ (23 %), των 449,31 ευρώ (σχετ. τα υπ’αριθμ. ……/14-4-2016, ……/21-4-2016, ……./21-4-2016 ……./5-5-2016 και ……./20-5-2016 τιμολόγια πώλησης της εταιρείας «…………..»), 3/ για αγορά οικοδομικών υλικών για την αποκατάσταση του ακάλυπτου χώρου και του πεζοδρομίου, το ποσό των 84,40 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (23 %) ήτοι συνολικά 103,81 ευρώ (σχετ. το υπ’αριθμ. ……../26-5-2016 τιμολόγιο πώλησης της εταιρείας «……….»), 4/ για την αγορά ηλεκτρικού πίνακα για τον ακάλυπτο και λοιπά ηλεκτρολογικά υλικά (πίνακα ακαλύπτου, 180 μέτρων καλωδίου μπλενταζ 2-1,5, 18 μέτρων σχαρών καλωδίων 100- 60- 0,6, 6 ταχυσυνδέσμων σχαρών, 50 μέτρων καλωδίου ΝΥΜ 3-2,5, 25 μέτρων σωλήνα ευθεία condur 16,  20 μέτρων σωλήνα σπιράλ condur 16, 10 ρακόρ κουβίδης, 20 μουφών condur 16, 30 τελάρων condur 16, 4 κουτιών διακλάδωσης condur 20/16, 20 μέτρων καλωδίου ΝΥΜ 5-6, 6 σχαρών καλωδίων 200-60-0,6), το ποσό των 500,86 ευρώ και με τον αναλογούντα ΦΠΑ (23%) 616,05 ευρώ (σχετ. τα υπ’αριθμ. ……./6-6-2016, ……/26-4-2016, ……../26-4-2016, ……./21-4-2016, ……./3-6-2016 τιμολόγια πώλησης της εταιρείας «………..» και Β/ Για εργασίες επισκευής, ήτοι : 1/ για την εκσκαφή, κατά το πρώτο στάδιο, προκειμένου να τοποθετηθεί δεξαμενή στον ακάλυπτο χώρο και στη συνέχεια επίχωση, απαιτήθηκε, ειδικότερα, ένα ημερομίσθιο τριών εργατών για τη δοκιμαστική εκσκαφή, ένα ημερομίσθιο τεσσάρων εργατών για την εκσκαφή, την τοποθέτηση δεξαμενής και επίχωση, ένα ημερομίσθιο δύο εργατών για συμπληρωματική επίχωση και τσιμεντάρισμα, δηλαδή εννέα (9) ημερομίσθια εργατών, με αμοιβή 50 ευρώ την ημέρα και συνολικά 450 ευρώ, 2/ Για την εκσκαφή, στο δεύτερο στάδιο, για τις απαραίτητες εργασίες διέλευσης του καταθλιπτικού σωλήνα μέχρι το ρείθρο του πεζοδρομίου και την αποκατάσταση αυτού, απαιτήθηκε ένα ημερομίσθιο δύο ατόμων, με την ίδια όπως παραπάνω αμοιβή και συνολικά 100 ευρώ. Γι’αυτές εκδόθηκε το υπ’αριθμ. …../2-8-2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του υπεργολάβου οικοδομών ………., στο οποίο καταγράφεται το σύνολο των οικοδομικών εργασιών, που πραγματοποιήθηκαν στο μίσθιο, 3/ Για τις υδραυλικές εργασίες, απαιτήθηκαν συνολικά 10 ημερομίσθια εργατών με συνολική αμοιβή 1.250 ευρώ και ειδικότερα δύο ημερομίσθια για την εκσκαφή και το πέρασμα σε τμήμα του κήπου, επτά ημερομίσθια για την κατασκευή δικτύου στην οροφή του υπογείου, και ένα ημερομίσθιο για την κατασκευή του δικτύου στο πεζοδρόμιο. Για τις εργασίες αυτές εκδόθηκε το υπ’αριθμ. ……../22-4-2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του υδραυλικού ………, στο οποίο καταγράφεται η ληφθείσα αμοιβή για όλες τις εργασίες κατασκευής του δικτύου αποχέτευσης, 4) Για τις ηλεκτρολογικές εργασίες απαιτήθηκαν συνολικά έξι ημερομίσθια εργατών, με αμοιβή, ομοίως 50 ευρώ την ημέρα, εφόσον αυτή ήταν η συνήθης αμοιβή για τη συγκεκριμένη εργασία εκείνη την εποχή και δεν αποδεικνύεται διαφοροποίησή της στην κρινόμενη περίπτωση, και συνολικά 300 ευρώ, και ειδικότερα δύο ημερομίσθια για την τοποθέτηση και σύνδεση του πίνακα στον ακάλυπτο, δύο ημερομίσθια για την κατασκευή της παροχής για τον πίνακα καθώς και αναχωρήσεων αυτού και δύο ημερομίσθια για την κατασκευή δικτύου και σύνδεση του αντλητικού με το κεντρικό σύστημα. Για τις εργασίες αυτές εκδόθηκε το υπ’αριθμ. ……/30-6-2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας «………….», στο οποίο καταγράφεται η ληφθείσα αμοιβή της για όλες τις ηλεκτρολογικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο μίσθιο. Άλλες εργασίες και δαπάνες δεν αποδείχθηκαν, ελλείψει προσκομίσεως σχετικών παραστατικών και ανάλυσής τους. Ειδικότερα, το κονδύλιο για την εργασία της αλλαγής κλίσης του σωλήνα αποχέτευσης, ύψους 700 ευρώ, δεν αποδείχθηκε. Πλέον αυτών, το ποσό των παραπάνω αμοιβών επιβαρύνθηκε και με τον αναλογούντα ΦΠΑ (23 %), διαμορφούμενου τελικά σε 2.583 { 2.100 [450 + 100 + 1.250 + 300] + 483 (2.100 Χ 23 %)} ευρώ. Επομένως, για όλες τις ανωτέρω αιτίες η πρώτη εκκαλούσα δαπάνησε το ποσό των 7.747,17 (3.995 + 449,31 + 103,81 + 616,05 + 2.583) ευρώ, ενώ η αμοιβή που κατέβαλε στην εργολάβο εταιρεία, που ανέλαβε τη διεκπεραίωση των εργασιών, δεν συνδέεται αιτιωδώς με τις λοιπές δαπάνες που πραγματοποίησε. Επισημαίνεται ότι η εκτέλεση των συγκεκριμένων εργασιών και το ενδεδειγμένο αυτών από τεχνικής απόψεως δεν αμφισβητήθηκαν από τον μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος αντέτεινε μόνον ότι το ίδιο αποτέλεσμα μπορούσε να επιτευχθεί με μια απλούστερη κατασκευή, όπως την αναλύει χονδροειδώς, με χαμηλότερο κόστος, ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των 1.300 ευρώ, η οποία όμως δεν μπορεί να αξιολογηθεί, καθώς δεν αναλύεται επαρκώς. Πλέον αυτών αποδείχθηκε ότι, μετά από αυτοψία, διαπιστώθηκε ότι δεν είχε γίνει εκκίνηση του ανελκυστήρα στο μίσθιο, και, λόγω της πολύχρονης ακινησίας του ήταν απαραίτητος ο έλεγχος και η προληπτική συντήρηση των απαραίτητων εξαρτημάτων του (ηλεκτρικού πίνακα, συστημάτων ασφαλείας φρέατος, συρματόσχοινων κ.α) ενώ στη συνέχεια έγινε και αλλαγή της πλακέτας του πίνακα ελέγχου, προκειμένου να μπορεί να λειτουργήσει, για την αγορά της οποίας η πρώτη ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των 630 ευρώ και μετά του αναλογούντος ΦΠΑ (24 %), των 780,20 ευρώ (σχετ. το υπ’αριθμ. ………./29-11-2016 τιμολόγιο πώλησης της τεχνικής εταιρείας ανελκυστήρων με την επωνυμία «………»). Επρόκειτο, επομένως, για επισκευή και συνακόλουθα δαπάνη άμεση και επείγουσα, για την εξασφάλιση του πράγματος για τη χρήση που συμφωνήθηκε και έτσι, ανεξαρτήτως της γνώσεως ή μη της εκμισθώτριας περί της ύπαρξης του τεχνικού αυτού προβλήματος, αυτή είναι αποδοτέα, κατά τις σχετικές σκέψεις, με βάση τη διάταξη του άρθρου 591 § 1 του ΑΚ. Αντιθέτως, οι λοιπές δαπάνες, για τοποθέτηση λαμπών  LED, συστήματος ήχου και αναγγελίας ορόφων, αλλαγής μπαταρίας και υποβολής τεχνικού φακέλου στην αρμόδια Υπηρεσία, δεν πραγματοποιήθηκαν προς άρση πραγματικού ελαττώματος αλλά ήταν αναγκαίες και υπαγορεύθηκαν από την αλλαγή χρήσης και τις αισθητικές επιλογές της μισθώτριας. Έτσι, ανεξαρτήτως του τυχόν χαρακτηρισμού τους ως επωφελών, δεν μπορούν να αποδοθούν, με βάση την υφιστάμενη συμφωνία των συμβαλλομένων, περί ανάληψης εκ μέρους της των δαπανών ανακαίνισης για την αλλαγή της χρήσης, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό (ένσταση) της εφεσίβλητης. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις των μη αποδοτέων δαπανών δεν μπορούν να εφαρμοστούν ούτε και οι διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς, η ύπαρξη σχετικής συμφωνίας των μερών, καθιστά τον πλουτισμό της εκμισθώτριας από την εξοικονόμηση των δαπανών αυτών, νόμιμο. Συνεπώς, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον τέταρτο λόγο της έφεσης κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Πλέον αυτών, πέραν του ότι μετά τη σύναψη της σύμβασης, δηλαδή το έτος 2015, όπως είναι κοινώς γνωστό, υπήρξε σταδιακά ανάκαμψη της οικονομίας και όχι πτώση της, όπως ισχυρίζεται η πρώτη εκκαλούσα, η τυχόν επιδείνωση της οικονομικής κατάστασής της,  την οποία με τρόπο γενικό και αόριστο βεβαιώνει ο εξετασθείς ενώπιον συμβολαιογράφου οικονομικός διευθυντής της, …………., δεν αποδεικνύεται με την  προσκόμιση συγκεκριμένων στοιχείων, με αποτέλεσμα να μην κρίνεται επιβεβλημένη από τις αρχές της καλής πίστης η τροποποίηση της σύμβασης, ως προς τον χρόνο καταβολής του μισθώματος.

Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς την κύρια βάση της, αναφορικά με το πρώτο κύριο αίτημά της, περί απόδοσης δαπανών, κατά το μέρος που είχε κριθεί αυτή ως ορισμένη και νόμιμη, με την αιτιολογία ότι, κατά τη συμφωνία των μερών, όλες οι γενόμενες από τη μισθώτρια στο μίσθιο δαπάνες, αναγκαίες, επωφελείς ή πολυτελείς, βάρυναν την ίδια, έσφαλε εν μέρει κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως, όπως αυτός ειδικότερα αναλύεται στον υπ’αριθμ. 1ο και 2ο λόγο αυτής, να εξαφανιστεί αυτή κατά το μέρος αυτό, εν τέλει δε-κατά παραδοχή ήδη του τρίτου και εν μέρει του τέταρτου λόγου της και κατά τα λοιπά για λόγους ενότητας της δικαστικής κρίσης- στο σύνολό της, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288), απορριπτομένης της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που πρότεινε η εφεσίβλητη ως μη νόμιμης, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται για τη θεμελίωσή της, ήτοι η δυνατότητα και υποχρέωση διαπίστωσης των τυχόν ελλείψεων εκ μέρους της μισθώτριας ήδη πριν τη συνομολόγηση της σύμβασης, περί δικαιολογημένης άγνοιας αυτών εκ μέρους της και περί απαλλαγής της, με βάση τους όρους της σύμβασης, συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), στη συνέχεια δε, αφού απορριφθεί η αγωγή ως αόριστη, αναφορικά με το αίτημα απόδοσης των δαπανών συντήρησης και επισκευής των κουφωμάτων, να γίνει δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει στην πρώτη ενάγουσα, για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό αιτίες, το συνολικό ποσό των 8.527,37 (7.747,17+ 780,20) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, εφόσον δεν αποδείχθηκε ούτε η πρώτη ενάγουσα επικαλέστηκε προηγούμενη όχληση της εναγομένης. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’άρθρο 495 § 3 εδ ε΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, η επιστροφή του παραβόλου που οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατά την άσκησή της και να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων- εκ των οποίων εκείνα του δεύτερου ενάγοντος δεν ήταν ιδιαίτερα σε σχέση με εκείνα της πρώτης, αφού εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσαν κοινές προτάσεις-αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ αυτών, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 178 § 2, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 2 σε συνδυασμό με παράρτημα ΙΒ στο άρθρο 166 του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 14-10-2019 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/23-10-2019) έφεση των εναγόντων κατά της υπ’αριθμ. 2504/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν τυπικά, ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκησή της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 23-5-2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.κ/24-5-2017) αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι επτά ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (8.527,37), με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην εναγομένη-εφεσίβλητη, μέρος των δικαστικών εξόδων της πρώτης ενάγουσας-εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 18-5-2021.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ